Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

Ήταν ο Αδάμ πραγματικό ή συμβολικό

Ήταν ο Αδάμ πραγματικό ή συμβολικό πρόσωπο σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας;
Οι πατερικές αναφορές στον Αδάμ είναι χιλιάδες. Χάος αμέτρητον. Όμως δύσκολα θα βρεθεί εδάφιο που να μιλάει για τον Αδάμ, με τρόπο που να μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα μονοσήμαντος, ότι δηλ. δεν μπορεί παρά να εννοεί έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Είναι δύσκολο το εγχείρημα για δύο λόγους: Α. Διότι δεν είχαν λόγο οι Πατέρες να γράψουν ευθέως με το δικό μας σκεπτικό, ότι ο Αδάμ "δεν είναι συμβολικό πρόσωπο". Κάτι τέτοιο δεν είχε ποτέ τεθεί στην εποχή τους, ως θεωρία, και γι' αυτό δεν ασχολήθηκαν με κάτι που το θεωρούσαν δεδομένο. Και Β. Επειδή για τον Αδάμ ισχύουν πράγματι, και πλήθος συμβολισμοί, χωρίς όμως να ακυρώνουν την κατά γράμμα προσωπική του ύπαρξη, ως υποστατικής αρχής τής ανθρωπότητας. Γι' αυτό στο παρόν άρθρο, μεταξύ αμέτρητων κειμένων που θα μπορούσαν να αναφερθούν, δόθηκε πρωτεραιότητα σε κείμενα κατανοητά και χωρίς να έχει κάποιος γνώση αρχαίων. Σε κείμενα βασικά και ουσιαστικά: Αγία Γραφή, Ιεροί Κανόνες, 2-3 μεγάλοι Πατέρες και συντομότατη ανάλυση της προσωποκρατικής θεολογίας, ώστε να καταλαβαίνει ο οποιοσδήποτε, το πόσο σημαντικό είναι για τη Χριστιανική πίστη, η κατά γράμμα αποδοχή τού προσώπου τού Αδάμ.
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από την ίδια την Καινή Διαθήκη:
Στο Ευαγγέλιο του Λουκά, όπου παρουσιάζεται η γενεαλογία του Ιησού Χριστού (Λουκ. 3, 23-38), δηλ. τα πρόσωπα μέσω των οποίων «έφτασε» στον Κύριο η ανθρώπινη φύση[1], προκύπτει ως προφανές ότι ο Αδάμ αναφέρεται ως ένα, εκ των πολλών ιστορικών, και όχι συμβολικών προσώπων:
«…του Νώε, του Λάμεχ, του Μαθουσάλα, του Ενώχ, του Ιάρεδ, του Μαλελεήλ, του Καϊνάν, του Ενώς, του Σηθ, του Αδάμ…» (Λουκ. 3,36-38).
Έτσι και η Ορθόδοξη Εκκλησία, έχει θεσπίσει την εορτή των Αγίων Προπατόρων[2], κατά την οποία ψάλλει το εξής αναστάσιμο στιχηρό, όπου και πάλι είναι αδύνατον να εξαιρεθεί αυθαίρετα ο Αδάμ ως συμβολικός, μέσα σε μια ολόκληρη σειρά ιστορικών προσώπων:
 «Των Προπατόρων το σύστημα, οι φιλέορτοι δεύτε, ψαλμικώς ευφημήσωμεν, Αδάμ τον Προπάτορα, Ενώχ, Νώε, Μελχισεδέκ, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, μετά νόμον, Μωϋσήν και Ααρών, Ιησούν, Σαμουήλ και Δαυίδ, μεθ’ ων τον Ησαΐαν, Ιερεμίαν, Ιεζεκιήλ, και Δανιήλ και τους δώδεκα, άμα Ηλιού, Ελισαίον και τους άπαντας, Ζαχαρίαν και τον Bαπτιστήν, και τους κηρύξαντας Χριστόν, την ζωήν και ανάστασιν του γένους ημών».
Στους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας, ο Αδάμ μνημονεύεται σε έναν από τους Κανόνες που εξέδωσε η Σύνοδος της Καρθαγένης (419 μ.Χ.). Πρόκειται βεβαίως για μια Τοπική Σύνοδο, όμως οι Κανόνες της απέκτησαν οικουμενικό κύρος, με την επικύρωση τους από τον β΄ Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου[3]. Ο 109ος (ΡΚΑ΄) Κανόνας της Συνόδου της Καρθαγένης, για τον Αδάμ -τον οποίο προφανώς αντιμετωπίζει ως ιστορικό πρόσωπο με σώμα και ψυχή- λέει τα εξής:
«…όστις λέγη τον Αδάμ, τον πρωτόπλαστον άνθρωπον, θνητόν γενόμενον ούτως, ως, είτε αμαρτήσοι, είτε μη αμαρτήσοι, τεθνηξόμενον εν τω σώματι, τουτέστιν, εξελθείν εκ του σώματος μη τη αξία της αμαρτίας, αλλά τη ανάγκη της φύσεως, ανάθεμα έστω».
Το οποίο σημαίνει:
