Ἱερομόναχος Βενέδικτος
Ἁγιορείτης - Λογισμοί καὶ ἡ ἀντιμετώπισή τους, Μέρος Β'
Ἀρχὴ τοῦ πόλεμου οἱ λογισμοί
Γενικά, ὅπως
ἀναφέρθηκα καὶ παραπάνω, οἱ λογισμοὶ εἶναι ἀρχὴ τοῦ πολέμου τοῦ διαβόλου
ἐναντίον μας. Καὶ ὁ πόλεμος ἀρχίζει μὲ τὴν προσβολὴ τοῦ λογισμοῦ, προχωρεῖ στὴ
συγκατάθεσι καὶ τελειώνει μὲ τὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πορεία καὶ ἡ ἐξέλιξις τῶν λογισμῶν ποὺ προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πορεία καὶ ἡ ἐξέλιξις τῶν λογισμῶν ποὺ προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.
Ἂς δοῦμε,
λοιπόν, πὼς προσβάλλεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς λογισμούς, ἢ ποιὸν τρόπο
χρησιμοποιοῦν οἱ δαίμονες γιὰ νὰ μᾶς προσβάλλουν μὲ τοὺς λογισμούς.
Ἡ πανουργία τῶν δαιμόνων, ποὺ θέλουν νὰ σπείρουν μέσα μας χίλιους δυὸ ἀκάθαρτους λογισμούς, εἶναι ἀπερίγραπτη. Ὁ διάβολος ἐκμεταλλεύεται καὶ τὸ πιὸ ἀσήμαντο γεγονὸς τῆς ζωῆς μας, ἢ τὴν πιὸ ἀπίθανη περίπτωσι, ἢ ἐφευρίσκει τὸν πιὸ παράξενο τρόπο γιὰ νὰ μᾶς μολύνῃ.
Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, πρίν μας ρίξουν στὴν ἁμαρτία, μᾶς βάζουν λογισμοὺς ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος, ἐνῶ μετὰ τὴν ἁμαρτία μᾶς βομβαρδίζουν μὲ τὶς σκέψεις ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀπότομος καὶ σκληρός, γιὰ νὰ μᾶς φέρουν στὴν ἀπελπισία. «Πρὸ μὲν τοῦ πτώματος φιλάνθρωπον λέγουσιν εἶναι τὸν Θεόν, μετὰ δὲ τὸ πτῶμα ἀπότομον καὶ σκληρόν».
Ἡ πανουργία τῶν δαιμόνων, ποὺ θέλουν νὰ σπείρουν μέσα μας χίλιους δυὸ ἀκάθαρτους λογισμούς, εἶναι ἀπερίγραπτη. Ὁ διάβολος ἐκμεταλλεύεται καὶ τὸ πιὸ ἀσήμαντο γεγονὸς τῆς ζωῆς μας, ἢ τὴν πιὸ ἀπίθανη περίπτωσι, ἢ ἐφευρίσκει τὸν πιὸ παράξενο τρόπο γιὰ νὰ μᾶς μολύνῃ.
Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα, πρίν μας ρίξουν στὴν ἁμαρτία, μᾶς βάζουν λογισμοὺς ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος, ἐνῶ μετὰ τὴν ἁμαρτία μᾶς βομβαρδίζουν μὲ τὶς σκέψεις ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀπότομος καὶ σκληρός, γιὰ νὰ μᾶς φέρουν στὴν ἀπελπισία. «Πρὸ μὲν τοῦ πτώματος φιλάνθρωπον λέγουσιν εἶναι τὸν Θεόν, μετὰ δὲ τὸ πτῶμα ἀπότομον καὶ σκληρόν».
Κατόπιν
προσπαθοῦν νὰ μᾶς μολύνουν τὶς ἱερὲς στιγμές, ὅπως τῆς προσευχῆς, τῆς Θείας
Εὐχαριστίας, ἢ μᾶς βάζουν λογισμοὺς βλασφημίας κατὰ τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸς λοιπόν, ὁ παμμίαρος, ἀγαπάει πολλὲς φορὲς τὴν ὥρα τῶν ἁγίων Συνάξεων καὶ μάλιστα τὴν φρικτὴ ὥρα τῶν Θείων Μυστηρίων (τῆς Θείας Εὐχαριστίας), νὰ βλασφημῇ τὸν Κύριο καὶ τὰ τελούμενα ἅγια. Δηλαδή, τὴν ὥρα ποὺ τελεῖται τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὁ Σατανᾶς ἔρχεται καὶ μᾶς βάζει διάφορες βλάσφημες σκέψεις. Ὅτι τάχα δὲν εἶναι Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, ὅτι δὲν εἶναι τίποτε αὐτὸ ποὺ παίρνουμε ἢ ἀκόμη πιὸ ἀσέμνους καὶ αἰσχροὺς λογισμούς, ποὺ διστάζει κανεὶς καὶ νὰ τοὺς ἀναφέρῃ.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης ἀναφέρει ὅτι ἕνας Μοναχὸς ἐπολεμεῖτο ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς αὐτοὺς δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια. Κανένας λογισμὸς δὲν εἶναι τόσο δύσκολος στὴν ἐξαγόρευσί του, ὅσο ὁ λογισμὸς αὐτὸς τῆς βλασφημίας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ ὁδήγησῆ τὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν ἀπελπισία.
Αὐτὸν τὸν πόλεμο εἶχε καὶ ὁ ἀββᾶς Παμβὼ καὶ «παρακαλώντας τὸν Θεὸν διὰ τοῦτο ἤκουσεν θείαν φωνὴν ὁποῦ τοῦ ἔλεγεν: Παμβώ, Παμβώ, μὴ ἀθύμει ἐπὶ ἀλλότρια ἁμαρτία, ἀλλὰ περὶ τῶν σῶν φρόντισον πράξεων». Δηλαδή, Παμβώ, μὴ στενοχωριέσαι γιὰ ξένες ἁμαρτίες, ἀλλὰ φρόντισε γιὰ τὶς δικές σου πράξεις.
Αὐτοὶ οἱ βλάσφημοι καὶ αἰσχροὶ λογισμοὶ πολέμησαν καὶ ἄλλους μεγάλους καὶ δίκαιους ἄνδρες, ὅπως τὸν ἅγιο Μελέτιο τὸν Ὁμολογητή. Ἀκόμη καὶ ἄλλους ὁμολογητὰς καὶ μάρτυρας. Καὶ τὸ βεβαιώνουν αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πέτρος Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ ὁμολογητὴς Παφνούτιος. Ἐδιηγεῖτο ὁ ἅγιος Πέτρος Ἀλεξανδρείας, ὅτι «ἐν τῷ καιρῷ τῆς ὁμολογίας μου, ἠνίκα βασάνοις διαφόροις τὸ σῶμα μου κατεξέετο καὶ πυρὶ κατεδαπανᾶτο, ὁ δαίμων ἔνδοθέν μοι λογισμοὺς βλασφημίας κατὰ τοῦ Θεοῦ ἐφέγγετο». Δηλαδή· Ὅταν ὁμολογοῦσα τὴν πίστι μου στὸ Χριστὸ στὸ δικαστήριο καὶ μὲ διάφορους βασανιστικοὺς τρόπους ἔγδερναν τὸ σῶμα μου καὶ τὸ ἔκαιγαν μὲ τὴν φωτιά, ἀπὸ μέσα μου ὁ δαίμονας βλασφημοῦσε τὸν Θεό.
Βέβαια, τονίζει ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, οἱ λογισμοὶ αὐτοὶ προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὴν κατάκρισι, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ ἀπὸ τὸ φθόνο τῶν δαιμόνων. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ καλλίτερο ὅπλο ἐναντίον τους εἶναι ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ αὐτομεμψία.
Αὐτὸς λοιπόν, ὁ παμμίαρος, ἀγαπάει πολλὲς φορὲς τὴν ὥρα τῶν ἁγίων Συνάξεων καὶ μάλιστα τὴν φρικτὴ ὥρα τῶν Θείων Μυστηρίων (τῆς Θείας Εὐχαριστίας), νὰ βλασφημῇ τὸν Κύριο καὶ τὰ τελούμενα ἅγια. Δηλαδή, τὴν ὥρα ποὺ τελεῖται τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὁ Σατανᾶς ἔρχεται καὶ μᾶς βάζει διάφορες βλάσφημες σκέψεις. Ὅτι τάχα δὲν εἶναι Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, ὅτι δὲν εἶναι τίποτε αὐτὸ ποὺ παίρνουμε ἢ ἀκόμη πιὸ ἀσέμνους καὶ αἰσχροὺς λογισμούς, ποὺ διστάζει κανεὶς καὶ νὰ τοὺς ἀναφέρῃ.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης ἀναφέρει ὅτι ἕνας Μοναχὸς ἐπολεμεῖτο ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς αὐτοὺς δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια. Κανένας λογισμὸς δὲν εἶναι τόσο δύσκολος στὴν ἐξαγόρευσί του, ὅσο ὁ λογισμὸς αὐτὸς τῆς βλασφημίας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ ὁδήγησῆ τὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν ἀπελπισία.
Αὐτὸν τὸν πόλεμο εἶχε καὶ ὁ ἀββᾶς Παμβὼ καὶ «παρακαλώντας τὸν Θεὸν διὰ τοῦτο ἤκουσεν θείαν φωνὴν ὁποῦ τοῦ ἔλεγεν: Παμβώ, Παμβώ, μὴ ἀθύμει ἐπὶ ἀλλότρια ἁμαρτία, ἀλλὰ περὶ τῶν σῶν φρόντισον πράξεων». Δηλαδή, Παμβώ, μὴ στενοχωριέσαι γιὰ ξένες ἁμαρτίες, ἀλλὰ φρόντισε γιὰ τὶς δικές σου πράξεις.
Αὐτοὶ οἱ βλάσφημοι καὶ αἰσχροὶ λογισμοὶ πολέμησαν καὶ ἄλλους μεγάλους καὶ δίκαιους ἄνδρες, ὅπως τὸν ἅγιο Μελέτιο τὸν Ὁμολογητή. Ἀκόμη καὶ ἄλλους ὁμολογητὰς καὶ μάρτυρας. Καὶ τὸ βεβαιώνουν αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πέτρος Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ ὁμολογητὴς Παφνούτιος. Ἐδιηγεῖτο ὁ ἅγιος Πέτρος Ἀλεξανδρείας, ὅτι «ἐν τῷ καιρῷ τῆς ὁμολογίας μου, ἠνίκα βασάνοις διαφόροις τὸ σῶμα μου κατεξέετο καὶ πυρὶ κατεδαπανᾶτο, ὁ δαίμων ἔνδοθέν μοι λογισμοὺς βλασφημίας κατὰ τοῦ Θεοῦ ἐφέγγετο». Δηλαδή· Ὅταν ὁμολογοῦσα τὴν πίστι μου στὸ Χριστὸ στὸ δικαστήριο καὶ μὲ διάφορους βασανιστικοὺς τρόπους ἔγδερναν τὸ σῶμα μου καὶ τὸ ἔκαιγαν μὲ τὴν φωτιά, ἀπὸ μέσα μου ὁ δαίμονας βλασφημοῦσε τὸν Θεό.
Βέβαια, τονίζει ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, οἱ λογισμοὶ αὐτοὶ προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὴν κατάκρισι, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ ἀπὸ τὸ φθόνο τῶν δαιμόνων. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ καλλίτερο ὅπλο ἐναντίον τους εἶναι ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ αὐτομεμψία.
Ἀναφέρεται
στὴν Κλίμακα τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου τὰ ἑξῆς: «Ἂς παρατηρήσουμε καὶ θὰ
δοῦμε ὅτι τὴν ὥρα ποὺ χτυπάει ἡ πνευματικὴ σάλπιγγα καὶ συναθροίζονται ὁρατὰ οἱ
ἀδελφοὶ στὸ ναό, ἀοράτως καὶ οἱ ἐχθροί. Ἄλλοι τὴν ὥρα ποὺ σηκωνόμαστε νὰ πᾶμε
στὴν Ἐκκλησία, μᾶς προτρέπουν νὰ ξανακοιμηθοῦμε. Κάθησε, λέγουν, μέχρι νὰ
συμπληρωθοῦν οἱ προοιμιακοὶ ὕμνοι καὶ μετὰ πήγαινε στὴν Ἐκκλησία. Ἄλλοι πάλι
ἐνῶ εἴμαστε στὴν προσευχή, μᾶς φέρνουν ὕπνο, ἄλλοι μᾶς κάνουν νὰ πεινᾶμε, ἄλλοι
μᾶς προτρέπουν νὰ ἀκουμπήσουμε στὸν τοῖχο σὰν δῆθεν κουρασμένοι, καὶ ἄλλοι μᾶς
προκαλοῦν χασμουρητά. Ἄλλοι μᾶς θυμίζουν τὰ γραμμάτια καὶ τὰ συμβόλαια καὶ τοὺς
τραπεζικοὺς τόκους. Καὶ ἔτσι ἀντὶ νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὠφελημένοι,
φεύγουμε ζημιωμένοι, χωρὶς νὰ ἔχουμε ἀκούσει καὶ τὰ πλέον στοιχειώδη. Καὶ ἐνῶ
πολλὲς φορὲς τὴν ὥρα, ποὺ εἴμαστε στὴν προσευχή, ὁ νοῦς μας εἶναι γεμάτος ἀπὸ
ἀπρεπεῖς σκέψεις, μόλις τελειώσει ἡ προσευχή, ὅλα ἐξαφανίζονται.
Γνωρίζει ὁ διάβολος τὴν ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ τὴν μολύνῃ.
Ἀκόμη κι ἂν νικήσουμε τὸν δαίμονα σὲ πολλὰ ἀγωνίσματα, μᾶς βάζει λογισμοὺς ὑπερηφάνειας μὲ ἄλλη μορφή· ὅτι δῆθεν προκόψαμε στὴν ἀρετή, ἀφοῦ γιὰ παράδειγμα, ἐξαφανίσθηκαν ὅλοι οἱ πορνικοὶ λογισμοί.
Ἡ σκέψις αὐτή, τὸ ὅτι νικήσαμε, μοιάζει μὲ ἕνα φίδι ποὺ εἶναι κρυμμένο μέσα στὴν κοπριὰ τῆς ὑπερηφάνειας. Μέσα στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας ὑπάρχει πονηρὸς λογισμός.
Ὑπάρχουν δαίμονες ποὺ μολύνουν τὴν ψυχή μας μόλις πέσουμε γιὰ ὕπνο καὶ ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ μολύνουν τὴν πρώτη μας σκέψι, μόλις, δηλαδή, σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο. Ὁ διάβολος δὲν χάνει εὐκαιρία νὰ μὴ μᾶς πολεμήσῃ.
Ἄλλοτε μᾶς βάζει λογισμοὺς ἐναντίον τοῦ πνευματικοῦ μας πατρός, ἄλλοτε πάλι ἐξομολογούμαστε καὶ μετὰ τὴν ἐξομολόγησί μας μολύνει μὲ τὴν ἐνθύμησι τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ ἐξωμολογηθήκαμε, γιὰ νὰ μᾶς φέρῃ σὲ ἀπελπισία. Ἄλλοτε πάλι μᾶς ρίχνει στὴν ἁμαρτία καὶ κατόπιν μᾶς βάζει λογισμοὺς νὰ διδάξουμε καὶ σὲ ἄλλους τὴν ἁμαρτία.
Αὐτοί, σὲ γενικὲς γραμμές, εἶναι οἱ λογισμοὶ τοὺς ὁποίους δημιουργεῖ ὁ διάβολος.
Ἂς δοῦμε τώρα τοὺς λογισμοὺς ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φιλομάκελλος. Δηλαδή, ὅπως τὸ σκυλὶ πηγαίνει στὸ κρεοπωλεῖο γιὰ νὰ ἁρπάξη κάποιο κομμάτι κρέας, ἢ ὅπως ἕνας φίλος τοῦ φαγητοῦ, ἀρέσκεται συνέχεια νὰ μιλάῃ γι᾿ αὐτά, ἔτσι εἶναι καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Τρέφεται πολλὲς φορὲς μὲ ἀπρεπεῖς καὶ ἀκάθαρτες ἔννοιες.
Ἕνας μοναχὸς ποὺ δὲν ἔχει τίποτε καὶ εἶναι ἀκτήμονας (καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν ἕνας Χριστιανός), στὴν προσευχή του δὲν ἔχει ἐνοχλήσεις ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του. Δὲν ἔρχονται στὸ νοῦ τοῦ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς τὰ προβλήματα τῶν πραγμάτων ἢ τῶν κτημάτων. Ἐνῶ ἕνας ποὺ εἶναι φιλοκτήμονας, ὅταν προσεύχεται, ἔχει εἰκόνες ὑλικές, ἔχει λογισμοὺς ὑλικῶν πραγμάτων.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἀκρατής, δηλαδὴ κοιλιόδουλος, ἔχει σκέψεις καὶ λογισμοὺς γεμάτους ἀπὸ ἀκάθαρτα εἴδωλα. Ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος φέρνει καὶ ἕνα παράδειγμα. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ πλῆθος τῆς κοπριᾶς γεννάει σκουλήκια, ἔτσι καὶ τὸ πλῆθος τῶν φαγητῶν γεννάει πτώσεις, πονηροὺς λογισμοὺς καὶ αἰσχρὰ ὄνειρα. Ἡ γαστριμαργία εἶναι ὅ,τι τὸ λάδι μὲ τὴν φωτιὰ γιὰ τοὺς λογισμοὺς τῆς πορνείας.
Γι᾿ αὐτό, πολὺ σοφὰ ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης γράφοντας τὴν Κλίμακα, μετὰ τὸ λόγο γιὰ τὴν γαστριμαργία, τοποθέτησε τὸν περὶ πορνείας λόγο· «Διότι νομίζω, λέγει, ὅτι αὐτὴ εἶναι μητέρα ἐκείνης».
Ἀπὸ ποῦ, δηλαδή, προέρχονται οἱ πορνικοὶ λογισμοί; Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος στὴ ζωή του καλοπερνάῃ καὶ ἔχῃ ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ δὲ σκληραγωγῆται καὶ δὲν ἀσκῆται καθόλου, τότε πολὺ φυσικὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ ἔχῃ λογισμοὺς πορνείας, οἱ ὁποῖοι θὰ καταλήξουν σὲ πράξεις. Ἄλλοτε, πάλι, ὅταν ἔχῃ ἐλεύθερες τὶς αἰσθήσεις του ὃ ἄνθρωπος καὶ δῇ κάποιο πρόσωπο, ἢ ἀκουμπήσῃ μὲ τὸ χέρι του κάποιον, ἢ ἀκούσῃ κάτι τὸ αἰσχρό, τότε εἶναι σὰν νὰ ἔχη ἀνοίξει τὴν πόρτα στοὺς ἀκάθαρτους λογισμούς. Βέβαια σὲ αὐτὸ βοηθάει καὶ ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ρέπει πρὸς τοὺς λογισμοὺς αὐτούς.
Ἀκόμη καὶ ἡ παρακοὴ στὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ γεννάει «ἀποθήκην λογισμῶν», δηλαδὴ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ἀποθήκη πονηρῶν λογισμῶν. Τοὺς ἴδιους λογισμοὺς δημιουργεῖ καὶ ἡ παρακοὴ στὸν πνευματικό μας πατέρα.
Πολλὲς φορὲς ἡ περιέργεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐξερεύνησῃ τὰ μυστήρια του Θεοῦ δημιουργεῖ λογισμοὺς βλασφημίας καὶ ἀκόμη ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄδικος καὶ προσωπολήπτης. Σὲ ἄλλους δίνει ὁράσεις καὶ θαύματα καὶ σὲ ἄλλους δὲν δίνει τίποτε.
Γνωρίζει ὁ διάβολος τὴν ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ τὴν μολύνῃ.
Ἀκόμη κι ἂν νικήσουμε τὸν δαίμονα σὲ πολλὰ ἀγωνίσματα, μᾶς βάζει λογισμοὺς ὑπερηφάνειας μὲ ἄλλη μορφή· ὅτι δῆθεν προκόψαμε στὴν ἀρετή, ἀφοῦ γιὰ παράδειγμα, ἐξαφανίσθηκαν ὅλοι οἱ πορνικοὶ λογισμοί.
Ἡ σκέψις αὐτή, τὸ ὅτι νικήσαμε, μοιάζει μὲ ἕνα φίδι ποὺ εἶναι κρυμμένο μέσα στὴν κοπριὰ τῆς ὑπερηφάνειας. Μέσα στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας ὑπάρχει πονηρὸς λογισμός.
Ὑπάρχουν δαίμονες ποὺ μολύνουν τὴν ψυχή μας μόλις πέσουμε γιὰ ὕπνο καὶ ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ μολύνουν τὴν πρώτη μας σκέψι, μόλις, δηλαδή, σηκωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὕπνο. Ὁ διάβολος δὲν χάνει εὐκαιρία νὰ μὴ μᾶς πολεμήσῃ.
Ἄλλοτε μᾶς βάζει λογισμοὺς ἐναντίον τοῦ πνευματικοῦ μας πατρός, ἄλλοτε πάλι ἐξομολογούμαστε καὶ μετὰ τὴν ἐξομολόγησί μας μολύνει μὲ τὴν ἐνθύμησι τῶν ἁμαρτιῶν ποὺ ἐξωμολογηθήκαμε, γιὰ νὰ μᾶς φέρῃ σὲ ἀπελπισία. Ἄλλοτε πάλι μᾶς ρίχνει στὴν ἁμαρτία καὶ κατόπιν μᾶς βάζει λογισμοὺς νὰ διδάξουμε καὶ σὲ ἄλλους τὴν ἁμαρτία.
Αὐτοί, σὲ γενικὲς γραμμές, εἶναι οἱ λογισμοὶ τοὺς ὁποίους δημιουργεῖ ὁ διάβολος.
Ἂς δοῦμε τώρα τοὺς λογισμοὺς ποὺ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φιλομάκελλος. Δηλαδή, ὅπως τὸ σκυλὶ πηγαίνει στὸ κρεοπωλεῖο γιὰ νὰ ἁρπάξη κάποιο κομμάτι κρέας, ἢ ὅπως ἕνας φίλος τοῦ φαγητοῦ, ἀρέσκεται συνέχεια νὰ μιλάῃ γι᾿ αὐτά, ἔτσι εἶναι καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Τρέφεται πολλὲς φορὲς μὲ ἀπρεπεῖς καὶ ἀκάθαρτες ἔννοιες.
Ἕνας μοναχὸς ποὺ δὲν ἔχει τίποτε καὶ εἶναι ἀκτήμονας (καὶ κατ᾿ ἐπέκτασιν ἕνας Χριστιανός), στὴν προσευχή του δὲν ἔχει ἐνοχλήσεις ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του. Δὲν ἔρχονται στὸ νοῦ τοῦ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς τὰ προβλήματα τῶν πραγμάτων ἢ τῶν κτημάτων. Ἐνῶ ἕνας ποὺ εἶναι φιλοκτήμονας, ὅταν προσεύχεται, ἔχει εἰκόνες ὑλικές, ἔχει λογισμοὺς ὑλικῶν πραγμάτων.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἀκρατής, δηλαδὴ κοιλιόδουλος, ἔχει σκέψεις καὶ λογισμοὺς γεμάτους ἀπὸ ἀκάθαρτα εἴδωλα. Ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος φέρνει καὶ ἕνα παράδειγμα. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ πλῆθος τῆς κοπριᾶς γεννάει σκουλήκια, ἔτσι καὶ τὸ πλῆθος τῶν φαγητῶν γεννάει πτώσεις, πονηροὺς λογισμοὺς καὶ αἰσχρὰ ὄνειρα. Ἡ γαστριμαργία εἶναι ὅ,τι τὸ λάδι μὲ τὴν φωτιὰ γιὰ τοὺς λογισμοὺς τῆς πορνείας.
Γι᾿ αὐτό, πολὺ σοφὰ ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης γράφοντας τὴν Κλίμακα, μετὰ τὸ λόγο γιὰ τὴν γαστριμαργία, τοποθέτησε τὸν περὶ πορνείας λόγο· «Διότι νομίζω, λέγει, ὅτι αὐτὴ εἶναι μητέρα ἐκείνης».
Ἀπὸ ποῦ, δηλαδή, προέρχονται οἱ πορνικοὶ λογισμοί; Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος στὴ ζωή του καλοπερνάῃ καὶ ἔχῃ ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ δὲ σκληραγωγῆται καὶ δὲν ἀσκῆται καθόλου, τότε πολὺ φυσικὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς νὰ ἔχῃ λογισμοὺς πορνείας, οἱ ὁποῖοι θὰ καταλήξουν σὲ πράξεις. Ἄλλοτε, πάλι, ὅταν ἔχῃ ἐλεύθερες τὶς αἰσθήσεις του ὃ ἄνθρωπος καὶ δῇ κάποιο πρόσωπο, ἢ ἀκουμπήσῃ μὲ τὸ χέρι του κάποιον, ἢ ἀκούσῃ κάτι τὸ αἰσχρό, τότε εἶναι σὰν νὰ ἔχη ἀνοίξει τὴν πόρτα στοὺς ἀκάθαρτους λογισμούς. Βέβαια σὲ αὐτὸ βοηθάει καὶ ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ρέπει πρὸς τοὺς λογισμοὺς αὐτούς.
Ἀκόμη καὶ ἡ παρακοὴ στὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ γεννάει «ἀποθήκην λογισμῶν», δηλαδὴ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου γίνεται ἀποθήκη πονηρῶν λογισμῶν. Τοὺς ἴδιους λογισμοὺς δημιουργεῖ καὶ ἡ παρακοὴ στὸν πνευματικό μας πατέρα.
Πολλὲς φορὲς ἡ περιέργεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐξερεύνησῃ τὰ μυστήρια του Θεοῦ δημιουργεῖ λογισμοὺς βλασφημίας καὶ ἀκόμη ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄδικος καὶ προσωπολήπτης. Σὲ ἄλλους δίνει ὁράσεις καὶ θαύματα καὶ σὲ ἄλλους δὲν δίνει τίποτε.
Ὑπάρχουν,
ὅμως, λογισμοὶ ποὺ προέρχονται καὶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο. Εἶναι
συνδυασμὸς λογισμῶν.
Εἶδα, λέγει ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. μερικοὺς νὰ τρῶνε ἀπολαυστικὰ καὶ νὰ μὴν πολεμοῦνται ἀμέσως. Καὶ ἄλλους νὰ συνεσθίουν καὶ νὰ συναναστρέφωνται μὲ γυναῖκες καὶ νὰ μὴν ἔχουν τὴν ὥρα ἐκείνη κανένα πονηρὸ λογισμό. Τὴν ὥρα, ὅμως, ποὺ νόμιζαν ὅτι βρίσκονται στὸ κελλί τους σὲ εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, ἔπαθαν ξαφνικὰ ὄλεθρο. Ἡ φύσις τοὺς ἔσπρωξε νὰ τρώγουν καὶ νὰ πίνουν ἀπολαυστικὰ καὶ νὰ κοιτάζουν ἀκόλαστα. Ὁ σατανᾶς τὸ ἐκμεταλλεύθηκε καὶ τοὺς ἔρριξε στὴν ἁμαρτία.
Αὐτοὶ εἶναι, σὲ γενικὲς γραμμές, οἱ λογισμοὶ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο. Σὲ ὅλον αὐτὸν τὸν ἀγώνα ὑπάρχει μία κλίμακα.
Προσβολή, συνδυασμός, συγκατάθεσις, αἰχμαλωσία.
Προσβάλλει ὁ ἐχθρὸς τὸν ἄνθρωπο μὲ ἕναν ἁπλὸ λογισμὸ ἢ μὲ μία εἰκόνα. Ὅταν τὸν δεχθῆ, τότε γίνεται συγκατάθεσις. Ἀρχίζει ἡ συνομιλία μὲ τὸν λογισμό. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρχίζει ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου. Κατόπιν συγκατατίθεται κανεὶς μὲ ἡδονὴ νὰ πραγματοποιήσῃ αὐτὸ ποὺ τοῦ ὑποβάλλει ὁ λογισμὸς καὶ στὸ τέλος ὑποδουλώνεται καὶ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὸ πάθος.
Εἶδα, λέγει ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. μερικοὺς νὰ τρῶνε ἀπολαυστικὰ καὶ νὰ μὴν πολεμοῦνται ἀμέσως. Καὶ ἄλλους νὰ συνεσθίουν καὶ νὰ συναναστρέφωνται μὲ γυναῖκες καὶ νὰ μὴν ἔχουν τὴν ὥρα ἐκείνη κανένα πονηρὸ λογισμό. Τὴν ὥρα, ὅμως, ποὺ νόμιζαν ὅτι βρίσκονται στὸ κελλί τους σὲ εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, ἔπαθαν ξαφνικὰ ὄλεθρο. Ἡ φύσις τοὺς ἔσπρωξε νὰ τρώγουν καὶ νὰ πίνουν ἀπολαυστικὰ καὶ νὰ κοιτάζουν ἀκόλαστα. Ὁ σατανᾶς τὸ ἐκμεταλλεύθηκε καὶ τοὺς ἔρριξε στὴν ἁμαρτία.
Αὐτοὶ εἶναι, σὲ γενικὲς γραμμές, οἱ λογισμοὶ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο. Σὲ ὅλον αὐτὸν τὸν ἀγώνα ὑπάρχει μία κλίμακα.
Προσβολή, συνδυασμός, συγκατάθεσις, αἰχμαλωσία.
Προσβάλλει ὁ ἐχθρὸς τὸν ἄνθρωπο μὲ ἕναν ἁπλὸ λογισμὸ ἢ μὲ μία εἰκόνα. Ὅταν τὸν δεχθῆ, τότε γίνεται συγκατάθεσις. Ἀρχίζει ἡ συνομιλία μὲ τὸν λογισμό. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρχίζει ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου. Κατόπιν συγκατατίθεται κανεὶς μὲ ἡδονὴ νὰ πραγματοποιήσῃ αὐτὸ ποὺ τοῦ ὑποβάλλει ὁ λογισμὸς καὶ στὸ τέλος ὑποδουλώνεται καὶ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ τὸ πάθος.
Ὅταν ὁ
λογισμὸς χρονίσῃ μέσα μας, γινόμαστε τότε δοῦλοι στὴν προσπάθεια. Προσπάθεια
εἶναι ἡ προσκόλλησις τοῦ ἄνθρωπου στὰ κτιστὰ πράγματα καὶ ἡ ἐπιθυμία του νὰ
ἀπόκτηση μόνον αὐτά. Ἔτσι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀποδεσμεύεται ἀπὸ τὴν αἰώνια
τροφή. Καὶ ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπομακρυνθῆ ἐντελῶς ἀπὸ τὸν Θεό, τότε «ἢ
θηριώδης, ἢ δαιμονιώδης γίνεται», δηλαδή, ἢ σὰν θηρίο ἢ σὰν δαίμονας γίνεται ὁ
ἄνθρωπος, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο βλέπουμε νὰ συμβαίνῃ στὴ σημερινὴ καταναλωτικὴ
κοινωνία. Ὁ λογισμὸς τοῦ ἀνθρώπου προσκολλήθηκε μόνο στὴ γῆ καὶ δὲ σκέπτεται
καθόλου τὸν οὐρανό, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν θηριοποίησι τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀποθέωσι
τῆς τέχνης σὲ ὁποιαδήποτε μορφή.
Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀκρατής. Δὲν μπορεῖ νὰ ἐγκρατευθῆ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν πολεμᾶ τὸ λογισμὸ τοῦ τότε γίνεται δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. «Ὁ κατὰ διάνοιαν πρὸς τὴν ἁμαρτίαν μὴ πολέμων μηδὲ ἀντιλέγων· σωματικῶς πράττει αὐτήν».
Οἱ λογισμοὶ μᾶς σαπίζουν καὶ μᾶς συντρίβουν δημιουργώντας προβλήματα καὶ στὶς διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Οἱ λογισμοὶ μιαίνουν, μολύνουν τὴν ψυχή μας, τὴν δηλητηριάζουν καὶ τὴν φαρμακώνουν. «Αὐτὴ ἡ πάλη τοῦ πονηροῦ. Καὶ μετὰ τούτων τῶν βελῶν φαρμακεύει πᾶσαν ψυχήν», μᾶς λέγει ὁ ἅγ. Ἡσύχιος ὁ πρεσβύτερος.
Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῶν λογισμῶν ὁ διάβολος ἀποκτᾶ κυριαρχία καὶ μπορεῖ νὰ ὁδήγηση τὸν ἄνθρωπο ἀκόμη καὶ στὴν αὐτοκτονία, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῆ στὴ δύναμι τοῦ διαβόλου.
Ὁ ρυπαρὸς λογισμὸς καταχθονίζει τὴν ψυχή, δηλαδή, ρίχνει κατὰ γῆς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐκεῖνος ποὺ αἰσθάνεται τὴν συνεχῆ ἐνόχλησι τῶν λογισμῶν καὶ φλέγονται τὰ ὑπογάστρια της σαρκός, φανερώνει ὅτι βρίσκεται μακρυὰ ἀπὸ τὴν εὐωδία τοῦ Πνεύματος.
Χάνεται ἡ παρρησία πρὸς τὸν Θεό. Ὅταν ὁ νοῦς γίνεται συνόμιλος μὲ ρυπαροὺς καὶ αἰσχροὺς λογισμούς, τότε «τῆς πρὸς Θεὸν παρρησίας ἐκπίπτει». Δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἔχῃ κοινωνία μὲ ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου ὁ νοῦς συνέχεια μολύνεται μὲ αἰσχροὺς καὶ πονηροὺς λογισμούς· ὅπως ἀκριβῶς εἶναι βδελυρὸς σὲ ἐπίγειο ἄρχοντα ἐκεῖνος ποὺ ἀποστρέφεται τὸ πρόσωπό του καὶ συνομιλεῖ μὲ τοὺς ἐχθρούς του.
«Οἱ ἀκάθαρτοι λογισμοὶ χωρίζουσι τὸν Θεὸν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου». Ὁ Θεὸς σὲ ἄνθρωπο ποὺ διακατέχεται ἀπὸ αἰσχροὺς λογισμοὺς δὲν ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια του.
Ἐπειδὴ οἱ λογισμοὶ χωρίζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, γι᾿ αὐτό, κατὰ συνέπεια, δημιουργοῦνται καὶ διάφορες ἄλλες σωματικὲς ἀνωμαλίες. Τὸ ἄγχος καὶ ἡ ἀνασφάλεια καὶ ἄλλες ἀκόμη σωματικὲς ἀσθένειες, ἔχουν ὡς αἰτία τοὺς λογισμούς. Αὐτὸ τὸ ἔχουν συνειδητοποιήσει καὶ οἱ γιατροὶ ἀκόμη, γι᾿ αὐτὸ καὶ δίνουν τὴν ἐντολὴ νὰ μὴ σκεπτώμαστε ὠρισμένα πράγματα καὶ νὰ μὴ στενοχωριώμαστε. Ἕνας λογισμὸς μπορεῖ νὰ ἀφήση τὸν ἄνθρωπο ἄγρυπνο ὅλη νύκτα. Γι᾿ αὐτὸ λέμε ὅτι οἱ λογισμοὶ ταράσσουν τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀκόμη ὅτι σπάζουν τὰ νεῦρα του. Ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος ἔλεγε: «Ἔρχεται ὁ λογισμὸς καὶ ταράσσει με».
Αὐτὰ σὲ συντομία εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τῶν πονηρῶν λογισμῶν.
Πρέπει, ὅμως, νὰ δοῦμε καὶ τοὺς τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν λογισμῶν αὐτῶν, ποὺ προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὸν διάβολο.
Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀκρατής. Δὲν μπορεῖ νὰ ἐγκρατευθῆ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν πολεμᾶ τὸ λογισμὸ τοῦ τότε γίνεται δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. «Ὁ κατὰ διάνοιαν πρὸς τὴν ἁμαρτίαν μὴ πολέμων μηδὲ ἀντιλέγων· σωματικῶς πράττει αὐτήν».
Οἱ λογισμοὶ μᾶς σαπίζουν καὶ μᾶς συντρίβουν δημιουργώντας προβλήματα καὶ στὶς διαπροσωπικές μας σχέσεις.
Οἱ λογισμοὶ μιαίνουν, μολύνουν τὴν ψυχή μας, τὴν δηλητηριάζουν καὶ τὴν φαρμακώνουν. «Αὐτὴ ἡ πάλη τοῦ πονηροῦ. Καὶ μετὰ τούτων τῶν βελῶν φαρμακεύει πᾶσαν ψυχήν», μᾶς λέγει ὁ ἅγ. Ἡσύχιος ὁ πρεσβύτερος.
Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῶν λογισμῶν ὁ διάβολος ἀποκτᾶ κυριαρχία καὶ μπορεῖ νὰ ὁδήγηση τὸν ἄνθρωπο ἀκόμη καὶ στὴν αὐτοκτονία, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῆ στὴ δύναμι τοῦ διαβόλου.
Ὁ ρυπαρὸς λογισμὸς καταχθονίζει τὴν ψυχή, δηλαδή, ρίχνει κατὰ γῆς τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐκεῖνος ποὺ αἰσθάνεται τὴν συνεχῆ ἐνόχλησι τῶν λογισμῶν καὶ φλέγονται τὰ ὑπογάστρια της σαρκός, φανερώνει ὅτι βρίσκεται μακρυὰ ἀπὸ τὴν εὐωδία τοῦ Πνεύματος.
Χάνεται ἡ παρρησία πρὸς τὸν Θεό. Ὅταν ὁ νοῦς γίνεται συνόμιλος μὲ ρυπαροὺς καὶ αἰσχροὺς λογισμούς, τότε «τῆς πρὸς Θεὸν παρρησίας ἐκπίπτει». Δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἔχῃ κοινωνία μὲ ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου ὁ νοῦς συνέχεια μολύνεται μὲ αἰσχροὺς καὶ πονηροὺς λογισμούς· ὅπως ἀκριβῶς εἶναι βδελυρὸς σὲ ἐπίγειο ἄρχοντα ἐκεῖνος ποὺ ἀποστρέφεται τὸ πρόσωπό του καὶ συνομιλεῖ μὲ τοὺς ἐχθρούς του.
«Οἱ ἀκάθαρτοι λογισμοὶ χωρίζουσι τὸν Θεὸν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου». Ὁ Θεὸς σὲ ἄνθρωπο ποὺ διακατέχεται ἀπὸ αἰσχροὺς λογισμοὺς δὲν ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια του.
Ἐπειδὴ οἱ λογισμοὶ χωρίζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, γι᾿ αὐτό, κατὰ συνέπεια, δημιουργοῦνται καὶ διάφορες ἄλλες σωματικὲς ἀνωμαλίες. Τὸ ἄγχος καὶ ἡ ἀνασφάλεια καὶ ἄλλες ἀκόμη σωματικὲς ἀσθένειες, ἔχουν ὡς αἰτία τοὺς λογισμούς. Αὐτὸ τὸ ἔχουν συνειδητοποιήσει καὶ οἱ γιατροὶ ἀκόμη, γι᾿ αὐτὸ καὶ δίνουν τὴν ἐντολὴ νὰ μὴ σκεπτώμαστε ὠρισμένα πράγματα καὶ νὰ μὴ στενοχωριώμαστε. Ἕνας λογισμὸς μπορεῖ νὰ ἀφήση τὸν ἄνθρωπο ἄγρυπνο ὅλη νύκτα. Γι᾿ αὐτὸ λέμε ὅτι οἱ λογισμοὶ ταράσσουν τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀκόμη ὅτι σπάζουν τὰ νεῦρα του. Ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος ἔλεγε: «Ἔρχεται ὁ λογισμὸς καὶ ταράσσει με».
Αὐτὰ σὲ συντομία εἶναι τὰ ἀποτελέσματα τῶν πονηρῶν λογισμῶν.
Πρέπει, ὅμως, νὰ δοῦμε καὶ τοὺς τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν λογισμῶν αὐτῶν, ποὺ προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὸν διάβολο.
Πῶς μπορεῖ
κάποιος νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τοὺς λογισμούς;
Οἱ ἅγιοι καὶ οἱ Πατέρες τῆς «Ἐκκλησίας μας, μᾶς ἔχουν ὑποδείξει διάφορους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν λογισμῶν.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς συμβούλευει νὰ μὴν τοὺς ἐκφράζουμε, ἀλλὰ νὰ τοὺς πνίγουμε μὲ τὴ σιωπή. Διότι καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ ὅταν πέφτουν μέσα στὸ λάκκο, ἂν βροῦν κάποια διέξοδο πρὸς τὰ πάνω, ἀνεβαίνουν καὶ συνήθως γίνονται ἀγριώτερα. Ἄν, ὅμως μένουν συνέχεια κλεισμένα μέσα, εὔκολα χάνονται καὶ ἐξαφανίζονται.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ρυπαροὺς λογισμούς. Ἂν βροῦν κάποια διέξοδο μὲ τὸ στόμα διὰ μέσου τῶν λόγων, ἀνάβουν τὴν ἐσωτερικὴ φλόγα. Ἄν, ὅμως, ἀποκλεισθοῦν μὲ τὴ σιωπή, ἀδυνατίζουν, λειώνουν σὰν ἀπὸ πείνα καὶ γρήγορα ἐξαφανίζονται.
Τὸ γραφικὸ χωρίο «πῶς ποιήσω τὸ πονηρὸν τοῦτο ρῆμα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ» (Γεν. 39,9). Ὅταν μας ταράσση ὁποιοσδήποτε παράλογος λογισμός, ἂς σκεπτώμαστε ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ κρυφθοῦν καὶ οἱ πιὸ μικρὲς καὶ παράλογες σκέψεις.
Ἡ μελέτη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ μνήμη τῶν μελλόντων καὶ τὰ ὅσα ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς· μειώνουν τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ δὲν βρίσκουν τόπο μέσα μας.
Ἡ ἐξαγόρευσί τους· Ὅπως τὸ φίδι, ὅταν βγαίνῃ ἀπὸ τὴν φωλιά του, τρέχει νὰ ἐξαφανισθῇ, ἔτσι καὶ οἱ πονηροὶ λογισμοί, ὅταν ἐξαγορευθοῦν, φεύγουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι τίποτε δὲ χαροποιεῖ τόσο τοὺς δαίμονες, ὅσο ἡ ἀπόκρυψις τῶν λογισμῶν.
Ἡ ἐξουθένωσις τῆς ψυχῆς καὶ ὁ σωματικὸς κόπος «ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ καὶ πράγματι», βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸ νὰ μὴν ἔχῃ αἰσχροὺς λογισμούς.
Φρόντισε νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἀμέσως θὰ διώξῃς τοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τὸ νοῦ σου», τονίζει ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Δηλαδή: Γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆ κάποιος ἀπὸ τὴν πορνεία, πρέπει νὰ κοπιάσῃ σωματικὰ καὶ νὰ νηστέψῃ· γιὰ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὴ λύπη, πρέπει νὰ καταφρονῇ τὴν δόξα καὶ τὴν ἀτιμία καὶ γιὰ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴ μνησικακία, πρέπει νὰ προσεύχεται γιὰ ἐκεῖνον ποὺ τὸν λύπησε.
Δὲν μποροῦμε νὰ ἐμποδίσουμε τοὺς λογισμοὺς νὰ μὴν ἔλθουν, μποροῦμε, ὅμως, νὰ μὴ τοὺς δεχθοῦμε. Ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ ἐμποδίσουμε τὰ κοράκια νὰ μὴν πετᾶνε ἀπὸ πάνω μας, μποροῦμε, ὅμως, νὰ τὰ ἐμποδίσουμε νὰ χτίσουν φωλιὰ πάνω στὰ κεφάλια μας.
Ἂς παρακολουθήσουμε, ὅμως, γιὰ λίγο καὶ τὸν Μ. Βασίλειο στὸ θέμα τοῦ πολέμου αὐτοῦ.
«Πρέπει τὶς ἐπιθέσεις αὐτὲς νὰ τὶς ἀντιμετωπίζουμε μὲ ἐντατικὴ προσοχὴ καὶ ἐγρήγορσι, ὅπως ὁ ἀθλητὴς ποὺ ἀποφεύγει τὶς λαβὲς τῶν ἀντιπάλων μὲ τὴ ἀκριβῆ προφύλαξι καὶ τὴν εὐελιξία τοῦ σώματος καὶ νὰ ἀναθέσουμε τὸ τέλος τοῦ πολέμου καὶ τὴν ἀποφυγὴ τῶν βελῶν στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄνωθεν βοήθεια.
Καὶ ἂν ἀκόμη ὁ πονηρὸς ἐχθρὸς κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ὑποβάλη τὶς πονηρὲς φαντασίες, ἡ ψυχὴ ἂς μὴ διακόψη τὴν προσευχή της καὶ ἂς μὴ νομίζη ὅτι εὐθύνεται γιὰ τὶς πονηρὲς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ, καθὼς καὶ γιὰ τὶς φαντασίες τοῦ παραδόξου θαυματοποιοῦ. Ἀντίθετα ἂς σκεφθῆ ὅτι οἱ σκέψεις αὐτὲς ὀφείλονται στὴν ἀναίδεια τοῦ ἐφευρέτου τῆς κακίας καὶ ἂς ἐπιτείνῃ τὴ γονυκλισία καὶ ἂς ἱκετεύῃ τὸν Θεὸ νὰ διαλυθῇ τὸ πονηρὸ διάφραγμα τῶν παραλόγων σκέψεων, ὥστε χωρὶς ἐμπόδια νὰ πλησιάσῃ τὸν Θεό.
Ἐάν, ὅμως, ἡ βλαβερὴ ἐπίδρασις τοῦ λογισμοῦ γίνη πιὸ ἔντονη ἐξ αἰτίας τῆς ἀναίδειας τοῦ ἐχθροῦ, δὲν πρέπει νὰ δειλιάζουμε, οὔτε νὰ ἀφήνουμε τὸν ἀγώνα μας στὴ μέση, ἀλλὰ νὰ ὑπομένουμε μέχρι τότε ποὺ ὁ Θεὸς θὰ δῇ τὴν ἐπιμονή μας καὶ θὰ μᾶς φωτίσῃ μὲ τὴ χάρι τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἡ ὁποία τὸν μὲν ἐχθρὸ τρέπει σὲ φυγή, τὸν δὲ νοῦ μας τὸν γεμίζει μὲ θεῖο φῶς, ὥστε ὁ λογισμὸς νὰ λατρεύσῃ τὸν Θεὸ μὲ ἀδιατάρακτη γαλήνη καὶ εὐφροσύνη». Γενικὰ οἱ πατέρες ἔχουν τρεῖς τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν: α) Τὴν προσευχή, β) τὴν ἀντίρρησι καὶ γ) τὴν περιφρόνησι.
α) Ἡ προσευχή. Εἶναι ἀδύνατον ὁ ἀρχάριος νὰ διώξῃ μόνος του τοὺς λογισμούς. Αὐτὸ εἶναι γνώρισμα τῶν τελείων.
Ἡ νοερὰ προσευχή, ἡ μονολόγιστος εὐχή, τὸ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ ὅπλο γιὰ νὰ μπόρεση κάποιος νὰ νικήση τοὺς λογισμούς. «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους· οὐ γὰρ ἐστὶν ἐν γῇ καὶ οὐρανῶ δυνατώτερον ὅπλον», τονίζει ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος.
«Τὸ γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, συνεχῶς καὶ κατανυκτικῶς καὶ μετὰ πόθου καὶ πίστεως ἐν τῷ βάθει τῆς καρδίας μελετώμενον, ἀποκοιμίζει μὲν ὅλους τοὺς κακοὺς λογισμούς, ἐξυπνίζει δὲ ὅλους τοὺς ἀγαθοὺς καὶ πνευματικούς. Καὶ ὅπου πρότερον ἐξήρχοντο ἐκ τῆς καρδίας διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι (Ματθ. 15,19), καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, ἐκεῖθεν ὕστερον ἐξέρχονται λογισμοὶ ἀγαθοί, λόγοι σοφίας καὶ χάριτος».
β) Ἡ ἀντίρρησις. Ἡ προσευχὴ εἶναι γιὰ τοὺς ἀρχαρίους καὶ τοὺς ἀδυνάτους. Ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦν νὰ πολεμήσουν ἂς χρησιμοποιήσουν τὴν ἀντίρρησι, ἡ ὁποία συνηθίζει νὰ φιμώνῃ τοὺς δαίμονες. Ὁ Κύριός μας μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νίκησε τοὺς τρεῖς μεγάλους πολέμους ποὺ τοὺς προέβαλε ὁ διάβολος πάνω στὸ ὄρος. «Τὴν φιληδονίαν μὲ τὸ οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος, τὴν φιλοδοξίαν μὲ τὸ οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, καὶ τὴν φιλαργυρίαν μὲ τὸ Κύριον μόνον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις (Ματθ. 4,10)».
Ὁ ἱερομάρτυς Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς μᾶς ἀναφέρει τὰ ἑξῆς σχετικά:
«Ὅταν οἱ δαίμονες ὑποβάλουν κάποιο λογισμὸ ὑπερηφάνειας, τότε νὰ θυμᾶσαι τοὺς αἰσχροὺς λογισμοὺς ποὺ σοῦ ἔλεγαν καὶ νὰ ταπεινώνεσαι. Ὅταν πάλι ὑποβάλουν τοὺς αἰσχρούς, νὰ θυμᾶσαι ἐκείνους τοὺς ὑπερήφανους λογισμοὺς καὶ νὰ τοὺς νικᾶς μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὥστε οὔτε νὰ ἀπελπίζεσαι ἀπὸ τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς, οὔτε νὰ ὑπερηφανευθῆς ἀπὸ τοὺς καλούς».
Ἔτσι ὅταν κάποιος γέροντας ἐπολεμεῖτο ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ὑπερηφάνειας, ἔλεγε στὸ λογισμό του: «Γέρων, βλέπε τὰς πορνείας σου» καὶ ὁ πόλεμος σταματοῦσε. Ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ ἐπιστρατεύει κανεὶς ὅλες τὶς πνευματικές του δυνάμεις, ὅλους τοὺς ἀγαθοὺς λογισμοὺς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δίωξη ἕναν κακὸ λογισμό. Ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία; «Ἐπειδὴ πρώτον δεχόμεθα τοῦ κατακρίναι τὸν πλησίον». Κατακρίναμε τὸν ἀδελφό μας καὶ ὁ λογισμός μας ἔχασε τὴν δύναμι ποὺ εἶχε προηγουμένως.
Μερικὲς φορὲς εἴμαστε ἀνόητοι γι᾿ αὐτὸ καὶ μᾶς κυριεύουν οἱ λογισμοί.
Πολλὲς φορές, ὅμως, δὲν ἔχουμε τὴν δύναμι νὰ πολεμήσουμε τοὺς λογισμούς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δεχθοῦμε τέτοιες πνευματικὲς πληγὲς ποὺ δὲν θεραπεύονται ἀκόμη καὶ μὲ τὴν πάροδο μεγάλου χρονικοῦ διαστήματος.
Γι᾿ αὐτὸ καλλίτερα εἶναι νὰ καταφεύγη κανεὶς στὴν δύναμι τῆς προσευχῆς καὶ τῶν δακρύων, διότι α) ἡ ψυχὴ δὲν ἔχει πάντοτε τὴν ἴδια δύναμι, β) ὁ διάβολος ἔχει πείρα ἀρκετῶν χιλιάδων ἐτῶν, ἐνῶ ἡ δική μας εἶναι πολὺ περιωρισμένη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φύγουμε νικημένοι καὶ πληγωμένοι, ἀφοῦ ὁ νοῦς μας πάλι μολύνεται μὲ τὶς αἰσχρὲς φαντασίες, καὶ γ) διώχνει τὴν ὑπερηφάνεια καὶ δείχνει ταπείνωσι ὅποιος καταφεύγει στὸν Θεὸ τὴν ὥρα τοῦ πολέμου τῶν λογισμῶν «καὶ ὁμολογεῖ τὸν μὲν ἑαυτόν του ἀνάξιον καὶ ταπεινὸν καὶ ἀδύνατον εἰς τὸ νὰ πολεμῆ, τὸν δὲ Ἰησοῦ Χριστὸν μόνον δυνατὸν καὶ κραταιὸν ἐν πολέμῳ, διότι Αὐτὸς μᾶς εἶπε: «Θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. 16, 33), δηλαδή, τὰ πάθη, τοὺς λογισμοὺς καὶ τὸν διάβολον».
γ) Ἡ καταφρόνησις. «Ἐὰν ἀνασχώμεθα σχολάζειν τοῖς λογισμοὶς τοῦ ἐχθροῦ, οὐδέποτε ἔχομεν ἀγαθὸν τί πράξαι, ὅπερ ἐκεῖνος πραγματεύεται». Δηλαδὴ ἂν ἀσχολούμαστε μὲ τοὺς λογισμοὺς ποὺ μᾶς ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός, ποτὲ δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε κάποιο καλό, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ αὐτὸς πολεμεῖ.
Ἢ καταφρόνησις καὶ τὸ νὰ μὴν ἀσχολῆται κανεὶς μὲ τοὺς λογισμοὺς τοῦ ἐχθροῦ, εἶναι τὸ μεγαλύτερο ὅπλο καὶ ἀποτελεῖ τὸ πιὸ δυνατὸ κτύπημα στὸν διάβολο.
Πρέπει νὰ θεωροῦμε τοὺς λογισμούς του σὰν ζωύφια, σὰν γαυγίσματα ἀπὸ σκυλάκια, σὰν κουνούπια καὶ στὴ χειρότερη περίπτωσι. σὰν τὴν βοὴ τοῦ ἀεροπλάνου καὶ σὰν τίποτε, διότι: α) Πιστεύουμε στὴν δύναμι τοῦ Ἀρχιστρατήγου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ β) Πιστεύουμε ὅτι μετὰ τὸ Σταυρὸ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου μας ὁ διάβολος δὲν ἔχει καμμία ἰσχὺ ἐναντίον μας, ἀλλὰ μένει ἀνίσχυρος καὶ ἀδύναμος κατὰ τὸ γεγραμμένον «τοῦ ἐχθροῦ εὖ, ἔλιπον αἱ ρομφαῖαι εἰς τέλος» (Ψαλμ. 9,6).
Μεγαλύτερη νίκη καὶ ἐντροπὴ τῶν δαιμόνων δὲν ὑπάρχει ἀπὸ αὐτὴν τὴν καταφρόνησι, διότι αὐτὸς ποὺ ἔφθασε σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο, εἶναι ὡπλισμένος μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ μένει ἀσύλληπτος ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τοὺς δαίμονες.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ τρεῖς τρόποι ἀντιμετωπίσεως τῶν λογισμῶν ποὺ προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὸν διάβολο.
Συμπληρωματικὰ 0ά μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι πολὺ ἰσχυρὸ μέσο γιὰ τὴν κατατρόπωσι τοῦ λογισμοῦ. Δημιουργεῖ καρδιακοὺς πόνους γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ προφυλάσσει τὸν νοῦ μας ἀπὸ τοὺς λογισμούς. Ὅποιος ὑπολογίσῃ τὴν ἡμέρα ποὺ διανύει ὡς τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του, θὰ περιορίσῃ σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς.
Κάθεσαι στὸ τραπέζι νὰ φᾶς; Νὰ ἔχῃς λογισμοὺς θανάτου, γιὰ νὰ μὴ σὲ πειράξῃ ἡ γαστριμαργία.
Μόνοι μας ἂς ζωγραφίσουμε στὸ νοῦ μας τὴν εἰκόνα τῶν μνημάτων, γιὰ νὰ ἐξαλείψουμε τὴν ἀναισθησία ποὺ ἔχουμε.
Ὁ Γέρων Σιλουανός, ὁ τελευταῖος ἐπίσημος ἅγιος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔλεγε: «Κράτα τὸ νοῦ σου στὸν Ἅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ κανένας λογισμὸς δὲ θὰ φωλιάση μέσα σου.
Ἐμεῖς ποιὸ τρόπο πρέπει νὰ χρησιμοποιήσουμε, γιὰ νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὸ πολυήμερο καὶ πολυβάσανο μαρτύριο, ὅπως χαρακτηρίζει τοὺς λογισμοὺς ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης;
Ἂς ἀκολουθήσουμε τὴν τακτικὴ τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Κολοβοῦ, ὁ ὁποῖος δοκίμασε ὅλους τοὺς τρόπους. Μᾶς συμβουλεύει τὰ ἑξῆς ὁ μεγάλος αὐτὸς ἀγωνιστὴς τοῦ πνεύματος:
«Μοιάζω μὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ κάθεται κάτω ἀπὸ ἕνα μεγάλο δένδρο καὶ ξαφνικὰ βλέπει πολλὰ θηρία καὶ ἑρπετὰ νὰ ἔρχωνται κατεπάνω του. Καὶ ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῆ εὔκολα, τρέχει γρήγορα, πάνω στὸ δένδρο καὶ σώζεται. Ἔτσι κάνω καὶ ἐγώ. Κάθομαι στὸ κελλί μου καὶ βλέπω τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς νὰ ἔρχωνται ἐναντίον μου. Τότε ἀνεβαίνω στὸ δένδρο τῆς ζωῆς, στὸ Θεό μου, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ σώζομαι ἀπὸ τὸν ἐχθρό».
Οἱ ἅγιοι καὶ οἱ Πατέρες τῆς «Ἐκκλησίας μας, μᾶς ἔχουν ὑποδείξει διάφορους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν λογισμῶν.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς συμβούλευει νὰ μὴν τοὺς ἐκφράζουμε, ἀλλὰ νὰ τοὺς πνίγουμε μὲ τὴ σιωπή. Διότι καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ ὅταν πέφτουν μέσα στὸ λάκκο, ἂν βροῦν κάποια διέξοδο πρὸς τὰ πάνω, ἀνεβαίνουν καὶ συνήθως γίνονται ἀγριώτερα. Ἄν, ὅμως μένουν συνέχεια κλεισμένα μέσα, εὔκολα χάνονται καὶ ἐξαφανίζονται.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ρυπαροὺς λογισμούς. Ἂν βροῦν κάποια διέξοδο μὲ τὸ στόμα διὰ μέσου τῶν λόγων, ἀνάβουν τὴν ἐσωτερικὴ φλόγα. Ἄν, ὅμως, ἀποκλεισθοῦν μὲ τὴ σιωπή, ἀδυνατίζουν, λειώνουν σὰν ἀπὸ πείνα καὶ γρήγορα ἐξαφανίζονται.
Τὸ γραφικὸ χωρίο «πῶς ποιήσω τὸ πονηρὸν τοῦτο ρῆμα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ» (Γεν. 39,9). Ὅταν μας ταράσση ὁποιοσδήποτε παράλογος λογισμός, ἂς σκεπτώμαστε ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ κρυφθοῦν καὶ οἱ πιὸ μικρὲς καὶ παράλογες σκέψεις.
Ἡ μελέτη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ μνήμη τῶν μελλόντων καὶ τὰ ὅσα ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς· μειώνουν τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ δὲν βρίσκουν τόπο μέσα μας.
Ἡ ἐξαγόρευσί τους· Ὅπως τὸ φίδι, ὅταν βγαίνῃ ἀπὸ τὴν φωλιά του, τρέχει νὰ ἐξαφανισθῇ, ἔτσι καὶ οἱ πονηροὶ λογισμοί, ὅταν ἐξαγορευθοῦν, φεύγουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι τίποτε δὲ χαροποιεῖ τόσο τοὺς δαίμονες, ὅσο ἡ ἀπόκρυψις τῶν λογισμῶν.
Ἡ ἐξουθένωσις τῆς ψυχῆς καὶ ὁ σωματικὸς κόπος «ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ καὶ πράγματι», βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο στὸ νὰ μὴν ἔχῃ αἰσχροὺς λογισμούς.
Φρόντισε νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ἀμέσως θὰ διώξῃς τοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τὸ νοῦ σου», τονίζει ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Δηλαδή: Γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆ κάποιος ἀπὸ τὴν πορνεία, πρέπει νὰ κοπιάσῃ σωματικὰ καὶ νὰ νηστέψῃ· γιὰ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὴ λύπη, πρέπει νὰ καταφρονῇ τὴν δόξα καὶ τὴν ἀτιμία καὶ γιὰ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴ μνησικακία, πρέπει νὰ προσεύχεται γιὰ ἐκεῖνον ποὺ τὸν λύπησε.
Δὲν μποροῦμε νὰ ἐμποδίσουμε τοὺς λογισμοὺς νὰ μὴν ἔλθουν, μποροῦμε, ὅμως, νὰ μὴ τοὺς δεχθοῦμε. Ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ ἐμποδίσουμε τὰ κοράκια νὰ μὴν πετᾶνε ἀπὸ πάνω μας, μποροῦμε, ὅμως, νὰ τὰ ἐμποδίσουμε νὰ χτίσουν φωλιὰ πάνω στὰ κεφάλια μας.
Ἂς παρακολουθήσουμε, ὅμως, γιὰ λίγο καὶ τὸν Μ. Βασίλειο στὸ θέμα τοῦ πολέμου αὐτοῦ.
«Πρέπει τὶς ἐπιθέσεις αὐτὲς νὰ τὶς ἀντιμετωπίζουμε μὲ ἐντατικὴ προσοχὴ καὶ ἐγρήγορσι, ὅπως ὁ ἀθλητὴς ποὺ ἀποφεύγει τὶς λαβὲς τῶν ἀντιπάλων μὲ τὴ ἀκριβῆ προφύλαξι καὶ τὴν εὐελιξία τοῦ σώματος καὶ νὰ ἀναθέσουμε τὸ τέλος τοῦ πολέμου καὶ τὴν ἀποφυγὴ τῶν βελῶν στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἄνωθεν βοήθεια.
Καὶ ἂν ἀκόμη ὁ πονηρὸς ἐχθρὸς κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ὑποβάλη τὶς πονηρὲς φαντασίες, ἡ ψυχὴ ἂς μὴ διακόψη τὴν προσευχή της καὶ ἂς μὴ νομίζη ὅτι εὐθύνεται γιὰ τὶς πονηρὲς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ, καθὼς καὶ γιὰ τὶς φαντασίες τοῦ παραδόξου θαυματοποιοῦ. Ἀντίθετα ἂς σκεφθῆ ὅτι οἱ σκέψεις αὐτὲς ὀφείλονται στὴν ἀναίδεια τοῦ ἐφευρέτου τῆς κακίας καὶ ἂς ἐπιτείνῃ τὴ γονυκλισία καὶ ἂς ἱκετεύῃ τὸν Θεὸ νὰ διαλυθῇ τὸ πονηρὸ διάφραγμα τῶν παραλόγων σκέψεων, ὥστε χωρὶς ἐμπόδια νὰ πλησιάσῃ τὸν Θεό.
Ἐάν, ὅμως, ἡ βλαβερὴ ἐπίδρασις τοῦ λογισμοῦ γίνη πιὸ ἔντονη ἐξ αἰτίας τῆς ἀναίδειας τοῦ ἐχθροῦ, δὲν πρέπει νὰ δειλιάζουμε, οὔτε νὰ ἀφήνουμε τὸν ἀγώνα μας στὴ μέση, ἀλλὰ νὰ ὑπομένουμε μέχρι τότε ποὺ ὁ Θεὸς θὰ δῇ τὴν ἐπιμονή μας καὶ θὰ μᾶς φωτίσῃ μὲ τὴ χάρι τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἡ ὁποία τὸν μὲν ἐχθρὸ τρέπει σὲ φυγή, τὸν δὲ νοῦ μας τὸν γεμίζει μὲ θεῖο φῶς, ὥστε ὁ λογισμὸς νὰ λατρεύσῃ τὸν Θεὸ μὲ ἀδιατάρακτη γαλήνη καὶ εὐφροσύνη». Γενικὰ οἱ πατέρες ἔχουν τρεῖς τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν αἰσχρῶν λογισμῶν: α) Τὴν προσευχή, β) τὴν ἀντίρρησι καὶ γ) τὴν περιφρόνησι.
α) Ἡ προσευχή. Εἶναι ἀδύνατον ὁ ἀρχάριος νὰ διώξῃ μόνος του τοὺς λογισμούς. Αὐτὸ εἶναι γνώρισμα τῶν τελείων.
Ἡ νοερὰ προσευχή, ἡ μονολόγιστος εὐχή, τὸ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ ὅπλο γιὰ νὰ μπόρεση κάποιος νὰ νικήση τοὺς λογισμούς. «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους· οὐ γὰρ ἐστὶν ἐν γῇ καὶ οὐρανῶ δυνατώτερον ὅπλον», τονίζει ὁ ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος.
«Τὸ γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, συνεχῶς καὶ κατανυκτικῶς καὶ μετὰ πόθου καὶ πίστεως ἐν τῷ βάθει τῆς καρδίας μελετώμενον, ἀποκοιμίζει μὲν ὅλους τοὺς κακοὺς λογισμούς, ἐξυπνίζει δὲ ὅλους τοὺς ἀγαθοὺς καὶ πνευματικούς. Καὶ ὅπου πρότερον ἐξήρχοντο ἐκ τῆς καρδίας διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι (Ματθ. 15,19), καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, ἐκεῖθεν ὕστερον ἐξέρχονται λογισμοὶ ἀγαθοί, λόγοι σοφίας καὶ χάριτος».
β) Ἡ ἀντίρρησις. Ἡ προσευχὴ εἶναι γιὰ τοὺς ἀρχαρίους καὶ τοὺς ἀδυνάτους. Ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦν νὰ πολεμήσουν ἂς χρησιμοποιήσουν τὴν ἀντίρρησι, ἡ ὁποία συνηθίζει νὰ φιμώνῃ τοὺς δαίμονες. Ὁ Κύριός μας μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νίκησε τοὺς τρεῖς μεγάλους πολέμους ποὺ τοὺς προέβαλε ὁ διάβολος πάνω στὸ ὄρος. «Τὴν φιληδονίαν μὲ τὸ οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος, τὴν φιλοδοξίαν μὲ τὸ οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, καὶ τὴν φιλαργυρίαν μὲ τὸ Κύριον μόνον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις (Ματθ. 4,10)».
Ὁ ἱερομάρτυς Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς μᾶς ἀναφέρει τὰ ἑξῆς σχετικά:
«Ὅταν οἱ δαίμονες ὑποβάλουν κάποιο λογισμὸ ὑπερηφάνειας, τότε νὰ θυμᾶσαι τοὺς αἰσχροὺς λογισμοὺς ποὺ σοῦ ἔλεγαν καὶ νὰ ταπεινώνεσαι. Ὅταν πάλι ὑποβάλουν τοὺς αἰσχρούς, νὰ θυμᾶσαι ἐκείνους τοὺς ὑπερήφανους λογισμοὺς καὶ νὰ τοὺς νικᾶς μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὥστε οὔτε νὰ ἀπελπίζεσαι ἀπὸ τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς, οὔτε νὰ ὑπερηφανευθῆς ἀπὸ τοὺς καλούς».
Ἔτσι ὅταν κάποιος γέροντας ἐπολεμεῖτο ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ὑπερηφάνειας, ἔλεγε στὸ λογισμό του: «Γέρων, βλέπε τὰς πορνείας σου» καὶ ὁ πόλεμος σταματοῦσε. Ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ ἐπιστρατεύει κανεὶς ὅλες τὶς πνευματικές του δυνάμεις, ὅλους τοὺς ἀγαθοὺς λογισμοὺς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δίωξη ἕναν κακὸ λογισμό. Ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία; «Ἐπειδὴ πρώτον δεχόμεθα τοῦ κατακρίναι τὸν πλησίον». Κατακρίναμε τὸν ἀδελφό μας καὶ ὁ λογισμός μας ἔχασε τὴν δύναμι ποὺ εἶχε προηγουμένως.
Μερικὲς φορὲς εἴμαστε ἀνόητοι γι᾿ αὐτὸ καὶ μᾶς κυριεύουν οἱ λογισμοί.
Πολλὲς φορές, ὅμως, δὲν ἔχουμε τὴν δύναμι νὰ πολεμήσουμε τοὺς λογισμούς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δεχθοῦμε τέτοιες πνευματικὲς πληγὲς ποὺ δὲν θεραπεύονται ἀκόμη καὶ μὲ τὴν πάροδο μεγάλου χρονικοῦ διαστήματος.
Γι᾿ αὐτὸ καλλίτερα εἶναι νὰ καταφεύγη κανεὶς στὴν δύναμι τῆς προσευχῆς καὶ τῶν δακρύων, διότι α) ἡ ψυχὴ δὲν ἔχει πάντοτε τὴν ἴδια δύναμι, β) ὁ διάβολος ἔχει πείρα ἀρκετῶν χιλιάδων ἐτῶν, ἐνῶ ἡ δική μας εἶναι πολὺ περιωρισμένη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φύγουμε νικημένοι καὶ πληγωμένοι, ἀφοῦ ὁ νοῦς μας πάλι μολύνεται μὲ τὶς αἰσχρὲς φαντασίες, καὶ γ) διώχνει τὴν ὑπερηφάνεια καὶ δείχνει ταπείνωσι ὅποιος καταφεύγει στὸν Θεὸ τὴν ὥρα τοῦ πολέμου τῶν λογισμῶν «καὶ ὁμολογεῖ τὸν μὲν ἑαυτόν του ἀνάξιον καὶ ταπεινὸν καὶ ἀδύνατον εἰς τὸ νὰ πολεμῆ, τὸν δὲ Ἰησοῦ Χριστὸν μόνον δυνατὸν καὶ κραταιὸν ἐν πολέμῳ, διότι Αὐτὸς μᾶς εἶπε: «Θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. 16, 33), δηλαδή, τὰ πάθη, τοὺς λογισμοὺς καὶ τὸν διάβολον».
γ) Ἡ καταφρόνησις. «Ἐὰν ἀνασχώμεθα σχολάζειν τοῖς λογισμοὶς τοῦ ἐχθροῦ, οὐδέποτε ἔχομεν ἀγαθὸν τί πράξαι, ὅπερ ἐκεῖνος πραγματεύεται». Δηλαδὴ ἂν ἀσχολούμαστε μὲ τοὺς λογισμοὺς ποὺ μᾶς ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός, ποτὲ δὲ θὰ μπορέσουμε νὰ κάνουμε κάποιο καλό, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ αὐτὸς πολεμεῖ.
Ἢ καταφρόνησις καὶ τὸ νὰ μὴν ἀσχολῆται κανεὶς μὲ τοὺς λογισμοὺς τοῦ ἐχθροῦ, εἶναι τὸ μεγαλύτερο ὅπλο καὶ ἀποτελεῖ τὸ πιὸ δυνατὸ κτύπημα στὸν διάβολο.
Πρέπει νὰ θεωροῦμε τοὺς λογισμούς του σὰν ζωύφια, σὰν γαυγίσματα ἀπὸ σκυλάκια, σὰν κουνούπια καὶ στὴ χειρότερη περίπτωσι. σὰν τὴν βοὴ τοῦ ἀεροπλάνου καὶ σὰν τίποτε, διότι: α) Πιστεύουμε στὴν δύναμι τοῦ Ἀρχιστρατήγου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ β) Πιστεύουμε ὅτι μετὰ τὸ Σταυρὸ καὶ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου μας ὁ διάβολος δὲν ἔχει καμμία ἰσχὺ ἐναντίον μας, ἀλλὰ μένει ἀνίσχυρος καὶ ἀδύναμος κατὰ τὸ γεγραμμένον «τοῦ ἐχθροῦ εὖ, ἔλιπον αἱ ρομφαῖαι εἰς τέλος» (Ψαλμ. 9,6).
Μεγαλύτερη νίκη καὶ ἐντροπὴ τῶν δαιμόνων δὲν ὑπάρχει ἀπὸ αὐτὴν τὴν καταφρόνησι, διότι αὐτὸς ποὺ ἔφθασε σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο, εἶναι ὡπλισμένος μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ μένει ἀσύλληπτος ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τοὺς δαίμονες.
Αὐτοὶ εἶναι οἱ τρεῖς τρόποι ἀντιμετωπίσεως τῶν λογισμῶν ποὺ προέρχονται κυρίως ἀπὸ τὸν διάβολο.
Συμπληρωματικὰ 0ά μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι πολὺ ἰσχυρὸ μέσο γιὰ τὴν κατατρόπωσι τοῦ λογισμοῦ. Δημιουργεῖ καρδιακοὺς πόνους γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ προφυλάσσει τὸν νοῦ μας ἀπὸ τοὺς λογισμούς. Ὅποιος ὑπολογίσῃ τὴν ἡμέρα ποὺ διανύει ὡς τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του, θὰ περιορίσῃ σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς.
Κάθεσαι στὸ τραπέζι νὰ φᾶς; Νὰ ἔχῃς λογισμοὺς θανάτου, γιὰ νὰ μὴ σὲ πειράξῃ ἡ γαστριμαργία.
Μόνοι μας ἂς ζωγραφίσουμε στὸ νοῦ μας τὴν εἰκόνα τῶν μνημάτων, γιὰ νὰ ἐξαλείψουμε τὴν ἀναισθησία ποὺ ἔχουμε.
Ὁ Γέρων Σιλουανός, ὁ τελευταῖος ἐπίσημος ἅγιος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔλεγε: «Κράτα τὸ νοῦ σου στὸν Ἅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ κανένας λογισμὸς δὲ θὰ φωλιάση μέσα σου.
Ἐμεῖς ποιὸ τρόπο πρέπει νὰ χρησιμοποιήσουμε, γιὰ νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὸ πολυήμερο καὶ πολυβάσανο μαρτύριο, ὅπως χαρακτηρίζει τοὺς λογισμοὺς ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης;
Ἂς ἀκολουθήσουμε τὴν τακτικὴ τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Κολοβοῦ, ὁ ὁποῖος δοκίμασε ὅλους τοὺς τρόπους. Μᾶς συμβουλεύει τὰ ἑξῆς ὁ μεγάλος αὐτὸς ἀγωνιστὴς τοῦ πνεύματος:
«Μοιάζω μὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ κάθεται κάτω ἀπὸ ἕνα μεγάλο δένδρο καὶ ξαφνικὰ βλέπει πολλὰ θηρία καὶ ἑρπετὰ νὰ ἔρχωνται κατεπάνω του. Καὶ ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῆ εὔκολα, τρέχει γρήγορα, πάνω στὸ δένδρο καὶ σώζεται. Ἔτσι κάνω καὶ ἐγώ. Κάθομαι στὸ κελλί μου καὶ βλέπω τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς νὰ ἔρχωνται ἐναντίον μου. Τότε ἀνεβαίνω στὸ δένδρο τῆς ζωῆς, στὸ Θεό μου, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ σώζομαι ἀπὸ τὸν ἐχθρό».
- See more at:
http://orthodoxosdromos.blogspot.gr/2014/01/blog-post_885.html#sthash.GGsOUfh5.dpuf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου