Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Ο Ψυχοσωματικός Πόνος

Ο Ψυχοσωματικός Πόνος

    
Ο άνθρωπος, από την στιγμή που έρχεται στον κόσμο αυτό, συναντάται με τον πόνο. Γεννιέται με πόνο. Κατακτά την πρόσκαιρη αυτή ζωή με πόνο. Εγκαταλείπει αυτόν τον κόσμο με πόνο. «Έοικε γαρ η φύσις ασθενείν»,1 διαπιστώνει ο Αριστοτέλης.
.Εάν επιχειρήσουμε να ορίσουμε τον πόνο,2 θα διαπιστώσουμε ότι είναι δύσκολο έως αδύνατο να το κατορθώσουμε, για τον λόγο ότι συνιστά μια sui generis ψυχική κατάσταση, για την οποία μπορούμε μόνον να αναζητήσουμε τις ψυχικές ή τις σωματικές αιτίες που την προξένησαν.

O Γαληνός εντοπίζει τις ψυχικές αλλοιώσεις, τις οποίες μπορεί να επιφέρει ο πόνος στον πάσχοντα: «Ο δε πόνος εναντίως κινείσθαι την ψυχήν αναγκάζων, όμοια τω μεγίστω φόβω φέρει τα συμπτώματα».3 Ο δε Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζει: «το σώμα μερίζεται μετά της ψυχής τας αλγηδόνας˙ και γαρ του σώματος και της ψυχής ο πόνος εστίν».4

Το 1979 ο Διεθνής Οργανισμός για την Μελέτη του Πόνου (International Association for the Study of Pain, ΙΑSP) όρισε τον πόνο «ως μια δυσάρεστη υποκειμενική, αισθητική και συναισθηματική εμπειρία, που συνδέεται με πραγματική ή δυνητική ιστική βλάβη ή που περιγράφεται σαν τέτοια».v5 Ο Egger διακρίνει τον πόνο από την λύπη. Τονίζει συγκεκριμένα: «Ονομάζω πόνο το οδυνηρό αίσθημα, που είναι μάλλον εντοπισμένο, και ονομάζω λύπη το παθητικό οδυνηρό συναίσθημα, και θεωρώ αληθοφανές ότι η λύπη είναι η εικόνα του πόνου... Το να πούμε πόνος αντί για λύπη είναι κατάχρηση».6

Επομένως, ο πόνος είναι μια προσωπική ιδιαίτερη εμπειρία.7 Και είναι προσωπική εμπειρία, για τον λόγο ότι είναι στοιχείο της μεταπτωτικής καταστάσεως, στην οποία έχει εισέλθει ο άνθρωπος ως πλάσμα του Θεού Δημιουργού.

Ο Θεός, απευθυνόμενος στον μεταπτωτικό άνθρωπο, λέγει: «Επικατάρατος η γη εν τοις έργοις σου˙ εν λύπαις φαγή αυτήν πάσας τας ημέρας της ζωής σου... εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου... και... εν λύπαις τέξη τέκνα».8 Οι λόγοι αυτοί του Τριαδικού Θεού είναι προφητικοί και όχι κατάρα. Εδώ απλώς με όσα λέγει -και εν ταυτώ προλέγει- ο Θεός διαπιστώνει τα αποτελέσματα της παρακοής του αποστασιοποιημένου από το θέλημά Του ανθρώπου. Πώς, δηλαδή, θα υπάρχει η γη, η εργασία του και ο ίδιος μετά την παρακοή, καθώς και την εισδοχή του στον χώρο της φθοράς και του θανάτου.9 Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας διαπιστώνει: «Ώσπερ τοίνυν ηρρώστησεν η ανθρώπου φύσις εν Αδάμ, δια της παρακοής την φθοράν και τον πόνον, εισέδυ τε ούτως αυτήν τα πάθη».10

Είναι γεγονός πως μόνον αυτός που δεν έζησε δεν πόνεσε. Ο πόνος είναι συνδεδεμένος με την προσωπική ζωή κάθε ανθρώπου. Από την αρρώστια μέχρι τον διχασμό της προσωπικότητάς μας όλα μάς φέρνουν πόνο. Ό,τι ποθούμε σ’ αυτή τη ζωή, το κατακτούμε με πόνο. Ποθούμε την αλήθεια; Με πόνο θα την κατακτήσουμε. Ποθούμε την ελευθερία; Θα πονέσουμε πολύ, για να εισέλθουμε στον χώρο της, αφού θα χρειασθούν αγώνες, για να εξέλθουμε από την δουλεία των παθών ή των αδίκων διανθρώπινων σχέσεων. Ποθούμε την ειρήνη; Μόνο με τον πόνο της θυσίας θα μπορέσουμε να την κερδίσουμε. Ποθούμε την λύτρωσηκαι τη σωτηρία; Η οδύνη του πνεύματος και της καρδιάς, με τα οποία κατακτώνται, είναι πολύ πιο βαθειά από την οδύνη του σώματος.

Για τον λόγο αυτό μόνο το ανθρώπινο ον μπορεί να συμπάσχει και να «συνωδίνει» με όλη την δημιουργία, με τις ιδέες, με τα αισθητά και υπεραισθητά. Ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αισχύλος, ο Δάντης και ο Σαίξπηρ μέσα από τα δραματικά έργα τους μπόρεσαν να παρουσιάσουν την φιλοσοφία και τις ιδέες της ανθρώπινης ψυχής και ζωής. Ωστόσο, εάν δεν ερχόταν ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος, για να ξετυλίξει μέσα από τον πόνο το έργο της θείας οικονομίας, δεν θα επερχόταν ποτέ η λύτρωση από τα δεσμά του πόνου και τελικά η σωτηρία στον άνθρωπο. «Ο Χριστός γεννήθηκε και έζησε φτωχός και κατατρεγμένος και ένοιωσε τον ανθρώπινο πόνο, για να μας σώσει και να μας θεραπεύσει από τον πόνο και εσφράγισε την επί γης ζωή του με την αποκορύφωση του πόνου και του πάθους, τον σταυρικό θάνατο».11

Ίσως, όμως, αντείπει κάποιος: Ο πόνος πολλές φορές είναι τέτοιας μορφής, ώστε λυγίζει και τον πιο υπομονετικό άνθρωπο. Αφού και ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος, ως άνθρωπος, κατά την ώρα της κορυφώσεως του πάθους, ανεφώνησε: «Περίλυπος εστίν η ψυχή μου έως θανάτου και ει δυνατόν εστίν παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο».12

Αυτό είναι μια αλήθεια. Ο πόνος λυγίζει και τον άγιο ακόμη. Ο πόνος έκαμε τον Ιώβ να αναφωνήσει: «Τις γαρ μου η ισχύς ότι υπομένω;... μη ισχύς λίθων η ισχύς μου; ή αι σάρκες μου εισί χάλκεαι;».13 Ωστόσο, ο πόνος ποτέ δεν αφανίζει. Δεν αφανίζεται ο πάσχων μέσα στην απελπισία του πόνου, όταν βιώνει στην ζωή του το μυστήριο της αγάπης του Θεού Πατέρα του. Ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος Κύριος έδειξε αυτή την κατεύθυνση, όταν, απευθυνόμενος στον Πατέρα Του, είπε: «... ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ».14

Ο πόνος, πρέπει να γνωρίζουμε, είναι βαθύτερος από το συναίσθημα και την λογική. Για τον λόγο αυτό το αντίδοτο πρέπει να είναι το περιέχον και όχι το περιεχόμενο. Και το περιέχον είναι η θυσιαστική αγάπη˙ η αγάπη, ως κοινωνία ανθρώπου-Θεού και ανθρώπου-συνανθρώπου και όχι ως διάσπαση. Αυτή η διάσπαση προκάλεσε τον πόνο στην ανθρώπινη φύση.

Οι ειδικοί ψυχαναλυτές, οι οποίοι ασχολούνται με τον πόνο, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ασθενείς που έχουν ισχυρή κοινωνική υποστήριξη και γενικότερα μια εσωτερική αισιόδοξη διάθεση έχουν την δυνατότητα να αποσπασθούν από τον πόνο και να διατηρήσουν μια αντικειμενική και αισιόδοξη προσδοκία θεραπείας και βελτιώσεως στο μέλλον και συνεπώς να βρουν κάποιες διεξόδους στο πρόβλημά τους.15

Όσο πιο εγωιστικά κλείνεται ο άνθρωπος στον εαυτό του, τόσο πιο πολύ πονά. Η ανθρώπινη πτώση, η οποία έφερε τον παντός είδους πόνο, είναι ο εγωκεντρισμός. Η ανόρθωση και η λύση του ανθρωπίνου δράματος θα προέλθει από την επανασύνδεση.

Η πραγματική κοινωνία με τον Θεό Πατέρα και η αγαπητική κοινωνία και επικοινωνία με τον συνάνθρωπο εξοβελίζουν τον παντός είδους πόνο.16 Ο πόνος δεν απομακρύνεται ούτε με τα ναρκωτικά ούτε με την ασύδοτη ελευθεριάζουσα ζωή. Μόνο με την επανασύνδεσή μας με τον Θεό Πατέρα μας και την εικόνα του Θεού, τον συνάνθρωπό μας, αλλά και με την κτίση – περιβάλλον θα απαλύνουμε ή και θα αποδιώξουμε τον πόνο μας.
Αρχιμανδρίτης Κύριλλος Κωστόπουλος
Archimandrite Kirillos Kostopoulos
Ιεροκήρυκας Ι. Μ. Πατρών
Δρ Θεολογίας
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Αριστοτέλους, Περί ζώων γενέσεως, επ. εκδ. H.J. Drossaart,
εκδ. Clarendon Press, Oxford 1965 (ανατ. 1972),
775b,26.
2. Πόνος: 1. (από το πένομαι)= Τα επακόλουθα του κόπου,
δυστυχία, στενοχωρία, πόνος, άλγος. 2. (από το πονέω)=
σωματικός πόνος, προερχόμενος από νόσο. Βλ. H. G.
Liddell – R. Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης,
τόμ. 3, εκδ. Ι. Σιδέρη, Αθήναι, χ.χ.έ., σσ. 650,651.
3. Galenus Med., De symptomatum causis libri iii, επιμ. έκδ.
C.G. Kuhn, Leipzig 1824 (ανατ. 1965), τόμ. 7, σελ. 194.
4. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Υπόμνημα εις την προς Κορινθί-
ους Β΄ επιστολήν, PG 61,48519.
5. Bαδαλούκα Αθ., «Αντιμετώπιση χρόνιου πόνου και ανα-
κουφιστική αγωγή ασθενών τελικού σταδίου», στο Πρό-
ληψη και Έγκαιρη διάγνωση νοσημάτων φθοράς, Στ.
Μπεσμπέας, εκδ. Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας,
Αθήνα 2002, σελ. 852.
6. Λεξικό της φιλοσοφίας, τόμ. 3, εκδ. Πάπυρος, χ.χ.έ., σελ.
1210.
7. Σε μια προσπάθεια ορισμού του πόνου η McCaffery, κα-
ταλήγει ότι πόνος «είναι ό,τι το άτομο λέει ότι είναι και
υπάρχει όταν εκείνο λέει ότι υπάρχει», Sternbach RA.
Pain Patients: Traits and Treatment. New York, Academic
Press, 1974.
8. Γέν. 3, 16-17.
9. Πρβλ. J.C. Larchet, Η Θεραπευτική των Πνευματικών Νο-
σημάτων, τόμ. Α΄, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα
2009, σελ. 69.
10. Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in
D. Joannis evangelium, vol. 3, επιμ. έκδ. P.E. Pusey, εκδ.
Clarendon Press, Oxford – Brussels 1872, σελ. 187,1-7.
11. Θ. Ζήση, «Χριστιανική θεώρηση του πόνου», Θεοδρο-
μία 5, 1 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2003)
12. Ματθ. 26, 38-39.
13. Ιώβ 6, 11-13. Βλ. και Δ. Δόϊκου, «Ο Ιώβ και οι φίλοι του.
Το πρόβλημα του πόνου», Γρηγόριος Παλαμάς, 3 (1957)
227, 5(1957) 366-368.
14. Ματθ. 26, 39. Πρβλ. Γ. Κουνάβη, Ο πόνος, εκδ. Αποστο-
λικής Διακονίας, Αθήνα 1994, σσ. 184-185.
15. Πρβλ. Γ. Κατσιμίγκα, Χ. Σπηλιοπούλου, Χ. Νάστου, Μ.
Γκίκα, «Νοσηλευτική και θεολογική προσέγγιση του
πόνου», Το Βήμα του Ασκληπιού 8, 2 (Απρίλιος-Μάϊος
2009) 168.
16. Βλ. J.-Cl. Larchet, The theology of illness, trans. By J.
and M. Breck, St. Vladimir’s Seminary Press, New York
2002, σσ.40-41.
πηγή : ΑΧΑΪΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ Τόμος 30ος, τεύχος 2, Οκτώβριος 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου