Βρεγμένες σκέψεις.
Σταθηκα στην ακρογιαλια. Βοτσαλα, πετρες και ξυλα μπερδεμενα, και ο ηλιος απο πανω να τα καιει, να τα ανακρινει ανηλεως, να τα ρωτα με μανια, να του πουν τις μνημες τους, οτι ειδαν και ακουσαν, χρονια αμετρητα.
Μια θαλασσα, πρασινη, γαλαζια, μπλε, αλλαζει οσο βαθαινει, σαν τον ανθρωπο.
Ο ρηχος ανθρωπος στεκεται παντα στην επιφανεια, στην ακτη, φοβαται το ανοιγμα. Ο βαθυς ανθρωπος, βρεχεται, πεφτει ευθεια πανω στο κυμα, και μαθαινει απο τις συνεπειες, της τολμης του.
Σταθηκα λιγο να σκεφτω, σε μερες οπου η σκεψη μπορει να ειναι και αδικημα. Μερες τρομου, μερες πιεσης, μερες που μυριζουν θανατο και μοναξια.
Μερες που τις φεραμε εμεις να μας κυβερνησουν, να διαφεντεψουν τις ζωες μας, δικαια και σκληρα, μερες που τις ξημερωσαν οι επιλογες μας, που ειναι στεγνες και αποξηραμενες απο την ευλογημενη υγρασια, που θα επρεπε να φερνει η θαλασσα της θειας Αγαπης, πισω απο τα ερμητικα κλεισμενα παραθυρα της καρδιας μας.
Μερες κρισης λενε.. Φωναζουν ψαχνουν λυσεις, τα κανουν χειροτερα, πλανουν και πλανωνται.
Καταπαυει ο νους. Και συλλογιεται. Αναμετριεται με το ειναι του, και το βρισκει ρηχο σαν την ακρογιαλια. Αλλα παλι ερχεται μια εκλαμψη.
Και λεει ο νους..
Και ποτε δεν ηταν μερες κρισης, οι ζωες των ανθρωπων;
Παντοτε ηταν.
Η ιδια η ζωη ειναι μια κριση, ακριτη, αδιακριτη, διαπερνα ολους και ολα, σε αναταρασσει χωρις ανασα και μετα απο αγνωστο χρονο φτανει και σε ξερνα σε μια ακτη.
Ποτε σαν ναυαγο μονο και ερημο, γιατι δεν την μοιραστηκες ποτε με τον αλλον, σαν το ψωμι στον πεινασμενο, σαν το ποτηρι με το κρυσταλλινο νερο στον διψασμενο, αλλα την κρατησες, εγωϊστικα λες και σου ανηκε, λες και δεν ηταν δανεικη και χαρισμα, και ποτε σε αφηνει μισοπεθαμενο αναμεσα σε πολλους αδελφους, χαμενους αλλα νικητες, αφου μαζι αγωνιστηκατε, απεναντι στο κυμα, στους καιρους, και τους αφεντες τους, τοτε δεν μπορει να μην νικησατε.
Για το Θεο χασατε, αφου μοιραστηκατε το βιος Του, και τον Θεο κερδισατε.
Μετα τον Εσπερινο βγηκα να περπατησω, πλαϊ στο κυμα.
Απο το θυμιαμα, στην αυρα, στο ιωδιο, στην αλμυρα της υγροφορεμενης μανας, της θαλασσας. Aπο τα εσπερινα δοξαστικα στα αφρισματα και στα γελια των παιδιων.
Απο την Αυλη του Θεου, την Εκκλησια Του, στο περασμα της φιλοξενης αγκαλιας Του, την κτιση.
Αν αφουγκραστεις το κυμα που σκαει πανω στα βοτσαλα, με σταθερη ορμη, και χρονο επαφης, μενει μια ηχω, που μοιαζει με ενα αεναο Κυριε Ελεησον, Ελεησον, Ελεησον.
Κοντα στην ακτη ειναι μια Εκκλησια.
Κορη στεφανωμενη η Εκκλησια, Νυμφη στολισμενη, θεοσπαργανωμενη, θυγατερα μονακριβη, μεγαλωμενη με Αιμα, και με Δακρυ, Με Πατερα, Με Υιο, Και με Πνευμα Αγιο, με Μανα την Παναγια.
Και μαζι της αει παιζει, ενα Βασιλοπαιδο, αφου καθως ελεγε ο Ηρακλειτος: παιδος η βασιλιη, σε καθε αυλη της, κατω απο τον ισκιο της χαρης Του, με τα χαρουμενα παιδια, μαζι τους χαιρεται και γελα το Παιδιον Νεον, ο προ Αιωνων Θεος.
Αθωος ο Πανσοφος. Ανεμελος ο Προνοητης των παντων. Ασκεπης ο Σκεπαζων την Κτιση.
Και εμεις.. Αυτο και εαν ειναι να γελανε τα παιδια.
Περιπλοκοι οι κατα παντα ανοητοι. Γεματοι εννοιες οι εντελως αδυναμοι. Φερουμε καλυμμα της κεφαλης μας, την αλαζονεια της μικροτητας μας.
Παιζει το παιχνιδι της αθανασιας, το Χρισμενο Βασιλοπαιδο, περιπαιζει τον πονηρο και τα αποκαϊδια του,
ανεβαινει στον Σταυρο να μας σωσει, κατεβαινει οταν Τον αναπαυουμε με την αγαπη και την πιστη, και παλι πανω απο την αστοχια μας, ποτε στ'αληθεια θα τον ξεκουρασουμε απο την ανοησια μας;
Nικιεται μονο απο την ειλικρινη μετανοια και Nικα την απογνωση με το Ελεος Του, ο Κυριος, ο Παντοκρατωρ, των οπου γης θαλασσων, των ανεμων, και του συμπαντος κοσμου.
Θαλασσα.. Ποσο μικρος ειμαι, απεναντι της. Μοιαζει με την παρουσια Του. Απεραντη, και τοσο οικεια.
Ακροπατω και βλεπω περα μακρια, κατω απο την ολοφωτη Ακροκορινθο, εκει στο βημα του Παυλου, την γεννηση μιας Εκκλησιας, την οποια κοιλοπονησε, ετεκε, εναγκαλισθηκε, ακουσε το πρωτο της κλαμα, την παιδαγωγησε με τροφη ουρανια
αρμεγοντας με τον αγωνα του ως γαλα αθανασιας, την σοφια του Χριστου, την παραμυθησε και στηριξε με τις επιστολες του,
ο μεγας Σαγηνευτης των Εθνων.
Λιγο ακομα εαν σηκωθω νοητα θα δω τον Αθωνα, πισω και περα απο τα χιλιαδες βουνα του τοπου μας. Θα μυρισω το χειροποιητο θυμιαμα, θα ακουσω τις γλυκειες καμπανες, θα πατησω το χωμα, και τα πλακοστρωτα αιωνοβια πεζουλια του, θα καθησω κατω απο τις σκιες των Καθολικων του, μετα απο τις ακολουθιες των ακαματων, εργατων των θειων μεροκαματων, Ιερομοναχους του.
Εχω χρονια να παω στο Βουνο των δακρυων και των τριμμενων γονατων, να δω τις μαυροφορεμενες μορφες, σαν σωστες αγριοελαφους που τρεχουν πιο γοργα απο το κυμα, να ξεδιψασουν με το νερο της θεωσεως, απο αγρυπνια σε εσπερινο, και απο κανονα σε διακονημα.
Αυτοι δεν κολλανε ενσημα. Κολλανε παραδεισοσημα. Πανω στην σαρκα τους. Οσια στιγματα και θεοενθυμηματα. Δεν εχουν ασφαλιστικο Ταμειο. Εχουν το Ταμειο της Χαριτος.
Αντι να λαβουν συνταξη, θα λαβουν μερος σε συναξη. Συναξη Αγγελων οπου θα χοροστατει εσαει ο φτερωτος Βαπτιστης.
Παω απο το ενα στο αλλο, σαν το κυμα. Γιατι να σταθω καπου, ο νους ποτε δεν στεκεται. Θα λιμνασει. Και οτι λιμναζει, μαζευει βρωμα, πολυκαιριζει και σαπιζει, νεκρωνεται.
Συ που διαβαζεις, και πας να βγαλεις νοημα, σταματα εδω. Διαβασε κατι αλλο.. Πιο λογικο.
Ειναι μπερδεμενη η σκεψη μου, δεν θελω ουτε εγω να με οδηγησει καπου. Δεν ξερω τι θελω να πω, και τι να ακουω. Εχω μια ελπιδα που ειναι σφαγμενη επανω στο Θυσιαστηριο.
Δεν εχω αλλη, που να την λενε κοσμο. Οσο και να την πουλανε, οσο και να την χαριζουν.
Θελω μια μερα, μια μερα δικη μου, μια μερα να την μοιραστω, να μην ειναι "με αδεια", να μην εχει αποδοχες, να μην εχει αιτια και λογο υπαρξης.
Θελω μια μερα Ανεσπερη.
Δεν μας αφηνουν πια, να βγουμε στον ηλιο. Να τον αφησουμε αθωα να μας ξερανει την λογικη μας. Την βαρεθηκα την λογικη μας. Ειναι σαπια και μυριζει κλεισουρα. Σαν τα παλια παλτα που μυριζουν ναφθαλινη.
Βαρεθηκα τις λυσεις μας, και τις πεποιθησεις μας. Αφηστε, μην μας σωζετε αλλο, καμετε ελεος οι σοφοι του κοσμου. Πιο καλα κατεστραμμενοι ειμαστε. Αν ειναι να μας φτιαξετε εσεις, οπως θελετε, καλυτερα να διαλυθουμε μια ωρα αρχιτερα.
Αδερφε μου ακριβε, οτι γενος και εαν σε εχει πλασει ο Θεος. Αρσεν η θηλυ. Ευλογημενος εισαι. Μην αποκαμεις, μην πεφτεις, σηκω, στασου, μεινε, επεμεινε, και ανεμενε.
Ξερω. Ξερεις.
Θελω, θελεις, αλλα δεν το ομολογουμε, να βγουμε ανεμελα, ανεφελα, να παιξουμε στον ηλιο με τον Θεο.
Να καουμε απο την ζεστη την καυτη της θαλπωρης Του, να μας κοκκινισει το δερμα, ξεχνωντας τα παντα.
Μα δεν μας αφηνουν. Ποτε με την ευημερια. Ποτε με την φτωχεια. Γυρνανε το σκηνικο. Παντα με κατι μας κρατουν απασχολημενους, χαμενους, και μπερδεμενους.
Θελουν να΄μαστε κατω, σκυφτοι, στο χωμα. Και δυστυχως και εμεις εν πολλοις αυτο θελουμε..
Μια μερα. Να'ναι καλοκαιρι. Να'ναι ενα πανηγυρι. Να'ναι ζεστη και φωτεινη. Να'χει πολλες αναπνοες και σφιχτες αγκαλιες. Να μην δει το δειλινο.
Ποιος θα μας την δωσει χαρισμα, ποιος δεν θα μας την χρεωσει στον λογαριασμο μας, αναμενοντας κερδη, ποιος θα μας την χαρισει χωρις, λυτρο την κουρασμενη απο την αμαρτια ψυχη μας, χωρις πληρωμη το ανομο θελημα μας, και την υποταγη μας, αυτη την Μερα;
Σκυβω. Γονατιζω. Πιανω ενα βοτσαλο. Να το πεταξω; Να το βρεξω; Οχι. Αστο, αστο εκει που ειναι. Αστο στην θεση του. Αναμεσα στα πολλα. Να καιγεται. Να περιμενει. Να μην ξεχωριζει. Να κειτεται νεκρο.
Ετσι πρεπει να γινω. Σαν το βοτσαλο. Να μενω εκει.
Με υπομονη, ησυχα το ενα κατω απο το αλλο. Με ταπεινωση, ισα να φαινεται ενα κομματι του καθενος, αλλα παντοτε επικαλυπτομενο. Με αφανεια, μιας και ειναι ολα ομοια, και δεν εχουν κατι ιδιαιτερο να καυχηθουν απο μονα τους.
Ετσι να βλεπω και τον Θεο, σαν την θαλασσα, και να περιμενω, να με βρεξει και μενα, με πιστη και με ελπιδα, και να με παρει μαζι της, να με εχει να με ζωογονει για παντα, με την αστεγνωτη αγαπη της, τα βαθια απατα θεομυστηρια της, την ζεστη της, ευρυχωρη και απεραντη αγκαλια, οταν θα κρινει αυτη, οτι ειναι η ωρα, οτι ειναι η μερα, η μερα του Θεου.
Πηρα να γυρισω. Σταθηκα λιγο ακομη. Κατι μενει. Δεν πειραζει. Και οι σκεψεις ας μενουν ετσι. Ας μην ολοκληρωνονται. Ας μην οδηγουν καπου.
Ας μας συντροφευουν, ας μας χαϊδευουν με στοργη στην πλατη, οταν αποκαμουμε.
Ας ειναι του κοσμου. Ας ειναι του Θεου. Αλλα να ειναι αληθινες. Δικες μας. Και να τις κρατησουμε, γιατι θα μας τις παρουν. θα ειναι παρανομες καποτε.
Θεου αναθηματα, ευλογιες του νου, οι αναφορες στα τοσα που μας χαρισε, και τα χαρισαμε, η καλυτερα τα πεταξαμε, να τα παρουν αλλοι, να μας δεσουν με αυτα.
Δεν πειραζει. Θα΄ρθει το κυμα της δικαιοκρισιας, του ελεους, της αληθειας και της χαρης, και θα παρασυρει οτι ειναι περιττο, ξερο και βρωμικο.
Και τοτε θα φανει και η θαλασσα καθαρη, και η μερα φωτεινη και ανεσπερη, και οι σκεψεις μας, θα στεγνωσουν στον Ηλιο της Δικαιοσυνης και της Αγαπης, και θα μεινει η ψυχη μας, διχως σκεψεις πια, αφου δεν θα της χρειαζονται, μιας και θα θωρρει, θα αναπνεει και θα υπαρχει μοναχα για τον Ηλιο και την Θαλασσα Του.
Καλο καλοκαιρι, στο γυαλο και στο πευκο. Με τα λιγα και τα αγια, τα τιμια και τα στερημενα.
Καλο και ευλογημενο.
Οπου γης, οπου και να πας, παλι κατω απο το Ελεος Του θα΄ναι.
Αμην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου