Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ Θείο ΒΛΕΜΜΑ

ΤΟ Θείο ΒΛΕΜΜΑ

     
Η φωτιά έκαιγε δυνατά. Οι φλόγες πότε ροδοκόκκινες και πότε γαλαζοκίτρινες φώτιζαν τον αυλόγυρο της Συναγωγής και ζέσταινανόλους που κάθονταν τριγύρω, ενώ τα πρόσωπά τους έδειχναν κάποια χλομάδα στις ανταύγες της φλόγας . Το κρύο ήταν τσουχτερό – αν και η Άνοιξη είχε προβάλλει – και ο μήνας Νισάν έφερνε το μήνυμα του Καλοκαιριού. Οι ώρες περνούσαν πολύαργά, μα κανείς δεν έλεγε να φύγει, να πάει γιανα κοιμηθεί. Η νυχτερινή μοσχοβολιά κάποιας μυγδαλιάς από’ κει κοντά βεβαίωνε του Χειμώνα τοναποχαιρετισμό , μα το πρωινό αγιάζι έπνεε πολύψυχρό . Η πνιχτή φωνήπου ακουγόταν σε τακτά διαστήματα από τοφλύαρο νυχτοπούλι καιη μεγάλη αγωνία για το αποτέλεσμα δημιουργούσαν σε όλους κάποιο αίσθημα φόβου.

Οι φανοί φώτιζαν το μέγαρο του Αρχιερέα και έδιναν μια μεγαλοπρέπεια στον ωραίο αρχιτεκτονικό ρυθμό του. Το φωτόλουστο μέγαρο έμοιαζε μέσ’ τη νύχτα σαν φάρος. Κόντευε πια να ροδίσει η αυγή. Ο Ιωάννης, γνωστός του Αρχιερέα Άννα, είχε περάσει στην αυλή .
- Ι ω ά ν ν η η η !
Ακούστηκε δυνατά. Γυρίζει κατά τον πυλώνα ο Ιωάννης και βλέπει τον Πέτρο να στέκεται έξω και να τον φωνάζει. Αφού πήγε κοντά του τον ρώτησε με παράπονο και του είπε :
- Που ήσουνα Πέτρο, γιατί έφυγες; Τον Δάσκαλο τον ανακρίνουν. Να, άκου, κάποιος τον χαστούκισε. Κοίταξε πως του φέρονται, σαν να είναι κανένας Κακούργος! Άκουσε Πέτρο την πονεμένη φωνή του Κυρίου, άκουσε. Ο Πέτρος άφωνος σταμάτησε και την ανάσα του για να ακούσει. Αν και οι φωνές ήταν πολλές και άγριες κατόρθωσε να ακούσει την απαλή ιαχή της φωνής του Διδασκάλου:
- «Εάν ομίλησα κακώς, απόδειξε με κανονική μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου το κακότούτο. Εάν όμως ομίλησα καλώς, γιατί με δέρνεις;»
Ο Πέτρος σκυθρώπασε και τότε ο Ιωάννης τον ρωτάει με τρεμάμενη από τη θλίψη φωνή:
- Τι θα κάνουμε Πέτρο τώρα, τι θα κάνουμε;
Και ο Πέτρος μόλις που ακουγότανε, με τη μπάσα φοβισμένη φωνή του, ικετευτικά τον παρακάλεσε να πει στη Θυρωρό να τον αφήσει και αυτόν να περάσει στον περίβολο του Συνεδρίου. Ο Ιωάννης, τότε , είπε στη θυρωρό και αυτή του επέτρεψε να περάσει. Αφού πέρασε κι ο Πέτρος στην αυλή του Αρχιερέα Άννα , η νεαρή Θυρωρός τον ρωτάει:
- « Μήπως και συ είσαι από τους μαθητές του ανθρώπου αυτού;» Τα έχασε τότε ο Πέτρος. Ίσως δεν περίμενε τέτοια ερώτηση και χωρίς να το καλοσκεφτεί, - με φόβο και ολιγοψυχία – της απαντάει:
- «Όχι δεν είμαι» και «δεν τον ξέρω» ,
«Δεν ξέρω τι μου λες…
Μετά από λίγο, πιο πέρα, από τον πυλώνα στεκόντουσαν πολλοί δούλοι και κλητήρες, οι οποίοι είχαν αναμμένα κάρβουνα και ζεσταινόντουσαν. Ο Πέτρος φοβισμένος εκεί κοντά τους ζεσταινότανε και αυτός. Η Ψύχρα ήταν μεγάλη. Ξαφνικά, κάποιοι, από τους δούλους πετάγονται και φωνάζουν προς τον Πέτρο:
- «Μήπως είσαι και συ από τους μαθητές του;» Και ο Πέτρος λες και του’ ρθε αστροπελέκι, πάλι αρνήθηκε και τους είπε :
- «Όχι , δεν είμαι» , «δεν είμαι από αυτούς». «Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο αυτόν».
Τότε ένας από τους δούλους του Αρχιερέα, που ήταν συγγενής εκείνου, του οποίου ο Πέτρος του έκοψε το αυτί, - του Μάλχου -, του είπε ειρωνικά:
- «Δεν σε είδα εγώ στον κήπο (της Γεσθημανής) μαζί του»; Αλήθεια και αυτός ήταν μαζί με τούτον, που δικάζεται μέσα, γιατί καθώς φαίνεται από την προφορά του είναι Γαλιλαίος. 
Και πάλι τότε ο Σίμων Πέτρος αρνήθηκε και είπε:
- «Άνθρωπε, δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω τι λες, και άρχισε να αναθεματίζει με κατάρες τον εαυτό του και να ορκίζεται, ότι δεν γνωρίζει τον άνθρωπο αυτόν που του έλεγαν. Και’ κείνη τη στιγμή, αμέσως, ενώ μιλούσε ακόμη ο Πέτρος, και έλεγε τα λόγια αυτά, λάλησε ο «αλέκτωρ» ο πετεινός. Και εκείνη τη στιγμή, από την αίθουσα του Συνεδρίου (που οι Αρχιερείς και οι Γραμματείς δίκαζαν τον Δάσκαλό του), ο Ναζωραίος έστρεψε το Άγιο Βλέμμα του και εκφραστικά κοίταξε τον Πέτρο. Ο Πέτρος τότε, θυμήθηκε τα λόγια του Κυρίου στον Κήπο των Ελαιών, στον αγαπημένο κήπο του Θεανθρώπου, της Γεσθημανής. Του είχε πει τότε: « Αμήν λέγω σοι ότι εν ταύτη τη νυκτί πριν αλέκτορα φωνήσαι, τρις απαρνήση με» (« με πάσα αλήθεια σε βεβαιώ, ότι αυτή τη νύχτα προτού να λαλήσει ο πετεινός, θα με αρνηθείς τρεις φορές»).Και ο Πέτρος τότε βγήκε έξω από την περιοχή του Αρχιερατικού Μεγάρου κι άρχισε να κλαίει πολύ πικρά.
Εκείνο το βλέμμα του Διδασκάλου συγκλόνισε τον Πέτρο. Αυτόν που για τρείς φορές κατά σειράν αρνήθηκε, ήταν ο Μεσσίας, Ο Διδάσκαλος του. Τώρα ο μαθητής, ο Σίμων – που ο Ιησούς τον είχε ονομάσει «Πέτρο» τη στιγμή που ο Κύριός του χρειάζεται (ως άνθρωπος) συμπαράσταση και αγάπη, αντιθέτως αυτός τον προδίνει με την άρνηση. Τον αρνείται τρεις φορές και το βλέμμα αυτό του Χριστού, του φέρνει στο νου του – λίγες ώρες πριν- την προδοσία του άλλου μαθητού, του Ιούδα. 
Θυμάται ο Πέτρος που του είχε πει ότι δεν θα τον αρνηθεί και αν ακόμη όλοι οι άλλοι τον αρνηθούν και τον εγκαταλείψουν: «Κύριε μετά σου έτοιμος είμι (είμαι) και εις φυλακήν και εις θάνατον πορεύεσθε (να υπάγω) (Λουκ . 22). Αυτός που είχε πλέξει εγκώμια και που πάντοτε πρωτοστατούσε για τον Δάσκαλό του, για την υπεράσπιση του Ναζωραίου Χριστού, τώρα πια ο φόβος τον κάνει να ξεχνά τα πάντα …
Ξέχασε τον «Υιό του Θεού». Του είχε πρόθυμα απαντήσει τότε ο Πέτρος, αφού ρώτησε όλους τους δώδεκα μαθητές του να του πουν: «Ποίος νομίζουν οι άνθρωποι, ότι είμαι εγώ, ο Υιός του ανθρώπου;». «… Απεκρίθη δε ο Σίμων Πέτρος και είπε ∙ ΣΥ ΕΙΣΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, Ο ΥΙΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ (Ματθ . 16). Εκείνο το βλέμμα του Κυρίου του πόσα δεν έλεγε στα βάθη του είναι του και στης καρδιάς το ταμείο. Ο Πέτρος καταλαβαίνει το φρικτό σφάλμα του και αφού βγαίνει «Έξω έκλαυσε πικρώς». Η μετάνοιά του είναι μεγάλη:
Εκείνο το βλέμμα ήταν γεμάτο από αγάπη και Θεϊκό παράπονο. Ο φόβος είχε νικήσει την ανδρεία και τη λεβεντιά του Σίμωνα. Αγαπούσε τον Δάσκαλό του, όμως ο φόβος τον νικά. Φοβάται ο Πέτρος την κακία και την δύναμη της εξουσίας των Αρχιερέων, των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Βρίσκεται στην αυλή του Αρχιερέα και αρνείται «Αυτόν» που κατέβηκε από τους ουρανούς και που τον κάλεσε να τον κάνει από ψαρά, Απόστολο. Από αγράμματο, Σοφό. Από άσημο ψαρά της Βηθσαΐδα, «Αλιέα ανθρώπων». Από αδύναμο άνθρωπο, σε μέγα και πρωτοκορυφαίο Άγιο της Εκκλησίας του.
Μα το βλέμμα του Χριστού ήταν η αύρα της Θεϊκής του αγάπης που με μιας γαλήνεψε τη φουρτουνιασμένη από το φόβο και τη δειλία ψυχή του Σίμωνα και που αμέσως βγήκε «έξω και έκλαυσε πικρώς». Αφού βγήκε ο Πέτρος έξω από τον περίβολο του αρχιερατικού Μεγάρου, στάθηκε απόμερα και με ντροπή μονολογούσε και έλεγε:
« Σίμωνα, ξέχασες τα πάντα Ταλαίπωρε. Στη Γεσθημανή πονούσες τον Δάσκαλό σου, καθώς αυτός έλεγε στον αχάριστο Ιούδα∙ «εταίρε, έφ’ ω πάρει;» (« φίλε, σκέψου, δια ποίον έργον έχεις έλθει εδώ;» ( Δηλαδή, Φίλε μου Ιούδα με φίλημα θα παραδόσεις τον Δάσκαλό σου; Σκέφτηκες τι πας να κάνεις;) Και τώρα Πέτρο, το βλέμμα αυτό του αναμάρτητου το ίδιο σου είπε. « Φίλε, σκέψου, δια ποίον λόγον με αρνείσαι;» Ξέχασες την αγάπη μου, τα άπειρα θαυματά μου, την «θεραπεία της Πεθεράς σου,» τους «πολλαπλασιασμούς των άρτων στην έρημο,» «Την Χαναναία,» την «Ανάσταση του Λαζάρου, του τετραημέρου» και τόσα άλλα πολλά … Τώρα τι γίνεται Σίμωνα; κλάψε. Είσαι ένας ανάξιος, ένας αρνητής, ένας προδότης …
Κλάψε, κλάψε Πέτρο κι ο Ναζωραίος σε αγαπά, σε περιμένει. Θάρρος αμαρτωλέ μαθητά, θάρρος και μετάνοια. Εσύ αρνήθηκες ΑΥΤΟΝ που από την πολλή του αγάπη κατέβηκε από τη δόξα του την αιώνια στη γη, για να σε σώσει. Πέτρο κλάψε και ας γίνουν τα δάκρυα της μετάνοιάς σου δροσιά πρωινή στον πόνο του Θεανθρώπου. Δρόσισε με τη συγγνώμη το φρικτό μονοπάτι του «Μαρτυρίου, του Ανεξίκακου Διδασκάλου σου»:
Ξαφνικά η ανάσα του κόπηκε. Οι βαθιές του σκέψεις και ο προγραμματισμός σταμάτησαν. Ένιωσε να κρυώνει πολύ. Τα δάκρυα εξακολουθούσαν να του αυλακώνουν το πρόσωπο και οι λυγμοί έκαναν την καρδιά να σπαράζει. Η «αύρα» είχε χαθεί κείνη τη νύχτα. Ο Πέτρος ένιωθε μόνος. Μόνος όπως ήταν και ο Δάσκαλός του. Ένιωθε τώρα υπεύθυνος για την μοναξιά «Εκείνου» που είχε γεμίσει όλους τους ανθρώπους και όλες τις καρδιές με χαρά και αγάπη. Ένιωθε μόνος κείνη τη στιγμή, μόνος και ταλαίπωρος, γιατί τώρα καταλαβαίνει τι θα πει να είσαι «μαθητής του Μεσσία» και να έχεις την «Θεϊκή Αγάπη» στο διάβα της ζωής.
Οι στρατιώτες με τα ξίφη και τα μεγάλα κοντάρια τους περνούσαν από μπροστά του. Οι δούλοι του Αρχιερέα Άννα με τους φανούς και τις λαμπάδες προχωρούσαν για να πάνε τον Ιησού στον Καϊάφα (που ήταν ανεψιός του Άννα). Η αυγή κόντευε να προβάλλει. Το λυκαυγές προμηνούσε το φως της μέρας και την χαρά της ζωής. Ο Πέτρος με χαμηλωμένο το πρόσωπο και συντετριμμένος «ψυχή τε και σώματι» περίμενε να περάσει ο όχλος. Ήθελε να σηκώσει τα μάτια του μα δε μπορούσε. Η ντροπή τον είχε κάνει σκέτο «ράκος». «Εκείνος» περνούσε από μπροστά του .
Ο Πέτρος όμως, γεμάτος δάκρυα και ντροπή πρόλαβε να του ψιθυρίσει μετανιωμένος: «Κύριε φιλώ σε» (Κύριε σε αγαπώ). Και τότε ένιωσε την καρδιά του να γεμίζει και πάλι από χαρά, δύναμη και αγαλλίαση, καθώς ο Κύριος και Διδάσκαλός του τού απάντησε με Θεϊκή ιλαρότητα και εξουσία:
«Ποίμαινε τα αρνία μου, βόσκε τα πρόβατά μου» Πέτρε, Πέτρε!
του Αρχιμανδρίτου π. Νικοδήμου Γαλιάτσου
πηγή : To Tάλαντο
Περιοδικό που εκδίδεται από το Γραφείο Νεότητας της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου