Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Ο Γέροντας Σωφρόνιος για τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο

Ο Γέροντας Σωφρόνιος για τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο

protomartus stefanos
Ζώμεν επί της γης και δεν βλέπομεν τον Θεόν, ουδέ δυνάμεθα να ίδωμεν Αυτόν. Αλλ’ εάν το Πνεύμα το Άγιον έλθη εις την ψυχήν, τότε θα ίδωμεν τον Θεόν, ως είδεν Αυτόν ο Πρωτομάρτυς Στέφανος. Η ψυχή και ο νους Πνεύματι Αγίω αναγνωρίζουν αμέσως ότι Αυτός είναι ο Κύριος. Ούτως ο Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος Πνεύματι Αγίω ανεγνώρισεν εις το μικρόν βρέφος τον Κύριον, και ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής δια Πνεύματος Αγίου ωσαύτως εγνώρισε τον Κύριον και υπέδειξεν Αυτόν εις τον λαόν. Άνευ δε Πνεύματος Αγίου ουδείς δύναται να γνωρίση τον Θεόν, και πόσον πολύ αγαπά ημάς. Έστω και αν αναγινώσκωμεν ότι ηγάπησεν ημάς και έπαθεν εξ αγάπης προς ημάς, όμως περί τούτου σκεπτόμεθα μόνον δια του νοός, αλλά δεν εννοούμεν δια της ψυχής, ως πρέπει, την αγάπην του Χριστού. Όταν όμως το Πνεύμα το Άγιον διδάξη ημάς, τότε εναργώς και αισθητώς γνωρίζομεν την αγάπην και γινόμεθα όμοιοι προς τον Κύριον…
Όστις φέρει εντός αυτού το Πνεύμα το Άγιον, έστω και ολίγον, ούτος θλίβεται δι’ όλον τον κόσμον ημέρας και νυκτός, και η καρδία αυτού σπλαγχνίζεται παν κτίσμα του Θεού, ιδιαιτέρως δε εκείνους τους ανθρώπους, οίτινες δεν γνωρίζουν τον Θεόν ή εναντιούνται προς Αυτόν, και ως εκ τούτου πορεύονται εις το πυρ των βασάνων. Υπέρ τούτων ούτος προσεύχεται ημέρας και νυκτός πλείον ή δι’ εαυτόν, όπως πάντες  και γνωρίσουν τον Κύριον.
sofronios essex
Ο Κύριος προσηύχετο υπέρ των σταυρωτών Αυτού: «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τί ποιούσιν». Ο αρχιδιάκονος Στέφανος προσηύχετο δι’ εκείνους, οίτινες ελιθοβόλουν αυτόν έως θανάτου: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Και ημείς, εάν θέλωμεν να διαφυλάξωμεν την χάριν, οφείλομεν να προσευχώμεθα υπέρ των εχθρών. Εάν δεν σπλαγχνίζησαι τον αμαρτωλόν, όστις θα βασανίζηται εις το πυρ, σημαίνει ότι εντός σου δεν ζη η χάρις του Αγίου Πνεύματος, αλλά πονηρόν πνεύμα, και εν όσω έτι ζης, αγωνίζου δια της μετανοίας να απαλλαγής απ’ αυτού.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γέροντος Σωφρονίου, Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ, Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1999.
Πηγή: thriskeftika.blogspot.gr

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Ἡ οὐσία τῆς ἀπογνώσεως. (Γέροντος Σωφρονίου)

Ἡ οὐσία τῆς ἀπογνώσεως. (Γέροντος Σωφρονίου)


Τελώντας την Λειτουργία προσεύχομαι βεβαίως για όλο τον κόσμο και δεν αμφιβάλλω ότι, ωσότου προσφέρεται στον κόσμο αυτό η θυσία αυτή της αγάπης, ο κόσμος θα διατηρηθεί στην ύπαρξή του. Όταν όμως θα παύσει να προσφέρεται η θυσία αυτή, τότε αναπόφευκτα ο κόσμος θα κατακαεί στο πυρ του γενικού μίσους. Ναι, ακόμη και ως σήμερα δεν βλέπουμε στους αιώνες που πέρασαν τέτοια εποχή, κατά την οποία ο Χριστιανισμός έγινε σοβαρά δεκτός από τις ανθρώπινες μάζες. Μπορούμε ακριβέστερα να πούμε ότι η απουσία της αγάπης του Χριστού από τις ψυχές εκείνων που με τη βία επάνω στους πιο αδύνατους άρπαξαν την εξουσία, οδήγησε στις φοβερές παραμορφώσεις όλης της ζωής της ανθρωπότητας, και εξαιτίας αυτού έγινε αδύνατη σε όλους η σαφής αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Στην τύφλωση από το μίσος οι άνθρωποι χάνουν τελείως την αίσθηση αυτή, και τότε γι’ αυτούς “πεθαίνει ο Θεός”. Για την επιβεβαίωση της σκέψεώς μου έστρεψα από πολλού ήδη την προσοχή μου στο ότι και τα τέσσαρα Ευαγγέλια αρχίζουν με αναφορά στην προφητεία του Ησαΐου:
«Ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου… Πάσα φάραγξ (δηλαδή υποβάθμιση και άσκηση βίας επάνω στους ανθρώπους) πληρωθήσεται και παν όρος (δηλαδή βίαιη κυριαρχία επάνω στους αδελφούς) ταπεινωθήσεται… και αι τραχείαι εις οδούς λείας, και (μόνο τότε) όψεται πάσα σαρξ το σωτήριον του Θεού».
[...] Αν βρεις, να διαβάσεις τον υπέροχο εικοστό τέταρτο λόγο του οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου… Ο άγιος αυτός, σε συμφωνία με όλους εκείνους που προηγήθηκαν από αυτόν και με εκείνους που ήρθαν στον κόσμο μετά από αυτόν, λέει ότι «ο Θεός για τη ζωή στον κόσμο αυτό δημιούργησε πατέρα και υιό και όχι δούλο και μισθωτό… Η δουλεία προήλθε από την μεταξύ των ανθρώπων έχθρα, εξαιτίας της οποίας άρχισαν να πολεμούν ο ένας εναντίον του άλλου και ο ένας να υποδουλώνει τον άλλον. Και η εξαγορά των ανθρώπων εξαιτίας της φτώχιας και των ελλείψεων, που άρχισαν να κυριεύουν τους πιο αδυνάτους λόγω της απληστίας και της πλεονεξίας των ισχυρότερων… Χωρίς βία και φτώχια κανένας δεν θα γινόταν δούλος ή μισθωτός…».
Αυτός ό παραμορφωμένος από το μίσος των ανθρώπων κόσμος κρύβει από την όραση το Υπέροχο Πρόσωπο του Θεού. Ο Θεός δεν ενεργεί με βία· διαφυλάσσει με άγιον τρόπο την ελευθερία εκείνου που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» Του. Επιπλέον βλέπει με υπομονή και τις κακές ακόμη εκδηλώσεις της ελευθερίας του άνθρωπου. Και η υπομονή Του αυτή θα διατηρηθεί τόσο, ώστε να γίνει δυνατή η εμφάνιση του αντιχρίστου, που θα αποπειραθεί να παραμερίσει τον Αληθινό Θεό και ακολούθως να ανακηρύξει θεό τον εαυτό του. Την οδό του αντιχρίστου θα συνοδεύσει αναπόφευκτα άσκηση παγκόσμιας βίας… Πολλοί θα σκανδαλισθούν με αυτό. Θα εγερθεί σ’ αυτούς το ερώτημα: Πού είναι λοιπόν ο Θεός; Πού είναι η Πρόνοιά Του για κάθε κτίσμα;
Ανάμεσα σ’ αυτούς που σκανδαλίστηκαν ήταν και η δική μας φτωχή Αλεξάν­δρα. Δεν αντιλήφθηκε τις οδούς του Θεού και υπερασπιζόμενη το ανθρώπινο δίκαιο απέρριψε τη δικαιοσύνη του Θεού. Τώρα όμως που βρέθηκε σε συνθήκες που μπορεί να δει ότι ο Θεός είναι δυνατός και μετά θάνατον να δώσει στον άνθρωπο το πλήρωμα της ζωής και της μακαριότητας, με απλότητα και χαρά θα προχωρήσει στη συνάντησή Του: «Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται»
(Αρχ. Σωφρονίου Σαζάρωφ, «Γράμματα στη Ρωσία» – επιστολή 45, αποσπάσματα. Εκδ. Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου –Έσσεξ, σ.210-213) 
 http://agiosmgefiras.blogspot.gr/2012/11/blog-post_22.html

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος - Περί Θεολογίας ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ - ΠΕΡΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Εν Πειραιεί 11-10-2012 Πρωτοπρεσβ. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημέριος Ι.Ν. Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιώς Στις 12 Οκτωβρίου η Ορθόδοξος Εκκλησία εορτάζει τήν μνήμη του οσίου καί θεοφόρου πατρός ημών Συμεώνος του νέου Θεολόγου. Ο όσιος Συμεών ήκμασε στά τέλη του 10ου καί στίς αρχές του 11ου αιω. στήν Κων/λη. Γεννήθηκε τό 957 καί κοιμήθηκε τό 1035. Ήταν ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Στουδίου. Γιατί, όμως, ονομάσθηκε «νέος θεολόγος»; Ονομάσθηκε από τούς μαθητές του «νέος» γιά νά ξεχωρίζει από τούς παλαιούς θεολόγους˙ τόν άγιο Ιωάννη τόν Θεολόγο καί τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο. Όπως είναι γνωστό η Ορθόδοξος Εκκλησία έδωσε τόν τίτλο «θεολόγος» καί αναγνωρίζει μόνο τρεις αγίους ως «θεολόγους»˙ τόν άγιο Ιωάννη τόν Θεολόγο, τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί τόν σημερινό εορτάζοντα όσιο Συμεώνα τόν νέο Θεολόγο. Μόνο αυτοί οι τρεις είναι οι πιό γνήσιοι καί πιό αυθεντικοί θεολόγοι, μετά, βεβαίως, από τόν ίδιο τόν Θεό Λόγο, τόν Χριστό. Γιατί, θεολόγος αποκαλείται αυτός πού έχει δει τόν Θεό Λόγο, πού έχει εμπειρία του Θεού Λόγου. Θεολόγος εν πρώτοις είναι ο θεόπτης, ο αυτόπτης καί αυτήκοος του Θεού Λόγου. Θεολογία είναι η θεοπτία. Με την έννοια αυτή οι πρώτοι θεολόγοι είναι οι άγιοι Απόστολοι, που είδαν, έζησαν και βίωσαν με τον Χριστό. Θεολόγος, κατά δεύτερον, είναι ο «επόμενος τοις αγίοις πατράσι», είναι αυτός που ακολουθεί πιστά και με πνεύμα ταπεινώσεως τους γνησίους και αυθεντικούς θεολόγους και θεόπτες, τους αγίους Αποστόλους και τους αγίους Πατέρες. Θεολόγος, επίσης, είναι καί όποιος προσεύχεται. «Ει προσεύχη, θεολόγος ει», λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Το Ορθοδόξως θεολογείν είναι το αλιευτικώς θεολογείν και όχι το αριστοτελικώς και φιλοσοφικώς θεολογείν, όπως συμβαίνει κατ’αρχήν στην αιρετική και εκπεσούσα Δύση, ιδίως στις αιρετικές παρασυναγωγές του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, και κατά δεύτερον στην καθ’ημάς Ανατολή, ιδίως στους κόλπους της παναιρέσεως του συγκρητιστικού Οικουμενισμού. Θεολόγος δέν καθίσταται όποιος περνά μέ εξετάσεις στις Θεολογικές και Εκκλησιαστικές Σχολές και Ακαδημίες, φοιτά σ’αυτές καί παίρνει τό πτυχίο θεολογίας, το μεταπτυχιακό και το διδακτορικό και ακόμη γίνεται πανεπιστημιακός, ακαδημαϊκός καθηγητής θεολογίας. Γιατί, όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές ιστορικά και αποδεικνύεται και μέχρι σήμερα, πολλοί απ’αυτούς τούς πτυχιούχους καί ακαδημαϊκούς θεολόγους, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, κηρύττουν και πράττουν αντίθετα πράγματα πρός τήν Ορθόδοξη θεολογία και πίστη, το Ευαγγέλιο, την Αγία Γραφή, τους Ιερούς Κανόνες, τους Αγίους Πατέρες και την εν γένει Ορθόδοξη Παράδοση καί καταντούν αθεολόγητοι θεολόγοι ή καλύτερα θολολόγοι, σύμφωνα με τον Γέροντα Παΐσιο, καταντούν αντίχριστοι, άθεοι, αιρετικοί, οικουμενιστές, επειδή τούς λείπει ακριβώς αυτή η εμπειρική σχέση μέ τόν ίδιο τόν Θεό Λόγο. Επομένως, η θεολογία είναι πρωτίστως εν Χριστώ βίωμα καί εμπειρία καί όχι ξερές ακαδημαϊκές, γνωσιολογικές καί νοησιαρχικές σπουδές και γνώσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η σωστή, ορθόδοξη θεολογία καλλιεργήθηκε καί καλλιεργείται στά μοναστήρια (όσα απ’αυτά παραμένουν ορθόδοξα και δεν έχουν κλίνει γόνυ στον οικουμενισμό) καί ότι από’κει έβγαιναν καί βγαίνουν οι πραγματικοί θεολόγοι καί όχι από τίς σχολές. Ένας μεγάλος θεολόγος της περιόδου της Τουρκοκρατίας, ο όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών Νικόδημος ο Αγιορείτης ο Νάξιος, στο βιβλίο του «Νέα Κλίμαξ»[1] , ομιλώντας περί θεολογίας, καταθέτει τα εξής αξιοπρόσεκτα: «Γνωρίζω ότι το χάρισμα της ιεράς θεολογίας είναι το υψηλότερο και πλατύτερο απ’ όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Γι’αυτό και τα σκεπάζει όλα, όπως η όρνις (η κότα) σκεπάζει τα νοσσία της (τα κοτοπουλάκια της), όπως έλεγε, παρομοιάζοντας το χάρισμα, ο όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης. Γι’αυτό και περισσότερο από τα άλλα χαρίσματα ελκύει και κεντά την καρδιά, την αγάπη και τον έρωτά της. Γιατί, όπως το υποκείμενο της θεολογίας είναι το πάντων ανώτατο και ερωτικώτατο, επειδή είναι αυτό το υπέρτατο όν και άκρον εφετόν, δηλ. ο άγιος Τριαδικός Θεός, έτσι και η περί αυτού θεολογία είναι η πάντων υπερτάτη και ερασμιωτάτη. Γι’ αυτό έτσι ορίζει την θεολογία ο όσιος Ιωσήφ ο Βρυέννιος στον τρίτο λόγο του περί Τριάδος: «Θεολογία είναι τέχνη τεχνών και επιστήμη κατ’εξοχήν των επιστημών, της οποίας αρχή και υποκείμενο και τέλος είναι αυτός ο Θεός»[2] . Και εξηγεί στον πέμπτο λόγο του περί Τριάδος την αιτία : «Γιατί η θεολογία υπέρκειται κατ’ασύγκριτο λόγο της φιλοσοφίας και δεν υπόκειται σ’αυτή»[3] . Στη συνέχεια ο Όσιος Νικόδημος μάς δίνει τις προϋποθέσεις του θεολογείν, μάς συμβουλεύει και μάς παρακινεί όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς: «Εάν, λοιπόν, κι εσύ, αγαπητέ, ποθείς να αποκτήσεις το χάρισμα αυτό, πρέπει να γνωρίζεις και να φυλάττεις τα ακόλουθα οκτώ πράγματα: Α) Πρέπει να φυλάττεις τις εντολές του Θεού και διά της πράξεως να ανεβαίνεις στη θεωρία, καθώς μάς συμβουλεύει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον πρώτο λόγο του περί θεολογίας[4]. Β) Πρέπει να υποτάσσεις το σώμα και τα πάθη του σώματος και να καθαίρεις τις αισθήσεις του σώματος και της ψυχής. Προτού να καθάρεις τον εαυτό σου, δεν είναι ασφαλές για’ σένα ούτε οικονομία ψυχών να λάβεις ούτε να θεολογείς, όπως παραινεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον πρώτο λόγο του περί θεολογίας: «Διά τούτο καθαρτέον εαυτόν πρώτον, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον». Εάν δεν έφθασες στην τελεία κάθαρση, αλλά ακόμη καθαίρεσαι, δεν ταιριάζει να θεολογείς: «Ου γαρ του παντός θεολογείν, αλλά των κεκαθαρμένων, ήγουν των καθαιρουμένων, το μετριώτατον». Λέει και ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφεύς της Κλίμακος, ότι το τέλος της καθάρσεως είναι υπόθεση θεολογίας, αύξηση φόβου, αρχή αγάπης. Γ) Πρέπει να γνωρίζεις ότι η θεολογία είναι διττή: α) προηγουμένη και β) επομένη. α) Προηγουμένη θεολογία είναι αυτή, που διαλέγεται περί της υπάρξεως του Θεού. β) Επομένη θεολογία είναι αυτή, που συνάγει, που συμπεραίνει, από τη δημιουργία και την πρόνοια των κτισμάτων, ότι υπάρχει Θεός, που δημιούργησε τα πάντα και προνοεί γι’ αυτά. Αλλά και ο Θεοφόρος Μάξιμος ο Ομολογητής [5] στη β΄ εκατοντάδα των θεολογικών κεφαλαίων διττή λέει ότι είναι η θεολογία : α) καταφατική και β) αποφατική. α) Καταφατική θεολογία ή κατάφαση είναι «η των όντων θέσις», δηλ. η απόδοση θετικών ιδιοτήτων στο Θεό, λόγω της αιτιώδους σχέσεώς Του με τον κόσμο. Η καταφατική θεολογία αναφέρεται στην προσιτή, καταληπτή και γνωστή όψη του Θεού. Λέμε π.χ. ότι ο Θεός είναι αγαθός, σοφός, παντοδύναμος, δίκαιος κ.λπ. β) Αποφατική θεολογία είναι απόδοση αποφατικών, αρνητικών ιδιοτήτων στο Θεό, με τα οποία διαφοροποιείται πλήρως από την κτιστή πραγματικότητα και μέσω των οποίων υπογραμμίζεται η υπεροχή του Θεού έναντι των κτιστών όντων. Η αποφατική θεολογία αναφέρεται στην απρόσιτη, ακατάληπτη και άγνωστη όψη του Θεού. Λέμε π.χ. ότι ο Θεός είναι άκτιστος, άναρχος, αόρατος, άχρονος, αΐδιος, ακατάληπτος, απρόσιτος, ανερμήνευτος, υπέρχρονος, υπερέκεινα κ.λπ. Η αποφατική θεολογία είναι υψηλότερη της καταφατικής. Ο Θεός, όμως, τελικώς, είναι υπεράνω, υπέρκειται τόσο της καταφατικής όσο και της αποφατικής θεολογίας. Και ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στο «Περί θείων ονομάτων» [6] έργο του σε δύο διαιρεί την θεολογία: α) σε ενωμένη και β) σε διακεκριμένη. α) Ενωμένη θεολογία ονομάζεται τα φυσικά ιδιώματα της θείας ουσίας, που είναι κοινά σ’αυτή. Δηλ. το υπεράγαθο, το υπέρθεο, το υπερούσιο, το υπέρζωο, το υπέρσοφο, η αγνωσία, το παννόητον, η πάντων θέση, η πάντων αφαίρεση, το υπέρ κάθε θέση και αφαίρεση. Και όλα τα αιτιολογικά, δηλ. το αγαθό, το καλό, το όν, το ζωογόνο, το σοφό. Και όλα όσα προέρχονται από τις αγαθοπρεπείς δωρεές της Θεότητος, δηλ. η πάντων αγαθών αιτία. β) Διακεκριμένη θεολογία είναι τα υπερούσια ονόματα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, χωρίς να υπάρχει σ’αυτά καμμία αντιστροφή ή να εισάγεται κάποια κοινότητα. Διακεκριμένα είναι επίσης και τα ακοινώνητα υποστατικά ιδιώματα των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Δηλ. το αγέννητο για τον Πατέρα, το γεννητό για τον Υιό και το εκπορευτό για το Άγιον Πνεύμα. Διακεκριμένη, επίσης, είναι η παντελής και αναλλοίωτη ύπαρξη του Ιησού. Δ) Πρέπει να διαβάζεις και να μελετάς την Παλαιά Γραφή και μάλιστα τη Νέα, γιατί η Αγία Γραφή θεολογία ονομάζεται σε πολλά μέρη από τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Ο ίδιος ο άγιος ονομάζει τους θείους Αποστόλους κυρίως θεολόγους. Μελέτησε επίσης την δογματική θεολογία, ιδίως του οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, την επιτομή των δογμάτων της πίστεως του κυρού Αθανασίου, την δογματική πανοπλία και τους θεολογικούς λόγους του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του Μ. Βασιλείου, του οσίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του οσίου Ιωσήφ του Βρυεννίου κ.ά. Ε) Πρέπει να γνωρίζεις αυτό, που παραγγέλλει ο όσιος Ιωσήφ ο Βρυέννιος στον πρώτο λόγο του περί Τριάδος [7]: «Πρέπει αυτός που θεολογεί πριν από κάθε άλλο πράγμα να γνωρίζει επιστημονικώς τους όρους των θείων ονομάτων και επισταμμένως την σημασία τους. Δηλ. τί σημαίνει Μονάδα στον Θεό και τί Τριάδα. Τί Πατήρ, τί Υιός, τί Πνεύμα. Τί Θεότητα, ουσία, φύση, μορφή και είδος, τα οποία όλα ένα και το αυτό δηλώνουν. Τί ιδίωμα, υπόσταση, πρόσωπο, χαρακτήρας και άτομο, τα οποία όλα ένα και το αυτό δηλώνουν. Τί ενούσιο, τί ομοούσιο, τί ενυπόστατο κ.τ.λ.». ΣΤ) Πρέπει να γνωρίζεις τον Κανόνα, που παραδίδει ο ίδιος ο όσιος Ιωσήφ ο Βρυέννιος σ’αυτούς, που μελετούν τα θεολογικά βιβλία, λέγοντας στον έκτο λόγο του περί Τριάδος: [8] «Αυτοί, που ακούνε τις θεολογικές φωνές, αυτό προ πάντων θα πρέπει να λογίζονται, ότι στην θεία Τριάδα υπάρχει μία ουσία και τρείς υποστάσεις. Αυτός είναι ο ακριβής κανόνας για όσους ακούνε συνετώς τα θεολογικά (πράγματα). Ποτέ δεν πρέπει αυτά, που λέγονται εξαιρέτως για την θεία ουσία, να τα προσάπτουμε στις τρεις υποστάσεις, ούτε αυτά, που λέγονται για τις τρεις υποστάσεις, να νομίζουμε ιδίως ότι είναι κοινά και στη θεία φύση». Εδώ βεβαίως γίνεται λόγος περί της διακρίσεως, που διακατέχει την Ορθόδοξη Θεολογία, μεταξύ ουσίας και υποστάσεως, φύσεως και προσώπου. Ζ) Εάν αγαπάς να θεολογείς, άκουσε τί σε διδάσκει ο θεοφόρος και θεολόγος όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής, λέγοντας στο κζ΄ κεφ. της β΄ εκατοντάδος των περί αγάπης κεφαλαίων [9]: «Όταν πρόκειται να θεολογήσεις, μην αναζητήσεις τους λόγους περί της ακαταλήπτου ουσίας και φύσεως του Θεού. Αυτούς δεν πρόκειται να τους βρει ποτέ ανθρώπινος νους. Αλλά αναζήτησε τους λόγους περί των ενεργειών του Θεού, δηλ. τους λόγους περί αϊδιότητος, απειρίας, αοριστίας, αγαθότητος, σοφίας, δημιουργικής και προνοητικής δυνάμεως». Εδώ βεβαίως γίνεται λόγος περί της διακρίσεως, που διέπει την Ορθόδοξη Θεολογία, μεταξύ ακτίστου, αμεθέκτου θείας ουσίας και ακτίστων, μεθεκτών θείων ενεργειών. Η) και τελευταίο, φύλαττε για πάντα, δηλ. παρακάλεσε το Άγιον Πνεύμα, αδελφέ, να χαρίσει και σ’εσένα το δώρο της θεολογίας ή καλύτερα της θεοπτείας. Διότι, η θεολογία δίδεται εν Αγίω Πνεύματι. Γιατί, γνώριζε ότι σε όποιου ανθρώπου την καρδιά ενεργεί η Χάρις του Αγίου Πνεύματος, αυτός ευθύς είναι θεολόγος απλανής και ασφαλέστατος. Αντιθέτως, σε όποιου ανθρώπου την καρδιά δεν ενεργεί το Άγιον Πνεύμα, αυτός όσα κι αν θεολογεί, είναι λόγοι που έρχονται έξωθεν, εξ ακοής και όχι από την καρδιά, που ενεργείται από το Άγιον Πνεύμα, όπως λέει και ο Κάλλιστος ο Καταφυγιώτης, ο υψίνους εκείνος θεολόγος, στη Φιλοκαλία[10]. Εάν, λοιπόν, θεολογείς, ενεργούμενος από το Άγιο Πνεύμα, δόξα και τιμή προσφέρεις στον Θεό. Αυτές είναι, σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, οι οκτώ προϋποθέσεις του ορθοδόξως θεολογείν. Όσον αφορά την σημερινή εποχή μας, τις αποκαλυπτικές και έσχατες αυτές ημέρες, που ζούμε, είναι δυστύχημα και θλιβερό να διαπιστώνει κανείς ότι οι παραπάνω πνευματικές προϋποθέσεις του ορθοδόξως θεολογείν δεν τηρούνται από την πλειάδα των θεολόγων. Μόνο ένα ευσεβές λήμα τις διασώζει. Είναι απαραίτητο και αναγκαίο να κάνουμε την παρακάτω διάκριση: Να διακρίνουμε τούς παραδοσιακούς, πατερικούς, ορθοδόξους θεολόγους από τους εκσυγχρονιστές, μεταπατερικούς, οικουμενιστές θεολόγους. Οι παραδοσιακοί, πατερικοί, ορθόδοξοι θεολόγοι εκφράζουν την αληθινή, την όντως Ορθόδοξη Θεολογία, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην Αγία Γραφή, στο Ευαγγέλιο, στις άγιες Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, στους Ιερούς Κανόνες, στα συγγράμματα των αγίων Πατέρων και την εν γένει Ιερά Παράδοση. Οι οικουμενιστές θεολόγοι εκφράζουν μία καινή (καινούργια-νεωτεριστική) και κενή (άδεια) θεολογία ή μάλλον ψευδοθεολογία, θολολογία των παθών τους. Προωθούν την παναίρεση του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού Οικουμενισμού, ο οποίος είναι η χειρότερη και μεγαλύτερη εκκλησιολογική αίρεση όλων των εποχών και ο τελευταίος πρόδρομος του Αντιχρίστου, διότι στόχο έχει να ενώσει όλες τις αιρέσεις και θρησκείες, σε μία παγκόσμια θρησκεία, ένα παγκόσμιο θεό, προσβάλλοντας την αποκλειστικότητα και τη μοναδικότητα της σωτηρίας, που κατέχει και παρέχει η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξος Εκκλησία, και αδιαφορώντας για τις τεράστιες δογματικές και θεολογικές διαφορές. Οι Οικουμενιστές θεολόγοι πρωτοστατούν στην αποστασία εκ της Πίστεως, στη νόθευση των ιερών μυστηρίων της Εκκλησίας και στην προδοσία των ιερών κανόνων. Συλλειτουργούν με τους αιρετικούς, διοργανώνουν διαχριστιανικές και διαθρησκειακές διασκέψεις, αναγνωρίζουν τους Παπικούς και τους Προτεστάντες ως μέλη κανονικών «Εκκλησιών», προσκαλούν τον Πάπα στις ορθόδοξες έδρες τους, διοργανώνουν συμπροσευχές με τον Πάπα, τον προσφωνούν «αγιώτατο αδελφό», τον υποδέχονται ως «ευλογημένο ερχόμενο», προσπαθούν να περιθωριοποιήσουν την Πατερική θεολογία και τους αγίους Πατέρες με τους θεολογικούς διαλόγους για το πρωτείο του Πάπα και με την καινοφανή αίρεση της μεταπατερικής, νεοπατερικής, συναφειακής «θεολογίας», νοθεύουν το ορθόδοξο μυστήριο της Βαπτίσεως, αναγνωρίζουν τα «μυστήρια» και την «ιερωσύνη» του Βατικανού, προχωρούν στην περιθωριοποίηση του ιερού ράσου και την απαλλαγή του κλήρου απ’ αυτό. Χωρίς ίχνος ντροπής αποδέχονται την χειροτονία των γυναικών, τις παστόρισσες και τις επισκοπίνες, οι οποίες αρκετές φορές είναι και ομοφυλόφιλοι, και παρακάθονται μαζί τους στο λεγόμενο «Π.Σ.Ε», το προωθημένο όργανο επιβολής του Οικουμενισμού, το οποίο μάλλον πρέπει να λέγεται Παγκόσμιο Συνονθύλευμα Αιρέσεων και Π.Σ.Ε.ύδους, όπως έγινε πρόσφατα, αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου, στην Κρήτη, στην εκεί Οικουμενιστική Ακαδημία Κρήτης (ΟΑΚ). Διακηρύσσουν ότι «κατά βάθος μία εκκλησία ή ένα τέμενος (τζαμί) αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση», ότι το κοράνιο είναι «άγιο» και «σπουδαίο», το οποίο προσφέρουν ως δώρο, αντί της Αγίας Γραφής, ότι οι εβραϊκές συναγωγές είναι «τόποι λατρείας του Θεού» και είναι «ευλογημένες», ότι με τους Εβραίους, τους σταυρωτές του Κυρίου μας, μάς ενώνουν κοινά θεμέλια, οι Ιερές Γραφές, οι Πατριάρχες και οι Προφήτες, κ.ά. φοβερά και τραγικά και βλάσφημα. Είναι δυστύχημα και πολύ οδυνηρό να διαπιστώνει κανείς ότι στη σημερινή εκκλησιαστική πραγματικότητα-κατάσταση, στο τωρινό εκκλησιαστικό γίγνεσθαι, σε καίριες ηγετικές εκκλησιαστικές θέσεις και αξιώματα κυριαρχούν οι οικουμενιστές θεολόγοι. Και δεν είναι καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι ορθόδοξη θεολογία διέρχεται μια κρίση. Κρίση οικουμενιστική. Βρίσκεται υπό οικουμενιστική αιχμαλωσία, δεμένη με οικουμενιστικά δεσμά. Πολλά λέγονται για την κατάργηση ή μη των Θεολογικών, εκκλησιαστικών Σχολών, των Ακαδημιών, το άνοιγμα της Σχολής της Χάλκης. Ποιος ο σκοπός όμως της υπάρξεώς τους, όταν η πλειάδα των καθηγητών τους, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, έχουν οικουμενιστική νοοτροπία και διδάσκουν στους φοιτητές ανοικτά πλέον τον οικουμενισμό; Ποια η προσφορά τους; Το να καυχώνται ότι βγάζουν οικουμενιστές θεολόγους; Προς τι το όφελος για την Ορθοδοξία, όταν η μία Σχολή ανακηρύττει τους αιρετικούς Μονοφυσίτες ως Ορθοδόξους ή όταν αρνείται την ορθόδοξη επιχειρηματολογία εναντίον της χειροτονίας των γυναικών; Ή όταν η μία Ακαδημία διδάσκει την μεταπατερική αίρεση, τη λειτουργική αναγέννηση-ανανέωση, τη μετάφραση των λειτουργικών μας κειμένων, την μετατροπή του κατηχητικού-ομολογιακού χαρακτήρος του μαθήματος των Θρησκευτικών σε θρησκειολογικό-μη ομολογιακό; Ή όταν η άλλη Ακαδημία φιλοξενεί μετά χαράς την συνέλευση της κεντρικής επιτροπής του Π.Σ.Ε.; Σε τίποτε δεν οφελούν, αλλά μάλλον ζημία γίνεται, με την ακολουθούσα-εφαρμοζόμενη τακτική. Δεν τασσόμαστε βεβαίως υπέρ της καταργήσεως των ανωτέρων σχολών και ακαδημιών, αλλά θεωρούμε επιτακτική ανάγκη την μεταμόρφωσή τους από κέντρα οικουμενισμού σε κέντρα όντως ορθόδοξης, πατερικής θεολογίας. Τις παραπάνω, λοιπόν, οκτώ προϋποθέσεις, που μας ανέφερε ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ετήρησε και εφήρμοσε ο όσιος Συμεών και γι’αυτό ανεδείχθη αυθεντικός, γνήσιος και μέγας θεολόγος, θεόπτης. Ο όσιος Συμεών ονομάσθηκε «θεολόγος» εξαιτίας του βάθους της διδασκαλίας του. Γι’αυτό καί ο τύπος του ονόματος «Συμεών ο νέος Θεολόγος». Τό ότι αυτός μαζί μέ τούς άλλους δύο, τόν άγιο Ιωάννη τόν Θεολόγο καί τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, μεταξύ όλων των άλλων εκκλησιαστικών ανδρών ονομάσθηκε Θεολόγος, είναι ενδεικτικό των τάσεών του. Όπως εκείνοι οι δύο, έτσι κι αυτός ομιλεί περί αγάπης, περί φωτός, περί αμέσου εμπειρίας του Θεού. Ο βιογράφος του, Νικήτας Στηθάτος, αναφέρει ότι θεολογούσε όπως ο ηγαπημένος άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος˙ «ως ο ηγαπημένος εθεολόγει». Στήν εποχή του οσίου Συμεώνος επικρατούσε η παρακάτω αίρεση. Πολλοί, ακόμη καί μοναχοί της μονής Στουδίου, αρνούνταν τήν δυνατότητα θεωρίας καί θεοπτίας. Ο αγγελικός βίος θεωρούνταν ως υπόθεση του μέλλοντος αιώνος καί η εξομοίωση μέ τούς παλαιούς πατέρες κρινόταν αδύνατη τώρα. Η μυστική οδός είχε λησμονηθεί από αιώνων. Σέ εποχή κατά τήν οποία από αιώνες είχε λησμονηθεί η παλαιότερη τάση γιά μυστική θεωρία του Θεού καί βασίλευε η τελετουργική τάξη, ο όσιος Συμεών ανέλαβε νέα πρωτοβουλία πρός αναζήτηση της εσωτερικής πνευματικής εμπειρίας. Δέν απέρριψε τά εξωτερικά μέσα της λατρείας ούτε περιφρόνησε τήν εκκλησιαστική οργάνωση, αλλά έδωσε τήν πρώτη θέση στήν προσωπική επαφή μέ τόν Θεό. Κατά τόν όσιο Συμεώνα, αδυναμία υπάρχει μόνο γιά εκείνους, οι οποίοι δέν επιδιώκουν τήν θεωρία καί τήν θεοπτία. Αυτοί, ισχυριζόμενοι αδυναμία, κλείνουν τήν άνοδο πρός τόν Θεό, τήν οποία άνοιξε ο Χριστός καί είναι πάνω από κάθε αίρεση αιρετικοί. Ο όσιος Συμεών ζητούσε από τούς μοναχούς τήν πράξη, αλλά καί κάτι πέρα απ’αυτήν˙ τήν θεωρία. Απαιτούσε νά καταστούν θεωρητικοί. Τα έργα, τα συγγράμματα του οσίου Συμεώνος είναι ουκ ολίγα και μεγίστης σημασίας. Έχει γράψει α) κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά εκατόν ένα, β) κεφάλαια γνωστικά και θεολογικά είκοσι πέντε, γ) κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, δ) κατηχήσεις, ε) λόγους και στ) θείων ερώτων ύμνους. Σύμφωνα μέ τήν πνευματική διδασκαλία του, ο όσιος Συμεών διακρίνει τρία στάδια πνευματικής τελειώσεως, κατά τά οποία επικρατούν αντιστοίχως η πράξη, η γνώση καί η θεολογία. Πράξη είναι κυρίως ο αγώνας γιά τήν απόκτηση της απαθείας. Γνώση είναι ο αγώνας γιά τήν κατανόηση του θείου. Θεολογία είναι η θεωρία των θείων, γι’αυτό καί ο όσιος εναλλάσσει τίς λέξεις θεωρία καί θεολογία. Η θεολογία είναι τό ύψιστο στάδιο τελειώσεως. Ο όσιος Συμεών είναι ο ποιητής, ο συγγραφεύς της εβδόμης ευχής της ακολουθίας προ της Θείας Μεταλήψεως, που λέει «Από ρυπαρών χειλέων, από βλερυράς καρδίας, από ακαθάρτου γλώσσης, εκ ψυχής ερρυπωμένης…». Στην ευχή αυτή, που είναι γραμμένη σε στίχο πολιτικό, ο όσιος περιγράφει με ζοφερό τρόπο την κατάσταση της αμαρτωλότητος του ανθρώπου και παρακαλεί τον Θεό να δεχθεί την δέηση. Εκεί πού ο όσιος Συμεών πρωτοτυπεί είναι η περί φωτός διδασκαλία, στήν οποία ξεπέρασε τούς παλαιοτέρους. Στή διατύπωση των σκέψεών του σ’αυτό τό σημείο ξεκίνησε από δική του εμπειρία, τήν οποία δοκίμασε σέ νεαρή ηλικία. Περιγράφει κάποιον νεανία, πού στεκόταν στό δωμάτιό του, τήν στιγμή κατά τήν οποία φανερώθηκε άνωθεν πλουσίως θεία έλλαμψη καί γέμισε όλο τόν τόπο. Ο νεανίας τόσο μεταρσιώθηκε, ώστε λησμόνησε αν βρίσκεται στό σπίτι ή κάτω από στέγη. Έβλεπε μόνο φως καί δέν γνώριζε αν πατούσε στή γη. Δέν αισθανόταν ότι έχει σώμα, αλλά ενωμένος ολόκληρος μέ τό άυλο φως καί γενόμενος κι αυτός φως καί ξεχνώντας όλα τά του κόσμου, γέμισε από δάκρυα, ανέκφραστη χαρά καί αγαλλίαση. Έπειτα ανέβηκε στόν ουρανό καί είδε άλλο φως τρανότερο από τό προηγούμενο. Τά συγγράμματα του οσίου Συμεώνος περικλείουν σέ κάθε σχεδόν σελίδα τους τίς λέξεις φως, έλλαμψη καί τίς παρόμοιες. Αλλά ο όσιος Συμεών δέν διδάσκει ότι τελικός σκοπός της πνευματικής ανατάσεως είναι η θεωρία του φωτός. Κατ’αυτόν σκοπός είναι η συνάντηση του προσώπου του Χριστού, του οποίου τό σύμβολο είναι τό φως. Η ένωση μέ τόν Χριστό καί τόν Θεό είναι τό τέρμα της πνευματικής τελειώσεως. Η ένωση του θείου καί του ανθρωπίνου στοιχείου στόν Θεάνθρωπο Χριστό είναι γεγονός, τό οποίο επαναλαμβάνεται πάντοτε σέ κάθε άνθρωπο, πού επιδιώκει καί επιτυγχάνει τήν τελείωση. Ο άνθρωπος συλλαμβάνει τόν Λόγο του Θεού στήν καρδιά του, όπως τόν συνέλαβε η Παρθένος στήν κοιλία της. Έτσι ο Χριστός μορφώνεται μέσα του καί αυτός μορφώνεται στόν Θεό. Τά μέλη του είναι καί αυτά Χριστός. Τά ανωτέρω σημαίνουν ότι η πνευματική εμπειρία αρχίζει από τόν παρόντα ήδη κόσμο και ολοκληρώνεται, τελειώνεται στον όγδοο αιώνα, σε αντίθεση με τους αιρετικούς Λουθηρανούς, που τοποθετούν τη θέωση μετά θάνατον. Σημαίνουν επίσης ότι η ανάσταση είναι παρούσα πραγματικότητα, είναι πνευματική ανάσταση καί πιό αξιόλογη από τήν ανάσταση των σωμάτων [11]. Σήμερα, λοιπόν, πού εορτάζουμε τήν μνήμη του οσίου Συμεώνος, ας τόν ικετεύσουμε νά δώσει καί σ’ εμάς λίγο από τό χάρισμα της θεολογίας καί θεωρίας του Θεού, νά μας αξιώσει νά περάσουμε επιτυχώς τά τρία στάδια της πνευματικής τελειώσεως, τήν πράξη, τήν γνώση καί τήν θεολογία, ώστε, μέ τήν θεωρία του φωτός, νά επιτύχουμε του σκοπού της πνευματικής ανατάσεως, πού δέν είναι άλλος από τήν συνάντηση του προσώπου του Χριστού καί τήν ένωσή μας μέ τόν Χριστό καί τόν Θεό. Αμήν! ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέα Κλίμαξ, εκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1976, σσ. 332-335. ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Λόγος γ΄ περί Τριάδος. Του ιδίου, Λόγος ε΄ περί Τριάδος. ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος α΄ περί θεολογίας. ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Εκατοντάς β΄ των θεολογικών, κεφ. λθ΄. ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί θείων ονομάτων, κεφ. β΄. ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Λόγος α΄ περί Τριάδος. Του ιδίου, Λόγος στ΄ περί Τριάδος. ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Εκατοντάς β΄ περί αγάπης, κεφ. κζ΄. ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ, Φιλοκαλία, κεφ. πδ΄. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΗΣΤΟΥ, «Συμεών ο Νέος Θεολόγος», ΘΗΕ (Αθήν

Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος - Περί Θεολογίας


ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ - ΠΕΡΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Εν Πειραιεί
11-10-2012
Πρωτοπρεσβ. Άγγελος  Αγγελακόπουλος
εφημέριος Ι.Ν. Παναγίας
Μυρτιδιωτίσσης  Πειραιώς
Στις 12 Οκτωβρίου η Ορθόδοξος Εκκλησία εορτάζει τήν μνήμη του οσίου καί θεοφόρου πατρός ημών Συμεώνος του νέου Θεολόγου.
Ο όσιος Συμεών ήκμασε στά τέλη του 10ου καί στίς αρχές του 11ου αιω. στήν Κων/λη. Γεννήθηκε τό 957 καί κοιμήθηκε τό 1035. Ήταν ηγούμενος της  Ιεράς Μονής του Στουδίου.
Γιατί, όμως, ονομάσθηκε «νέος θεολόγος»; Ονομάσθηκε από τούς μαθητές του «νέος» γιά νά ξεχωρίζει από τούς παλαιούς θεολόγους˙ τόν άγιο Ιωάννη τόν Θεολόγο καί τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο.
Όπως είναι γνωστό η Ορθόδοξος Εκκλησία έδωσε τόν τίτλο «θεολόγος» καί αναγνωρίζει μόνο τρεις αγίους ως «θεολόγους»˙ τόν άγιο Ιωάννη τόν Θεολόγο, τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί τόν σημερινό εορτάζοντα όσιο Συμεώνα τόν νέο Θεολόγο. Μόνο αυτοί οι τρεις είναι οι πιό γνήσιοι καί πιό αυθεντικοί θεολόγοι, μετά, βεβαίως, από τόν ίδιο τόν Θεό Λόγο, τόν Χριστό. Γιατί, θεολόγος αποκαλείται αυτός πού έχει δει τόν Θεό Λόγο, πού έχει εμπειρία του Θεού Λόγου. Θεολόγος εν πρώτοις είναι ο θεόπτης, ο αυτόπτης καί αυτήκοος του Θεού Λόγου. Θεολογία είναι η θεοπτία. Με την έννοια αυτή οι πρώτοι θεολόγοι είναι οι άγιοι Απόστολοι, που είδαν, έζησαν και βίωσαν με τον Χριστό. Θεολόγος, κατά δεύτερον, είναι ο «επόμενος τοις αγίοις πατράσι», είναι αυτός που ακολουθεί πιστά και με πνεύμα ταπεινώσεως τους γνησίους και αυθεντικούς θεολόγους και θεόπτες, τους αγίους Αποστόλους και τους αγίους Πατέρες. Θεολόγος, επίσης, είναι καί όποιος προσεύχεται. «Ει προσεύχη, θεολόγος ει», λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Το Ορθοδόξως θεολογείν είναι το αλιευτικώς θεολογείν και όχι το αριστοτελικώς και φιλοσοφικώς θεολογείν, όπως συμβαίνει κατ’αρχήν στην αιρετική και εκπεσούσα Δύση, ιδίως στις αιρετικές παρασυναγωγές του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, και κατά δεύτερον στην καθ’ημάς Ανατολή, ιδίως στους κόλπους της παναιρέσεως του συγκρητιστικού Οικουμενισμού. Θεολόγος δέν καθίσταται όποιος περνά μέ εξετάσεις στις Θεολογικές και Εκκλησιαστικές Σχολές και Ακαδημίες, φοιτά σ’αυτές καί παίρνει τό πτυχίο θεολογίας, το μεταπτυχιακό και το διδακτορικό και ακόμη γίνεται πανεπιστημιακός, ακαδημαϊκός καθηγητής θεολογίας. Γιατί, όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές ιστορικά και αποδεικνύεται και μέχρι σήμερα, πολλοί απ’αυτούς τούς πτυχιούχους καί ακαδημαϊκούς θεολόγους, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, κηρύττουν και πράττουν αντίθετα πράγματα πρός τήν Ορθόδοξη θεολογία και πίστη, το Ευαγγέλιο, την Αγία Γραφή, τους Ιερούς Κανόνες, τους Αγίους Πατέρες και την εν γένει Ορθόδοξη Παράδοση καί καταντούν αθεολόγητοι θεολόγοι ή καλύτερα θολολόγοι, σύμφωνα με τον Γέροντα Παΐσιο, καταντούν αντίχριστοι, άθεοι, αιρετικοί, οικουμενιστές, επειδή τούς λείπει ακριβώς αυτή η εμπειρική σχέση μέ τόν ίδιο τόν Θεό Λόγο. Επομένως, η θεολογία είναι πρωτίστως εν Χριστώ βίωμα καί εμπειρία καί όχι ξερές ακαδημαϊκές, γνωσιολογικές καί νοησιαρχικές σπουδές και γνώσεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η σωστή, ορθόδοξη θεολογία καλλιεργήθηκε καί καλλιεργείται στά μοναστήρια (όσα απ’αυτά παραμένουν ορθόδοξα και δεν έχουν κλίνει γόνυ στον οικουμενισμό) καί ότι από’κει έβγαιναν καί βγαίνουν οι πραγματικοί θεολόγοι καί όχι από τίς σχολές.
Ένας μεγάλος θεολόγος της περιόδου της Τουρκοκρατίας, ο όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών Νικόδημος ο Αγιορείτης ο Νάξιος, στο βιβλίο του «Νέα Κλίμαξ»[1] , ομιλώντας περί θεολογίας, καταθέτει τα εξής αξιοπρόσεκτα:
«Γνωρίζω ότι το χάρισμα της ιεράς θεολογίας είναι το υψηλότερο και πλατύτερο απ’ όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Γι’αυτό και τα σκεπάζει όλα, όπως η όρνις (η κότα) σκεπάζει τα νοσσία της (τα κοτοπουλάκια της), όπως έλεγε, παρομοιάζοντας το χάρισμα, ο όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης. Γι’αυτό και περισσότερο από τα άλλα χαρίσματα ελκύει και κεντά την καρδιά, την αγάπη και τον έρωτά της. Γιατί, όπως το υποκείμενο της θεολογίας είναι το πάντων ανώτατο και ερωτικώτατο, επειδή είναι αυτό το υπέρτατο όν και άκρον εφετόν, δηλ. ο άγιος Τριαδικός Θεός, έτσι και η περί αυτού θεολογία είναι η πάντων υπερτάτη και ερασμιωτάτη. Γι’ αυτό έτσι ορίζει την θεολογία ο όσιος Ιωσήφ ο Βρυέννιος στον τρίτο λόγο του περί Τριάδος: «Θεολογία είναι τέχνη τεχνών και επιστήμη κατ’εξοχήν των επιστημών, της οποίας αρχή και υποκείμενο και τέλος είναι αυτός ο Θεός»[2] . Και εξηγεί στον πέμπτο λόγο του περί Τριάδος την αιτία : «Γιατί η θεολογία υπέρκειται κατ’ασύγκριτο λόγο της φιλοσοφίας και δεν υπόκειται σ’αυτή»[3] .
Στη συνέχεια ο Όσιος Νικόδημος μάς δίνει τις προϋποθέσεις του θεολογείν, μάς συμβουλεύει και μάς παρακινεί όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς: «Εάν, λοιπόν, κι εσύ, αγαπητέ, ποθείς να αποκτήσεις το χάρισμα αυτό, πρέπει να γνωρίζεις και να φυλάττεις τα ακόλουθα οκτώ πράγματα:
Α) Πρέπει να φυλάττεις τις εντολές του Θεού και διά της πράξεως να ανεβαίνεις στη θεωρία, καθώς μάς συμβουλεύει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον πρώτο λόγο του περί θεολογίας[4].
Β) Πρέπει να υποτάσσεις το σώμα και τα πάθη του σώματος και να καθαίρεις τις αισθήσεις του σώματος και της ψυχής. Προτού να καθάρεις τον εαυτό σου, δεν είναι ασφαλές για’ σένα ούτε οικονομία ψυχών να λάβεις ούτε να θεολογείς, όπως παραινεί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον πρώτο λόγο του περί θεολογίας: «Διά τούτο καθαρτέον εαυτόν πρώτον, είτα τω καθαρώ προσομιλητέον».  Εάν δεν έφθασες στην τελεία κάθαρση, αλλά ακόμη καθαίρεσαι, δεν ταιριάζει να θεολογείς: «Ου γαρ του παντός θεολογείν, αλλά των κεκαθαρμένων, ήγουν των καθαιρουμένων, το μετριώτατον». Λέει και ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφεύς της Κλίμακος, ότι το τέλος της καθάρσεως είναι υπόθεση θεολογίας, αύξηση φόβου, αρχή αγάπης.
Γ) Πρέπει να γνωρίζεις ότι η θεολογία είναι διττή:
α) προηγουμένη και β) επομένη.                           
α) Προηγουμένη θεολογία είναι αυτή, που διαλέγεται περί της υπάρξεως του Θεού.
β) Επομένη θεολογία είναι αυτή, που συνάγει, που συμπεραίνει, από τη δημιουργία και την πρόνοια των κτισμάτων, ότι υπάρχει Θεός, που δημιούργησε τα πάντα και προνοεί γι’ αυτά. Αλλά και ο Θεοφόρος Μάξιμος ο Ομολογητής [5]  στη β΄ εκατοντάδα των θεολογικών κεφαλαίων διττή λέει ότι είναι η θεολογία : α) καταφατική και β) αποφατική. α) Καταφατική θεολογία ή κατάφαση είναι «η των όντων θέσις», δηλ. η απόδοση θετικών ιδιοτήτων στο Θεό, λόγω της αιτιώδους σχέσεώς Του με τον κόσμο. Η καταφατική θεολογία αναφέρεται στην προσιτή, καταληπτή και γνωστή όψη του Θεού. Λέμε π.χ. ότι ο Θεός είναι αγαθός, σοφός, παντοδύναμος, δίκαιος κ.λπ. β) Αποφατική θεολογία είναι απόδοση αποφατικών, αρνητικών ιδιοτήτων στο Θεό, με τα οποία διαφοροποιείται πλήρως από την κτιστή πραγματικότητα και μέσω των οποίων υπογραμμίζεται η υπεροχή του Θεού έναντι των κτιστών όντων. Η αποφατική θεολογία αναφέρεται στην απρόσιτη, ακατάληπτη και άγνωστη όψη του Θεού. Λέμε π.χ. ότι ο Θεός είναι άκτιστος, άναρχος, αόρατος, άχρονος, αΐδιος, ακατάληπτος, απρόσιτος, ανερμήνευτος, υπέρχρονος, υπερέκεινα κ.λπ. Η αποφατική θεολογία είναι υψηλότερη της καταφατικής. Ο Θεός, όμως, τελικώς, είναι υπεράνω, υπέρκειται τόσο της καταφατικής όσο και της αποφατικής θεολογίας.
Και ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στο «Περί θείων ονομάτων» [6]  έργο του σε δύο διαιρεί την θεολογία: α) σε ενωμένη και β) σε διακεκριμένη. α) Ενωμένη θεολογία ονομάζεται τα φυσικά ιδιώματα της θείας ουσίας, που είναι κοινά σ’αυτή. Δηλ. το υπεράγαθο, το υπέρθεο, το υπερούσιο, το υπέρζωο, το υπέρσοφο, η αγνωσία, το παννόητον, η πάντων θέση, η πάντων αφαίρεση, το υπέρ κάθε θέση και αφαίρεση. Και όλα τα αιτιολογικά, δηλ. το αγαθό, το καλό, το όν, το ζωογόνο, το σοφό. Και όλα όσα προέρχονται από τις αγαθοπρεπείς δωρεές της Θεότητος, δηλ. η πάντων αγαθών αιτία. β) Διακεκριμένη θεολογία είναι τα υπερούσια ονόματα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, χωρίς να υπάρχει σ’αυτά καμμία αντιστροφή ή να εισάγεται κάποια κοινότητα. Διακεκριμένα είναι επίσης και τα ακοινώνητα υποστατικά ιδιώματα των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Δηλ. το αγέννητο για τον Πατέρα, το γεννητό για τον Υιό και το εκπορευτό για το Άγιον Πνεύμα. Διακεκριμένη, επίσης, είναι η παντελής και αναλλοίωτη ύπαρξη του Ιησού.
Δ) Πρέπει να διαβάζεις και να μελετάς την Παλαιά Γραφή και μάλιστα τη Νέα, γιατί η Αγία Γραφή θεολογία ονομάζεται σε πολλά μέρη από τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Ο ίδιος ο άγιος ονομάζει τους θείους Αποστόλους κυρίως θεολόγους. Μελέτησε επίσης την δογματική θεολογία, ιδίως του οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, την επιτομή των δογμάτων της πίστεως του κυρού Αθανασίου, την δογματική πανοπλία και τους θεολογικούς λόγους του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του Μ. Βασιλείου, του οσίου Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του οσίου Ιωσήφ του Βρυεννίου κ.ά.
Ε)  Πρέπει να γνωρίζεις αυτό, που παραγγέλλει ο όσιος Ιωσήφ ο Βρυέννιος στον πρώτο λόγο του περί Τριάδος [7]: «Πρέπει αυτός που θεολογεί πριν από κάθε άλλο πράγμα να γνωρίζει επιστημονικώς τους όρους των θείων ονομάτων και επισταμμένως την σημασία τους. Δηλ. τί σημαίνει Μονάδα στον Θεό και τί Τριάδα. Τί Πατήρ, τί Υιός, τί Πνεύμα. Τί Θεότητα, ουσία, φύση, μορφή και είδος, τα οποία όλα ένα και το αυτό δηλώνουν. Τί ιδίωμα, υπόσταση, πρόσωπο, χαρακτήρας και άτομο, τα οποία όλα ένα και το αυτό δηλώνουν. Τί ενούσιο, τί ομοούσιο, τί ενυπόστατο κ.τ.λ.».
ΣΤ) Πρέπει να γνωρίζεις τον Κανόνα, που παραδίδει ο ίδιος ο όσιος Ιωσήφ ο Βρυέννιος σ’αυτούς, που μελετούν τα θεολογικά βιβλία, λέγοντας στον έκτο λόγο του περί Τριάδος: [8] «Αυτοί, που ακούνε τις θεολογικές φωνές, αυτό προ πάντων θα πρέπει να λογίζονται, ότι στην θεία Τριάδα υπάρχει μία ουσία και τρείς υποστάσεις. Αυτός είναι ο ακριβής κανόνας για όσους ακούνε συνετώς τα θεολογικά (πράγματα). Ποτέ δεν πρέπει αυτά, που λέγονται εξαιρέτως για την θεία ουσία, να τα προσάπτουμε στις τρεις υποστάσεις, ούτε αυτά, που λέγονται για τις τρεις υποστάσεις, να νομίζουμε ιδίως ότι είναι κοινά και στη θεία φύση». Εδώ βεβαίως γίνεται λόγος περί της διακρίσεως, που διακατέχει την Ορθόδοξη Θεολογία, μεταξύ ουσίας και υποστάσεως, φύσεως και προσώπου.
Ζ) Εάν αγαπάς να θεολογείς, άκουσε τί σε διδάσκει ο θεοφόρος και θεολόγος όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής, λέγοντας στο κζ΄ κεφ. της β΄ εκατοντάδος των περί αγάπης κεφαλαίων [9]: «Όταν πρόκειται να θεολογήσεις, μην αναζητήσεις τους λόγους περί της ακαταλήπτου ουσίας και φύσεως του Θεού. Αυτούς δεν πρόκειται να τους βρει ποτέ ανθρώπινος νους. Αλλά αναζήτησε τους λόγους περί των ενεργειών του Θεού, δηλ. τους λόγους περί αϊδιότητος, απειρίας, αοριστίας, αγαθότητος, σοφίας, δημιουργικής και προνοητικής δυνάμεως». Εδώ βεβαίως γίνεται λόγος περί της διακρίσεως, που διέπει την Ορθόδοξη Θεολογία, μεταξύ ακτίστου, αμεθέκτου θείας ουσίας και ακτίστων, μεθεκτών θείων ενεργειών.
Η) και τελευταίο, φύλαττε για πάντα, δηλ. παρακάλεσε το Άγιον Πνεύμα, αδελφέ, να χαρίσει και σ’εσένα το δώρο της θεολογίας ή καλύτερα της θεοπτείας. Διότι, η θεολογία δίδεται εν Αγίω Πνεύματι. Γιατί, γνώριζε ότι σε όποιου ανθρώπου την καρδιά ενεργεί η Χάρις του Αγίου Πνεύματος, αυτός ευθύς είναι θεολόγος απλανής και ασφαλέστατος. Αντιθέτως, σε όποιου ανθρώπου την καρδιά δεν ενεργεί το Άγιον Πνεύμα, αυτός όσα κι αν θεολογεί, είναι λόγοι που έρχονται έξωθεν, εξ ακοής και όχι από την καρδιά, που ενεργείται από το Άγιον Πνεύμα, όπως λέει και ο Κάλλιστος ο Καταφυγιώτης, ο υψίνους εκείνος θεολόγος, στη Φιλοκαλία[10]. Εάν, λοιπόν, θεολογείς, ενεργούμενος από το Άγιο Πνεύμα, δόξα και τιμή προσφέρεις στον Θεό.
Αυτές είναι, σύμφωνα με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, οι οκτώ προϋποθέσεις του ορθοδόξως θεολογείν.
Όσον αφορά την σημερινή εποχή μας, τις αποκαλυπτικές και έσχατες αυτές ημέρες, που ζούμε, είναι δυστύχημα και θλιβερό να διαπιστώνει κανείς ότι οι παραπάνω πνευματικές προϋποθέσεις του ορθοδόξως θεολογείν δεν τηρούνται από την πλειάδα των θεολόγων. Μόνο ένα ευσεβές λήμα τις διασώζει.
Είναι απαραίτητο και αναγκαίο να κάνουμε την παρακάτω διάκριση: Να διακρίνουμε τούς παραδοσιακούς, πατερικούς, ορθοδόξους θεολόγους από τους εκσυγχρονιστές, μεταπατερικούς, οικουμενιστές θεολόγους. Οι παραδοσιακοί, πατερικοί, ορθόδοξοι θεολόγοι εκφράζουν την αληθινή, την όντως Ορθόδοξη Θεολογία, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην Αγία Γραφή, στο Ευαγγέλιο, στις άγιες Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, στους Ιερούς Κανόνες, στα συγγράμματα των αγίων Πατέρων και την εν γένει Ιερά Παράδοση. 
Οι οικουμενιστές θεολόγοι εκφράζουν μία καινή (καινούργια-νεωτεριστική) και κενή (άδεια) θεολογία ή μάλλον ψευδοθεολογία, θολολογία των παθών τους. Προωθούν την παναίρεση του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού Οικουμενισμού, ο οποίος είναι η χειρότερη και μεγαλύτερη εκκλησιολογική αίρεση όλων των εποχών και ο τελευταίος πρόδρομος του Αντιχρίστου, διότι στόχο έχει να ενώσει όλες τις αιρέσεις και θρησκείες, σε μία παγκόσμια θρησκεία, ένα παγκόσμιο θεό, προσβάλλοντας την αποκλειστικότητα και τη μοναδικότητα της σωτηρίας, που κατέχει και παρέχει η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξος Εκκλησία, και αδιαφορώντας για τις τεράστιες δογματικές και θεολογικές διαφορές.
Οι Οικουμενιστές θεολόγοι πρωτοστατούν στην αποστασία εκ της Πίστεως, στη νόθευση των ιερών μυστηρίων της Εκκλησίας και στην προδοσία των ιερών κανόνων. Συλλειτουργούν με τους αιρετικούς, διοργανώνουν διαχριστιανικές και διαθρησκειακές διασκέψεις, αναγνωρίζουν τους Παπικούς και τους Προτεστάντες ως μέλη κανονικών «Εκκλησιών», προσκαλούν τον Πάπα στις ορθόδοξες έδρες τους, διοργανώνουν συμπροσευχές με τον Πάπα, τον προσφωνούν «αγιώτατο αδελφό», τον υποδέχονται ως «ευλογημένο ερχόμενο», προσπαθούν να περιθωριοποιήσουν την Πατερική θεολογία και τους αγίους Πατέρες με τους θεολογικούς διαλόγους για το πρωτείο του Πάπα και με την καινοφανή αίρεση της μεταπατερικής, νεοπατερικής, συναφειακής «θεολογίας», νοθεύουν το ορθόδοξο μυστήριο της Βαπτίσεως, αναγνωρίζουν τα «μυστήρια» και την «ιερωσύνη» του Βατικανού, προχωρούν στην περιθωριοποίηση του ιερού ράσου και την απαλλαγή του κλήρου απ’ αυτό. Χωρίς ίχνος ντροπής αποδέχονται την χειροτονία των γυναικών, τις παστόρισσες και τις επισκοπίνες, οι οποίες αρκετές φορές είναι και ομοφυλόφιλοι, και παρακάθονται μαζί τους στο λεγόμενο «Π.Σ.Ε», το προωθημένο όργανο επιβολής του Οικουμενισμού, το οποίο μάλλον πρέπει να λέγεται Παγκόσμιο Συνονθύλευμα Αιρέσεων και Π.Σ.Ε.ύδους, όπως έγινε πρόσφατα, αρχές του περασμένου Σεπτεμβρίου, στην Κρήτη, στην εκεί Οικουμενιστική Ακαδημία Κρήτης (ΟΑΚ). 
Διακηρύσσουν ότι «κατά βάθος μία εκκλησία ή ένα τέμενος (τζαμί) αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση», ότι το κοράνιο είναι «άγιο» και «σπουδαίο», το οποίο προσφέρουν ως δώρο, αντί της Αγίας Γραφής, ότι οι εβραϊκές συναγωγές είναι «τόποι λατρείας του Θεού» και είναι «ευλογημένες», ότι με τους Εβραίους, τους σταυρωτές του Κυρίου μας, μάς ενώνουν κοινά θεμέλια, οι Ιερές Γραφές, οι Πατριάρχες και οι Προφήτες, κ.ά. φοβερά και τραγικά και βλάσφημα.
Είναι δυστύχημα και πολύ οδυνηρό να διαπιστώνει κανείς ότι στη σημερινή εκκλησιαστική πραγματικότητα-κατάσταση, στο τωρινό εκκλησιαστικό γίγνεσθαι, σε καίριες ηγετικές εκκλησιαστικές θέσεις και αξιώματα κυριαρχούν οι οικουμενιστές θεολόγοι. Και δεν είναι καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι  ορθόδοξη θεολογία διέρχεται μια κρίση. Κρίση οικουμενιστική. Βρίσκεται υπό οικουμενιστική αιχμαλωσία, δεμένη με οικουμενιστικά δεσμά.
Πολλά λέγονται για την κατάργηση ή μη των Θεολογικών, εκκλησιαστικών Σχολών, των Ακαδημιών, το άνοιγμα της Σχολής της Χάλκης. Ποιος ο σκοπός όμως της υπάρξεώς τους, όταν η πλειάδα των καθηγητών τους, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, έχουν οικουμενιστική νοοτροπία και διδάσκουν στους φοιτητές ανοικτά πλέον τον οικουμενισμό; Ποια η προσφορά τους; Το να καυχώνται ότι βγάζουν οικουμενιστές θεολόγους; Προς τι το όφελος για την Ορθοδοξία, όταν η μία Σχολή ανακηρύττει τους αιρετικούς Μονοφυσίτες ως Ορθοδόξους ή όταν αρνείται την ορθόδοξη επιχειρηματολογία εναντίον της χειροτονίας των γυναικών; Ή όταν η μία Ακαδημία διδάσκει την μεταπατερική αίρεση, τη λειτουργική αναγέννηση-ανανέωση, τη μετάφραση των λειτουργικών μας κειμένων, την μετατροπή του κατηχητικού-ομολογιακού χαρακτήρος του μαθήματος των Θρησκευτικών σε θρησκειολογικό-μη ομολογιακό; Ή όταν η άλλη Ακαδημία φιλοξενεί μετά χαράς την συνέλευση της κεντρικής επιτροπής του Π.Σ.Ε.; Σε τίποτε δεν οφελούν, αλλά μάλλον ζημία γίνεται, με την ακολουθούσα-εφαρμοζόμενη τακτική. Δεν τασσόμαστε βεβαίως υπέρ της καταργήσεως των ανωτέρων σχολών και ακαδημιών, αλλά θεωρούμε επιτακτική ανάγκη την μεταμόρφωσή τους από κέντρα οικουμενισμού σε κέντρα όντως ορθόδοξης, πατερικής θεολογίας. 
Τις παραπάνω, λοιπόν, οκτώ προϋποθέσεις, που μας ανέφερε ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ετήρησε και εφήρμοσε ο όσιος Συμεών και γι’αυτό ανεδείχθη αυθεντικός, γνήσιος και μέγας θεολόγος, θεόπτης.
Ο όσιος Συμεών ονομάσθηκε «θεολόγος» εξαιτίας του βάθους της διδασκαλίας του. Γι’αυτό καί ο τύπος του ονόματος «Συμεών ο νέος Θεολόγος». Τό ότι αυτός μαζί μέ τούς άλλους δύο, τόν άγιο Ιωάννη τόν Θεολόγο καί τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, μεταξύ όλων των άλλων εκκλησιαστικών ανδρών ονομάσθηκε Θεολόγος, είναι ενδεικτικό των τάσεών του. Όπως εκείνοι οι δύο, έτσι κι αυτός ομιλεί περί αγάπης, περί φωτός, περί αμέσου εμπειρίας του Θεού. Ο βιογράφος του, Νικήτας Στηθάτος, αναφέρει ότι θεολογούσε όπως ο ηγαπημένος άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος˙ «ως ο ηγαπημένος εθεολόγει».
Στήν εποχή του οσίου Συμεώνος επικρατούσε η παρακάτω αίρεση. Πολλοί, ακόμη καί μοναχοί της μονής Στουδίου, αρνούνταν τήν δυνατότητα θεωρίας καί θεοπτίας. Ο αγγελικός βίος θεωρούνταν ως υπόθεση του μέλλοντος αιώνος καί η εξομοίωση μέ τούς παλαιούς πατέρες κρινόταν αδύνατη τώρα. Η μυστική οδός είχε λησμονηθεί από αιώνων. Σέ εποχή κατά τήν οποία από αιώνες είχε λησμονηθεί η παλαιότερη τάση γιά μυστική θεωρία του Θεού καί βασίλευε η τελετουργική τάξη, ο όσιος Συμεών ανέλαβε νέα πρωτοβουλία πρός αναζήτηση της εσωτερικής πνευματικής εμπειρίας. Δέν απέρριψε τά εξωτερικά μέσα της λατρείας ούτε περιφρόνησε τήν εκκλησιαστική οργάνωση, αλλά έδωσε τήν πρώτη θέση στήν προσωπική επαφή μέ τόν Θεό. 
Κατά τόν όσιο Συμεώνα, αδυναμία υπάρχει μόνο γιά εκείνους, οι οποίοι δέν επιδιώκουν τήν θεωρία καί τήν θεοπτία. Αυτοί, ισχυριζόμενοι αδυναμία, κλείνουν τήν άνοδο πρός τόν Θεό, τήν οποία άνοιξε ο Χριστός καί είναι πάνω από κάθε αίρεση αιρετικοί. Ο όσιος Συμεών ζητούσε από τούς μοναχούς τήν πράξη, αλλά καί κάτι πέρα απ’αυτήν˙ τήν θεωρία. Απαιτούσε νά καταστούν θεωρητικοί.
Τα έργα, τα συγγράμματα του οσίου Συμεώνος είναι ουκ ολίγα και μεγίστης σημασίας. Έχει γράψει α) κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά εκατόν ένα, β) κεφάλαια γνωστικά και θεολογικά είκοσι πέντε, γ) κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, δ) κατηχήσεις,  ε) λόγους και στ) θείων ερώτων ύμνους.
Σύμφωνα μέ τήν πνευματική διδασκαλία του, ο όσιος Συμεών διακρίνει τρία στάδια πνευματικής τελειώσεως, κατά τά οποία επικρατούν αντιστοίχως η πράξη, η γνώση καί η θεολογία. Πράξη είναι κυρίως ο αγώνας γιά τήν απόκτηση της απαθείας. Γνώση είναι ο αγώνας γιά τήν κατανόηση του θείου. Θεολογία είναι η θεωρία των θείων, γι’αυτό καί ο όσιος εναλλάσσει τίς λέξεις θεωρία καί θεολογία. Η θεολογία είναι τό ύψιστο στάδιο τελειώσεως.
Ο όσιος Συμεών είναι ο ποιητής, ο συγγραφεύς της εβδόμης ευχής της ακολουθίας προ της Θείας Μεταλήψεως, που λέει «Από ρυπαρών χειλέων, από βλερυράς καρδίας, από ακαθάρτου γλώσσης, εκ ψυχής ερρυπωμένης…». Στην ευχή αυτή, που είναι γραμμένη σε στίχο πολιτικό, ο όσιος περιγράφει με ζοφερό τρόπο την κατάσταση της αμαρτωλότητος του ανθρώπου και παρακαλεί τον Θεό να δεχθεί την δέηση.
Εκεί πού ο όσιος Συμεών πρωτοτυπεί είναι η περί φωτός διδασκαλία, στήν οποία ξεπέρασε τούς παλαιοτέρους. Στή διατύπωση των σκέψεών του σ’αυτό τό σημείο ξεκίνησε από δική του εμπειρία, τήν οποία δοκίμασε σέ νεαρή ηλικία. Περιγράφει κάποιον νεανία, πού στεκόταν στό δωμάτιό του, τήν στιγμή κατά τήν οποία φανερώθηκε άνωθεν πλουσίως θεία έλλαμψη καί γέμισε όλο τόν τόπο. Ο νεανίας τόσο μεταρσιώθηκε, ώστε λησμόνησε αν βρίσκεται στό σπίτι ή κάτω από στέγη. Έβλεπε μόνο φως καί δέν γνώριζε αν πατούσε στή γη. Δέν αισθανόταν ότι έχει σώμα, αλλά ενωμένος ολόκληρος μέ τό άυλο φως καί γενόμενος κι αυτός φως καί ξεχνώντας όλα τά του κόσμου, γέμισε από δάκρυα, ανέκφραστη χαρά καί αγαλλίαση. Έπειτα ανέβηκε στόν ουρανό καί είδε άλλο φως τρανότερο από τό προηγούμενο.
Τά συγγράμματα του οσίου Συμεώνος περικλείουν σέ κάθε σχεδόν σελίδα τους τίς λέξεις φως, έλλαμψη καί τίς παρόμοιες. Αλλά ο όσιος Συμεών δέν διδάσκει ότι τελικός σκοπός της πνευματικής ανατάσεως είναι η θεωρία του φωτός. Κατ’αυτόν σκοπός είναι η συνάντηση του προσώπου του Χριστού, του οποίου τό σύμβολο είναι τό φως. Η ένωση μέ τόν Χριστό καί τόν Θεό είναι τό τέρμα της πνευματικής τελειώσεως.
Η ένωση του θείου καί του ανθρωπίνου στοιχείου στόν Θεάνθρωπο Χριστό είναι γεγονός, τό οποίο επαναλαμβάνεται πάντοτε σέ κάθε άνθρωπο, πού επιδιώκει καί επιτυγχάνει τήν τελείωση. Ο άνθρωπος συλλαμβάνει τόν Λόγο του Θεού στήν καρδιά του, όπως τόν συνέλαβε η Παρθένος στήν κοιλία της. Έτσι ο Χριστός μορφώνεται μέσα του καί αυτός μορφώνεται στόν Θεό. Τά μέλη του είναι καί αυτά Χριστός.
Τά ανωτέρω σημαίνουν ότι η πνευματική εμπειρία αρχίζει από τόν παρόντα ήδη κόσμο και ολοκληρώνεται, τελειώνεται στον όγδοο αιώνα, σε αντίθεση με τους αιρετικούς Λουθηρανούς, που τοποθετούν τη θέωση μετά θάνατον. Σημαίνουν επίσης ότι η ανάσταση είναι παρούσα πραγματικότητα, είναι πνευματική ανάσταση καί πιό αξιόλογη από τήν ανάσταση των σωμάτων [11].
Σήμερα, λοιπόν, πού εορτάζουμε τήν μνήμη του οσίου Συμεώνος, ας τόν ικετεύσουμε νά δώσει καί σ’ εμάς λίγο από τό χάρισμα της θεολογίας καί θεωρίας του Θεού, νά μας αξιώσει νά περάσουμε επιτυχώς τά τρία στάδια της πνευματικής τελειώσεως, τήν πράξη, τήν γνώση καί τήν θεολογία, ώστε, μέ τήν θεωρία του φωτός, νά επιτύχουμε του σκοπού της πνευματικής ανατάσεως, πού δέν είναι άλλος από τήν συνάντηση του προσώπου του Χριστού καί τήν ένωσή μας μέ τόν Χριστό καί τόν Θεό. Αμήν!

  ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Νέα Κλίμαξ, εκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1976, σσ. 332-335.
  ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Λόγος γ΄ περί Τριάδος.
  Του ιδίου, Λόγος ε΄ περί Τριάδος.
  ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος α΄ περί θεολογίας.
  ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Εκατοντάς β΄ των θεολογικών, κεφ. λθ΄.
  ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περί θείων ονομάτων, κεφ. β΄.
  ΟΣΙΟΣ ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΣ, Λόγος α΄ περί Τριάδος.
  Του ιδίου, Λόγος στ΄ περί Τριάδος.
  ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Εκατοντάς β΄ περί αγάπης, κεφ. κζ΄.
  ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΗΣ, Φιλοκαλία, κεφ. πδ΄.
  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΗΣΤΟΥ, «Συμεών ο Νέος Θεολόγος», ΘΗΕ    (Αθήν

Η Ανάσταση του Χριστού, δική μας ανάσταση (Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου)

Η Ανάσταση του Χριστού, δική μας ανάσταση (Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου)

chora_lg
Αδελφοί και πατέρες, ήρθε το Πάσχα, η χαρμόσυνη μέρα της Αναστάσεως του Χριστού, η αιτία κάθε ευφροσύνης και αγαλλιάσεως, που έρχεται μια φορά το χρόνο, μάλλον έρχεται καθημερινά και συνεχώς σ’ εκείνους που κατανοούν το μυστικό της νόημα. Ήρθε και γέμισε τις καρδιές μας χαρά και αγαλλίαση λύνοντας τον κόπο της πάνσεπτης νηστείας και τελειοποιώντας και παρηγορώντας τις ψυχές μας.
Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Κύριο, που μας πέρασε μέσα από το πέλαγος της νηστείας και μας οδήγησε με ευφροσύνη στο λιμάνι της Αναστάσεώς του. Ας τον ευχαριστήσουμε και όσοι διανύσαμε τον δρόμο της νηστείας πρόθυμα, με ζέουσα προαίρεση και αγώνες για την αρετή, και όσοι υστερήσαμε από ολιγωρία και μικροψυχία, επειδή Αυτός είναι που χαρίζει γενναιόδωρα στους αγωνιστές τα στεφάνια και τους άξιους μισθούς των έργων τους και στους ασθενέστερους πάλι ως ελεήμων και φιλάνθρωπος χαρίζει τη συγγνώμη. Γιατί βέβαια υπολογίζει πιο πολύ την προαίρεση των ψυχών μας παρά τους σωματικούς κόπους, και αναλόγως ανταποδίδει τα έπαθλα και τα χαρίσματα του Πνεύματος: Ή αναδεικνύοντας περίφημο και ένδοξο τον αγωνιστή ή αφήνοντας τον ακόμη στην αφάνεια, επειδή έχει ανάγκη από πιο επίπονη κάθαρση.
Το μυστήριο της Αναστάσεως
Ας εξετάσουμε όμως με προσοχή ποιο είναι το μυστήριο της Αναστάσεως του Χριστού και Θεού μας, που συντελείται μυστικά σ’ όσους το ποθούμε, πώς δηλαδή θάπτεται ο Χριστός μέσα μας σαν σε μνήμα και πώς ενώνεται με τις ψυχές μας και ανασταίνεται συνανασταίνοντας μαζί του κι εμάς:
Ο Χριστός και Θεός μας, αφού κρεμάσθηκε στον σταυρό, σταύρωσε επάνω σ’ αυτόν την αμαρτία του κόσμου, κι αφού γεύθηκε τον θάνατο, κατέβηκε στα κατώτατα του Άδη. Όπως λοιπόν τότε ανεβαίνοντας από τον Άδη επέστρεψε στο άχραντο σώμα του – από το οποίο δεν αποχωρίστηκε καθόλου – κι αμέσως αναστήθηκε και μετά ανήλθε στους ουρανούς με δόξα πολλή και δύναμη, έτσι ακριβώς και τώρα, όταν εμείς εξερχόμεθα από τον κόσμο και εισερχόμεθα με την εξομοίωση των παθημάτων του Κυρίου στον τάφο της μετανοίας και της ταπεινώσεως, αυτός ο ίδιος κατεβαίνει από τους ουρανούς, εισέρχεται στο σώμα μας σαν σε τάφο, ενώνεται με τις νεκρωμένες πνευματικά ψυχές μας και τις ανασταίνει. Έτσι παρέχει την δυνατότητα σ’ εκείνον που αναστήθηκε μαζί του να βλέπει την δόξα της μυστικής του αναστάσεως.
Η Ανάσταση είναι δική μας
Ανάσταση λοιπόν του Χριστού είναι η δική μας ανάσταση, των κάτω κειμένων. Γιατί πως θα αναστηθεί αυτός που ποτέ δεν έπεσε σε αμαρτία, καθώς είναι γραμμένο, ούτε αλλοιώθηκε στο ελάχιστο η δόξα του; Ή πώς θα δοξασθεί εκείνος που είναι υπερδεδοξασμένος και εξουσιάζει τα σύμπαντα;
Η Ανάσταση και η δόξα του Χριστού, καθώς είπαμε, είναι η δική μας δόξα. Αφ’ ότου δηλαδή εκείνος οικειοποιήθηκε την ανθρώπινη φύση, όσα ενεργεί σ’ εμάς, τα επιγράφει στον εαυτό του. Η ανάσταση λοιπόν της ψυχής είναι η ένωσή της με την ζωή. Όπως ακριβώς το νεκρό σώμα δεν μπορεί να ζει, αν δεν δεχθεί μέσα του την ζωντανή ψυχή και δεν σμίξει άμικτα μ’ αυτήν, έτσι και η ψυχή δεν μπορεί να ζήσει μόνη της, αν δεν ενωθεί αρρήτως κι ασυγχύτως με τον Θεό, που είναι η όντως αιώνια ζωή. Είναι δηλαδή νεκρή, πριν από την εν γνώσει και οράσει και αισθήσει ένωσή της με τον Χριστό, κι ας είναι νοερή κι αθάνατη από την φύση της. Γιατί ούτε γνώση χωρίς όραση υπάρχει, ούτε όραση χωρίς αίσθηση.
Να, τι θέλω να πω. Έχουμε την όραση, και μέσα στην όραση την γνώση και την αίσθηση. Αυτά τα λέω για τα πνευματικά ζητήματα, γιατί στα σωματικά και χωρίς όραση υπάρχει αίσθηση: Ο τυφλός π.χ. αισθάνεται, όταν κτυπήσει το πόδι του στην πέτρα, ενώ ο νεκρός όχι. Αλλά στα πνευματικά θέματα, αν ο νους δεν έλθει σε θεωρία των υπέρ έννοιαν, δεν αισθάνεται την μυστική ενέργεια της χάριτος. Εκείνος λοιπόν που ισχυρίζεται ότι την αισθάνεται, προτού θεωρήσει τα υπέρ νουν και λόγον και έννοιαν, μοιάζει με τον τυφλό, που καταλαβαίνει μεν τα καλά ή τα κακά που παθαίνει, μα δεν αντιλαμβάνεται ούτε κι αυτά ακόμη που είναι μπροστά του και μπορεί να του προξενήσουν την ζωή και τον θάνατο. Γιατί τα επερχόμενα σ’ αυτόν κακά ή καλά δεν τα αισθάνεται καθόλου, επειδή στερείται της οπτικής δυνάμεως και αισθήσεως, γι’ αυτό, όταν σηκώνει το ραβδί για να αμυνθεί, κάποτε κτυπά τον φίλο του αντί για τον εχθρό του, που στέκεται μπροστά στα μάτια του και τον περιγελά.
(Από το βιβλίο
Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος, «Αναστασιν Χριστού Θεασάμενοι»)

chora_lg
Αδελφοί και πατέρες, ήρθε το Πάσχα, η χαρμόσυνη μέρα της Αναστάσεως του Χριστού, η αιτία κάθε ευφροσύνης και αγαλλιάσεως, που έρχεται μια φορά το χρόνο, μάλλον έρχεται καθημερινά και συνεχώς σ’ εκείνους που κατανοούν το μυστικό της νόημα. Ήρθε και γέμισε τις καρδιές μας χαρά και αγαλλίαση λύνοντας τον κόπο της πάνσεπτης νηστείας και τελειοποιώντας και παρηγορώντας τις ψυχές μας.
Ας ευχαριστήσουμε λοιπόν τον Κύριο, που μας πέρασε μέσα από το πέλαγος της νηστείας και μας οδήγησε με ευφροσύνη στο λιμάνι της Αναστάσεώς του. Ας τον ευχαριστήσουμε και όσοι διανύσαμε τον δρόμο της νηστείας πρόθυμα, με ζέουσα προαίρεση και αγώνες για την αρετή, και όσοι υστερήσαμε από ολιγωρία και μικροψυχία, επειδή Αυτός είναι που χαρίζει γενναιόδωρα στους αγωνιστές τα στεφάνια και τους άξιους μισθούς των έργων τους και στους ασθενέστερους πάλι ως ελεήμων και φιλάνθρωπος χαρίζει τη συγγνώμη. Γιατί βέβαια υπολογίζει πιο πολύ την προαίρεση των ψυχών μας παρά τους σωματικούς κόπους, και αναλόγως ανταποδίδει τα έπαθλα και τα χαρίσματα του Πνεύματος: Ή αναδεικνύοντας περίφημο και ένδοξο τον αγωνιστή ή αφήνοντας τον ακόμη στην αφάνεια, επειδή έχει ανάγκη από πιο επίπονη κάθαρση.
Το μυστήριο της Αναστάσεως
Ας εξετάσουμε όμως με προσοχή ποιο είναι το μυστήριο της Αναστάσεως του Χριστού και Θεού μας, που συντελείται μυστικά σ’ όσους το ποθούμε, πώς δηλαδή θάπτεται ο Χριστός μέσα μας σαν σε μνήμα και πώς ενώνεται με τις ψυχές μας και ανασταίνεται συνανασταίνοντας μαζί του κι εμάς:
Ο Χριστός και Θεός μας, αφού κρεμάσθηκε στον σταυρό, σταύρωσε επάνω σ’ αυτόν την αμαρτία του κόσμου, κι αφού γεύθηκε τον θάνατο, κατέβηκε στα κατώτατα του Άδη. Όπως λοιπόν τότε ανεβαίνοντας από τον Άδη επέστρεψε στο άχραντο σώμα του – από το οποίο δεν αποχωρίστηκε καθόλου – κι αμέσως αναστήθηκε και μετά ανήλθε στους ουρανούς με δόξα πολλή και δύναμη, έτσι ακριβώς και τώρα, όταν εμείς εξερχόμεθα από τον κόσμο και εισερχόμεθα με την εξομοίωση των παθημάτων του Κυρίου στον τάφο της μετανοίας και της ταπεινώσεως, αυτός ο ίδιος κατεβαίνει από τους ουρανούς, εισέρχεται στο σώμα μας σαν σε τάφο, ενώνεται με τις νεκρωμένες πνευματικά ψυχές μας και τις ανασταίνει. Έτσι παρέχει την δυνατότητα σ’ εκείνον που αναστήθηκε μαζί του να βλέπει την δόξα της μυστικής του αναστάσεως.
Η Ανάσταση είναι δική μας
Ανάσταση λοιπόν του Χριστού είναι η δική μας ανάσταση, των κάτω κειμένων. Γιατί πως θα αναστηθεί αυτός που ποτέ δεν έπεσε σε αμαρτία, καθώς είναι γραμμένο, ούτε αλλοιώθηκε στο ελάχιστο η δόξα του; Ή πώς θα δοξασθεί εκείνος που είναι υπερδεδοξασμένος και εξουσιάζει τα σύμπαντα;
Η Ανάσταση και η δόξα του Χριστού, καθώς είπαμε, είναι η δική μας δόξα. Αφ’ ότου δηλαδή εκείνος οικειοποιήθηκε την ανθρώπινη φύση, όσα ενεργεί σ’ εμάς, τα επιγράφει στον εαυτό του. Η ανάσταση λοιπόν της ψυχής είναι η ένωσή της με την ζωή. Όπως ακριβώς το νεκρό σώμα δεν μπορεί να ζει, αν δεν δεχθεί μέσα του την ζωντανή ψυχή και δεν σμίξει άμικτα μ’ αυτήν, έτσι και η ψυχή δεν μπορεί να ζήσει μόνη της, αν δεν ενωθεί αρρήτως κι ασυγχύτως με τον Θεό, που είναι η όντως αιώνια ζωή. Είναι δηλαδή νεκρή, πριν από την εν γνώσει και οράσει και αισθήσει ένωσή της με τον Χριστό, κι ας είναι νοερή κι αθάνατη από την φύση της. Γιατί ούτε γνώση χωρίς όραση υπάρχει, ούτε όραση χωρίς αίσθηση.
Να, τι θέλω να πω. Έχουμε την όραση, και μέσα στην όραση την γνώση και την αίσθηση. Αυτά τα λέω για τα πνευματικά ζητήματα, γιατί στα σωματικά και χωρίς όραση υπάρχει αίσθηση: Ο τυφλός π.χ. αισθάνεται, όταν κτυπήσει το πόδι του στην πέτρα, ενώ ο νεκρός όχι. Αλλά στα πνευματικά θέματα, αν ο νους δεν έλθει σε θεωρία των υπέρ έννοιαν, δεν αισθάνεται την μυστική ενέργεια της χάριτος. Εκείνος λοιπόν που ισχυρίζεται ότι την αισθάνεται, προτού θεωρήσει τα υπέρ νουν και λόγον και έννοιαν, μοιάζει με τον τυφλό, που καταλαβαίνει μεν τα καλά ή τα κακά που παθαίνει, μα δεν αντιλαμβάνεται ούτε κι αυτά ακόμη που είναι μπροστά του και μπορεί να του προξενήσουν την ζωή και τον θάνατο. Γιατί τα επερχόμενα σ’ αυτόν κακά ή καλά δεν τα αισθάνεται καθόλου, επειδή στερείται της οπτικής δυνάμεως και αισθήσεως, γι’ αυτό, όταν σηκώνει το ραβδί για να αμυνθεί, κάποτε κτυπά τον φίλο του αντί για τον εχθρό του, που στέκεται μπροστά στα μάτια του και τον περιγελά.
(Από το βιβλίο
Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος, «Αναστασιν Χριστού Θεασάμενοι»)

Αγ.Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

Αγ.Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου: Περί της Ανάστασης



ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
 Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν
Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου.

Καί πῶς εἶναι ἤ πῶς γίνεται μέσα μας ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτήν ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Ἐπίσης ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτῆς τῆς ἀναστάσεως. Λέχθηκε μετά τό Πάσχα, τή Δευτέρα τῆς δευτέρας ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα.
1. Ἀδελφοί καί πατέρες, ἤδη τό Πάσχα, ἡ χαρμόσυνη ἡμέρα, πού προκαλεῖ κάθε εὐφροσύνη καί εὐτυχία, καθώς ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται τήν ἴδια ἐποχή τοῦ χρόνου πάντοτε, ἤ καλύτερα γίνεται κάθε ἡμέρα καί συνεχῶς μέσα σ᾿ αὐτούς πού γνωρίζουν τό μυστήριό της, ἀφοῦ γέμισε τίς καρδιές μας ἀπό κάθε χαρά καί ἀνεκλάλητη ἀγαλλίαση (Λουκ. 1, 14), ἀφοῦ ἔλυσε μαζί καί τόν κόπο ἀπό τήν πάνσεπτη νηστεία ἤ, γιά νά πῶ καλύτερα, ἀφοῦ τελειοποίησε καί συγχρόνως παρηγόρησε τίς ψυχές μας, γι᾿ αὐτό καί μᾶς προσκάλεσε ὅλους μαζί τούς πιστούς, ὅπως βλέπετε, σέ ἀνάπαυση καί εὐχαριστία, πέρασε. Ἄς εὐχαριστήσουμε λοιπόν τόν Κύριο, πού μᾶς διαπέρασε ἀπό τό πέλαγος (Σοφ. Σολ. 10, 18) τῆς νηστείας καί μᾶς ὁδήγησε μέ εὐθυμία στόν λιμένα τῆς ἀναστάσεώς Του. Ἄς τόν εὐχαριστήσουμε καί ὅσοι περάσαμε τό δρόμο τῆς νηστείας μέ θερμή πρόθεση καί ἀγῶνες ἀρετῆς, καί ὅσοι ἀσθένησαν στό μεταξύ ἀπό ἀδιαφορία καί ἀσθένεια ψυχῆς, ἐπειδή ὁ ἴδιος εἶναι πού δίνει μέ τό παραπάνω τά στεφάνια καί τούς ἄξιους μισθούς τῶν ἔργων τους σ᾿ ἐκείνους πού ἀγωνίζονται, καί πάλι αὐτός εἶναι πού ἀπονέμει τή συγγνώμη στούς ἀσθενέστερους ὡς ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος. Διότι βλέπει πολύ περισσότερο τίς διαθέσεις τῶν ψυχῶν μας καί τίς προαιρέσεις, παρά τούς κόπους τοῦ σώματος, μέ τούς ὁποίους γυμνάζομε τούς ἑαυτούς μας στήν ἀρετή, ἤ ἐπαυξάνοντας τήν ἄσκηση λόγω τῆς προθυμίας τῆς ψυχῆς ἤ ἐλαττώνοντας αὐτήν ἀπό τά σπουδαῖα ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, καί σύμφωνα μέ τίς προθέσεις μας ἀνταποδίδει τά βραβεῖα καί τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος στόν καθένα, κάμνοντας κάποιον ἀπό τούς ἀγωνιζόμενους περίφημο καί ἔνδοξο ἤ ἀφήνοντάς τον ταπεινό καί ἔχοντα ἀκόμη ἀνάγκη ἀπό κοπιαστικότερη κάθαρση.
2. Ἀλλά ἄς δοῦμε, ἐάν νομίζετε, καί ἄς ἐξετάσομε καλῶς, ποιό εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας, τό ὁποῖο γίνεται μυστικῶς πάντοτε σέ ἐμᾶς πού θέλομε, καί πῶς μέσα μας ὁ Χριστός θάπτεται σάν σέ μνῆμα, καί πῶς ἀφοῦ ἑνωθεῖ μέ τίς ψυχές, πάλι ἀνασταίνεται, συνανασταίνοντας μαζί του καί ἐμᾶς. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τοῦ λόγου.
3. Ὁ Χριστός καί Θεός μας, ἀφοῦ ὑψώθηκε στό σταυρό καί κάρφωσε (Κολ. 2, 14) σ᾿ αὐτόν τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου (Ἰω. 1, 25) καί γεύτηκε τό θάνατο (Ἐβρ. 2, 9), κατῆλθε στά κατώτατα μέρη τοῦ ἅδη (Ἐφ. 4, 9, Ψαλ. 85, 13). Ὅπως λοιπόν ὅταν ἀνῆλθε πάλι ἀπό τόν ἅδη εἰσῆλθε στό ἄχραντό Του σῶμα, ἀπό τό ὁποῖο ὅταν κατῆλθε ἐκεῖ δέν χωρίσθηκε καθόλου, καί ἀμέσως ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς καί μετά ἀπ᾿ αὐτό ἀνῆλθε στούς οὐρανούς μέ δόξα πολλή καί δύναμη (Ματθ. 24, 30, Λουκ. 21, 27), ἔτσι καί τώρα, ὅταν ἐξερχόμαστε ἐμεῖς ἀπό τόν κόσμο καί εἰσερχόμαστε μέ τήν ἐξομοίωση (Ρωμ. 6, 5, Β´ Κορ. 1, 5, Φιλ. 3, 10) τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου στό μνῆμα τῆς μετάνοιας καί ταπεινώσεως, αὐτός ὁ ἴδιος, κατερχόμενος ἀπό τούς οὐρανούς, εἰσέρχεται σάν σέ τάφο μέσα στό σῶμα μας καί, ἑνούμενος μέ τίς δικές μας ψυχές, τίς ἀνασταίνει, ἀφοῦ αὐτές ἦταν ὁμολογουμένως νεκρές, καί τότε δίνει τή δυνατότητα, σ᾿ αὐτόν πού ἀναστήθηκε ἔτσι μαζί μέ τόν Χριστό, νά βλέπει τή δόξα τῆς μυστικῆς του ἀναστάσεως.
4. Ἀνάσταση λοιπόν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δική μας ἀνάσταση, πού βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι. Διότι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ποτέ δέν ἔπεσε στήν ἁμαρτία (Ἰω. 8, 46, Ἐβρ. 4, 15. 7, 26), ὅπως ἔχει γραφεῖ, οὔτε ἀλλοιώθηκε καθόλου ἡ δόξα του, πῶς θ᾿ ἀναστηθεῖ ποτέ ἤ θά δοξασθεῖ, αὐτός πού εἶναι πάντοτε ὑπερδοξασμένος καί πού διαμένει ἐπίσης πάνω ἀπό κάθε ἀρχή καί ἐξουσία (Ἐφ. 1, 21); Ἀνάσταση καί δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἡ δική μας δόξα, πού γίνεται μέσα μας μέ τήν ἀνάστασή Του, καί δείχνεται καί ὁρᾶται ἀπό ἐμᾶς. Διότι ἀπό τή στιγμή πού ἔκανε δικά του τά δικά μας, ὅσα κάμνει μέσα μας αὐτός, αὐτά ἀναγράφονται σ᾿ αὐτόν. Ἀνάσταση λοιπόν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς. Διότι, ὅπως τό νεκρό σῶμα οὔτε λέγεται ὅτι ζεῖ οὔτε μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν δεχθεῖ μέσα του τή ζωντανή ψυχή καί ἑνωθεῖ μέ αὐτήν χωρίς νά συγχέεται, ἔτσι οὔτε ἡ ψυχή μόνη της καί καθ᾿ ἑαυτήν μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν ἑνωθεῖ μυστικῶς καί ἀσυγχύτως μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πραγματικά αἰώνια ζωή (Α´ Ἰω. 5, 20). Διότι πρίν ἀπό αὐτή τήν ἕνωση ὡς πρός τή γνώση καί ὅραση καί αἴσθηση εἶναι νεκρή, ἄν καί νοερά ὑπάρχει καί εἶναι ὡς πρός τή φύση ἀθάνατη. Διότι δέν ὑπάρχει γνώση χωρίς ὅραση, οὔτε ὅραση δίχως αἴσθηση.
Αὐτό πού λέγω σημαίνει τό ἑξῆς.Ἡ ὅραση καί μέσω τῆς ὁράσεως ἡ γνώση καί ἡ αἴσθηση (αὐτό τό ἀναφέρω γιά τά πνευματικά, διότι στά σωματικά καί χωρίς ὅραση ὑπάρχει αἴσθηση). Τί θέλω νά πῶ; Ὁ τυφλός ὅταν χτυπᾶ τό πόδι του σέ λίθο αἰσθάνεται, ἐνῶ ὁ νεκρός ὄχι. Στά πνευματικά ὅμως, ἐάν δέν φθάσει ὁ νοῦς σέ θεωρία τῶν ὅσων ὑπάρχουν πάνω ἀπό τήν ἔννοια, δέν αἰσθάνεται τή μυστική ἐνέργεια. Αὐτός λοιπόν πού λέγει, ὅτι αἰσθάνεται στά πνευματικά πρίν φθάσει σέ θεωρία αὐτῶν πού εἶναι ἐπάνω ἀπό τό νοῦ καί τό λόγο καί τήν ἔννοια, μοιάζει μέ τόν τυφλό στά μάτια, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται βέβαια τά ὅσα ἀγαθά ἤ κακά παθαίνει, ἀγνοεῖ ὅμως τά ὅσα γίνονται στά πόδια ἤ στά χέρια του καθώς καί τά αἴτια ζωῆς ἤ θανάτου του. Διότι τά ὅσα κακά ἤ ἀγαθά τοῦ συμβαίνουν δέν τά ἀντιλαμβάνεται καθόλου, ἐπειδή εἶναι στερημένος ἀπό τήν ὀπτική δύναμη καί αἴσθηση, γι᾿ αὐτό, ὅταν πολλές φορές σηκώνει τήν ράβδο του ν᾿ ἀμυνθεῖ ἀπό τόν ἐχθρό, ἀντί ἐκεῖνον μερικές φορές χτυπᾶ μᾶλλον τόν φίλο του, ἐνῶ ὁ ἐχθρός στέκεται μπροστά στά μάτια του καί τόν περιγελᾶ.
5. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους πιστεύουν στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅμως πολύ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού καί τήν βλέπουν καθαρά, καί αὐτοί βέβαια πού δέν τήν εἶδαν οὔτε νά προσκυνήσουν μποροῦν τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς ἅγιο καί Κύριο. Διότι λέγει, «κανένας δέν μπορεῖ νά πεῖ Κύριο τόν Ἰησοῦ, παρά μόνο μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο»» (Α´ Κορ. 12, 3).καί ἀλλοῦ.«Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά τόν προσκυνοῦν πνευματικά καί ἀληθινά»» (Ἰω. 4, 24). Καί ἀκόμη τό ἱερώτατο λόγιο, πού τό προφέρομε κάθε ἡμέρα, δέ λέγει, ̒Ἀνάσταση Χριστοῦ πιστεύσαντες᾽, ἀλλά τί λέγει; «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι, ἄς προσκυνήσομε ἅγιο Κύριον Ἰησοῦν, πού εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος»». Πῶς λοιπόν μᾶς προτρέπει τώρα τό Πνεῦμα τό ἅγιο νά λέμε (σάν νά εἴδαμε αὐτήν πού δέν εἴδαμε) «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι»», ἐνῶ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός μιά φορά πρίν ἀπό χίλια (Ὁ Συμεών ὁ Νεός Θεολόγος ἔζησε τέλη 10ου καί ἀρχές 11ου αἰῶνος, δηλ. χίλια χρόνια περίπου μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου) ἔτη καί οὔτε τότε τόν εἶδε κανένας νά ἀνασταίνεται; Ἄραγε μήπως ἡ θεία Γραφή θέλει νά ψευδόμαστε; Μακριά μιά τέτοια σκέψη.ἀντίθετα συνιστᾶ μᾶλλον νά λέμε τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή μέσα στό καθένα ἀπό μᾶς τούς πιστούς γίνεται ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό ὄχι μία φορά, ἀλλά κάθε ὥρα, ὅπως θά ἔλεγε κανείς, ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστός ἀνασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας καί ἀπαστράπτοντας τίς ἀστραπές τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς θεότητος. Διότι ἡ φωτοφόρα παρουσία τοῦ Πνεύματος μᾶς ὑποδεικνύει τήν ἀνάσταση τοῦ Δεσπότη, πού ἔγινε τό πρωί (Ἰω. 21, 4), ἤ καλύτερα μᾶς ἐπιτρέπει νά βλέπομε τόν ἴδιο ἐκεῖνον τόν ἀναστάντα. Γι᾿ αὐτό καί λέμε.«Θεός εἶναι ὁ Κύριος καί φανερώθηκε σέ μᾶς»» (Ψαλμ. 117, 27), καί ὑποδηλώνοντας τή Δευτέρα παρουσία του λέμε συμπληρωματικά τά ἑξῆς. «εὐλογημένος εἶναι αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου»» (Ψαλμ. 117, 26). Σέ ὅποιους λοιπόν φανερωθεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστός, ὁπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικῶς στά πνευματικά τους μάτια. Διότι, ὅταν ἔλθει μέσα μας διά τοῦ Πνεύματος, μᾶς ἀνασταίνει ἀπό τούς νεκρούς καί μᾶς ζωοποιεῖ καί μᾶς ἐπιτρέπει νά τόν βλέπομε μέσα μας αὐτόν τόν ἴδιο ὅλον ζωντανό, αὐτόν τόν ἀθάνατο καί ἄφθαρτο, καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά καί μᾶς δίνει τή χάρη νά γνωρίζομε εὐκρινῶς ὅτι συνανασταίνει (Ἐφ. 2, 6) καί συνδοξάζει (Ρωμ. 8, 17) καί ἐμᾶς μαζί του, ὅπως μαρτυρεῖ ὅλη ἡ θεία Γραφή.
6. Αὐτά λοιπόν εἶναι τά μυστήρια τῶν Χριστιανῶν, αὐτή εἶναι ἡ κρυμμένη μέσα τους δύναμη τῆς πίστεώς μας, τήν ὁποία οἱ ἄπιστοι ἤ δύσπιστοι, ἤ καλύτερα νά πῶ ἡμίπιστοι, δέν βλέπουν, οὔτε βέβαια μποροῦν καθόλου νά τή δοῦν. Καί ἄπιστοι, δύσπιστοι καί ἡμίπιστοι εἶναι αὐτοί πού δέν φανερώνουν τήν πίστη μέ τά ἔργα (Ἰάκ. 2, 18). Διότι χωρίς ἔργα πιστεύουν καί οἱ δαίμονες (Ἰάκ. 2, 19) καί ὁμολογοῦν ὅτι εἶναι Θεός ὁ Δεσπότης Χριστός. «Σέ γνωρίζομε»» (Μάρκ. 1, 24, Λουκ. 4, 34), λένε, «ἐσένα τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ»» (Ματθ. 8, 29).καί ἀλλοῦ.«αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου»» (Πραξ. 16, 17). Ἀλλ᾿ ὅμως οὔτε τούς δαίμονες οὔτε τούς ἀνθρώπους αὐτούς θά τούς ὠφελήσει ἡ τέτοια πίστη. Διότι δέν ὑπάρχει κανένα ὄφελος ἀπό τέτοια πίστη, ἐπειδή εἶναι νεκρή κατά τόν θεῖο ἀπόστολο. Διότι λέγει, «ἡ πίστη χωρίς τά ἔργα εἶναι νεκρή»» (Ἰάκ. 2, 26), ὅπως καί τά ἔργα χωρίς τήν πίστη. Πῶς εἶναι νεκρή; Ἐπειδή δέν ἔχει μέσα της τόν Θεό πού τή ζωογονεῖ (Α´ Τιμ. 6, 13), ἐπειδή δέν ἀπέκτησε μέσα της ἐκεῖνον πού εἶπε.«αὐτός πού μέ ἀγαπᾶ θά τηρήσει τίς ἐντολές μου»» (Ἰω. 14, 21.23), «καί ἐγώ καί ὁ Πατέρας μου θά ἔλθομε καί θά κατοικήσομε μέσα του»» (Ἰω. 14, 23), γιά νά ἐξαναστήσει μέ τήν παρουσία του ἀπό τούς νεκρούς αὐτόν πού τήν κατέχει καί νά τόν ζωοποιήσει καί νά τοῦ ἐπιτρέψει νά δεῖ μέσα του καί αὐτόν πού ἀναστήθηκε καί αὐτόν πού ἀνέστησε.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν εἶναι νεκρή ἡ τέτοια πίστη, ἤ καλύτερα νεκροί εἶναι αὐτοί πού τήν κατέχουν χωρίς ἔργα. Διότι ἡ πίστη στόν Θεό πάντα ζεῖ καί ἐπειδή εἶναι ζῶσα ζωοποιεῖ αὐτούς πού προσέρχονται ἀπό ἀγαθή πρόθεση καί τήν ἀποδέχονται, ἡ ὁποία καί ἔφερε πολλούς ἀπό τό θάνατο στή ζωή καί πρίν ἀπό τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί τούς ὑπέδειξε τόν Χριστό καί Θεό. Καί θά ἦταν δυνατό, ἐάν ἔμεναν πιστοί στίς ἐντολές του καί τίς φύλαγαν μέχρι θανάτου (Φιλ. 2, 8), νά διαφυλαχθοῦν καί αὐτοί ἀπ᾿ αὐτές, ὅπως δηλαδή ἔγιναν ἀπό μόνη τήν πίστη. Ἐπειδή ὅμως μεταστράφηκαν, ὅπως τό στραβό τόξο (Ψαλμ. 77, 57), καί ἀκολούθησαν τίς προηγούμενες πράξεις τους, εὔλογα ἀμέσως βρέθηκαν νά ἔχουν ναυαγήσει ὡς πρός τήν πίστη (Α´ Τιμ. 1, 19) καί δυστυχῶς στέρησαν τούς ἑαυτούς τους ἀπό τόν ἀληθινό πλοῦτο, πού εἶναι ὁ Χριστός ὁ Θεός.
Γιά νά μή πάθομε λοιπόν καί ἐμεῖς αὐτό τό πρᾶγμα, ζητῶ νά τηρήσομε μέ ὅση δύναμη ἔχομε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, γιά ν᾿ ἀπολαύσομε καί τά παρόντα καί τά μέλλοντα ἀγαθά, ἐννοῶ δηλαδή αὐτήν τήν ἴδια τή θέα τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία εἴθε νά ἐπιτύχομε ὅλοι μας μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Γένοιτο.


Αναδημοσίευση από: http://www.imkby.gr/greek/sarakosti/easter/simeon.htm

Αγ.Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου: Περί της Ανάστασης



Αγ.Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου: Περί της Ανάστασης




ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
 Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν
Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου.


Καί πῶς εἶναι ἤ πῶς γίνεται μέσα μας ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτήν ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Ἐπίσης ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτῆς τῆς ἀναστάσεως. Λέχθηκε μετά τό Πάσχα, τή Δευτέρα τῆς δευτέρας ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα.
1. Ἀδελφοί καί πατέρες, ἤδη τό Πάσχα, ἡ χαρμόσυνη ἡμέρα, πού προκαλεῖ κάθε εὐφροσύνη καί εὐτυχία, καθώς ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται τήν ἴδια ἐποχή τοῦ χρόνου πάντοτε, ἤ καλύτερα γίνεται κάθε ἡμέρα καί συνεχῶς μέσα σ᾿ αὐτούς πού γνωρίζουν τό μυστήριό της, ἀφοῦ γέμισε τίς καρδιές μας ἀπό κάθε χαρά καί ἀνεκλάλητη ἀγαλλίαση (Λουκ. 1, 14), ἀφοῦ ἔλυσε μαζί καί τόν κόπο ἀπό τήν πάνσεπτη νηστεία ἤ, γιά νά πῶ καλύτερα, ἀφοῦ τελειοποίησε καί συγχρόνως παρηγόρησε τίς ψυχές μας, γι᾿ αὐτό καί μᾶς προσκάλεσε ὅλους μαζί τούς πιστούς, ὅπως βλέπετε, σέ ἀνάπαυση καί εὐχαριστία, πέρασε. Ἄς εὐχαριστήσουμε λοιπόν τόν Κύριο, πού μᾶς διαπέρασε ἀπό τό πέλαγος (Σοφ. Σολ. 10, 18) τῆς νηστείας καί μᾶς ὁδήγησε μέ εὐθυμία στόν λιμένα τῆς ἀναστάσεώς Του. Ἄς τόν εὐχαριστήσουμε καί ὅσοι περάσαμε τό δρόμο τῆς νηστείας μέ θερμή πρόθεση καί ἀγῶνες ἀρετῆς, καί ὅσοι ἀσθένησαν στό μεταξύ ἀπό ἀδιαφορία καί ἀσθένεια ψυχῆς, ἐπειδή ὁ ἴδιος εἶναι πού δίνει μέ τό παραπάνω τά στεφάνια καί τούς ἄξιους μισθούς τῶν ἔργων τους σ᾿ ἐκείνους πού ἀγωνίζονται, καί πάλι αὐτός εἶναι πού ἀπονέμει τή συγγνώμη στούς ἀσθενέστερους ὡς ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος. Διότι βλέπει πολύ περισσότερο τίς διαθέσεις τῶν ψυχῶν μας καί τίς προαιρέσεις, παρά τούς κόπους τοῦ σώματος, μέ τούς ὁποίους γυμνάζομε τούς ἑαυτούς μας στήν ἀρετή, ἤ ἐπαυξάνοντας τήν ἄσκηση λόγω τῆς προθυμίας τῆς ψυχῆς ἤ ἐλαττώνοντας αὐτήν ἀπό τά σπουδαῖα ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, καί σύμφωνα μέ τίς προθέσεις μας ἀνταποδίδει τά βραβεῖα καί τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος στόν καθένα, κάμνοντας κάποιον ἀπό τούς ἀγωνιζόμενους περίφημο καί ἔνδοξο ἤ ἀφήνοντάς τον ταπεινό καί ἔχοντα ἀκόμη ἀνάγκη ἀπό κοπιαστικότερη κάθαρση.
2. Ἀλλά ἄς δοῦμε, ἐάν νομίζετε, καί ἄς ἐξετάσομε καλῶς, ποιό εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας, τό ὁποῖο γίνεται μυστικῶς πάντοτε σέ ἐμᾶς πού θέλομε, καί πῶς μέσα μας ὁ Χριστός θάπτεται σάν σέ μνῆμα, καί πῶς ἀφοῦ ἑνωθεῖ μέ τίς ψυχές, πάλι ἀνασταίνεται, συνανασταίνοντας μαζί του καί ἐμᾶς. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τοῦ λόγου.
3. Ὁ Χριστός καί Θεός μας, ἀφοῦ ὑψώθηκε στό σταυρό καί κάρφωσε (Κολ. 2, 14) σ᾿ αὐτόν τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου (Ἰω. 1, 25) καί γεύτηκε τό θάνατο (Ἐβρ. 2, 9), κατῆλθε στά κατώτατα μέρη τοῦ ἅδη (Ἐφ. 4, 9, Ψαλ. 85, 13). Ὅπως λοιπόν ὅταν ἀνῆλθε πάλι ἀπό τόν ἅδη εἰσῆλθε στό ἄχραντό Του σῶμα, ἀπό τό ὁποῖο ὅταν κατῆλθε ἐκεῖ δέν χωρίσθηκε καθόλου, καί ἀμέσως ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς καί μετά ἀπ᾿ αὐτό ἀνῆλθε στούς οὐρανούς μέ δόξα πολλή καί δύναμη (Ματθ. 24, 30, Λουκ. 21, 27), ἔτσι καί τώρα, ὅταν ἐξερχόμαστε ἐμεῖς ἀπό τόν κόσμο καί εἰσερχόμαστε μέ τήν ἐξομοίωση (Ρωμ. 6, 5, Β´ Κορ. 1, 5, Φιλ. 3, 10) τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου στό μνῆμα τῆς μετάνοιας καί ταπεινώσεως, αὐτός ὁ ἴδιος, κατερχόμενος ἀπό τούς οὐρανούς, εἰσέρχεται σάν σέ τάφο μέσα στό σῶμα μας καί, ἑνούμενος μέ τίς δικές μας ψυχές, τίς ἀνασταίνει, ἀφοῦ αὐτές ἦταν ὁμολογουμένως νεκρές, καί τότε δίνει τή δυνατότητα, σ᾿ αὐτόν πού ἀναστήθηκε ἔτσι μαζί μέ τόν Χριστό, νά βλέπει τή δόξα τῆς μυστικῆς του ἀναστάσεως.
4. Ἀνάσταση λοιπόν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δική μας ἀνάσταση, πού βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι. Διότι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ποτέ δέν ἔπεσε στήν ἁμαρτία (Ἰω. 8, 46, Ἐβρ. 4, 15. 7, 26), ὅπως ἔχει γραφεῖ, οὔτε ἀλλοιώθηκε καθόλου ἡ δόξα του, πῶς θ᾿ ἀναστηθεῖ ποτέ ἤ θά δοξασθεῖ, αὐτός πού εἶναι πάντοτε ὑπερδοξασμένος καί πού διαμένει ἐπίσης πάνω ἀπό κάθε ἀρχή καί ἐξουσία (Ἐφ. 1, 21); Ἀνάσταση καί δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἡ δική μας δόξα, πού γίνεται μέσα μας μέ τήν ἀνάστασή Του, καί δείχνεται καί ὁρᾶται ἀπό ἐμᾶς. Διότι ἀπό τή στιγμή πού ἔκανε δικά του τά δικά μας, ὅσα κάμνει μέσα μας αὐτός, αὐτά ἀναγράφονται σ᾿ αὐτόν. Ἀνάσταση λοιπόν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς. Διότι, ὅπως τό νεκρό σῶμα οὔτε λέγεται ὅτι ζεῖ οὔτε μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν δεχθεῖ μέσα του τή ζωντανή ψυχή καί ἑνωθεῖ μέ αὐτήν χωρίς νά συγχέεται, ἔτσι οὔτε ἡ ψυχή μόνη της καί καθ᾿ ἑαυτήν μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν ἑνωθεῖ μυστικῶς καί ἀσυγχύτως μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πραγματικά αἰώνια ζωή (Α´ Ἰω. 5, 20). Διότι πρίν ἀπό αὐτή τήν ἕνωση ὡς πρός τή γνώση καί ὅραση καί αἴσθηση εἶναι νεκρή, ἄν καί νοερά ὑπάρχει καί εἶναι ὡς πρός τή φύση ἀθάνατη. Διότι δέν ὑπάρχει γνώση χωρίς ὅραση, οὔτε ὅραση δίχως αἴσθηση.
Αὐτό πού λέγω σημαίνει τό ἑξῆς.Ἡ ὅραση καί μέσω τῆς ὁράσεως ἡ γνώση καί ἡ αἴσθηση (αὐτό τό ἀναφέρω γιά τά πνευματικά, διότι στά σωματικά καί χωρίς ὅραση ὑπάρχει αἴσθηση). Τί θέλω νά πῶ; Ὁ τυφλός ὅταν χτυπᾶ τό πόδι του σέ λίθο αἰσθάνεται, ἐνῶ ὁ νεκρός ὄχι. Στά πνευματικά ὅμως, ἐάν δέν φθάσει ὁ νοῦς σέ θεωρία τῶν ὅσων ὑπάρχουν πάνω ἀπό τήν ἔννοια, δέν αἰσθάνεται τή μυστική ἐνέργεια. Αὐτός λοιπόν πού λέγει, ὅτι αἰσθάνεται στά πνευματικά πρίν φθάσει σέ θεωρία αὐτῶν πού εἶναι ἐπάνω ἀπό τό νοῦ καί τό λόγο καί τήν ἔννοια, μοιάζει μέ τόν τυφλό στά μάτια, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται βέβαια τά ὅσα ἀγαθά ἤ κακά παθαίνει, ἀγνοεῖ ὅμως τά ὅσα γίνονται στά πόδια ἤ στά χέρια του καθώς καί τά αἴτια ζωῆς ἤ θανάτου του. Διότι τά ὅσα κακά ἤ ἀγαθά τοῦ συμβαίνουν δέν τά ἀντιλαμβάνεται καθόλου, ἐπειδή εἶναι στερημένος ἀπό τήν ὀπτική δύναμη καί αἴσθηση, γι᾿ αὐτό, ὅταν πολλές φορές σηκώνει τήν ράβδο του ν᾿ ἀμυνθεῖ ἀπό τόν ἐχθρό, ἀντί ἐκεῖνον μερικές φορές χτυπᾶ μᾶλλον τόν φίλο του, ἐνῶ ὁ ἐχθρός στέκεται μπροστά στά μάτια του καί τόν περιγελᾶ.
5. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους πιστεύουν στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅμως πολύ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού καί τήν βλέπουν καθαρά, καί αὐτοί βέβαια πού δέν τήν εἶδαν οὔτε νά προσκυνήσουν μποροῦν τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς ἅγιο καί Κύριο. Διότι λέγει, «κανένας δέν μπορεῖ νά πεῖ Κύριο τόν Ἰησοῦ, παρά μόνο μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο»» (Α´ Κορ. 12, 3).καί ἀλλοῦ.«Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά τόν προσκυνοῦν πνευματικά καί ἀληθινά»» (Ἰω. 4, 24). Καί ἀκόμη τό ἱερώτατο λόγιο, πού τό προφέρομε κάθε ἡμέρα, δέ λέγει, ̒Ἀνάσταση Χριστοῦ πιστεύσαντες᾽, ἀλλά τί λέγει; «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι, ἄς προσκυνήσομε ἅγιο Κύριον Ἰησοῦν, πού εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος»». Πῶς λοιπόν μᾶς προτρέπει τώρα τό Πνεῦμα τό ἅγιο νά λέμε (σάν νά εἴδαμε αὐτήν πού δέν εἴδαμε) «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι»», ἐνῶ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός μιά φορά πρίν ἀπό χίλια (Ὁ Συμεών ὁ Νεός Θεολόγος ἔζησε τέλη 10ου καί ἀρχές 11ου αἰῶνος, δηλ. χίλια χρόνια περίπου μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου) ἔτη καί οὔτε τότε τόν εἶδε κανένας νά ἀνασταίνεται; Ἄραγε μήπως ἡ θεία Γραφή θέλει νά ψευδόμαστε; Μακριά μιά τέτοια σκέψη.ἀντίθετα συνιστᾶ μᾶλλον νά λέμε τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή μέσα στό καθένα ἀπό μᾶς τούς πιστούς γίνεται ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό ὄχι μία φορά, ἀλλά κάθε ὥρα, ὅπως θά ἔλεγε κανείς, ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστός ἀνασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας καί ἀπαστράπτοντας τίς ἀστραπές τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς θεότητος. Διότι ἡ φωτοφόρα παρουσία τοῦ Πνεύματος μᾶς ὑποδεικνύει τήν ἀνάσταση τοῦ Δεσπότη, πού ἔγινε τό πρωί (Ἰω. 21, 4), ἤ καλύτερα μᾶς ἐπιτρέπει νά βλέπομε τόν ἴδιο ἐκεῖνον τόν ἀναστάντα. Γι᾿ αὐτό καί λέμε.«Θεός εἶναι ὁ Κύριος καί φανερώθηκε σέ μᾶς»» (Ψαλμ. 117, 27), καί ὑποδηλώνοντας τή Δευτέρα παρουσία του λέμε συμπληρωματικά τά ἑξῆς. «εὐλογημένος εἶναι αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου»» (Ψαλμ. 117, 26). Σέ ὅποιους λοιπόν φανερωθεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστός, ὁπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικῶς στά πνευματικά τους μάτια. Διότι, ὅταν ἔλθει μέσα μας διά τοῦ Πνεύματος, μᾶς ἀνασταίνει ἀπό τούς νεκρούς καί μᾶς ζωοποιεῖ καί μᾶς ἐπιτρέπει νά τόν βλέπομε μέσα μας αὐτόν τόν ἴδιο ὅλον ζωντανό, αὐτόν τόν ἀθάνατο καί ἄφθαρτο, καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά καί μᾶς δίνει τή χάρη νά γνωρίζομε εὐκρινῶς ὅτι συνανασταίνει (Ἐφ. 2, 6) καί συνδοξάζει (Ρωμ. 8, 17) καί ἐμᾶς μαζί του, ὅπως μαρτυρεῖ ὅλη ἡ θεία Γραφή.
6. Αὐτά λοιπόν εἶναι τά μυστήρια τῶν Χριστιανῶν, αὐτή εἶναι ἡ κρυμμένη μέσα τους δύναμη τῆς πίστεώς μας, τήν ὁποία οἱ ἄπιστοι ἤ δύσπιστοι, ἤ καλύτερα νά πῶ ἡμίπιστοι, δέν βλέπουν, οὔτε βέβαια μποροῦν καθόλου νά τή δοῦν. Καί ἄπιστοι, δύσπιστοι καί ἡμίπιστοι εἶναι αὐτοί πού δέν φανερώνουν τήν πίστη μέ τά ἔργα (Ἰάκ. 2, 18). Διότι χωρίς ἔργα πιστεύουν καί οἱ δαίμονες (Ἰάκ. 2, 19) καί ὁμολογοῦν ὅτι εἶναι Θεός ὁ Δεσπότης Χριστός. «Σέ γνωρίζομε»» (Μάρκ. 1, 24, Λουκ. 4, 34), λένε, «ἐσένα τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ»» (Ματθ. 8, 29).καί ἀλλοῦ.«αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου»» (Πραξ. 16, 17). Ἀλλ᾿ ὅμως οὔτε τούς δαίμονες οὔτε τούς ἀνθρώπους αὐτούς θά τούς ὠφελήσει ἡ τέτοια πίστη. Διότι δέν ὑπάρχει κανένα ὄφελος ἀπό τέτοια πίστη, ἐπειδή εἶναι νεκρή κατά τόν θεῖο ἀπόστολο. Διότι λέγει, «ἡ πίστη χωρίς τά ἔργα εἶναι νεκρή»» (Ἰάκ. 2, 26), ὅπως καί τά ἔργα χωρίς τήν πίστη. Πῶς εἶναι νεκρή; Ἐπειδή δέν ἔχει μέσα της τόν Θεό πού τή ζωογονεῖ (Α´ Τιμ. 6, 13), ἐπειδή δέν ἀπέκτησε μέσα της ἐκεῖνον πού εἶπε.«αὐτός πού μέ ἀγαπᾶ θά τηρήσει τίς ἐντολές μου»» (Ἰω. 14, 21.23), «καί ἐγώ καί ὁ Πατέρας μου θά ἔλθομε καί θά κατοικήσομε μέσα του»» (Ἰω. 14, 23), γιά νά ἐξαναστήσει μέ τήν παρουσία του ἀπό τούς νεκρούς αὐτόν πού τήν κατέχει καί νά τόν ζωοποιήσει καί νά τοῦ ἐπιτρέψει νά δεῖ μέσα του καί αὐτόν πού ἀναστήθηκε καί αὐτόν πού ἀνέστησε.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν εἶναι νεκρή ἡ τέτοια πίστη, ἤ καλύτερα νεκροί εἶναι αὐτοί πού τήν κατέχουν χωρίς ἔργα. Διότι ἡ πίστη στόν Θεό πάντα ζεῖ καί ἐπειδή εἶναι ζῶσα ζωοποιεῖ αὐτούς πού προσέρχονται ἀπό ἀγαθή πρόθεση καί τήν ἀποδέχονται, ἡ ὁποία καί ἔφερε πολλούς ἀπό τό θάνατο στή ζωή καί πρίν ἀπό τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί τούς ὑπέδειξε τόν Χριστό καί Θεό. Καί θά ἦταν δυνατό, ἐάν ἔμεναν πιστοί στίς ἐντολές του καί τίς φύλαγαν μέχρι θανάτου (Φιλ. 2, 8), νά διαφυλαχθοῦν καί αὐτοί ἀπ᾿ αὐτές, ὅπως δηλαδή ἔγιναν ἀπό μόνη τήν πίστη. Ἐπειδή ὅμως μεταστράφηκαν, ὅπως τό στραβό τόξο (Ψαλμ. 77, 57), καί ἀκολούθησαν τίς προηγούμενες πράξεις τους, εὔλογα ἀμέσως βρέθηκαν νά ἔχουν ναυαγήσει ὡς πρός τήν πίστη (Α´ Τιμ. 1, 19) καί δυστυχῶς στέρησαν τούς ἑαυτούς τους ἀπό τόν ἀληθινό πλοῦτο, πού εἶναι ὁ Χριστός ὁ Θεός.
Γιά νά μή πάθομε λοιπόν καί ἐμεῖς αὐτό τό πρᾶγμα, ζητῶ νά τηρήσομε μέ ὅση δύναμη ἔχομε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, γιά ν᾿ ἀπολαύσομε καί τά παρόντα καί τά μέλλοντα ἀγαθά, ἐννοῶ δηλαδή αὐτήν τήν ἴδια τή θέα τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία εἴθε νά ἐπιτύχομε ὅλοι μας μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Γένοιτο.


Αναδημοσίευση από: http://www.imkby.gr/greek/sarakosti/easter/simeon.htm


  
English




Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΟΚΚΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΠΕΩΣ (Ματθ. 13, 31-32):
Ο Χριστός καθόταν σε πλοίο, και ο κόσμος στην παραλία, και μιλούσε από τον πρωτότυπο αυτό άμβωνα για...Του Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλη
ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ «ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ» ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ:
Ἐσχατολογία, ψευδοπροφητεία καί τρομοκρατία... Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας
Η ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ:
Στην παρούσα μελέτη θα παρουσιάσουμε τα επιχειρήματα των αρνητών της Αειπαρθενίας της Θεοτόκου και την αναίρεσή τους...Χρήστος Σαλταούρας
Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ κατά τις προσδοκίες των νεοεποχιτών στο Διαδίκτυο (Internet):
Η παραμονή του Μαϊτρέια στον κόσμο θα διαρκέσει καθ' όλη την εποχή του Υδροχόου, για τα επόμενα 2.500 χρόνια...Του Νικολάου Ζήση
ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ π. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ ΤΡΟΧΑΛΑΚΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ «ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ»:
Κωνσταντίνος Γ. Καρακατσάνης Καθηγητής Πυρηνικής Ιατρικής του Α.Π.Θ.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ή ΠΑΡΑΦΡΑΣΗ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ; (Ζ):
Παραδείγματα κακοποίησης του Ιερού κειμένου από την ΜΝΚ...του Χρήστου Σαλταούρα
Δ Ι Α Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ο Σ : Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ «ΑΝΩΤΕΡΟ ΕΑΥΤΟ» ΜΑΣ. ΤΙ Ή ΚΑΛΥΤΕΡΑ, ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο «ΑΝΩΤΕΡΟΣ ΕΑΥΤΟΣ» ΜΑΣ;:
Επικλήσεις οντοτήτων μέσω του διαλογισμού...
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ: Η ΜΟΝΗ ΜΥΡΕΛΑΙΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΑΣΟΦΟΡΟΥΣ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ «ΛΥΚΟΣ ΜΕ ΕΝΔΥΜΑ ΠΡΟΒΑΤΟΥ»:
Εγκύκλιος της Ι.Μ.Μεσογαίας «Περί της Μονής Μυρελαίου Υμηττού»
ΠΡΟΣΟΧΗ! ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ :
Επειδή όταν κάτι συμβαίνει στην "πολιτισμένη" Δύση σχεδόν αμέσως εφαρμόζεται και στην χώρα μας εφιστούμε την προσοχή των γονέων και των εκπαιδευτικών.
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ :
Οι ψευδομάρτυρες του Ιεχωβά διδάσκουν ότι το σώμα του Ιησού που θανατώθηκε στον Σταυρό δεν αναστήθηκε...Του Χρήστου Σαλταούρα
Ο ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ, ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ:
Μια αήθης Οικουμενιστική επίθεση στην αγιότητα και τα θεόπνευστα συγγράμματά του...Του Πρωτ. Ιωάννου Φωτοπούλου
Η «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ» ΤΟΥ CHARLES MANSON:
Ο Manson είχε σχέσεις με τη σατανιστική ομάδα Solar Lodge, παρακλάδι του «Τάγματος του Ναού της Ανατο­λής...Του π.Α.Αλεβιζόπουλου

Π. Ἰωάννης Ρωμανίδης,

Τρίτη, 17 Απριλίου 2012


Π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἕνας κορυφαῖος δογματικός θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Κυκλοφόρησε, όπως είχαμε προαναγγείλει, το πολύ ενδιαφέρον και σημαντικό νέο βιβλίο του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου με τίτλο «π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ένας κορυφαίος δογματικός θεολόγος της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας». Στο τεύχος 186 (σελ. 7) είχε γίνει μιά πρώτη παρουσίαση τού βιβλίου αυτού και είχαν δημοσιευθή τα περιεχόμενά του. Στο παρόν τεύχος δημοσιεύεται ο πρόλογος και η εισαγωγή του Σεβασμιωτάτου.
Τιμάται 24 ευρώ. Όποιος επιθυμεί μπορεί να το προμηθευθή ή να το παραγγείλη από την Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου – Πελαγίας (τηλ.: 2261035135 καί 6944504297 πρωϊνές ώρες, τηλ/πο-φάξ: 2261039201, ηλ. ταχ.: pelagia@pelagia.org.gr) και από τα θρησκευτικά βιβλιοπωλεία ή από τα Γραφεία τής Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου.

Πρόλογος
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1927 και κοιμήθηκε στήν Αθήνα το 2001. Στο ενδιάμεσο διάστημα έζησε και μεγάλωσε στο Μανχάτταν της Ν. Υόρκης, σπούδασε στα μεγαλύτερα πανεπιστημιακά κέντρα, γνώρισε από κοντά τον σχολαστικισμό, τον ηθικισμό, τον ιδεαλισμό και τον εθνικισμό, δίδαξε σε Θεολογικές Σχολές, ταξίδευσε σε όλο σχεδόν τον κόσμο για διαλέξεις και ομιλίες, συμμετείχε σε διαχριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους. Πάντοτε ομιλούσε για την θεολογία των Προφητών, Αποστόλων καί Πατέρων και ανέπτυσσε την αξία της Ρωμηοσύνης από θεολογικής, πολιτιστικής και ιστορικής πλευράς. Τα βιογραφικά στοιχεία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη μπορεί ο αναγνώστης να τα βρη στο βιβλίο του π. Γεωργίου Μεταλληνού, Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Ρωμανίδης, ο "προφήτης της Ρωμηοσύνης" και στην εισαγωγή του βιβλίου μου Εμπειρική Δογματική.

Ως άνθρωπος διακρινόταν από έκτακτα διανοητικά προσόντα, ήτοι χωρητικότητα διανοίας, σπάνια ευφυΐα και οξυδέρκεια, έντονη διερευνητικότητα, αγωνιστικότητα και απαράμιλλο θάρρος. Ενδεικτικό της ευφυΐας και του ριψοκίνδυνου του χαρακτήρα του ήταν ότι οδηγούσε πολλούς τύπους αεροπλάνων και σκαφών. Επίσης, δεν υποχωρούσε προ ουδενός, όταν αυτό ήταν αντίθετο με τις αρχές του.

Πέρα από τα φυσικά του προσόντα διέθετε μεγάλο πνευματικό χάρισμα. Μεγάλο μέρος της ευφυΐας του, της ερευνητικότητάς του και του ριψοκίνδυνου του χαρακτήρα του το έστρεψε στα κείμενα και την διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων της Εκκλησίας και των μετέπειτα μεγάλων Πατέρων. Διείδε την αξία τους και την σπουδαιότητά τους. Και στην συνέχεια ασχολήθηκε με την νηπτική ησυχαστική διδασκαλία της Εκκλησίας για να μελετήση τα σχετικά με την νοερά προσευχή και την εμπειρία της θεώσεως. Έτσι, δεν ανέβαινε μόνον στους αιθέρες του ουρανού με τα αεροπλάνα, αλλά κατέβαινε και στο βάθος της καρδιάς και μελετούσε τις μετέπειτα πνευματικές αναβάσεις. Σύγχρονος εμπειρικός Ιερομόναχος μου είπε ότι η Εμπειρική Δογματική, όπως την δίδασκε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, «είναι μικροσκοπική ανάλυση του ορθοδόξου βιώματος». Αυτό δεν έγινε μόνον με την ευφυΐα του, αλλά και με το πνευματικό χάρισμα που διέθετε, διότι ήταν πράγματι χαρισματικός.
Υπήρξε, λοιπόν, ένας κορυφαίος δογματικός θεολόγος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτό το επισημαίνουν πολλοί στις επιστολές που μου απέστειλαν μετά την έκδοση της Εμπειρικής Δογματικής. Θα αναφέρω ελάχιστες από αυτές εδώ, στον πρόλογο, οι σημαντικότερες θα δημοσιευθούν ολόκληρες και από τις υπόλοιπες αποσπάσματα στο τρίτο μέρος του βιβλίου.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, μεταξύ των άλλων, έγραψε:
«Η δογματική διδασκαλία του αειμνήστου π. Ιωάννου Ρωμανίδου... έταμε νέας, καί εν ταυτώ παραδοσιακάς πατερικάς, οδούς εις την σύγχρονον Ορθόδοξον Θεολογίαν... Επετύχετε να αποδώσητε άριστα την σκέψιν και τον λόγον του αειμνήστου Θεολόγου του κ' αιώνος, ο οποίος, τέκνον υπάρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήντλει πνευματικούς χυμούς από τας υγιείς ρίζας της σεβασμίας και αγιοτόκου Καππαδοκίας εξ ης κατήγετο και ηδυνήθη να διακρίνη και να διακηρύξη την αλήθειαν ότι η αληθής Θεολογία δεν είναι ούτε ηθικισμός ούτε σχολαστικισμός ακαδημαϊκός, αλλ’ εμπειρία καθάρσεως, φωτισμού καί θεώσεως».


Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος, μεταξύ των άλλων, έγραψε ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης «συνέβαλε αποφασιστικά από τη δική του πλευρά στην ανάδειξη της αιχμαλωσίας της Ορθόδοξης Θεολογίας, στή διάσωση καί ανάδειξη βασικών θεολογικών αληθειών, το έργο του οποίου γίνεται αναπνοή της Εκκλησίας».
Οι κρίσεις και εντυπώσεις για τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, που θα διαβάση ο αναγνώστης στο τέλος του βιβλίου, είναι αξιοπρόσεκτες. Μερικές από αυτές είναι: «Ο π. Ιωάννης είναι ένας εκ των ελαχίστων θεολόγων, ο οποίος κατενόησε σε βάθος και ουσία τη Δύση» (Μητροπολίτης Γερμανίας Αυγουστίνος). «Άξιος συνεχιστής καί θιασώτης του αειμνήστου Γεωργίου Φλωρόφσκι, στήριξε την στροφή στους Πατέρες της Εκκλησίας, ως εκκλησιαστική γνησιότητα» (Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων και Μ. Βρετανίας Γρηγόριος). «Ο αείμνηστος πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους θεολόγους του 20ού αιώνος, όπως κατ’ επανάληψιν έχει λεχθεί» (Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος). «Η θεοφώτιστη διδασκαλία του μακαριστού υποφήτου της Ορθοδόξου Θεολογίας π. Ιωάννου Ρωμανίδου» (Μητροπολίτης Προικοννήσου Ιωσήφ).

«Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους θεολόγους του 20ού αιώνα, ο οποίος σφράγισε την επιστήμη της Θεολογίας με την προσωπικότητα και το θεολογικό του έργο» (Μητροπολίτης Κωνσταντίας Αμμοχώστου Βασίλειος). «Ο αείμνηστος καί σεβαστός πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης ως προς την αγάπη του προς την Πατρίδα ήταν ένας αγνός, αμόλευτος από γραικυλισμούς Ρωμιός. Ως προς την αγάπη του προς την Ορθοδοξία ήταν ένας νέος Μωϋσής της Θεολογίας, που ανέβηκε στο Σινά και μας κατέβασε τις θεόγραφες πλάκες της Ορθόδοξης, Πατερικής, Φιλοκαλικής παραδόσεως. Κι αν δεν ήταν ο ίδιος θεόπτης, υπήρξε όμως διδάσκαλος της θεοπτίας απλανής» (Αρχιμ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης). «Σε μια συζήτηση με τον Διευθυντή του Ιδρύματος (Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών) αείμνηστο Παναγιώτη Χρήστου μου είχε πει πως θεωρούσε τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη ως τον καλύτερο δογματολόγο και τον πλέον κατάλληλο να γράψει μια ορθόδοξη δογματική. Τον εκτιμούσε πολύ και ήθελε να γράψει μια "συστηματική" δογματική» (Αθανάσιος Μάργαρης, Φιλόλογος).


Από την αρχή της ζωής του φάνηκαν τα χαρίσματά του, όταν άρχισε να προβληματίζεται για τον Χριστιανισμό που συνάντησε στην Δύση. Όμως, από το μέσον του 20ού αιώνος μέχρι το τέλος του (μισόν αιώνα) αγωνίσθηκε με ανθρώπους και ιδέες, με συστήματα και νοοτροπίες, με στρεβλώσεις και ψευδομορφώσεις, για να ελευθερώση την ορθόδοξη θεολογία από την αιχμαλωσία της στις δυτικές προϋποθέσεις. Και το έκανε αυτό με ζήλο, δύναμη, αποφασιστικότητα, και με μια έκφραση της κατά Χριστόν σαλότητας, θα μπορούσε να πη κανείς. Εβάστασε το όνομα του Χριστού και την θεολογία των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων σε Δύση και Ανατολή, σε Βορρά και Νότο, σε όλο τον κόσμο.
Ο αγιογράφος Ιωάννης Χαρίλαος Βράνος στό βιβλίο του "Τά ακριβή πρότυπα τών εικόνων, εικονογραφική θεολογία", αναλύει τις Θεοφάνειες στην Παλαιά Διαθήκη και ειδικότερα, βάσει της διδασκαλίας του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, τα σχετικά με την θεωρία του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου, διά του οποίου γνωρίζουμε τον Τριαδικό Θεό. Στον πρόλογο του βιβλίου γράφει μεταξύ των άλλων:

«Η ανάκαμψη της θεολογίας ήρθε με την εμφάνιση του δόκιμου θεολόγου π. Ιωάννου Ρωμανίδη, διδασκάλου της Δογματικής. Με το σύγγραμμά του ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ επεξεργάζεται μεθοδικά απολύτως πειστικά την υπόθεση των Θεοφανειών. Παραθέτει τα κείμενα των μεγάλων αρχαίων Πατέρων καί ανασυγκροτεί την θεολογία επαναφέροντας τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης στον θρόνο Του, ανάμεσα στον λαό Του να τον υπερασπίζει ο ίδιος, να τον τρέφει με το μάνα, να τον διδάσκει την σωτηρία του! Δίκαια ο π. Γεώργιος Μεταλληνός θεωρεί τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη ορόσημο της θεολογίας ότι μιλάμε για την πριν Ρωμανίδη εποχή και την μετά απ’ αυτόν».

Αυτό γράφεται γιατί ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, στηριζόμενος σε πατερικά χωρία, και στην υμνογραφία της Εκκλησίας υποστήριζε ότι οι αποκαλύψεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη ήταν αποκαλύψεις του ασάρκου Λόγου, του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου, της Σοφίας του Θεού. Και αφού ο αγιογράφος Ιωάννης Χαρίλαος Βράνος αναφέρεται στο ότι μετά την ανάκαμψη της θεολογίας από τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη ακολούθησε και η ανάκαμψη της αγιογραφίας, γράφει:

«Η προσφορά του π. Ιωάννου Ρωμανίδη στην Αγιογραφία είναι ανυπολόγιστη. Και όχι μόνον στην Αγιογραφία, αλλά και στην στάση μας απέναντι στην Δύση. Ύστερα από δυό χιλιάδες χρόνια άνοιξε η Ωραία Πύλη του ιερού για να εισέλθει ο Κύριος της Δόξης, ο Άγγελος της Μεγάλης Βουλής, στο θρόνο Του. Η πλάνη και η αίρεση εξοβελίσθηκαν. "Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της Δόξης. Τις εστιν ούτος ο Βασιλεύς της Δόξης;". Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Άγγελος της Μεγάλης Βουλής, "Αυτός εστιν ο Βασιλεύς της Δόξης".
Αιωνία η μνήμη του π. Ιωάννου Ρωμανίδη».

Στήν αρχή δε του βιβλίου του απεικονίζεται ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης να κάθεται μπροστά σε ένα τραπέζι, όπως κάθονται οι Ευαγγελιστές που γράφουν το ιερό Ευαγγέλιο, ενδεδυμένος την ιερατική του αμφίεση, να γράφη την Δογματική του για τον Μεγάλης Βουλής Άγγελο, βλέποντας, συγχρόνως, την εικόνα Του. Αυτός είναι ο Ων και εν αυτώ βλέπουμε τόν Πατέρα, και η όραση γίνεται εν Αγίω Πνεύματι. Πέριξ του σχεδίου αυτού γράφεται κυκλικά, μέσα σε ειλητάριο: «Ιωάννης Ρωμανίδης, Ιερεύς 1927-2001, ο της θεολογίας διδάσκαλος». Πάνω από το σχέδιο γράφεται: «Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ο δόκιμος θεολόγος της εποχής μας, επανέφερε την διδασκαλία των Πατέρων για τον Θεό και Κύριο της Παλαιάς Διαθήκης. Ήταν ο Υιός Θεός Λόγος και όχι ο Πατήρ. Άσαρκος στην Παλαιά Διαθήκη, ως Άγγελος της Μεγάλης Βουλής, και ένσαρκος Χριστός στην Καινή Διαθήκη. 

Φωτίσθηκε πλέον η Αγιογραφία, και στην κορυφή της κλίμακος του Ιακώβ, στην πάλη με τον Άγγελο, μέσα στην φλεγόμενη βάτο, στον Μωϋσή που παίρνει τις λίθινες πλάκες και σε όλες τις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ζωγραφίζουμε τον Θεό Λόγο, τον άκτιστο Άγγελο της Μεγάλης Βουλής και όχι κτίσματα». Κάτω δε από την παράσταση γράφεται η φράση που προφανώς ανήκει στον π. Ιωάννη Ρωμανίδη: «Η μη Χριστολογική ερμηνεία (λανθασμένα αναγράφεται «ερμηνεία») της Παλαιάς Διαθήκης δεν είναι μόνον πλάνη, αλλά και αίρεσις». Αυτό δείχνει την μεγάλη σημασία της δογματικής διδασκαλίας του π. Ιωάννου Ρωμανίδη και πως αυτή εκφράζεται στην ορθόδοξη αγιογραφία.
Στο παρόν βιβλίο με τίτλο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ένας κορυφαίος δογματικός θεολόγος της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, παρουσιάζονται μερικά κεντρικά σημεία της ορθοδόξου διδασκαλίας του π. Ιωάννου Ρωμανίδη.

Στην πρώτη ενότητα δημοσιεύεται η αλληλογραφία του με τον μεγάλο επίσης θεολόγο τού 20ού αιώνος και της Εκκλησίας π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, με τον οποίον είχαν διαρκή επικοινωνία, ήταν διδάσκαλός του και ο ίδιος ήταν άριστος μαθητής του και οι δύο αγωνίσθηκαν για την αποκάθαρση της συγχρόνου ορθοδόξου θεολογίας από ξένες προσμίξεις.

Στή δεύτερη ενότητα παρουσιάζεται η πορεία και η εξέλιξη της θεολογικής σκέψεώς του μέχρι την διδακτορική του διατριβή, καθώς επίσης ο δημιουργικός διάλογός του που έγινε κατά την συζήτηση για την έγκρισή της. Γίνονται περιλήψεις των μεταδιδακτορικών ερευνών καί μελετών του και συγκρίνεται η Δογματική του με άλλες Δογματικές, που υπήρχαν μέχρι τότε, και αποδεικνύεται η πληρότητά της. Δίνεται μια περίληψη του έργου του Andrew Sopko, το οποίο παρουσιάζει το πανόραμα όλης της διδασκαλίας του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, που τον αποδεικνύει κορυφαίο διδάσκαλο της εποχής μας. Καταγράφεται το ενοποιητικό έργο του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, ότι δηλαδή με όλους τους αγώνες του απέβλεπε στην ενότητα, μέσα, όμως, από την θεολογία των Προφητών, των Πατέρων και των Αποστόλων της Εκκλησίας και όχι με την διπλωματική οδό.

Στην τρίτη ενότητα δημοσιεύονται οι εισηγήσεις που έγιναν κατά την δημόσια παρουσίαση του δίτομου έργου Εμπειρική Δογματική, καθώς επίσης οι επιστολές και αποσπάσματα των επιστολών που μου εστάλησαν, κυρίως για να φανή η λαμπρή και φωτεινή προσωπικότητα του π. Ιωάννου Ρωμανίδη.

Όπως είναι φυσικό, επειδή τα κεφάλαια του βιβλίου εγράφησαν σε διάφορα χρονικά διαστήματα, γι’ αυτό παρατηρούνται μερικές αναγκαστικές επικαλύψεις, αλλά κάθε φορά τονίζεται κάτι διαφορετικό.

Από όλα αυτά, τα οποία παρατίθενται στο παρόν βιβλίο, θα φανή καθαρά ότι ο π. Ιωάννης, ως Καππαδόκης Ρωμηός, κινήθηκε σε όλη του την ζωή μέσα σε ένα πυκνό δάσος –ζούγκλα- μέσα στο οποίο είχε να αντιμετωπίση πολλούς εχθρούς πειρασμικούς, ήτοι τον παπικό σχολαστικισμό, τον προτεσταντικό ηθικισμό, τον γερμανικό ιδεαλισμό, την εκκοσμίκευση της Ορθοδοξίας, την εκκλησιαστική γραφειοκρατία, τον φθόνο μερικών συναδέλφων του, τους ψιθυρισμούς των θιγομένων από την διδασκαλία του και πολλά άλλα. Και αυτός παρέμεινε σχεδόν μόνος, με την δύναμη του Θεού και τις ευχές των αγίων Πατέρων. 

Στον ποικιλώνυμο αυτόν αγώνα που έκανε πληγώθηκε πολλές φορές, έμεινε σχεδόν μόνος και αποθαρρυμένος, όπως ο Προφήτης Ηλίας που είπε: «εγώ υπολέλειμμαι προφήτης του Κυρίου μονώτατος, και οι προφήται του Βάαλ τετρακόσιοι καί πεντήκοντα άνδρες, και οι προφήται του άλσους τετρακόσιοι» (Γ' Βασ. ιη', 22) και «Ζηλών εζήλωκα τω Κυρίω παντοκράτορι, ότι εγκατέλιπόν σε οι υιοί Ισραήλ τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν και τους προφήτας σου απέκτειναν εν ρομφαία, και υπολέλειμμαι εγώ μονώτατος, και ζητούσι την ψυχήν μου λαβείν αυτήν» (Γ'Βασ.ιθ',10).

Κοιμήθηκε δε στην Αθήνα την 1η Νοεμβρίου 2001.
Πρέπει να καταγραφή ένα σημαντικό γεγονός. Οι ευσεβείς γονείς του, που ήταν άνθρωποι προσευχής, μετά την γέννησή του στον Πειραιά (το 1927), τον βάπτισαν στον Ιερό Ναό του οσίου Ιωάννου του Ρώσσου στο Ν. Προκόπιο Ευβοίας –όπου είναι και το λείψανό του– και ο οποίος άγιος ήταν αγαπητός στους Καππαδόκες, και του έδωσαν το όνομά του. Με την ενίσχυση του μεγάλου αυτού θαυματουργού αγίου πορεύθηκε στον Νέο Κόσμο για να πολεμήση τους «πλαστογράφους της ορθοδόξου παραδόσεως», όπου τους εύρισκε, με δύναμη, θεολογική επάρκεια και γενναιότητα. Όπως ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος κράτησε την ορθόδοξη πίστη ζώντας μεταξύ «αλλοδόξων» και «αλλοπίστων» και έδωσε την καλή μαρτυρία της πίστεως, έτσι και ο προστατευόμενός του π. Ιωάννης Ρωμανίδης αναδείχθηκε ομολογητής της ορθοδόξου πίστεως εν μέσω ποικιλωνύμων ετεροδόξων καί ομοδόξων.

Το μανουάλι που δώρισε η ευσεβής μητέρα του Ευλαμπία Ρωμανίδη, ως προσφορά, μπροστά στο σκήνωμα του αγίου Ιωάννου Ρώσσου, που υπάρχει και μέχρι σήμερα –όπως με ενημέρωσε ο Σεβ. Μητροπολίτης Χαλκίδος κ. Χρυσόστομος– όπου καίνε τα κεριά της πίστεως, της αγάπης και της ελπίδας των Χριστιανών, ήταν μια διαρκής υπόμνηση στον άγιο Ιωάννη τον Ρώσσο, να διαφυλάττη και να προστατεύη τον υιό της από κάθε κακό και να τον αναδεικνύη ομολογητή της ορθοδόξου πίστεως. Έτσι, η θεολογία της Εκκλησίας, όπως διατυπώθηκε από τον χαρισματικό και ατρόμητο π. Ιωάννη Ρωμανίδη είναι μια λαμπάδα πυρός που καίει μπροστά στον «καθήμενον επί του θρόνου» (Αποκ. α', 12-16, δ', 5).

Έγραφα στο Επισκοπείο της Ναυπάκτου,
την Δευτέρα, 13 Ιουνίου 2011, εορτή του Αγίου Πνεύματος.

† Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ

 http://apantaortodoxias.blogspot.com/2012/04/blog-post_3176.html