Ουκ έστιν ώδε!
Αργει το ξημερωμα, κι ομως το φως καταυγαζει τα παντα γυρω μου. Πεπληρωμενα ολα φωτος.
Μια χουφτα ψυχες πιασμενες χερι χερι σφιχτα με την ελπιδα της Ζωης, παραταυτα δεμενες με το σωμα της αμαρτιας και των παθων, σε μια παραδοξη αντινομια, πανηγυριζουν στο περιθωριο ενος κοσμου, που κειτεται ολοτελα νεκρος και ανυποψιαστος γυρω τους.
Καρφωμενος ωρες στο ιδιο σημειο, στον Ναο, ορθιος με το λευκο κερι στο χερι, κοιταζω την ηλικιωμενη γυναικα διπλα μου, που σχεδον ομοιαζει με την συγκυπτουσα του Ευαγγελιου, διαλυμενη και ανημπορη, στην καθε μερα του γολγοθα της, τωρα να ακτινοβολει σαν αγουρο κοριτσι, που μολις ξεκινα με ορμη να ρουφα την ζωη αχορταγα.
Τι σου ειναι η Ανασταση..
Βλεπω τον κατακοπο Προϊσταμενο Ιερεα υπερ ογδοηκονταετη, να κινειται με ζηλευτη χαρη σαν αγγελικο λειτουργικο πνευμα, λευκοφορεμενος διακονητης του μυνηματος της Αναστασεως.
Τι σου ειναι η Χαρις..
Εχουμε λαβει το Φως. Εχουν πεσει το μεσοτοιχο και το καταπετασμα του Ναου. Κοιταζω εξω και περα σε ολες τις διαστασεις, και βλεπω μονο Φως.
Στελνω το βλεμμα της ψυχης μου να φυγει εικοσι και πλεον αιωνες πισω, να παει στον κηπο του Ιωσηφ του απο Αριμαθαιας του ευλαβους βουλευτη, κρυφου μαθητη του Νυμφιου.
Βλεπω τις μυροφορες, πορευομενες, εξαπορουμενες, με την λαχταρα της φροντιδας του Μεγαλου Νεκρου στα ματια, να στεκονται εκστατικες μπροστα στο θεαμα της ενδοξου θεοφυγης Του απο τον θανατο και το αδικο κριμα των ανομων.
Γενναιες γυναικες, καταπατουν την αδυναμια της φυσης και δοξαζουν τον ανθρωπο, αντιδοξαζομενες απο τον Ανασταντα Θεανθρωπο, πρωτες θα δουν το αορατο και θα πουν το ανειπωτο.
Βλεπω τον αγαπημενο μαθητη που τον ελεγαν Ιωαννη, και τον φιλοτιμο Πετρο τον μεχρι προτινος αρνητη, να κοιτουν τα ριγμενα οθονια, και το σουδαριο παραδιπλα.
Μα ναι! Το ειχε πει, μας το ειχε πει, επρεπε να το ξερουμε, μα δεν πιστευσαμε.. Ουκ εστιν ωδε.
Ο Αγγελος μιλησε, σφραγισε οπως ειχε λαβει εντολη, με πυρφορα μαρτυρια ανεξιτηλη μεσα στον αιωνα. Ουκ εστιν ωδε!
Αισθανομαι την απουσια Του, ως απεραντοσυνη παρουσιας, στοργικη ανασα καυτη, να περιθαλπει ολους και ολα.
Κενο το μνημα, καινος ο κοσμος, ο κοσμος πλεον κοσμημα Του, κενη η ψυχη μου, κενα τα ερωτηματα και οι αποριες του νου, παντα καινη η μετανοια και η νεα αρχη, κενα τα θελω μου, και τα παθη μου, η υπαρξη μου μια ρηχη κενοτητα, μα εαν υπαρχει φιλοτιμο και επιμονη, τοτε ολα τα καινοποιει ο Λογος της Ζωης, ο Ζωοδοτης Χριστος.
Ηρθες για μενα, εγινες σαν εμενα, ηρθες για ολους εγινες ολοι, σταυρωθηκες απο αυτους που εφερες στην υπαρξη, και με την Ανασταση Σου, τους κρατας αιωνια στην υπαρξη.
Ενας Ταφος δινει την ζωη. Και η Ζωη κατεβαινει στον Ταφο. Ενας Ταφος ζωοδοχος. Αδυνατω να λειτουργησω. Ακροβατω στην αβυσσο της ολιγοπιστιας μου, σαν τους κρυμμενους μαθητες στο Υπερωον.
Διαλυεται η λογικη, συντριβεται η ψυχη, ο νους παραλυει. Τις Θεος Μεγας! Δοξα τη Δυναμει σου Κυριε!
Εφυγες Χριστε μου, απο το σκοτεινο μνημα και πηγες να κρυφτεις εκτοτε σε φωτεινες καρδιες.
Γιαυτο δεν Σε ειδαν τοτε οι πολλοι, και δεν σε βλεπουν και τωρα ακομα περισσοτεροι.
Γυρνω παλι στον Ναο. Θαθελα να ηταν ολοι εδω. Αλλα οι πολλοι: ουκ εστιν ωδε.. Δεν κρινω, αλλα πονω και λυπαμαι, γιατι βλεπω ενα τραπεζι στρωμενο με καθε αγαθο και τους ανθρωπους να λιμοκτονουν.
Οι λαμπαδες ανεβαινουν ψηλα. Ακουγεται ο μεγας κατηχητικος του Χρυσορρημονος Ιωαννου της Κωνσταντινουπολεως.
Επικρανθη! Επικρανθη! Επικρανθη!
Θυμαμαι, λιγα χρονια πριν τα λογια του φυλακα του Παναγιου Ταφου στην Αγια Σιων.
"Πες μου εναν λογο γιατι φευγω αγιε αδερφε" ..του ειπα.
"Διονυση" μου λεει.. Kαι Μου εδειξε τον Ταφο: "Οτι και να γινει, οτι και να δεις, μην φοβασαι. Μονο να θυμασαι: Ουκ εστιν ωδε!!!"
Εκτοτε το κρατω στην καρδια μου, αυτο το "ουκ εστιν ωδε", και προσπαθω να το φυλαξω καθαρο μεσα στην βρωμiα της ψυχης, και της αστοχιας μου, της σκονισμενης καθημερινοτητας, της βολικης ληθης της ρουτινας, του ξεπεσμου, και καθε χρονο το βγαζω στο ξεφωτο της χαρας και το ξεπλενω με το κρυσταλλινο νερο, με το αθανατο νερο του: Χριστος Ανεστη, και του ανεσπερου φωτος, που αξιωνομαι, Κυριος Οιδε γιατι, να λαμβανω στον Ναο την νυχτα της Μιας των Σαββατων.
Περνα η ωρα, ξημερωνει. Απολυση και πισω στα σπιτια μας, παρεα με το Φως.
Ερημοι δρομοι, παλευει η μερα να δαμασει την νυχτα που φευγει. Ξανα "επι τα ιδια". Θα φυγει η εορτη των εορτων και η πανηγυρις των πανηγυρεων. Θα περασει..
Ολοι μας πορευομαστε τωρα προς τους προσωπικους μας "Εμμαους". Μεινε μαζι μας Κυριε οτι προς "εσπερα εστιν και κεκλικεν η, ημερα".
Φθανω σπιτι. δεν μπορω να κοιμηθω, βγαινω στο μπαλκονι. Ειναι ψηλα, και απο εδω παλι φαινεται περα στην Ιερουσαλημ, το Μνημα το κενο.
Ισα ισα ομως τωρα πια. Αρχιζει και θαμπωνει η εικονα.
Ειναι η λαμψη της Αναστασης που το κρυβει πλεον, η, το ξεκινημα της ληθης και η ανατολη της ραθυμιας μου, που υποδεχεται βιαστικα, το περας της μεγαλης αγιας πορειας της Τεσσαρακοστης;
Ακολουθει σιωπη.
Μεσα στην σιωπη ο Κυριος ο Θεος πραγματοποιει τα αρρητα, που υπερβαινουν τον νου μας.
Μεσα στην σιωπη θα προσπαθησουμε να αναλογιστουμε ακομα μια χρονια τι εγινε στον Ταφο.
Μεσα στην σιωπη της καρδιας, θα του πουμε ενα φιλοτιμο: Δοξα τη Αγια Αναστασει σου Κυριε!
Μεσα στην σιωπη μας, θα αυτοκριθουμε, θα ζυγισθουμε, και θα βρεθουμε λιγοι γιαυτο που μας χαρισε.
Οποτε μας μενει μονο μια επιλογη. Να σπασουμε την σιωπη και να φωναξουμε. Χριστος Ανεστη! Ηγερθη ο Κυριος! Ουκ εστιν ωδε!
Γιαυτο γραφω. Γιαυτο γραφουμε ολοι μας, και μιλαμε.
Γιατι οπως οι μαθητες Του, μετα την Ανασταση, και ενω τους εδερναν και τους εδιωκαν, και τους απειλουσαν, και τους ελεγαν σωπαστε πια να μιλατε για τον Σταυρωμενο, αυτοι ελεγαν: Δεν μας ειναι επιτρεπτο να μην μιλαμε, γιαυτο που ζησαμε, που ειδαμε, που ακουσαμε, που εψηλαφησαμε. Θα μιλαμε για παντα και στους παντες και οτι θελει ας γινει, και εαν ζουμε και εαν αποθνησκουμε του Κυριου εσμεν.
Ετσι και εμεις πρεπει και οφειλουμε, να μιλαμε.
Και να φωναζουμε.
Ουκ εστιν ωδε, αδερφοι, αλλα Ζει, για να ζουμε, και δοξαζεται για να Τον δοξαζουμε.
Ουκ εστιν ωδε!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου