Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΦΡΟΝΗΣΗ ΤΟΥ

ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΦΡΟΝΗΣΗ ΤΟΥ


 
Αββά Δωροθέου
έργα ασκητικά
ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ
ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΦΡΟΝΗΣΗ ΤΟΥ

Ε' Διδασκαλία
61.- Στην Παλαιά Διαθήκη, στο βιβλίο των Παροιμιών, διδάσκεται ότι: Οι άνθρωποι που δεν έχουν ισχυρή και συνετή διακυβέρνηση πέφτουν σαν τα μαραμένα φύλλα. Η δε σωτηρία εξασφαλίζεται μετά από φρόνιμη και θεόπνευστη καθοδήγηση (Παροιμ. ΙΑ', 14). Καταλαβαίνετε τη δύναμη που κρύβουν αυτά τα λόγια, αδελφοί μου, βλέπετε τι μας διδάσκει η Αγ. Γραφή. Μας κάνει προσεκτικούς να μην εμπιστευόμαστε τους εαυτούς μας, να μην τους θεωρούμε συνετούς, να μην πιστεύουμε ότι μπορούμε να κυβερνούμε τον εαυτό μας. Έχουμε ανάγκη από βοήθεια, έχουμε ανάγκη από ανθρώπους που, μετά από το Θεό, θα μας κυβερνούν. Δεν υπάρχει τίποτα πιο άθλιο και πιο ευκολοθήρευτο για τον εχθρό από εκείνους που δεν έχουν κάποιο καθοδηγητή στο δρόμο του Θεού. Γιατί λέει, εκείνοι που δεν έχουν κάποιον να τους κατευθύνει, πέφτουν σαν τα μαραμένα φύλλα; Το φύλλο όταν πρωτοβγαίνει είναι πάντα χλωρό, τρυ­φερό, όμορφο. Μετά σιγά-σιγά ξεραίνεται και πέφτει και τελικά περιφρονείται σαν κάτι άχρηστο και ποδοπατιέται. Έτσι είναι και ο άνθρωπος που δεν έχει κάποιον να τον τιμονέψει. Στην αρχή έχει πολύ ζήλο και διάθεση να νηστεύει, ν' αγρυπνεί, να μένει στην ησυχία, στην υπακοή, να κάνει πολλά ακόμα καλά και αξιέπαινα πράγματα. Μετά όμως, μόλις σιγά-σιγά σβήσει ο πρώτος εκείνος ζήλος, επειδή δεν έχει κάποιον να τον κατευθύ­νει, να τον ενισχύει και να του ανάβει περισσότερο τον πρώτο εκείνο ζήλο, ξεραίνεται λίγο-λίγο, χωρίς να το καταλαβαίνει, και πέφτει στα χέρια των δαιμόνων και αιχμαλωτίζεται άπ' αυτούς και τον κάνουν πια ό,τι θέλουν.
Για εκείνους όμως που αναφέρουν λεπτομερώς όλα τα σχετι­κά με τον εαυτόν τους και που κάνουν το καθετί με πολλή σκέψη και μελέτη, λέει: Η σωτηρία κατορθώνεται με πολλή βουλή. Δεν λέει με πολλή βουλή, σαν να έπρεπε κανείς να συμβου­λεύεται τον καθένα, αλλά για να τονίσει ότι για όλα πρέπει να ζητάει συμβουλή -απ' αυτόν, βέβαια, που οφείλει να έχει εντε­λώς εμπιστευθεί τον εαυτόν του. Και όχι άλλα μεν να κρύβει άλλα δε να λέει, αλλά τα πάντα ν' αναφέρει και για όλα να ζητάει συμβουλή. Σ' αυτόν εφαρμόζεται ακριβώς το σωτηρία υπάρχει ευ πολλή βουλή.
62.- Γιατί, αν ο άνθρωπος δεν αναφέρει όλα τα σχετικά με τον εαυτόν του, και μάλιστα, αν κάποιος έχει μια κακή συνήθεια ή αν έχει ανατραφεί άσχημα, βρίσκει ο διάβολος μέσα του ένα κακό θέλημα ή ένα δικαίωμα και χρησιμοποιώντας το σαν όπλο, τον κατακτάει. Γιατί όταν ο διάβολος βλέπει κάποιον που δεν θέλει ν' αμαρτήσει, δεν είναι τόσο ανόητος, στην προσπάθεια του να σκαρώσει το κακό, ώστε να τον υποκινήσει να κάνει κάτι που φαίνεται με την πρώτη ματιά ότι είναι αμαρτία. Δεν του λέει: Πήγαινε πόρνευσε, ούτε του λέει: Πήγαινε κλέψε. Ξέρει ότι δεν θέλουμε αυτά να τα κάνουμε - και δεν ανέχεται βέβαια να μας υποκινεί σ' όσα δεν θέλουμε - αλλά μας βρίσκει, όπως είπα, να έχουμε ένα θέλημα ή ένα δικαίωμα και χρησιμοποιών­τας το, με τρόπο που φαίνεται φυσικός, μας πειράζει. Γι' αυτό πάλι η Παλαιά Διαθήκη λέει: Ο πονηρός κάνει το κακό όταν προσεταιριστεί κάποιο δικαίωμα του άνθρωπου και κρυφτεί πί­σω άπ' αυτό (Παροιμ. ΙΑ ', 15). Ο πονηρός είναι ο διάβολος. Τότε δε έχει τη δύναμη να κάνει το κακό, όταν ενώσει με την κακία του κάποιο δικαίωμα, δηλαδή, το δικαίωμα μας. Τότε έχει περισσότερη δύναμη, τότε κάνει περισσότερο κακό, τότε περισ­σότερο δραστηριοποιείται. Γιατί, όταν μένουμε δεμένοι με το θέλημά μας και ρυθμίζουμε τη ζωή μας με βάση τα δικαιώματα μας, τότε, έχοντας την εντύπωση ότι κάνουμε κάτι καλό, προε­τοιμάζουμε άθελά μας το κακό μας και χανόμαστε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Γιατί, πως μπορούμε να γνωρίσουμε το θέλη­μα του Θεού ή να το ζητήσουμε μ' όλη μας τη δύναμη, έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και επιμένοντας στο θέλημά μας;
63.- Γι' αυτό ο αββάς Ποιμήν έλεγε: Το θέλημα είναι χάλκινο τείχος που χωρίζει τον άνθρωπο από το Θεό. Καταλαβαίνετε τη δύναμη που κρύβουν αυτά τα λόγια. Και πάλι πρό­σθεσε, λέγοντας: Το θέλημά μας είναι πέτρα που την πετάμε εναντίον του Θεού, γιατί το θέλημα μας ακριβώς εναντιώνεται και αντιβαίνει στο θέλημα του Θεού. Εάν όμως ο άνθρωπος εγκαταλείψει το θέλημά του, τότε μπορεί να λέει: Με τη Χάρη και τη δύναμη του Θεού μου θα ξεπεράσω αυτό το τείχος. Του Θεού μου ο δρόμος είναι καθάριος και ευθύς (Ψαλμ. 17, 30-31). Πάρα πολύ επιτυχημένα το τοποθέτησε. Γιατί, τότε βλέπει κα­νείς το δρόμο του Θεού χωρίς ψόγο και κηλίδα, όταν αρνηθεί το θέλημά του. Όταν όμως ταυτιστεί με το θέλημα του δεν βλέπει το δρόμο του Θεού ευθύ και καθαριο2. Αλλά, αν συμβεί και του πει κάποιος ένα λόγο για να τον προφυλάξει, αμέσως τον κατηγορεί, τον βρίζει, τον αποστρέφεται, προσπαθεί να τον ανατρέψει μ' επιχειρήματα. Γιατί, πως είναι δυνατόν ν' ανεχθεί κάποιον, ή να θελήσει ν' ακούσει κάποια συμβουλή, εκείνος που θέλει να γίνεται μόνο το θέλημα του;
Στη συνέχεια λέει ο Γέροντας και για το δικαίωμα: Εάν συνταιριαστεί το δικαίωμα με το θέλημα, δεν μπορεί να προχω­ρήσει σωστά ο άνθρωπος. Αλλοίμονο! Πόσο συμφωνούν μετα­ξύ τους τα λόγια των αγίων! Ιδιαίτερα το να συνταιριαστεί το δικαίωμα με το θέλημα είναι θάνατος, μεγάλος κίνδυνος, μεγά­λος φόβος. Τότε πέφτει εντελώς ο άθλιος άνθρωπος. Γιατί, ποιος μπορεί να κάνει έναν τέτοιο άνθρωπο να παραδεχτεί ότι κάποιος άλλος ξέρει καλύτερα άπ' αυτόν το δικό του συμφέρον; Τότε αφήνεται έρμαιο στην πορεία του λογισμού και στη συνέ­χεια, ο εχθρός τον οδηγεί από πτώση σε πτώση. Γι' αυτό λέει η Παλαιά Διαθήκη: Ο πονηρός κακοποιεί όταν συμμίξει δικαίωμα. Μισεί δε ήχον ασφαλείας (Παροιμ. ΙΑ', 15) .
64.- Και λέει η Παλαιά Διαθήκη ότι μισεί ήχον ασφαλεί­ας, επειδή ο πονηρός δεν μισεί μόνον την πνευματική ασφά­λεια, αλλά ούτε τη λέξη ασφάλεια δεν μπορεί ν' ακούσει. Ακό­μη και αυτή την προφορά της λέξεως μισεί, πράγμα που σημαίνει ότι μισεί καθετί που γίνεται για την ασφάλεια. Να, τι θέλω να πω: Πριν ακόμα κάνει κάτι αυτός που θέλει να ρωτήσει για την πνευματική του ωφέλεια, πριν ακόμα μάθει ο εχθρός αν τελικά θα μπορέσει ή όχι να τηρήσει αυτό που θα ακούσει, μισεί ακόμα ,και αυτήν την ίδια την πρόθεση να ρωτήσει και να ακούσει σχετικά με το συμφέρον της ψυχής του.
Και αυτήν ακόμα την ίδια τη φωνή, αυτό το άκουσμα των πνευματικών λόγων το μισεί και το αποστρέφεται. Και εξηγώ για ποιο λόγο. Ξέρει καλά, ότι με τον τρόπο αυτόν, όταν δηλαδή ρωτάει κανείς και συμβου­λεύεται και απασχολείται με λόγια ωφέλιμα και πνευματικά, γίνεται πολύ περισσότερο φανερή η μοχθηρία και η κακοήθεια του. Και τίποτα άλλο δεν μισεί και δεν φοβάται περισσότερο όσο το ν' αποκαλύπτεται η αλήθεια γι' αυτόν. Γιατί δεν μπορεί πια να κάνει το κακό, όπως εκείνος θέλει. Γιατί αν η ψυχή ασφαλίζε­ται αναφέροντας τα πάντα και την συμβουλεύσει κάποιος, που κατέχει καλά αυτά τα θέματα, λέγοντας της: Αυτό κάνε, εκείνο μην το κάνεις, αυτό είναι καλό, αυτό δεν είναι, αυτό είναι δικαίωμα, αυτό είναι θέλημα ή δεν είναι καιρός ακόμα γι' αυτό το πράγμα η τώρα είναι ο κατάλληλος καιρός, τότε δεν μπορεί να βρει ο διάβολος πρόφαση να της κάνει κακό, ούτε βρίσκει τρόπο να την κάνει να πέσει, επειδή, όπως είπα, πάντοτε έχει καθοδήγηση και είναι από παντού ασφαλισμένη και εκπληρώνε­ται σ' αυτήν ο λόγος η σωτηρία βρίσκεται εν πολλή βουλή. Ο δε πονηρός δεν το θέλει αυτό, αλλά το μισεί. Γιατί θέλει πάντα να κάνει το κακό και είναι περισσότερο ευχαριστημένος μ' αυτούς που δεν έχουν καμιά βοήθεια και διαποίμανση. Γιατί; Επειδή πέφτουν σαν τα μαραμένα φύλλα.
65.- Δες, εκείνον τον αδελφό αγαπούσε ο πονηρός, για τον οποίο έλεγε στον αββά Μακάριο: Έχω έναν αδελφό που όταν με βλέπει, στρέφεται σαν ανέμη. Αυτούς αγαπάει, μ' αυτούς πάντοτε χαίρεται, μ' όσους δηλαδή δεν έχουν διαποίμανση, μ' αυτούς που δεν παραδίνουν τον εαυτό τους σε κάποιον που να έχει τη δυνατότητα, μετά το Θεό, να τους βοηθήσει και να τους απλώσει χέρι να σωθούν. Γιατί μήπως δεν πήγε τότε σ' όλους τους αδελφούς εκείνος ο δαίμονας, που τον είδε ο Άγιος να βαστάει όλα εκείνα τα αγγεία με τα παρασκευάσματα; Μήπως δεν τους πείραξε όλους; Άλλ' ο καθένας άπ' αυτούς, όταν καταλάβαινε το πλησίασμά του, έτρεχε και ανέφερε τους λογι­σμούς του και εύρισκε βοήθεια στον καιρό του πειρασμού και έτσι δεν είχε δύναμη επάνω τους ο πονηρός. Μόνον αυτόν τον άθλιο εύρισκε να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και να μην έχει από κανέναν βοήθεια και τον είχε παιχνιδάκι και έφευγε ευχαριστώντας τον και λέγοντας κατάρες για τους άλλους. Φυ­σικά, όταν είπε στον άγιο Μακάριο το θέμα και το όνομα του αδελφού και πήγε γρήγορα σ' αυτόν ο άγος, βρήκε ότι αυτή ήταν η αιτία της απωλείας του. Τον βρήκε να μην θέλει να ομολογήσει, τον βρήκε να μην έχει συνηθίσει ν' αναφέρει όλους τους λογισμούς του, και γι' αυτό τον έστρεφε όπου ήθελε ο εχθρός. Γι' αυτό και όταν τον ρώτησε ο Αγιος: Τι γίνεται μ' εσένα αδελφέ; είπε: Με τις ευχές σου, είμαι καλά. Και όταν πάλι του είπε: Δεν σε πολεμάνε οι λογισμοί; απάντησε: Ειλι­κρινά, είμαι καλά. Και δεν ήθελε τίποτα να ομολογήσει, μέχρις ότου, με πολλή τέχνη, τον έπεισε ο άγιος να ομολογήσει όλα τα σχετικά με τον εαυτό του. Έτσι, αφού τον στήριξε με το λόγο του Θεού και τον ασφάλισε από τις παγίδες του πονηρού, γύρισε πίσω στον τόπο του. Ήρθε λοιπόν πάλι, σύμφωνα με τη συνή­θεια του ο εχθρός, με σκοπό να τον ξαναρίξει στην αμαρτία, και βρέθηκε σε δυσάρεστη αμηχανία. Γιατί τον βρήκε στηριγμένο, τον βρήκε να μην ξεγελιέται πια. Έφυγε λοιπόν άπρακτος, έφυγε ντροπιασμένος και άπ' αυτόν. Γι' αυτό, όταν τον ρώτησε πάλι ο Αγιος: Τι γίνεται εκείνος ο αδελφός, ο φίλος σου; δεν τον ονόμασε πια φίλο, αλλά εχθρό, και τον καταράστηκε λέγον­τας: Και αυτός χάλασε και ούτε αυτός δεν με πιστεύει, αλλά έγινε πιο άγριος άπ' όλους.
66.- Να, γιατί μισεί ο εχθρός κάθε άκουσμα που ασφαλίζει από το κακό. Επειδή πάντοτε θέλει την καταστροφή μας. Να, γιατί αγαπάει όσους έχουν για οδηγό τον εαυτό τους. Επειδή γίνονται συνεργάτες με τον διάβολο, προετοιμάζοντας μόνοι τους την καταστροφή τους. Εγώ δεν γνώρισα άλλη πτώση μοναχού, από εκείνη που προκύπτει από την εμπιστοσύνη στο λογισμό του. Μερικοί λένε: Απ' αυτή την αιτία πέφτει ο άν­θρωπος ή από εκείνη. Εγώ όμως, όπως είπα, δεν γνωρίζω να μπορεί να προξενηθεί σε κανέναν καμιά άλλη πτώση, για κανέ­ναν άλλο λόγο, εκτός άπ' αυτόν. Είδες κάποιον να πέσει στην αμαρτία; Μάθε ότι εμπιστεύτηκε στο λογισμό του. Τίποτε δεν είναι βαρύτερο και πιο ολέθριο από την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας.
Με σκέπασε με τη Χάρη Του ο Θεός και πάντοτε φοβόμουνα αυτόν τον κίνδυνο. Όταν βρισκόμουν στο κοινόβιο τα ανέφερα όλα στο Γέροντα, τον αββά Ιωάννη. Γιατί ποτέ, όπως είπα, δεν αποφάσιζα να κάνω κάτι, χωρίς να έχω την ευλογία του. Και μερικές φορές μου έλεγε ο λογισμός: Αυτό δεν θα σου πει ο Γέροντας; Τι θέλεις τώρα να τον ενοχλήσεις; Και έλεγα στο λογισμό: Ανάθεμα σε σένα και στη διάκρισή σου και στη σοφία σου και στη φρονιμάδα σου και στη γνώση σου, γιατί ό,τι ξέρεις το ξέρεις από τους δαίμονες. Και πήγαινα και ρώταγα το Γέρον­τα και μερικές φορές μου απαντούσε όπως είχα προηγουμένως σκεφθεί και τότε μου έλεγε ο λογισμός: Τι έγινε λοιπόν; Να, σου είπε αυτό που σου είχα πει και εγώ. Δεν ενόχλησες λοιπόν χωρίς λόγο το Γέροντα; Και απαντούσα στο λογισμό: Ναι, αλλά τώρα είναι ευλογημένο, τώρα προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Γιατί το δικό σου είναι πονηρό, είναι δαιμονικό, είναι γεμάτο εμπάθεια.
Και έτσι ποτέ δεν επέτρεπα στον εαυτό μου ν' ακολουθήσει το λογισμό του, χωρίς να έχω ρωτήσει γι' αυτό σχετικά. Και πιστέψτε με, αδελφοί μου, η ψυχή μου ήταν πολύ ξεκούραστη, χωρίς καμιά μέριμνα, μέχρι σημείου που να στενοχωριέμαι γι' αυτό το θέμα, όπως ακριβώς και άλλοτε νομίζω ότι σας είπα. Γιατί άκουγα ότι πρέπει να μπούμε στη Βασιλεία των Ουρανών, περνώντας μέσα από πολλές θλίψεις και έβλεπα πως εγώ δεν είχα καμιά θλίψη και φοβόμουνα και βρισκόμουνα σε απορία, επειδή δεν ήξερα την αιτία της τόσης αναπαύσεως, μέχρις ότου μου είπε ο Γέροντας: Μη στενοχωριέσαι. Καθένας που μπαίνει κάτω άπ' την υπακοή των Πατέρων, τέτοια ανάπαυση και αμέρι­μνη ζωή έχει.
67.- Φροντίστε και σεις να ρωτάτε για όλα, αδελφοί μου, και να μην έχετε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας. Μάθετε πόση ξεγνοιασιά, πόση χαρά, πόση ανάπαυση έχει όποιος το εφαρμό­ζει. Αλλ' επειδή σάς είπα ότι ποτέ δεν δοκίμασα θλίψη, ακούστε και σχετικά μ' αυτό, τι μου συνέβη κάποτε. Ενώ βρισκόμουν ακόμα εκεί, στο κοινόβιο, μια φορά, αισθάνθηκα μεγάλη και αφόρητη λύπη και ένιωθα τόσο κόπο και στενοχώρια, σαν να επρόκειτο να παραδώσω την ψυχή μου. Προερχόταν δε εκείνη η θλίψη από δαιμονική ενέργεια - πάντοτε βέβαια ένας τέτοιος πειρασμός προέρχεται από το φθόνο των δαιμόνων. Είναι μεν πολύ βαρύς, αλλά δεν διαρκεί πολύ, κάνει τον άνθρωπο βαρύ, σκοτεινό, χωρίς να βρίσκει παρηγοριά πουθενά και από κανέναν, αλλά το καθετί να του προκαλεί στενοχώρια και πνιγμό. Πολύ γρήγορα όμως έρχεται η Χάρη του Θεού στην ψυχή, γιατί διαφορετικά κανένας δεν θα μπορούσε ν' αντέξει. Βρισκόμουν λοιπόν, όπως είπα, σε τέτοιου είδους πειρασμό και σε τέτοια στενοχώρια. Μια μέρα λοιπόν, καθώς στεκόμουν έξω από την εκκλησία του μονα­στηρίου καταθλιμμένος και παρακαλώντας γι' αυτό το θέμα το Θεό, ξαφνικά προσέχω μέσα στην εκκλησία και βλέπω κάποιον, που έμοιαζε με επίσκοπο και που φορούσε μηλωτή, να μπαίνει στο ιερό. Σε καμιά, βέβαια, περίπτωση δεν πλησίαζα ξένο, χωρίς να υπάρχει ανάγκη ή χωρίς ευλογία, αλλά σαν κάτι να μ' έσπρωξε τότε, μπαίνω πίσω του. Και στάθηκε γι αρκετή ώρα, έχοντας σηκωμένα τα χέρια του στον ουρανό και εγώ στεκό­μουν πίσω του πολύ φοβισμένος και προσευχόμενος. Γιατί με φόβισε πολύ η θωριά του. Αφού δε τελείωσε την προσευχή του, γυρίζει κι έρχεται σ' εμένα και καθώς με πλησίασε αισθάνθηκα να φεύγει η λύπη και η δειλία από πάνω μου. Μετά στάθηκε μπροστά μου, άπλωσε το χέρι του, το ακούμπησε στο στήθος μου και με κτύπησε με τα δάκτυλα του λέγοντας: Μ' εγκαρτέρηση πολλή, περίμενα τη βοήθεια και την προστασία του Κυρί­ου, χωρίς να πάψω να ελπίζω σ' Αυτόν. Και με πρόσεξε και άκουσε τη δέηση και την παράκλησή μου. Και μ' έβγαλε από το λάκκο της ταλαιπωρίας, και από τη λάσπη του βούρκου, που δεν μπορούσα να πατήσω στερεά. Και στήριξε όρθια τα πόδια μου, στερεώνοντάς τα σε ασάλευτη πέτρα, και μ' οδήγησε να πορευ­τώ σε ευθύ και απλανή δρόμο. Και έβαλε στο στόμα μου καινού­ριο τραγούδι, έναν ύμνο που ταιριάζει στο Θεό μας (Ψαλμ. 39, 1-4). Και είπε όλους τους στίχους του ψαλμού από τρεις φορές, κτυπώντας, όπως είπα, το στήθος μου και ύστερα βγήκε έξω. Και αμέσως ήρθε στην καρδιά μου φως, χαρά, παρηγοριά, γλυκύτητα και έγινα άλλος άνθρωπος. Καθώς λοιπόν βγήκα τρέ­χοντας πίσω του, θέλοντας να τον βρω, δεν τον βρήκα, αλλά χάθηκε από εμπρός μου. Από εκείνη την ώρα, με τη Χάρη και το Έλεος του Θεού, δεν μου συνέβη πια να ενοχληθώ ούτε από λύπη, ούτε από δειλία, αλλά μέχρι τώρα με σκέπασε ο Θεός με τις ευχές εκείνων των αγίων Γερόντων.
68.- Σάς τα είπα αυτά, αδελφοί μου, επειδή ήθελα να σάς δείξω πόση ανάπαυση και ξεγνοιασιά και κάθε ασφάλεια έχει αυτός που δεν εμπιστεύεται στο λογισμό του, αλλά αφήνει κάθε σχετικό με τον εαυτόν του στα χέρια του Θεού και σ' αυτούς που, μετά το Θεό, μπορούν να τον καθοδηγήσουν. Συνηθίστε λοιπόν και σεις, αδελφοί μου, να ρωτάτε. Συνηθίστε να μην εμπιστεύε­στε στον εαυτό σας. Είναι ωφέλιμο πράγμα. Είναι ταπείνωση, είναι ξεκούραση, είναι χαρά. Ποιος ο λόγος να κατατσακίζεται κανείς άδικα; Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τη σωτηρία παρά μόνο αυτός.
Ίσως όμως σκεφθεί κανείς ότι, αν δεν έχει το κατάλληλο πρόσωπο για να ρωτήσει, τι πρέπει να κάνει; Πραγματικά, αν θελήσει κανείς ειλικρινά να γνωρίσει το θέλημα του Θεού με όλη του την καρδιά, ποτέ μα ποτέ δεν θα τον αφήσει ο Θεός, αλλά με κάθε τρόπο θα τον οδηγεί σύμφωνα μ' αυτό. Πραγματικά, αν στρέψει κανείς την καρδιά του στο θέλημα του Θεού, ακόμα και μικρό παιδί μπορεί να φωτίσει ο Θεός να του φανερώσει το θέλημά Του. Αν όμως δεν ζητάει κανείς ειλικρινά το θέλημα του Θεού, ακόμα και αν πάει να συμβουλευτεί Προφήτη, σύμφω­να με την αμαρτωλή καρδιά του θα δώσει ο Θεός πληροφορία στην καρδιά του Προφήτη για να του απαντήσει στην απορία του, όπως λέει η Αγία Γραφή: Αν πλανηθεί και μιλήσει ο Προφήτης, εγώ ο ίδιος ο Κύριος επλάνησα τον Προφήτην εκεί­νον (Ίεζ. 14, 9).
Γι' αυτό πρέπει μ' όλη μας τη δύναμη να στρέψουμε τον εαυτό μας στο θέλημα του Θεού και να μην έχουμε εμπιστοσύνη στο λογισμό μας. Αλλά, και αν ακόμα πρόκειται και για καλό πράγμα και πληροφορηθούμε από κάποι­ον άγιο ότι πράγματι είναι καλό, έχουμε υποχρέωση να το θεω­ρούμε μεν καλό, να μην πιστεύουμε όμως ότι και το εφαρμόζου­με σωστά και όπως ακριβώς θα έπρεπε να γίνεται. Αλλά να κάνουμε μεν ό,τι μπορούμε, να συμβουλευόμαστε όμως και για τον τρόπο που θα έπρεπε να το εκτελέσουμε. Και όταν το εκτελέσουμε, πάλι να ρωτάμε αν το κάναμε σωστά. Και όταν ακόμα τα εφαρμόζουμε όλα αυτά, ούτε τότε να ξεγνοιάζουμε, αλλά να περιμένουμε και την κρίση του Θεού, όπως ακριβώς και ο άγιος εκείνος αββάς Αγάθων, όταν τον ρώτησαν: Και συ φοβάσαι, πάτερ; απάντησε: Εγώ έκανα ότι μπορούσα αλλά δεν είμαι σίγουρος, ότι το έργο μου άρεσε στο Θεό. Γιατί αλλιώς κρίνει ο Θεός και αλλιώς οι άνθρωποι. Ο Θεός να μας φυλά­ξει από τον κίνδυνο που απειλεί εκείνους που έχουν εμπιστοσύ­νη στο λογισμό τους και να μας αξιώσει να κρατηθούμε στο δρόμο των Πατέρων μας.

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
22  ΑΠΡΙΛΙΟΥ  2010

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Η θεωρία της «Θετικής Ενέργειας»: ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΓΕΛΟΙΑ ΝΕΟΕΠΟΧΙΤΙΚΗ ΑΠΑΤΗ!

Η θεωρία της «Θετικής Ενέργειας»: ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΓΕΛΟΙΑ ΝΕΟΕΠΟΧΙΤΙΚΗ ΑΠΑΤΗ!

Ἡ ἀνατολική θεωρία περί
"θετικῆς καί ἀρνητικῆς ἐνέργειας"
ἄλλη μία ἀνατολική ἀπάτη
 γιά ἀποπροσανατολισμό ἀπό τήν ὀρθή πίστη


http://www.egolpion.com/img/newage/feng-3.jpg


Ἡ θεωρία περί "θετικῆς καί ἀρνητικῆς ἐνέργειας", εἶναι ἕνα ἀκόμη ὄχημα τῆς Νέας Ἐποχῆς, μάλιστα μέ "πολλά βαγόνια", τοὐτέστι περιλαμβάνει πληθώρα  ἀνατολικῶν φιλοσοφιῶν-πεποιθήσεων, μέ ἀπώτερο σκοπό νά ἀποπροσανατολίσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν δρόμο τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἤδη κατακλύσει καί τόν δυτικό κόσμο ( βλέπε διαφημίσεις προϊόντων, συναυλίες, περιοδικά, ἐκπομπές καί ἄλλα πολλά πού προβάλλουν ὡς λεκτικό moto, ὡς πιστεύω καί ὡς τρόπο ζωῆς  τήν "θετική καί ἀρνητική ἐνέργεια" ).

Ἡ ὡραιοποιημένη θεωρία περί "θετικῆς ἐνέργειας", ἀπομακρύνει περίτεχνα τόν ἄνθρωπο ἀπό κάθε ἴχνος ἀληθινῆς πίστης, ὀρθόδοξου βίου καί ὁδηγεῖ τούς ἀσπαστές της στά πλοκάμια τῆς Λευκῆς καί Μαύρης Μαγείας πού κρύβει ἀπό πίσω της. Μάλιστα χρησιμοποιεῖ ὡς ὁρόσημο καί τό σύμβολο τῆς Λευκῆς καί Μαύρης Μαγείας,  τό ὁποῖο ἔχει παρεισφρύσει στή ζωή μας καί στήν καθημερινότητά μας ( σέ ἀντικείμενα, ὡς ζωγραφικά ντεκόρ σέ χώρους, σέ κοσμήματα, λογότυπο σέ ροῦχα κλπ ). Τό ὀνομάζουν γίν έν γιάνγκ ( yin and yang ), ἤ "ἀρσενική καί θηλυκή ἐνέργεια", ἀλλά "ἄλλαξε ὁ Μανωλιός κι ἔβαλε τό καπελάκι του ἀλλιῶς"...
http://www.chineseastrologer.org/images/enlarged/_yin_yang_symbol.jpg
Οὐσιαστικά εἶναι ἀποκρυφυστικό σύμβολο μαγείας. Μελετώντας τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις σχεδόν τῶν περισσότερων ἀνατολικῶν λαῶν, θά βροῦμε θεωρίες περί "ἰσοδυναμίας καλοῦ καί κακοῦ", περί ἀέναης πάλης μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο καί κρατηθεῖτε καλά...περί μή ὑπερίσχυσης τοῦ ἑνός ἔναντι τοῦ ἄλλου. Θεωροῦν πώς αὐτά τά δύο, εἶναι καταδικασμένα νά ἔχουν πάντα ἰσοπαλία! Βέβαια ὁ κάθε νοήμων ἄνθρωπος, θά σκεφτόταν: "πῶς εἶναι καλό τό "καλό", ὅταν δέ νικᾶ καί δέν ὑπερισχύει;"....
Ὅσον ἀφορᾶ βέβαια τά "χρώματα" τῆς μαγείας ( λευκή, μαύρη ) ἤ ὅποια ἄλλη ἀπόχρωση..., εἶναι σαφές πώς αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα ψευδοτέχνασμα τοῦ μνησίκακου διαβόλου, προκειμένου νά πείσει τούς ἀνθρώπους ὅτι ὑπάρχει καί καλή μαγεία, ἄρα καί καλό σέ αὐτήν. Κι ἔτσι, ὅποιος "χάφτει" αὐτό τό δόλωμα, γιά νά ἀποκηρύξει τήν κακή μαγεία, ἀσπάζεται τήν "καλή" καί πέφτει στά δίχτυα τῆς μαγείας χωρίς νά τό ἔχει καταλάβει ἔτσι κι ἀλλιῶς!
Δέν χρειάζεται νά γίνει κάποια μαγική-σατανιστική τελετή εἰς βάρος μας, ἀφοῦ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι χρησιμοποιοῦμε ἀντικείμενα καί ζοῦμε μέ "ἐναλλακτικούς" τρόπους ζωῆς, ξένους πρός τήν Ὀρθοδοξία, ὁπότε γίναμε οἱ κακοί μάγοι τῶν ἑαυτῶν μας, οἰκειοθελῶς! Τὄ ἔχουμε ἀντιληφθεῖ αὐτό;
Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς λέγει:
“Νά μήν προσκολληθεῖτε (σέ μάγους) καί μολυνθεῖτε ἀπ᾿ αὐτούς · ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος καί Θεός σας!” (Λευϊτ. 19:26, 31) 
 “Οἱ μαντεῖες καί οἱ οἰωνισμοί καί τά ὄνειρα εἶναι μάταια”,  (Σειράχ 34:5).
Οἱ ἅγιοι ᾿Απόστολοι δίνουν ἐντολή στούς Χριστιανούς νά μή χρησιμοποιοῦν κανενός εἴδους μαγικά· “οὐ μαγεύσεις, οὐ φαρμακεύσεις” (Διαταγ. 7,3)
 Ὅταν λάβαμε τό Ἅγιο Βάπτισμα, μᾶς ρώτησε ὁ ἱερέας - ἤ μᾶλλον ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: “᾿Αποτάσσῃ τῷ σατανᾷ καί πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καί πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ καί πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ;”. Καί ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς, μέ τό στόμα τοῦ ἀναδόχου του, ἀπάντησε: “᾿Αποτάσσομαι”. ῞Οχι μόνο τό σατανά, ἀλλά καί ὅλα τά ἔργα του καί τή λατρεία του καί τήν πομπή του. 
᾿Αλλά ποιά εἶναι ἡ λατρεία τοῦ σατανᾶ; ῾Ο ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων ἀπαντάει, πώς εἶναι οἱ μαντεῖες, οἱ φαρμακεῖες καί ὅλα τά ἄλλα εἴδη τῶν μαγικῶν.
Πουθενά στήν Ἁγία Γραφή, ἤ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας δέν μᾶς ὀμιλοῦν γιά "ἀποχρώσεις" μαγείας. Πᾶσα μαγεία εἶναι σατανική καί καταστροφική. Ἐπίσης γιά νά ξεκαθαρίσουμε καλύτερα τό θέμα περί "ἐνέργειας" καί δή θετικῆς καί ἀρνητικῆς πού ἔχει γίνει καραμέλα στήν καθημερινότητά μας καί στό λεξιλόγιό μας, νά ποῦμε πώς γιά τήν Ὀρθόδοξη Πίστη μας, ὄντως ὑπάρχουν δύο εἴδη ἐνεργειῶν, νά τίς λέμε ὅμως σωστά μέ τό ὄνομά τους:
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ δαιμονική ἐνέργεια τοῦ διαβόλου καί τῶν ὀργάνων του!
Γι' αὐτό νά μήν ἔχουμε αὐταπάτες. Δέν ὑπάρχει καλή μαγεία, οὔτε καλός μάγος κι ἐπομένως, ὅ,τι προέρχεται ἀπό αὐτά  δέν εἶναι καλό!
http://www.diakonima.gr/wp-content/uploads/2010/06/new-age.png
Τά: φένγκ σούι, ἡ ἀστρολογία, οἱ θεραπεῖες σιά τσου, γιόγκα, ἀνατολικές πολεμικές τέχνες, τάι τσί, μέθοδοι ὅπως silva mind control καί ἄλλα παρόμοια "ἐναλλακτικά", πού ἔχουν ὡς κοινό παρονομαστή τή θεωρία περί "θετικῆς καί ἀρνητικῆς ἐνέργειας", δροῦν ὡς ἑξῆς: μέσα ἀπό τήν ὑγεία, τή διατροφή, τή σωματική ἄσκηση, τή διακόσμηση χώρου μέ παγανιστικά σύμβολα, μέ ἀντικείμενα καί μαγικούς τρόπους τοποθέτησής τους, τή μουσική ( μουσική χαλάρωσης καί διαλογισμοῦ ), παρεισφρύουν στή ζωή μας "ὕποπτες" φιλοσοφικές κοσμοθεωρίες καί παραδόσεις μαγικοῦ - παγανιστικοῦ τύπου ἀνατολικῆς προελεύσεως, ἐπικίνδυνες νά μολύνουν τήν ὀρθή χριστιανική πίστη καί ζωή, ὅσων τίς ἀποδέχονται!
Ἔχουν περάσει τά τελευταῖα χρόνια σάν «must», δηλαδή σάν κάτι πολύ τῆς μόδας, ἐπιβεβλημένο, μέσα ἀπό βιβλία καί ἔντυπα κυρίως, αἱρετικές ὀμάδες αὐτογνωσίας καί αὐτοθεραπείας πού ξεφυτρώνουν σά μανιτάρια καί ὑπόσχονται ὑγεία, εὐεξία, αὐτοβελτίωση καί εὐτυχία καί ὅ,τι ἄλλο μεταλλάσσει τόν ἄνθρωπο σέ αὐτείδωλο ( βλέπε Ἐωσφόρο πού πρῶτος λάτρευσε τόν ἑαυτούλη του ὡς Θεό ἀντί Θεοῦ κι ἔτσι ἐξέπεσε τοῦ Παραδείσου ). Προωθοῦνται ἀπό τά καθοδηγούμενα Μ.Μ.Ε. τῶν παγκοσμιοποιητῶν, τά ὁποῖα δέ χάνουν εὐκαιρία νά τά προβάλλουν ταχτικά γιά καλύτερη πλύση ἐγκεφάλου. Εἰδικά μέσα ἀπό τά καθημερινά τηλεμαγκαζίνο καί ἀπό τό life style  ( τρόπο ζωῆς ) διασημοτήτων, πού ἀποτελοῦν δυστυχῶς ( κακά ) πρότυπα κυρίως τῶν νέων άλλά ὄχι μόνο, παρουσιάζονται σάν κάτι συνηθισμένο καί ἀπολύτως φυσιολογικό, μέχρι νά γίνουν τελικά ἀποδεκτά καί νά στρογγυλοκαθίσουν μέ τίς εὐχές μας στά σπίτια μας καί στίς ζωές μας! Ἤδη κάποιοι παπαγαλίζουν αὐτά πού τούς σερβίρει τό σύστημα, θεωρώντας ὅτι εἶναι «μοντέρνοι» καί «προοδευτικοί» , ἐνῶ στήν οὐσία ἔχουν γίνει ὑποχείρια, σκλάβοι τοῦ συστήματος καί ὀπισθοδρομικοί, ἀφοῦ ἡ θεωρία περί "θετικῆς καί ἀρνητικῆς ἐνέργειας" καί ὅλων τῶν μέσων καί τρόπων πού τήν συνοδεύουν,  ἔχουν τίς ρίζες τους σέ ἀρχαίους εἰδωλολατρικούς λαούς καί στίς μαγικές τελετουργίες τους!
Δἐν βλέπουν οἱ ἄμοιροι πώς μέ τόση "θετική ἐνέργεια" πού "σερβίρεται" στόν κόσμο, τά ψυχιατρεῖα εἶναι γεμάτα, τό ἴδιο καί οἱ καναπέδες τῶν ψυχαναλυτῶν, τά φαρμακεῖα μέ ἀγχολυτικά καί ἡ κατάθλιψη πρώτη στή λίστα ὡς παγκόσμια μάστιγα ἤδη ἀπό τόν 20 αἰῶνα! 
«Ἐκ τοῦ καρποῦ τό δένδρον γιγνώσκεται» (Ματθ. ιβ' 33).
Κοντά στό νοῦ καί ἡ γνώση...
Ἡ Νέα Ἐποχή ἔχει τεχνηέντως δημιουργήσει ἕνα ψευτοδίλημμα, προκειμένου νά παγιδέψει τήν ἀνθρωπότητα στόν σκοταδισμό της καί νά τήν ἐμποδίζει ἀπ’ τό νά συναντήσει τόν Ἀληθινό Θεό.
Ἀπό τή μία κατασκεύασε τόν δυτικό, τεχνοκρατικό πολιτισμό πού γέμισε μέ ἄγχος τούς ἀνθρώπους, καί ἀπό τήν ἄλλη ἀναγεννᾶ ἀπό τά συρτάρια τῆς ἀρχαιότητας τόν ἀνατολικό, εἰδωλολατρικό, παγανιστικό πολιτισμό καί τόν παρουσιάζει ὡς τήν ἐναλλακτική λύση, πού θά βγάλει τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν λαβύρινθο τοῦ ἄγχους, στόν ὁποῖο πρῶτα φρόντισε καλά-καλά νά τούς αἰχμαλωτίσει μέ χίλια δυό προβλήματα καί ἀδιέξοδα. Κατασκευασμένο πρόβλημα, κατευθυνόμενη λύση! Ἔξυπνο, ἀλλά πλέον εἶναι ὀφθαλμονές ὅτι καί στίς δύο περιπτώσεις, ὁ στόχος εἶναι ἡ "ἀποκαθήλωση" τοῦ Ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπό τίς ψυχές καί τίς ζωές μας! Εἴτε μέ τόν ὑλισμό καί τήν ἀθεΐα ἀπό τή μία, εἴτε μέ τήν μαγεία, εἰδωλολατρεία, σατανολατρεία καί μέ πᾶσα στρεβλή κατεύθυνση σέ λανθασμένα πιστεύω ἀπό τήν ἄλλη ὡς "λύση παντός προβλήματος", ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν ἀπώλεια!
Βέβαια γιά μιά ἀκόμη φορά λογαριάζουν χωρίς τόν Ξενοδόχο, ὁ Ὁποῖος καταδέχεται νά τούς φιλοξενεῖ στόν δικό Του κόσμο  μέ τό δικό Του δῶρο τῆς ζωῆς πού τούς χάρισε, περιμένοντας μακρόθυμα τή μετάνοιά τους!
http://orthodoxiachristianismos.files.wordpress.com/2012/08/cebacf8dcf81ceb9cebfcf82-e1bcb0ceb7cf83cebfe1bfa6cf82-cf87cf81ceb9cf83cf84cf8ccf82.jpg
Μαράν ἀθᾶ, ὁ Κύριος ἔρχεται.

Το θείο Βρέφος(π.Αλεξάνδρου Σμέμαν)

Το θείο Βρέφος(π.Αλεξάνδρου Σμέμαν)

Τελικὰ τὰ παιδιὰ παίρνουν στὰ σοβαρὰ ὅ,τι οἱ ἐνήλικες δὲν μποροῦν πλέον νὰ ἀποδεχθοῦν: τὰ ὄνειρα, αὐτὰ ποὺ διασποῦν τὴν καθημερινή μας ἐμπειρία καὶ τὴν κυνική μας καχυποψία, αὐτὸ τὸ βαθὺ μυστήριο τοῦ κόσμου καὶ καθετὶ ποὺ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἁγίους, στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς ποιητές.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἑορτολόγιο», ἐκδ. Ἀκρίτας





Δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.»
Ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριότερους ὕμνους τῶν Χριστουγέννων καταλήγει σ’ αὐτὰ τὰ λόγια, ταυτίζοντας τὸ βρέφος ποὺ γεννήθηκε στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ μὲ τὸν «πρὸ αἰώνων Θεό». Ὁ ὕμνος αὐτὸς συνετέθη τὸν ἕκτο αἰώνα ἀπὸ τὸν περίφημο Βυζαντινὸ ὑμνογράφο Ρωμανὸ τὸ Μελωδό: Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει καὶ ἡ γῆ τὸ σπήλαιον τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει, ἄγγελοι μετὰ ποιμένων δοξολογοῦσι δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός. (Κοντάκιον Χριστουγέννων) Τὸ παιδὶ ὡς Θεός, ὁ Θεὸς ὡς παιδί…

Γιατί δημιουργεῖται αὐτὴ ἡ ζωηρὴ συγκίνηση τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων ὅταν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ μὲ χλιαρὴ πίστη ἢ ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι, παρατηροῦν αὐτὸ τὸ μοναδικό, ἀσύγκριτο θέαμα τῆς νεαρῆς μητέρας νὰ κρατᾶ τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της, καὶ γύρω τους οἱ «Μάγοι οἱ ἀπὸ Ἀνατολῶν», οἱ ποιμένες, δροσεροὶ ἀπὸ τὴ νυχτερινή τους σκοπιὰ στοὺς ἀγρούς, τὰ ζῶα, ὁ ἀνοιχτὸς οὐρανός, ὁ ἀστέρας;

 Γιατί εἴμαστε τόσο βέβαιοι, ἀλλὰ καὶ συνεχῶς ἀνακαλύπτουμε, πὼς σ’ αὐτὸν τὸ θλιβερὸ πλανήτη μας δὲν ὑπάρχει τίποτε ὀμορφότερο καὶ πιὸ χαρμόσυνο ἀπ’ αὐτὸ τὸ θέαμα, ποὺ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἀποδείχτηκε ἀνίκανο νὰ ξεριζώσει ἀπὸ τὴ μνήμη μας; Ἐπιστρέφουμε σ’ αὐτὸ τὸ θέαμα ὁποτεδήποτε δὲν ἔχουμε ἄλλο καταφύγιο, ὁποτεδήποτε ἔχουμε βάσανα στὴ ζωή, καὶ ἀναζητοῦμε αὐτὸ ποὺ θὰ μᾶς ἐλευθερώσει.
Ὅμως στὴν εὐαγγελικὴ διήγηση γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ μητέρα καὶ τὸ παιδὶ δὲ λένε οὔτε μία λέξη, ὡσὰν οἱ λέξεις νὰ εἶναι περιττές, ἐπειδὴ καμιὰ λέξη δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει, νὰ ὁρίσει ἢ νὰ ἐκφράσει τὸ νόημα ὅσων ἔλαβαν μέρος καὶ ἐκπληρώθηκαν ἐκείνη τὴ νύχτα. Καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ χρησιμοποιοῦμε λέξεις ἐδῶ, ὄχι γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε ἢ νὰ ἑρμηνεύσουμε, ἀλλὰ ἐπειδή, ὅπως ἡ Γραφὴ λέει, «ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ» (Ματθ. 12, 34).
Εἶναι ἀδύνατο κάποιος, ποὺ ξεχειλίζει ἡ καρδιά του, νὰ μὴ μοιραστεῖ μὲ ἄλλους τὰ βιώματά του. Οἱ λέξεις «παιδίον» καὶ «Θεὸς» εἶναι οἱ πλέον ἀποκαλυπτικὲς γιὰ τὸ μυστήριο τῶν Χριστουγέννων. Κατὰ κάποιο τρόπο, εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ ἀπευθύνεται στὸ παιδὶ ποὺ συνεχίζει νὰ ζεῖ μυστικὰ μέσα σὲ κάθε ἐνήλικα, στὸ παιδὶ ποὺ συνεχίζει νὰ ἀκούει ὅ,τι ὁ ἐνήλικας ἔχει πάψει νὰ ἀκούει, καὶ ποὺ ἀνταποκρίνεται μὲ μία χαρά, ποὺ ὁ ἐνήλικας, μέσα στὸν γήινο, ὑπερώριμο, κουρασμένο καὶ κυνικὸ κόσμο ποὺ ζεῖ, ἀδυνατεῖ νὰ νιώσει.

Μάλιστα, τὰ Χριστούγεννα εἶναι μία γιορτὴ γιὰ τὰ παιδιά, ὄχι μόνο ἐξαιτίας τοῦ χριστουγεννιάτικου δένδρου ποὺ διακοσμοῦμε καὶ φωτίζουμε, ἀλλὰ μ’ ἕναν πολὺ βαθύτερο τρόπο, καὶ μόνο τὰ παιδιὰ δὲν ξαφνιάζονται γιὰ τὸ ὅτι, ὅταν ὁ Θεὸς κατέρχεται στὴ γῆ, ἔρχεται ὡς παιδί. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὡς παιδιοῦ συνεχίζει νὰ λάμπει μέσα ἀπὸ τὶς εἰκόνες καὶ τὰ ἀναρίθμητα ἔργα τέχνης, φανερώνοντας πὼς ὅ,τι εἶναι οὐσιαστικότερο καὶ πλέον χαρμόσυνο στὸ Χριστιανισμὸ βρίσκεται ἀκριβῶς ἐδῶ, σ’ αὐτὴν τὴν αἰώνια παιδικότητα τοῦ Θεοῦ.
 Οἱ ἐνήλικες, ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ «συμπαθοῦν περισσότερο τὰ θρησκευτικὰ θέματα», περιμένουν καὶ προσδοκοῦν ἀπὸ τὴ θρησκεία νὰ δώσει ἐξηγήσεις καὶ ἀναλύσεις, τὴ θέλουν ἔξυπνη καὶ σοβαρή. Οἱ ἀντίπαλοί της εἶναι ἐξίσου σοβαροί, καί, τελικά, τόσο βαρετοί, καθὼς ἀντιμετωπίζουν τὴ θρησκεία μ’ ἕνα χαλάζι ἀπὸ «ὀρθολογικὲς» σφαῖρες. Στὴν κοινωνία μας δὲν ὑπάρχει καμιὰ φράση ποὺ νὰ μεταφέρει καλύτερα τὴν περιφρόνησή μας ἀπὸ τὸ νὰ χαρακτηρίσουμε κάτι λέγοντας πὼς «εἶναι παιδιάστικο». Μ’ ἄλλα λόγια, δὲν εἶναι γιὰ τοὺς ἐνήλικες, τοὺς ἔξυπνους καὶ σοβαρούς. Ἔτσι τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν καὶ γίνονται ἐξίσου σοβαρὰ καὶ βαρετά.
 Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶπε, «γέννησθε ὡς τὰ παιδία» (Ματθ. 18, 3). Τί σημαίνει αὐτό; Τί λείπει ἀπὸ τοὺς ἐνήλικες, ἢ καλύτερα, τί ἔχει στραγγαλισθεῖ, καταπνιγεῖ, ἐκμηδενισθεῖ ἀπὸ ἕνα παχὺ στρῶμα ἐνηλικιότητας; Δὲν εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα αὐτὴ ἡ ἱκανότητα, ἡ τόσο χαρακτηριστικὴ τῶν παιδιῶν, νὰ θαυμάζουν, νὰ ἀγαλλιοῦν καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο νὰ εἶναι γνήσια στὴ χαρὰ καὶ στὴ λύπη;
Ἡ ἐνηλικίωση στραγγαλίζει ἐπίσης τὴν ἱκανότητα νὰ ἐμπιστεύεσαι, νὰ αὐτοεγκαταλείπεσαι, νὰ ἀφήνεσαι τελείως στὴν ἀγάπη καὶ νὰ πιστεύεις μὲ ὅλη σου τὴν ὕπαρξη. Τελικὰ τὰ παιδιὰ παίρνουν στὰ σοβαρὰ ὅ,τι οἱ ἐνήλικες δὲν μποροῦν πλέον νὰ ἀποδεχθοῦν: τὰ ὄνειρα, αὐτὰ ποὺ διασποῦν τὴν καθημερινή μας ἐμπειρία καὶ τὴν κυνική μας καχυποψία, αὐτὸ τὸ βαθὺ μυστήριο τοῦ κόσμου καὶ καθετὶ ποὺ ἀποκαλύπτεται στοὺς ἁγίους, στὰ παιδιὰ καὶ στοὺς ποιητές.

Ἔτσι μόνο ὅταν εἰσχωρήσουμε στὸ παιδὶ ποὺ ζεῖ κρυμμένο μέσα μας, μποροῦμε νὰ κάνουμε δικό μας τὸ χαρμόσυνο μυστήριο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔρχεται πρὸς ἐμᾶς «ὡς παιδίον». Τὸ παιδὶ δὲ διαθέτει οὔτε κύρος οὔτε ἐξουσία, ὅμως ἡ ἀπουσία ἀκριβῶς τοῦ κύρους τὸ ἀναδεικνύει σὲ βασιλιά, πηγὴ τῆς βαθιᾶς του δύναμης εἶναι ἡ ἀνικανότητα νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ ἡ τρωτότητά του. Τὸ παιδὶ σ’ αὐτὴ τὴ μακρινὴ σπηλιὰ τῆς Βηθλεὲμ δὲν ἔχει ἐπιθυμία ὥστε νὰ τὸ φοβόμαστε, εἰσέρχεται στὶς καρδιές μας χωρὶς νὰ μᾶς ἐκφοβίζει, χωρὶς νὰ ἐπιδεικνύει τὸ κύρος καὶ τὴ δύναμή του, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν ἀγάπη. Μᾶς δίνεται ὡς παιδί, καὶ μόνο ὡς παιδιὰ μποροῦμε μὲ τὴ σειρά μας νὰ τὸ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ δοθοῦμε σ’ αὐτό. Ὁ κόσμος κυβερνᾶται ἀπὸ τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία, μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπ’ ὅλα αὐτά. Τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμεῖ ἀπὸ μᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη μας, ποὺ προσφέρεται μὲ ἐλευθερία καὶ χαρά, τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμεῖ ἀπὸ μᾶς εἶναι νὰ τοῦ δώσουμε τὴν καρδιά μας. Καὶ τὴ δίνουμε σ’ ἕνα ἀνυπεράσπιστο παιδί, ποὺ ἐμπνέει ὅμως τεράστια ἐμπιστοσύνη. Μὲ τὴ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκαλύπτει ἕνα μυστήριο χαρᾶς: τὸ μυστήριο μιᾶς ἐλεύθερα προσφερόμενης ἀγάπης ποὺ δὲν ἐπιβάλλεται σὲ κανένα. Μιᾶς ἀγάπης ἱκανῆς νὰ δεῖ, νὰ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ ἀγαπήσει τὸ Θεὸ στὸ πρόσωπο τοῦ θείου Παιδιοῦ, καὶ νὰ γίνει ἔτσι δῶρο μιᾶς νέας ζωῆς.

http://proskynitis.blogspot.gr/2013/12/blog-post_2945.html#more

Μια μαρτυρία για τον Άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς!

Μια μαρτυρία για τον Άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς!

Μαρία Τσάλλα




   Πριν από 6 χρόνια όταν ήμουν 15 χρονών και όντας ορφανή από πατέρα, οι προσευχές μου κάθε βράδυ έκρυβαν παράπονο γιατί ο θεός μου πήρε πολύ νωρίς τον πατέρα μου και παρότι τον παρακάλαγα να τον δω έστω και στα όνειρα μου, οι επιθυμία αυτή δεν εκπληρωνόταν. H απάντηση του Θεού στα παράπονα μου δεν άργησε να έρθει. Η απάντηση ήρθε μέσα από ένα όνειρο.

  Είδα στον ύπνο μου ότι βρισκόμουν σε μία παράξενη εκκλησία και περίμενα σε μία προσκυνηματική ουρά. Μπροστά μου υπήρχαν παιδιά διάφορων εθνικοτήτων. Καθώς περίμενα στο τέλος αυτής της προσκυνηματικής ουράς κάποιοι άνθρωποι από τον γυναικωνίτη υπέδειξαν να πάω μπροστά και στην εντολή αυτών των ανθρώπων τα παιδιά υπάκουσαν και έκαναν στην άκρη για να περάσω εγώ. Βρέθηκα μπροστά από την εικόνα που απεικόνιζε έναν Άγιο που δεν τον είχα ξαναδεί. Ήταν παππούλης και είχε γκρίζα γένια. Καθώς την κοίταζα, ο παππούλης αυτός σαν φάσμα βγήκε από την εικόνα και μου είπε να πάω δεξιά. Όταν γύρισα προς την μεριά που μου υπέδειξε υπήρχε μία λάρνακα από την οποία βγήκε ο ίδιος παππούλης που είχα δει πριν στην εικόνα. Όχι όμως σαν το φάσμα της εικόνας με χρώματα που χρησιμοποιεί ο αγιογράφος αλλά με σάρκα και οστά. Τον πλησίασα και καθίσαμε και οι δύο πάνω στην λάρνακα. Δεν με φόβιζε, είχα την αίσθηση ότι καθόμουν με κάποιον δικό μου σε ένα παγκάκι και όχι με έναν άγιο πάνω σε μία λάρνακα. Με κοίταζε στα μάτια με αγάπη και τρυφερότητα. Τα μάτια του εξέπεμπαν αγάπη και και στοργικότητα και ομόρφυναν το γερασμένο και σκυθρωπό σώμα του. Με αγκάλιασε πατρικά και μου μίλησε σε μια άλλη γλώσσα , όχι στα ελληνικά οι στις άλλες γλώσσες που μιλούν οι άνθρωποι. Ήταν σαν να επικοινωνούσαν οι ψυχές μας. Μου είπε πως από εδώ και πέρα αυτός θα είναι πατέρας για εμένα. Η αγκαλιά του γέμισε την ψύχη μου γαλήνη και η μυρωδιά του έκανε το όνειρο πραγματικό.

 Ξύπνησα με την σκέψη του και με πολλά ερωτήματα για το ποιος είναι αυτός ο παππούλης. Όμως μαζί με τα πολλά ερωτήματα είχα και μία απάντηση στην ερώτηση ‘έχω εγώ πατέρα;’.

 Φυσικά και είχα απλά δεν ήξερα πως τον λένε. Ζήτησα βοήθεια από την μητέρα μου η οποία είναι κατηχήτρια και γνωρίζει πολλά σχετικά με τους αγίους και τους βίους τους. Όμως κανένας από όσους μου είπε δεν ανταποκρίνονταν στην περιγραφή που της έδινα. Ήξερα μόνο ότι είχε γκρίζα γένια, ήταν παππούλης, κοντός και σκυθρωπός και κατά πάσα περίπτωση ξένος μιας και η εκκλησία δεν έμοιαζε ελληνορθόδοξη, ούτε οι οι υπόλοιποι προσκυνητές ήταν Έλληνες, ούτε ο παππούλης μου μίλησε στα ελληνικά. Η μητέρα μου με συμβούλευσε να προσευχηθώ σε εκείνον για να μου αποκαλύψει ποιος είναι.




 Η απάντηση στην προσευχή μου δεν ήρθε μέσα από όνειρο αυτήν την φορά αλλά από ένα δώρο γενεθλίων που μου έκανε ο πνευματικός μου πατέρας ( στον οποίο δεν είχα πει καν το όνειρο). Άνοιξα το δώρο και διαπίστωσα πως ήταν ένα βιβλίο. Όταν το άνοιξα είδα τον την ΄παράξενη εκκλησία' (παράξενη για εμένα γιατί ήταν ρωσική) την οποία είχα δει στον ύπνο μου, την εικόνα του αγίου, την λάρνακα του, καθώς και τον παππούλη! Έτσι έμαθα το όνομα του .... Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, προστάτης των ορφανών. Έτσι έμαθα το όνομα του πατέρα μου, τον πατέρα όλων των ορφανών, των θλιμμένων, των αδυνάτων, των φτωχών των αδικημένων. Ο άγιος δεν με αφήνει ποτέ μόνη αλλά είναι πάντα κοντά μου και παρουσιάζεται πολλές φορές στα όνειρα μου για να με στηρίξει, να με παρηγορήσει και να με συμβουλεύσει στις δύσκολες στιγμές.

Ο Θεός μου πήρε τον πατέρα μου αλλά φρόντισε να μου στείλει έναν άφθαρτο ( το άφθαρτο σκήνωμα του αγίου βρίσκεται στον Σαν Φρανσίσκο) ο οποίος βρίσκεται και στην γη και μας θυμίζει ότι όποιος ακολουθεί τον Χριστό δεν έχει λόγο να φοβάται τον θάνατο ... εκείνος δεν τον έφθειρε. Πως είναι δυνατόν ο ναός μιας άγιας ψυχής να γίνει πάλι χώμα;





Αισθάνομαι τυχερή αλλά ταυτόχρονα , έχω την ευθύνη, από την στιγμή που ο θεός επέτρεψε σε εμένα την πιο αμαρτωλή να συμβεί αυτό, να μάθουν τον Άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι και μαζί με την δική μου αλλαγή, να φέρει αλλαγή και σε πολλούς άλλους ανθρώπους που αυτήν την στιγμή που διαβάζουν τα λόγια αυτά αναζητούν ένα καταφύγιο και μια πατρική αγκαλιά. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ως δεκαπεντάχρονη ήταν να φτιάξω μία σελίδα στο facebook με όνομα SAINT JOHN MAXIMOVITCH( ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ) που σήμερα αριθμεί πάνω από 3000 μέλη. Στην αγκαλιά που μου χάρισε εκείνος, χωράμε πολλοί!

http://proskynitis.blogspot.gr/

Π.ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ: O ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΡΑΣΤΗΚΕ ΤΟΝ ΘΕΟ!

Π.ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ: O ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΠΟΥ ΚΑΤΑΡΑΣΤΗΚΕ ΤΟΝ ΘΕΟ!

1

Ο ιερομόναχος πατήρ Σεραφείμ Ρόουζ, κατά κόσμον Ευγένιος (Γιουτζήν), γεννήθηκε το 1934 σε μια τυπική αμερικάνικη οικογένεια στο Σαν Ντιέγκο (ΗΠΑ). Έφηβος ακόμη, άρχισε να ψάχνει την αλήθεια και, καθώς δεν την έβρισκε άρχισε να επαναστατεί. Έχοντας θεωρήσει τα διάφορα αμερικανικά χριστιανικά δόγματα, ψεύτικα, επιδόθηκε στη μελέτη του Νίτσε που τον επηρέασε…Από την αθεΐα, που οδηγήθηκε, κατέληξε στην απόγνωση, που ο ίδιος την περιέγραφε ως «ζωντανή κόλαση». Το ψυχικό κενό τον οδήγησε στο ποτό.

Ο πόνος του προερχόταν από την αίσθηση ότι ο Θεός τον καταδίωκε, γι’ αυτό μεθούσε και Του φώναζε, να τον αφήσει ήσυχο! Κάποτε μεθυσμένος στάθηκε σε μια βουνοκορφή, σήκωσε τη γροθιά του στον ουρανό, καταράστηκε τον Θεό και Τον προκάλεσε να τον στείλει στην κόλαση!Πίστευε ότι από την κατάσταση της απέλπιδος αθεϊας που είχε βυθιστεί ήταν προτιμότερη η κόλαση, αφού θα επιβεβαιωνόταν ότι ο Θεός υπάρχει…

Στη δεκαετία του 50, ο Ευγένιος έγινε οπαδός του Βουδισμού, ενώ έμαθε κινέζικα, ώστε να μελετήσει αρχαία ανατολικά κείμενα στο πρωτότυπο, ψάχνοντας την αλήθεια. Ωστόσο σε λίγα χρόνια, κατάλαβε ότι ο βουδισμός τον βύθισε σε μεγαλύτερο κενό. Συνέχισε ν’ αναζητά την αλήθεια αλλού, ανάμεσα σε αρχαίες θρησκείες και παραδόσεις, και σε διαφορετικά μονοπάτια.

ΘΥΡΑ ΑΛΗΘΕΙΑΣ: Κάποτε επισκέφθηκε μια ορθόδοξη εκκλησία. Έγραψε αργότερα γι’ αυτή την εμπειρία: “Όταν επισκέφθηκα μια ορθόδοξη εκκλησία για πρώτη φορά, μου συνέβη κάτι που σε κανένα βουδιστικό ή άλλο ανατολικό ναό δεν είχα νοιώσει. Κάτι μέσα στην καρδιά μου μου είπε ότι γύρισα σπίτι. Η έρευνα μου για την αλήθεια είχε τελειώσει. (…) Έτσι, γνώρισα τον Χριστό”.

Ο Ευγένιος βρίσκοντας την Αλήθεια, αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή του ζώντας γι’ αυτή και μεταδίδοντάς την σε άλλους. Μαζί μ’ ένα Ρώσο, που ονομαζόταν Γκλέμπ, συγκρότησαν την αδελφότητα “Άγιος Γερμανός της Αλάσκας”. Ζούσαν μαζί αφιερωμένοι στην ιεραποστολή. Για πνευματικό τους διάλεξαν τον Άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς, και με την βοήθειά, τις προσευχές και τις ευλογίες του, συγκρότησαν την ιεραποστολική αδελφότητα. Ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς είχε ήδη προφητέψει, ότι σε λίγα χρόνια στην Καλιφόρνια θα γινόταν ένα ορθόδοξο ιεραποστολικό μοναστήρι. Ο Ευγένιος λοιπόν και ο Γκλέμπ άνοιξαν ένα βιβλιοπωλείο στα πλαίσια της ιεραποστολής τους, ενώ νυχθημερόν μετέφραζαν θρησκευτικά κείμενα Πατέρων, που ποτέ δεν είχαν μεταφραστεί στην αγγλική, ενώ παράλληλα τα τύπωναν μ’ ένα χειροκίνητο τυπογραφικό μηχάνημα που αγόρασαν, για να διαδώσουν την Ορθοδοξία στην περιοχή και ακόμα παραπέρα.

ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΖΩΗ: Επειδή όμως γρήγορα ο κόσμος τους κούρασε, και επειδή οι ψυχές τους λαχταρούσαν να ανέβουν υψηλότερα, πιο κοντά στο Θεό, εγκαταλείπουν την πόλη και μεταφέρουν το τυπογραφείο τους σε μια ερημιά της βόρειας Καλιφόρνιας, όπου δεν υπήρχε τίποτε άλλο πέρα από τη φύση.

Εκεί, χωρίς νερό τρεχούμενο, χωρίς ρεύμα και τηλέφωνο, άρχισαν να ζουν σαν ασκητές παλαιών χρόνων, με συντρόφους αρκούδες, νυχτερίδες, φίδια και άλλα ζώα της ερημιάς. Το 1970, οι δυο φίλοι, προχωρώντας πνευματικά, αφιερώθηκαν εξ’ ολοκλήρου σ’ Εκείνον και εκάρησαν μοναχοί.

Ο Ευγένιος έλαβε το όνομα Σεραφείμ, από τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ και ο Γκλέμπ έλαβε το όνομα Γερμανός, από τον άγιο Γερμανό της Αλάσκα. Οι δυο μοναχοί, μακριά από την κοσμική τύρβη, επιδόθηκαν στην άσκηση, ενώ μετέφραζαν συνεχώς ορθόδοξα κείμενα, Πατέρες, κηρύγματα, διδαχές για να υπάρχουν διαθέσιμα αγγλικά κείμενα και να τα μοιράζουν στον κόσμο κερδίζοντας ψυχές. Έτσι, εκπληρώθηκε η προφητεία του Αγίου Ιωάννου Μαξίμοβιτς.

Κάτω από το φως των κεριών, στο μικρό κελί του ο πατήρ Σεραφείμ έγραφε πολλά βιβλία για την πνευματικότητα του σύγχρονου ανθρώπου και μετέφραζε πατερικά κείμενα αγγλική γλώσσα. Μεταξύ των κορυφαίων έργων του είναι το: “Η ψυχή μετά το θάνατο” που βρίσκεται μεταφρασμένο στην Ελληνική στο διαδίκτυο. Εκείνα τα χρόνια, στις κομμουνιστικές χώρες, τα γραπτά του για τον πόνο και την ψυχή μετά τον θάνατο, που διαδίδονταν κρυφά, είχαν ανυπολόγιστη επίδραση σε εκατομμύρια ψυχές στην κομμουνιστική Ρωσία και αλλού, με κίνδυνο της ζωής όσων τα διακινούσαν, αφού όποιον συνελάμβαναν, μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε κάποια “ψυχιατρική” κλινική ή στη Σιβηρία, ή ακόμη και να τον εκτελέσουν. Το μήνυμα του π. Σεραφείμ για τον πόνο και τους διωγμούς εξαιτίας της πίστης στο Χριστό, συγκίνησε βαθια το σταυρωμένο από το άθεο καθεστώς λαό. Μέχρι και σήμερα στη Ρωσία τα έργα του π. Σεραφείμ είναι πασίγνωστα και απολαμβάνουν μεγάλη εκτίμηση.

ΙΕΡΕΑΣ – ΤΟ ΟΣΙΑΚΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΣ: Στο μεταξύ ο π. Σεραφείμ έγινε ιερέας [1977], με κύριο έργο του τις αναρίθμητες βαπτίσεις που έκανε. Ένας σύγχρονος απόστολος, που εκπλήρωσε το “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”. Με τις μεταφράσεις του και τις εκδόσεις του οδήγησε χιλιάδες Αμερικανούς στην Ορθοδοξία. Και με τις βαπτίσεις του έσωσε χιλιάδες ψυχές οδηγώντας τις στην αλήθεια. Το όνομά του, το έργο του, η δράση του εξαπλώθηκε και πέρα από την Αμερική.

Αρκούσαν λίγα χρόνια επίγειας ζωής για ν’ αναδείξουν στον ουρανό ένα μεγάλο άγιο που ο χρόνος και ο Θεός θα δικαιώσουν. Λέμε λίγα χρόνια επίγειας ζωής γιατί, ενώ ο π. Σεραφείμ έγραφε και βάπτιζε, ξαφνικά αρρώστησε βαριά. Το καλοκαίρι του 1982 αντιμετώπιζε φρικτούς πόνους. Όμως υπέμεινε χωρίς ίχνος γογγυσμού. Παρ’ όλο που πονούσε πολύ, δεχόταν τους προσκυνητές που έφταναν, για να τους δώσει συμβουλές, να τους απαλύνει τον πόνο, να προσφέρει μέχρι τελευταία στιγμή τον εαυτό του για την αγάπη του Θεού και του αδελφού. Κι ενώ δεν ήθελε να εγκαταλέιψει τη μονή, όταν μια μέρα έπεσε λιπόθυμος μέσα σε φρικτούς πόνους, οι πατέρες τον πήγαν στο νοσοκομείο, ενώ εκείνος ψιθύριζε συνεχώς “δόξα Σοι ο Θεός”.

Οι γιατροί εκεί, διαπίστωσαν ότι η σπάνια ανίατη αρρώστια του είχε προκαλέσει γάγγραινα στο παχύ έντερο. Οι γιατροί απορούσαν πώς δεν ούρλιαζε από τους πόνους και πώς άντεχε χωρίς νάρκωση. Τον έβαλαν αμέσως στο χειρουργείο. Εκεί διαπιστώθηκε ότι είχαν πειραχτεί και άλλα ζωτικά όργανα, και παρόλο που του αφαίρεσαν κομμάτι του εντέρου, δεν του έδιναν πιθανότητες ν’ αναρρώσει. Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία και κόσμος άρχισε να συρρέει ελπίζοντας όλοι σ’ ένα θαύμα. Ένιωθαν ότι έχαναν τον πατέρα, το στήριγμά, την ελπίδα τους. Καθώς το τέλος πλησίαζε, ο π. Γερμανός γι’ άλλη μια φορά, τον εξομολόγησε, τον κοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν τέλεσε το ευχέλαιο. Όταν του έτεινε το Ευαγγέλιο για να προσκυνήσει και ενώ ο π. Σεραφείμ βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, ανασηκώθηκε και αφού προσκύνησε το Ευαγγέλιο που με ζήλο υπηρέτησε και διέδωσε, εξουθενωμένος, έπεσε πάλι στην ίδια κωματώδη κατάσταση. Το τέλος του ήταν μαρτυρικό. Πάντα έλεγε ότι πρέπει να υποφέρουμε πόνους και μαρτύρια γιατί ο πόνος καθαρίζει την ψυχή και την φέρνει πιο κοντά στο Θεό. Όπως κι ο Χριστός μας υπέφερε πολλά για τη σωτηρία μας, έτσι και ο π. Σεραφείμ για την Αγάπη και την Αλήθεια Του, υπέφερε έως τέλους τους πόνους που τον οδήγησαν στην αγκαλιά του Νυμφίου του Χριστού, για ν’ απολαύσει στα ουράνια σκηνώματα του Παραδείσου, όσα ονειρεύτηκε από παιδί η άδολη ψυχήτου. Ήταν 2 Σεπτεμβρίου.

Αν και η θερμοκρασία ήταν σε υψηλά επίπεδα και παρόλο που το σκήνωμά του για τρεις ημέρες εκτέθηκε σε προσκύνημα, ωστόσο ευωδίαζε. Στο πρόσωπό του, το ταλαιπωρημένο από τους πόνους, απλώθηκε ένα μειδίαμα, αμέσως μόλις παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Κυρίου. Είδε με τα μάτια του, με την ψυχή του, την Αλήθεια, για την οποία έψαξε, αγωνίστηκε, έγραψε και θυσιάστηκε. Ας έχουμε όλοι την ευχή του.Ο Γιουτζήν έγινε μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας το Φεβρουάριο του 1962. Μεταλαμβάνοντας για πρώτη φορά τα Άγια Μυστήρια ένιωσε μια ουράνια, θείκή γεύση στο στόμα του, η οποία παρέμεινε για περισσότερο από μία εβδομάδα.

«Αληθινός Χριστιανισμός»........

«Αληθινός Χριστιανισμός»........




«Αληθινός Χριστιανισμός», δήλωσε σε μια διάλεξη, ο πατήρ Σεραφείμ Ρόουζ «δεν σημαίνει απλώς να έχεις τις σωστές απόψεις για τον Χριστιανισμό-αυτό δεν είναι αρκετό να σώσει την ψυχή κάποιου. Ό άγιος Τύχων του Ζαντόνσκ λέει: "Εάν έλεγε κάποιος ότι ή αληθινή πίστη είναι ή ακριβής τήρηση και ή ομολογία των ορθών δογμάτων, θα έλεγε την αλήθεια - για έναν πιστό είναι απολύτως αναγκαία ή ορθόδοξη τήρηση και ομολογία του δόγματος. Αλλά αυτή ή γνώση και ή ομολογία από μόνες τους δεν κάνουν έναν άνθρωπο πιστό και αληθινό χριστιανό. Ή τήρηση ή ομολογία του ορθόδοξου δόγματος μπορεί πάντα να βρεθεί στην αληθινή πίστη στον Χριστό, αλλά ή αληθινή πίστη στον Χριστό δεν μπορεί πάντα να βρεθεί στην ομολογία της Ορθοδοξίας... Ή γνώση του ορθού δόγματος είναι στον νου, και είναι συχνά άκαρπη, αλαζονική, και υπερήφανη... Ή αληθινή πίστη στον Χριστό εδράζεται στην καρδιά, και είναι καρποφόρα, ταπεινή, υπομονετική, αγαπητική, φιλεύσπλαχνη, συμπονετική, πεινασμένη και διψασμένη για δικαιοσύνη αποσύρεται από τις κοσμικές σφοδρές επιθυμίες και προσκολλάται μόνο στον Θεό, προσπαθεί και επιδιώκει πάντα αυτό πού είναι θεϊκό και αιώνιο, αγωνίζεται ενάντια σε κάθε αμαρτία, τον επιδιώκει συνεχώς και ικετεύει την βοήθεια του Θεού για αυτό". Και έπειτα αναφέρεται στον ιερό Αυγουστίνος, ό όποιος διδάσκει: "Ή πίστη ενός χριστιανού είναι στην αγάπη , πίστη χωρίς αγάπη είναι όμοια με αυτήν του διαβόλου" Ό απόστολος Ιάκωβος στην επιστολή του μας λέει ότι "και οι δαίμονες επίσης πιστεύουν και τρέμουν" (Ίακ. 2:19).


Ό άγιος Τύχων, επομένως, μας δίνει μια αφετηρία στον να κατανοήσουμε τί είναι Ορθοδοξία: είναι καταρχήν κάτι της καρδιάς όχι μόνο του νου, κάτι πού ζει και θερμαίνει, όχι κάτι θεωρητικό και ψυχρό κάτι που μαθαίνετε και ασκείται στη ζωή, όχι μόνο στο σχολείο.»


ΒΙΒΛ. Π. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΡΟΟΥΖ. Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ. ΤΟΜΟΣ Γ.


http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2011/06/blog-post_1429.html

Γέροντος Εφραίμ Βατοπαιδινού: «Η αναμαρτησία της Παναγίας».



«Ως έμψυχω Θεού κιβωτώ, ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμύητων», ψάλλουμε στην ενάτη ωδή πολλών Θεομητορικών εορτών. Πράγματι το μυστήριο περί του προσώπου και της ζωής της Θεοτόκου αποτελεί βιβλίο «κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά»1 για τους αμύητους, τους μη έχοντας την αποκάλυψη, την θεία Χάρη. Μυστήριο αληθινό και τολμηρό, θείο και ανθρώπινο· ανέγγικτο από τον χοϊκό άνθρωπο. Πώς μπορεί κάποιος να νοήσει τα υψηλότερα, τα περί της Θεοτόκου, αφού δεν έχει πείρα ούτε των κατωτέρων; Πώς μπορεί ο άνθρωπος που δεν έχει καθαρισθεί από τα πάθη να ομιλεί με αυθεντία περί θεώσεως;
Στα ευαγγέλια αποσιωπάται η ζωή της Παναγίας Παρθένου και μόνο λίγα μας αποκαλύπτονται. Πολλά όμως άλλα, όπως και την σημασία και έννοια των ευαγγελικών αναφορών, τα διδάσκει το Άγιο Πνεύμα με την Παράδοση της Εκκλησίας μας· τα αποκαλύπτει πολλές φορές η ίδια η Θεοτόκος στους πιστούς δούλους Της, στους Πατέρες της Εκκλησίας.
Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας, αλλά και να ζητήσω τις προσευχές σας, για να προχωρήσουμε με την Χάρη του Θεού στην ανάπτυξη του τόσο λεπτού και σημαντικού αυτού θέματος, πού άπτεται του προσώπου της Παναγίας μας, άλλα έχει σχέση και με την δική μας πνευματική ζωή.
Εξαρχής η Εκκλησία δεν επιχείρησε να διατυπώσει ιδιαίτερα δόγματα για την Παναγία. Δόγματα διατύπωσε μόνο για τον Τριαδικό Θεό (Τριαδικό δόγμα) και τον ενανθρωπήσαντα Λόγο (Χριστολογικό δόγμα). Η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας για την Παναγία διατυπώθηκε βαθμηδόν σε άμεση σχέση με την Χριστολογία. Μόνο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διατύπωσε ιδιαίτερα δόγματα για την Παναγία (ασπόρου συλλήψεως, ενσωμάτου μεταστάσεως). Έτσι ο Μέγας Βασίλειος μέσα στην προοπτική της αρχαίας Πατερικής Παραδόσεως, απευθυνόμενος προς αυτούς πού αμφισβητούσαν την μετά τόκον παρθενία της Θεοτόκου, μετατόπιζε την σπουδαιότητα του θέματος στην παρθενική Γέννηση του Χριστού, και έλεγε ότι η παρθενία ήταν αναγκαία ως την ενανθρώπηση, για το ύστερα ας μην είμαστε περίεργοι λόγω του μυστηρίου πού περικλείεται2.
Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας πού η διδασκαλία του για τον όρο «Θεοτόκος» θεμελιώθηκε από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο3 και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αποτελούν δύο βασικούς σταθμούς στην ανάπτυξη της δογματικής διδασκαλίας για την Παναγία. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι από την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο και ύστερα η αφομοίωση της δογματικής διδασκαλίας για την Θεοτόκο ήταν πολύ αργή.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον 14ο αιώνα, πού χαρακτηρίστηκε ως αιώνας του χριστιανικού ανθρωπισμού για το Βυζάντιο, σε αντίθεση με τους προγενεστέρους Πατέρες ήταν ίσως ό πρώτος, πού τόνισε την ανθρωπολογική σπουδαιότητα του προσώπου της Θεοτόκου, χωρίς βέβαια να αγνοεί την Χριστολογική σπουδαιότητα της ή να παύει να την προϋποθέτει. Μίλησε εκτενώς για το πρόσωπο και την ασκητική ζωή της Παρθένου! Την παρουσίασε ως ησυχάστρια μέσα στα Άγια των Αγίων και την πρόβαλε ως πρότυπο πνευματικής τελειώσεως4. Αυτός απέδειξε ότι πρώτη η Παναγία είδε τον αναστάντα Χριστό. Κατά τον άγιο Γρηγόριο αύτη ήταν η μόνη «κυρίως φερωνύμως παρθένος»· είχε αποκτήσει την τελεία αγνεία, ήταν παρθένος στο σώμα και την ψυχή και δεν μπορούσε να αγγίξει κάποιος μολυσμός ούτε τις αισθήσεις του σώματος της ούτε τις δυνάμεις της ψυχής της5.
Την γραμμή αυτήν του Παλαμά ακολούθησε και ο σχεδόν σύγχρονος του άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Αυτός γράφει ότι «προξενεί έκπληξη όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και σε αυτούς τους αγγέλους, το πώς, ενώ η Παρθένος ήταν μόνο άνθρωπος και δεν είχε τίποτε περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους, μπόρεσε να διαφύγει, μόνη αύτη, την κοινή αρρώστια (δηλ. την αμαρτία)»6. Αύτη ήταν η «πρώτη και μόνη της αμαρτίας καθάπαξ απηλλαγμένη»7.
Ακολουθεί ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, ο όποιος κάνοντας μία συνθετική θεολογία με βάση όλους τους προγενέστερους Πατέρες διακηρύττει: «Αν καθ’ υπόθεσιν όλοι οι άνθρωποι, και τα λοιπά κτίσματα ήθελον γείνη κακά, μόνη η Κυρία Θεοτόκος ήτον ικανή να ευχαρίστηση τον Θεόν» και ότι «όλος ο νοητός και αισθητός κόσμος έγεινε δια το τέλος τούτο, ήτοι δια την Κυρίαν Θεοτόκον, και πάλιν η Κυρία Θεοτόκος, έγεινε δια τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν»8. Στην δε ερμηνεία του Εις την θ’ ωδήν της Θεοτόκου Μαρίας γράφει ότι «η Θεοτόκος ήταν ανωτέρα κάθε προαιρετικού αμαρτήματος συγγνωστού τε και θανάσιμου, μέχρι και προσβολής αυτής πονηρού λογισμού»9.
Τελευταίο σταθμό αποτελεί ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, πού μαρτυρεί εν Πνεύματι Αγίω ότι «η Θεομήτωρ ουδέποτε ήμαρτεν, ουδέ δια σκέψεως»10.
Ο Χριστός δεν αμάρτησε, γιατί ως θεία Υπόσταση δεν μπορούσε να αμαρτήσει. Είχε την απόλυτη και κατά φύση αναμαρτησία. Το «ουδείς αναμάρτητος, ει μη ο Θεός»11 αναφέρεται σε αυτήν την κατά φύση αναμαρτησία της Αγίας Τριάδος, και φυσικά του Χριστού ως δευτέρου προσώπου Της. Η Θεοτόκος δεν αμάρτησε, αν και μπορούσε να αμαρτήσει. Δεν ήταν αναμάρτητη κατά φύση αλλά κατά θέληση.
Η Παναγία είχε πραγματική, τελεία και όχι σχετική12 αναμαρτησία στα έργα, στους λόγους και στους λογισμούς της. Ούτε «βρισκόταν σε ύφεση η αμαρτία στην Θεοτόκο»13, ούτε η απαλλαγή της από την αμαρτία έγινε μετά την Πεντηκοστή ή έστω μετά τον Ευαγγελισμό14. Επιπλέον δεν αρκεί να ομολογεί κάποιος ότι η αμαρτία υπήρχε σε Αυτήν δυνάμει και όχι ενεργεία, χωρίς να επεξηγείται αυτό το «δυνάμει» ως ανενέργητο στις πράξεις, τους λόγου και τους λογισμούς.15 Ακόμη και αυτή η «κατά Χάριν αναμαρτησία»16 είναι αποδεκτή με την προϋπόθεση ότι με την συνεργεία της θείας Χάριτος η Θεοτόκος παρέμεινε αναμάρτητη από την γέννηση της ως και την κοίμηση της, και όχι ότι «η ακαταγώνιστος (irresistibilis) Χάρις» επέβαλλε την αναμαρτησία μετά τον Ευαγγελισμό. Αυτά προβάλλουν πολλοί σύγχρονοι «ημέτεροι» θεολόγοι πού απαντούν στις Ρωμαιοκαθολικές δοξασίες για την Θεοτόκο με προτεσταντίζουσα θεολογία. Αν οι παλαιοί αλλά και οι σύγχρονοι αιρετικοί αμφισβητούν την αναμαρτησία του Χριστού17, πόσο μάλλον της Θεοτόκου;
Δεν μπορεί με την αντίρρηση και την διανοητική θεολόγηση να ανατραπεί κάποια αιρετική δοξασία, αλλά μόνο με την εμπειρική γνώση της ορθόδοξης Πατερικής θεολογίας. Ακραιφνής εκφραστής των δογμάτων της Εκκλησίας είναι αυτός πού έχει αναπτυγμένη στο έπακρο την νοερά και την λογική του ενέργεια18, αυτός πού έχει αποκτήσει δογματική συνείδηση. Αυτή κατά τον μακάριο Γέροντα Σωφρόνιο «είναι καταστάλαγμα μακροχρονίου πείρας της Χάριτος, ουχί δε διανοητικής εργασίας»19. «Είναι η βαθεία ζωή του πνεύματος, και ουχί η αφηρημένη γνώσις», πού αφομοιώνεται μετά από παρέλευση πολλών ετών εναλλαγής πνευματικών καταστάσεων επισκέψεως και άρσεως της Χάριτος20.
Η Υπεραγία Θεοτόκος σύμφωνα με την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι «αειπάρθενος». Δηλαδή παρθένος προ του τόκου, εν τω τόκω και μετά τον τόκον. Αυτή η παρθενία δεν έγκειται μόνο στην σωματική της καθαρότητα, αλλά κυρίως στην ψυχική. Διότι «η παρθενία ως απλή βιολογική κατάσταση δεν έχει καμμία θεολογική ή σωτηριολογική σπουδαιότητα»21. Δηλαδή το «αειπάρθενον» της Θεοτόκου ταυτίζεται με την τελεία καθαρότητα, την αναμαρτησία22. Αναμαρτησία προ του τόκου, εν τω τόκω και μετά τον τόκον. Η αναμαρτησία της δεν προέρχεται από άσπιλη σύλληψη της (Conceptio Immaculata)23, όπως κακώς δογμάτισε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με τον πάπα Πίο Θ’ το 1854, αλλά από την ελεύθερη προσωπική της αποστροφή προς την αμαρτία.
Η Παρθένος συνελήφθη «σωφρόνως εν τη νηδύι της Άννας εξ Ιωακείμ». Το ότι συνελήφθη σωφρόνως σημαίνει ότι ο τρόπος της συλλήψεως ήταν αγνός και ανήδονος. Για να είχε όμως η Παρθένος άσπιλη σύλληψη, έπρεπε να είχε γεννηθεί παρθενικώς όπως και ο Χριστός24. Η Πανάμωμος Παρθένος είναι η μόνη από το ανθρώπινο γένος που διατήρησε αμόλυντο και φωτεινό το «κατ’ εικόνα». Με την αγαθή προαίρεση και την άσκηση Της εργαζόταν εν ελευθερία όλες τις θεοειδείς αρετές σε μέγιστο βαθμό. Μόνο στην Παρθένο έχουμε πλήρη αρμονία φύσεως και υποστάσεως. Έχουμε ένωση της γνώμης, της προαιρέσεως με τον λόγο της φύσεως, οπότε κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή γίνεται «η του Θεού προς την φύσιν καταλλαγή»25. Το θέλημα της ταυτιζόταν εντελώς με το θέλημα του Θεού. Είχε δώσει όλη την προαίρεση της στον Θεό.
Γι’ αυτό μπορούσε να πει με μεγαλειώδη ταπείνωση στον Ευαγγελισμό της: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου»26. Όταν της εξηγήθηκε ότι η σύλληψη θα γίνει εν Πνεύματι Αγίω στην παρθενική μήτρα της, τότε συμφώνησε, αποδέχτηκε την άρρητη οικονομία του Θεού. Μόνο κάποιος πού θα είχε πραγματοποιήσει βίο πανάμωμο και αμόλυντο, μόνο κάποιος πού θα είχε δείξει ιδιαίτερη, ξεχωριστή και μεγαλειώδη έφεση προς τον Θεό, πού θα είχε αποκτήσει τέτοιο θείο ερωτά, όσο κανένα άλλο δημιούργημα, θα μπορούσε να δεχθεί αυτήν την ακατάληπτη οικονομία του Θεού χωρίς αμφιβολίες. Η αγία Παρθένος δέχτηκε με ταπείνωση και απλότητα τον έπαινο του Γαβριήλ και το μήνυμα της θείας ενανθρωπήσεως, γιατί ήταν αύτη η μόνη πρόσφορη για την υψηλή τιμή και αποστολή πού της έδινε ό Θεός27.
Εδώ ακριβώς έγκειται ο κεντρικός και ενεργητικός ρόλος της στο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Θεού και της σωτηρίας του ανθρώπου. Προετοίμασε τον εαυτό της με τον πανάγιο βίο της έτσι ώστε να ελκύσει τον Θεό από τον ουρανό στην γη. Η Αειπάρθενος Μαρία δεν ήταν η καλύτερη γυναίκα στην γη, ούτε άπλα η καλύτερη γυναίκα όλων των εποχών, αλλά ήταν η μοναδική πού θα κατέβαζε τον ουρανό στην γη, θα έκανε τον Θεό άνθρωπο. «Μόνη γαρ Θεού και παντός ανθρωπείου γένους στάσα μεταξύ, τον μεν Θεόν εποίησεν υιόν ανθρώπου, υιούς δε Θεού τους ανθρώπους απειργάσατο, την γην ουρανώσασα και το γένος θεώσασα»28.
Αν είχε διαπράξει αμαρτίες -έστω και μόνο με τον λογισμό- η Παρθένος πριν από τον Ευαγγελισμό, πώς θα μπορούσε να έλθει, να σαρκωθεί, να ενωθεί ο Αγαθός, ο Άγιος Θεός με κάτι πού δεν θα ήταν αγαθό και άγιο, άλλα θα είχε πείρα της αμαρτίας; Η θεοχώρητος Παρθένος έζησε επί γης σαν να μην είχε σχέση με την αμαρτία πού είχε διαπραχθεί στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας την παρομοιάζει με την κιβωτό του Νώε, πού έλαβε μέρος και μάλιστα σωστικό κατά τον Κατακλυσμό, αλλά δεν είχε καμμία σχέση με τους ανθρώπους της εποχής του Νώε29.
Η Παρθένος γεννημένη από ανθρώπους -τον Ιωακείμ και την Άννα- ήταν κληρονόμος και φορέας του προπατορικού αμαρτήματος, στις συνέπειες του, την θνητότητα, τα αδιάβλητα πάθη30· παίρνοντας από τον Θεό τόση βοήθεια, όση έδωσε ο Θεός και σε όλους τους άλλους ανθρώπους έζησε αναμάρτητα, προ του τόκου. Από αυτό το αναμάρτητο σώμα και την αναμάρτητη ψυχή, τον ενιαίο δηλαδή αναμάρτητο άνθρωπο, πήρε ό Υιός και Λόγος του Θεού αναμάρτητο σώμα και αναμάρτητη ψυχή και έγινε άνθρωπος, μόνος Αυτός με άσπιλη σύλληψη.
Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «φύσει αναμάρτητον και θελήσει αυτεξούσιον»31. Λόγω κακής χρήσεως του αυτεξουσίου εισήλθε η αμαρτία στον άνθρωπο και τον κυρίευσε. Κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα ο Κύριος γνώριζε ότι ο άνθρωπος μπορεί να του προσφέρει καθαρή και αγνή την ανθρώπινη φύση -όπως τότε πού την πρωτοδημιούργησε- για να πάρει από αυτήν την Μητέρα Του32. Ο Θεός περίμενε να δημιουργηθεί «η μόνη Αγνή και Άχραντος Παρθένος», για να εκπληρώσει την προ καταβολής κόσμου οικονομία Του. Δεν μεταβάλλει τα σχέδια Του, δεν αναιρεί τα δημιουργήματα Του, γιατί αυτό θα έδειχνε ότι κάτι δεν «εποίησε λίαν καλά»33.
Βέβαια και ο τοκετός της Θεοτόκου ήταν αναμάρτητος, αφού ήταν υπερφυσικός, «άνευ ωδίνων». Άλλα και μετά τον τόκο της έζησε αναμάρτητα, αφού μάλιστα ενοίκησε σε αυτήν «πάν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς»34. Από την στιγμή της «επισκιάσεως της δυνάμεως του Υψίστου»33, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, κατά τον Ευαγγελισμό, η Παναγία Παρθένος λαμβάνει μία συνεχή αύξηση αγιασμού, η οποία δεν σταματά, δεν διακόπτεται. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς γράφει: «Αγία μεν γαρ ει συ, φησί, και κεχαριτωμένη, Παρθένε· Πνεύμα δε πάλιν Άγιον επελεύσεται επί σε δι’ αγιασμού προσθήκης υψηλοτέρας ετοίμαζον και προκατάρτιζον την εν σοι θεουργίαν»36. Στοιχώντας στον Παλαμά ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ θεωρεί ότι κατά την στιγμή του Ευαγγελισμού έχουμε για την Παρθένο «πρόωρη Πεντηκοστή». Κατά τον Ευαγγελισμό δηλαδή συμβαίνει στην Παρθένο η κάθαρση πού λέγουν οι Πατέρες38, όχι κάθαρση από προσωπικά αμαρτήματα πού δεν υπήρχαν, αλλά «προσθήκη χαρίτων39.
Όσοι δεν αποδέχονται την αναμαρτησία της Θεοτόκου προσπαθούν να στηρίξουν την άποψη τους σε ορισμένα αγιογραφικά χωρία και περιστατικά, πού δυστυχώς τα παρερμηνεύουν. Έτσι κατά τον γάμο στην Κανά της Γαλιλαίας40 υποστηρίζουν ότι η Θεοτόκος «εκινήθη “εκ της ασθενείας της κενοδοξίας”», επειδή «ηνώχλησεν ακαίρως τον Κύριον όταν αρχικά αρνήθηκε ο Χριστός να κάνει το θαύμα καθώς τον προέτρεπε η Μητέρα Του»41. Άλλα νομίζουμε ότι εδώ ακριβώς φανερώνεται το μέγεθος της παρρησίας της Θεοτόκου, γιατί ο Χριστός παρά την αρχική Του άρνηση υπήκουσε στην Παναγία και έκανε το θαύμα42. Κάτι παρόμοιο συνέβη στο σχετικό θαύμα με μία από τις επτά θαυματουργές εικόνες πού φυλάσσονται στην Μονή μας, την Παναγία την Παραμυθία43. Για την περίπτωση κατά την οποία ο Χριστός μιλούσε στα πλήθη, ενώ η Μητέρα Του και οι νομιζόμενοι αδελφοί Του ήθελαν να του μιλήσουν και είπε ο Χριστός, ότι «όστις αν ποίηση το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς, αυτός μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστίν»44, υποστηρίχθηκε ότι με την απάντηση του ο Κύριος «κατήσχυνεν ήρεμα τον φιλόδοξον αυτής σκοπόν και το τυραννικόν πάθος της κενοδοξίας απήλασεν»45. Ο Χριστός όμως εδώ, όπως και σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις Του, δεν δείχνει οποιαδήποτε συναισθηματική προσκόλληση προς την Μητέρα Του, γι’ αυτό εξάλλου και στα ευαγγέλια δεν φαίνεται ποτέ να την αποκάλεσε «Μητέρα». Γιατί, οποίος δεν έχει βιώσει την εν Πνεύματι Αγίω αγάπη, μπορεί να παρερμηνεύσει αυτήν ως συναισθηματική. Υπάρχει όμως τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο ειδών αγάπης· όση η διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Επίσης ο Χριστός δεν ήθελε να έχει ως μαρτυρία για το έργο Του, την Μητέρα Του, γιατί, αφού απευθυνόταν κυρίως στους απίστους και σκληροτράχηλους Ιουδαίους, η μαρτυρία της θα ήταν ύποπτη. Κάτι τέτοιο προβάλλει και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, όταν εξηγεί, γιατί οι ευαγγελιστές δεν ανέφεραν ρητώς ότι ο αναστάς Χριστός εμφανίσθηκε πρώτα στην Παναγία Μητέρα Του46.
Ισχυρίζονται ακόμη κατά την σταύρωση του Χρίστου ότι «η ρομφαία πού διήλθε»47 την καρδία της Θεοτόκου οφειλόταν στην απιστία της και ότι σκανδαλίσθηκε και κλονίσθηκε με τον ατιμωτικό θάνατο του Χριστού48. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης όμως γράφει: «Ημείς δεν φθάνομεν εις το πλήρωμα της αγάπης της Θεοτόκου, και δια τούτο δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν πλήρως το βάθος της θλίψεως αυτής. Η αγάπη αυτής ήτο τελεία. Ηγάπα απείρως τον Θεόν και Υιόν αυτής, άλλ’ ηγάπα και τον λαόν αγάπη μεγάλη. Και τί ησθάνετο αρά γε, ότε εκείνοι, τους οποίους αύτη τοσούτον ήγάπα και των οποίων την σωτηρίαν έπόθει έως τέλους, εσταύρουν τον ηγαπημένον Υιόν αυτής; Δεν δυνάμεθα να συλλάβωμεν τούτο, διότι ολίγη είναι η αγάπη ημών δια τον Θεόν και τους ανθρώπους»49.
Βέβαια για να φανεί ότι η Θεοτόκος ήταν άνθρωπος και όχι θεά, γιατί ο Νεστόριος και άλλοι αιρετικοί έλεγαν, «υπό ανθρώπου δε Θεόν τεχθήναι αδύνατον»50, ο ευαγγελιστής Λουκάς μας διέσωσε το περιστατικό κατά το όποιο η Παναγία, όταν επέστρεφε από την Ιερουσαλήμ, δεν γνώριζε πού ήταν το παιδί της, ο Χριστός, και τον έψαχνε μαζί με τον Ιωσήφ τον μνήστορα επί τρεις ήμερες51. Τούτο όμως φανερώνει ένα αναμάρτητο σφάλμα και ότι δεν είχε την επί γης παγγνωσία, αφού ήταν άνθρωπος”.
Η Θεοτόκος δεν είχε ούτε συγγνωστά αμαρτήματα. Είχε τέλεια αναμαρτησία σε ό,τι άφορα τα έργα, τους λόγους και την κατά διάνοια αμαρτία53. Αυτό πραγματοποιήθηκε, γιατί από την γέννηση ως την κοίμηση της είχε αδιάλειπτη και αισθητή κοινωνία με την θεία Χάρη. «Ολόκληρη η ζωή της υπήρξε μία αδιάκοπη υπέρβαση της κλίσεως προς το κακό, μία διαρκής πορεία ανόδου και προόδου στην αρετή. Η Παναγία με τον άγιο βίο της υπερέβη το στάδιο της ασκήσεως και της καθάρσεως»54. Ο άγιος Σιλουανός γράφει αποκαλυπτικά: «Η Θεομήτωρ ουδέποτε απώλεσε την Χάριν», γι’ αυτό «ουδέποτε ημάρτησεν, ουδέ δια λογισμού»55.
Ο τρόπος θεωρήσεως του άνθρωπου, η μαρτυρία και η ομολογία του για το πρόσωπο και την αναμαρτησία της Κυρίας Θεοτόκου φανερώνουν και την εσωτερική πνευματική του κατάσταση. Βέβαια οι Προτεστάντες και οι Ρωμαιοκαθολικοί στέκουν στα δύο άκρα της υποτιμήσεως και υπερτιμήσεως του προσώπου της Παναγίας αντίστοιχα. Όμως και μέσα στον χώρο της Ορθοδοξίας οι ηθικιστές από την μια και οι νοησιαρχικοί από την άλλη έχουν σίγουρα λανθασμένη αντίληψη για την Υπεραγία Θεοτόκο, γιατί δεν στηρίζονται στην εμπειρική, υπαρξιακή κοινωνία μαζί της56. Οι ηθικιστές αποδέχονται την σωματική παρθενία της Θεοτόκου, όχι όμως και την πνευματική, γιατί πάντοτε μένουν στα «έξωθεν του ποτηριού»57. Οι νοησιαρχικοί δεν πιστεύουν στην αναμαρτησία της Παναγίας, γιατί δεν μπορεί να το αποδεχθεί αυτό η ευφυέστατη μεν και οξυδερκής, πεπερασμένη δε και αφώτιστη διάνοια τους. Ο μακάριος Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, αυτός ο εμπειρικός θεολόγος, θεόπτης και κατ’ εμέ ο μεγαλύτερος θεολόγος του 20ου αιώνα, ομολογεί: «Ουδείς των ανθρώπων υπήρξεν άνευ αμαρτίας, εκτός της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας»”8, «δι’ αυτής δε και χάριν αυτής η ιστορία του κόσμου εισήλθεν εις νέαν τροχιάν, ασυγκρίτως μεγαλειωδεστέραν παντός ό,τι υπήρχε προς αυτής»59. Αν κάποιος θεωρεί ότι η θέωση του ανθρώπου είναι ένα ηθικό γεγονός60 και όχι μία οντολογική κατάσταση πώς μπορεί να διεισδύσει, να εμβαθύνει στο μυστήριο της Θεοτόκου;
Βέβαια «η βαθύτερη εμπειρία της Μητέρας του Κυρίου είναι κρυμμένη από εμάς και κανείς ποτέ δεν είναι δυνατόν να συμμερισθεί αυτήν την μοναδική εμπειρία»61. Δεν μπορούσε και ούτε μπορεί κάποιο δημιούργημα να γίνει τελειότερο από αυτήν, ούτε η ίδια μπορούσε να γίνει τελειότερη απ’ ότι είναι. Κατά τον άγιο Αυγουστίνο «τρία δεν ηδυνήθη να κάμη τελειότερα ο Θεός, παρά πάσαν την παντοδυναμίαν Του. Την Σάρκωσιν, την Παρθένον και την μακαριότητα των δικαίων εν τη μελλούση ζωή»62.
Η Παναγία μας μέσα στην ορθόδοξη Λατρεία για το «θεότευκτο, πνευματικό κάλλος της, το αμήχανο και απερίγραπτο»63 την παναγιότητα, την αναμαρτησία της μεγαλύνεται με υπέροχους και θεολογικωτάτους ύμνους64, εγκωμιάζεται με υψηλούς, αποκαλυπτικούς και δυσπρόσιτους στην κοινή ανθρώπινη διάνοια λόγους65. Σε Αυτήν απευθύνονται πύρινες προσευχές66. Δεν αποδίδουμε την οφειλόμενη τιμή προς την Κυρία Θεοτόκο, αν ομολογούμε ότι ήταν άπλα ενάρετη και έζησε με ταπείνωση και υπακοή και δεν ομολογούμε το ανώτερο· ότι έζησε αναμάρτητα. Δεν ζηλοτυπεί ο Χριστός, δεν υποβιβάζουμε το πρόσωπο Του ως μοναδικό Δημιουργό και Σωτήρα του κόσμου67 αν ομολογούμε ότι η Παναγία Μητέρα Του είναι αναμάρτητη, όχι βέβαια κατά φύση άλλα κατά προαίρεση. Χρειάζεται να αποβληθεί η φοβία πού προέρχεται από προτεσταντίζουσα επιχειρηματολογία, ότι τιμώντας το πρόσωπο της Παναγίας την διαχωρίζουμε από τον Χριστό, από το μυστήριο της ενανθρωπήσεως. Τιμή και προσκύνηση προς την Παναγία δεν σημαίνει αποδοχή της Ρωμαιοκαθολικής Μαριολατρίας68. Η ορθόδοξη διδασκαλία για την Θεοτόκο ομιλεί και ερμηνεύει την ορθή θέση της μέσα στην Εκκλησία.
Ο πανάγιος βίος, η αναμαρτησία της Παρθένου, πού έγινε αφορμή για να γίνει Θεοτόκος πα! Θεομήτωρ εξηγούν αυτήν την ιδιαίτερη θέση Της, πού ομολογούμε ότι έχει μετά τον Θεό και πάνω από τους αγγέλους και τους αγίους. Με την υποστατική ένωση της θείας και ανθρωπινής φύσεως στο πρόσωπο του Χριστού και την δημιουργία της θεανθρωπίνης οικογενείας και κοινωνίας, η Παναγία γίνεται η Μητέρα της καινής κτίσεως.
Η Παναγία μας είναι το «μεθόριον μεταξύ κτιστής και ακτίστου φύσεως», η «μετά Θεόν θεός, η τα δευτερεία της Τριάδος έχουσα», η «τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξότερα ασύγκριτος των Σεραφείμ», η «αγία αγίων μείζων», αυτή πού «δύναται πάντα όσα θέλει» και μόνο σε αυτήν οφείλουμε «δουλική προσκύνηση, λατρευτική βέβαια προς τον Θεό και τιμητική προς τους αγίους»69. Γι’ αυτό, νομίζω, δεν θα είμαστε έκτος του πνεύματος των αγίων Πατέρων μας, αν απευθύνουμε το εφύμνιο προς την Παναγία μας: «Χαίρε, αναμάρτητε Θεόνυμφε Δέσποινα». Αμήν.
Υποσημειώσεις:
1. Άποκ. 5,1.
2. «Μέχρι γαρ της κατά την οικονομίαν υπηρεσίας αναγκαία η παρθενία, το δ’ εφεξής απολυπραγμόνητον τω λόγον του μυστηρίου». Μεγάλου Βασιλείου, Εις την αγίαν τον Χρίστου γέννησιν 5, ΡΟ31, 1468ΑΒ.
3. Βλ. Χρυσοστόμου Σταμούλη, Θεοτόκος και ορθόδοξο δόγμα. Σπονδή στη διδασκαλία τον αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θεσσαλονίκη 1996.
4. Ενώ οι Πατέρες του 4ου αιώνα πρόβαλαν ως πρότυπο τελειώσεως τον προφήτη Μωυση (βλ. αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί τον βίου Μωυσέως του νομοθέτου, η περί της κατ’ αρετήν τελειότητας, ΡG44, 297-429), ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς θέτει την Παρθένο ως πρότυπο τελειώσεως και παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς στις ομιλίες του και ιδιαίτερα στην Ομιλία 53, Γρηγορίου Παλαμά Όμιλίαι ΚΒ’, εκδ. Σοφ. Οικονόμου, Αθήνησι 1861, σ. 131-180.
5. Βλ. αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 14, ΡG 151, 172ΒC.
6. Βλ. αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Γέννησιν 6, έκδ. Π. Νέλλα, Αθήνα 41995, σ. 69.
7. Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Κοίμησιν 8, o.π., σ. 196.
8. Αγίου Νικόδημου Αγιορείτου, Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον, έκδ. «Ο άγιος Νικόδημος», Αθήναι χ.χρ, σ. 224. Πρβλ. αγίου Νικόδημου Αγιορείτου, Αόρατος Πόλεμος, έκδ. «Ο άγιος Νικόδημος», Αθήναι χ.χρ, κεφ. μθ’, σ. 165-166.
9. Αγίου Νικόδημου Αγιορείτου, Κήπος Χαρίτων, έκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 41992, σ. 200.
10. Άρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Άθωνίτης, Εσσεξ Αγγλίας 1999, σ. 492.
11. Αγίου Ιωάννου Δαμάσκηνου, Ιερά Παράλληλα, Τίτλ. ΙΓ’, ΡG 95, 1172ΑΒ.
12. Ενδεικτικά βλ. στην Δογματική του Π. Τρεμπέλα, όπου γράφει: «Ως προς δε την αναμαρτησίαν, την οποίαν η Δυτική Εκκλησία στηριζομένη ένθεν μεν επί του χαιρετισμού του αγγέλου, εν τω οποίω η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ως κεχαριτωμένη, ένθεν επί της ιδέας, ότι εάν δεχθώμεν, ότι αυτή εγένετο ένοχος αμαρτίας, τούτο θα επεσκίαζε την τιμήν του υιού της, δεχόμεθα ταύτην μόνον ως σχετικήν, ύφ’ ην έννοιαν ο μεν Παύλος λέγει περί εαυτού ότι «κατά δικαιοσύνην την εν νόμω εγένετο άμεμπτος». Τί υπονοεί εδώ ο μακαριστός καθηγητής με τον όρο «σχετική»; Αν είχε αμαρτήματα η Θεοτόκος ή όχι, δεν φαίνεται καθαρά. Πιο κάτω όμως αναφέρει ότι «μόνος ο ιερός Αυγουστίνος εκδέχεται την Θεοτόκον ως τελείως απηλλαγμένην προσωπικών αμαρτιών». Και συνεχίζει- «πολλοί όμως εκ των λοιπών Πατέρων και συγγραφέων αποδίδουσιν εις την Παρθένον όχι μόνον την δυνατότητα, όπως αμάρτη άλλα και ότι δεν ήτο απηλλαγμένη αδυναμιών και ατελειών τίνων (δηλ. παθών)». Κατόπιν φέρνει μεμονωμένα χωρία Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων (Ωριγένη, Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ζιγαβηνού), χωρίς όμως να εξετάζει τον λόγο, την αιτία πού έγραψαν κάτι τέτοιο, ούτε να τα συνδέει με την όλη διδασκαλία τους για την Θεοτόκο, όπου την «αποδεικνύει» εμπαθή! Βλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Β’, έκδ. Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήναι 21979, σ. 213-215. Επίσης βλ. δ.π., σ. 215-216, τον προτεσταντίζοντα τρόπο με τον όποιο θέλει να ανατρέψει τις καινοτομίες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για την Θεοτόκο, όπου μάλιστα παραξενεύεται, όταν ο L. Ott γράφει ότι «ουδεμία Χάρις μεταδίδεται εις τους ανθρώπους άνευ της ενεργού μεσιτείας αυτής». Δεν γνώριζε απ’ ότι φαίνεται ο κ. καθηγητής ότι με αυτό το σκεπτικό κατηγορείται και ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, που γράφει τα έξης αποκαλυπτικά: «Ουκούν αυτή μεθόριόν εστί κτίστης και ακτίστου φύσεως, και ουδείς αν έλθοι προς Θεόν, ει μη δι’ αυτής τε και του εξ αυτής τεχθέντος μεσίτου· και ουδέν αν εκ του Θεού των δωρημάτων, ειμή δια ταύτης, γένοιτο και αγγέλοις και ανθρώποις». Ομιλία 53, 23, Γρηγορίον Παλαμά Όμιλίαι ΚΒ’, έκδ. Σοφ. Οικονόμου, Αθήνησι 1861, σ. 159. 13. Βλ. Αμαλίας Σπουρλάκου-Εύτυχιάδου, Η Παναγία Θεοτόκος τύπος χριστιανικής αγιότητας, Αθήνα 1990, σ. 57 ύποσημ. 1. Δηλαδή η Παναγία δεν είχε πολλές αμαρτίες, ήταν μειωμένες! Η διατριβή αυτή γράφτηκε, όπως φαίνεται και από τον επεξηγηματικό υπότιτλο της, ως «Συμβολή εις την ορθόδοξον τοποθέτησιν έναντι της ρωμαιοκαθολικής Ασπίλου Συλλήψεως και των συναφών ταύτη δογμάτων». Η κα Σπουρλάκου στην προσπάθεια της να ανατρέψει το ρωμαιοκαθολικό δόγμα χρησιμοποιεί σε γενικές γραμμές προτεσταντίζουσα επιχειρηματολογία, σε πολλά σημεία φάσκει και αντιφάσκει χρησιμοποιώντας αστόχως πλήθος Πατερικών και μη χωρίων, κάνοντας έτσι όλη την μελέτη κάπως «φλύαρη» (σύνολο σελίδων 646). Ως προς το θέμα της αναμαρτησίας της Παναγίας δεν είναι ξεκάθαρη η θέση της. Για παράδειγμα, έκτος το «της αμαρτίας εν υφέσει», πού αναφερθήκαμε παραπάνω, στην αρχή της σελίδας 53, ενώ γράφει ότι η Παναγία «έλαβε την χάριν του μη αμαρτάνειν», στην ίδια σελίδα λίγο πιο κάτω γράφει ότι είχε ατέλειες και συγγνωστά ελαττώματα. Το συγγνωστό όμως ελάττωμα αμάρτημα είναι ουσιαστικά η συγκατάθεση στην κατά διάνοια αμαρτία. Επίσης βλ. σ. 628, όπου η αναμαρτησία της Θεοτόκου παρομοιάζεται (υποβιβάζεται ουσιαστικά) με αυτήν των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης και ότι η αγιότητα της Θεοτόκου «είναι εφικτή παντί τω έχοντι την αυτήν δεκτικότητα». Πρβλ. σ. 55, όπου γράφει «περι εξομοιώσεως και ταυτίσεως εκάστου χριστιανού μετά της (αγιότητας) της Θεομήτορος». Βέβαια δεν έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε λεπτομερή κριτική της διατριβής της κας Σπουρλάκου, αλλά νομίζουμε (και πιστεύουμε ότι δίχως την θέληση της) στην μελέτη αυτή υποβιβάζεται το πρόσωπο της Θεοτόκου. Ποιος μπορεί να φθάσει την αγιότητα της Υπεραγίας Θεοτόκου; Ή μήπως και αυτή θα κριθεί, όπως λέγουν οι Πεντηκοστιανοί; Διαφορετικό είναι να λέμε ότι η Θεοτόκος αποτελεί πρότυπο βίου για τον χριστιανό και άλλο είναι να θεωρούμε ότι μπορούμε να εξομοιωθούμε με αυτήν, να έχουμε την ίδια δεκτικότητα αγιότητος.
14. Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, «Μαρία», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 8, Αθήναι 1966, σ. 675, όπου ο κατά τα άλλα εμβριθής και πρωτοπόρος στις μελέτες του για την Θεοτόκο κ. καθηγητής (αυτόν ακολουθεί ο Π. Τρεμπέλας, σχεδόν αντιγράφει η Άμ. Σπουρλάκου) φοβούμενος ότι η τελεία αναμαρτησία της Παναγίας (όχι βέβαια κατά φύση αλλά κατά θέληση, κατά προαίρεση) προέρχεται από την άσπιλη σύλληψη πού προσβάλλει το αναμάρτητο του Κυρίου, μεταθέτει την αναμαρτησία της είτε μετά τον Ευαγγελισμό, είτε μετά την Ανάσταση, είτε μετά την Πεντηκοστή. Η φοβία του αυτή είναι αισθητή και στην μελέτη του Μαρία, η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, όπου στο κεφ. «Το αναμάρτητον της Θεοτόκου εξ επόψεως Ορθοδόξου», σ. 78 κ.έ. προβάλλει Σύρους και μονοφυσίτες θεολόγους ως υποστηρικτές του αγνοώντας την μετά τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό Πατερική Παράδοση. Ενώ θεωρεί ότι ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει περί καθαρότητας κα! αναμαρτησίας της Θεοτόκου «υπό λατινικήν σχολαστικήν επίδρασιν διατελών», βλ. o.π., σ. 86.
15. Βλ. Αμαλίας Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Παναγία Θεοτόκος τύπος χριστιανικής αγιότητος, Αθήνα 1990, σ. 57. Έξαλλου και ο ορθόδοξος χριστιανός μόλις βαπτισθεί δεν είναι μόνο δυνάμει αλλά και ενεργείς αναμάρτητος.
16. Βλ. Αμαλίας Σπουρλάκου, ο.π., σ. 53. Πρβλ. Ιωάννου Καλογήρου, «Μαρία», υ.π., σ. 675.
17. Βλ. Χρήστου Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήναι, 21956, σ. 191-193. Επίσης και ημέτεροι θεολόγοι, παρερμηνεύουν την αναμαρτησία του Χρίστου. Για παράδειγμα βλ. Ανδρέου Θεοδώρου, Η περί Τριάδος και Χρίστου διδασκαλία της Παρακλητικής, εν Αθήναις 1962, σ. 32, οπού ο Χριστός παρουσιάζεται θελήσει αναμάρτητος και όχι φύσει.
18. Βλ. εισήγηση μας, «Η χρήση λογικής και νοεράς ενέργειας του ανθρώπου κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά», Πρακτικά Διεθνών Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών και Λεμεσού, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην ιστορία και το παρόν, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου 2000, σ. 776.
19. Άρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 81999, σ. 247.
20. Βλ. ό.π., σ. 250. Πρβλ. το όραμα πού είδε ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς με την μεταβολή του γάλακτος σε οίνο, όπου ο ηθικός λόγος του ανυψώθηκε σε δογματικό μετά από 18 έτη μοναχικής ασκήσεως. Φιλόθεου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος εγκωμιαστικός εις Γρηγόριον Παλαμά», ΡΟ 151, 580ΑΒ.
21. Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Η Παρθένος Μαρία, μητέρα της καινής κτίσεως». Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας (15-17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 274.
22. «Η πνευματική παρθενία είναι αναμαρτησία». Πρωτοπρεσβ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Η Αειπάρθενος Μητέρα του Θεού», Θέματα ορθοδόξου θεολογίας, Αθήναι 1973, σ. 136.
23. Το δόγμα αυτό της Παπικής Εκκλησίας έφερε ως λογικό επακόλουθο ένα άλλο δόγμα, αυτό της ενσώματης μεταστάσεως της Θεοτόκου (Αssumptio) πού διατυπώθηκε από τον πάπα Πιο ΙΒ’ το 1954. Αν οι Ρωμαιοκαθολικοί ομιλούσαν ρητώς για φυσικό θάνατο της Παναγίας, θα συμφωνούσαν και οι Ορθόδοξοι, αφού κατά την Παράδοση μετά την κοίμηση η Παναγία αναλήφθηκε εν σώματι στους ουρανούς και τεκμήριο της μεταστάσεως της αποτελεί η Αγία Ζώνη πού παραδόθηκε στον απόστολο Θωμά. Ο καθηγητής Μέγας Φαράντος, προτεσταντίζων και αυτός στην διδασκαλία του περί της Θεοτόκου, δεν αποδέχεται την ενσώματη μετάσταση, βλ. Μέγα Φαράντου, Δογματικά και ηθικά Ι, Αθήναι 1983, σ. 270-271. Και φυσικά θεωρεί σχετική την αναμαρτησία της Παναγίας, βλ. ο.π., σ. 268-269.
24. Βλ. και την μαρτυρία του μακαρίου Γέροντος Παίσιου για την ανήδονη σύλληψη της Θεοτόκου, στο Ιερομόναχου Ισαάκ, Βίος τον Γέροντος Παϊσίον τον Αγιορείτου, Άγιον Όρος 2004, σ. 171-172.
25. Βλ. αγίου Μαξίμου Ομολογητού, Ερμηνεία εις το Πάτερ ημών, ΡG 90, 901CD. Πρβλ. άρχιμ. Σωφρονίου, Άσκησις και θεωρία, Έσσεξ Αγγλίας 1996, σ. 130.
26. Λουκ. 1,38.
27. «Μόνη η Παρθένος Μαρία ήτο ο αντάξιος της θείας ενανθρωπήσεως ναός! Ο Θεός Λόγος απέβλεψεν εις την έκπαγλον ωραιότητα της Ψυχής της, ώστε να δανεισθή εκ των τιμίων αιμάτων της την ανθρωπίνην αυτού φύσιν. Μήτηρ ανταξία του Δεσπότου και Υιού της»! Ανδρέου Θεοδώρου, Η περί Τριάδος και Χρίστου διδασκαλία της Παρακλητικής, εν Αθήναις 1962, σ. 33.
28. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 37, Εις την Κοίμησιν, ΡG 151, 465Β. Δεν συμφωνούμε με την σχολαστική άποψη ότι η Παναγία θα μπορούσε να είχε έγγαμο βίο και να υπηρετούσε ανεμπόδιστα στο σχέδιο της θείας ενανθρωπήσεως. Άν αυτό ήταν προτιμότερο από τον παρθενικό βίο, τότε γιατί δεν το πραγματοποίησε ο Θεός;
29. Βλ. αγίου Νικολάου Καβάσιλα, II θεομήτωρ, Εις τον Ευαγγελισμόν 3, έκδ. Π. Νέλλα, Αθήνα 41995, σ. 126.
30. Ο άνθρωπος μετά την πτώση δεν κληρονομεί συμμετέχει στην ενοχή της αμαρτίας των προπατόρων Αδάμ και Εύας, άλλα δέχεται τις συνέπειες της ασθενούσης πλέον ανθρωπινής φύσεως, την φθορά, τα αδιάβλητα πάθη, τον θάνατο. Το να αισθάνεται κάποιος ότι είναι ένοχος για την προπατορική αμαρτία και ότι γι’ αυτό τιμωρείται από τον Θεό μαρτυρεί επίδραση από την δυτική δικανική διδασκαλία περί πτώσεως. Βλ. π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα Ί992, σ. 154 και σ. 160-161. Δεν αμαρτήσαμε εμείς στο πρόσωπο του Αδάμ, ούτε έγιναν όλοι αμαρτωλοί εξαιτίας του Αδάμ. Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας ερμηνεύοντας το χωρίο του αποστόλου Παύλου, «ώσπερ γαρ δια της παρακοής του ενός ανθρώπου (Αδάμ) αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί» (Ρωμ. 5,19), γράφει: «Ούτως αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ουχ ως τω Αδάμ συμπαραβεβηκότες, ου γαρ ήσαν πώποτε, άλλ’ ως της εκείνου φύσεως όντες της υπό νόμον πεσούσης τον της αμαρτίας… ηρρώστησεν η ανθρώπου φύσις εν Αδάμ δια της παρακοής την φθοράν, εισέδυ τε ούτω αυτήν τα πάθη», ΡΟ74, 789Β.
31. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκθεσις πίστεως 26, ΡG94, 924ΑΒ.
32. «Αλλά τούτο ζητών εποίησεν, ίνα, γεννηθήναι δεήσαν, την μητέρα παρ’ αυτής λαβή». Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η θεομήτωρ, Εις τον Ευαγγελισμόν 8, έκδ. Π. Νέλλα, δ.π., σ. 150.
33. Γεν. 1,31.
34. Κολασ. 2,9.
35. Βλ. Λουκ. 1,35.
36. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 14, ΡG151, 176.
37. Βλ. π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Η Αειπάρθενος Μητέρα του Θεού», Θέματα ορθοδόξου θεολογίας, Αθήναι 1973, σ. 130.
38. «Μετά ούν συγκατάθεσιν της αγίας Παρθένου, Πνεύμα άγιον επήλθεν έπ’ αυτήν κατά τον Κυρίου λόγον, ον είπεν ο άγγελος, καθαίρον αυτήν». Αγίου Ιωάννου Δαμάσκηνου, Εκδοσις ορθοδόξου πίστεως 46, ΡΟ94, 985Β.
39. «Ει δε προκεκαθάρθαι τω Πνεύματι την Παρθένον εισίν οι φασι των Ιερών διδασκάλων, αλλά την κάθαρσιν προσθήκην χαρίτων αυτοίς βούλεσθαι χρή νομίζειν, οι και τους αγγέλους τον τρόπον τούτον φασι καθαίρεσθαι, παρ’ οίς ουδέν πονηρόν». Άγιου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Γέννησιν, 10, έκδ. Π. Νέλλα, o.π., σ. 84.
40. Βλ. Ίω. 2,1-10.
41. Βλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική, ο.π., σ. 214. Ο Τρεμπέλας στηρίζει την επιχειρηματολογία του στην 21η ομιλία του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τον ευαγγελιστών Ιωάννην, όπου όμως το επίκεντρο της ομιλίας του Χρυσοστόμου είναι όχι το πρόσωπο της Θεοτόκου αλλά η ηθική διδασκαλία «μη τοίνυν μέγα φρονώμεν επί ευγένεια τη κατά σάρκα, αλλά καν μύριους έχωμεν προγόνους θαυμαστούς, αυτοί σπουδάσωμεν υπερβαλέσθαι τας εκείνων αρετάς», Εις τον ευαγγελιστήν Ιωάννην, Όμιλία 21, ΡG59, 132. Όποτε ο Χρυσόστομος με την ρητορική δεινότητα του αναπτύσσει αυτήν την ιδέα σε όλη την ομιλία και όχι βέβαια προς υποτίμηση της Μητέρας του Χριστού, αφού ο Χριστός «σφόδρα αυτήν ετίμα», o.π., ΡΟ59, 131.
42. «Η Παναγία κατάλαβε ότι ο λόγος του Χριστού δεν ήταν άρνηση να εκπληρώσει την παράκληση της», ίερομ. Γρηγορίου, Η Υπεραγία Θεοτόκος, Άγιον Όρος 1994, σ. 39. Οι λόγοι της Παναγίας, «ό,τι αν λέγη υμίν ποιήσατε» (Ιω. 2,5) αποτελούν την Διαθήκη της Θεοτόκου, ως ο μοναδικός λόγος της πού αναφέρεται στον Χριστό και ταυτόχρονα ο τελευταίος θεομητορικός λόγος που κατέγραψαν οι Ευαγγελιστές. Βλ. ίερομ. Γρηγορίου, ο.π., σ. 38-42.
43. Βλ. Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Θαυματουργές εικόνες και άγια λείψανα», Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίον, Παράδοση-Ιστορία-Τέχνη, τόμ. Α’, Άγιον Όρος 1996, σ. 118.
44. Βλ. Ματθ. 12,46-48. Πρβλ. Λουκ. 8, 19-21.
45. Βλ. Π. Τρεμπέλα, o.π., σ. 215. Η δε Άμ. Σπουρλάκου αναγράφει το χωρίο Λουκ. 8,21 στο εξώφυλλο του βιβλίου της. Και οι δυο παραθέτουν τον άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο (Εις το κατά Ματθαίον, Ομιλία 44, ΡΟ 57, 463-472) για να θεμελιώσουν την άποψη τους ότι η Παναγία δεν ήταν αναμάρτητη, είχε μάλιστα και πάθη. Όμως παρερμηνεύουν τον Χρυσόστομο αφού δεν κατανοούν τις προϋποθέσεις της συγκεκριμένης ομιλίας του. Ο άγιος ήθελε σε αυτήν την ομιλία να τονίσει την αξία της αρετής, που δεν έγκειται σε συγγένεια αλλά σε προαίρεση, γι’ αυτό τονίζει στην ίδια ομιλία: «μήτε επί παισιν ευδοκίμοις μέγα φρονώμεν, αν μη την αρετήν αυτών έχωμεν μήτε επί πατράσι γενναίοις, εάν μη ώμεν αυτοίς ομότροποι», ΡG57, 466.
46. «Καν οι ευαγγελισταί ταύτα πάντα φανερώς ου λέγουσι, μη θέλοντες την Μητέρα προφέρειν εις μαρτυρίαν, ίνα μη τοις απίστοις υποψίας αφορμήν δώσιν». Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 18, ΡG 151, 237D.
Επίσης πολλοί ερμηνευτές, όπως ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, θεωρούν ότι με αυτήν την παρομοίωση ο Χριστός έθεσε την Μητέρα Του ως πρότυπο και κορυφή αγιότητας. Βλ. αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Η Θεομήτωρ, Εις την Γέννησιν 10, έκδ. Π. Νέλλα, Αθήνα 41995, σ. 86. Πρβλ. Ίερομ. Γρηγορίου, Η Υπεραγία Θεοτόκος, o.π., σ. 41.
47. Βλ. Λουκ. 2,35.
48. Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, Μαρία, η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 96 κ.έ.
49. Αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 1999, σ. 490-491.
50. Βλ. Ιω. Καρμίρη, Τα. Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 1, εν Αθήναις 1952, σ. 138.
51. Βλ. Λουκ. 2,44-46.
52. Βλ. και άρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ο.π., σ. 492.
53. Αυτήν την «τριχώς αναμαρτησία» της Παναγίας ομολογεί και ο πατριάρχης Κύριλλος Α’ Λούκαρις σε ομιλία του για την Κοίμηση της Θεοτόκου. Βλ. Ί. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου και, Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 2, εν Αθήναις 1953, σ. 711.
54. Ευτυχίας Γιούλτση, II Παναγία πρότυπο πνευματικής τελειώσεως, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 87. Η κα Γιούλτση ως προς την αναμαρτησία της Παναγίας γράφει σαφέστατα ότι «με τον πανάγιο βίο της η ίδια απέφυγε παντελώς την αμαρτία, και είναι η μόνη μεταξύ των ανθρώπων άνευ αμαρτίας», ο.π., σ. 89. Επίσης και ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν στο άρθρο του «Εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία», περιοδικό Επίγνωση, τχ. 86, Φθινόπωρο 2003, σ. 13, είναι σαφής ως προς την αναμαρτησία της Παναγίας όταν γράψει ότι, «κανένα ανθρώπινο όν δεν είναι αναμάρτητο, με εξαίρεση την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Μητέρα του Κυρίου».
55. Άρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, ο.π., σ. 490.
56. Η εμπειρική αυτή κοινωνία δημιουργείται μέσω της προσευχής, κυρίως όμως μέσα στο σώμα του Χριστού. «Το σώμα του Χριστού είναι ενιαίο και αδιαίρετο. Είναι το σώμα πού γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Είναι το σώμα πού κοινωνούν οι πιστοί στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Αυτό το σώμα δημιουργεί την καινή κτίση. Αυτό είναι η χώρα των ζώντων, πού φανέρωσε στον κόσμο η χώρα του αχώρητου, η Παρθένος Μαρία, η μητέρα της καινής κτίσεως». Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Η Παρθένος Μαρία, μητέρα της καινής κτίσεως», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκον και Αειπαρθένου Μαρίας (15-17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 277. Υπό αυτήν την έννοια, μέσα στο σώμα του Χριστού, βλέπει και ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, αυτός ο Θεοτοκόφιλος Αγιορείτης, «την υπερφυεστάτην συγγένειαν όπου από την Παναγία και γλυκεία μας Μανούλα ελάβομεν». Γέροντος Ιωσήφ, Θείας Χάριτος εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Επιστολή 13, έκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου 2005, σ. 172. Έτσι εξηγείται και ο υπερβολικός ίσως χαρακτηρισμός του μακαρίου Γέροντος Αθανασίου Ίβηρίτη «σκύλοι!» σε όσους δεν σέβονταν την Παναγία. Βλ. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιακού, Ιερομόναχος Αθανάσιος Ιβηρίτης, Ο θερμός λάτρης της Πορταίτισσας (1885-1973), Αθήνα 22002, σ. 40.
57. Ματθ. 23,25.
58. Άρχιμ. Σωφρονίου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστίν, Έσσεξ Αγγλίας 1996, σ. 240.
59. Άρχιμ. Σωφρονίου, ο.π., σ. 342.
60. «Η θέωσις, βεβαίως, αυτή δεν νοείται, ει. μη εν ηθική έννοια». Αμαλίας Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, ΊΙ Παναγία Θεοτόκος τύπος χριστιανικής αγιότητας, Αθήνα 1990, σ. 433.
61. Πρωτοπρεσβ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Η Αειπάρθενος Μητέρα του Θεού», Θέματα ορθοδόξου θεολογίας, Αθήναι 1973, σ. 134.
62. Το χωρίο το δανεισθήκαμε παρά του Μονάχου Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ιερομόναχος Αθανάσιος Ιβηρίτης, Ο θερμός λάτρης της Πορταΐτισσας (1885-1973), Αθήνα 22002, σ. 41.
63. Θεοκλήτου Μονάχου Διονυσιάτου, Η Παναγία Σουμελά, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 39.
64. Ή υμνολογία της Εκκλησίας δεν είναι υπερβολική, άλλα θεολογική και σωτηριολογική. Ο καθηγητής της Δογματικής κ. Δ. Τσελεγγίδης αποφαίνεται: «Η διδασκαλία της Εκκλησίας για την Θεοτόκο, όπως αυτή διαφαίνεται μέσα από την υμνογραφία των θεομητορικών εορτών, δεν διαφοροποιείται από τις δογματικές αποφάνσεις των Οικουμενικών Συνόδων, που ασχολήθηκαν με την μητέρα του Θεανθρώπου». Δ. Τσελεγγίδη. «Η θεοτοκολογία στην υμνολογία των θεομητορικών εορτών», Ορθόδοξη θεολογία και ζωή. Θεσσαλονίκη 2005. σ. 48. Δεν συμφωνούμε με τον κ. Καλογήρου όταν μιλά για «ποιητικές και ρητορικές εξάρσεις και υπερεξάρσεις» σε τροπάρια για την Θεοτόκο (βλ. Ίω. Καλογήρου, Μαρία η Αειπάρθενος, ό.π., σ. 108-109) ή όταν προσπαθεί να αντιταχθεί στον Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη σχετικά με τον ύμνο «Χαίροις μετά Θεόν ή θεός…» (βλ. Ίω. Καλογήρου, «Η ορθόδοξος συμβολή εις την σύγχρονον επιδίωξιν, κοινής χριστιανικής εκφράσεως της περί της Θεοτόκου Μαρίας αληθείας και της προς αυτήν τιμής», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας (15-17 Νοεμβρίου 1989), Θεσσαλονίκη 1991, σ. 693-694. Ούτε συμφωνούμε με τον Ίω. Καρμίρη όταν γράφει: «Τα ούτω μεταφορικώς και ποιητική αδεία λεγόμενα και αδόμενα εν τη καθόλου Λατρεία δεν πρέπει να λαμβάνονται κατά γράμμα, ως μη ανήκοντα εις την ουσίαν των ορθοδόξων δογμάτων», Ίω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 1, εν Αθήναις 1952, σ. 245-246, υποσημ. 4. Ο μακάριος Γέροντας Πορφύριος αγίασε μελετώντας και εντρυφώντας στους ύμνους της Παρακλητικής, Μηναίων κ.ά. (βλ. Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, βίος και Λόγοι, Ι.Μ. Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σ. 176-177). Και ο μακάριος Γέροντας Ιάκωβος Τσαλικης δεν είχε την δυνατότητα μελέτης πατερικών κειμένων, αλλά εντρυφούσε στα λειτουργικά βιβλία (βλ. Στυλ. Παπαδόπουλου, Ο μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης, Αθήνα 21995, σ. 72-73.
65. Ενδεικτικά βλ. τους λόγους των αγίων, Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 53 (Εις τα Είσόδια)· Νικολάου Καβάσιλα, Εις τον Εναγγελισμόν Ανδρέου Κρήτης, Εις το Γενέσιον Ιωάννου Δαμασκηνού, Εις την Κοίμησιν.
66. Οι άγιοι Πατέρες μας έχουν αφήσει γραπτά δείγματα των εμπύρων και εντόνως ικετευτικών προσευχών τους προς την Παναγία. Ο όσιος Κάλλιστος με πνεύμα συντετριμμένο και τεταπεινωμένο αλλά και φλεγόμενο από θείο έρωτα προσεύχεται: «Διό μη με παρίδης, Πανάχραντε- πάντες γαρ παρείδον και παρήλθόν με, ορώντές μου το ανίατον, Προφήται, Απόστολοι, Δίκαιοι, θείοι Πατέρες, και υπελείφθην μόνος… (γι’ αυτό βοά προς την πανύμνητο Θεοτόκο) την πάντα δυναμένην, την πάντα ανύουσαν», Ά.Δ. Σιμωνώφ, Μέγα Προσενχητάριον, έκδ. Πελεκάνος, Αθήνα, χ.χρ., σ. 329.
67. Βλ. την σχολαστική θεώρηση και σύνδεση αναμαρτησία και Σωτήρ, που διαπνέει τον Μητροφάνη Κριτόπουλο και αποδέχεται ο Ιωάννης Καλογήρου. Ο συλλογισμός έχει ως έξης: Ο Χριστός είναι Σωτήρ. Ο Χριστός είναι αναμάρτητος. Η Θεοτόκος δεν είναι Σωτήρ. Άρα η Θεοτόκος δεν μπορεί να είναι αναμάρτητη. Με την ίδια λογική όμως μπορούμε να διερωτηθούμε: Οι άγγελοι είναι αναμάρτητοι, μήπως είναι και Σωτήρες; Βλ. Ιωάννου Καλογήρου, Μαρία, η Αειπάρθενος Θεοτόκος κατά την ορθόδοξον πίστιν. Θεσσαλονίκη 1957, σ. 93.
68. Αυτή η αντιρωμαιοκαθολική πολεμική επηρέασε ακόμη και ενάρετους ανθρώπους, όπως τον άγιο Ιωάννη Μαξίμοβιτς, ο όποιος αφενός ανατραφείς στην Δύση και μη έχοντας πρόσβαση στα κείμενα των Πατέρων (Ιδιαίτερα Γρηγορίου Παλαμά και Νικολάου Καβάσιλα) αφετέρου μη έχοντας την ικανότητα και το χάρισμα της θεολογίας, παρόλη την έκδηλη αγιότητα του με το διορατικό και ιαματικό χάρισμα που κατείχε, έπεσε στο σφάλμα να γράψει ότι η Θεοτόκος δεν ήταν απαλλαγμένη από προσωπικές αμαρτίες. Βλ. αγίου Ιωάννη Μαξίμοβιτς, Η τιμή της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Αθήνα 2005, σ. 66 κ.έ. Βέβαια στο τέλος της μελέτης του ο Μαξίμοβιτς γράφει ότι η Παρθένος «απώθησε κάθε παρόρμηση προς αμαρτία», (ο.π., σ. 86), ίσως για να μετριάσει αυτά που έγραψε προηγουμένως. Πάντως στο βιβλίο αυτό δίνει μία συγκεχυμένη άποψη για την αναμαρτησία της Παναγίας.
69. Βλ. Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία η Μητέρα τον Θεού, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 59.
Από το βιβλίο του «Αθωνικός λόγος»,
Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2010
Εισήγηση στο Θεομητορικό Συνέδριο «Παναγία η Πάντων Χαρά»,
Χανιά, 19-20 Νοεμβρίου 2005
ΠΗΓΗ