Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΜΕΛΕΤΗ - ΙΣΤΟΡΙΑ

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΜΕΛΕΤΗ - ΙΣΤΟΡΙΑ




Οι ιστορικές και αρχαιολογικές έρευνες απέδειξαν ότι η τέχνη της αγιογραφίας έχει δεχτεί επιδράσεις από:
Α) την τέχνη της αρχαίας Ελλάδoς
Β) την τέχνη της Ανατολής
Γ) την ελληνιστική τέχνη (πορτραίτα του Φαγιούμ)
Δ) την ελληνορωμαϊκή τέχνη (τοιχογραφίες της Πομπηίας)
Συγκεκριμένα, δύο μεγάλοι κλάδοι, ο ανατολικός και ο ελληνιστικός είναι οι κύριοι παράγοντες που επέδρασαν καταλυτικά στην δημιουργία της τέχνης αυτής. Αναλυτικότερα, ο Μ.Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του πέτυχαν μια δημιουργική σύζευξη της αρχαίας ελληνικής τέχνης με την ήδη υπάρχουσα ανατολική. Αυτός ο καρπός της σύζευξης είναι η ελληνιστική τέχνη. Ερχόμενος ο Χριστιανισμός, επέδρασε επί της ελληνιστικής τέχνης και έτσι διαμορφώθηκε η ορθόδοξη ζωγραφική. Βέβαια ο χαρακτήρας της τέχνης βρήκε την πλήρη διαμόρφωσή του στο Βυζάντιο, όταν η Κωνσταντινούπολη έγινε το κέντρο του βυζαντινού κράτους. Εκεί έγινε η επιλογή των καλλιτεχνικών στοιχείων των δύο κόσμων (ανατολικού - ελληνιστικού) και δόθηκε ο τελικός χαρακτήρας στη ζωγραφική.
Περιπτώσεις όπου μπορούμε να διακρίνουμε την επίδραση, την οποία δέχτηκε η βυζαντινή τέχνη, είναι οι εξής:
• Στις κατακόμβες της Ρώμης, ο ιχθύς και η άμπελος είναι θέματα ανατολικά.
•Πάλι στις κατακόμβες, οι παραστάσεις των εποχών, οι διάφορες προσωποποιήσεις (ηλίου, θαλάσσης) κ.ά. , είναι θέματα του ελληνιστικού κλάδου.
•Ο Καλός Ποιμήν της Ραβέννας, η Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη και πλήθος άλλων μνημείων είναι χαρακτηριστικά δείγματα ελληνιστικής επιδράσεως.
•Από την αρχαία Ελλάδα έχουμε τους πτερωτούς αγγέλους, την μορφή του Χριστού στην παλαιοχριστιανική περίοδο ως νέου αγένειου και πολλές άλλες περιπτώσεις.
Βεβαίως, πρέπει να αναφέρουμε, ότι παρά την επίδραση της Ανατολής, πολλή εντονότερη είναι η επίδραση της ελληνικής τέχνης, του ελληνικού πνεύματος. Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε σε ένα πολύ σημαντικό εύρημα του αιώνα μας, τα πορτραίτα της περιοχής Φαγιούμ. Ανακαλύφθηκαν στην Αίγυπτο, δυτικά του Νείλου και δείγματα υπάρχουν και στο δικό μας Μπενάκειο Μουσείο της Αθήνας. Πρόκειται για οικογενειακές προσωπογραφίες και χρονολογούνται από τον 1ο - 3ο αι. μ.Χ. Έγιναν από Έλληνες ζωγράφους και έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της αρχαίας ελληνικής τέχνης και της βυζαντινής. Όλα αυτά τα στοιχεία και τις τεχνικές μεθόδους που αναφέραμε, η Ορθοδοξία τα παρέλαβε, τα εξευγένισε, τα μεταμόρφωσε, δίνοντάς τους ένα πνευματικό χαρακτήρα ώστε να μπορούν να εκφράσουν τις υψηλές αλήθειες της πίστεώς μας.
ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ
Την τεχνική της βυζαντινής αγιογραφίας την διακρίνουμε:
Α) Φορητές εικόνες
Οι εικόνες εκτελούνται συνήθως πάνω σε ξύλο και τα χρώματα διαλύονται με τον κρόκο του αυγού. Βεβαίως, φορέας μιας εικόνας μπορεί να καταστεί και κάποια άλλη επιφάνεια όπως κεραμίδια, παλαιά ξύλα, υφάσματα, γύψος κ.ά. φτάνει η επιλογή του υλικού να είναι τέτοια ώστε να μην είναι καταφρονητική προς τα εικονιζόμενα άγια πρόσωπα.
Στις παλαιοχριστιανικές εικόνες συναντούμε την εγκαυστική τεχνική, η οποία κυρίως αναπτύχθηκε τον 6ο αι. μ.Χ. Στην τεχνική αυτή έχουμε ανάμειξη των χρωμάτων με κερί και θέρμανση της επιφάνειας με πυρακτωμένο σίδηρο. Όταν δεν χρησιμοποιείται το πυρακτωμένο σίδηρο, αλλά απλώνεται το χρωματισμένο κερί πάνω στο ξύλο έχουμε τις λεγόμενες κηρόχυτες εικόνες.
Σπουδαία υπήρξε στο Βυζάντιο και η τεχνική του σμάλτου. Η εκτέλεση της εικόνας γινόταν πάνω σε μεταλλική επιφάνεια. Με λεπτά σύρματα σχημάτιζαν τα περιγράμματα των μορφών και μεταξύ των συρμάτων έχυναν τα χρώματα του σμάλτου. Σε αυτά, τα λεγόμενα περίκλειστα σμάλτα, ανήκουν εικόνες, εγκόλπια, άγια ποτήρια, λειψανοθήκες και άλλα είδη μικροτεχνίας.
Β) Τοιχογραφίες
Στη ζωγραφική πάνω στον τοίχο έχουμε δύο τεχνικές. Πρώτη είναι η νωπογραφία (fresco). Στην τεχνική αυτή ο αγιογράφος ζωγραφίζει πάνω σε φρεσκοσοβαντισμένο τοίχο. Μόνο όσο είναι νωπός ο σοβάς μπορεί να έχει επιτυχία το έργο, διότι αν ο σοβάς ξηρανθή δεν μπορεί να γίνει καμία διόρθωση. Δεύτερη τεχνική είναι η ξηρογραφία. Εδώ έχουμε ανάμειξη των χρωμάτων με μια κολλητική ουσία και ζωγραφίζουμε πάνω σε ξηρό τοίχο.
Γ) Ψηφιδωτά - Μωσαϊκά.
Στα ψηφιδωτά αντί για χρώματα χρησιμοποιούσαν μικρές ψηφίδες από μάρμαρο, πέτρες, φίλντισι, υαλόμαζα χρωματισμένη. Ονομάστηκαν και μωσαϊκά διότι με ψηφιδωτά διακοσμούσαν τα τοιχώματα των σπηλαίων που ήταν αφιερωμένα στις Μούσες. Ενώ δεν είναι δυνατόν με το ψηφιδωτό να πετύχουμε την απαλή κλιμάκωση των χρωμάτων, που δημιουργείται στη ζωγραφική, εν τούτοις η φωτεινότητα και ζωηρότητα των ψηφίδων δημιουργούν στον πιστό το αίσθημα της υπέρβασης σε μια άλλη, πνευματικότερη διάσταση. Κλασσικά θεωρούνται τα έργα στον Όσιο Λουκά στην Λειβαδιά, στην Νέα Μονή της Χίου, στη Μονή της Χώρας κ.ά.
Δ) Μικρογραφίες
Η μικρογραφία ή μινιατούρα χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την διακόσμηση των χειρογράφων. Εντυπωσιάζει η ακρίβεια και η τελειότητα των χαρακτηριστικών στα έργα αυτά. Τα χειρόγραφα είναι συνήθως από περγαμηνή και ονομάζονται ιστορημένα χειρόγραφα.
ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΗΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
           Παρακάτω αναφέρουμε ενδεικτικά τα ονόματα κάποιων από τους κυριότερους εκπροσώπους της αγιογραφίας, χωρίς φυσικά να εξαντλούμε τον κατάλογο του πλήθους των μαστόρων, που ταπεινά υπηρέτησαν την τέχνη, επωνύμων και ανωνύμων, μικρών και μεγάλων, των οποίων τα ονόματα είναι γραμμένα στη Βίβλο της Ζωής.
Ευαγγελιστής Λουκάς. Βλ. κεφάλαιο «Η πορεία της αγιογραφικής τέχνης στο χρόνο».
Άγιος Λάζαρος ο Ομολογητής. Έζησε στους χρόνους του εικονομάχου βασιλέως Θεοφίλου. Επειδή ήταν αγιογράφος κατηγορήθηκε στον βασιλιά και υπεβλήθει σε φοβερά βασανιστήρια. Έβαλαν οι δήμιοι στις παλάμες του πυρακτωμένα πέταλα και από την μεγάλη βάσανο έμεινε ως νεκρός. Η Χάρις του Θεού όμως τον φύλαξε. Κατόπιν η βασίλισσα παρακάλεσε τον Θεόφιλο να τον ελευθερώσει όπως και έγινε. Ο Άγιος Λάζαρος πήγε κρυφά στον ναό του Αγίου Προδρόμου του Φοβερού και κατοίκησε εκεί. Ενώ ήταν ακόμη με τις πληγές της φωτιάς, ιστόρησε την εικόνα του Αγ. Προδρόμου, η οποία έκανε πολλά θαύματα. Εορτάζουμε την μνήμη του Αγίου Λαζάρου την ΙΖ' του μηνός Νοεμβρίου.
Άγιος Μεθόδιος Μοναχός. Κήρυξε την χριστιανική πίστη στους Βουλγάρους.
Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω. Στο βίο του αναφέρονται και τα εξής. Ενώ καθόταν με τους υπόλοιπους μοναχούς είπε: «Ιδού έρχονται προς ημάς δύο μοναχοί», και παίρνοντας ένα κομμάτι χαρτί ιστόρησε τις μορφές τους, διότι ήταν πολύ επιτήδειος στη ζωγραφική και τον ένα τον ζωγράφισε με γένια ενώ τον άλλο νεώτερο. Πράγματι την άλλη μέρα ήρθαν στο μοναστήρι δύο διάκονοι. Ο πρώτος που είχε γένια ονομαζόταν Ιάκωβος, ο οποίος έμεινε και ετελειώθη στο μοναστήρι και ο δεύτερος, ο νεώτερος, ονομαζόταν Ηλίας, ο οποίος έγινε ηγούμενος και αργότερα επίσκοπος Πλαταμώνος.
Ευλάλιος. Έζησε τον καιρό του Ιουστίνου του Β'. Ζωγράφισε τον ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη
Ηρακλείδης ο Βυζάντιος. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, άγνωστο ποια ημερομηνία. Οι παλαιοί ιστορικοί τον εγκωμιάζουν, λέγοντας ότι εστάθη ισάξιος με τους αρχαίους φημισμένους ζωγράφους Απελλή και Αγάθαρχο.
Παύλος ο μουσειωτής (ψηφιδογράφος). Φιλοτέχνησε θαυμαστή εικόνα του Χριστού στο ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Στέφανος Μοναχός. Ήταν ζωγράφος και ομολογητής. Υπέστη βασανιστήρια στους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου, υπέρ των αγίων εικόνων.
Ανδρέας υιός Αρταβάσδου. Ήταν επίσημος αγιογράφος τον καιρό του Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου. Φαίνεται ότι καταγόταν από περσικό γένος.
Οι Έλληνες αγιογράφοι εκ Κωνσταντινουπόλεως. Ζωγράφισαν το ΙΑ' αιώνα, κατόπιν θαύματος, τον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη φημισμένη Μονή του Σπηλαίου στο Κίεβο, όπου και εμόνασαν μετά το πέρας της αγιογραφήσεως.
Όσιος Αλύπιος ο εικονογράφος. Ο ρωσικής καταγωγής Όσιος Αλύπιος έγινε μοναχός στο φημισμένο μοναστήρι της Πετσέρσκαγια Λαύρας του Κιέβου γνωστό ως Λαύρα των Σπηλαίων. Ως λαϊκός βοηθούσε τους Έλληνες αγιογράφους που ιστορούσαν το καθολικό της μονής. Μετά από ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβη κατά τη διάρκεια της αγιογραφήσεως αποφασίζει να μείνει στο μοναστήρι. Εκεί ασκώντας θεαρέστως την τέχνη της αγιογραφίας εκοιμήθη εν Κυρίω περίπου στα μέσα του 12ου αιώνος. Το άγιο λείψανό του βρίσκεται άφθαρτο στα σπήλαια της Λαύρας μαζί με πάνω από εκατό άλλα άφθαρτα λείψανα αγίων.
Παύλος αγιογράφος. Άγνωστο πότε έζησε. Ζωγράφισε τον Αγ. Γεώργιο πάνω στο άλογο και η εικόνα του ανεδείχθη θαυματουργή. Οι ιστορικοί επαινούν αυτόν τον τεχνίτη, γράφοντας: «Παύλος ο ζωγράφων άριστος».
Μιχαήλ ο Αστραπάς και Ευτύχιος. Άριστοι αγιογράφοι και οι δύο. Καταγόταν από την Θεσσαλονίκη και τοιχογράφησαν πολλές Σερβικές εκκλησίες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον ναό του Αγ. Κλήμεντος κοντά στην λίμνη της Αχρίδος το 1295 και τον ναό του Αγ. Γεωργίου στο Στάρο Ναγκορίτσινο Σερβίας (1313-1317).
Γεώργιος Καλλιέργης. Επίσημος αγιογράφος, ο οποίος ζωγράφισε τον ναό του Σωτήρος Χριστού στη Βέροια της Μακεδονίας το 1315, όταν εβασίλευε ο Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος.
Μανουήλ Πανσέληνος. Κορυφαίος αγιογράφος του ΙΔ' αιώνα, από τους κυριότερους εκπροσώπουςτης Μακεδονικής Σχολής. Δυστυχώς δεν βρέθηκε κάποια πηγή που να μας πληροφορεί για την ζωή του. Σύμφωνα με την παράδοση η καταγωγή του ήταν από την Θεσσαλονίκη. Μόνο ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά στο σύγγραμμά του «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» μας πληροφορεί, ότι οι αγιογραφίες του ναού του Πρωτάτου στο Άγιο Όρος ήταν του κυρ Μανουήλ Πανσέληνου. Ακόμη ο Διονύσιος αναφέρει και για κάποιες φορητές εικόνες του Πανσελήνου, χωρίς όμως να έχουμε κάποια στοιχεία γι' αυτές. Τέλος, η αγιογράφηση του παρεκκλησίου του Αγ. Ευθυμίου στον Άγ. Δημήτριο Θεσσαλονίκης εικάζεται ότι έγινε από τον Πανσέληνο λόγω της έντονης ομοιότητας της τεχνικής σε σχέση με το Πρωτάτο.
Θεοφάνης ο Έλληνας. Βυζαντινός αγιογράφος του ΙΔ' αιώνος και γνωστός από το έργο του στη Ρωσία. Μια επιστολή ενός Ρώσου μοναχού, του Επιφανίου, αναφέρει εκτός των άλλων χαρισμάτων που τον διέκριναν ότι ήταν «ο καλύτερος ζωγράφος ανάμεσα στους εικονογράφους». Είναι άγνωστο το που γεννήθηκε και που έμαθε την τέχνη της αγιογραφίας. Ζωγράφισε πολλούς ναούς στη Ρωσία, κυρίως στη Μόσχα και στο Νόβγκοροντ. Θεωρείται ο δάσκαλος του μεγάλου Ρώσου αγιογράφου Αγίου Ανδρέα Ρουμπλιώφ. Η κοίμησίς του υπολογίζεται γύρω στα 1410.
Όσιος Ανδρέας Ρουμπλιώφ. Γεννήθηκε στη Ρωσία γύρω στα 1360. Νέος έγινε μοναχός στη μονή του Αγίου Σεργίου Ραντονέζ όπου αγιογράφησε το τέμπλο του Καθολικού καθώς και τον κυρίως ναό. Εκτός από τη μονή του Αγίου Σέργιου σώζονται έργα του και σε άλλους ναούς και μοναστήρια. Ένα από τα αριστουργήματά του είναι η εικόνα της Αγίας Τριάδος. Θεωρείται από όλους τους Ρώσους ζωγράφους ως ο κυριώτερος εκπρόσωπος της αρχαίας ρωσικής τέχνης. Η κοίμησίς του υπολογίζεται γύρω στα 1430. Η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον αναγνώρισε επισήμως ως άγιο το 1988.
Νικόλαος Ιωάννου και Καστρίσιος. Κατάγονταν από την Καλαμπάκα Θεσσαλίας. Ζωγράφισαν το έτος 1501 το καθολικό της Μονής Αγ. Στεφάνου στα Μετέωρα.
Θεοφάνης Μοναχός ο Κρης. Κορυφαίος αγιογράφος του 16ου αιώνα και κυριότερος εκπρόσωπος της Κρητικής Σχολής. Ο μοναχός Θεοφάνης Στρελίτζας, ο επιλεγόμενος Μπαθάς, πρέπει να γεννήθηκε στο Ηράκλειο μέσα στην τελευταία δεκαπενταετία του 15ου αιώνα και ακολούθησε το οικογενειακό επάγγελμα της ζωγραφικής. Σε κατάλληλη ηλικία παντρεύτηκε και απόκτησε δύο παιδιά, το Συμεών και το Νίφο-Νεόφυτο. Έπειτα για κάποιο λόγο - ίσως θανάτου της συζύγου - έγινε μοναχός. Η πρώτη μνεία του αγιογράφου Θεοφάνη βρίσκεται στην κτητορική επιγραφή στο καθολικό της Μονής του Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά στα Μετέωρα, το 1527. Το 1535 ιστορεί το καθολικό της Ι. Μονής Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος, όπου και εγκαταστάθηκε με τους δυο γιούς του. Το 1545, με συνεργάτη το γιο του Συμεών τοιχογραφεί το καθολικό της Ι. Μονής Σταυρονικήτα. Αφού έζησε αρκετά χρόνια στο Άγιο Όρος, επιστρέφει στην πατρίδα του την Κρήτη όπου και πεθαίνει στις 24 Φεβρουαρίου του 1559, την ημέρα που έκανε την διαθήκη του. Το έργο του συνέχισαν οι δύο γιοι του.
Αντώνιος ο Κρης. Αυστηρός και απλότεχνος αγιογράφος. Ζωγράφισε το καθολικό της Μονής Ξενοφώντος Αγίου ΌρουςΤζώρτζης ο Κρης. Άριστος αγιογράφος, μαθητής του Θεοφάνους του Κρητός. Αγιογράφησε το καθολικό της Ι. Μονής Διονυσίου το 1545.
Ευφρόσυνος Ιερεύς. Αγιογράφησε φορητές εικόνες κάποιες από τις οποίες βρίσκονται στην Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους (Μεγάλη Δέησις κ.α.). Έζησε τον ΙΣΤ' αιώνα. Πολύ καλός τεχνίτης της Κρητικής Σχολής.
Φράγκος Κατελάνος. Καταγόταν από την Θήβα. Θεωρείται από τους καλύτερους αγιογράφους του ΙΣΤ' αιώνα. Αγιογράφησε το παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου στη Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους καθώς και το καθολικό της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων. Προέρχεται από την Κρητική Σχολή αλλά έχει δεχθεί έντονες επιδράσεις από την Δύση.
Γεώργιος Ιερεύς και σακελλάριος Θηβών. Λαμπρός τοιχογράφος, ο οποίος ιστόρησε το νάρθηκα του καθολικού της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων το 1566.
Δανιήλ Μοναχός. Αγιογράφησε το καθολικό της Μονής Κορώνης επί της Πίνδου το 1587.
Ανδρέας Ρίτζος. Εικονογράφος, ο οποίος έζησε στο τέλος του ΙΕ' αιώνα. Υπάρχουν έργα του στην Ιταλία και την Πάτμο.
Μιχαήλ Δαμασκηνός ο Κρης. Πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 1530-35. Λίγα στοιχεία υπάρχουν για την ζωή και την δράση του και ελάχιστες οι χρονολογημένες εικόνες του. Ήταν άριστος τεχνίτης και το μεγαλύτερο γνωστό σύνολο υπογεγραμμένων έργων του σώζεται στην Κέρκυρα. Η ύπαρξη μεγάλου αριθμού πινάκων Ιταλών καλλιτεχνών στην Κρήτη επηρέασε τους Έλληνες αγιογράφους. Έτσι και ο εν λόγω αγιογράφος χρησιμοποίησε ιταλικά στοιχεία στις αγιογραφίες του, ανάλογα ίσως, με τις επιθυμίες των πελατών του. Ο Δαμασκηνός έχαιρε μεγάλης φήμης και η επίδρασή του στους συγχρόνους και μεταγενεστέρους ζωγράφους ήταν πολύ μεγάλη. Εικονογραφικοί τύποι που αυτός, κατά τα φαινόμενα, εισήγαγε ή αποκρυστάλλωσε, έγιναν εξαιρετικά δημοφιλείς και αντιγράφηκαν μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα.
Όσιος Ποιμήν ο Ζωγραφίτης. Σπουδαίος εικονογράφος και κτήτορας ναών. Γεννήθηκε στη Σόφια της Βουλγαρίας από ευσεβείς γονείς. Έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος, στη μονή Ζωγράφου. Σε ηλικία πενήντα πέντε χρόνων, ύστερα από θεοσημία, αναχώρησε για τη Βουλγαρία. Εκεί έκτισε ή ανακαίνισε περίπου τριακόσιους ναούς και δεκαπέντε μονές. Πολλούς τους στόλισε και με τοιχογραφίες από το ίδιο του το χέρι. Αναπαύθηκε εν ειρήνη το 1620 στη μονή Τσερεπίσκι. Το 1942 αναγνωρίστηκε ως προστάτης άγιος των Βουλγάρων ζωγράφων.
Εμμανουήλ Λαμπάρδος. Έζησε στις αρχές του 17ου αιώνα. Αγιογράφησε μόνο φορητές εικόνες, στις οποίες διαπιστώνεται συνειδητή άγνοια των έργων του Δαμασκηνού και του Κλόντζα και επιστροφή σε παλαιολόγεια και πρώιμα κρητικά πρότυπα.
Όσιος Νείλος ο Μυροβλύτης. Γεννήθηκε στη Πελοπόννησο από ευσεβείς γονείς περί το 1601. Μόνασε στη μονή Παναγίας της Μαλεβής. Ο πόθος της ασκήσεως τον έφερε στο Άγιον Όρος. Κατοίκησε κοντά στο σπήλαιο του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου όπου έκτισε κελλί με ναό προς τιμή της Υπαπαντής, τον οποίο κόσμησε με εικόνες, που ο ίδιος αγιογράφησε, γιατί ήταν καλός αγιογράφος. Μετά την οσιακή κοίμησή του, στις 12-11-1651, το σώμα του ανέβλυσε ευωδιαστό μύρο.
Άγγελος ο Κρης. Άριστος αγιογράφος, ο οποίος ιστόρησε μόνο φορητές εικόνες και έζησε στις αρχές του 17ου αιώνα.
Ιερεμίας Παλλαδάς, Ιερομόναχος. Ένας από τους πιο φημισμένους αγιογράφους της εποχής του. Ήταν σιναΐτης ιερομόναχος αλλά ζούσε στον Χάνδακα, από όπου και καταγόταν. Έχαιρε μεγάλης φήμης μεταξύ των συγχρόνων του, που τον θεωρούσαν άξιο μιμητή των «δοκίμων παλαιών εικονογράφων», εδίδασκε δε την τέχνη σε μαθητευόμενους αγιογράφους. Ήταν προσκολλημένος στην παραδοσιακή τεχνοτροπία και σπάνια χρησιμοποιούσε ιταλικά στοιχεία. Πέθανε πριν το 1660 μ.Χ.
Εμμανουήλ Τζάνες, ιερεύς. Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο γύρω στο 1610 και πέθανε στη Βενετία στις 28 Μαρτίου 1690. Θεωρήθηκε ο σημαντικότερος Κρητικός αγιογράφος της δεύτερης πεντηκονταετίας του 17ου αι. Έζησε την περίοδο του καταστροφικού Κρητικού πολέμου (1645-1669) και αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς. Η Κρήτη σβήνει σαν δημιουργικό καλλιτεχνικό κέντρο και οι ζωγράφοι καταφεύγουν κυρίως στη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα, από όπου μερικοί πηγαίνουν στη Βενετία. Άλλοτε ακολουθεί βυζαντινά πρότυπα του 14ου και 15ου αιώνα και άλλοτε εμπνέεται από δυτικά έργα ακολουθώντας ορισμένες φορές φλαμανδικές χαλκογραφίες. Υπολογίζεται ότι έχουν σωθεί πάνω από εκατό έργα του Τζάνε
Κωνσταντίνος Κονταρίνης. Από τους παραγωγικότερους αγιογράφους των τριών πρώτων δεκαετιών του 18ου αι. Ζούσε στην Κέρκυρα και ακολουθεί στα περισσότερα έργα του την τεχνοτροπία του π. Εμμανουήλ Τζάνε.
Διονύσιος ιερομόναχος εκ Φουρνά. Γεννήθηκε γύρω στα 1670 στο χωριό Φουρνά της Ευρυτανίας. Τον πατέρα του, που ήταν ιερέας, τον έλεγαν Παναγιώτη Χαλκιά. Αγιογράφησε φορητές εικόνες αλλά και τοιχογραφίες κυρίως στο κελί του Τιμίου Προδρόμου στο Άγιο Όρος, όπου και εγκαταβίωνε. Θαύμαζε τα έργα του Πανσελήνου, τον οποίο και προσπαθούσε να μιμηθεί. Θεωρείται από τους πιο αξιόλογους αγιογράφους της εποχής του αφήνοντας πίσω του ικανούς μαθητές. Έχοντας πόθο να επαναφέρει την βυζαντινή παράδοση, η οποία έφθινε λόγω της επελάσεως της δυτικής τεχνοτροπίας, συνέγραψε την «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης». Λόγω της προσηλώσεώς του στα παραδοσιακά πρότυπα υπέστη διωγμούς από ομοτέχνους του και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Άγιο Όρος. Ο ακριβής χρόνος του θανάτου του δεν είναι γνωστός.
Γεώργιος Μάρκου. Η γενέτειρά του ήταν το Άργος. Υπήρξε τοιχογράφος παραγωγικότατος. Εργάσθηκε στην περιοχή των Αθηνών. Ιστόρησε το καθολικό της Μονής των Ασωμάτων Πετράκη το 1719. Το τελευταίο και σπουδαιότερο έργο του λόγω του πλήθους των εικονισθέντων Αγίων, είναι η τοιχογράφηση της Μονής Φανερωμένης Σαλαμίνος, το 1735. Οι μαθητές του και οι μαθητές των μαθητών του έφθασαν σχεδόν μέχρι τα τέλη του 18ου αι.
Δημήτριος Ζούκης. Κατήγετο από το χωριό Καλαρρύτες. Ένα από τα έργα του είναι και η ιστόρηση του νάρθηκα της Μονής Υπαπαντής Μετεώρων, το 1784.
Οσιομάρτυς Ιωσήφ. Έγινε μοναχός στη μονή Διονυσίου Αγίου Όρους και ήταν αγιογράφος. Έργο του είναι η εικόνα των Αρχαγγέλων στο τέμπλο του Καθολικού της μονής. Το τέλος του ήταν μαρτυρικό. Βασανίσθηκε σκληρά από τους Τούρκους και απαγχονίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1819.
Ιωάννης Αναγνώστης. Ζωγράφισε το καθολικό της Μονής Σπηλαιωτίσσης κοντά στο χωριό Αρτσίστα Ζαγορίου, το 1810.
Αθανάσιος Παγώνης Βραχιώτης. Ιστόρησε το καθολικό της Μονής Φανερωμένης Καλλιφωνίου στα μέρη της Καρδίτσας το 1840.
Βασίλειος Γρεβενίτης. Αγιογράφησε τον ναό του Αγίου Νικολάου στο χωριό Βαρυμπόμπη Τρικάλων, το 1863.
Όσιος Σάββας ο εν Καλύμνω. Γεννήθηκε στην Ηρακλείτσα της Ανατολικής Θράκης το 1862. Δώδεκα ετών έρχεται στο Άγιον Όρος, στη σκήτη της Αγίας Άννης, όπου μαθαίνει την αγιογραφία. Κατόπιν πηγαίνει στους Αγίους Τόπους και για ορισμένα χρόνια ασκητεύει στα Ιεροσόλυμα, στις μονές του Χοζεβά και του Αγίου Σάββα και στις όχθες του Ιορδάνου. Επιστρέφει και πάλι στην Ελλάδα όπου γνωρίζεται και συνδέεται στενά με τον Άγιο Νεκτάριο. Μετά την κοίμηση του Αγίου Νεκταρίου μένει σαράντα ημέρες κλεισμένος στο κελλί του και με νηστεία και προσευχή αγιογραφεί την πρώτη εικόνα του Θεοφόρου Νεκταρίου. Το έτος 1926 ή 1928 έρχεται στην Κάλυμνο και ζει στη μονή των Αγίων Πάντων μέχρι την οσιακή κοίμησή του το 1948. Κατά την ανακομιδή το άγιο λείψανό του βρέθηκε σώο, αδιάφθορο, εκπέμπον άρρητη ευωδία και επιτελόν πολλά θαύματα.
Φώτης Κόντογλου. Γεννήθηκε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας το 1895. Μετά τον θάνατο του πατέρα του την κηδεμονία αυτού ανέλαβε ο θείος του ιερομόναχος π.Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής Αγ. Παρασκευής. Το σχολείο το τελείωσε στο Αϊβαλί και ήταν μέλος μιας ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό «Μέλισσα», το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές. Γράφτηκε στη σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι (1914), όπου μελέτησε τις διάφορες σχολές ζωγραφικής. Κατόπιν πολλών περιπλανήσεων και ταξιδιών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1923 ταξίδεψε στο Άγιο Όρος, όπου ανακάλυψε την βυζαντινή αγιογραφία και έκτοτε αγωνίσθηκε για την αναβίωση της τέχνης. Την δεκαετία του 1950-1960 βρίσκεται στην κορύφωση της αγιογραφικής του δραστηριότητας. Παρουσίασε διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής, εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία, τιμήθηκε με το βραβείο Ακαδημίας Αθηνών για το βιβλίο «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας» και γενικά είχε μία πλούσια προσφορά στον τομέα της τέχνης. Αγιογράφησε πολλές φορητές εικόνες και ιστόρησε τους ναούς Ζωοδόχου πηγής Παιανίας, Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ρόδο, Καπνικαρέας Αθηνών κ.α. Θεωρείται ο αναγεννητής της Ορθοδόξου Αγιογραφίας και υπήρξε πιστό τέκνο της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Οι σύγχρονοι αγιογράφοι του χρωστούν πολλά. Μαθητές του υπήρξαν ακόμη και διακεκριμένοι ζωγράφοι όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά. Εκοιμήθη στις 13 Ιουλίου 1965 από τις επιπλοκές που του είχε προκαλέσει ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην περιοχή του Φαλήρου.

ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Η Εκκλησία, έχοντας συνείδηση της πνευματικής αξίας και σημαντικότητος των αγίων εικόνων, ως μέσου αγιασμού και κοινωνίας των πιστών μετά των ιστορουμένων αρχετύπων, τις είχε ανέκαθεν σε μεγάλη εκτίμηση, ευλάβεια και σεβασμό. Θεωρούνται και είναι ένα σημαντικότατο εποπτικό μέσο διδασκαλίας, μια εικαστική γλώσσα της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος αποφαίνεται: «α γαρ ο λόγος της ιστορίας δι' ακοής παρίστησι, ταύτα γραφική σιωπώσα δια μιμήσεως δείκνυσι». Μάλιστα η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος έθεσε τις άγιες εικόνες στο ίδιο επίπεδο με το Ευαγγέλιο και τον Τίμιο Σταυρό. Το θέμα των αγίων εικόνων απασχόλησε ανά τους αιώνας τους θεολόγους και τους ερευνητές και ιδίως κατά τον εικοστό αιώνα. Πραγματικά είναι σημαντικό να προβληθεί η σπουδαιότητα της εικόνας και η αξία που έχει για τον άνθρωπο ως μέλος της Εκκλησίας. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια ας ψαύσουμε άκρω δακτύλω - εφόσον το παρόν πόνημα δεν αποτελεί μια συστηματική έρευνα του θέματος - τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας για την εικόνα, όπως αυτή κατοχυρώνεται στα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων και στα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου.
Η λέξη «εικόνα» προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «είκω» ή «έοικα» και σημαίνει ομοίωμα, δηλαδή αποτύπωση των χαρακτηριστικών κάποιου πρωτοτύπου. Αυτό σημαίνει ότι η εικόνα δεν έχει δική της υπόσταση αλλά η αξία της βρίσκεται στην ομοιότητά της με το πρωτότυπο. «Άλλο γαρ εστί εικών και άλλο το εικονιζόμενον», λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η εικόνα λοιπόν, αποτελεί το αισθητό μέσο ανάμεσα στους πιστούς και στο πρωτότυπο, το οποίο είναι αθέατο γι' αυτούς. Ο Μέγας Βασίλειος κάνει ένα διαχωρισμό της εικόνος σε «φυσική» και «τεχνητή» . Και τα δύο αυτά είδη εικόνων έχουν ένα κοινό γνώρισμα, την ομοιότητα με το πρωτότυπο που εικονίζουν. Διαφέρουν όμως στο εξής. Η ομοιότητα της φυσικής εικόνας προς το πρωτότυπο αναφέρεται στην ουσία του εικονιζομένου πρωτοτύπου, διατηρώντας την διαφορά ως προς την υπόσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα φυσικής εικόνας είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού σε σχέση με τον Θεό Πατέρα. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει ότι «ο Χριστός εστίν εικών του Θεού του αοράτου»( Κολ. 1,15). Είναι δηλαδή ο Υιός «απαράλλακτος εικών του Όντος» όπως αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ταυτίζεται με τον Θεό Πατέρα απόλυτα κατά την ουσία. Εκείνο που κάνει τον Υιό να διαφέρει από τον Πατέρα είναι η υπόστασίς Του και συγκεκριμένα το ιδίωμα του γεννητού. Από την άλλη πλευρά, η τεχνητή εικόνα ομοιάζει με το εικονιζόμενο πρόσωπο ως προς την μορφή αλλά διαφέρει ως προς την ουσία. Εφόσον η τεχνητή εικόνα αναφέρεται μόνο στην μορφή του εικονιζομένου προσώπου άρα αυτό που εικονίζεται δεν είναι η φύση αλλά η υπόσταση του πρωτοτύπου, όπως αναφέρει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «παντός εικονιζομένου, ουχ η φύσις, αλλ' η υπόστασις εικονίζεται». Αυτή η ομοιότητα εικόνος και εικονιζομένου αποτελεί τον όρο ύπάρξεως της τεχνητής εικόνας. Γι' αυτό και οι ορθόδοξες εικόνες δεν είναι γέννημα της φαντασίας του εκάστοτε καλλιτέχνη, αλλά τα πρωτότυπα (ο Κύριος, η Παναγία, οι Άγιοι) είναι ιστορικά πρόσωπα με τα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά τους. Σαφέστατα παρατηρούν οι Πατέρες της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου: «Ιδόντες τον Κύριον, καθώς είδον, ιστορήσαντες εζωγράφησαν. Ιδόντες Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου, καθώς είδον, αυτόν ιστορήσαντες εζωγράφησαν...».
Σ' αυτό το σημείο μπορούμε να αναφερθούμε στη διάκριση της εικόνας από το είδωλο. Δύο είναι τα βασικά στοιχεία που αποκλείουν τον ταυτισμό εικόνας-ειδώλου. Πρώτον η ιστορικότητα των εικονιζομένων προσώπων και δεύτερον η ομοιότητα των εικόνων με τα αρχέτυπά τους. Κατά τον άγιο Νικηφόρο «το δε είδωλον ανυπάρκτων τινών και ανυποστάτων ανάπλασμα». Με άλλα λόγια, το αρχέτυπο του ειδώλου είναι ένα φανταστικό πρόσωπο ενώ της εικόνας είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο. Οποιαδήποτε προσπάθεια απεικονίσεως του Κυρίου πριν την Σάρκωσή Του θα ήταν εσφαλμένη εφόσον δεν υπήρχε πρωτότυπο. Μετά, όμως, τη Σάρκωση του Λόγου του Θεού, δεν μιλάμε για είδωλο εφόσον ο Κύριος έλαβε συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή.
Σ' αυτό το σημείο έσφαλλαν οι εικονομάχοι (726-843 μ.Χ.) διότι υποστήριζαν ότι μια εικόνα πρέπει να είναι της ίδιας φύσεως με το πρωτότυπο, διαφορετικά είναι είδωλο. Γι' αυτό και θεωρούσαν ως εικόνα του Κυρίου μόνο τον Άγιο Άρτο και Οίνο της Θείας Ευχαριστίας. Για τους ορθόδοξους όμως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Λ. Ουσπένσκυ «Τα Τίμια Δώρα δεν μπορούν να αναγνωρισθούν σαν εικόνα του Χριστού, γιατί ακριβώς είναι ταυτόσημα με Αυτόν, που είναι το Πρωτότυπό τους». Μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση της εικονοκλαστικής συνειδήσεως επέφεραν και τα θρησκεύματα του Ιουδαϊσμού και Μωαμεθανισμού, εξαιτίας της ανεικονικής διδασκαλίας που τους διέκρινε. Κατηγορούσαν, μάλιστα, τους Χριστιανούς ως ειδωλολάτρες και δεισιδαίμονες. Γενικά το πρόβλημα των εικονομάχων ήταν ότι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το κοσμοσωτήριο γεγονός της Θείας Οικονομίας. Ο Θεός έγινε άνθρωπος «ίνα τον άνθρωπο θεόν ποιήση». Εφόσον η εικόνα είναι μια τρανταχτή απόδειξη της Σαρκώσεως του Θεού Λόγου, άρα η άρνηση της εικόνας κατ' επέκταση σημαίνει την απόρριψη της εν Αγίω Πνεύματι ενανθρωπήσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Ο Ιησούς Χριστός προσέλαβε για την δική μας σωτηρία σάρκα και αίμα. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να τον ζωγραφίζουμε με βάση την συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή Του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χωρίζουμε την σάρκα Του από την θεότητά Του. Είναι πολύ λογικό, ότι αν δεν απεικονίσουμε τον Κύριο τότε είναι σαν να αρνούμαστε την ανθρώπινη φύση Του. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης έλυσε το θεολογικό αυτό πρόβλημα διδάσκοντας, ότι η εικόνα εξεικονίζει όχι την φύση αλλά την υπόσταση του εικονιζομένου προσώπου.
Σημαντικό ακόμη στοιχείο για την σωστή κατανόηση της ορθοδόξου εικόνας είναι και η σημασία που αποδίδει η Εκκλησία στα πρότυπα των εικόνων της. Τα πρότυπα αυτά μπορούν να είναι μόνο τα ίδια τα ιστορικά πρόσωπα που εικονογραφούνται και ποτέ άλλα άσχετα πρόσωπα, όπως έγινε στη Δυτική εικονογραφία. Για όσους ζωγράφους δεν υπάρχουν κανόνες και όρια, το έργο τους μπορεί να μοιάζει με εικόνα, αλλά μπορεί να αγγίζει και τα όρια της βλασφημίας.
Ο Μέγας Βασίλειος διακηρύττει ότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Βεβαίως εδώ ο Άγιος αναφέρεται στην σχέση του Υιού προς τον Θεό Πατέρα, όμως η θέση αυτή χρησιμοποιήθηκε και από την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο για τη δικαίωση των αγίων εικόνων. Σημειώνει η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος, ότι η προσκύνηση των εικόνων είναι σχετική και τιμητική, ενώ η λατρευτική προσκύνηση αναφέρεται μόνο στον Θεό. Έτσι, λοιπόν, συμπερασματικά δεχόμαστε, ότι η τιμή της εικόνας του αγίου αναφέρεται στο πρωτότυπό της και μέσω του εικονιζομένου αγίου απονέμεται στον ίδιο τον Θεό.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι η τυχόν αδεξιότης του αγιογράφου να αποδώσει επιτυχώς τα χαρακτηριστικά του εικονιζομένου προσώπου, δεν παραβλάπτει την λειτουργικότητα της εικόνας, διότι η προσκύνηση της εικόνας δεν αναφέρεται στις υπάρχουσες ατέλειες αλλά στην ταύτισή της με το εικονιζόμενο πρόσωπο. Μας ενδιαφέρει, δηλαδή, το τι κοινό έχει η εικόνα με το πρωτότυπό της. Αυτό ακριβώς διδάσκει και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης γράφοντας: «Ου γαρ ή υπολέλειπται της εμφερείας αλλ' ή ομοίωται, η προσκύνησις».
Πάρα πολύ σημαντική παράμετρος στο θέμα των αγίων εικόνων είναι και η παρουσία του Αγίου Πνεύματος σ' αυτές. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός παρατηρεί: «οι άγιοι και ζώντες πεπληρωμένοι ήσαν Πνεύματος Αγίου και τελευτησάντων αυτών, η χάρις του Αγίου Πνεύματος ανεκφοιτήτως ένεστι και ταις ψυχαίς και τοις σώμασιν εν τοις τάφοις, και τοις χαρακτήρσι, και ταις αγίαις εικόσιν αυτών». Χάρις, λοιπόν, στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος στα εικονιζόμενα πρωτότυπα και οι εικόνες της Εκκλησίας είναι «Πνεύματος Αγίου πεπληρωμέναι». Συνεπώς πρέπει να προσέξουμε ότι οι εικόνες δεν είναι απλά αντικείμενα τέχνης αλλά εκφράζουν μια πνευματική πραγματικότητα, μας τονίζουν το σκοπό της χριστιανικής ζωής, που είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος. Βεβαίως, η ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος στις εικόνες δεν είναι κατ' ουσίαν αλλά χαρισματική. Όμως, η χάρις των εικόνων μετέχεται από τους πιστούς και τους αγιάζει. Κατά την θέα των εικονιζομένων προσώπων ο αγιασμός που πηγάζει από τις εικόνες γίνεται μεθεκτός από τους πιστούς, όχι βεβαίως κατά τρόπο μηχανικό. Βασικές προϋποθέσεις καρπώσεως αγιασμού είναι η πίστη και η εσωτερική καθαρότητα, με τις οποίες οι πιστοί προσεγγίζουν τους εικονιζομένους αγίους. Αναφέρεται στα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου: « ούτως καγώ δέχομαι και ασπάζομαι και περιπτύσσομαι τας ιεράς εικόνας, ως αρραβώνα της σωτηρίας μου ούσας». Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι οι εικόνες αποτελούν αρραβώνα της σωτηρίας των πιστών λόγω της μετοχής αγιασμού των πιστών από την προσκύνηση των εικόνων.
Και σε αυτό το σημείο οι εικονομάχοι λόγω της αρνητικής τοποθετήσεως τους έναντι των εικόνων, γίνονται θεομάχοι, στερώντας τους πιστούς από μια βασική δυνατότητα για την πνευματική τελείωσή τους.
Ο Ρωμαιοκαθολικισμός απορρίπτοντας την διάκριση ανάμεσα στην άκτιστη ουσία, η οποία είναι αμέθεκτη και απρόσιτη, και στην άκτιστη χάρη του Θεού, η οποία είναι προσιτή από τους ανθρώπους, άφησε στο περιθώριο τη χαρισματική παρουσία του Θεού στις εικόνες και κατά συνέπεια τον αγιαστικό χαρακτήρα των εικόνων. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους, για τους οποίους οι δυτικοί ζωγράφοι χρησιμοποιούν στα έργα τους πρότυπα άσχετα από τα εικονιζόμενα πρωτότυπα και μάλιστα πολλές φορές ηθικώς διαβεβλημένα. Πολύ σωστά ο καθηγητής Δ. Τσελεγγίδης παρατηρεί, ότι η δυτική ζωγραφική δεν αποτελεί παρακμή της πρωτοβουλίας του ζωγράφου αλλά παρεκτροπή της δυτικής θεολογίας, η οποία όμως αποτελεί έκφραση της εσφαλμένης εκκλησιαστικής ζωής της.
Τέλος, ας αναφερθούμε και στον πνευματικό χαρακτήρα των αγίων εικόνων της ορθοδόξου αγιογραφίας. Το θέμα αυτό γίνεται περισσότερο αντιληπτό εαν εστιάσουμε την προσοχή μας στον σκοπό της ορθοδόξου ζωγραφικής. Η ορθόδοξη εικόνα περιγράφει την ύπαρξη του εικονιζομένου στην εσχατολογική του μορφή, εκφράζει την μακαριότητα του ανακαινισμένου εν Χριστω ανθρώπου. Όταν ερωτήθη ο αείμνηστος Φ. Κόντογλου γιατί η βυζαντινή τέχνη δεν είναι φυσική, απάντησε τα εξής: «Δεν είναι φυσική διότι δεν έχει σκοπό να εκφράσει μονάχα το φυσικό, αλλά και το υπερφυσικό».
Θέλοντας, λοιπόν, η Εκκλησία να μας εισαγάγει στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού, παραμέρισε από τις άγιες εικόνες το φυσικό κάλλος, την απεικόνιση του φυσικού ανθρώπου και προσπάθησε να μας διδάξει την πραγματικότητα και την αναγκαιότητα της αγιότητας. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ' εικόνα Θεού. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος αμαύρωσε αυτό το εκ Θεού γνώρισμά του. Μέσα, όμως , στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο αμαρτωλός άνθρωπος πετυχαίνει πάλι την επιστροφή του στον κόσμο της μακαριότητος του καινού ανθρώπου, στο ανακαινισμένο κατ' εικόνα. Αυτοί οι πραγματικά σημαιοφόροι της εν Χριστώ θεώσεως είναι οι Άγιοι, οι οποίοι πέτυχαν τον αγιασμό εις το μέγιστο, κατά το δυνατόν, βαθμό. Θέλοντας, λοιπόν, η ορθόδοξη αγιογραφία να αποδώσει το αρχέγονον κάλλος μετασχηματίζει την πραγματικότητα, εικονίζει το κατ' εικόνα - όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν - όπως κατ' ανάλογο τρόπο το ανακαινισμένο κατ' εικόνα εικονίζει το Λόγο του Θεού, που είναι η φυσική εικόνα του Θεού Πατέρα. Για τους παραπάνω λόγους και τα εκφραστικά μέσα της αγιογραφίας ακολούθησαν το πνεύμα της. Οι αναλογίες των σωμάτων δεν είναι φυσικές - συνήθως τα σώματα είναι επιμήκη -, διακρίνουμε έντονο το στοιχείο της ολικής σχηματοποίησης, οι οφθαλμοί είναι μεγάλοι φανερώνοντας μια βαθιά πνευματικότητα, υπάρχει έλλειψη της τρίτης διάστασης (προοπτική) ως βασικό αντινατουραλιστικό στοιχείο, χρήση του στοιχείου της λιτότητας στην σύνθεση, στα σχήματα, ως απόρροια ασκητικής διαθέσεως, αλλά και για να κυριαρχεί στην εικόνα το κεντρικό θέμα και άλλα πολλά στοιχεία, τα οποία στο σύνολό τους εκφράζουν την κατάσταση της Θείας χάριτος, την αγιότητα του προσώπου.
Δυστυχώς πολλοί σημερινοί Χριστιανοί έχουν παρεξηγήσει τις ορθόδοξες εικόνες ως αφύσικες και άσχημες. Σαφώς επηρεασμένοι από τις θρησκευτικές ζωγραφιές της Δύσης, δυσκολεύονται να συλλάβουν το πνευματικό νόημα της ορθόδοξης τέχνης. Παραμερίζουν το γεγονός, ότι τα εικονιζόμενα πρόσωπα ζουν πλέον σε ένα χώρο ουράνιο και άφθαρτο, όχι σ' αυτόν εδώ τον εφήμερο και φθαρτό και δεν ευαισθητοποιούνται από τους λόγους του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ότι «το εκ της σαρκός σαρξ εστιν», ενώ «το εκ του πνεύματος πνεύμα εστιν».
Ας κλείσουμε το θέμα μας με τις εύστοχες θεολογικές παρατηρήσεις του π. Βασιλείου Ιβηρίτη: «Η εικόνα έρχεται από μακριά και οδηγεί μακριά, στην υπέρβαση της εικόνας, στην κατάσταση την πέρα από τα φαινόμενα και τα νοούμενα, πέρα από τα σύμβολα και τους εικονισμούς. Αν η εικόνα μας έκλεινε στην ίδια την εικόνα, το σχήμα, το χρώμα, την αισθητική, την ιστορία, τον κτιστό κόσμο, θα ήταν είδωλο και δεν θα άξιζε να χυθεί τόσο αίμα για την αναστήλωσή της. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Η λειτουργική εικόνα είναι συνέπεια και καρπός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και μαρτυρία, οδηγός της θεώσεως του ανθρώπου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου