Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Η αλλαγή στάσεως της Σερβικής Εκκλησίας για τη συμμετοχή στη Μεγάλη Σύνοδο



Η αλλαγή στάσεως της Σερβικής Εκκλησίας για τη συμμετοχή στη Μεγάλη Σύνοδο
Η αλλαγή στάσεως της Σερβικής Εκκλησίας για τη συμμετοχή στη Μεγάλη Σύνοδο
ιερομ. Συμεών Β.

Για πολλούς ίσως φανεί περίεργη και αναπάντεχη η αλλαγή στάσεως της Σερβικής Εκκλησίας ως πρός τη συμμετοχή στη Μεγάλη Σύνοδο. Υπήρχαν όμως έντονες διεργασίες στο παρασκήνιο που οδήγησαν τελικά σ' αυτή την αλλαγή.
Επειδή αυτή ηαλλαγή στάσεως και η συμμετοχή της Σερβικής Εκκλησίας στις εργασίες τις Συνόδου έχει μεγάλη σημασία, κατά κάποιον τρόπο ίσως και καθοριστική στην τελική εικόνα και το κύρος της Συνόδου που θα παρουσιάζεται μετά την ολοκλήρωσή της, χρήσημο είναι να γίνει μία παρουσίαση της πορείας που κατέληξε στην απόφαση για συμμετοχή στη Σύνοδο της Κρήτης.
Ας υπενθυμίσουμε πρώτα ότι η Ιεραρχία της Σερβικής Εκκλησίας κατά την πρόσφατη τακτική συνεδρίασή της από τις 14 μέχρι τις 25 Μαϊου συζήτησε και το θέμα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και έλαβε απόφαση-Μήνυμα η οποία απεστάλη πρός όλες τις Τοπικές Εκκλησίες (με ημερομηνία 25 Μαϊου 2016)[1].
Αυτό το Μήνυμα δημοσιεύτηκε στις 9 Ιουνίου στα σερβικά και στα αγγλικάστην ιστοσελίδα του Πατριαρχείου Σερβίας, μαζί με την Επιστολή που η Διαρκής Ιερά Σύνοδος απέστειλε στον Οικουμενικό Πατριάρχη (με ημερομηνία 6 Ιουνίου 2016)[2], και με την οποία προτείνει την αναβολή της Συνόδου "μέχρι να επιλυθούν οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες" (όπως μετέδωσε το Πρακτορείο εκκλησιαστικών ειδήσεων Ρομφαία).
Πρέπει να τονιστεί ευθύς εξ αρχής ότι η Επιστολή πρός τον Οικουμενικό Πατριάρχη από της 6 Ιουνίου,στην οποία δηλώνεται ότι «η Εκκλησία μας θεωρεί ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να συμμετάσχει στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο που έχετε συγκαλέσει, και προτείνεται η αναβολή της για ένα χρονικό διάστημα»[3], συνάδειμε το Μήνυμα-απόφαση της Ιεραρχίας της Σερβικής Εκκλησίας (25 Μαϊου 2016) εις το οποίο εκφράζεται η θέση της Ιεραρχίας σχετικά με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, και αποτελεί την πραγματοποίησή του.
Εις την Επιστολή της Δ.Ι.Σ. της Σερβικής Εκκλησίας πρός τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο εκφράζεται ότι
- η καθ' ημάς Εκκλησία δυσκολεύεται να συμμετάσχει εν τη συγκληθείση Αγία και Μεγάλη Συνόδω, και
- προτείνει την επί τινα χρόνον μεταβολήν αυτής,
- της εν Κρήτη προσεχούς συν Θεώ συνελεύσεως ημών ως προσυνοδικής διορθοδόξου συσκέψεως θεωρουμένης, επί σκοπώ της συμπληρωματικής καπί τα βελτίω προπαρασκευής της Συνόδου,
- ή, το πολύ, ως εναρκτηρίου φάσεως όλης της συνοδικής διαδικασίας, ολοκληρωτέας εν συνεχεία, κατά την επομένην φάσιν, αφού αρθώσιν αι επιφυλάξεις και επιτευχθώσιν η τε ομοφροσύνη και η ομοφωνία των Εκκλησιών.
Και καταλήγει με μία καθοριστική διαπίστωση:
Τοιουτοτρόπως, θεία συνάρσει, ο καρπός της Συνόδου θα είναι η μαρτυρία της αμωμήτου ημών πίστεως... ουδαμώς δε, άπαγε, η φύτρωσις νέων ανεπιθυμήτων και φθοροποιών σχισμάτων και παρασυναγωγών...
Είναι σαφέστατες οι θέσεις περί της μη συμμετοχής της Σερβικής Εκκλησίας που εκφράζονται στην εν λόγω Επιστολή, και υπαρκτός ο φόβος των νέων σχισμάτων που απειλούν το σώμα της Εκκλησίας στην περίπτωση διεξαγωγής της Μεγάλης Σύνοδου.
Επιπλέον, επιχειρηματολογώντας στην Επιστολή πρός υποστήριξη των ληφθεισών αποφάσεων, οι Ιεράρχες της Σερβικής Εκκλησίας αναφέρουν, μεταξύ άλλων, και
- την απροθυμίαν της Μητρός ημών Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, όπως έστω και μία εκ των προτάσεων της ημετέρας Εκκλησίας ... συμπεριληφθή εις το θεματολόγιον και την ημερισίαν διάταξιν της Συνόδου, ενώ ημείς δεσμευόμεθα υπό των θέσεων της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας ημών, διατυποθεισών επισήμως τόσον πρό διετίας, όσον και πρότριτα, περί τα τέλη του παριππεύσαντος Μαϊου... [υπογράμμιση δική μας]
Οι «θέσεις της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Σερβίας» όπως βλέπουμε είναι δεσμευτικές και στοχεύουν στην αναβολή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Ας δούμε όμως ποιές είναι οι «θέσεις» όπως εκφράστηκαν κατά την τελευταία τακτική συνεδριάση της Ιεραρχίας τον Μάϊο 2016 και διατυπώνονται στο Μήνυμα που εστάλη πρός όλες τις τοπικές Εκκλησίες στις 25 Μαϊου 2016.

Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς. Η Πανορθόδοξος Σύνοδος της Κρήτης αντιγράφει τη Β΄ Βατικανή;



Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς. Η Πανορθόδοξος Σύνοδος της Κρήτης αντιγράφει τη Β΄ Βατικανή;
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 21η Ιουνίου 2016

Η ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΗ;
ΝΕΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟΦ. ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΑΒΥΔΟΥ κ. ΚΥΡΙΛΛΟ
Δεν είχαμε σκοπό να ασχοληθούμε εκ νέου με το μακροσκελέστατο, (38 σελίδων), άρθρο του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου με τίτλο «Εμπιστεύομαι την Εκκλησία». Ωστόσο επειδή ο κατά τα άλλα αγαπητός και σεβαστός Θεοφιλέστατος, (στο εξής Θ.Α.Κ.), θεώρησε αναγκαίο να απαντήσει στον σχολιασμό μας, υπακούοντας στην προτροπή του Σεβασμιωτάτου μας και ζητώντας τις ευχές του, θα μπούμε και πάλι στον κόπο να δώσουμε νέες εξηγήσεις, και απαντήσεις, αλλά και να θέσουμε ερωτήματα.
Θεοφιλέστατε Άγιε Αβύδου,
Γράφετε: «Ο συντάκτης της δικής σας απάντησης δεν είναι ο εν Χριστώ αδελφός Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης σας, αλλά ούτε καν - εξ ολοκλήρου η εν μέρει - εσείς». Κατ’ αρχήν ξεκαθαρίζουμε ότι κανένα κείμενο, είτε του Γραφείου Αιρέσεων, είτε άλλου Γραφείου της Ιεράς Μητροπόλεως δεν δημοσιεύεται χωρίς την έγκριση του Σεβασμιωτάτου. Αυτό σημαίνει ότι τα πολυάριθμα μέχρι σήμερα δημοσιευθέντα κείμενα του Γραφείου μας, (που ανήκουν εξ’ ολοκλήρου στους συντάκτες του Γραφείου και σε κανέναν άλλον), προτού δημοσιευθούν, περνούν από το «ψιλό κόσκινο» του Σεβασμιωτάτου, υφίστανται τροποποιήσεις και βελτιώσεις και έτσι παίρνουν την τελική τους μορφή. Επομένως η κάθε κριτική που ασκείται εναντίον των κειμένων του Γραφείου μας, στρέφεται κατ’ ουσίαν εναντίον του Σεβασμιωτάτου.      
Παρά κάτω γράφετε: «Δεν προτίθεμαι να επαναλάβω, όσα έγραψα και ασφαλώς και κυρίως δεν προτίθεμαι να ανατρέψω πρόταση – πρόταση το δικό σας κείμενο». Θεοφιλέστατε είναι αντιφατικό και ανακόλουθο εσείς μεν να μην προτίθεστε, ή μάλλον να μην τολμάτε, να ανατρέψετε το κείμενό μας «πρόταση – πρόταση», και παράλληλα να  μέμφεστε το Γραφείο μας επειδή δεν απήντησε λεπτομερώς «πρόταση – πρόταση» σε όλα τα σημεία του άρθρου σας, αλλά μόνο στα κυριότερα και ουσιωδέστερα. Τολμήστε λοιπόν, να ανατρέψετε εκείνα τα σημεία του άρθρου σας τα οποία σχολιάσαμε.  Το περιμένουμε με αγωνία, όχι μόνον εμείς, αλλά και όλος ο πιστός λαός του Θεού! 
Για να σας βοηθήσουμε στο εγχείρημά σας, σας υπενθυμίζουμε: 

π.Ἀναστάσιος Γκοτσόπουλος: Ὁ οἰκουμενικοῦ κύρους κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ καί τά ἀνύπαρκτα γιά τήν Ὀρθοδοξία ἐκκλησιολογικά διλήμματα (ἀποκλειστική ἤ περιεκτική ἐκκλησιολογία;)


AgiosKyprianos02
Πρωτοπρεσβύτερος
Ἀναστάσιος  Κ.  Γκοτσόπουλος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν
τηλ. 6945-377621 – agotsopo@gmail.com
Πάτρα,  22  Ἰουνίου 2016

Ὁ οἰκουμενικοῦ κύρους κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ καί τά ἀνύπαρκτα γιά τήν Ὀρθοδοξία ἐκκλησιολογικά διλήμματα

(ἀποκλειστική ἤ περιεκτική ἐκκλησιολογία;)

Σκέψεις μέ ἀφορμή κείμενο τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Ἀβύδου κ. Κυρίλλου
Σέ ἐκτενές ἄρθρο του στή ΡΟΜΦΑΙΑ  μέ τίτλο «Ἐμπιστεύομαι τήν Ἐκκλησία»[1]  ὁ Θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Ἀβύδου Κύριλλος (Κατερέλλος) ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη πατερική παράδοση ὁμολογεῖ στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τήν πίστη «εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησία», τήν ὁποία ἀποδέχεται ὡς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, παράλληλα ὅμως οὐδέποτε ἀποδέχθηκε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου. Γιά τόν Θεοφιλέστατο ὅσοι ταυτίζουν τή «Μία Ἐκκλησία» ἀποκλειστικά καί μόνο μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρεσβεύουν τήν ἐσφαλμένη κατ’ αὐτόν «ἀποκλειστική ἐκκλησιολογία», ἐνῶ ἡ πατερική καί κανονική παράδοση ἀποδεχόταν, κατά τόν Θεοφιλέστατο, ὅτι στή «Μία Ἐκκλησία» τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως περιλαμβάνονταν καί ἄλλες ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες («περιεκτική ἐκκλησιολογία»).
Πρίν προχωρήσουμε σέ ἐξέταση τῶν ἀνωτέρω ἰσχυρισμῶν τοῦ Θεοφιλεστάτου εἶναι χρήσιμο νά ἔχουμε ὑπ’  ὄψιν μας ὅτι στήν Οἰκουμενική Κίνηση ὑπό τούς ὅρους  “Χριστιανικός κόσμος”, “ἑτερόδοξοι”, “ἄλλες Ἐκκλησίες” στεγάζονται ἑνιαία ἑτερόκλητες στήν πίστη αἱρετικές ὁμάδες-κοινότητες (Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες,  Ρωμαιοκαθολικοί,  Παλαιοκαθολικοί, Λουθηριανοί, Ἀγγλικανοί, Μεταρρυθμισμένοι κλπ) πού κατά περίπτωση ἀρνοῦνται τό Χριστολογικό δόγμα, ὅλες ἤ τίς περισσότερες Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀρνοῦνται ὅλα τά μυστήρια, ἀρνοῦνται τό ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου, ἀρνοῦνται τήν τιμή πρός τήν Θεοτόκο, τούς Ἁγίους, τόν Τίμιο Σταυρό καί τίς εἰκόνες. Ἀρνοῦνται τήν ἀποστολική διαδοχή, ἀρνοῦνται σύνολη τήν ἱερή παράδοση καί αὐτόν τόν Κανόνα τῆς Ἄγ. Γραφῆς… Εἶναι ἀσφαλῶς γνωστό ὅτι οἱ περισσότερες ἀπό τίς πλάνες αὐτές καί ὅσοι συνειδητά τίς ἀποδέχονται, ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί τήν ὁμόφωνη πατερική, ἐκκλησιαστική παράδοση.
Πρός ἐπίρρωση τῶν ἰσχυρισμῶν του ὁ Θεοφιλέστατος:
Α. Ἐπικαλεῖται τρία πατερικά χωρία (Μ. Βασιλείου, Ἁγ. Ταρασίου, Ἁγ. Μάρκου Εὐγενικοῦ),
Β. Ἀρνεῖται τήν οἰκουμενικότητα τοῦ Κανόνος τῆς ἐν Καρχηδόνι Συνόδου (255μΧ) (Ἁγ. Κυπριανοῦ), καί
Γ. Ἐπικαλεῖται τούς κανόνες  7ο τῆς Β΄  Οἰκουμενικῆς (Β-7) καί 95ο τῆς Στ΄ (Πενθέκτης) Οἰκουμενικῆς (Στ-95).
Προσεκτική ὃμως ἐξέταση τῶν ἀνωτέρω πατερικῶν καί κανονικῶν ἀναφορῶν δέν ἐπιβεβαιώνουν τούς ἰσχυρισμούς τοῦ Θεοφιλεστάτου περί «περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας».
Α. Τά πατερικά  χωρία:
α) Στό χωρίο  τοῦ Μ. Βασιλείου, πού ἐπικαλεῖται ὁ Θεοφιλέστατος, ἀναφέρεται: εἰς «τό ἐπαναγαγεῖν πρός ἕνωσιν τάς Ἐκκλησίας, τάς πολυμερῶς καί πολυτρόπως ἀπ’ ἀλλήλων  διατμηθείσας». Ὁ Θεοφιλέστατος προσαρμόζει τό χωρίο στή σημερινή πραγματικότητα τῶν αἱρετικῶν-ἑτεροδόξων «ἐκκλησιῶν» ἀφήνοντας νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται σέ αἱρετικές-ἑτερόδοξες  κοινότητες τίς ὁποῖες χαρακτηρίζει ὡς “Ἐκκλησίες”! Ὅμως τό χωρίο δέν ἀναφέρεται σέ αἱρετικούς καί αἱρετικές κοινότητες!  Ἀς τό δοῦμε στή συνάφειά του :  Εἶναι ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου «τοῖς ἐν Ταρσῷ περί Κυριακόν»[2], στήν ὁποία ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται σέ μία ἐκκλησιαστική κοινότητα, ἡ ὁποία λόγῳ τῆς συγχύσεως πού ἐπικρατοῦσε τότε, δέν ἦταν σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες. Ὁ Μ. Βασίλειος πλέκει ἐγκώμια γιά τήν πίστη καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, ἐγγυᾶται προσωπικά ὁ ἴδιος γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη της καί παρακαλεῖ τούς ἐν Ταρσῷ νά τούς δεχθοῦν σέ πλήρη κοινωνία «ἡνωμένους γνησίως, καί πάσης ἐκκλησιαστικῆς φροντίδος κοινωνούς» [3]. Ἀλήθεια, μπορεῖ νά ὑπονοήσει κάποιος ὅτι ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται σέ αἱρετικούς; ἤ ποία σχέση μπορεῖ νά ἔχει ἡ περίπτωση πού ἀναφέρει ὁ Μ. Βασίλειος, μέ τή σημερινή πραγματικότητα τῶν ἑτεροδόξων–αἱρετικῶν μονοφυσιτῶν, παπικῶν, προτεσταντῶν;
β) Ὁ Πατριάρχης Ταράσιος στό ἐπίμονο αἴτημά του πρός τούς αὐτοκράτορες γιά σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου πρίν ἀπό τή χειροτονία του σέ Πατριάρχη εἶπε: «ὁρῶ καί βλέπω τήν ἐπί τήν πέτραν Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν τεθεμελιωμένην ἐκκλησίαν αὐτοῦ διεσχισμένην νῦν· καί διηρημένην, καί ἡμᾶς ἄλλοτε ἄλλως λαλοῦντας, καί τούς τῆς ἀνατολῆς ὁμοπίστους ἡμῶν χριστιανούς ἑτέρως, καί συμφωνοῦντας αὐτοῖς τούς τῆς δύσεως καί ἠλλοτριωμένους ἡμᾶς ἐκείνων ἁπάντων καί καθ’ ἑκάστην ὑπό πάντων ἀναθεματιζομένους». Ὁ Ἃγ. Ταράσιος ἀναφέρεται στήν ἔλλειψη κοινωνίας μεταξύ  τῶν Ἐκκλησιῶν ὅταν αὐτός ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί στήν τραγική θέση πού βρισκόταν ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως: Μέχρι τότε, ἐπειδή στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦσαν εἰκονομάχοι πατριάρχες εἶχε διακοπεῖ ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τίς ἄλλες ἐκκλησίες (Ρώμη, Ἀνατολή). Τώρα ὅμως ὄντας ὁ ἴδιος ὀρθόδοξος πατριάρχης καί ἔχοντας κοινωνία ἐν τῇ πίστει μέ τούς λοιπούς θρόνους ζητᾶ τήν ἀποκατάταση καί τῆς κοινωνίας μέ τούς «ὁμοπίστους ἡμῶν χριστιανούς». Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ ἀκρίβεια τοῦ Ἁγίου: «ἡμᾶς [τούς ἐν Κωνσταντινουπόλει] ἄλλοτε [οἱ πρό αὐτοῦ πατριάρχες] ἄλλως λαλοῦντας [ἐναντίον τῶν εἰκόνων], καί τούς τῆς ἀνατολῆς ὁμοπίστους ἡμῶν χριστιανούς ἑτέρως  καί συμφωνοῦντας αὐτοῖς τούς τῆς δύσεως καί ἠλλοτριωμένους ἡμᾶς». Συνεπῶς, κατά τήν ἀρχή τῆς πατριαρχείας τοῦ Ἁγ. Ταρασίου, ἐνῶ πλέον ὅλοι οἱ θρόνοι, ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶχε τό αὐτό φρόνημα πίστεως,  οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες στήν πίστη Ἐκκλησίες δέν ἦσαν σέ κοινωνία μέ τήν Κωνσταντινούπολη καί γι’ αὐτό ὁμιλεῖ γιά «ἐκκλησία διεσχισμένην νῦν · καί διηρημένην».  Ὑπῆρχε ὅμως τότε ὁμοφροσύνη-κοινωνία ἐν τῇ πίστει. Μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τό λόγο τοῦ Ἁγ. Ταρασίου γιά τήν ὑπάρχουσα κατάσταση τοῦ “Χριστιανικοῦ κόσμου” μέ τήν τόσο ἀβυσσαλέα  διαφορά σέ βασικά θέματα πίστεως;
Συνεπῶς, τόσο ὁ Μ. Βασίλειος, ὅσο καί ὁ Πατριάρχης Ἃγ. Ταράσιος, ὅταν ἀναφέρονται σέ Ἐκκλησίες δέν ἐννοοῦν ἑτερόδοξες, αἱρετικές κοινότητες, ἀλλά Ὀρθόδοξες Τοπικές Ἐκκλησίες πού γιά κάποιους λόγους δέν βρίσκονται σέ κοινωνία μεταξύ τους, οἱ ὁποῖες ἦσαν «πολυμερῶς καί πολυτρόπως ἀπ’  ἀλλήλων διατμηθεῖσαι». Ἀλήθεια ποιά σχέση ἔχουν τά χωρία αὐτά μέ τήν  πραγματικότητα τοῦ σημερινοῦ “χριστιανικοῦ κόσμου”;  Ποιά σχέση ἔχουν οἱ Ἐκκλησίες πού ἀναφέρει ὁ Μ. Βασίλειος ἤ ὁ Ἃγ. Ταράσιος μέ τίς κακόδοξες καί αἱρετικές κοινότητες τοῦ σημερινοῦ “χριστιανικοῦ κόσμου”;

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Τί εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τί δίνει στὸν ἄνθρωπο



Ἡ πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Ἁγίου Ἰννοκεντίου Μόσχας

Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου


α’. Τί εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τί δίνει στὸν ἄνθρωπο.
Ἡ πνοή τοῦ ἁγίου Πνεύματος
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, παντοδύναμο ὅπως ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱός. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ζωογονεῖ, ἐμψυχώνει καὶ ἐνδυναμώνει τὰ πλάσματα. Αὐτὸ δίνει στὰ ζῶα τὴ ζωή, στοὺς ἀνθρώπους τὸ νοῦ καὶ στοὺς χριστιανοὺς τὴν ἀνώτερη ζωή, τὴν πνευματική. Αὐτὸ φωτίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν βοηθάει νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνεται στὸν καθένα μας ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν ἀξία τῶν καλῶν ἔργων του, ἀλλὰ δωρεάν, σύμφωνα μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴ σωτηρία του.
Στὴ συνέχεια θὰ δοῦμε τί χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

1. Ὅταν κατοικήσει μέσα στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τοῦ δίνει πίστη καὶ φωτισμό. Χωρὶς Αὐτό, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἀληθινὴ καὶ ζωντανὴ πίστη. Χωρὶς τὸ φωτισμό Του, καὶ ὁ πιὸ σοφὸς καὶ μορφωμένος ἄνθρωπος εἶναι ὁλότελα τυφλὸς ὡς πρὸς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κτίση Του. Ἀπεναντίας, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νὰ φωτίσει ἐσωτερικὰ καὶ τὸν πιὸ ἀμόρφωτο καὶ ἁπλοϊκὸ ἄνθρωπο, νὰ τοῦ ἀποκαλύψει ἄμεσα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοῦ προσφέρει τὴ γλυκειὰ γεύση τῆς βασιλείας Του. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, αἰσθάνεται στὴν ψυχή του ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς, ποὺ τοῦ ἦταν ὁλότελα ἄγνωστο μέχρι τότε. 2. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γεννάει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶναι σὰν μία καθαρὴ φωτιά, μία πηγὴ θερμότητας, ποὺ ζεσταίνει τὴν καρδιά. Εἶναι μία ρίζα, ποὺ βλαστάνει μέσα στὴν καρδιὰ ὅλα τὰ καλὰ ἔργα. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ζωογονηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τίποτα δὲν εἶναι δύσκολο, φοβερὸ ἢ ἀδύνατο. Γι’ αὐτὸν κανένας νόμος δὲν εἶναι βαρύς, καμιὰ ἐντολὴ δὲν εἶναι ἀνεφάρμοστη. Ὅλα του εἶναι εὔκολα.
Ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη, ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι τόσο μεγάλα καὶ δυνατὰ ὄπλα στὰ χέρια του, πού, ἂν τὰ ἔχει, μπορεῖ εὔκολα, ἄνετα, μὲ χαρὰ καὶ γαλήνη νὰ βαδίσει τὸ δρόμο ποὺ βάδισε ὁ Χριστός.
3. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει ἀκόμα στὸν ἄνθρωπο δύναμη, γιὰ ν’ ἀντιστέκεται στοὺς πειρασμοὺς τοῦ κόσμου. Ἔτσι, χρησιμοποιεῖ βέβαια τὰ ἐπίγεια ἀγαθά, ἀλλὰ σὰν περαστικὸς ταξιδιώτης, χωρὶς νὰ κολλάει σ’ αὐτὰ τὴν καρδιά του. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅσο μορφωμένος καὶ ἔξυπνος κι ἂν εἶναι, μένει πάντα δοῦλος καὶ αἰχμάλωτος τοῦ κόσμου.
4. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει στὸν ἄνθρωπο καὶ σοφία. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε κατεξοχὴν στοὺς ἁγίους ἀποστόλους, πού, πρὶν λάβουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἦταν ἀγράμματοι καὶ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι, ὕστερα ὅμως κανεὶς δὲν μποροῦσε ν’ ἀντισταθεῖ στὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη τοῦ λόγου τους.
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χαρίζει σοφία ὄχι μόνο στὰ λόγια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ στὶς πράξεις του. Ἔτσι, λ.χ., ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μέσα του τὸ Πνεῦμα, πάντα θὰ βρεῖ τὸ χρόνο καὶ τὸν τρόπο νὰ φροντίσει γιὰ τὴ σωτηρία του, ἀκόμα καὶ μέσα στὸ θόρυβο τοῦ κόσμου.
5. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα χαρίζει τὴν ἀληθινὴ χαρά, τὴν καρδιακὴ εὐτυχία καὶ τὴν ἀσάλευτη εἰρήνη. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ ἀληθινά, νὰ εὐχαριστηθεῖ καθαρά, νὰ νιώσει τὴν εἰρήνη ποὺ γλυκαίνει τὴν ψυχή. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάπου κάπου χαίρεται. Μὰ ἡ χαρά του εἶναι στιγμιαία καὶ ὄχι καθαρή. Κάπου-κάπου διασκεδάζει. Μὰ οἱ διασκεδάσεις του εἶναι πάντα κενές, ἀνούσιες, καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὲς τὸν κυριεύει μία ἀκόμα μεγαλύτερη στενοχώρια. Κάπου-κάπου εἶναι ἤρεμος. Μὰ ἡ ἠρεμία του δὲν εἶναι ἡ πνευματικὴ εἰρήνη, εἶναι νάρκη τῆς ψυχῆς. Καὶ ἀλίμονο σ’ ἐκεῖνον ποὺ δὲν προσπαθεῖ καὶ δὲν θέλει νὰ ξυπνήσει ἀπ’ αὐτὴ τὴ νάρκη!
6. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίνει καὶ τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση. Ὁ ἄνθρωπος, ἀκόμα καὶ ὁ πιὸ γνωστικός, δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του ὅσο πρέπει, ἂν δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί χωρὶς τὴ θεία βοήθεια, δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὴν πραγματικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς του. Ἂν εἶναι τίμιος καὶ κάνει κανένα καλὸ στοὺς συνανθρώπους του, νομίζει πῶς εἶναι δίκαιος ἢ καί, σὲ σύγκριση μὲ τοὺς ἄλλους, τέλειος καὶ πῶς δὲν τοῦ χρειάζεται τίποτ’ ἄλλο!
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν κατοικήσει μέσα μας, μᾶς ἀποκαλύπτει ὅλη τὴν ἐσωτερική μας φτώχια καὶ ἀδυναμία. Καὶ ἀνάμεσα στὶς ἀρετές μας, προβάλλει ὅλες τὶς ἁμαρτίες μας, τὴν ἀμέλειά μας, τὴν ἀδιαφορία μας γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων, τὴν ἰδιοτέλειά μας ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ποὺ φαινόμαστε μεγαλόψυχοι, τὴν παχυλὴ φιλαυτία μας ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ποὺ ποτὲ δὲν τὴν ὑποπτευόμασταν. Κοντολογίς, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μας τὰ δείχνει ὅλα, ὅπως πραγματικὰ εἶναι. Καὶ τότε ἀρχίζουμε ν’ ἀποκτᾶμε τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση. Τότε ἀρχίζουμε νὰ χάνουμε τὴν ἐμπιστοσύνη μας στὶς δικές μας δυνάμεις καὶ ἀρετές. Τότε ἀρχίζουμε νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας χειρότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ ταπεινωμένοι μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἀρχίζουμε νὰ μετανοοῦμε εἰλικρινὰ καὶ νὰ ἐλπίζουμε μόνο σ’ Ἐκεῖνον.
7. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς διδάσκει, τέλος, τὴν ἀληθινὴ προσευχή. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ κάνει προσευχὴ πραγματικὰ εὐάρεστη στὸ Θεό, πρὶν λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί ἂν ἀρχίσει νὰ προσεύχεται, χωρὶς νὰ ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ δεῖ τὸ νοῦ του νὰ μὴν μπορεῖ νὰ συγκεντρωθεῖ. Ἐπιπλέον, δὲν γνωρίζει, ὅπως πρέπει, οὔτε τὸν ἑαυτό του οὔτε τὶς ἀνάγκες του οὔτε τί νὰ ζητήσει οὔτε πῶς νὰ τὸ ζητήσει ἀπὸ τὸ Θεό. Καλὰ-καλὰ δὲν ξέρει οὔτε τί εἶναι ὁ Θεός. Ὅποιος, ὅμως, ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γνωρίζει τὸ Θεό, βλέπει ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Πατέρας του καὶ ξέρει πῶς νὰ Τὸν πλησιάσει, πῶς νὰ Τὸν παρακαλέσει καὶ τί νὰ Τοῦ ζητήσει. Οἱ σκέψεις του στὴν προσευχὴ εἶναι εὔτακτες, καθαρές, προσηλωμένες μόνο στὸν Κύριο. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος μπορεῖ μὲ τὴν προσευχή του νὰ πετύχει τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ βουνὰ νὰ μετακινήσει.
Νά, λοιπόν, τί χαρίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σ’ ἐκεῖνον ποὺ Τὸ ἔχει λάβει. Βλέπετε ὅτι, χωρὶς τὴ βοήθεια καὶ τὴ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶναι ἀδύνατον ὄχι μόνο νὰ μποῦμε στὴν οὐράνια βασιλεία, ἀλλὰ κι ἕνα βῆμα νὰ κάνουμε στὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἐκεῖ. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ποθοῦμε καὶ νὰ ζητᾶμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα• εἶναι ἀπαραίτητο νὰ Τὸ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ Τὸ ἔχουμε πάντα μέσα μας, ὅπως Τὸ εἶχαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι.

http://agathan.wordpress.com

Πῶς μποροῦμε ν’ ἀποκτήσουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα (Ἁγίου Ἰννοκεντίου Μόσχας)


Σημείωση δική μας: Ὁ ἅγιος μᾶς ὁμιλεῖ γιά τήν ἀπόκτηση μέ τήν ἔννοια τῆς ἐνεργοποίσης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δηλαδή τῆς βαπτισματικῆς θεοποιοῦ Θείας Χάρης
Εισαγωγικά.
Ὁ ἅγιος Ἰννοκέντιος (Βενιαμίνωφ, 1707-1879), εἶναι μία λαμπρὴ ἱεραποστολικὴ καὶ ἀρχιερατικὴ μορφὴ τῆς ρωσικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Ἀφοῦ ἀφιέρωσε σαράντα πέντε ὁλόκληρα χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του στὸν εὐαγγελισμὸ τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνοτήτων τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς, τὰ δεκαεπτὰ ὡς ἱερέας (1823-1840) καὶ τὰ εἴκοσι ὀκτὼ ὡς ἐπίσκοπος Καμτσάτκας, Κουρίλων καὶ Ἀλεουτίων Νήσων (1840-1868), ἀνῆλθε στὸν μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Μόσχας (1868), ὅπου παρέμεινε ὡς τὴν ὀσιακὴ κοίμησή του, τὸ 1879, ἐπιτελώντας ἕνα μεγαλόπνοο καὶ ἐντυπωσιακὸ ποιμαντικὸ ἔργο. Τὸ 1077 ἀνακηρύχθηκε ἐπίσημα ἅγιος ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.

Ἀνάμεσα στὰ συγγραφικὰ πονήματα τοῦ ἁγίου Ἰννοκεντίου περιλαμβάνεται καὶ τὸ μικρὸ ἀλλὰ περίφημο ἔργο του «Ὑπόδειξη τοῦ δρόμου πρὸς τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Τὸ βιβλίο αὐτό, μία συνοπτικὴ ὀρθόδοξη κατήχηση, γνώρισε καταπληκτικὴ ἐπιτυχία. Στὴ Ρωσία, ὡς τὸ 1917, ἔφτασε τὶς 47 ἐκδόσεις. Στὰ ἑλληνικὰ ἔχουν γίνει, ἀπὸ τὸ 1843 μέχρι σήμερα, τουλάχιστον πέντε διαφορετικὲς μεταφράσεις του, ὁρισμένες ἀπ’ αὐτὲς μὲ ἐπανειλημμένες ἐκδόσεις.
Πῶς μποροῦμε ν’ ἀποκτήσουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
Τὰ γνωστὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ μέσα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν ἱερῶν Γραφῶν καὶ τὴν πείρα τῶν μεγάλων ἅγιων, εἶναι τὰ ἑξῆς:
Ἡ καθαρὴ καρδιὰ καὶ τὸ ἁγνὸ σῶμα.
Ἡ ταπεινοφροσύνη.
Ἡ ὑπακοὴ στὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ προσευχή.
Ἡ καθημερινὴ αὐταπάρνηση.
Ἡ ἀνάγνωση καὶ ἀκρόαση τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Τὰ μυστήρια της Ἐκκλησίας μας καὶ κατεξοχὴν ἡ θεία κοινωνία.
Κάθε πιστὴ ψυχὴ μπορεῖ νὰ γεμίσει μὲ Ἅγιο Πνεῦμα, ἂν καθαριστεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ φιλαυτία καὶ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πάντα ὁλόγυρά μας καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ μπεῖ μέσα μας. Ἀλλὰ οἱ κακές μας πράξεις μας περιβάλλουν σὰν ἰσχυρὸ πέτρινο τεῖχος καὶ τ’ ἁμαρτήματά μας σὰν ἄγριοι φρουροὶ Τὸ διώχνουν μακριά μας καὶ δὲν Τὸ ἀφήνουν νὰ μᾶς πλησιάσει.
Κάθε ἁμαρτία διώχνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Πιὸ μισητές, ὅμως, Τοῦ εἶναι ἀπὸ τὶς σωματικὲς ἡ πορνεία καὶ ἀπὸ τὶς ψυχικὲς ἡ ὑπερηφάνεια. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ τέλεια καθαρότητα, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ κατοικήσει σὲ ἄνθρωπο μολυσμένο μὲ ἁμαρτίες. Πῶς νὰ μείνει στὴν καρδιά μας, ὅταν αὐτὴ εἶναι γεμάτη μὲ μέριμνες, ἐπιθυμίες καὶ πάθη;
Ἂς δοῦμε, λοιπόν, πιὸ ἀναλυτικὰ τὰ μέσα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
1. Ἂν θέλουμε νὰ μὴ χάσουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ πήραμε στὸ βάπτισμα, ἤ, ἂν τὸ χάσαμε, νὰ Τὸ ἀποκτήσουμε πάλι, ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε καρδιὰ καθαρὴ καὶ σῶμα ἁγνό, ἀμόλυντο δηλαδὴ ἀπὸ κάθε σαρκικὴ ἁμαρτία.
Καρδιὰ καὶ σῶμα πρέπει νὰ εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ σ’ ὅποιον ἔχει καθαρὴ καρδιὰ καὶ ἀμόλυντο σῶμα, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ μπεῖ καὶ θὰ κυριέψει τὴν ψυχή του. Φτάνει νὰ μὴν ἔχει ἀποθέσει ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τὴν ἐλπίδα του στὰ καλά του ἔργα καὶ νὰ μὴν καυχιέται γι’ αὐτά, νὰ μὴ νομίζει δηλαδὴ ὅτι δικαιωματικὰ πρέπει νὰ λάβει τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὰν ἀμοιβὴ ποὺ τοῦ χρωστάει ὁ Θεός.
Ἂν ἐσὺ εἶχες τὴν ἀτυχία νὰ κηλιδώσεις τὴν καρδιά σου καὶ νὰ φθείρεις τὸ σῶμα σου μὲ τὴν ἁμαρτία, ἀγωνίσου νὰ καθαριστεῖς μὲ τὴ μετάνοια. Πάψε ν’ ἁμαρτάνεις, μετανόησε μὲ συντριβὴ καὶ ἄρχισε νὰ ζεῖς μὲ περισσότερη προσοχή. Ἔτσι θ’ ἀξιωθεῖς ν’ ἀπολαύσεις τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
2. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σίγουρα μέσα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ Ἅγιου Πνεύματος εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη.
Ἔστω κι ἂν εἶσαι ἄνθρωπος τίμιος, καλός, δίκαιος καὶ σπλαχνικός, ἔστω κι ἂν τηρεῖς ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, νὰ θεωρεῖς παντοτινὰ τὸν ἑαυτό σου σὰν ἕναν ἀνάξιο δοῦλο Του, σὰν ἕνα ἐργαλεῖο στὰ χέρια Του, ἐργαλεῖο μὲ τὸ ὅποιο Ἐκεῖνος ἐνεργεῖ. Ἄλλωστε, φτάνει μία πιὸ προσεκτικὴ ματιὰ στὰ καλά μας ἔργα, ἀκόμα καὶ στὶς μεγαλύτερες ἀρετές μας, γιὰ νὰ δοῦμε πόσο λίγο ἀξίζουν νὰ λέγονται χριστιανικὲς ἀρετές. Πόσες φορές, λ.χ., δίνουμε ἐλεημοσύνη, ἂν ὄχι ἀπὸ ματαιοδοξία καὶ φιλαυτία, ὁπωσδήποτε ὅμως ἀπὸ ἰδιοτέλεια, σὰν τοκογλύφοι, ἐλπίζοντας δηλαδὴ ὅτι γιὰ ἕνα νόμισμα ποὺ δώσαμε στὸν φτωχό, θὰ πάρουμε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἑκατὸ ἢ χίλια;
Ταπεινοφροσύνη εἶναι καὶ κάτι ἄλλο, τὸ νὰ ὑπομένεις καρτερικὰ καὶ ἀγόγγυστα ὅλες τὶς θλίψεις, λύπες καὶ δυστυχίες, θεωρώντάς τες σὰν τιμωρία γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου. Νὰ μὴ λές, Ἀλίμονο στὴ συμφορά μου!”, ἀλλὰ “Καὶ λίγα εἶναι τοῦτα γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου!”. Καὶ νὰ ζητᾶς ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι τόσο νὰ σὲ ἀπαλλάξει ἀπὸ τὶς δοκιμασίες, ὅσο νὰ σοῦ δώσει δύναμη γιὰ νὰ τὶς ὑπομένεις.
3. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μποροῦμε νὰ Τὸ ἀποκτήσουμε ἐπίσης μὲ τὴν ὑπακοὴ στὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεὸς μιλάει πολὺ καθαρά, μὲ τρόπο σαφὴ καὶ κατανοητό. Ἔτσι μποροῦμε ν’ ἀκοῦμε τὴ φωνή του σὲ κάθε τόπο καὶ χρόνο καὶ περίσταση. Φτάνει μόνο νὰ ἔχουμε αὐτιὰ γιὰ ν’ ἀκοῦμε. Εἶσαι λ.χ., δυστυχισμένος; Σὲ ἀδίκησε κάποιος; Πέθανε ἕνας συγγενής σου; Εἶσαι ἄρρωστος, λυπημένος ἢ μελαγχολικὸς χωρὶς καμιὰ φανερὴ αἰτία, ὅπως συμβαίνει συχνὰ σὲ ὅλους μας; Σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις μπορεῖς ν’ ἀκούσεις τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σοῦ λέει νὰ συνέλθεις καί, ἀντὶ νὰ στηρίζεσαι στοὺς ἀνθρώπους ἢ νὰ ζητᾶς παρηγοριὰ στὶς διασκεδάσεις καὶ τὰ ξεφαντώματα, νὰ γυρίσεις μετανοημένος σ’ Αὐτόν, νὰ ζητήσεις παρηγοριὰ καὶ βοήθεια μόνο ἀπ’ Αὐτόν.
Ἂν πάλι καλοπερνᾶς, ἂν ἔχεις ἄφθονα ἀγαθὰ καὶ καμιὰν ἀνάγκη, ἂν οἱ ὑποθέσεις σου ὅλες ἐξελίσσονται θετικά, ἂν δὲν γνωρίζεις πόνο καὶ θλίψη, ἀλλὰ μόνο χαρά, καὶ μάλιστα χαρὰ πνευματική, ὅλα τοῦτα εἶναι τοῦ Θεοῦ φωνή, ποὺ σὲ παρακινεῖ ν’ ἀγαπᾶς μ’ ὅλη σου τὴν καρδιὰ τὸν Εὐεργέτη σου, νὰ Τὸν εὐχαριστεῖς μ’ ὅλη σου τὴ δύναμη καὶ νὰ μὴν ξεχνᾶς, ὅταν ἀπολαμβάνεις τ’ ἀγαθὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, νὰ βοηθᾶς καὶ τοὺς δικούς Του ἄσημους ἀδελφούς, δηλαδὴ τοὺς φτωχούς. Νὰ μὴν ξεχνᾶς ἀκόμα, πῶς τὰ ἀληθινὰ ἀγαθὰ καὶ ἡ αἰώνια χαρὰ βρίσκονται στὸν οὐρανὸ καὶ προέρχονται ἀπ’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ καὶ κάθε χαρᾶς.
Ἂν εἶναι παρανομία ἡ περιφρόνηση ἑνὸς ἐπίγειου ἄρχοντα, πόσο μεγαλύτερη ἁμαρτία εἶναι ἡ περιφρόνηση τοῦ οὐράνιου Βασιλιᾶ! Ἂν δὲν προσέξουμε, μπορεῖ ὁ Θεός, μετὰ τὶς ἀναρίθμητες ὀχλήσεις καὶ τὶς ἐπανειλημμένες προσκλήσεις Του, νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει σὰν πεισματάρικα παιδιά. Θὰ μᾶς ἀφήσει τότε νὰ κάνουμε ὅ,τι θέλουμε. Ἀλλὰ μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ὁ νοῦς μας λίγο-λίγο θὰ σκοτιστεῖ τόσο πολύ, ὥστε καὶ οἱ φοβερότερες ἀκόμη ἁμαρτίες δὲν θὰ μᾶς φαίνονται παρὰ ἀναπόφευκτες ἀδυναμίες τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς μας. Ὅσο, λοιπόν, ὠφέλιμο καὶ σωτήριο εἶναι τὸ ν’ ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, τόσο ἐπικίνδυνο καὶ καταστροφικὸ εἶναι τὸ νὰ μὴν τῆς δίνουμε σημασία.
4. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Τὸ παίρνουμε ἀκόμα μὲ τὴν προσευχή. Εἶναι ὁ πιὸ ἁπλὸς καὶ ἀποτελεσματικὸς τρόπος, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν χρησιμοποιεῖ ὁ καθένας μας ὁποιαδήποτε ὥρα.
Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ προσευχὴ εἶναι ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερική. Ὅποιος προσεύχεται κάνοντας γονυκλισίες, κάνει ἐξωτερικὴ προσευχή. Καὶ ὅποιος μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά του ἀπευθύνεται στὸ Θεὸ πασχίζοντας νὰ Τὸν ἔχει ἀκατάπαυστα στὸ λογισμό του, κάνει ἐσωτερικὴ προσευχή.
Ὅλοι ξέρετε ποιὸς ἀπὸ τοὺς δυὸ αὐτοὺς τρόπους προσευχῆς εἶναι ὁ πιὸ καλός, ὁ πιὸ καρποφόρος, ὁ πιὸ εὐάρεστος στὸν Κύριο. Ξέρετε, ἐπίσης, ὅτι μποροῦμε νὰ προσευχόμαστε παντοῦ καὶ πάντοτε, ἀκόμα καὶ τότε ποὺ μᾶς καταβάλλει ἡ ἁμαρτία. Μποροῦμε νὰ προσευχόμαστε καὶ ὅταν δουλεύουμε καὶ ὅταν ξεκουραζόμαστε, τὶς γιορτὲς καὶ τὶς καθημερινές, ὄρθιοι, καθιστοὶ ἢ ξαπλωμένοι.
Ἐδῶ χρειάζεται νὰ σᾶς πῶ μόνο, ὅτι, μολονότι ἡ ἐσωτερικὴ προσευχὴ εἶναι τὸ πιὸ ἰσχυρὸ μέσο γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς θείας χάριτος, δὲν πρέπει ν’ ἀφήνουμε καὶ τὴν ἐξωτερικὴ προσευχή, καὶ μάλιστα τὴν κοινὴ θεία λατρεία. Πολλοὶ λένε: “Γιατί νὰ πάω στὴν ἐκκλησία; Μπορῶ καὶ στὸ σπίτι νὰ προσευχηθῶ. Ἐκεῖ περισσότερο ἁμαρτάνεις παρὰ προσεύχεσαι”. Ἀλλὰ τί τοὺς κάνει, νομίζετε, νὰ μιλοῦν ἔτσι; Ἡ καλή τους γνώση ἢ ἡ ὀρθή τους κρίση; Καθόλου! Ἀπεναντίας, ἡ τεμπελιὰ καὶ ὁ ἐγωισμός τους. Εἶναι ἀλήθεια, βέβαια, ὅτι μερικὲς φορὲς συμβαίνει, δυστυχῶς, νὰ εἴμαστε μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ ν’ ἁμαρτάνουμε. Αὐτό, ὅμως, δὲν γίνεται ἐπειδὴ ἤρθαμε στὴν ἐκκλησία, μὰ ἐπειδὴ ἤρθαμε μὲ διάθεση ἀκατάλληλη, ὄχι γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε, μὰ γιὰ ἄλλα! Καὶ γιὰ νὰ πεισθεῖτε, κοιτάξτε ἐκείνους πού, μὲ τὶς παραπάνω προφάσεις, δὲν ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Μήπως προσεύχονται στὸ σπίτι τους; Κάθε ἄλλο!
Εἴπαμε πρίν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ προσευχηθεῖ ἀληθινά. Πράγματι, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ κανεὶς ὅπως πρέπει, χρειάζεται πολὺς κόπος, μεγάλος ἀγώνας. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἀμέσως ἢ ἔστω σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα νὰ κατευθύνει τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά του στὸ Θεό. Ἀλλά, ὅμως, τί ἀποκτιέται στὸν κόσμο τοῦτο εὔκολα, γρήγορα καὶ ἄκοπα; Ποιὰ τέχνη, ποιὰ ἐπιστήμη, ποιὰ πνευματικὴ παρηγοριά; Γι’ αὐτὸ νὰ προσεύχεσαι. Ἀκόμα κι ἂν στὴν προσευχή σου βλέπεις πολὺ κόπο καὶ καμιὰ εὐχαρίστηση, νὰ προσεύχεσαι μὲ ἐπιμέλεια καὶ ζῆλο. Νὰ συνηθίζεις τὸν ἑαυτό σου στὴν προσευχὴ καὶ τὴ συνομιλία μὲ τὸ Θεό. Νὰ προσπαθεῖς, ὅσο μπορεῖς, νὰ συμμαζεύεις καὶ νὰ ἐλέγχεις τὶς σκορπισμένες σου σκέψεις. Ἔτσι, σιγὰ σιγά, ἡ προσευχή σου θὰ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ εὔκολη. Θ’ ἀρχίσεις κι ἐσὺ νὰ αἰσθάνεσαι μία γλυκειὰ παρηγοριά. Καὶ ἂν κάνεις εἰλικρινὴ προσπάθεια, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, βλέποντας τὴν ἀγωνιστικότητά σου καὶ τὴ γνησιότητα τοῦ πόθου σου, γρήγορα θὰ σὲ βοηθήσει. Καὶ ἀφοῦ μπεῖ μέσα σου, θὰ σοῦ διδάξει τὴν ἀληθινὴ προσευχή.
Ὁ Θεὸς μᾶς ζητάει νὰ προσευχόμαστε ἀδιάκοπα (Α’ Θεσσ. 5:17). Πολλοὶ λένε: “Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ προσευχόμαστε ἀδιάκοπα, ἀφοῦ ζοῦμε στὸν κόσμο; Ἂν ἀσχοληθοῦμε μόνο μὲ τὴν προσευχή, πότε θὰ ἐκπληρώσουμε τὶς ὑποχρεώσεις μας καὶ θ’ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὶς δουλειές μας;”.
Δὲν μποροῦμε, βέβαια, νὰ κάνουμε ἀδιάλειπτη προσευχὴ ἐξωτερικά, νὰ στεκόμαστε δηλαδὴ πάντοτε σὲ στάση προσευχῆς, γιατί πρέπει καὶ νὰ δουλέψουμε καὶ πολλὲς ἄλλες ἀνάγκες μας νὰ ἱκανοποιήσουμε. Ὅποιος, ὅμως, συναισθάνεται τὴν ἐσωτερική του φτώχεια, δὲν θὰ πάψει νὰ προσεύχεται, ὅ,τι κι ἂν κάνει. Ὅποιος θερμὰ ποθεῖ νὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, θὰ βρεῖ τὴν εὐκαιρία καὶ τὸ χρόνο νὰ προσεύχεται, τόσο ἐσωτερικὰ ὅσο καὶ ἐξωτερικά. Ἀκόμα κι ὅταν ἐργάζεται βαριὰ καὶ ἀκατάπαυστα, θὰ βρεῖ καιρὸ νὰ μιλήσει στὸ Θεό. Δὲν βρίσκει καιρὸ νὰ προσευχηθεῖ μόνο ἐκεῖνος ποὺ δὲν θέλει νὰ προσευχηθεῖ.
Μερικοὶ πιστεύουν ὅτι προσευχὴ μπορεῖ νὰ γίνεται μόνο ἀπὸ βιβλία. Καλὸ εἶναι, βέβαια, ἂν μπορεῖς, νὰ ἱκετεύεις καὶ νὰ δοξολογεῖς τὸ Θεὸ μὲ τὰ λόγια τῶν ψαλμῶν καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων. Ἄν, ὅμως, εἶσαι ἀγράμματος, τότε φτάνει νὰ μάθεις τὶς κυριότερες προσευχές, μὲ πρώτη τὴν Κυριακὴ προσευχή, δηλαδὴ τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Σ’ αὐτὴ τὴν προσευχή, ποὺ μᾶς τὴν παρέδωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ἀναφέρονται ὅλες οἱ ἀνάγκες μας. Ἄν, πάλι, οἱ περιστάσεις δὲν ἐπιτρέπουν νὰ προσευχηθεῖς γιὰ ἀρκετὴ ὥρα, τότε λέγε μερικὲς ἁπλὲς καὶ σύντομες προσευχές, ὅπως, «Κύριε, ἐλέησον», «Θεέ μου, βοήθησέ με», «Κύριε, συγχώρεσέ με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν».
5. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἅγιους πατέρες εἶπε: ” Ἂν θέλεις ἡ προσευχή σου ν’ ἀνεβεῖ κατευθείαν στὸ Θεό, δῶσε της δυὸ φτερά, τὴ νηστεία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη “. Κυρίως μ’ αὐτὲς τὶς δυὸ πρακτικὲς ἀρετὲς πραγματοποιεῖται ἡ καθημερινὴ αὐταπάρνηση.
Νηστεία γενικὰ καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἐγκράτεια καὶ ὁ αὐστηρὸς μετριασμὸς στὴ χρήση τῆς τροφῆς.
Σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι νὰ ταπεινώσει καὶ νὰ ἐλαφρύνει τὸ σῶμα, κάνοντάς το ἔτσι πιὸ ὑπάκουο στὴν ψυχή.
Γιατί ἕνα χορτάτο καὶ παχύσαρκο σῶμα ζητάει εὐκολίες καὶ ἀνέσεις, μᾶς κάνει ράθυμους καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ συλλογιζόμαστε τὸ Θεό. Δένει τὴν ψυχή, τὴν πνίγει, τὴν κάνει ὅ,τι θέλει.
Ἀλλὰ νηστεύοντας σωματικά, πρέπει συνάμα νὰ νηστεύεις καὶ ψυχικά: Νὰ φυλᾶς τὴ γλώσσα σου ἀπὸ κάθε κακὸ ἢ ἀνώφελο λόγο. Νὰ κυριαρχεῖς στὶς ἐπιθυμίες σου. Νὰ ξεριζώνεις τὰ πάθη σου.
Ὅσο γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη, ἐμεῖς συνήθως ὀνομάζουμε ἔτσι τὴ βοήθεια ποὺ δίνουμε στοὺς φτωχούς. Δὲν εἶναι, ὅμως, μόνο αὐτή. Ἐλεημοσύνη εἶναι κάθε πράξη ἀγάπης καὶ εὐσπλαχνίας: Νὰ δώσει κανεὶς τροφὴ στὸν πεινασμένο, νὰ δώσει νερὸ στὸν διψασμένο, νὰ ντύσει τὸν γυμνό, νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν ἄρρωστο καὶ τὸν φυλακισμένο, νὰ φιλοξενήσει τὸν ἄστεγο, νὰ περιθάλψει τὸ ὀρφανὸ κ.λπ.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη σου ἀληθινή, ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ κάνεις χωρὶς νὰ καυχιέσαι, χωρὶς νὰ ζητᾶς τὸν ἔπαινο τῶν ἄνθρωπων καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη ἐκείνων ποὺ εὐεργετεῖς.
6. Ἕνας ἄλλος τρόπος, μὲ τὸν ὅποιο μποροῦμε νὰ πάρουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ἡ ἀνάγνωση καὶ ἀκρόαση τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἡ Ἅγια Γραφὴ εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἕνα θησαυροφυλάκιο, ἀπ’ ὅπου μπορεῖ νὰ ἀντλήσει φῶς καὶ ζωή• φῶς, ποὺ φωτίζει καὶ σοφίζει, καὶ ζωή, ποὺ ζωογονεῖ καὶ παρηγορεῖ καὶ εὐφραίνει. Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πολυτιμότερα δῶρα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, μία μεγάλη εὐεργεσία, ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ καθένας μπορεῖ νὰ ὠφεληθεῖ, φτάνει μόνο νὰ τὸ θελήσει. Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι ἡ θεία σοφία, μία σοφία τόσο θαυμαστὴ καὶ ἐξαιρετική, ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν κατανοήσει ὁ πιὸ ἁπλὸς κι ἀγράμματος ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς πολλοὶ ἁπλοὶ ἄνθρωποι, διαβάζοντας ἢ ἀκούγοντας τὴν Ἁγία Γραφή, ἔγιναν εὐσεβεῖς καὶ ἔλαβαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐνῶ ἀπεναντίας ἄλλοι, καὶ μάλιστα μορφωμένοι, μελετώντάς την, πλανήθηκαν καὶ χάθηκαν. Αὐτὸ ἔγινε, γιατί οἱ πρῶτοι τὴ διάβαζαν μὲ ἁπλότητα καρδιᾶς, χωρὶς ὀρθολογιστικὰ ψιλολογήματα, ἐπιδιώκοντας νὰ πλουτίσουν ὄχι σὲ γνώση ἀνθρώπινη, ἀλλὰ σὲ χάρη καὶ δύναμη καὶ Πνεῦμα Θεοῦ, ἐνῶ οἱ δεύτεροι, νομίζοντας πῶς εἶναι σοφοὶ καὶ πῶς τὰ ξέρουν ὅλα, ζητοῦσαν στὴ Γραφὴ ὄχι τὴ δύναμη καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὴ σοφία τοῦ κόσμου.
7. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Τὸ ἀποκτοῦμε, τέλος, μὲ τὴ συμμετοχὴ στὰ ἱερὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ κατεξοχὴν μὲ τὴ θεία κοινωνία.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε: «Ὅποιος τρώει τὴ σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου, εἶναι ἑνωμένος μαζί μου κι ἐγὼ μαζί του. Αὐτὸς ἔχει ζωὴ παντοτινή. Καὶ ἐγὼ θὰ τὸν ἀναστήσω τὴν ἔσχατη ἡμέρα» (πρβλ. Ἰω. 6:56-54). Ὅποιος, δηλαδή, ἄξια κοινωνεῖ τὰ ἅγια μυστήρια, ἑνώνεται μὲ τὸν Κύριο. Καὶ ὅποιος μὲ ἀληθινὴ μετάνοια, καθαρὴ καρδιά, θεῖο φόβο καὶ ἀκράδαντη πίστη παίρνει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, παίρνει συνάμα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πού, μπαίνοντας στὸν ἄνθρωπο, τὸν ἑτοιμάζει νὰ δεχτεῖ καὶ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸ Θεὸ Πατέρα, νὰ γίνει δηλαδὴ ναὸς καὶ κατοικητήριο τοῦ ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἀπεναντίας, ὅποιος κοινωνεῖ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου ἀνάξια, μὲ ψυχὴ ἀκάθαρτη, μὲ καρδιὰ γεμάτη κακία, ἐκδικητικότητα καὶ μίσος, ὄχι μόνο δὲν παίρνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ γίνεται προδότης, ὅπως ὁ Ἰούδας, καὶ σταυρώνει τὸ Χριστὸ γι’ ἄλλη μία φορά.
Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἄξια τὸ μεταλαβαίνουν, εἶναι τὸ φάρμακο ποὺ θεραπεύει κάθε ἀσθένεια καὶ κάθε ἀδυναμία. Καὶ ποιὸς ἀπὸ μᾶς εἶναι σὲ κατάσταση τέλειας ὑγείας; Ποιὸς δὲν χρειάζεται θεραπεία, ἀνακούφιση καὶ παρηγοριά;
Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ τροφή μας στὸ δρόμο πρὸς τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μπορεῖ ποτὲ νὰ ξεκινήσει κανεὶς γιὰ μεγάλη καὶ κοπιαστικὴ πορεία χωρὶς τροφή;
Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁρατὸ ἁγιαστικὸ μέσο, ποὺ μᾶς τὸ κληροδότησε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ μᾶς τὸ ἄφησε γιὰ τὸν ἁγιασμό μας. Ποιὸς δὲν θὰ ἤθελε νὰ γίνει μέτοχος σὲ μία τέτοια κληρονομιὰ καὶ ν’ ἁγιαστεῖ;
Μὴν ἀμελεῖτε, λοιπόν, νὰ πλησιάζετε στὸ Ποτήριο τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ νὰ πλησιάζετε μὲ φόβο Θεοῦ καὶ πίστη. Ὅποιος ἀρνεῖται ἢ ἀμελεῖ νὰ κοινωνήσει, δὲν ἀγαπάει τὸ Χριστό, γι’ αὐτὸ οὔτε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ λάβει οὔτε στὴν οὐράνια βασιλεία θὰ μπεῖ.
Αὐτά, λοιπόν, εἶναι τὰ μέσα, μὲ τὰ ὅποια μποροῦμε ν’ ἀποκτήσουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: καθαρὴ καρδιὰ καὶ ἁγνὴ ζωή, ταπεινοφροσύνη, ὑπακοὴ στὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, προσευχή, αὐταπάρνηση, μελέτη τῶν ἱερῶν βιβλίων, θεία κοινωνία.
Τὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ τὰ μέσα ἀρκεῖ, βέβαια, καὶ μόνο του γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Μὰ εἶναι πιὸ καλὸ καὶ πιὸ ἀποτελεσματικὸ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε ὅλα μαζί. Τότε, χωρὶς καμιὰν ἀμφιβολία, θὰ λάβουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ θὰ γίνουμε ἅγιοι!
Τελειώνοντας, πρέπει νὰ ποῦμε, ὅτι, ἂν κάποιος ἀξιωθεῖ νὰ λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ στὴ συνέχεια πέσει σὲ ἁμαρτία, Τὸ διώχνει ἀπὸ μέσα του. Καὶ τότε, ὅμως, ἂς μὴν ἀπελπιστεῖ, ἂς μὴ νομίσει ὅτι χάθηκαν ὅλα. Ὅσο πιὸ γρήγορα μπορεῖ, ἂς προσπέσει στὸ Θεὸ μὲ θέρμη, μὲ μετάνοια, μὲ προσευχή. Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἐπιστρέψει μέσα του.
ΠΗΓΗ.Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ . Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου
Ὠρωποῦ Ἀττικῆς

Ἡ δύναμη τῆς πίστης καί ἡ ἀδυναμία τῆς ἀπιστίας. undefined Φωτης Κόντογλου


undefined
Φωτης Κόντογλου
Η δύναμη της πίστης και η αδυναμία της απιστίας.
Οι άνθρωποι έχουν στην καρδιά τους μεγάλο φόβο μήπως απομείνουν απροστάτευτοι και φτωχοί στη ζωή τους, και για τούτο, ο νους κι’ ο λογισμός τους είναι στο να μαζέψουν χρήματα η ν’ αποκτήσουν κτήματα κι’ άλλα πλούτη, για να τα ‘χουνε στην ανάγκη τους.
Και καλά για εκείνους που δεν πιστεύουν στον Θεό, και κρεμούνε την ελπίδα τους στα χρήματα και στ’ άλλα πλούτη. Άλλα τι να πει κανένας για εκείνους που λέγονται χριστιανοί, που πάνε στην εκκλησία και παρακαλούνε τον Θεό να τους βοηθήσει στη ζωή και που λένε πώς έχουνε την ελπίδα τους στον Χριστό, στην Παναγία και στους Αγίους, κι’ από την άλλη μεριά είναι φιλάργυροι, δεν δίνουνε τίποτα στ’ αδέλφια τους, τους φτωχούς, κι’ ολοένα μαζεύουνε χρήματα και πλούτη; Στη ζωή μου είδα πώς οι τέτοιοι λεγόμενοι χριστιανοί είναι οι περισσότεροι, κι’ απορεί κανένας πώς μπορούνε να συμβιβάσουν μία ζωή συμφεροντολογική, με τα λόγια του Χριστού, που λέει και ξαναλέει: «Μη φροντίζετε για το τι θα φάτε και για το τι θα πιείτε και για το τι θα ντυθείτε. Κοιτάξετε τα πουλιά, μήτε κοπιάζουν, μήτε μαζεύουν, κι’ όμως ο Πατέρας τους ο ουράνιος τα θρέφει. Κοιτάξετε με πόση μεγαλοπρέπεια είναι ντυμένα τα αγριολούλουδα, που κι’ ο ίδιος ο Σολομώντας δεν στολίσθηκε σαν αυτά τα τιποτένια λουλούδια. Λοιπόν, αν για το χορτάρι του χωραφιού, που σήμερα λουλουδίζει κι’ αύριο το καίγουνε στον φούρνο, φροντίζει ο Πατέρας σας που είναι στον ουρανό, ποσό περισσότερο θα φροντίσει για σάς, ολιγόπιστοι;».

Αυτά είναι λογία καθαρά, απλά, σίγουρα, και δείχνουν πώς πρέπει να είναι η βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας του Χριστού. Γιατί πώς μπορεί να έχει πίστη στον Χριστό ένας άνθρωπος, και μαζί να είναι κολλημένος στα χρήματα και στο συμφέρον, πολλές φορές μάλιστα περισσότερο κι’ από τους άθεους; θα πει πως νομίζει πώς θα ξεγελάσει τον Θεό. Άλλα «Θεός ου μυκτηρίζεται» δηλαδή, ο Θεός δεν περιπαίζεται.
Κι’ όμως, η πονηρή γνώμη του ανθρώπου όλα μπορεί να τα συμβιβάσει: Να είναι γαντζωμένος καλά στο χρήμα, δηλαδή στο διάβολο, που τον λέγει ο Χριστός Μαμωνά, Θεό της φιλαργυρίας, και τον ίδιο καιρό να παρουσιάζεται για χριστιανός, να πηγαίνει στην εκκλησιά, να κάνει σταυρούς και μετάνοιες, να κλαίει πολλές φορές από την αγάπη του για τον Χριστό, άλλα να μην μπορεί να ξεγαντζωθεί από τα λεφτά κι’ από τη μανία του παρά. Λογική δεν χωρά καθόλου σ’ αυτούς. Είναι ολότελα αναίσθητοι και πονηροί, κι’ ό,τι κάνουν το κάνουν για να το έχουν δίπορτο, κι’ ό,τι κερδίσουν. «Βάστα γερά», σου λέει, τα λεφτά, που είναι χειροπιαστά, άναβε και κανένα κερί, κάνε και καμιά μετάνοια, για να 'χεις το μέσο και με τον Χριστό. Αν βγούνε αληθινά τα λογία του για παράδεισο και για κόλαση, έχουμε κι’ από κει τη σιγουράντζα. Ό,τι και να γίνει, είναι κανένας κερδισμένος».
Ο Απόστολος Παύλος λέει: «Αν, ελπίζουμε στον Χριστό μοναχά για τούτη τη ζωή, είμαστε οι πιο ελεεινοί άνθρωποι». Γιατί οι ψευτοχριστιανοί παρακαλούνε τον Χριστό προπάντων για τις υποθέσεις τούτου του κόσμου, για τις δουλειές τους, για τη σωματική υγεία τους, για τα παιδιά τους, και μόλις σκοτεινιάσει η κατάσταση, αρχίζουν τα παράπονα γιατί ο Χριστός κι’ η Παναγία δεν τρέξανε να τους βοηθήσουν στις δουλειές τους, πολλές φορές σε τέτοιες δουλειές που είναι απάνθρωπες και που τους κάνουν να κακουργούν καταπάνω στ’ αδέλφια τους.
Ο Απόστολος Παύλος λέει πάλι αλλού: «Είναι κάλο να στερεώνετε την καρδιά σας με την ελπίδα στη χάρη του θεού, κι’ όχι με φαγητά (δηλαδή με σαρκικά και υλικά πράγματα), που μ' αυτά δεν ωφεληθήκαν όσοι αφιερώσανε τη ζωή τους σ’ αυτά, δηλαδή στο να μαζέψουν χρήματα, ξεγελώντας τον εαυτό τους πως μ’ αυτά εξασφαλίζονται». Γιατί «επελθών γαρ ο θάνατος, ταύτα πάντα εξηφάνισται».
Δεν υπάρχει κανένα πράγμα πιο σίγουρο από την ματαιότητα του κόσμου, κανένα. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας φανερώνει αυτή την απελπιστική ματαιότητα. Και όμως, πόσοι άνθρωποι στον κόσμο κάθισαν και σκεφθήκανε πάνω σ’ αυτό το φανερότατο και σιγουρότατο φαινόμενο, στη ματαιότητα, που θα ‘πρεπε ο κάθε άνθρωπος να το 'χει μέρα - νύχτα μπροστά του; Μα εμείς κάνουμε σαν το καμηλοπούλι (στρουθοκάμηλο), που χώνει το κεφάλι του στον άμμο για να μη βλέπει τον φονιά του, και θαρρεί πώς κρύφτηκε από αυτόν.
Ποσό αξιολύπητοι σ’ αυτό απάνω είναι οι σπουδαίοι άνθρωποι της γης! Ενώ βλέπουν καθαρά πώς το βάραθρο που κατάπιε όλους τους σπουδαίους από καταβολής κόσμου, και πώς τ’ ανοιχτό στόμα του περιμένει να τους καταπιεί κι’ αυτούς, εκείνοι δος του και καταγίνονται με «μάταια και ψευδή», με πολιτικές πονηριές, με πολέμους, με ψευτομεγαλεία παιδιακίσια, και με ανοησίες, που διαλαλώνται σ’ όλη την οικούμενη. Ω ανοησία εκείνων που τους λέει ο κόσμος σοβαρούς, μυαλωμένους, τετραπέρατους, μεγαλοφυείς! Τι φτώχεια αληθινά από κρίση κι’ από γνώση! Κι' από τέτοιους κυβερνιέται ο κόσμος. Η οι άλλοι που καταγίνονται με μανία στις μάταιες φιλοσοφίες και στις τέχνες, και τούς αποθεώνουν οι άλλοι, οι πολλοί που δεν έχουν κουκούτσι κρίση, ενώ ξέρουν καλά πώς δεν θα περάσει πολύς καιρός πού θα σβήσουν όλοι από τον κόσμο!
Απόσπασμα από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου, Ασάλευτο θεμέλιο, Έκδ. Ακρίτας
Πηγή:Περιοδικό: «Φίλοι φυλακισμένων»
Σύλλογος συμπαραστάσεως κρατουμένων «Ο Ονήσιμος»
Τεύχος 11, Φθινόπωρο Χειμώνας 2010. Σελ. 15-17.

http://hristospanagia3.blogspot.gr/2010/12/blog-post_3673.html

Ὅσιος Νικηφόρος ὁ Ἡσυχαστής


Αγιορείτης Άγιος
Μνήμη 4 Μαΐου
Ιταλικής καταγωγής, ο όσιος Νικηφόρος μεταστράφηκε στην ορθόδοξη Πίστη και εγκαταλείποντας την πατρίδα και την οικογένειά του για την αγάπη της αλήθειας μετέβη στο Βυζάντιο. Μετά την συμβιβαστική ένωση με την λατινική Εκκλησία που υπογράφηκε στην Σύνοδο της Λυών (1274) από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, καταδικάστηκε σε εξορία. Ίσως κατά την εποχή αυτή συνέγραψε μία πραγματεία Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος.
Επιθυμώντας να ομολογήσει την αληθινή πίστη, όχι μόνο με τον λόγο και την γραφίδα, αλλά και με σύμπασα την βιοτή του, εκάρη μοναχός στο Άγιον Όρος, την εστία της αρετής και το μεθόριον κόσμου και υπερκοσμίων. Επί σειρά ετών επέδειξε ταπεινόφρονα υποταγή στους γέροντές του και εισήχθη με αυτόν τον τρόπο στις αρχές της ησυχίας, την «επιστήμη των επιστημών». Ίδρυσε κατόπιν μικρή αδελφότητα στις ερημικότερες πλαγιές του Άθω, της οποίας η πολιτεία ήταν αφιερωμένη στην φυλακή των λογισμών και στην νοερά προσευχή.
Για να προγυμνάσει τους μαθητές του στον αγώνα κατά των δυνάμεων του σκότους, ο όσιος Νικηφόρος συνέταξε, αντλώντας από τους Βίους και τα έργα των αγίων Πατέρων, ανθολόγιο με τίτλο Περί νήψεως και φυλακής καρδίας. Διαπιστώνοντας, ωστόσο, ότι πολλοί νεόφυτοι δεν κατόρθωναν να κυριαρχήσουν πάνω στην αστάθεια του νου για να προσευχηθούν δίχως περισπασμούς, τους πρότεινε μιά απλή και στοιχειώδη μέθοδο που τους επέτρεπε να βρουν τον τόπο της καρδίας και εκεί με προσοχή να επικαλούνται το ευλογημένο Όνομα του Ιησού Χριστού.
«Όσοι της μεγαλοπρεπούς του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού θεϊκής φωτοφανείας τυχείν ερωτικώς έχετε- όσοι το υπερουράνιον πυρ καρδιακώς εν αισθήσει υποδέξασθαι βούλεσθε• …όσοι εν γνώσει και πείρα την των ουρανών βασιλείαν ένδοθεν υμών ούσαν γνώναι και λαβείν θέλετε, δεύτε και διηγήσομαι υμίν… επιστήμην… ακόπως εις τον της αληθείας λιμένα και ανιδρωτί τον ταύτης εργάτην εισάγουσαν… Ου γάρ έστι την προς Θεόν καταλλαγήν και οικείωσιν άλλως ημάς εντυχείν, ει μη πρότερον προς εαυτούς, όσον το εφ’ ημίν, επανέλθωμεν η μάλλον εισέλθωμεν το γάρ παράδοξον, από της του κόσμου περιφοράς, και της ματαίας μερίμνης εαυτούς αποσχίζοντες, προς δε την εντός ημών ούσαν βασιλείαν των ουρανών, ασυγχωρήτως κατέχοντες».
Πριν εκθέσει την «μέθοδό» του, ο όσιος Νικηφόρος συμβουλεύει τους μαθητές του να διάγουν βίο ήσυχο, αμέριμνο και να βρίσκονται εν ειρήνη με όλους. “Επειτα, εισερχόμενοι στο κελλί τους και καθήμενοι σε μιά γωνιά, τους προτρέπει να συνάγουν τον νου τους και να τον εισάγουν με τήν πνοή τους μέχρι τα σημεία της καρδιάς. Αν αυτή η άσκηση φανεί δύσκολη και στενόχωρη στην αρχή, εξαιτίας της αστάθειας του νου που εξεγείρεται εναντίον της στενώσεως αυτής, με την συνήθεια θα βρεθεί σιγά σιγά μία άρρητος ηδονή που επιστρέφει ακατάπαυστα στον ρυθμό της αναπνοής, σ’ αυτή την έδρα της ψυχής, «ώσπερ ανήρ τις του εαυτού οίκου απόδημος, επανεπιστρέψη ούκ εχει ότι και γένηται από της χαράς, ότι κατηξιώθη τοις τέκνοις και τη γυναικί εντυχείν». Είτε φθάσει κανείς στον τόπο της καρδίας, είτε αρκεστεί να επιστήσει την προσοχή του στην αναπνοή, ο νους δεν πρέπει να μένει αργός, αλλά να απομακρύνει κάθε λογισμό για να ανακράζει ένδον και ακαταπαύστως το: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.Η πρακτική αυτή, διαβεβαιώνει ο Νικηφόρος εξ ιδίας πείρας, θα του ανοίξει αναμφισβήτητα την είσοδο της καρδιάς και: «Ελεύσεται σε σοι, συν τη πολυποθήτω και τερπνώ προσοχή, και πας ο των αρετών χορός, αγάπη, χαρά, ειρήνη, και τα εξής• δι’ ων πάντα σου τα αιτήματα κομιεί εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών…».
Αυτή είναι η ονομαστή «Μέθοδος προσευχής» των Ησυχαστών που γνώρισε τόσο μεγάλη επιτυχία μεταξύ των εραστών της προσευχής και προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις εκ μέρους των ορθολογιστικών πνευμάτων και οπαδών ενός καθ’ όλα εξωτερικού χριστιανικού βίου. Μεταξύ των μαθητών του οσίου Νικηφόρου ήταν επίσης και ο άγιος Θεόληπτος Φιλαδέλφειας (1250-1322), που είχε αποσυρθεί στον Άθω επειδή ομολόγησε την Όρθοδοξία. Μυήθηκε από εκείνον στήν μέθοδο αυτή προσευχής και την μετέδωσε στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά [14 Νοεμ.], ο οποίος κατέδειξε τα θεολογικά θεμέλιά της και την κεντρική σημασία της στην ορθόδοξη πνευματικότητα.
Φθάνοντας σε μεγάλη ηλικία, ο όσιος Νικηφόρος συνέταξε για τους μαθητές του μια Διαθήκη, στην οποία τους συμβουλεύει να φυλάξουν ακέραια την πίστη τους στήν Αγία Τριάδα και κατόπιν εκοιμήθη εν ειρήνη.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας
http://vatopaidi.wordpress.com
http://agioritikesmnimes.blogspot.com/2012/05/1207.html