«…να αναθεματίζεται όποιος λέει ότι ο Αδάμ, ο πρωτόπλαστος άνθρωπος, έγινε θνητός έτσι, ώστε, είτε αμάρτανε είτε δεν αμάρτανε, θα πέθαινε σωματικά, δηλαδή ως ψυχή θα έβγαινε από το σώμα όχι εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά από την ανάγκη της φύσης»[4].
Εξίσου, η ιστορικότητα του Αδάμ επισημαίνεται και από τον εξέχοντα Πατέρα της Εκκλησίας και ανακεφαλαιωτή δογματολόγο της, Ιωάννη Δαμασκηνό:
«…πάντα, όσα έχει ο Πατήρ, αυτού εισι [δηλ. του Αγίου Πνεύματος] πλην της αγεννησίας, ήτις ου σημαίνει ουσίας διαφοράν ουδέ αξίωμα, αλλά τρόπον υπάρξεως, ώσπερ και ο Αδάμ αγέννητος ων (πλάσμα γαρ εστί Θεού) και ο Σηθ γεννητός (υιός γαρ εστίν του Αδάμ) και η Εύα εκ της του Αδάμ πλευράς εκπορευθείσα (ου γαρ εγεννήθη αύτη) ου φύσει διαφέρουσιν αλλήλων (άνθρωποι γαρ εισιν), αλλά τω της υπάρξεως τρόπω».
Το οποίο σημαίνει:
«…όλα όσα έχει ο Πατέρας ανήκουν και στο Άγιο Πνεύμα, έκτος από την αγεννησία, που δεν σημαίνει διαφορά ουσίας και αξίωμα, αλλά τρόπο υπάρξεως, όπως ακριβώς και ο Αδάμ ενώ είναι αγέννητος (γιατί είναι πλάσμα του Θεού), και ο Σηθ γεννητός (γιατί είναι γιος του Αδάμ) και η Εύα, ενώ εκπορεύθηκε από την πλευρά του Αδάμ (γιατί αυτή δεν γεννήθηκε), δεν διαφέρουν κατά φύση μεταξύ τους (γιατί είναι άνθρωποι), αλλά κατά τον τρόπο της υπάρξεως»[5].
Ο Μέγας Αθανάσιος, θεωρεί τον Αδάμ όχι συμβολικό, αλλά ιστορικό πρόσωπο όσο και τον Μωϋσή, και αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι μας μιλάει για την ενανθρώπιση, δηλαδή, την «είσοδο» του Κυρίου στην ανθρώπινη ιστορία:
«Και ώσπερ δυνάμενος και εξ αρχής επί του Αδάμ, ή επί Νώε, ή επί Μωϋσέως αποστείλαι τον εαυτόν Λόγον, ουκ απέστειλεν…»
Το οποίο σημαίνει:
«…ενώ ημπορούσεν αμέσως από την αρχήν επί του Αδάμ ή επί του Νώε ή επί του Μωϋσέως να αποστείλη τον Λόγον αυτού, όμως δεν τον απέστειλε…»[6].
Τον ίδιο άλλωστε συσχετισμό για την ιστορικότητα του Αδάμ, διακρίνουμε και από τη ρήση του Απ. Παύλου:
«…ο θάνατος κυριάρχησε σ’ όλους τους ανθρώπους, από τον Αδάμ ως το Μωυσή» (Ρωμ. 5,14).
Αλλά και ως προς το ίδιο το περιεχόμενο της Ορθόδοξης Θεολογίας, είναι εντελώς αταίριαστη μια αντίληψη που θα έδινε προτεραιότητα στην «ουσία» σε σχέση με το πραγματικό ον, το «πρόσωπο». Για να διευκρινίσουμε τους όρους με κάποια παραδείγματα, «η ξυλεία» είναι μια ουσία, αλλά «τα ξύλινα αντικείμενα» είναι τα όντα. Αντίστοιχα, «η ανθρωπότητα» νοείται ως ουσία, αλλά «ο άνθρωπος» είναι το ον, το πρόσωπο. Το ον είναι αισθητό και το συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις, ενώ με την ουσία έχουμε μόνο έμμεση επικοινωνία.
Στην «προσωποκρατία της ελληνικής πατερικής σκέψης […] την πρώτη θέση πια δεν την κατέχει η έννοια της ουσίας, αλλά το πρόσωπο, η ύπαρξη, το ον. Αντί για το απρόσωπο ‘θείον’ γίνεται λόγος για τον προσωπικό ‘Θεόν’, που δεν κατανοείται ως το υπέρτατο ‘ον’, αλλά ως ο ύψιστος ‘Ων’, όπως αποκαλύπτεται στον Μωυσή»[7].
Όπως με σαφήνεια διατυπώνει ο Γρηγόριος Παλαμάς:
«Και τω Μωυση δε χρηματίζων ο Θεός, ουκ είπεν ‘’εγώ ειμι η ουσία’’, αλλ’ ‘’εγώ ειμι ο Ων’’·  ου γαρ εκ της ουσίας ο ων, αλλ’ εκ του όντος η ουσία· αυτός γαρ ο Ων, όλον εν εαυτώ συνείληφε το είναι»[8].
Αυτό μας βοηθά να καταλάβουμε ότι οι Πατέρες αναφέρονται στον Αδάμ ως «ον», ως «πρόσωπο», και όχι ως «ουσία», όχι ως το σύμβολο της «ανθρωπότητας», πράγμα που δεν θα ήταν συνεπές με τη συνολική οπτική της θεολογίας τους.

Σημειώσεις

[1] «Ο Χριστός έφερε τη φύση του Αδάμ, χωρίς όμως να είναι ‘εξ Αδάμ’. Δε βρισκόταν στη φυσική συνέχεια καταγωγής όλων των ανθρώπων εκ του φυσικού προπάτορα. Είχε μεν μητέρα τη Μαρία, πραγματική απόγονο του Αδάμ (και αυτό εγγυάται την αυθεντικότητα της ανθρωπινής του φύσεως), όχι όμως και πατέρα φυσικό, γεγονός που τον αποκόπτει από την ενσωμάτωση του στη φυσική ρίζα του γένους, που εκπροσωπεί ο Αδάμ ως γενάρχης» (Θεοδώρου Ανδρέας, «Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», 3η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 83).
[2] «Αδάμ και Εύα (Δεκεμβρ. Κυριακή των Προπατόρων). Η των πρωτοπλάστων μνήμη φέρεται μετά των λοιπών προπατόρων του Χριστού, κατά την προ των Χριστουγέννων Κυριακήν, οτέ μεν κατά την ις΄ Δεκεμβρ. οτέ κατά την ιη΄ και άλλοτε κατά την ιθ΄ του μηνός» (Ευστρατιάδης Σωφρόνιος (Μητρ. Λεοντοπόλεως), «Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1935, σελ. 10).
[3] Μπούμης Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον», έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 39. 41.
[4] Πρωτότυπο και μετάφραση στο: Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, «Κώδικας Ιερών Κανόνων», έκδ. 3η , Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 340. 341.
[5] Πρωτότυπο και μετάφραση στο: Δαμασκηνός Ιωάννης, «Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως» (μτφρ. Ν. Ματσούκα), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 54-57.
[6] Αθανάσιος ο Μέγας, Άπαντα αρ.2 (σειρά Ε.Π.Ε. #11), Δογματικά Α΄ (Κατά Αρειανών Α΄), Πατερικαί εκδ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 112-113.
[7] Μπέγζος Μάριος, «Το Μέλλον του Παρελθόντος - Κριτική εισαγωγή στη Θεολογία της Ορθοδοξίας», Αρμός, Αθήνα 1993, σελ. 41-42.
[8] Γρηγόριος Παλαμάς, «Κατάλογος των εκβαινόντων ατόπων», ΛΖ΄, στο: Συγγράμματα, τόμ. Α΄, εκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 666.

ΟΟΔΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου