Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Αγνώστου συγγραφέως: "Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού" (μέρος 6ο) Δ'

Αγνώστου συγγραφέως: "Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού" (μέρος 6ο)

«Εμοί δε τω προοκολλάσθαι τω Θεώ αγαθόν 
εστι τίθεσθαι εν τω Κυρίω την ελπίδα μου».
Η ρωσική παροιμία που λέγει: «Ο άνθρωπος καταθέτει και ο Θεός διαθέτει» αληθεύει, είπα, όταν εγύρισα πίσω εις τον πνευματικό μου. Εσκεπτόμουν ότι τώρα, ασφαλώς, θα είχα αρχίσει τον δρόμον μου για την Ιερουσαλήμ, αλλά κοίταξε πόσο αντίθετα εξελίχθησαν τα πράγματα. Κάτι εντελώς ανεπάντεχο συνέβη και μ' εκράτησε εις το ίδιο μέρος για άλλες τρεις ημέρες. Δεν ημπορούσα δε να μην έλθω να σου πω και να σε συμβουλευθώ, προτού τελικά αποφασίσω για ο,τιδήποτε.

Συνέβη, λοιπόν, το εξής: Τους είχα αποχαιρετήσει όλους και με την βοήθεια του Θεού άρχισα τον δρόμο μου. Είχα φθάσει εις τα κράσπεδα της πόλεως όταν είδα ένα γνωστό μου άνδρα να κάθεται εις την πόρτα του τελευταίου σπιτιού. Ήταν κι αυτός κάποτε προσκυνητής σαν κ' εμένα, αλλά δεν τον είχα ιδή τρία ολόκληρα χρόνια. Χαιρετισθήκαμε και μ' ερώτησε, πού επήγαινα.
«Αν ο Θεός θέλη, απήντησα, σκοπεύω να πάω εις τα Ιεροσόλυμα».
«Δόξα τω Θεώ! Υπάρχει ένας πολύ καλός συνταξειδιώτης για σένα», είπε.
«Ο Θεός να ευλογή και σένα και αυτόν, είπα, αλλά ασφαλώς γνωρίζεις ότι ποτέ δεν ταξειδεύω με παρέα. Συνηθίζω πάντα να περιπλανιέμαι μόνος μου».
«Ναι, μα άκουσε πρώτα, γιατί νομίζω ότι αυτός που σου λέω είναι συνταξειδιώτης όπως θα τον ήθελες, θα σου ταιριάζη πραγματικά, σαν κοστούμι. Άκουσε, λοιπόν: Ο πατέρας του κατόχου αυτού του σπιτιού εδώ που υπηρετώ, έχει τάξει να προσκυνήση εις την Ιερουσαλήμ. Είναι πολύ καλός άνθρωπος, αλλά είναι εντελώς κουφός. Οσοδήποτε κι αν φωνάζης δεν ακούει ούτε λέξι. Όταν χρειάζεται να του πης κάτι, πρέπει να του το γράψης. Βλέπεις, λοιπόν, δεν θα σε στενοχωρήση καθόλου στο δρόμο και ούτε θα σου μιλά, γιατί κ' εδώ εις το σπίτι κάθε μέρα γίνεται και πιο σιωπηλός. Από μέρους σου, εσύ θα του είσαι βοηθός στο ταξείδι. Ο γυιός του θα του παραχωρήση ένα αμάξι με άλογα που θα σας πάη μέχρι την Οδησσό κι από εκεί θα τα πουλήσετε και τα δυο. Ο γέρος θα προτιμούσε να πεζοπορήση, αλλά δεν ημπορεί γιατί έχει αποσκευές μαζί του και μερικά πράγματα που θέλει να φέρη εις τον Τάφο του Κυρίου. Θα βάλης κ' εσύ το σακκίδιό σου μέσα εις το αμάξι.

»Τώρα σκέψου, πώς είναι δυνατόν ν' αφήσουμε ένα γέρον άνθρωπο και κουφό, να φύγη μόνος του μ' ένα αμάξι για ένα τόσο μεγάλο ταξείδι; Έχουμε ερευνήσει, έχουμε ψάξει παντού να βρούμε κάποιον για συνοδό, αλλά όλοι τους ζητούν πολλά λεπτά και εκτός απ' αυτό, είναι δυνατόν να μπλέξουμε με κανέναν απατεώνα, που μπορεί να του κλέψη και τα χρήματα που θα έχη μαζί του και να τον εγκαταλείψη. Πες μου το ναι, αδελφέ μου, και όλα θα πάνε καλά. Κάνε την απόφασι για την δόξα του Θεού και την αγάπη του πλησίον. Θα χαρούνε πάρα πολύ οι δικοί του, που είναι καλοί άνθρωποι και μου έχουν δείξει τόση αγάπη, δυο χρόνια τώρα που εργάζομαι κοντά τους».

Όλη αυτή η συνομιλία έγινε στην πόρτα και έπειτα μ' επήρε μέσ' στο σπίτι. Ο νοικοκύρης ήταν εκεί και αμέσως κατάλαβα καθαρά ότι ήταν πλούσιοι και ευγενείς άνθρωποι. Τέλος συμφώνησα με το σχέδιό τους. Εκανονίσαμε να αρχίσουμε το ταξείδι μας, με την ευλογία του Θεού, δυό μέρες μετά την Λειτουργία των Χριστουγέννων. Αλλά πόσα απροσδόκητα πράγματα συναντά κάνεις στο δρόμο τούτο της ζωής του! Εις όλο αυτό το διάστημα, η θεία Πρόνοια καθοδήγησε τις πράξεις μας και εκυβέρνησε τα σχέδιά μας σύμφωνα με το γραμμένο: «Θεός εστίν ο ενεργών εν ημίν και το θέλειν και το ενεργείν».

Ακούγοντας όλα αυτά ο εξομολόγος μου, μου είπε: «Χαίρω με όλη μου την καρδιά, επειδή ο Θεός επέτρεψε να σε δω και πάλιν, έτσι ανεπάντεχα και γρήγορα. Τώρα που έχεις, λοιπόν, καιρό διαθέσιμο μένοντας με αγάπη κοντά μου, θα μου πης περισσότερα από τη διδακτική πείρα που πήρες από τόσα και τόσα προσκυνηματικά ταξείδια. Το ενδιαφέρον μου ν ακούσω, γεννήθηκε όταν σε πρωτοάκουσα να μου διηγήσαι για όλα αυτά που έχεις ιδή. Είμαι, λοιπόν, έτοιμος να ξανακούσω την συνέχεια με μεγάλη ευχαρίστησι και ενδιαφέρον».

«Και εγώ είμαι έτοιμος και ευτυχής να σου διηγηθώ περισσότερα», απήντησα, και άρχισα ως εξής:
«Πολλά μου έχουν συμβή άλλα καλά και άλλα άσχημα. Για να σου τα διηγηθώ όμως όλα, πρέπει να έχω πάρα πολύ χρόνο εις την διάθεσί μου, αλλλα επίσης έχω ξεχάσει και μερικά εν τω μεταξύ, επειδή μόνη μου προσπάθεια ήταν πάντα να μη λησμονήσω εκείνα τα περιστατικά που μ' εβοηθούσαν και ωδηγούσαν την αμελή ψυχή μου εις την Προσευχή. Όλα τα υπόλοιπα μόλις τα θυμούμαι ή μάλλον εφρόντισα να τα ξεχάσω, σύμφωνα και με την εντολή του Αποστόλου Παύλου που λέγει: "Τα μεν οπίσω επιλανθανόμενος τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος, κατά σκοπόν διώκω επί το βραβείον της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού ".

»Ο μακαρίτης ο Πνευματικός μου οδηγός συνήθιζε επίσης να λέγη, ότι οι δυνάμεις οι αντίθετες εις την προσευχή της καρδιάς, μας επιτίθενται από δυό μεριές, από αριστερά και από δεξιά. Δηλαδή όταν ο εχθρός δεν ημπορεί να μας εμποδίση από την προσευχή με τις μάταιες και τις αμαρτωλές σκέψεις, φέρνει εις το μυαλό μας καλές διδασκαλίες και όμορφες ιδέες, ώστε να μας παγιδεύση ή με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο και να ματαιώση την Προσευχή που δεν ημπορεί με κανέναν τρόπο να την ανεχθή και να την βαστάξη. Ονομάζεται "κλέπτης εκ δεξιών", και αν ο άνθρωπος απατηθή, εγκαταλείπει την συνομιλία με τον Θεό, για να συνομιλή με τον εαυτό του ή με άλλους. Έτσι με εδίδαξε να μην επιτρέπω καμμιάν άλλη, έστω και την πιο ωραία, απασχόλησι εις το μυαλό μου την ώρα της προσευχής και πολλές φορές όταν εξώδευα την ημέρα, περισσότερο χρόνο σε σκέψεις ή συνομιλίες, αντί για την νοερά Προσευχή, επίστευα ότι κάτι επήγε χαμένο, ενώ άλλοτε κατελάμβανε την ψυχή μου ένα είδος πνευματικής δίψας. Είναι αλήθεια, μου είπεν ακόμη, ότι οι αρχάριοι, ειδικώτερα, επειδή έχουν ανάγκη να αφιερώνουν πολύ χρόνον εις την προσευχή, πρέπει το περισσότερο μέρος της ημέρας να προτιμούν να το αφιερώσουν εις αυτήν, παρά σε οποιαδήποτε άλλη πνευματική απασχόλησι. Αλλά ο άνθρωπος δεν ημπορεί να ξεχάση, όλα όσα του συνέβησαν, έστω και αν πολλές φορές για πολύν καιρό δεν τα επανέφερε εις την μνήμη του.

«Θυμάμαι, λοιπόν, πως όταν ήμουν εις την περιοχή του Τομπόλσκ, συνέβη να περάσω από μιαν επαρχιακή πόλι. Τα παξιμάδια μου εκόντευαν να τελειώσουν, γι αυτό αναγκάσθηκα να μπω σ' ένα σπίτι και να ζητήσω λίγα. Μόλις άνοιξαν την πόρτα, ο οικοδεσπότης μού είπε: "Έρχεσαι ακριβώς την πιο κατάλληλη στιγμή. Η σύζυγός μου μόλις τώρα ξεφούρνισε. Πάρε, λοιπόν, ένα μεγάλο και ζεστό καρβέλι, για να μας θυμάσαι εις τις προσευχές σου". Τον ευχαρίστησα και όπως έβαζα το καρβέλι μέσ' στο σακκίδιό μου η νοικοκυρά βλέποντάς το μου είπε: "Πολύ ετρίφτηκε αυτό το σακκίδιό σου, έχω όμως εγώ ένα καινούργιο και θα σου το δώσω". Μου έδωσε, λοιπόν, ένα καινούργιο και γερό σακκίδιο και εγώ αφού τους ευχαρίστησα και πάλι θερμά, εκίνησα για να φύγω. Βγαίνοντας από την πόλι, εχρειάσθηκα λίγο αλάτι, κ' εζήτησα από ένα σπίτι, όπου οι καλοί άνθρωποι εκεί, μου έδωσαν άφθονο. Αγαλλίασε πραγματικά η καρδιά μου και ευχαρίστησα τον Θεό που με ωδήγησε σε τόσο καλούς ανθρώπους. "Τώρα, είπα με τον εαυτόν μου, μη έχοντας να φροντίσω για τροφή, θα ευφρανθώ ψυχικά για μιαν ολόκληρην εβδομάδα. Ευλογημένο το όνομα του Κυρίου".

«Πέντε χιλιόμετρα από εκεί, περνώντας μέσα από ένα φτωχικό χωριό, είδα μια μικρή ξύλινη εκκλησία, κομψή και όμορφα χρωματισμένη απ' έξω. Όπως επερνούσα δίπλα, αισθάνθηκα την ανάγκη να προσευχηθώ λιγάκι μέσα εκεί κ' εμπήκα εις τον πρόναο. Εις την πρασινάδα της αυλής της εκκλησίας έπαιζαν δυό παιδάκια πέντε έως έξη χρόνων. Ήσαν καλοντυμένα και τα πήρα πως ήσαν τα παιδιά του παπά. Ετελείωσα την προσευχή μου κ' επροχώρησα στο δρόμο μου, αλλά δεν είχα κάνει δέκα - δώδεκα βήματα όταν άκουσα να με φωνάζουν: "Ζητιανάκο, ζητιανάκο, στάσου". Τα δυό μικρά που είχα ιδή, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι, με εφώναζαν κ' έτρεχαν πίσω μου. Εσταμάτησα, και αυτά μ' επήραν από το χέρι λέγοντας: "Έλα από το σπίτι, η μητέρα μας έχει συμπάθεια εις τους ζητιάνους .

"Δεν είμαι ζητιάνος, είπα, είμαι ένας περαστικός άνθρωπος.
"Γιατί τότε έχεις σακκούλα;
"Την έχω για το ψωμί που τρώγω εις τον δρόμο".

"Το ίδιο κάνει· έλα, η μητέρα μας να σου δώση χρήματα για το ταξείδι σου".
"Μα πού είναι η μητέρα σας"; ερώτησα.
"Κάτω εκεί, πίσω από την εκκλησία, μέσα σ' αυτό το μικρό πάρκο".
»Με οδήγησαν σε ένα όμορφο κήπο που εις τη μέση του ήταν ένα μεγάλο επαρχιακό σπίτι. Εμπήκαμε μέσα. Πόσο όμορφα και καθαρά ήσαν όλα εκεί. Η οικοδέσποινα έτρεξε να μας πη: "Καλώς ωρίσατε! Καλώς ωρίσατε! Ο Θεός σάς έστειλε· καθήστε, σας παρακαλώ". Με τα ίδια της τα χέρια επήρε το σακκίδιό μου και το έβαλε επάνω σ' ένα τραπέζι και εμένα μ' εκάθισε σε μια μαλακή και αναπαυτική πολυθρόνα.
"Μήπως θέλετε να φάτε κάτι; Μήπως θέλετε τσάι; Ό,τι χρειάζεστε υπάρχει εδώ".
"Σας ευχαριστώ, απήντησα, μα έχω ένα σακκίδιο γεμάτο παξιμάδια. Είναι αλήθεια πως δεν απεχθάνομαι το τσάι, αλλά, σαν χωρικός που είμαι, δεν το έχω πολυσυνηθίσει. Με ευχαριστεί και με υποχρεώνει το εγκάρδιό σας καλωσόρισμα, τόσο, που δεν θέλω τίποτε άλλο. Θα προσευχηθώ να σας ευλογή ο Θεός, που δείχνετε εις τους ξένους τόσην αγάπη, ποτισμένη με το πνεύμα του Ευαγγελίου".

»Ενώ μιλούσα, ένα ισχυρό συναίσθημα με κατέλαβε σπρώχνοντάς με να μείνω μόνος. Η Προσευχή μού αναστάτωνε την καρδιά και είχα ανάγκη από σιωπή και ηρεμία, ν' αφήσω ελεύθερο αυτό το ξύπνημα που μου έφερνε της Προσευχής η φλόγα, καθώς επίσης να κρύψω από τους άλλους τα εξωτερικά σημάδια που το ακολουθούν, όπως τα δάκρυα, οι αναστεναγμοί και οι συσπάσεις εις το πρόσωπο και εις τα χείλη που λέγονται "αλλοίωσις", κ' εσηκώθηκα λέγοντας :
"Να με συγχωρήτε, αλλά πρέπει να φύγω τώρα. Ο Χριστός να είναι μαζί σας, και μαζί με τ' αγαπημένα σας παιδάκια".

"Ω, όχι! Θεός φυλάξοι· δεν θα φύγετε! Δεν σας αφήνω. Ο άνδρας μου, που είναι δικαστής, θα γυρίση απ' την πόλι απόψε, κι αλήθεια πόσο θα ευχαριστηθή να σας συναντήση! Θεωρεί τους προσκυνητάς αγγελιαφόρους του Θεού. Εάν φύγετε, θα λυπηθή πολύ, που δεν θα σας ιδή. Εκτός αυτού αύριο είναι Κυριακή· θα προσευχηθήτε, λοιπόν, μαζί μας εις την εκκλησία, και το μεσημέρι θα φάτε εδώ, ό,τι ο Θεός μάς δώση. Εις τις γιορτές πάντοτε έχουμε καμμιά τριανταριά επισκέπτας, όλους πτωχούς αδελφούς μας. Ελάτε τώρα, γιατί δεν μου είπατε ακόμη τίποτε για τα ταξείδια σας; Πού επήγατε και πού θα πάτε να προσκυνήσετε; Μιλήστε μου μου αρέσει τόσο πολύ να συνομιλώ με αφωσιωμένους εις τον Θεόν ανθρώπους. Παιδιά, παιδιά! Πάρετε το σακκίδιο του προσκυνητού και φυλάξετέ το μέσα, γιατί θα μείνη απόψε εδώ".

»Η έκπληξίς μου ήτο τόσο μεγάλη και όπως άκουγα αυτά που έλεγε ερώτησα τον εαυτόν μου, εάν μιλούσα με άνθρωπο ή με κάποιο είδος επιγείου αγγέλου!

»Έμεινα, λοιπόν, κ' επερίμενα τον σύζυγό της. Της διηγήθηκα με συντομία για τα ταξείδια μου και της είπα ότι επήγαινα στο Ιρκούτσκ.

"Τότε, λοιπόν, θα περάσετε από το Τομπόλσκ, είπε η κυρία, εκεί είναι η μητέρα μου, καλογριά σ' ένα μοναστήρι. Είναι μεγαλόσχημη τώρα. Θα σας δώσουμε ένα γράμμα γι' αυτήν και θα χαρή πάρα πολύ να σας δη. Πολύς, πάρα πολύς κόσμος πηγαίνει να την συμβουλευτή για πνευματικά ζητήματα, θα σας παρακαλέσουμε να της δώσετε ένα βιβλίο του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, που μας έγραψε και το παραγγείλαμε εις την Μόσχα".

»Είχε φθάσει εν τω μεταξύ η ώρα του φαγητού κ' εκαθήσαμε στο τραπέζι. Τέσσερεις άλλες κυρίες εκάθησαν μαζί μ' εμάς. Όταν το πρώτο πιάτο ετελείωσε, μια απ' αυτές εσηκώθηκε, υποκλίθηκε εις την εικόνα και σ' εμάς, επήγε και έφερε το δεύτερο πιάτο κ' εκάθησε πάλι. Έπειτα με την σειρά άλλη μια από τις κυρίες εσηκώθηκε κ' έφερε το τρίτο πιάτο. Όταν είδα αυτά, είπα προς την οικοδέσποινα: "Θα ήθελα, αλλά δεν ξεύρω αν πρέπη να τολμήσω, να σας ερωτήσω, εάν οι κυρίες αυτές είναι συγγενείς σας".

"Μάλιστα! Είναι σαν αδελφές μου. Αυτή εδώ είναι η μαγείρισσα και η άλλη είναι η σύζυγος τού αμαξά. Η τρίτη κρατάει όλα τα κλειδιά και η τετάρτη είναι η βοηθός μου. Είναι όλες πανδρεμένες. Σε όλη την υπηρεσία μου δεν έχω καμμίαν ανύπανδρη κοπέλλα".

»Όσο περισσότερο έβλεπα και άκουγα αυτά, τόσο και πιο πολύ με κατελάμβανε έκπληξις και εδόξαζα τον Θεό που παρεχώρησε να γνωρίσω τόσον ευσεβείς ανθρώπους. Άρχισα, όμως, να αισθάνωμαι την επιθυμία για προσευχή να αναταράζη την καρδιά μου και επιθυμούσα να μείνω μόνος όσο πιο γρήγορα μπορούσα, επειδή δεν άντεχα να αναβάλω την Προσευχή περισσότερο. Είπα, λοιπόν, εις την κυρία μόλις εσηκωθήκαμε απ' το τραπέζι: "Δεν αμφιβάλλω ότι θα αναπαυθήτε τώρα μετά το φαγητό. Εγώ όμως επειδή είμαι πολύ συνηθισμένος να περπατώ, θα κάμω μια βόλτα μέσα εις τον κήπο".

"Α, όχι! δεν αναπαυόμεθα, απήντησεν η οικοδέσποινα, θα έλθω και εγώ εις τον κήπο μαζί σας, και θα συνομιλήσουμε για κάτι εποικοδομητικό. Εάν πάτε μόνος σας τα παιδιά θα σας διαταράξουν την γαλήνη, γιατί μόλις σας δουν θα έλθουν κοντά σας, επειδή αγαπούν πολύ τους προσκυνητάς και τους ξένους .

»Δεν έμενε, λοιπόν, τίποτε άλλο παρά να υποχωρήσω εις τα όσα είπε. Θέλοντας ν' αποφύγω να μιλώ όλο εγώ, όταν εφθάσαμε στον κήπο, υποκλίθηκα μπροστά της και της είπα: "Σας παρακαλώ πάρα πολύ, πέστε μου, πόσον καιρό περνάτε την ζωήν σας με αυτόν τον τρόπον της αφοσιώσεως εις τον Χριστό και τον πλησίον και ποιά ήταν η αιτία που σας ωδήγησε σε μια τέτοια ευλογημένη διαβίωση";

"Θα σας διηγηθώ όλην την ιστορία, αν το θέλετε", ήταν η απάντησις.

"Η μητέρα μου ήταν δισέγγονη του αγίου Ιωάσαφ, του οποίου τα λείψανα ευρίσκονται εις το Μπυελκορόδ. Είχαμε ένα μεγάλο σπίτι, κ' ένα διαμέρισμά του το είχαμε ενοικιάσει σε ένα κύριο που ήταν πολύ καλός, αλλ' όχι πλούσιος. Σε λίγο καιρό όμως ο ατυχής απέθανε και η σύζυγός του, που ήταν έγκυος, απέθανε κι αυτή στον τοκετό.

"Το μωρό, ένα αγοράκι, έμεινε πεντάρφανο και πάμπτωχο, η δε μητέρα μου το ευσπλαγχνίσθηκε και το ανέλαβε να το αναθρέψη. Εγώ εγεννήθηκα ένα χρόνο αργότερα. Εμεγαλώσαμε μαζί, επήγαμε εις το σχολείο μαζί, είχαμε τους ίδιους διδασκάλους, τους ίδιους παιδαγωγούς και είχαμε συνηθίσει τόσο πολύ ο ένας τον άλλο, που δεν ξεχωρίζαμε από πραγματικά αδέλφια. Αργότερα ο πατέρας μου απέθανε και η μητέρα μου μας επήρε και ήλθαμε εις αυτό εδώ το κτήμα.

"Όταν εμεγαλώσαμε μάς επάνδρευσε, μας εδώρισε το κτήμα τούτο και το σπίτι κ' εκείνη απεχώρησε σε μοναστήρι, όπου είχε κτίσει από πριν, ένα κελλί δικό της. Μας έδωσε την μητρική της ευλογία, σαν υποθήκη δε, την επιθυμία της να ζούμε ζωή καλών χριστιανών, να προσευχώμεθα θερμά και να εφαρμόζουμε την εντολή της αγάπης δείχνοντάς την με έργα προς τον πλησίον, τρέφοντας και βοηθώντας τους πτωχούς με απλότητα και ταπείνωσι, για να τους διδάσκουμε με τα έργα μας αυτά, τον φόβο του Θεού.

"Μας εδίδαξε ακόμη να συμπεριφερώμεθα προς τους υπηρέτας μας σαν να είναι αδελφοί μας. Έτσι λοιπόν, από τότε ζούμε συνεχώς σύμφωνα με τις υποθήκες της, προσπαθώντας να τις εφαρμόζουμε όσο καλύτερα μπορούμε.

"Έχουμε ένα ξενώνα για τους περαστικούς και τους δυστυχισμένους, αυτή δε την στιγμή υπάρχουν μέσα σ' αυτόν περισσότεροι από δέκα δυστυχισμένοι και ανάπηροι. Αν θέλης μπορούμε να τους ιδούμε αύριο".

«Όταν ετελείωσε, δίδοντάς μου όλες αυτές τις πληροφορίες, την ερώτησα αν μπορούσα να ιδώ αυτό το βιβλίο της Κλίμακος του αγίου Ιωάννου, που ήθελε να το στείλη εις την μητέρα της. "Ελάτε μέσα, μου είπε, και θα το βρω αμέσως".

«Μόλις είχαμε καθήσει για να διαβάσουμε, ήλθε ο σύζυγός της και βλέποντάς με μ' εκαλωσώρισε θερμά. Ασπασθήκαμε ο ένας τον άλλον σαν αδελφοί, μ' επήρε δε εις το δωμάτιό του λέγοντας: "Έλα, αγαπητέ μου αδελφέ, ας περάσουμε στο γραφείο μου. Η γυναίκα μου θα σε ζάλισε τόση ώρα. Μόλις βλέπει κανένα προσκυνητή ή κανένα ανάπηρο ζητιάνο, δεν τους αφήνει με την κουβέντα και τις ερωτήσεις να ησυχάσουν ούτε μέρα ούτε νύκτα. Αυτό κάνει για χρόνια και χρόνια τώρα".

«Εμπήκαμε εις το γραφείο. Αλήθεια πόσα βιβλία υπήρχαν μέσα εκεί! Τι ωραίες εικόνες, τι ωραίος Εσταυρωμένος σε φυσικό μέγεθος, τι όμορφο Τετραυάγγελο! Απήγγειλα μια προσευχή και έπειτα είπα: "Ζήτε πραγματικά σ' έναν Παράδεισο του Θεού. Εκεί είναι ο Χριστός, η αγία του Μητέρα και οι Άγιοι, εδώ δε είναι η θεία διδασκαλία, τα ζωντανά και αιώνια λόγια της ζωής. Είμαι βέβαιος πως πολύ συχνά απολαμβάνετε την θεία τροφή που παρέχουν".

"Αλήθεια! Παραδέχομαι πώς είμαι πολύ φίλος της μελέτης" απήντησε.
"Τι είδους βιβλία έχετε εις την βιβλιοθήκη σας"; ερώτησα.
"Έχω μεγάλον αριθμό θρησκευτικών βιβλίων", ήταν η απάντησις.
"Εδώ είναι οι βίοι των Αγίων όλου του έτους, τα έργα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, και πολλών άλλων θεολόγων και Φιλοσόφων. Έχω αρκετούς τόμους κηρυγμάτων, γραμμένους από σπουδαίους συγχρόνους ιεροκήρυκας. Η αξία της βιβλιοθήκης μου είναι πάνω από εκατό χρυσές λίρες"

"Έχετε τίποτε που να γράφη για την Προσευχή;

"Βεβαίως, γιατί μου αρέσει πάρα πολύ να διαβάζω για την προσευχή. Εδώ είναι μια τελευταία εργασία για την προσευχή, γραμμένη από έναν ιερέα απ' την Πετρούπολι". Κατέβασε ένα βιβλίο που έγραφε για την Κυριακή προσευχή και αρχίσαμε να το διαβάζουμε με αγαλλίασι. Έπειτα από λίγο ήλθε η κυρία φέρνοντας τσάϊ. Την ακολουθούσαν τα παιδάκια κρατώντας και τα δυο μαζί ένα μεγάλον ασημένιο δίσκο, γεμάτο από μπισκότα και γλυκά τόσο ωραία, που ποτέ προηγουμένως δεν είχα παρόμοια γευθή. Έπειτα ο κύριος επήρε από τα χέρια μου το βιβλίο και το έδωσε εις την σύζυγό του λέγοντας: "Τώρα θα μας διαβάση η κυρία. Διαβάζει πάρα πολύ όμορφα κ' εμείς θα ζεσταθούμε με το καλοφτιαγμένο τσάϊ". Έτσι άρχισε να διαβάζη κ' εμείς ακούγαμε. Αλλ' όπως παρακολουθούσα, αισθάνθηκα την ενέργεια τής Προσευχής να αναδεύη την καρδιά μου και όσο προχωρούσε το διάβασμα, τόσο η ενέργεια αυτή εμεγάλωνε, γεμίζοντάς με από ευφροσύνη.

«Ξαφνικά είδα κάτι λαμπερό να περνά αστραπιαία στον αέρα εμπρός από τα μάτια μου, κάτι σαν τη φυσιογνωμία του μακαρίτη του Πνευματικού μου οδηγού. Θέλοντας να κρύψω όλο αυτό που μου συνέβαινε, είπα: "Να με συγχωρήτε, αλλά πρέπει να κοιμηθώ έστω κ' ελάχιστα". Έπειτα αισθάνθηκα σαν να μ' εφώτιζε η ψυχή του Πνευματικού μου οδηγού και ο φωτισμός αυτός ήλθε μέσα στο μυαλό μου, σαν ένα είδος διαφόρων ιδεών για την Προσευχή. Έκανα το σταυρό μου και όπως άρχισα να τακτοποιώ τις ιδέες αυτές εις τον νου μου, η κυρία είχε φθάσει διαβάζοντας εις το τέλος του βιβλίου, ο δε σύζυγός της μ' ερώτησε αν μου άρεσε. Έτσι, λοιπόν, η συζήτησίς μας ξανάρχισε παλι. "Πάρα πολύ", απάντησα. "Το Πάτερ ημών, είναι η υψηλότερη και η πιο πολύτιμη απ' όλες τις προσευχές για μας τους χριστιανούς, επειδή προέρχεται από το ίδιο το στόμα του Χριστού. Η εξήγησις που εδιαβάσαμε μόλις, ήταν πολύ καλή, μόνο που το περισσότερό της μέρος, πραγματεύεται για την πρακτική πλευρά τής πνευματικής ζωής, ενώ εγώ διαβάζοντας τους αγίους Πατέρας, συνήντησα περισσότερο την θεωρητική και μυστικιστική εξήγησι της Προσευχής· της λεγομένης Καρδιακής Προσευχής".

"Σε ποιους από τους Πατέρας το εδιαβάσατε αυτό;
"Εις τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή επί παραδείγματι, και εις τον ιερομάρτυρα Πέτρο τον Δαμασκηνό, εις την «Φιλοκαλία»".
"Θυμάστε τίποτε από αυτά; Πέστε και σε μας κάτι, σας παρακαλούμε".
"Βεβαιότατα. Οι πρώτες λέξεις της Προσευχής —Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς— ερμηνεύονται εις το βιβλίον σας σαν μια κλήσις για αδελφική αγάπη για τον πλησίον, εφ' όσον όλοι μας είμεθα παιδιά του ενός Πατέρα· αυτό δε είναι αλήθεια. Αλλά εις τους Αγίους Πατέρας η ερμηνεία πηγαίνει βαθύτερα και είναι πιο πνευματική, επειδή εκείνοι λένε ότι όταν χρησιμοποιούμε αυτές τις λέξεις πρέπει να υψώνουμε τον νου μας εις τον ουρανόν, προς τον ουράνιό μας Πατέρα και να θυμώμεθα κάθε στιγμή, ότι οπουδήποτε και αν εύρισκώμεθα είμεθα μπροστά στο Θεό.

"Τα λόγια Αγιασθήτω το όνομά Σου εις το βιβλίο που εδιαβάσαμε εξηγούνται, ότι πρέπει να είναι φροντίδα μας να μη πιάνουμε για το τίποτα στο στόμα μας το όνομα του Θεού, να μη παίρνουμε ψεύτικους όρκους και με μιά λέξι, να προφέρουμε με σεβασμό πάντοτε το θείον όνομα και να μη το "λαμβάνωμεν επί ματαίω". Αλλά οι μυστικισταί συγγραφείς διαβλέπουν εδώ μιά σαφή κλήση για την εσωτερική Προσευχή της καρδιάς, που σύμφωνα μ' αυτή το άγιον όνομα του Θεού τυπώνεται εσωτερικά επάνω εις την καρδιά του ανθρώπου και εξαγιάζεται από αυτενεργούσα Προσευχή και αγιάζει όλα τα συναισθήματα και τις δυνάμεις της ψυχής.

"Τα λόγια Ελθέτω η Βασιλεία Σου οι Πατέρες τα εξηγούν: είθε η εσωτερική ειρήνη και γαλήνη και πνευματική αγαλλίασις να έλθουν μέσ' στις καρδιές μας. Εις το βιβλίο σας πάλι, τα λόγια Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, θεωρούνται ότι είναι παρακλητικά για τις καθημερινές ανάγκες της ζωής της ιδικής μας και του πλησίον μας. Αλλ' ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αντιλαμβάνεται τον άρτον τον επιούσιον σαν τροφή της ψυχής με ουράνιον άρτον που είναι ο Λόγος του Θεού και σαν ένωσι της ψυχής με Εκείνον που γίνεται με την εγκατοίκησί της εις Αυτόν, με τη σκέψι και την ασίγαστη εσωτερική Προσευχή της καρδιάς".

"Ναι, αλλά η απόκτησις της εσωτερικής Προσευχής είναι δύσκολο πράγμα και σχεδόν αδύνατο για όσους δεν είναι μοναχοί ή ιερωμένοι, μου είπε ο κύριος που μ' εφιλοξενούσε, κ' εμείς είμαστε τυχεροί που μπορούμε να λέμε τις τακτικές καθημερινές προσευχές μας χωρίς οκνηρία".

"Μην τα σκέπτεσθε έτσι τα πράγματα, απήντησα. Εάν ήταν κάτι δύσκολο και ακατόρθωτο να το εκπληρώσουμε, ο Θεός δεν θα το απαιτούσε από μας. "Η δύναμίς του εν ασθενεία τελειούται". Οι Πατέρες που ομιλούν από την ιδική τους πείρα, μας παρέχουν τον τρόπο και το σύστημα να κερδίσουμε ευκολώτερα την Προσευχή της καρδιάς. Φυσικά για τους ασκητάς και τους ερημίτας προσφέρουν ειδικάς μεθόδους υψηλάς, αλλά και γι' αυτούς που ζουν εις τον κόσμο, τα συγγράμματά τους δείχνουν τρόπους που οδηγούν με ασφάλεια εις την γνώσι και την εφαρμογή της εσωτερικής Προσευχής".

"Θέλεις να σου διαβάσω σχετικά μ' αυτό, κάτι απ' τη «Φιλοκαλία»"; τον ερώτησα, βγάζοντας το βιβλίο απ' το σακκίδιό μου. Ευρήκα ένα κεφάλαιο του αγίου Πέτρου του Δαμασκηνού, εις το τρίτο μέρος του βιβλίου, κ' εδιάβασα τα ακόλουθα: Πρέπει κανείς να μάθη να επικαλήται το όνομα του Θεού συχνότερα και από την αναπνοή του, πάντοτε, παντού και οποιαδήποτε κι αν είναι η εργασία του. Ο απόστολος είπε, «αδιαλείπτως προσεύχεσθε», με αυτό δε, διδάσκει τους ανθρώπους να έχουν τη σκέψι τους στο Θεό, σε κάθε στιγμή, σε κάθε τόπο, σε οποιαδήποτε περίστασι.

"Όταν πρόκειται να κάνη ο άνθρωπος κάτι, φέρνει εις το μυαλό του τον Δημιουργό των όλων. Όταν βλέπη το συνηθισμένο φως, θυμάται τον φωτοδότη Χριστό. Όταν ρίχνη τα μάτια του εις τον ουρανό ή την γη, την θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν εις την φύσι, θαυμάζει με την ψυχή του και υμνεί τον πάνσοφο Καλλιτέχνη. Όταν φορή τα ρούχα του, σκέπτεται τίνος δώρα είναι αυτά, και δοξάζει τον Προνοητή που προνοεί και για το πιο άσημο πλάσμα της γης αυτής, γενικά δε ο άνθρωπος φροντίζει ώστε κάθε πράξις του να γίνη αιτία να θυμάται και να δοξολογή το όνομα του Θεού, οπότε πραγματοποιεί την ασίγαστη προσευχή, ενώ η ψυχή του γεμίζει από εσωτερική πνευματική ευτυχία και γαλήνη".

"Είναι, λοιπόν, όπως αντιλαμβάνεσαι, αυτός ο τρόπος της αδιαλείπτου προσευχής, εύκολος και κατορθωτός από τον κάθε ένα που έχει φόβο Θεού και ομαλά τα ανθρώπινα συναισθήματα".

»Και οι δυο τους ευχαριστήθηκαν εξαιρετικά από αυτό που τους εδιάβασα, ο άνδρας δε αφού μου έσφιξε το χέρι, πήρε εις τα χέρια του την "Φιλοκαλία" και την περιεργάστηκε, λέγοντας: "Πρέπει και εγώ να πάρω ένα αντίτυπο της "Φιλοκαλίας" και θα το παραγγείλω αμέσως εις την Πετρούπολι, αλλά προς το παρόν και για να θυμάμαι τη στιγμή αυτή, θα αντιγράψω αυτό το κομμάτι που μου εδιάβασες".

«Αντέγραψε, λοιπόν, το χωρίον αυτό καλλιγραφικά και μόλις το ετελείωσε εστάθηκε για μια στιγμή με έκπληξη και είπε: "Ω, Θεέ μου! Έχω την εικόνα του αγίου Πέτρου του Δαμασκηνού. Είναι αυτή επάνω εκεί εις το εικονοστάσι". Έβαλε έπειτα αυτό που έγραψε σε μια κορνίζα με τζάμι και το εκρέμασε κάτω από την εικόνα. "Τώρα θα είναι, προσέθεσε, τα ζωντανά λόγια του Αγίου κάτω απ' την εικόνα του για να μου θυμίζουν να τα εφαρμόζω τέλεια εις τη ζωή μου.

«"Επειτα επήγαμε για το δείπνο. Όπως και κατά το γεύμα, έτσι και τώρα όλο το προσωπικό εκάθησε εις το ίδιο τραπέζι μ' εμάς. Πόσο ήσυχο και επιβλητικό ήταν το δείπνο αυτό! Μόλις ετελειώσαμε, όλοι μαζί και τα παιδάκια, εκάναμε προσευχή. Με παρεκάλεσαν να διαβάσω τον ικετήριο κανόνα εις τον γλυκύτατον Ιησού. Μετά από αυτό οι υπηρέτες και τα παιδιά επήγαν να κοιμηθούν κ' εμείναμε οι τρεις εμείς πάλι μόνοι. Αμέσως τότε η κυρία μού έφερε ένα άσπρο πουκάμισο και ένα ζευγάρι κάλτσες. Υποκλίθηκα ευχαριστώντας, αλλά της είπα ότι δεν θα πάρω τις κάλτσες, επειδή ποτέ εις την ζωή μου δεν είχα φορέσει, εκτός από τις συνηθισμένες πάνινες ρωσικές μπότες που τύλιγα τα πόδια μου. Επήρε έτσι τότε τις κάλτσες κ' έφερε απ' την προίκα της ένα κίτρινο μάλλινο ύφασμα απ' όπου μού έκοψε ένα ζευγάρι περίφημες μπότες, λέγοντας συγχρόνως εις τον άνδρα της: "Τα παπούτσια του αγαπητού μας φίλου είναι λειωμένα, φέρε, λοιπόν, ένα καινούργιο ζευγάρι καλά στιβάλια δικά σου, να του δώσουμε". Μ' επήραν έπειτα σ' ένα διπλανό δωμάτιο για να φορέσω το καινούργιο πουκάμισο. "Όταν ήλθα κοντά τους πάλι, με καθήσανε σε μια καρέκλα, όπου μου φόρεσαν οι ίδιοι τα καινούργια στιβάλια που μου χαρίσανε. Εις την αρχή δεν ήθελα να τους αφήσω, αλλά αυτοί επέμεναν λέγοντάς μου ότι και ο Χριστός ένιψε τα πόδια των μαθητών του. Υπήκουσα έπειτα από όλα αυτά και εδάκρυσα από ευτυχία, μόλις δε με είδαν εδάκρυσαν και αυτοί. Ύστερα από την ένδειξι της αγάπης αυτής, η κυρία επήγε να κοιμηθή, ενώ ο σύζυγός της και εγώ προχωρήσαμε σ' ένα καλοκαιρινό σπιτάκι εις τον κήπο.

Ο φίλος μου άρχισε πρώτος:
"Τώρα, χωρίς περιστροφές, σε παρακαλώ, πες μου, στή συνείδησί σου, πες μου την αλήθεια. Ποιός είσαι; Φαίνεσαι να κατάγεσαι από οικογένεια ευγενών και προφασίζεσαι τον άσημο, μετημφιεσμένος σε απλό χωρικό. Εσύ γράφεις και διαβάζεις τόσο καλά και για να είμαι πιο σαφής, είσαι ικανός να συζητής τόσα πράγματα, που είναι αφύσικο και πολύ δύσκολο σε χωρικούς να το κατορθώσουν".

"Είπα την καθαρή αλήθεια εις την γυναίκα σας και σε σας τον ίδιο, όταν σας διηγήθηκα για την καταγωγή μου, ποτέ δε, δεν εσκέφθηκα να σας πω ψέματα ή να σας γελάσω. Για ποιό λόγο, άλλως τε, θα το έκανα αυτό; Όσο για αυτά που σας είπα, δεν είναι δικά μου, επειδή τα έμαθα από τον μακαρίτη τον Πνευματικό μου οδηγό, που ήταν γεμάτος από θεία σοφία, ή τα εδιάβασα προσεκτικά εις τα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων.

"Αλλά περισσότερο η αγραμματωσύνη μου εξαλείφτηκε, από την γνώσι της εσωτερικής Προσευχής, που δεν την κατώρθωσα μόνος μου, παρά μου την εχάρισε το έλεος του Θεού και η φροντίδα του Πνευματικού μου οδηγού. Την εσωτερική αυτή Προσευχή μπορεί ο κάθε ένας να την αποκτήση. Δεν στοιχίζει τίποτε, παρά την προσπάθεια της βυθίσεως εις την σιωπή και εις τα βάθη της καρδιάς, καθώς και την πρόνοια για την επίκλησι, όσο το δυνατόν περισσότερο του γλυκύτατου ονόματος του Ιησού Χριστού, που γεμίζει τον άνθρωπο με αγαλλίασι.

Ο κάθε ένας που κάνει την προσπάθειαν αυτή, αισθάνεται αμέσως εσωτερικά, κατανόησι για όλα τα πράγματα και αντιλαμβάνεται μερικά από τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, με την δύναμι του φωτός της γνώσεως αυτής.

"Καταλαβαίνει ακόμη πόσο βάθος και πόσο φως, υπάρχει μέσα εις το μυστήριο του ανθρώπου, όταν γνωρίση τον τρόπο και αποκτήση την δύναμι να βυθίζεται εις τον εαυτόν του για να τον δη από μέσα, να βρη την ευφροσύνη της αυτογνωσίας, να λυπηθή για τα σφάλματά του και να χύση ανακουφιστικά δάκρυα για τις πτώσεις του και τις αδυναμίες της θελήσεώς του.

"Να δείξη κανείς καλή διάθεσι για το κάθε τι, και να συνομιλή με όλους δεν είναι δύσκολο και ο κάθε ένας ημπορεί αυτό να το κάνη, επειδή ο νους και η καρδιά διατίθενται ευνοϊκά χωρίς δυσκολία σ' αυτό. Όταν ο νους διατίθεται ευχάριστα για κάτι, η εργασία, είτε πρακτική, είτε επιστημονική είναι, προοδεύει με επιτυχία, αλλ' όταν δεν έχη διάθεσι, και η πιο εύκολη και η πιο ευχάριστη εργασία, χωλαίνει. Το δυστύχημα είναι ότι ζούμε έξω από τον εαυτόν μας και δεν επιθυμούμε να γυρίσουμε μέσα εις τον πλούτο του.

"Αλήθεια! Πάντα τρέχουμε μακρυά από αυτό που είναι τόσο κοντά μας και αποφεύγουμε να έλθουμε κοντά, πρόσωπο προς πρόσωπο με τους πραγματικούς εαυτούς μας, ανταλλάσσουμε δε την αλήθεια με μηδαμινά πράγματα.

"Λέμε συνήθως: Θα ήθελα να αρχίσω να ενδιαφέρωμαι για τα πνευματικά πράγματα και να προσεύχωμαι θερμά, αλλά πού να βρω καιρό για όλα αυτά, με τις δουλειές μου και τις φασαρίες μου;

"Ποιό όμως έχει μεγαλύτερη αξία εις την ζωή, η αρετή και η σωτηρία της ψυχής ή ο ασταθής αυτός βίος και το φθαρτό σώμα, για το οποίο τόσο κοπιάζουμε; Αυτά όλα λέγω πάντοτε όταν συζητώ και άλλοι μεν διδάσκονται, άλλοι όμως δεν δίνουν καμμιά σημασία".

"Συγχώρησέ με, αδελφέ μου, δεν σ' ερώτησα από απλή περιέργεια, αλλά από αγάπη και χριστιανικό ενδιαφέρον και ακόμη, επειδή δυο χρόνια πριν, συνήντησα κάποιον άνθρωπο που με έκανε από τότε, να υποβάλλω πάντοτε τις ερωτήσεις αυτές. Συνέβη, λοιπόν, το εξής: Ήλθε σαν ζητιάνος κάποτε εδώ εις το σπίτι μας ένας άνθρωπος, αυτός που ανέφερα, έχοντας ένα διαβατήριο απομαχικό, του στρατού. Ήταν γέρος και καταβεβλημένος, τόσο δε πτωχός που τα ρούχα του σχεδόν είχαν πέσει από πάνω του. Μιλούσε πολύ λίγο και με τόσο απλό τρόπο ώστε δεν σου έμενε αμφιβολία ότι ήταν χωρικός, μεγαλωμένος εις τις στέππες. Τον επήραμε εις τον ξενώνα, αλλά ύστερα από πέντε ημέρες έπεσε βαρειά άρρωστος. Τον μεταφέραμε εις αυτό εδώ το σπιτάκι για να έχη ησυχία, και τον εφροντίζαμε, η δε γυναίκα μου τον περιποιόταν μόνη της. Ύστερα από λίγες ημέρες ήταν φανερό ότι επλησίαζε προς το τέλος του. Αρχίσαμε, λοιπόν, να τον προπαρασκευάζουμε. Καλέσαμε τον εφημέριο, για το Ευχέλαιο, την Εξομολόγησι και την Αγία Κοινωνία. Την παραμονή του θανάτου του, ανασηκώθηκε κάπως, μου εζήτησε λίγο χαρτί και μελάνι και με παρεκάλεσε να μη μπη άλλος εις το δωμάτιο, για να γράψη την τελευταία του θέλησι, την οποία μου ανέθεσε να την στείλω, μόλις θα έκλεινε τα μάτια του, εις τον γυιο του, εις την Πετρούπολι.

Έμεινα έκπληκτος όταν είδα πώς ήξευρε να γράφη και μάλιστα ωραιότατα. Η σύνθεσις των γραφομένων του ήταν επίσης υπέροχη, αλάνθαστη και έδειχνε πολύ καλλιεργημένο συναίσθημα. Θα σου την διαβάσω από ένα αντίγραφο που έχω κρατήσει και θα ιδής και συ ο ίδιος με τα μάτια σου, αυτά που σου λέγω. Όλα εκείνα, εκτός από την έκπληξι, μου εγέννησαν και την περιέργεια να τον ερωτήσω ποιος ήταν, ποιά ήταν η καταγωγή του και ποιό το νόημα της ζωής του.

"Αφού επήρε την υπόσχεσί μου ότι δεν θα απεκάλυπτα, πριν από το θάνατό του, τίποτε από όσα θα μου έλεγε, μου διηγήθηκε προς δόξαν Θεού, της ζωής του την ιστορία".

--------------------------------------------------------------
πηγή: Ανωνύμου, "Οι Περιπέτειες ενός προσκυνητού", μεταφρ. Μητροπολίτου Κορίνθου Παντελεήμονος Καρανικόλα, εκδ. Παπαδημητρίου, 1998, σελίδες 88-107.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου