Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

AGRIOTHTA.

ΩΣ «ΠΡΩΤΟΦΑΝΗ ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ» ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΕ ΤΟ ΠΑΤΡ. ΜΟΣΧΑΣ ΤΗΝ ΠΡΟΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΦΡΑΙΜ

Πηγές του Πατριαρχείου Μόσχας εκτιμούν ότι οι αντιδράσεις στην Ορθοδοξία για την απόφαση, την οποία χαρακτηρίζουν ως «πρωτοφανή αγριότητα», θα κλιμακωθούν εντός των ημερών.

Ως «πρωτοφανή αγριότητα» χαρακτήρισαν πηγές του Πατριαρχείου Μόσχας την απόφαση προφυλάκισης του ηγουμένου Εφραίμ παραμονές Χριστουγέννων, εκτιμώντας πως εντός των ημερών θα κλιμακωθούν οι αντιδράσεις, τόσο στη ρωσική, όσο και στην παγκόσμια Ορθοδοξία.
Βαθιά ανησυχία επίσης εκφράζει το Ρωσικό Ίδρυμα του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου σχετικά με την απόφαση για προφυλάκιση του ηγουμένου της Μονής Βατοπεδίου Εφραίμ...
χαρακτηρίζοντας το γεγονός «ανεπίτρεπτη πολιτικοποίηση μιας δικαστικής απόφασης».

Το Ίδρυμα Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, επικεφαλής του οποίου είναι ο πρόεδρος των Ρωσικών Σιδηροδρόμων Βλαντίμιρ Γιακούνιν, ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες στο περιβάλλον του Κρεμλίνου και προσωπικά του Ρώσου πρωθυπουργού Βλαντίμιρ Πούτιν, προχωρά στην αυστηρά επικριτική εκτίμηση ότι «παρόμοιες δικαστικές αποφάσεις μπορούν να εξηγηθούν μόνο από τις πολιτικές δεσμεύσεις ορισμένων κύκλων της ελληνικής διοίκησης, οι οποίοι επιθυμούν κατ' αυτόν τον τρόπο να επιδείξουν στη Δύση την ετοιμότητά τους να προχωρήσουν στην άρνηση των αρχών οργάνωσης της πνευματικής ζωής, που έχουν κατοχυρωθεί στο ελληνικό Σύνταγμα».

Το ρωσικό Ίδρυμα απευθύνεται στην Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, τον Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο, στους προκαθημένους όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, καθώς και όλους τους ορθοδόξους, ζητώντας τους να υπερασπιστούν τον ηγούμενο Εφραίμ, «ο οποίος υφίσταται διώξεις δυσανάλογες» της δικαστικής διαδικασίας.

Αναφέρεται επίσης στο γεγονός ότι αυτές ακολούθησαν αμέσως μετά την επιστροφή του ηγουμένου Εφραίμ από τη Ρωσία, όπου είχε συνοδεύσει την Τίμια Ζώνη, η οποία μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία, έπειτα από πρωτοβουλία του Ιδρύματος του Αποστόλου Ανδρέου και την προσκύνησαν περισσότεροι από τρία εκατομμύρια Ρώσοι πιστοί.

Στη σχετική ανακοίνωση, που αναμεταδίδεται από πολλά ρωσικά ΜΜΕ, καλείται η ελληνική κυβέρνηση και οι ελληνικές Αρχές να εγγυηθούν «αντικειμενική, απροκατάληπτη, έντιμη και δημοκρατική» δίκη, ζητώντας να γίνουν σεβαστοί και οι ανθρωπιστικοί λόγοι της κλονισμένης υγείας του ηγουμένου Εφραίμ και της μοναχικής του ιδιότητας, που δεν του επιτρέπει οποιαδήποτε αποφυγή της ελληνικής δικαιοσύνης.

Το ρωσικό Ίδρυμα, που έχει μεγάλη επιρροή στα εκκλησιαστικά και ιδεολογικά πράγματα της μετασοβιετικής Ρωσίας, χαρακτηρίζει την Ελλάδα «φορέα των ιστορικών και πνευματικών παραδόσεων του Βυζαντίου», διαπιστώνει ότι Ρώσους και Έλληνες «συνδέουν δεσμοί πνευματικής συγγένειας, οι ιστορικές πηγές της Ορθοδοξίας», εκφράζει την ανησυχία του «για τις δύσκολες καταστάσεις, που εμφανίζονται στην Ελλάδα» και καλεί τον ελληνικό λαό «να επιδείξει ενότητα ενώπιον των ταλαιπωριών και να μην επιτρέψει την αλλοίωση των πνευματικών βάσεων της ζωής της κοινωνίας».

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΕΚΚΛΗΣ/ΚΗ ΠΛΕΥΡΑΣ

Η σύγχρονη κρίση από εκκλησιαστικής πλευράς (Σεβ. Μητροπ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος)

25 Ιου 2010

Χωρίς Σχόλια

Η σύγχρονη κρίση από εκκλησιαστικής πλευράς (Σεβ. Μητροπ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος)
alopsis

ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Στήν σύγχρονη ελληνική κοινωνία γίνεται ευρύτατος λόγος γιά τήν οικονομική κρίση μέ όλα τά αποτέλεσματα τά οποία δημιουργεί στόν λαό. Γράφονται άρθρα, γίνονται αναλύσεις γιά νά αντιμετωπισθούν τά αιτία τής οικονομικής κρίσης καί νά ευρεθούν λύσεις γιά τήν αντιμετώπισή της. Συγχρόνως παρατηρείται μεγάλη ανασφάλεια καί αγωνία στούς ανθρώπους καί κυρίως στίς ευπαθείς ομάδες τού πληθυσμού, πού έχουν νά αντιμετωπίσουν ποικίλα προβλήματα στήν οικογένειά τους καί τήν εργασία τους.


Η πλειονότητα τών ανθρώπων εστιάζει τήν οικονομική κρίση σέ τρία βασικά αίτια, ήτοι τούς πολιτικούς άρχοντες, οι οποίοι ή δέν διέβλεπαν τόν κίνδυνο ή δέν είχαν τό θάρρος νά τόν αντιμετωπίσουν, επειδή φοβούνταν τό λεγόμενο πολιτικό κόστος, τούς συνδικαλιστές, αφού ο καθένας από αυτούς ενδιαφερόταν αποκλειστικά καί μόνον γιά τήν διατήρηση τών κεκτημένων κάθε ομάδας καί τήν αύξησή τους, μέ αποτέλεσμα νά μή βοηθούν στήν επίλυση αυτών πού επρόκειτο νά έλθουν καί τούς διαμορφωτές τής κοινής γνώμης πού χάριν τής ακροαματικότητας καί θεαματικότητας βοηθούσαν ή προέβαλλαν έντονα καί σχολίαζαν θετικώς τίς αντιδράσεις κάθε συντεχνιακής ομάδας καί διαμόρφωναν ανάλογα τήν κοινή γνώμη, μέ αποτέλεσμα νά μή διορθώνωνται τά κοινωνικά πράγματα.

Μέσα σέ αυτήν τήν ανάλυση οπωσδήποτε βρίσκονται μεγάλα ποσοστά αληθείας, αλλά στό βάθος καί τών τριών αυτών παραγόντων κρύβεται τό πολιτικό σύστημα τό οποίο δέν μπόρεσε νά αντιδράση σωστά. Είναι δέ γνωστόν ότι ηγέτης (θρησκευτικός-πολιτικός-κοινωνικός) είναι εκείνος πού δέν άγεται καί φέρεται από τά γεγονότα-φαινόμενα, αλλά τά καθορίζει, πηγαίνοντας μπροστά, παρά τό κόστος πού ενδεχομένως θά έχη. Ηγέτης δέν είναι αυτός πού ακολουθεί τίς δημοσκοπήσεις καί ενεργεί αναλόγως, αλλά αυτός πού προβλέπει τά γεγονότα, τίς κρίσεις πού έρχονται καί θυσιάζεται ο ίδιος γιά τήν διόρθωσή τους.

Γιά παράδειγμα ο Χριστός δέν ακολουθούσε τίς επιθυμίες τού λαού νά αναδειχθή ένας εθνικός ηγέτης, τίς οποίες εγνώριζε, γιατί τότε δέν θά έκανε τό μεγάλο Του έργο, αλλά προτίμησε νά σταυρωθή Αυτός γιά νά αντιμετωπίση τά βασικά προβλήματα τού λαού πού είναι ο θάνατος, η αμαρτία καί ο διάβολος. Απογοήτευσε μέν τούς ανθρώπους πού είχαν άλλες προσδοκίες, όπως φαίνεται στόν λόγο τών Μαθητών, μετά τήν Σταύρωση τού Χριστού: «ημείς δέ ηλπίζομεν ότι αυτός εστιν ο μέλλων λυτρούσθαι τόν Ισραήλ» (Λουκ. κδ', 21), αλλά έκανε ένα μεγάλο, διαχρονικό καί παγκόσμιο έργο, πού παραμένει στούς αιώνες.


Η ποικιλόμορφη κρίση

Πολλοί σύγχρονοι εξακολουθούν νά επιμένουν ότι η κρίση είναι μόνον οικονομική, καί γι' αυτό περικόπτονται οι μισθοί τών εργαζομένων, κυρίως στόν δημόσιο τομέα, αλλά αυτό επεκτείνεται καί στόν ιδιωτικό τομέα μερικοί προσπαθούν νά δούν τό θέμα ευρύτερα καί νά αναλύσουν ότι η κρίση είναι κοινωνική, ότι ευθύνεται η κοινωνία καί τελικά καί ο λαός πού επιλέγει τόν τρόπο διαβίωσής του, καί μέ τόν τρόπο αυτό υπάρχει χάσμα μεταξύ τού υψηλού βιοτικού επιπέδου, μέ τό οποίο θέλει νά ζή καί τής παραγωγής, αφού η πλειονότητα τών ανθρώπων θέλουν υψηλό μισθό, λίγη εργασία καί πολλή ευδαιμονιστική ζωή άλλοι προχωρούν καί ανάγουν τήν κρίση στήν Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού διάφοροι παράγοντες επιδιώκουν αλλαγές καί διαφοροποιήσεις στόν ευρωπαϊκό χώρο υπάρχουν καί άλλοι πού βλέπουν μιά ευρύτερη «κοινωνικοπολιτική αποδόμηση» τών Βαλκανίων καί τής Μέσης Ανατολής, αφού η Ελλάδα θεωρείται ως «ανωμαλία» καί στίς δύο περιπτώσεις, επειδή ως Ορθόδοξη χώρα δέν συντονίζεται μέ τούς δυτικούς καί μουσουλμανικούς ρυθμούς.

Δέν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα αυτά ή τά επί μέρους ζητήματα ισχύουν, είναι αντικείμενο επεξεργασίας διαφόρων «δεξαμενών σκέψεως» τού δυτικού κόσμου καί έχουν κατά διαφόρους τρόπους σχέσεις μέ τό πρόβλημα πού αντιμετωπίζει η Πατρίδα μας. Όμως μέ κανέναν τρόπο δέν μπορεί κανείς νά αμνηστεύση τήν αβελτηρία τών πολιτικών μας ηγετών, αλλά καί τήν τάση τού λαού γιά ευμάρεια καί ευδαιμονία. Καί φυσικά κανείς δέν μπορεί νά διαχωρίση τήν οικονομική κρίση από τήν γενικότερη κοινωνική, οικογενειακή, πολιτική καί πνευματική κρίση. Στό βάθος τά προβλήματα είναι πνευματικά καί από εκεί απορρέουν όλα τά άλλα προβλήματα. Ο σύγχρονος άνθρωπος πάσχει καί υποφέρει από νόημα ζωής.

Έτσι, η έλλειψη νοηματοδότησης τού ανθρώπινου βίου επιφέρει πολλά προβλήματα καί δημιουργεί μεγάλες κρίσεις. Η απουσία νοήματος γιά τήν ζωή δημιουργεί στόν άνθρωπο τήν ανάγκη νά τήν γεμίση μέ άλλες ανάγκες καί νά δημιουργή τήν ψευδαίσθηση τής πληρότητας. Τό ερώτημα πού έθεσε ο Ντοστογιέφκυ «ευτυχία ή ελευθερία» είναι επίκαιρο καί στήν εποχή μας. Πολλοί συνάνθρωποί μας επιδιώκουν τήν ευτυχία-ευδαιμονία, ακόμη καί μέ τό κόστος τής προσωπικής τους ελευθερίας. Αντίθετα, άν ο άνθρωπος αποκτήση τήν προσωπική του ελευθερία, ως ελευθέρωση από τήν εξάρτηση στά αισθητά καί τίς αισθήσεις, τότε έχει εσωτερική πληρότητα.


Η «θεολογία τής κρίσης»

Αντιμετωπίζοντας τό θέμα τής σύγχρονης κρίσης από πνευματικής- θεολογικής πλευράς, δέν μπορούμε νά αγνοήσουμε τήν σημασία πού έδωσε ο Χριστός στήν έννοια τής κρίσεως.

Ο Χριστός λίγο πρίν τό Πάθος Του είπε στούς Μαθητές Του: «Νύν κρίσις εστί τού κόσμου τούτου, νύν ο άρχων τού κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω καγώ εάν υψωθώ εκ τής γής, πάντας ελκύσω πρός εμαυτόν» (Ιω. ιβ', 31-32). Στό χωρίο αυτό φαίνεται καθαρά ότι κρίση είναι ο Σταυρός τού Χριστού, διά τού οποίου νικάται ο άρχων τού κόσμου τούτου, ο διάβολος, πού είναι ο άρχων τής κακίας, τής αμαρτίας καί τών παθών, καί διά τού Σταυρού ο Χριστός θά ελκύση αυτούς πού πιστεύουν σέ Αυτόν.

Στό χωρίο αυτό η εικόνα τής κρίσεως λαμβάνεται από τά δικαστήρια. Εκεί γίνεται διεξοδικά η διαδικασία καί εκδίδεται η απόφαση. Πρόκειται στήν πραγματικότητα γιά τό ότι ο διάβολος κυβερνούσε μέχρι τότε τόν κόσμο διά τού θανάτου, αλλά μέ τόν σταυρικό θάνατο τού Χριστού αυτός ο τύραννος θά εκδιωχθή έξω, θά τιμωρηθή. Έτσι, νικήθηκε ο θάνατος πού είναι ο μεγαλύτερος τύραννος τών ανθρώπων καί μέ τήν εν Χριστώ ζωή υπερβαίνεται ο φόβος τού θανάτου.

Σέ άλλο σημείο τής διδασκαλίας Του ο Χριστός, στήν αρχή τής επιγείου δράσεώς Του, ομίλησε γιά τήν κρίση καί έδωσε τήν πραγματική της διάσταση: «Αύτη δέ εστιν η κρίσις, ότι τό φώς ελήλυθεν εις τόν κόσμον, καί ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον τό σκότος ή τό φώς, ήν γάρ πονηρά αυτών τά έργα» (Ιω. γ' 19). Η παρουσία τού Χριστού στόν κόσμο είναι ένα πραγματικό σημείο τής κρίσεως, αφού κρίνονται οι άνθρωποι κατά πόσον αγαπούν τό φώς ή δέν αντέχουν τό φώς, επειδή αγαπούν νά κινούνται μέσα στό σκοτάδι τών πονηρών έργων. Ο Χριστός είναι τό σημείο τής κρίσεως πού ξεχωρίζει αυτούς πού δέχονται τό φώς ή τό απορρίπτουν.

Έτσι, η Εκκλησία πού είναι τό Σώμα τού Χριστού είναι ένα σημείο γιά τούς ανθρώπους, ανά τούς αιώνας. Άλλοι τήν δέχονται, ζούν μέσα σέ αυτήν καί λαμπρύνονται, δοξάζονται, καί άλλοι ζούν έξω από αυτήν καί κυριαρχούνται από τήν έλλειψη νοήματος γιά τήν ζωή, ζούν χωρίς σκοπό καί προορισμό. Όσοι ζούν πραγματικά μέσα στήν Εκκλησία έχουν ως κέντρο τής ζωής τους τόν Χριστό. Ο Απόστολος Παύλος σαφώς γράφει: «ημών γάρ τό πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. γ', 20).

Βεβαίως, ως Χριστιανοί σεβόμαστε τό κάθε πολίτευμα στό οποίο ζούμε, αλλά η ζωή μας προσδιορίζεται από τό ουράνιο πολίτευμα καί τούς πνευματικούς νόμους πού τό διαπνέουν. Γι' αυτό καί οι Χριστιανοί μπορούν νά ζούν σέ οποιαδήποτε Πατρίδα, μέ τίς οποιεσδήποτε κοινωνικές συνθήκες καί πολιτικές επιλογές, αλλά εμφορούνται από τό εκκλησιαστικό πολίτευμα καί αναδεικνύονται μάρτυρες καί ομολογητές τής πίστεως. Μερικές δέ φορές όπου επικρατεί πλήρης ελευθερία εκκοσμικεύεται η πίστη, ενώ σέ άλλες περιπτώσεις πού επικρατούν σκληρές κοινωνικές καί πολιτικές συνθήκες αναδεικνύονται μάρτυρες. Υπάρχουν δέ μέλη τής Εκκλησίας, όπως οι ερημίτες, πού αρνήθηκαν καί τό πιό δίκαιο πολίτευμα, καί άλλοι, όπως οι κατά Χριστόν σαλοί, πού ενέπαιξαν καί τήν καλύτερη κοινωνική ζωή πού αρνείται όμως τό βάθος τού προσώπου.

Στό σημείο αυτό πρέπει νά σχολιάσουμε τά σχετικά μέ τήν «θεολογία τής κρίσεως». Η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε τίς πρώτες δεκαετίες τού 20ού αιώνος στήν Ευρώπη γιά νά δηλωθή μιά κίνηση πού ήταν εναντίον τής εκκοσμικεύσεως τής διδασκαλίας τού Χριστού. Ο καθηγητής Μάριος Μπέγζος κάνει ανάλυση αυτής τής περιόδου, στήν οποία συναριθμούνται μεγάλες προσωπικότητες τού προτεσταντισμού τής Ευρώπης, όπως ο Μπάρτ, ο Μπρούννερ, ο Μπούλτμαν, ο Τίλλιχ καί ο Γκογκάρνεν.

Αυτή η κίνηση αναπτύχθηκε μετά τήν λήξη τού Α' Παγκοσμίου Πολέμου καί αναφερόταν στήν αναξιοπιστία τού «προτεσταντικού προτεσταντισμού» πού λειτούργησε φιλοπολεμικά στήν πολεμοχαρή Γερμανία τού Κάϊζερ. Έτσι, η «θεολογία τής κρίσεως» είναι μιά κίνηση πού δέν συμβιβάζεται μέ τόν εκκοσμικευμένο τρόπο ζωής, αλλά κρίνει τόν κόσμο καί τήν νοοτροπία πού επικρατεί, ασκεί κριτική στίς δυνάμεις τής ιστορίας καί λαμβάνει διαλεκτική στάση «απέναντι στήν πολιτική καί πολιτιστική πραγματικότητα» τής εποχής εκείνης. Γι' αυτό η κίνηση αυτή λέγεται καί «θεολογία τής κρίσεως» καί «διαλεκτική θεολογία».

Μέ άλλα λόγια αυτή η κίνηση τής «θεολογίας τής κρίσεως» ή τής «διαλεκτικής θεολογίας» θέλησε νά κρατήση τόν Χριστιανισμό τής Ευρώπης μακριά από τήν ταύτισή του μέ τό πολιτικό κατεστημένο τής εποχής εκείνης, είναι εναντίωση στόν φιλελευθερισμό τού Χάρνακ καί βεβαίως άσκησε κριτική στήν χρησιμοποίηση τού Χριστιανισμού γιά πολιτικούς καί κοινωνικούς σκοπούς.

Αυτά πού συνέβησαν στήν προστεσταντική Δύση τόν περασμένο αιώνα δέν ισχύουν απόλυτα στήν Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλ' όμως θά πρέπει νά λάβουμε τό κεντρικό μήνυμα αυτού τού γεγονότος, ότι δηλαδή ο Χριστιανισμός δέν μπορεί νά ταυτίζεται μέ τά συστήματα τού αιώνος τούτου, έχει άλλους σκοπούς καί προτεραιότητες. Ο Χριστιανισμός δέν μπορεί νά ζή μέ τήν ευδαιμονία καί τήν κοινωνική καταξίωση, δέν μπορεί νά ταυτίζεται μέ τό ποικιλόμορφο πολιτικό καί κοινωνικό κατεστημένο, δέν μπορεί νά εκκοσμικεύεται από τήν νοοτροπία τού κόσμου τούτου, δέν μπορεί νά συσχηματίζεται μέ τίς πολιτικές, κομματικές δραστηριότητες τών διαφόρων ομάδων. Όταν κανείς θέλη νά τηρήση τό Ευαγγέλιο τού Χριστού, τότε θά πρέπει νά ζή ασκητικά καί όχι ευδαιμονιστικά, πρέπει νά ζή εσχατολογικά καί όχι εγκοσμιοκρατικά, πού σημαίνει ότι πρέπει νά βλέπη τό «άνω πολίτευμα» καί νά προσαρμόζεται από τώρα μέ τό πνεύμα του καί όχι νά αποβλέπη στόν ευδαιμονιστικό τρόπο ζωής. Βεβαίως, δέν αρνούμαστε τόν κόσμο αυτόν, τήν Πατρίδα, τήν κοινωνία καί τόν τρόπο ζωής σέ συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, αλλά δέν αλλοτριωνόμαστε από αυτές, γιατί ξέρουμε ότι άλλος είναι ο σκοπός μας καί ο προορισμός μας.

Πάντως η κρίση πού διέρχεται η Πατρίδα μας αυτόν τόν καιρό είναι καί θεολογική, αφού πολλοί Χριστιανοί ζούν κοσμική ζωή, έχουν αποδεσμευθή από τήν άσκηση καί συμπεριφέρονται αντίθετα απ' όσα εντέλλεται ο Χριστός καί η Εκκλησία.


Οι τρείς πειρασμοί τού συγχρόνου ανθρώπου

Ο άνθρωπος δέχεται πολλούς πειρασμούς στήν ζωή του σέ όλα τά επίπεδα, τό διανοητικό, τό συναισθηματικό καί τό θυμικό. Η πνευματική ωριμότητα τού ανθρώπου έγκειται στόν τρόπο μέ τόν οποίο αντιμετωπίζει κάθε πειρασμό. Καί ο Χριστός δέχθηκε κατά τήν ανθρώπινη φύση Του πειρασμούς, όταν ήταν στήν έρημο, όπως τό περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος. Οι Πατέρες ερμήνευσαν τούς πειρασμούς πού δέχεται κάθε Χριστιανός στήν ζωή του μέσα από τούς πειρασμούς τού Χριστού.

Ο Χριστός μετά τήν Βάπτισή Του πήγε στήν έρημο, στό Σαραντάρειο Όρος καί εκεί ζούσε μέ νηστεία καί προσευχή, αφού είχε καί τέλεια ανθρώπινη φύση. Στό τέλος τών σαράντα ημερών εμφανίσθηκε ο διάβολος καί τόν πείραξε. Οι Πατέρες είδαν τό γεγονός αυτό μέσα καί από τήν περίπτωση τού Αδάμ. Ο Αδάμ στόν Παράδεισο προκλήθηκε νά φάγη από τόν απηγορευμένο καρπό καί εκείνος έπεσε σέ αυτήν τήν παγίδα μέ φοβερές συνέπειες γιά όλο τό ανθρώπινο γένος. Ο Νέος όμως Αδάμ, ο Χριστός, αντιμετώπισε νικηφόρα αυτούς τόν πειρασμούς καί διόρθωσε τό λάθος τού πρώτου Αδάμ.

Διαβάζοντας τό κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο μπορούμε νά δούμε αυτούς τούς τρείς πειρασμούς τού Χριστού. Ο πρώτος αναφερόταν στό νά κάνη ο Χριστός τό θαύμα καί νά μετατρέψη τούς λίθους σέ άρτο, ώστε νά ικανοποιήση τήν πείνα του. Ο Χριστός απάντησε ότι ο άνθρωπος δέν θά ζήση μόνον μέ άρτο, αλλά καί μέ τό ρήμα πού εκπορεύεται από τόν Θεό, δηλαδή μέ τήν εφαρμογή τών εντολών τού Θεού. Ο δεύτερος πειρασμός αναφερόταν στήν παρότρυνση τού διαβόλου στόν Χριστό νά πέση από τό πτερύγιο τού Ναού καί τότε θά τόν προστατεύσουν οι άγγελοι τούς οποίους θά στείλη ο Θεός. Ο Χριστός απάντησε ότι δέν πρέπει κανείς νά εκθέτη σέ κίνδυνο τό εαυτό του, γιατί έτσι εκπειράζει τόν Θεό. Ο τρίτος πειρασμός αναφερόταν στό νά προσκυνήση ο Χριστός τόν διάβολο καί εκείνος θά τού δώση όλες τίς βασιλείες τού κόσμου καί τήν δόξα τους. Ο Χριστός ομίλησε επιτιμητικά στόν διάβολο καί τόν διέταξε νά φύγη, γιατί μόνον στόν Θεό πρέπει κανείς νά αποδίδη τήν προσκύνηση καί τήν λατρεία του (Ματθ. δ', 1-10).

Οι Πατέρες τής Εκκλησίας, ερμηνεύοντας αυτούς τούς πειρασμούς τού Χριστού πού ήταν οι ίδιοι μέ εκείνους πού αντιμετώπισε καί ο Αδάμ στόν Παράδεισο, λέγουν ότι σχετίζονται μέ τά πάθη τού τριμερούς τής ψυχής τού ανθρώπου. Ο πρώτος πειρασμός, τό νά μετατρέψη τούς λίθους σέ ψωμί, αναφέρεται στό πάθος τής φιληδονίας, ο δεύτερος, τό νά πέση από τό πτερύγιο τού Ναού, αναφέρεται στό πάθος τής φιλοδοξίας, καί ο τρίτος πειρασμός, τό νά αποκτήση μέ οποιοδήποτε τίμημα τίς βασιλείες καί τήν δόξα τού κόσμου, αναφέρεται στό πάθος τής φιλαργυρίας. Καί όπως ο Χριστός αντιμετώπισε νικηφόρα τούς πειρασμούς αυτούς, έτσι καί ο άνθρωπος μπορεί νά τούς αντιμετωπίση, μέ τήν δύναμη τού Χριστού, διά τής παρθενίας (μοναχοί) καί σωφροσύνης (έγγαμοι), διά τής ακτημοσύνης (μοναχοί) καί κοινοχρησίας (έγγαμοι) καί διά τής υπακοής μόνον στόν Θεό.

Εξετάζοντας τήν σύγχρονη οικονομική κρίση μέσα από τό παράδειγμα αυτό, μπορούμε νά παρατηρήσουμε ότι τό υπόβαθρό της είναι ότι ο σύγχρονος άνθρωπος υπόκειται στούς τρείς πειρασμούς, οι οποίοι σήμερα εκφράζονται μέσα από τήν νοοτροπία καί τίς δομές τής σύγχρονης ζωής πού κυριαρχούν στήν εκκοσμικευμένη κοινωνία μας.

Ο σύγχρονος άνθρωπος θέλει νά μετατρέπη τούς λίθους, τά αντικείμενα, τό φυσικό περιβάλλον, καθώς επίσης καί όλα τά δομικά στοιχεία τής ζωής του, ακόμη καί τά κύτταρα καί τά γονίδια, σέ χρυσό, σέ τροφή, σέ αγαθά γιά τήν σωματική του απόλαυση. Τό ενδιαφέρον του είναι νά ζή ευδαιμονιστικά καί νά παρατείνη όσο μπορεί περισσότερο τήν βιολογική του ζωή. Επίσης, ο σύγχρονος άνθρωπος ενδιαφέρεται κυρίως γιά όσα φαίνονται καί προκαλούν τήν προσοχή του, ενδιαφέρεται γιά τό φαίνεσθαι, επιθυμεί τήν κοινωνική προβολή, τήν ανάδειξή του στήν κοινωνία, μέ οποιοδήποτε τρόπο. Ακόμη, ο σύγχρονος άνθρωπος επιδιώκει τήν κατάκτηση τής ποικιλόμορφης εξουσίας, μέ οποιοδήποτε τρόπο, γιά νά κυβερνά τόν κόσμο καί τίς κοινωνικές ομάδες. Όλα αυτά διαπνέονται από τήν φιληδονία, τήν φιλοδοξία καί τήν φιλοκτημοσύνη. Δέν βλέπει ο άνθρωπος τήν εσωτερική διάσταση τών πραγμάτων, δέν τόν απασχολούν τά υπαρξιακά προβλήματα, τό νόημα τής ζωής.

Άν προσέξουμε επισταμένως θά διαπιστώσουμε ότι όλη αυτή η προβληματική τών τριών πειρασμών στούς οποίους υπόκειται ο σύγχρονος άνθρωπος είναι τά κοινωνικά, ψυχολογικά καί ιδεολογικά συστήματα, όπως τού καπιταλισμού (προτεραιότητα στήν ύλη), τού φροϋδισμού (προτεραιότητα στήν ηδονή) καί τής ιδεοκρατίας (κυριαρχία τής αυτονομημένης λογικής). Οπότε, τά αίτια τής οικονομικής κρίσης δέν είναι μονοδιάστατα, δέν είναι αποκλειστικώς οικονομικά, δέν προέρχονται από μερικές εξωτερικές δυνάμεις, αλλά είναι στήν πραγματικότητα πνευματικά καί στήν βάση τους θεολογικά. Όποιος δέν μπορεί νά δή αυτήν τήν πραγματικότητα έχει μιά υπαρξιακή αναπηρία καί δέν μπορεί νά βρή λύσεις γιά τήν υπέρβασή τους.

Βεβαίως, οι πολιτικοί πρέπει νά κάνουν τήν αυτοκριτική τους, καί μερικοί τό έχουν κάνει ήδη μέ πολύ δυνατό καί όχι υποκριτικό τρόπο, καθώς επίσης νά αποδώσουν τίς ευθύνες σέ αυτούς πού ώθησαν τήν κοινωνία πρός τήν ευδαιμονία καί τήν ευμάρεια, αλλά καί σέ όσους εκμεταλλεύθηκαν αυτήν τήν νοοτροπία καί ενήργησαν σέ βάρος τού λαού, αφού δημιούργησαν ανεργία, απόγνωση, φτώχεια. Αλλά άν δέν δούμε τά πραγματικά αίτια τής κρίσεως, τότε δέν θεραπεύεται, αλλά θά επανέρχεται συχνά στήν επικαιρότητα.


Παγκόσμια κρίση

Η κρίση δέν είναι σύγχρονη ούτε ελλαδική, αλλά είναι παγκόσμια. Δέν είναι οικονομική κρίση, αλλά πνευματική. Ως άνθρωποι ζούμε συνεχώς μέσα σέ κρίσιμες στιγμές καί τό θέμα είναι πώς τίς αντιμετωπίζουμε. Δέν είμαστε μονοφυσίτες, γι' αυτό βλέπουμε καί τά οικονομικά καί κοινωνικά ζητήματα καί η Εκκλησία προσπαθεί κάθε φορά νά τά αντιμετωπίση. Όλο τό φιλανθρωπικό καί προνοιακό έργο τής Εκκλησίας αναφέρεται καί στό θέμα αυτό. Η Εκκλησία αγαπά τόν άνθρωπο καί ενδιαφέρεται καί γιά τήν πνευματική του ωρίμανση, αλλά καί τίς οικονομικές του ανάγκες. Κυρίως όμως βοηθά τόν άνθρωπο νά αντιμετωπίση τά προβλήματα μέ πνευματικό τρόπο, νά ζή μέ εσωτερική πληρότητα, μέ λιτότητα, μέ αγάπη γιά τόν άνθρωπο, μέ θυσία καί προσφορά, μέ τήν ενατένιση πρός τήν αιώνια ζωή.

Οι υπαρξιστές φιλόσοφοι, πράγμα πού κάνουν μέ πληρότητα οι Πατέρες τής Εκκλησίας, δίνουν προτεραιότητα στόν εσωτερικό κόσμο τού ανθρώπου. Ο Χάϊντεγκερ, γιά παράδειγμα, κάνει λόγο γιά τόν «καθημερινό τρόπο ζωής» καί τόν «οντολογικό τρόπο ζωής». Η καθημερινή μας ζωή διέπεται από τίς φροντίδες τής συντηρήσεώς μας στήν ζωή, τήν ικανονοποίηση τών κοινωνικών πραγμάτων, τήν εκπλήρωση τών προσδοκιών, αλλά όταν βρεθούμε σέ ένα οριακό σημείο, λόγω μιάς κρίσης, μιάς αρρώστιας, τότε ερχόμαστε αντιμέτωποι μέ τόν οντολογικό τρόπο ζωής. Τότε, λυπόμαστε γιατί στήν ζωή μας ασχοληθήκαμε μέ λεπτομερειακά ζητήματα καί όχι μέ τά πιό ουσιώδη τού ανθρώπινου βίου.

Οι οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές καί παγκόσμιες κρίσεις έρχονται καί παρέρχονται. Η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοιες καταστάσεις. Τό ερώτημα είναι πώς μπορούμε νά ξεπεράσουμε τίς εσωτερικές πνευματικές κρίσεις, πού προκαλούν προσωπικές τραγωδίες μέ κοινωνικές συνέπειες.

(Δημοσιεύεται στό Περιοδικό τής Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς "Πειραϊκή Εκκλησία")




(Πηγή ηλ. κειμένου: "ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ" Μάιος 2010)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ

Τρίτη, 24 Ιουλίου 2012

O Xριστός αντιπρόσωπος τού παπά στούς ουρανούς !

Ο οικουμενισμός ξεθαρρεύει. Ξετρυπώνει, είναι σίγουρος γιά τή νίκη του. Οι αντιοικουμενιστές μέ αποτυχημένους αρχηγούς όπως τόν Ζήση, τόν Μεταλληνό και τόν Σαράντο, οι οποίοι ξαναγύρισαν στίς φωλιές τους, δηλ. στούς θρόνους τους, παρέδωσαν τά όπλα. Έτσι κι αλλοιώς ο οικουμενισμός είναι τό παιδί τους.
Άς δούμε τό τελευταίο φρούτο:
Η Ορθοδοξία δεν είναι εθνική ιδεολογία
π. Βασίλειος Καλλιακμάνης
ε) Η σάρκωσή Του, ο σταυρός και η ανάστασή του έχουν οικουμενικές διαστάσεις και έγιναν για όλους τους ανθρώπους, από τον Αδάμ ώς τον τελευταίο που θα γεννηθεί από γυναίκα. Οπότε, και η Εκκλησία είναι οικουμενική και εύχεται «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου». Ο άσκητικός και ήσυχαστικός χαρακτήρας της πνευματικής ζωής δεν αναιρεί τον έκκλησιολογικό και οικουμενικό της χαρακτήρα, αλλά τον προϋποθέτει. Με κέντρο της πνευματικής ζωής την Ευχαριστία, οι χριστιανοί δεν ενώνονται για να διεγείρουν το μίσος τους εναντίον κάποιων «άλλων», άλλά για να ανανεώσουν την πίστη τους στον Χριστό και την αγάπη τους προς τους «άλλους». Γι’ αυτό στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να έχουν θέση τα «ορθόδοξα τόξα», που υπηρετούν άλλους σκοπούς. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μάλλον τοξεύεται και η δύναμή της «εν ασθενεία τελειούται» (Β’ Κορ. 12, 9).
στ) Ο περιορισμός τού προσώπου του Χριστού στο επίπεδο των εθνοτήτων αποτελεί μεγάλη έκπτωση, διδάσκει ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ. Με τον τρόπο αυτόν ανοίγει ο δρόμος προς το μίσος ανάμεσα στα έθνη, προς την έχθρα των κοινωνικών ομάδων. Γράφει: «Δεν γνωρίζω Χριστό Έλληνα, Ρώσο, Άγγλο, Άραβα, ο Χριστός είναι για μένα το πάν, το ύπερκόσμιο είναι». Όποιος μιμείται τον Χριστό, σημαίνει ότι πάσχει για να θεραπευτεί και να σωθεί ολόκληρη η ανθρωπότητα. Η άσκητική ζωή πλατύνει τη συνείδηση του χριστιανού και επιτρέπει να κατανοηθεί η ψυχολογία των άλλων ανθρώπων. Όταν μάθουμε να ζούμε με ένα πρόσωπο, μαθαίνουμε να ζούμε με εκατομμύρια άλλα που του μοιάζουν. Έτσι σταδιακά εισχωρούμε σε βαθύ πόνο για δλη την ανθρωπότητα. Με τη μετάνοιά μας δε ζούμε μόνο το άτομικό μας δράμα• ζούμε μέσα στον ίδιο τον εαυτό μας την τραγωδία όλου του κόσμου.
ζ) Έτσι βρίσκει νόημα και η ορθόδοξη ιεραποστολή. Οι ανιδιοτελείς ιεραπόστολοι, που μεταφέρουν την αλήθεια της ορθόδοξης ευαγγελικής πίστης σε όλα τα μέρη του κόσμου δε στηρίζονται στην κοσμική δύναμη, αλλά στη δύναμη της σταυρικής αγάπης. Εκεί η Εκκλησία προσλαμβάνει τα πράγματα του κόσμου, τα αγιάζει, τα άποκαθαίρει και δημιουργεί αυθεντικές χριστιανικές κοινότητες. Και ίσως από εκεί να προέλθει η αναγέννηση της χριστιανικής ζωής, που συμβατικοποιήθηκε στη δική μας κοινωνία. «Ισως οι χριστιανοί του Τρίτου Κόσμου ζήσουν πιο άδολα την πίστη στον Χριστό, χωρίς να τη μετατρέψουν σε εθνική ιδεολογία, και σε λίγα χρόνια να μας καλέσουν λέγοντας: «Έρχεσθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος.
πηγή : Σερμύλη
 
ΣΧΟΛΙΟ
Τί μάς λέει : ότι κέντρο τής εκκλησιαστικής ζωής είναι η ευχαριστία (Ζηζιούλας), ότι ο Ησυχασμός είναι προετοιμασία γιά τήν ευχαριστία. Κάτι σάν τούς κανόνες. Ότι η ευχαριστιακή εκκλησία έχει οικουμενικό χαρακτήρα, όπως η καθολική εκκλησία, η οποία έχει ετοιμάσει τήν οικουμενικότητα  προσαρμόζοντας τήν λειτουργία στά τοπικά περιβάλλοντα καί κουλτούρες. Ότι η λειτουργία καί μόνο η λειτουργία έχει εθνικό χαρακτήρα λόγω τής γλώσσας καί γι αυτό είναι απαραίτητο νά αποελληνικοποιηθεί. Ανακαλύπτει τήν χριστιανική συνείδηση καί θέτει τήν άσκηση στήν υπηρεσία τής συνειδήσεως δηλ τού ΕΓΩ. Ξεχνώντας ότι η άσκηση υπηρέτησε ακριβώς τό αντίθετο. Ξεχνώντας ότι οι καλόγηροι ασκητές τού Αγίου Όρους κράτησαν τόν Αποστολικό καί οικουμενικό χαρακτήρα τής εκκλησίας. Η εκκλησία τήν οποία προσπαθεί νά επιβάλλει είναι ταυτισμένη μέ τήν ιεραρχία, μέ τον κληρο. Γι' αυτό καί μιλάει γιά ιεραποστολή. Μιά αποστολή ταυτισμένη μέ τούς ιερείς. Αγνοώντας ότι μέ την χειροτονία δέν πήρε τίποτε καί όπως τονίζει  ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος είναι ένας κλέφτης τής Βασιλείας.
"Έρχεσθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος". Όπως καί ο δάσκαλος τού οικουμενισμού Τσαρούχης, αισθάνεται τό δικαίωμα νά αλλάξει τούς λόγους τής πίστης μας διότι ο κληρικαλισμός καί ο οικουμενισμός είναι πρόδρομοι τού αντιχρίστου.

Αμέθυστος

ΟΙ ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΕΣ & ΟΙ ΕΓΚΟΣΜΙΟΙ ΚΑΘΗΣΥΧΑΣΤΕς

Οι κατά Θεόν ησυχαστές και οι εγκόσμιοι καθησυχαστές

Γέροντα, τα διάφορα κινήματα, οι διαμαρτυρίες πού γίνονται από τους Χριστιανούς έχουν κάποιο αποτέλεσμα;
- Ή παρουσία των Χριστιανών είναι πλέον ομολογία πίστεως. Μπορεί κανείς με την προσευχή να βοηθήσει περισσότερο, αλλά την σιωπή του θα την εκμεταλλευθούν οι άλλοι και θα πουν. «Ό τάδε και ό τάδε δεν διαμαρτυρήθηκαν, επομένως είναι με το μέρος μας· συμφωνούν μαζί μας». Αν δεν αρχίσουν μερικοί να χτυπούν το κακό, να ελέγχουν δηλαδή αυτούς πού σκανδαλίζουν τους πιστούς, θα γίνει μεγαλύτερο κακό. Έτσι θα τονωθούν λίγο οι πιστοί, άλλα και θα εμποδιστούν λίγο όσοι πολεμούν την Εκκλησία.
Ή Εκκλησία δεν είναι δικό τους καΐκι, να κάνουν βόλτες· είναι το σκάφος τού Χριστού. Αυτοί είναι κατακριτέοι. Το μόνο πού τους ενδιαφέρει είναι να έχουν μεγάλο μισθό, πολυτελές αυτοκίνητο, να τρέχουν στις διασκεδάσεις... Και ύστερα κάνουν νόμο να παντρεύονται με πολιτικό γάμο, νομιμοποιούν τις αμβλώσεις...
Τι θα κάνη ό Θεός, άλλο θέμα.
Και με τις βλάσφημες ταινίες πού παρουσιάζουν, θέλουν να γελοιοποιήσουν τον Χριστό. Το κάνουν, για να πουν «αυτός ήταν ο Χριστός, τώρα θα έρθει ό Μεσσίας», και να παρουσιάσουν μετά τον «Μεσσία» τους. Εκεί το πάνε.
- Οι άνθρωποι, Γέροντα, τα πιστεύουν και βλάπτονται!
- Ό βλαμμένος βλάπτεται. Τα πιστεύει, γιατί θέλει να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα και να ανάπαυση τον λογισμό του. Με όλα αυτά τα βλάσφημα πάνε να δικαιολογήσουν ηθικές αταξίες. Το έχουν παρακάνει. Είχαν κάνει μήνυση ότι ή ταινία «Ό τελευταίος πειρασμός» προσβάλλει την θρησκεία και οι εισαγγελείς είπαν. «Δεν είναι τίποτε». Τέτοιες βλασφημίες δεν ακουστήκαν ποτέ! Για μας ή διαμαρτυρία για την βλάσφημη εκείνη ταινία ήταν ομολογία πίστεως. Βέβαια με όλα αυτά τα βλάσφημα γίνεται και ένα καλό· χωρίζει ή ήρα από το σιτάρι, κοσκινίζεται ό κόσμος.
- Υπάρχουν, Γέροντα, κάποια θέματα για τα όποια πρέπει να αμύνεται κανείς, είτε ως άτομο είτε ως ομάδα, και κάποια για τα όποια δεν πρέπει; Π.χ. εσείς, όταν σας είπαν ότι είστε αιρετικός, απαντήσατε, ενώ σ' άλλες κατηγορίες σιωπήσατε.
- Αυτό το λένε οι Άγιοι Πατέρες, δεν είναι ότι το λέω εγώ. Οποιαδήποτε άλλη κατηγορία με βοηθάει στην πνευματική ζωή, ενώ το «αιρετικός» με χωρίζει από τον Χριστό.

- Γέροντα, πώς θα βοηθηθούν οι άνθρωποι με τόσα πού γίνονται στον κόσμο;
- Εκείνος πού θέλει να βοηθηθεί, βοηθιέται με τιποτένια πράγματα. Π.χ. κουνιέται ένα κανδήλι ή κουνιέται ό ίδιος ολόκληρος με έναν σεισμό και συνέρχεται. Όσοι δεν πιστεύουν, γίνονται χειρότεροι, όταν ακούν ότι θα γίνει πόλεμος ή κάποια καταστροφή. «Δώσ' του, σού λέει, να γλεντήσουμε, γιατί χάνουμε την ζωή», οπότε το ρίχνουν τελείως έξω. Άλλοτε ακόμη και οι αδιάφοροι, όταν άκουγαν λ.χ. ότι θα γίνει πόλεμος, συνέρχονταν και άλλαζαν ζωή. Τώρα είναι πολύ λίγοι αυτοί. Παλιά το έθνος μας ζούσε πνευματικά, γι' αυτό και ό Θεός το ευλογούσε και οι Άγιοι μάς βοηθούσαν Με θαυμαστό τρόπο, και νικούσαμε τους εχθρούς μας, οι οποίοι πάντοτε ήταν περισσότεροι από εμάς. Σήμερα λέμε πώς είμαστε Ορθόδοξοι, άλλα δυστυχώς συχνά Μόνον το όνομα «Ορθόδοξος» έχουμε και όχι ζωή ορθόδοξη.
Ρώτησα έναν Πνευματικό με κοινωνική δράση,με ένα σωρό πνευματικοπαίδια κ.λπ.:«Τι ξέρεις για μία βλάσφημη ταινία;». «Δεν ξέρω τίποτε», μού είπε. Δεν ήξερε τίποτε και είναι σε μεγάλη πόλη. Κοιμίζουν τον κόσμο. Τον αφήνουν έτσι, για να μη στενοχωριέται και να διασκεδάζει. Μην τυχόν πεις ότι θα γίνει πόλεμος ή ότι θα γίνει ή Δευτέρα Παρουσία και γι' αυτό πρέπει να ετοιμασθούμε, μην τυχόν στενοχωρηθούν οι άνθρωποι. Σαν Μερικές γριές πού λένε «Μη μιλάς για θάνατο· Μόνο για χαρές και για βαφτίσια να μιλάς», σαν να μην τις περιμένει θάνατος. Έτσι νιώθουν μία ψεύτικη χαρά. Ενώ, αν σκέφτονταν ότι το τάδε γεροντάκι πού έμενε λίγο πιο κάτω πέθανε χθες, ό άλλος είναι στα τελευταία του και θα πεθάνει, μεθαύριο θα γίνει τού τάδε το  μνημόσυνο πού ήταν και πολύ νεότερος από αυτές, θα σκέφτονταν τον θάνατο και θα έλεγαν: «Πρέπει να εξομολογηθώ, να ετοιμασθώ πνευματικά, γιατί  μπορεί κι εμένα σε λίγο να με καλέσει ό Χριστός για την άλλη ζωή». Διαφορετικά, έρχεται ύστερα ο θάνατος και τις παίρνει ανέτοιμες.
"Άλλοι πάλι από... «καλωσύνη» λένε: «Στους αιρετικούς μη λέτε ότι είναι στην πλάνη, για να δείξουμε αγάπη». Και έτσι τα ισοπεδώνουν όλα. Αν ζούσαν αυτοί στα πρώτα χρόνια τού Χριστιανισμού, δεν θα είχαμε ούτε έναν Άγιο. Έλεγαν τότε στους Χριστιανούς: «Ρίξε μόνο λιβάνι στην φωτιά και μην άρνήσαι τον Χριστό». Δεν το δέχονταν. «Κάνε μόνον πώς ρίχνεις». Δεν το δέχονταν. «Μη μιλάς για τον Χριστό και πήγαινε ελεύθερος σε άλλο μέρος», και δεν το δέχονταν. Σήμερα βλέπεις έναν νερόβραστο κόσμο.
Γέροντα, όταν λέει ό Απόστολος Παύλος «Ό καρπός τον Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά» εννοεί ότι ή χαρά είναι τεκμήριο σωστής ζωής;
- Ναι, γιατί υπάρχει κοσμική χαρά και θεϊκή χαρά. Όταν κάτι δεν είναι πνευματικό, καθαρό, δεν μπορεί να υπάρχει αληθινή χαρά και ειρήνη στην καρδιά. Ή χαρά πού αισθάνεται ένας πνευματικός άνθρωπος δεν είναι ή κοσμική χαρά πού επιζητούν πολλοί σήμερα. Να μην τα μπλέκουμε τα πράγματα. Οι Άγιοι είχαν τέτοιου είδους χαρά πού ζητάμε εμείς; Ή Παναγία είχε τέτοια χαρά; Ό Χριστός γελούσε; Ποιος Άγιος πέρασε από αυτήν την ζωή χωρίς πόνο; Ποιος Άγιος είχε τέτοια χαρά πού επιδιώκουν πολλοί Χριστιανοί της εποχής μας, πού δεν θέλουν να ακούσουν τίποτε δυσάρεστο, για να μη στενοχωρηθούν, να μη χάσουν την ηρεμία τους;
Αν θέλω να μη στενοχωρηθώ, για να είμαι χαρούμενος, να μη χαλάσω την ησυχία μου, για να είμαι πράος, τότε είμαι αδιάφορος! Άλλο πραότητα πνευματική και άλλο πραότητα από αδιαφορία. Λένε μερικοί: «Πρέπει να είμαι χαρούμενος, γιατί είμαι Χριστιανός. Να είμαι ήρεμος, γιατί είμαι Χριστιανός». Αυτοί δεν είναι Χριστιανοί. Το καταλάβατε; Αυτό είναι αδιαφορία, είναι κοσμική χαρά. Όποιος έχει αυτά τα κοσμικά στοιχεία, δεν είναι πνευματικός άνθρωπος.
Ό πνευματικός άνθρωπος είναι όλος ένας πόνος. Πονάει δηλαδή για καταστάσεις, για ανθρώπους, αλλά ανταμείβεται γι' αυτόν τον πόνο με θεία παρηγοριά. Νιώθει πόνο, αλλά νιώθει μέσα του θεία παρηγοριά, γιατί κάνει ρίψεις με ευλογίες ό Θεός από τον Παράδεισο στην ψυχή και αγάλλεται ό άνθρωπος από την θεϊκή αγάπη. Αυτή είναι ή χαρά, ή πνευματική χαρά, πού δεν εκφράζεται και πλημμυρίζει την καρδιά. Το παράδειγμα μιλάει.
(Γ.Παϊσιος Λόγοι τόμος Β΄)
πηγή : Τρελο-Γιάννης
You might also like:

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ

Η θεολογία του προσώπου

του Ευγένιου Αρανίτση
Στο ‘Η κλειστή πνευματικότητα και το νόημα του εαυτού’, μελέτη της θεολογικής και φιλοσοφικής σκηνής όπου έλαβε χώρα η ιστορική αλλοτρίωση μιας πνευματικότητας καθηλωμένης στο ρεμβασμό της παντοδυναμίας, ο Νικόλαος Λουδοβίκος διαλέγει να ολοκληρώσει το δοκίμιό του θίγοντας, αντιπολιτευτικά, τις θέσεις τόσο του Γιανναρά όσο και του Ράμφου -τρεις θέσεις, επομένως, αποκλίνουσες και δη με τρόπο, αν θέλετε τη γνώμη μου, πολύ επιμορφωτικό.
Αφησα ήδη να εννοηθεί ότι η κριτική του Λουδοβίκου στη θεμελίωση της προτεραιότητας του προσώπου έναντι της Ουσίας, την οποία επωμίζεται ο Γιανναράς, μάλλον αδικεί τον τελευταίο, που η προσπάθειά του να σκιαγραφήσει τις δυνατότητες υπερβατικής ελευθερίας του ενυπόστατου Είναι ως προσωπικό τοπίο του κοινωνείν χαρακτηρίζονται, αν μη τι άλλο, από μια θεολογική τόλμη άνευ προηγουμένου, όσα και αν χρωστάει στον Χάιντεγκερ. Αν σκεφτεί κανείς πως η θεολογική κοινότητα ευνόησε άπειρα κίνητρα για λήθη, σ’ έναν χώρο όπου ο μαρασμός είχε προσλάβει επί δεκαετίες το ύφος της εμβρόντητης παραλυσίας απέναντι στην πρόκληση να διαιτητεύσουμε μεταξύ της παράδοσης και των μελαγχολικών εξελίξεων της νεωτερικότητας, η τομή που επιχείρησε ο Γιανναράς φαίνεται εντέλει να οφείλει λιγότερα στο Γερμανό φιλόσοφο από όσα σ’ έναν θαυμαστά ευαισθητοποιημένο κοινό νου, ύστατο δεκανίκι του ψυχισμού μας.
Διότι, αν από την Ουσία του Θεού είμαστε εξ υποθέσεως αποκλεισμένοι, ως υποκείμενα συνάντησης και γνώσης, εξασφαλίζοντας την εγγύηση της σχέσης μ’ αυτόν χάρη στις προσωπικές του ενέργειες, πού αλλού θα εύρισκε έρεισμα η θεολογική μας σχέση, με τη σειρά της; Αραγε, η εγγύηση αυτή δεν συνιστά το κλειδί μιας «εμπράγματης» προτεραιότητας; Με δεδομένο ότι γνωρίζουμε τον Θεό ως πρόσωπο και όχι ως ουσία, πώς να ερμηνεύσουμε όλη αυτή την αγωνία μήπως υποτιμηθεί η κοστολόγηση της τελευταίας, τη στιγμή που η ίδια δεν νομιμοποιεί παρά την αποφατική μας αποστασιοποίηση; Αν το περιβάλλον υπάρξης του ανθρώπου είναι όντως η εμπειρία και όχι οι αφαιρέσεις της νόησης, πώς είναι δυνατόν να μη συλλαμβάνεται, ανθρωπίνως, το πρόσωπο ως προηγούμενο της ουσίας, εφόσον εκείνου τις ενέργειες καταγράφει η ύπαρξη στην κίνησή της προς τον άλλο; Ανεξαρτήτως λοιπόν του εάν ουσία και υπόσταση μένουν αχρόνως και μυστηριωδώς αδιαχώριστες όσο και διακριτές, αποτελώντας το λίκνο η μία της άλλης, γεγονός αυτονόητο, η υποχρέωση να χορηγήσουμε το πρωτείο των πνευματικών συγκινήσεων στο καλωσόρισμα της μαρμαρυγής του προσώπου διασώζει κάτι απ’ τη λησμονημένη αυθεντικότητα της εποχής κατά την οποία η θεολογία δεν ήταν ακόμη επιστήμη, ευτυχώς. Η αυθεντικότητα αυτή ονομάζεται: προσευχή.
Φυσικά, υπάρχουν προσευχές και προσευχές, φερ’ ειπείν, η διανοητική προσευχή του Ευαγρίου του Ποντικού, αναποτελεσματική στο να προικίσει με διαφάνεια το πλήρες της ψυχοσωματικής μας ενότητας, όμως εδώ αναφέρομαι στο συνολικό προσευχητικό άνοιγμα μιας ευχαριστίας που προσανατολίζεται στην ψυχοσωματική αναπνοή της οριακής μέθεξης, συνεπώς του προσώπου. Αυτή η κακή ένταση μεταξύ ευχαριστίας και θεολογίας, που δεν παρηγορείται, στον Λουδοβίκο, παρά με τη σποραδική μνεία της υπαρξιακής γνώσης των ενεργειών του Θεού, επιλύεται στην περίπτωση του Γιανναρά από μια ρωμαλέα χειρονομία υπενθύμισης της αγαπητικής εκ-στασης. Αν ο συγκεκριμένος συγγραφέας δανείζεται τις αναλογίες του από έναν στοχαστή του θανάτου όπως ο Χάιντεγκερ, δεν παύει ωστόσο να φέρνει στο προσκήνιο μιας ζωτικής επικαιρότητας το διακύβευμα της Σχέσης, χώρια που αυτό αποτέλεσε χοντρό σκάνδαλο για τη γραφειοκρατία της ελληνικής θεολογίας, εδώ και αιώνες προτεσταντίζουσας εν ονόματι των δέκα εντολών αποκλειστικά.
Οπωσδήποτε, στην ευχαριστία, ο άνθρωπος ευχαριστεί και το πρόσωπο και την ουσία, αυτό να λέγεται, η αλήθεια του όμως, συμπυκνωμένη στις ελάχιστες εκείνες στιγμές που το Είναι τείνει να υπάρξει ως αιχμή έλλογης συγκατάθεσης σε μιαν ιδιαίτερα δραστήρια παρουσία του νοήματος του Θεού, ευχαριστεί το πρόσωπο ή πρωτίστως το πρόσωπο. Δεν υπάρχει προοπτική στο να ευχαριστείς μιαν ουσία. Τονίζοντας τη σχέση μας με την ουσία, στο μέτρο που αυτή στεγάζεται σ’ ένα κενό σημαίνον, κινδυνεύουμε να εκλάβουμε το πρόσωπο σαν προσωπείο. Υπερτονίζοντας, αντιθέτως, τη σχέση μας με το πρόσωπο, από τι κινδυνεύουμε; Απ’ το να δούμε, αποφαίνεται ο Λουδοβίκος, την καλή μας προαίρεση να ωθείται σ’ ένα εφαλτήριο υπερθεματισμού της περσοναλιστικής ευφορίας, χρεωμένη και πάλι στη δυτική επίδραση, επομένως στον ίλιγγο της δύναμης.
Ο Λουδοβίκος φέρνει σε πέρας ένα λεπτό εγχείρημα προσωρινής θεραπείας αυτής της αντίφασης, αναβαθμίζοντας την έννοια του ομοουσίου κατά τον Μάξιμο τον Ομολογητή και επανεισάγοντας ένα υποχρεωτικό πέρασμα από το σκόπελο της ουσίας ως κοινότητας γνώμης, η οποία, έτσι, δηλαδή κοινή, συνάπτεται με τη φύση μιας ομοείδειας επιτέλους πνευματοφόρου. Αυτή αναδύεται, τότε, ως ενυπόστατη καθολικότητα. Ο εν λόγω ελιγμός για την προσυπογραφή της ισόμοιρης συγκατοίκησης προσώπου και ουσίας μέσα στο όνειρο ενός ιδανικού προορισμού, όπου η ουσία, απολύτως παρούσα ως συνεκτικό θεμέλιο άπειρων προσώπων, προστατεύεται από τη βιασύνη μας να την παραμελήσουμε, είναι εκ πρώτης όψεως θεαματικός.
Όμως -σκέφτομαι- και αυτή η κατεύθυνση θα μπορούσε να δράσει σε βάρος της διάκρισης, σαν να λέμε της διαφοράς ως πηγή ιδιοπροσωπίας. Αν πιστέψουμε πως ο αγιασμός του κόσμου προϋποθέτει την κίνηση προς το ομοούσιον περισσότερο απ’ ό,τι την κίνηση προς την αμοιβαία, ενοποιό, ερωτική αυθυπέρβαση των περιφράξεων, δεν γλιτώνουμε απ’ το να γείρει η πλάστιγγα ανάποδα. Με ζητούμενο, λοιπόν, την«ισορροπία», επόμενο είναι να ξεκινάει κανείς όχι απ’ την ομοουσιότητα, που συνιστά πνευματικό στόχο της Κτίσης ή εντελέχειά της, αλλά από την εμπειρία του κατ’ εικόνα, αφού η τελευταία αντηχεί εδώ και τώρα, στην αιθρία του Είναι. Παίρνουμε σαν αφετηρία το πρόσωπο διότι το θέμα είναι πάντα ο θάνατος, δηλαδή το Επείγον. Θάνατος ως θυσία ή συνοδός του πένθους, φυσικά, και όχι ως Είναι-προς-θάνατον. Το ότι ο Γιανναράς εκκινεί εντοπίζοντας τον πυρετό του εμπρόσωπου έρωτα σε θέση αναστάσιμου νικητή πάνω στην τυφλή αδράνεια της φύσης, τον λυτρώνει απ’ όλες ταυτόχρονα τις ασθένειες της επιστημολογικής υπεροψίας, οι οποίες, ας το παραδεχτούμε, παρουσιάζουν επιδημική έξαρση.
Γύρω απ’ τον πυρήνα των αντιλήψεων του Λουδοβίκου εξυπακούεται επίσης μια σύγχυση που πλήττει κατ’ εξοχήν τον ορισμό του υποκειμένου. Εαυτός, Εγώ, υποκείμενο, πρόσωπο, Είναι, ψυχή, συνείδηση, ύπαρξη, όλα τα παραπάνω, σε πείσμα των διακρίσεων που αποπειράται να θέσει σε εφαρμογή η βαθιά θεολογική κατάρτιση του συγγραφέα, συνωστίζονται ανεπανόρθωτα διαβρωμένα από τη θεωρητική μεταχείριση χιλιετιών, ώστε προβάλλουν το ένα σαν ίσκιος του άλλου ή ανταλλάσσουν ιδιότητες.1 Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν ο συγγραφέας επιτρέπει να υπεισέλθουν στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του ψυχολογικά και ψυχαναλυτικά σχήματα των οποίων η γνωστική εποπτεία ταλαντεύεται αμήχανα, με αποτέλεσμα, ας πούμε, να παραβλέπει ότι, αν το πρόσωπο της θεολογίας εξουσιοδοτείται κατά χάριν από το Λόγο ενώ το ψυχαναλυτικό υποκείμενο είναι υποκείμενο του λόγου του ασυνειδήτου, αυτή η παραπλανητική μεσοτοιχία του σημαίνοντος «λόγος» καθόλου δεν δηλώνει γειτνίαση. Χώρια που προσφεύγει στην υποτίθεται σεβαστή μαρτυρία της βιοχημείας του εγκεφάλου2 για να στηρίξει το απαρέγκλιτο καθεστώς της φύσης στον οντολογικό ορίζοντα. Ελεος!
Άλλες παρανοήσεις ελλοχεύουν στην ψυχαναλίζουσα κριτική του Εγώ, θεωρουμένου αποκλειστικά ως φορέα της αρνητικής ναρκισσικής διάστασης που υποκινεί τις στρατηγικές δύναμης, μολονότι το Εγώ, στο βαθμό που συνιστά την απάντηση του φαντασιακού συστήματος ταυτίσεων στο συμβολικό διχασμό του υποκειμένου, δεν παύει να είναι εν μέρει απαραίτητο, από ψυχαναλυτική μεν άποψη ένεκα της ανάγκης να υπάρξει μια νηπιακή και παιδική φάση υγιούς εγκατάστασης του ανθρώπινου όντος στο ναρκισσισμό (η υστερία συνδέεται με το ελαττωματικόν αυτής ακριβώς της εγκατάστασης), από δε θεολογική επειδή είναι αυτό ειδικώς (το Εγώ) που πρέπει να δωρίσει κανείς αγαπητικά, δηλαδή υποτάσοντας το φαντασιακό στην ευθύνη. Και για να δωρίσει κανείς το Εγώ του θα πρέπει να έχει Εγώ, ή κάνω λάθος;
Οπότε το δίλημμα του Λουδοβίκου κακώς εξετάζει το αν ο εικαζόμενος περσοναλισμός του Γιανναρά φλερτάρει ή όχι με τις ελλοχεύουσες αντηχήσεις μιας εγωτικής υπερέξαρσης δυτικής επιρροής, αντί να εστιάζεται στο αν η θεωρία αυτή περί προσώπου, ως αγγελτήριο αγαπητικής εκ-στασης, προτείνει πειστικά τον αγιασμό του Εγώ κατά τη συντριβή του.
Ο φόβος του συγγραφέα μήπως η οντολογία του προσώπου διολισθήσει στην οντολογικοποίηση, τον οποίο πολύ λίγο δικαιολογεί το έργο του Γιανναρά, κατοικεί, νομίζω, όχι στο πρόσωπο αλλά στο Εγώ, όπου έχουν το στρατηγείο τους όλες οι θεωρητικές αναλύσεις όταν δεν συνδέονται με το αίτημα αγαπητικής διάνοιξης στο αντικείμενο, οπότε η μέριμνα για την αδικημένη ομοουσιότητα πρυτανεύει. Ο Λουδοβίκος, και το λέω με κάθε σεβασμό, θα είχε πολλά να κερδίσει αν ερευνούσε, π.χ., την κακοτυχία ενός Εγώ που, αποδεχόμενο να συντριβεί από το Σταυρό, βρίσκει μπροστά του το φάσμα ενός προσώπου ακυρωμένου από τη νεύρωση κι έτσι επιστρέφει στο νηπιαγωγείο της φύσης. Θα καταλάβαινε τότε ότι το πάθος της δύναμης δεν είναι μόνο μια αρρώστια του φαντασιακού αλλά και του συμβολικού, της γλώσσας, της επιστήμης, της γνώσης. Το πρόσωπο προηγείται ακριβώς επειδή ούτε προηγείται ούτε έπεται κι εμείς είμαστε θνητοί και αδύναμοι, αλλά και χαρούμενοι και αθάνατοι μέσα σ’ ένα ερωτικό στιγμιότυπο που δεν ανήκει στην αυταπάτη. Ομως αν προηγηθεί η Ουσία, αμίλητη καθώς είναι και αμετάβατη στο λόγο, θα προηγηθεί του λόγου για τα καλά και τότε αλίμονο. Θα μείνουμε με τον ψυχισμό υποθηκευμένο στην κοινωνική ανθρωπολογία.
Το καθήκον του θεολογείν κοιμάται στη βιβλιοθήκη και περιμένει τη μέρα που θα το ξυπνήσει ένα αηδόνι στο περβάζι. Αηδόνι ονομάζω τη φωνή εκείνη του Είναι που τραγουδάει το αίνιγμα του πένθους.
1. Βλ. σελ. 302 κ.ε. 2. Σελ. 311
Πηγή: Ελευθεροτυπία, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – 08/11/2002

Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΟΡΑ & ΕΚΚΛΗΣΙΑ/ΤΑ

Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

23 Οκτ 2011

Χωρίς Σχόλια


Ο Χάιντεγκερ διετύπωσε τη διαφορά ανάμεσα στα όντα και στο Είναι. 
Τα όντα φαίνονται,είναι αισθητά. Γίνονται αντιληπτά απ τις αισθήσεις. Το Είναι οχι. Είναι υπερβατικό. Είναι κρυμμένο,η απουσία του περιορίζει το ον δεν το αφήνει να σχετιστεί μαζί του. Το ον μπροστά στην απουσία του Είναι μονώνεται, μηδενίζεται. Αυτή η απουσία του Είναι το κάνει απόμακρο, μη σχετιζόμενο καθ οποιοδήποτε τρόπο απ τα όντα. Διαφέρει οντολογικά απ τα όντα.
Η Οντολογική Διαφορά με αιχμή του δόρατος τη νεότερη Ευρωπαική σκέψη, είναι με εναν άλλο τρόπο και μέσω μιας άλλης οδού η βασική θεολογική σκέψη των Πατέρων της εκκλησίας μας περί της διαφοράς μεταξύ Κτιστού και Ακτίστου. Ότι είναι κτιστό είναι διάφορο του Ακτίστου. Ουδεμία σχέση και ομοιότητα υπάρχει μεταξύ τους. Κτιστό είναι καθετι δημιουργημένο, γεννημένο απ το Άναρχο Είναι. Άκτιστο είναι το αγέννητο το αδημιούργητο
Kαι αν η Φιλοσοφία δεν μπόρεσε να υπερβεί τα υπαρξιακά αδιέξοδα που δημιούργησε αυτό το απροσπέλαστο Είναι, και αυτό ήταν πασιφανές στον Ευρωπαίο του μεσαίωνα, αυτό το έκανε πρώτος Εκείνος που  ΄΄έκκλινεν ουρανούς και κατέβη΄΄.
Ο Άναρχος και Δυνατός έγινε άνθρωπος. Έδωσε στο πεπερασμένο Ον τη δυνατότητα της αθανασίας με τη μετοχή του στη Θεία ζωή. Όχι στη Θεία Ουσία αλλά στις Θείες και ζωοποιές Ενέργειες. Είναι η ασκητική παράδοση της ανατολής που χάριζε την Θεοείδεια-Χριστοείδεια στους ανθρώπους.
Αυτό συμβαίνει με την Εκκλησιοποίηση του Οντος. Η μετοχή στο σώμα του Κυρίου,στο κοινό Ποτήριο, αδελφοποιεί τους ανθρώπους . Ο άλλος είναι αδερφός με κοινό Πατέρα τον Αναρχο Θεό. Κριτήριο της Καινής ζωής γίνεται η Αγάπη στούς άλλους και στο Χριστό. Ο Χριστός προσλαμβάνει όλη την ανθρωπότητα και έτσι Αυτός γίνεται ο συνάνθρωπος,ο άλλος, ο φίλος αλλά και ο εχθρός, ο φτωχός ο πλούσιος ο φυλακισμένος....όλη η ανθρωπότης.
 Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αγαπητικών σχέσεων και ασκητικης ζωής, το Υπερβατικό Είναι της Ευρωπαικής Μεταφυσικής παύει να υπάρχει για τον Ορθόδοξο, και γίνεται ο Θεός της Αγάπης. Το κενό αυτό που άφησε η Ευρωπαική σκέψη δεν είχε αγγίξει τον άνθρωπο της ανατολής τουλάχιστο μέχρι πριν μερικές δεκαετίες.



ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

19 Οκτ 2011

Χωρίς Σχόλια

Ο Χάιντεγκερ διετύπωσε τη διαφορά ανάμεσα στα όντα και στο Είναι. 
Τα όντα φαίνονται,είναι αισθητά. Γίνονται αντιληπτά απ τις αισθήσεις. Το Είναι οχι. Είναι υπερβατικό. Είναι κρυμμένο,η απουσία του περιορίζει το ον δεν το αφήνει να σχετιστεί μαζί του. Το ον μπροστά στην απουσία του Είναι μονώνεται, μηδενίζεται. Αυτή η απουσία του Είναι το κάνει απόμακρο, μη σχετιζόμενο καθ οποιοδήποτε τρόπο απ τα όντα. Διαφέρει οντολογικά απ τα όντα.
Η Οντολογική Διαφορά με αιχμή του δόρατος τη νεότερη Ευρωπαική σκέψη, είναι με εναν άλλο τρόπο και μέσω μιας άλλης οδού η βασική θεολογική σκέψη των Πατέρων της εκκλησίας μας περί της διαφοράς μεταξύ Κτιστού και Ακτίστου. Ότι είναι κτιστό είναι διάφορο του Ακτίστου. Ουδεμία σχέση και ομοιότητα υπάρχει μεταξύ τους. Κτιστό είναι καθετι δημιουργημένο, γεννημένο απ το Άναρχο Είναι. Άκτιστο είναι το αγέννητο το αδημιούργητο
Kαι αν η Φιλοσοφία δεν μπόρεσε να υπερβεί τα υπαρξιακά αδιέξοδα που δημιούργησε αυτό το απροσπέλαστο Είναι, και αυτό ήταν πασιφανές στον Ευρωπαίο του μεσαίωνα, αυτό το έκανε πρώτος Εκείνος που  ΄΄έκκλινεν ουρανούς και κατέβη΄΄.
Ο Άναρχος και Δυνατός έγινε άνθρωπος. Έδωσε στο πεπερασμένο Ον τη δυνατότητα της αθανασίας με τη μετοχή του στη Θεία ζωή. Όχι στη Θεία Ουσία αλλά στις Θείες και ζωοποιές Ενέργειες. Είναι η ασκητική παράδοση της ανατολής που χάριζε την Θεοείδεια-Χριστοείδεια στους ανθρώπους.
Αυτό συμβαίνει με την Εκκλησιοποίηση του Οντος. Η μετοχή στο σώμα του Κυρίου,στο κοινό Ποτήριο, αδελφοποιεί τους ανθρώπους . Ο άλλος είναι αδερφός με κοινό Πατέρα τον Αναρχο Θεό. Κριτήριο της Καινής ζωής γίνεται η Αγάπη στούς άλλους και στο Χριστό. Ο Χριστός προσλαμβάνει όλη την ανθρωπότητα και έτσι Αυτός γίνεται ο συνάνθρωπος,ο άλλος, ο φίλος αλλά και ο εχθρός, ο φτωχός ο πλούσιος ο φυλακισμένος....όλη η ανθρωπότης.
 Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αγαπητικών σχέσεων και ασκητικης ζωής, το Υπερβατικό Είναι της Ευρωπαικής Μεταφυσικής παύει να υπάρχει για τον Ορθόδοξο, και γίνεται ο Θεός της Αγάπης. Το κενό αυτό που άφησε η Ευρωπαική σκέψη δεν είχε αγγίξει τον άνθρωπο της ανατολής τουλάχιστο μέχρι πριν μερικές δεκαετίες.



Tags: εκκλησιοποιηση οντοσ, θεοειδεια χριστοειδεια, κτιστο ακτιστο, οντολογικό, ανθρωπινο υπερβατικ

Η ΑΙΡΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΤΙΜΟΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ

Τρίτη, 25 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΑΙΡΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΤΙΜΟΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ

Πηγή: Πατερική παράδοση

Μὲ ἀφορμὴ ἐνέργειες τοῦ μητροπολίτη Αἰτωλίας π. Κοσμᾶ

Η ΑΙΡΕΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΤΙΜΟΤΕΡΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ!
Γιατί ὑπηρετεῖτε, Σεβασμιώτατε, τὴν κακόδοξη αὐτὴ πρακτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν;

Τὸ ἐνδιαφέρον τῶν σημερινῶν Ἐπισκόπων γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ Παράδοση εἶναι κυρίως θεωρητικό. Στὴν πράξη, ἀποκλίνουν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, καταπατοῦν Εὐαγγελικὲς ποιμαντικὲς Ἐντολές, (ἀναφερόμαστε κυρίως στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν) καὶ ἀρνοῦνται τὴν ὁμολογιακὴ στάση-φρόνημα τῶν Ἁγίων. Καὶ ἐνῶ εἶναι τόσο «χαλαροὶ» (ἂν ὄχι φοβισμένοι) στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων, ὅταν πρόκειται γιὰ παρόμοιες ἢ μικρότερης σημασίας παραβάσεις κατωτέρων τους, ἐκεῖ ἐξασκοῦν ὅση δεσποτικὴ δύναμη τοὺς ἐναπέμεινε.

Ἀφορμὴν διὰ τὴν κατάθεση αὐτῆς τῆς ὀδυνηρῆς διαπιστώσεως, ὁ Μητροπολίτης Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας π. Κοσμᾶς, ὁ ὁποῖος θεωρητικὰ ἀγωνίζεται κατὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν, στὴν πράξη ὅμως τοὺς ἀνέχεται καὶ τοὺς ἀναγνωρίζει.

Διαβάσαμε στὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» ποὺ κυκλοφορεῖ (21/9/2012, ἀρ. φ. 1942), ὅτι ὁ π. Κοσμᾶς ἐνημέρωσε μὲ Ἐγκύκλιο περὶ τῆς ἀποσκιρτήσεως τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Ἀνατολίου ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ περὶ τῆς προσχωρήσεώς του στοὺς «σχισματικοὺς παλαιοημερολογίτες»· καὶ προέτρεπε τοὺς πιστοὺς «ν μν χουν καμία πνευματικ πικοινωνία κα σχέση» μὲ τὸν π. Ἀνατόλιο. Καὶ συνέχιζε: «χοντας εθύνη ς πίσκοπος πισημαίνω σ λους κα τος προτρέπω ν μν χουν καμία πνευματικ πικοινωνία κα σχέση» μὲ αὐτόν.

«γαπητο (σημειώνει ἀκόμα στὴν Ἐγκύκλιό του), πακο στν ρθόδοξη κκλησία θ μς φέρει σωτηρία, νυπακο πώλεια. Εχομαι κα προσεύχομαι ν νανήψη π. νατόλιος, ν πανέλθη μ μετάνοια στν κκλησία μας, ν πιτύχη τ σωτηρία του...».

Σωστὴ ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἐπισκόπου π. Κοσμᾶ, ἂν τὴν δεῖ κανεὶς θεσμικά, νομικά, κοντόφθαλμα, ἀπομονωμένη ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῆς Πίστεως καὶ τῆς ἁγιοπατερικῆς ζωῆς. Γιατί, πράγματι, ὁ καλὸς ποιμὴν πρέπει νὰ ἐνδιαφέρεται διὰ τὴν διαφύλαξη τοῦ ποιμνίου του.

Ἐδῶ, ὅμως, τίθενται δύο τεράστια –ἀλληλοσχετιζόμενα– θέματα.

α) Ποιοί λόγοι ὁδήγησαν τὸν π. Ἀνατόλιο νὰ προβῆ σ’ αὐτὴν τὴν ἐνέργεια; Δὲν γνωρίζουμε, οὔτε μᾶς ἐνημέρωσε ὁ Μητροπολίτης, ἀλλὰ εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς στρέφει πολλοὺς ἀδελφούς μας πρὸς τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, καὶ ὑπ’ αὐτὸ τὸ πρῖσμα ἐξετάζουμε τὴν περίπτωση.

β) Γιατί αὐτὴ ἡ ταχύτατη ἀποκήρυξη τοῦ π. Ἀνατολίου καί, ἀντίθετα, ἡ μακροχρόνια ἀνοχὴ πρὸς τὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ τοὺς ὁμοίους του Οἰκουμενιστὲς ἐπισκόπους; Ἢ μήπως, διὰ τέτοιων ἐνεργειῶν, π. Κοσμᾶ, ἀποδέχεσθε καὶ μᾶς διδάσκετε κι ἐσεῖς ἐμπράκτως τὴν καινοφανῆ οἰκουμενιστικὴ πρακτικὴ, ὅτι ἡ αἵρεση γιὰ τοὺς σημερινοὺς ἐπισκόπους, εἶναι ἀνεκτή, ἐνῶ τὸ σχίσμα εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν αἵρεση; Δὲν θὰ ἴσχυε σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση –κατ’ ἀναλογίαν, καὶ γιὰ ὅλους μας ἀσφαλῶς, ἂν τὴν υἱοθετήσουμε– ὁ ἔλεγχος τοῦ Κυρίου, «πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, Ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου;» (Ματθ. ζ΄ 4).

Πρὶν ἐκφράσουμε τὶς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας στὸ θέμα αὐτό, ἂς δοῦμε ἄλλη μιὰ ἐνέργεια τοῦ Σεβασμιωτάτου π. Κοσμᾶ. Θεώρησε καθῆκον του νὰ ἐνημερώσει τὴν ἐκκλησιαστική του ἀρχή. Ἀλλὰ πρῶτα ἐνημέρωσε (σύμφωνα μὲ τὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο»), ὄχι τὴν Ἱ. Σύνοδο (στὴν ὁποία κατήγγειλε ἐκ δευτέρου τὸ γεγονός), ἀλλὰ πρῶτα ἐπικοινώνησε μὲ τὸ Φανάρι καὶ ἔδωσε ἀναφορὰ στὸν ἡγέτη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο!

Α) Γιὰ ποιό λόγο ἔδωσε ἀναφορὰ στὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο ὁ Σεβασμιώτατος; Δὲν εἶναι οἱ πράξεις τοῦ Πατριάρχη καὶ τῶν ἄλλων Οἰκουμενιστῶν ἡ αἰτία, ποὺ οἱ πιστοί, γιὰ νὰ μὴ συμπράττουν μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐξαναγκάζονται νὰ ἀντιδροῦν εἴτε ἐκκλησιαστικά, εἴτε ἀντι-εκκλησιαστικά;

Μᾶς διαβεβαιώνει ὁ Σεβασμιώτατος, ὅτι διὰ τῆς Ἐγκυκλίου του προβαίνει σὲ ἐνημέρωση τῶν πιστῶν μὲ μόνο σκοπό «τὴ δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας καὶ γιὰ τὴ σωτηρία σας». Δὲν ἀναρωτήθηκε ποτέ του ὅμως, ὅτι ἔτσι ὅπως ἐνεργεῖ, δὲν συνεργεῖ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν; Κι αὐτὸ γιατί, ὄχι μόνο ἀποκρύπτει ἀπὸ τὰ πνευματικά του τέκνα ὅτι ὁ Πατριάρχη Βαρθολομαῖος εἶναι ὁ ἔξαρχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ δίνει καὶ ἀναφορά, ὡς μὴ ὄφειλε, στὸν κ. Βαρθολομαῖο, ἀναγνωρίζοντας τὴν κυριότητά του καὶ προσφέροντάς του ταπεινὴ ἐκδούλευση.

Αὐτές του οἱ ἐνέργειες, ὅμως, δὲν δίνουν στοὺς ἁπλοὺς πιστοὺς τῆς Μητροπόλεως (καὶ ὅλης τῆς Ἑλλάδος) τὸ σαφὲς μήνυμα, ὅτι ὁ Πατριάρχης πορεύεται εἰς τὰ τῆς Πίστεως ὀρθόδοξα; Δὲν ἀναπαύει καὶ τὴν συνείδηση, ὅσων γνωρίζουν τὰ αἱρετικὰ καμώματά του, ἀλλὰ περιμένουν ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους ποιμένες παράδειγμα ἀντιδράσεως; Ὅταν βλέπουν τὸν π. Κοσμᾶ (ποὺ θεωρεῖται ἀντι-οικουμενιστὴς) νὰ ἀποδέχεται τὸν Πατριάρχη, συμπορεύονται-βολεύονται καὶ αὐτοὶ στὴν ἀντι-ευαγγελικὴ αὐτὴ τακτικὴ τῆς ἀνοχῆς καὶ ἔτσι δυστυχῶς, οἱ πιστοί “καθοδηγοῦνται” ὄχι πρὸς σωτηρίαν, ἀλλὰ πρὸς ἀπώλειαν διὰ τῆς προοδευτικῆς ἀποδοχῆς τῆς δολιοτάτης παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Δηλώσατε, Σεβασμιώτατε, πὼς παρακαλεῖτε «τὸ Θεὸ νὰ φωτίσει τὸν π. Ἀνατόλιο νὰ ἐπιστρέψη»! Ποῦ νὰ ἐπιστρέψει, Σεβασμιώτατε πάτερ, ὁ ἄγνωστός μας π. Ἀνατόλιος; Ἂν ἐπιστρέψει σὲ σᾶς, ποὺ ἐπικοινωνεῖτε καὶ δίνετε ἀναφορὰ γιὰ τὶς πράξεις σας στὸν ἀρχηγὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (καὶ ἄρα ψευδεπίσκοπο κατὰ τοὺς Πατέρες), δὲν εἶναι σὰν νὰ ἀναγνωρίζει κι ὁ π. Ἀνατόλιος ὡς ὀρθόδοξο τὸν κ. Βαρθολομαῖο, ὁ ὁποῖος ἔγινε(;) ἡ αἰτία νὰ προσχωρήσει στὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο; Δὲν εἶναι, σὰν νὰ ἐπιστρέφει στὸν Πατριάρχη, τὸν ἐμμένοντα ἐπὶ χρόνια στὶς αἱρετικὲς θέσεις του; Δὲν εἶναι δηλαδή, σὰν νὰ ἀποδέχεται στὶς κακόδοξες θεωρίες, περὶ «βαπτισματικῆς θεολογίας» καὶ «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν», τῆς θεωρίας ὅτι «ὅλες οἱ θρησκεῖες ἔχουν τὸν ἴδιο Θεό», κ.λπ.; Δὲν εἶναι σὰν νὰ ἀναγνωρίζει, ὅτι καλῶς κάνετε κι ἐσεῖς, ὡς ποιμενάρχης του, ποὺ δὲν προφυλάσσετε τὸ ποίμνιο ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ κ. Βαρθολομαίου; (Ἂν μάλιστα αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία τῆς «ἀποσκιρτήσεως» τοῦ π. Ἀνατόλιου).

Σᾶς θυμίζω, Σεβασμιώτατε, τί λέγατε σὲ Ἐγκύκλιό σας τὰ Χριστούγεννα τοῦ 2007: «Κάθε σχέση μ τς νεοεποχίτικες δέες τν Οκουμενιστν, ποὺ θέλουν νὰ ζυμώσουν μὲ τὶς διάφορες ψευτοθρησκεῖες τὴν ἀμώμητη Ὀρθοδοξία, εναι ποστασία! Παπικο κα προτεστάντες δν ποτελον κκλησία...! Κάθε σχέση μαζί τους εναι ρνηση τς σωτηρίου ληθείας!... Ὅταν σήμερα παρατηροῦμε ἄμβλυνσι τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος καὶ τάσεις κοινωνίας μὲ ὅλους τους κακοδόξους αὐτούς, ἐνῶ παραμένουν ἀμετανόητοι, δὲν ζοῦμε τὴν ἀποστασία ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο ἀλήθεια;... Σήμερα, ς διαχωρίσουμε τ θέση μας π τος κακοδόξους».

Ἐπαναλαμβάνω, πὼς δὲν γνωρίζουμε τὰ κίνητρα τοῦ π. Ἀνατόλιου. Ἂν ὅμως, εἴτε αὐτός, εἴτε ὁποιοσδήποτε ἄλλος πιστός, συμφωνεῖ μὲ τὶς παραπάνω διδασκαλίες-συμβουλές σας, ὅτι «κάθε σχέση μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εναι ρνηση τς σωτηρίου ληθείας», γιατί ἐκπλήττεσθε ποὺ διαχώρισε (αὐτὸς μὲ λάθος τρόπο) τὴ ἔναντί σας θέση του, καθὼς βλέπει πὼς ἐσεῖς ἐπικοινωνεῖτε καὶ μνημονεύετε τὸν σχετιζόμενο μὲ τὸν ἀρχηγὸ τῆς ἀποστασίας, Οἰκουμενιστὴ Πατριάρχη; Ἐσεῖς δὲν τὸν διδάξατε: «ἂς διαχωρίσουμε τ θέση μας π τος κακοδόξους»;

Β) Τί εἶναι χειρότερο, Σεβασμιώτατε; Ἡ αἵρεση ἢ τὸ σχίσμα; Θυμᾶστε τί λέγει ἡ διαχρονικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησία μας (μὲ τὸ στόμα τοῦ Μ. Βασιλείου) γι’ αὐτὰ τὰ δύο; Ἡ αρεση, μς ποκόπτει π τ Θεό, ἐνῶ τὸ σχίσμα, εἶναι άσιμη κατάσταση, ἐφ΄ ὅσον διατηρεῖται ἡ ὀρθὴ πίστη.

Γ) Προτρέψατε τοὺς πιστοὺς «ν μν χουν καμία πνευματικ πικοινωνία κα σχέση» μὲ τὸν π. Ἀνατόλιο, γιατί, ὅποιος κοινωνεῖ μαζί του, καθίσταται ἀκοινώνητος, κατὰ τὸ « κοινωνν κοινωνήτω κοινώνητος σται».

Γιὰ σᾶς, ὅμως, ποὺ ὑποδεχθήκατε τὸν Πατριάρχη στὴν Πάτρα, ἀρνεῖσθε νὰ τὸν κατονομάσετε ὡς Οἰκουμενιστή, καὶ δίνετε ἀναφορὰ σ’ αὐτόν, τὸν ἀρχηγέτη τῆς ἐσχάτης παναιρέσεως στὴν ἱστορία, δὲν ἰσχύει τό: « κοινωνν κοινωνήτω κοινώνητος σται»; Γιατί οἱ πιστοί, ἐὰν ἐπικοινωνήσουν μὲ τὸν «ἀποσκιρτήσαντα» ἀρχιμανδρίτη, κινδυνεύουν, καὶ δὲν κινδυνεύουν, ὅταν ἐπισκέπτονται π.χ. τὸ Φανάρι γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία τοῦ Οἰκουμενιστῆ κ. Βαρθολομαίου; (Οἱ ἐπισκέψεις πρὸς τὸ Φανάρι, τελευταῖα, πληθαίνουν, κατ’ ἐπιθυμία τοῦ κ. Βαρθολομαίου).

Τί θὰ μᾶς διδάξετε λοιπόν; Οἱ Οἰκουμενιστὲς Πατριάρχες καὶ Ἐπίσκοποι εἶναι ὀρθόδοξοι; Ἐπίσκοπος ἐσεῖς, δὲν ἔχετε συνειδητοποιήσει ἀκόμα τὶς κακοδοξίες τοῦ πατριάρχη Βαρθολομαίου; Γιατί τοῦ δίνετε ἀναφορά; Γιατί ἐπικοινωνεῖτε μαζί του ἐκκλησιαστικά; Τί νόημα ἔχει ἡ δυναμικὴ προτροπή, νὰ «διαχωρίσουμε τ θέση μας π τος κακοδόξους»; Ἔχει πρακτικὸ ἀντίκρισμα, ἢ εἶναι λόγια του ἀέρα; Εἶναι ἔνδειξη ταπείνωσηςἀνοχὴ τῶν αἱρετικῶν, ἢ ἀντίθετα, παράβαση ὅλης τῆς ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως περὶ καταγγελίας τῶν αἱρετικῶν ψευδοποιμένων καὶ ἀπομακρύνσεως ἀπ’ αὐτούς;

Διδάσκετε τὸν π. Ἀνατόλιο καὶ τοὺς πιστούς: « πακο στν ρθόδοξη κκλησία θ μς φέρει σωτηρία, νυπακο πώλεια». Ποιά εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ποιά ἡ ὑπακοὴ σ’ αὐτήν, σύμφωνα μὲ τὴν δική σας θέση, τὴν σαφῶς ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ ἰδεολογία; Θεωρεῖτε ὅτι κάνει ὑπακοὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅποιος ὑπακούει στὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη καὶ σὲ ἐσᾶς, ποὺ τὸν ἀποδέχεσθε; Ἢ μήπως δὲν συμφωνεῖτε μαζί του, ἀλλὰ φοβᾶσθε νὰ τὸ ὁμολογήσετε;

Θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς παραθέσω ἑκατοντάδες κείμενα Πατέρων. Στὰ πλαίσια, ὅμως, ἑνὸς ἄρθρου δὲν εἶναι αὐτὸ δυνατό. Σταχυολογῶ γι’ αὐτό, λίγες γραμμὲς ποὺ μᾶς δείχνουν τὴν στάση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ μαθητή του Ἰωσὴφ Καλόθετου πρὸς ἕνα προκάτοχο τοῦ κ. Βαρθολομαίου, τὸν Πατριάρχη Καλέκα. Οἱ αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ Καλέκα δὲν ἦταν περισσότερες, συγκρινόμενες μὲ αὐτὲς ποὺ διατυπώνει καὶ ἐνεργεῖ ὁ κ. Βαρθολομαῖος.

Ὑπ’ ὄψιν ὅτι, ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔλεγε τὰ παρακάτω γιὰ τὸν Καλέκα, ἀνῆκε σὲ ἄλλη ἐπισκοπή, ὁ δὲ Καλέκας δὲν εἶχε κριθεῖ ἀπὸ Σύνοδο ὡς αἱρετικός, ὅπως καὶ σήμερα ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος δὲν ἔχει κριθεῖ ἀπὸ Σύνοδο, ἀφοῦ αὐτὸς ἐλέγχει τὰ πράγματα, καθόσον ἐσεῖς οἱ Ἐπίσκοποι ἐπικοινωνεῖτε μαζί του, ἀφήνοντάς του ἀνοικτὸ τὸ πεδίο γιὰ τὴν ἐμπέδωση τῆς αἱρέσεως, ὅπως συνέβαινε σὲ ὅλες τὶς περιόδους ποὺ μιὰ αἵρεση ἐπεκτεινόταν.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λοιπόν, θεωροῦσε τὸν πατριάρχη Καλέκα ἀποκομμένο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ ὅσα εἶχε κάνει, ἀφοῦ ἦταν μὲν κανονικὸς θεσμικὰ Πατριάρχης (ὅπως σήμερα ὁ κ. Βαρθολομαῖος), ἀλλὰ αἱρετικός. Μᾶς διδάσκει δὲ ὁ Ἅγιος, ποιοί ἀποτελοῦν ἀληθινὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ποιοί εἶναι ἀποκομμένοι ἀπ’ αὐτή. Κριτήριο γι’ αὐτὸ θέτει, τὸ ἂν διδάσκουν τὴν Ἀλήθεια, κι ὄχι ἂν ἔχουν θεσμικὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ Πατριάρχη ἢ τὸν τίτλο τοῦ ὀρθόδοξου πιστοῦ. Γράφει: «ὅποιος εἶναι ἀποχωρισμένος ἀπὸ τὸν Καλέκα (σ.σ. σήμερα τὸν κ. Βαρθολομαῖο), τότε ἀνήκει πράγματι στὸν κατάλογο τῶν Χριστιανῶν καὶ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τὴν εὐσεβῆ πίστι» («Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας», Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους, σελ. 268).

Στὸ ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ ὁ ἱερὸς Ἰωσήφ, μιλώντας γιὰ αἱρετικὴ «ἐκκλησία» τοῦ Καλέκα, καὶ τὴν πραγματικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν, λοιπόν, ὁ πατριάρχης Καλέκας ἀφόρισε τὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ καὶ τοὺς ἄλλους ὁμολογητὲς (1344 μ.Χ.), ἔγραφε: «Ποιά εἶναι ἡ Ἐκκλησία» ποὺ μᾶς «ἔχει ἀποδιώξει; Ἡ τῶν Ἀποστόλων; Ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε ὑποστηρικταὶ τῆς (Ἐκκλησίας τῶν Ἀποστόλων) καὶ συμφωνοῦμε μαζί της… Ἑπομένως δὲν μᾶς ἔχει ἀποβάλει ἡ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία…ἀλλὰ ἡ καινοφανὴς Ἐκκλησία καὶ τὰ παράδοξα δόγματα ποὺ αὐτὸς συνέστησε» (σ.σ. ὁ Καλέκας τότε, καὶ ὁ κ. Βαρθολομαῖος σήμερα). «Ἀφοῦ λοιπὸν ἔγινες ἐργαστήριον κάθε ψεύδους, κάθε συκοφαντίας, ὁποιουδήποτε φαύλου πράγματος, πάσης ἀδικίας, καπηλείας, …ἔπειτα “χειροτονεῖς” καὶ τὸν ἑαυτό σου Ἐκκλησία; Δὲν γνωρίζεις φαίνεται, ὅτι καὶ οἱ Νεστόριος καὶ Μακεδόνιος πιθανῶς νὰ ἰσχυρίσθησαν αὐτὸ ποὺ καὶ ἐσὺ τώρα ἰσχυρίζεσαι, διότι καὶ αὐτοὶ εἶχαν τὸν ἴδιο θρόνο μὲ σένα (σ.σ. καὶ τὸν κ. Βαρθολομαῖο).

»Γιατί εἶσαι Ἐκκλησία; (σ.σ. ἀπευθύνεται στὸν Καλέκα καὶ τὴν ὁμάδα του). Ἀπὸ τὸ ὅτι δωροδοκεῖς; ...Ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν κάνεις διάκριση μεταξὺ τῶν ἀνιέρων καὶ τῶν ἁγίων; Ἀπὸ ὅτι ἐπιτρέπεις τὴν εἴσοδο τοῦ ἱεροῦ σὲ ὅλους τους μολυσμένους καὶ βέβηλους; (σ.σ. ἐπιτρέπεις τὴν εἴσοδο τοῦ Πάπα στὴν Ἐκκλησία καὶ “συλλειτουργεῖς” μαζί του, κ. Βαρθολομαῖε). ... Ἀπὸ τὸ ὅτι πωλεῖς τὴν χάρι τοῦ Ἁγ. Πνεύματος; Ἀπὸ τὸ ὅτι γέμισες τὴν Ἐκκλησία μὲ ὅλες τὶς αἱρέσεις; ...ἢ ἀπὸ τὸ ὅτι πωλεῖς τὴν εὐσέβειαν τὴν δικήν σου καὶ τῶν Ἐπισκόπων σου καὶ ὅσων σὲ ἀκολουθοῦν, γιὰ τοὺς ὁποίους καὶ καυχᾶσαι ὅτι ἀποτελοῦν καὶ Ἐκκλησία;

»Ἄλλοτε πάλι χαρακτηρίζει τὴν ψευδοεκκλησία τοῦ Καλέκα “σφαλερὰν καὶ πόρω Θεοῦ βάλλουσαν”. Κατὰ συνέπεια ὁ πατριάρχης “δεῖ ὑποταγῆναι τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἧς πρὸ ὀλίγου ἀφηνίασεν ἀποσκιρτήσας”. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ὁ ἱερὸς Ἰωσὴφ συνιστοῦσε: “Ἀποκοπτέον ἡμᾶς τῆς ἐκείνου κοινωνίας”. Προσέθετε δὲ ὅτι χρειάζονται πηγὲς δακρύων γιὰ νὰ κλαύση κανεὶς τὸ “συντριμμα” τῆς Ἐκκλησίας· τὶς σφαγὲς –ὄχι τῶν σωμάτων– ἀλλὰ τῶν ψυχῶν καὶ τὴν καινοτομία τῆς πίστεως» («Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν..., ὅπ. παρ., σελ. 274-275).

Βλέπετε, Σεβασμιώτατε, ποιός ἔχει ἀποσκιρτήσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες ποὺ τόσο σέβεσθε; Ὁ ἐπικοινωνῶν μὲ τὴν αἵρεση, ὁ μὴ ἔχων τὴν Ἀλήθεια, ὁ διδάσκων ἐπίμονα καὶ μακροχρόνια τὴν αἵρεση, ἀσχέτως ἂν δὲν ἔχει κριθεῖ ἀκόμα ἀπὸ Σύνοδο. Ἀρνεῖτε τὸ Θεὸ καὶ χάνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καθένας ποὺ διδάσκει συνειδητὰ τὴν αἵρεση. Ἔχετε μήπως, νὰ μᾶς ὑποδείξετε κάποια ἄλλη Πατερικὴ διδασκαλία γι’ αὐτό, Σεβασμιώτατε;

Νὰ κλείσω μὲ τὴν θέση τοῦ Πατριάρχη Γενναδίου. Γράφει: «Οἱ Σύνοδοι καὶ οἱ ἄλλοι πατέρες ὁρίζουν ὅτι “αὐτῶν ποὺ ἀποστρεφόμαστε τὸ φρόνημα πρέπει νὰ ἀποφεύγωμε καὶ τὴν κοινωνία”… Πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως ὁ Κύριός μας λέγει: “Ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ” (Ἰω. ι΄ 5)... Μὴ γένοιτο νὰ κάνω αἱρετικὴν τὴν Ἐκκλησία μου, τὴν ἁγία μητέρα τῶν Ὀρθοδόξων, δεχόμενος τὸ μνημόσυνο τοῦ πάπα, ἐφόσον ὁμολογεῖ καὶ πιστεύει ἐκεῖνα, γιὰ τὰ ὁποία δὲν τὸν δέχεται ἡ Ἐκκλησία μας… Καὶ θὰ εἶμαι ὁπωσδήποτε ἀκοινώνητος πρὸς τὸν πάπα καὶ ὅσους ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ αὐτόν, ὅπως καὶ οἱ Πατέρες μας. Διότι πρέπει νὰ μιμούμαστε τὴν εὐσέβειά τους, ἀφοῦ δὲν ἔχουμε τὴν ἁγιωσύνη καὶ τὴν σοφία τους”» (ὅπ, παρ., σελ. 303-304).

(Σεβασμιώτατε, μὲ ἰδιαίτερο ἄλγος ψυχῆς γράφονται αὐτά, ἐξ’ αἰτίας καὶ τῆς γνωριμίας μας, καὶ τῶν σχετικῶν συζητήσεων, ἀλλὰ καὶ τῆς συγκεκριμένης βοήθειάς σας πρὸς μέλος τῆς Ἑνώσεώς μας. Ἀλλὰ ἂν «φίλος μὲν Πλάτων, φιλτάτη δὲ ἡ ἀλήθεια», πόσῳ μᾶλλον, ὅταν πρόκειται γιὰ τὴν Ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία Του).

Θεσσαλονίκη, 24 Σεπτεμβρίου 2012

«ΦΙΛΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΝΩΣΙΣ “ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ”»

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ.

Δευτέρα, 11 Ιουνίου 2012

Γέροντας Παΐσιος: Η Εκκλησία δεν είναι δικό τους καΐκι , να κάνουν βόλτες. Είναι το σκάφος του Χριστού.


- Γέροντα, τα διάφορα κινήματα, οι διαμαρτυρίες που γίνονται από τους Χριστιανούς έχουν κάποιο αποτέλεσμα;

- Η παρουσία των Χριστιανών είναι πλέον ομολογία πίστεως. Μπορεί κανείς με την προσευχή να βοηθήση περισσότερο, αλλά την σιωπή του θα την εκμεταλλευτούν οι άλλοι και θα πουν: «Ο τάδε και ο τάδε δεν διαμαρτυρήθηκαν, επομένως είναι με το μέρος μας. Συμφωνούν μαζί μας». Αν δεν αρχίσουν μερικοί να κτυπούν το κακό, να ελέγχουν δηλαδή αυτούς που σκανδαλίζουν τους πιστούς, θα γίνη μεγαλύτερο κακό. Έτσι θα τονωθούν λίγο οι πιστοί, αλλά και θα εμποδιστούν λίγο όσοι πολεμούν την Εκκλησία. Η Εκκλησία δεν είναι δικό τους καΐκι, να κάνουν βόλτες. Είναι το σκάφος του Χριστού. Αυτοί είναι κατακριτέοι. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να έχουν μεγάλο μισθό, πολυτελές αυτοκίνητο, να τρέχουν στις διασκεδάσεις… Και ύστερα κάνουν νόμο να παντρεύονται με πολιτικό γάμο, νομιμοποιούν τις αμβλώσεις… Τι θα κάνη ο Θεός, άλλο θέμα. Και με τις βλάσφημες ταινίες που παρουσιάζουν, θέλουν να γελοιοποιήσουν τον Χριστό. Το κάνουν, για να πουν: «αυτός ήταν ο Χριστός, τώρα θα έρθη ο Μεσσίας», και να παρουσιάσουν μετά τον «Μεσσία» τους. Εκεί το πάνε.

ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ

Κυριακή, 31 Ιανουαρίου 2010

ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ

Στις Γερμανικές κακοδοξίες
---------------------------------------------------------
Από τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό

Πρίν αντιγράψουμε τό ξεκαθάρισμα τών επίμαχων σημείων περί τής Αγίας Τριάδος από τόν Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, θά θέλαμε νά προσδιορίσουμε μιά σύγχρονη αλλοίωση τού Συμβόλου τής Πίστεως εκ μέρους τών κ.κ.Γιανναρά καί Ζηζιούλα. Τό Σύμβολο τής Πίστεως αρχίζει : Πιστεύω εις έναν Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα...... καί εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν.....καί εις τό Πνεύμα τό Άγιο.....Οί σύγχρονες κεφαλές τής θεολογίας μας διαβάζουν: Πιστεύω εις έναν Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού.... Η εκκλησία μάς είχε προειδοποιήσει εν καιρώ ειρήνης νά μήν αλλάξουμε ούτε ένα κόμμα από τά δόγματά μας καί ίσως ακουγόταν υπερβολικό. Καί όμως δέν ήταν.

Έκδοσις Ακριβής τής Ορθοδόξου Πίστεως :

8(8) Γιά τήν Αγία Τριάδα.

Γι αυτό λοιπόν πιστεύουμε σέ έναν Θεό, σέ μιά αρχή άναρχη, άκτιστη, αγέννητη καί ανόλεθρη καί αθάνατη, αιώνια, άπειρη, απερίγραπτη...... αρχή που δημιούργησε όλα τα κτίσματα, τα ορατά και τα αόρατα...... με καθαρό και αμόλυντο τρόπο βρίσκεται πάνω σε όλες τις ουσίες (αχράντως ταίς όλαις ουσίαις επιβατεύουσαν και πάντων επέκεινα και πάσης ουσίας εξηρημένην ως υπερούσιον και υπέρ τα όντα ούσαν) πιστεύουμε σε ένα Πατέρα, την αρχή και αιτία όλων, ούκ έκ τινος γεννηθέντα, αναίτιον και αγέννητον μόνον υπάρχοντα. Και είς ένα Υιόν του Θεού τον μονογενή... δι’ ου τα πάντα εγένετο, ο χαρακτήρ του πατρός, ο Λόγος ο ενυπόστατος, η ουσιώδης και τελεία και ζώσα εικών του αοράτου Θεού.

Ομοίως πιστεύομεν και εις εν πνεύμα το Άγιον, το κύριο και ζωοποιόν, το έκ του Πατρός εκπορευόμενον και έν Υϊώ άναπαυόμενον... την πηγήν της ζωής και του αγιασμού.

Παραδεχόμαστε ότι ο καθένας από τούς τρείς έχει τέλεια υπόσταση ίνα μή εκ τριών ατελών μίαν σύνθετον φύσιν τελείαν γνωρίσωμεν, άλλα μιά απλή ουσία σε τρείς τέλειες υποστάσεις. Διότι είναι αδύνατο να γίνει σύνθεση από τέλειες υποστάσεις.

Κατά συνέπεια δεν λέμε το είδος (το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό) από τις υποστάσεις, αλλά στίς υποστάσεις (άλλ’ εν υποστάσεσιν).

Ατελή είναι όσα δεν σώζουν το είδος του πράγματος που αποτελείται από αυτά. Π.χ. το λιθάρι και το ξύλο και το σίδερο είναι το καθένα τέλειο καθεαυτό κατά την δική του φύση, αλλά έν σχέσει πρός το σπίτι που αποτελείται από αυτά (πρός δέ το εξ αυτών αποτελούμενον οίκημα ατελές έκαστον αυτών υπάρχει) γιατί απομονωμένο το καθένα από αυτά δεν είναι σπίτι (ουδέ γάρ εστίν έκαστον αυτών καθ’ εαυτό οίκος).

Ενώ οι υποστάσεις είναι τέλειοι θεοί κάθε μία απο αυτές, δεν έχουν ανάγκη την σωστή αρχιτεκτονική σχέση και κοινωνία για να είναι θεοί, όπως διδάσκουν περί ετερότητος ο Ζηζιούλας και ο Γιανναράς και έχουν επινοήσει τον σύγχρονο πόλεμο περί ρατσισμού και την σωτηρία δια της κοινωνίας, αλλοιώνοντας πλήρως την Αγία Τριάδα καθώς στα πονεμένα τους μυαλά μόνον ο Πάτηρ είναι ο Θεός.
- Άρα και ορθοδόξως πρώτος. Αλλοίμονό μας να λατρεύαμε από εδώ και πέρα τον Νεόπλατωνικό Θεό.

Παραδεχόμαστε λοιπόν τέλειες τίς υποστάσεις, συνεχίζει ο Άγιος Δαμασκηνός, για να μη νοήσουμε σύνθεση στη θεία Φύση!

«Γιατί η σύνθεση είναι αρχή της διασπάσεως».

Εδώ βρίσκεται σε απόλυτο αδιέξοδο και ο σεβαστός μεταφραστής Νίκος Ματσούκας, ο οποίος έμαθε την θεολογία διαβάζοντας Γερμανικά:

Και πάλι λέμε τις τρείς υποστάσεις στη μεταξύ τους σχέση (σαν ετερότητες), για να μη εισαγάγουμε πλήθος και συνέλευση θεών!

Νά όμως τί λέει το πρωτότυπο: Και πάλιν έν αλλήλαις τας τρείς υποστάσεις λέγομεν, ίνα μη πλήθος και δήμον θεών εισαγάγωμεν. (Για να μην ξαναφτιάξουμε τον Όλυμπο της δικαιοσύνης του κ. Γιανναρά και την εσχατολογική Σύναξη του κ. Ζηζιούλα).

Διά μέν των τριών υποστάσεων το ασύνθετον και ασύγχυτον. Διά δέ του ομοουσίου και έν αλλήλαις είναι τας υποστάσεις...... το αδιαίρετον καί το είναι ένα θεόν, γνωρίζομεν.

Έτσι λοιπόν μαθαίνουμε να αγαπούμε το όμοιο, την εικόνα του θεού σε κάθε συνάνθρωπό μας. Σήμερα καλούμαστε να αγαπήσουμε το έτερον! Δηλαδή τί; Τα όμορφά του μάτια; Την προσωπικότητα; Το στύλ; Το ύφος; Την φωνή;   Έλεος!

---------------------------------------

Αυτή είναι μια επιβεβαίωση των όσων γράψαμε στην αρχή του κειμένου μας. Η ορθόδοξη θεολογία ακολουθεί πιστά πλέον τις καθολικές κακοδοξίες, διότι εάν χωρίσαμε την Εκκλησία μας λόγω της προσθήκης ενός όρου από την παπική κακοδοξία, εδώ έχουμε την αλλοίωση ολοκλήρου του Συμβόλου της Πίστεως. Η νέα οικουμενική εκκλησία πιστεύει σε άλλον θεό πλέον ξεκάθαρα.

  
 Aμέθυστος
You might also like:

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΪΝΤΕΓΚΕΡ


Τά τελευταία δεδομένα περί ΣΚΕΨΕΩΣ (1)

«...παραμένει ως αναπόφευκτη κατάσταση ανάγκης το γεγονός, πως ο αναγνώστης, που κατά φυσικό τρόπο συναντά την εργασία αυτή απ' έξω, κατ' αρχάς και για πολύ καιρό, δεν αναπαριστά και δεν ερμηνεύει τα προς σκέψη πράγματα βάσει των αποσιωπημένων πηγών...» Heidegger, Holzwege

Στο ευχαριστήριο γράμμα της 6 Αυγούστου του 1949 από τον St. Moritz, εκφράζοντας τις ευχαριστίες για την λήψη των τριών βιβλίων-κλειδιών της στροφής (“Τι είναι η μεταφυσική”, “Περί της ουσίας της αληθείας” και “Περί του ανθρωπισμού), ο Karl Jaspers μας προδίδει προσωπική του ερμηνευτική συνταγή για την αποκωδικοποίηση της “στροφής” του Heidegger: «Οι ερμηνείες σας των αρχαίων είναι πάντα μια έκπληξη. Είτε είναι ορθές είτε λανθασμένες, είναι αδιάφορο μπρος σ' αυτό από το οποίο μιλάτε και ως προς αυτό όπου σκοπεύετε να οδηγήσετε τον αναγνώστη. Τα κείμενά μου απευθύνονται, χωρίς να τα έχω ξεκαθαρίσει. Αναπηδούν πολλά ερωτήματα. Δεν έχω ακόμα καταφέρει να βρεθώ εν μέσω του όλου πράγματος. Βοηθιέμαι ενθυμούμενος πράγματα ασιατικά... Το “Είναι”, “το ξέφωτο του Είναι” όπως τα χρησιμοποιείτε, η αντιστροφή που κάνετε της αναφοράς μας στο Είναι σε αναφορά του είναι σε μας- όλα αυτά πιστεύω κάπου τα συνάντησα στην Ασία...»

Η απάντηση του Heidegger στις 12.8 είναι κυριολεκτικά μια επιστροφή του γράμματος:

«Αυτό που λέτε περί ασιατικών πραγμάτων είναι συγκλονιστικό. Ένας Κινέζος, που τα χρόνια 1943-44 άκουσε τις παραδόσεις μου για τον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη, βρήκε επίσης απηχήσεις της ασιατικής σκέψης. Όπου η γλώσσα δεν είναι πατρίδα μου παραμένω σκεπτικός (εν αμφιβολία). Και αυτό εντάθηκε όταν ο Κινέζος, που ήταν Χριστιανός θεολόγος και φιλόσοφος, μετέφρασε μαζί μου μερικές λέξεις του Λάο Τσε. Ρωτώντας έμαθα πόσο ξένη μας είναι η όλη ουσία της γλώσσας. Είχαμε παρατήσει την προσπάθεια. Παρόλα αυτά, εδώ βρίσκεται κάτι πολύ ενδιαφέρον, και όπως πιστεύω, κάτι ουσιώδες για το μέλλον, όταν μετά από εκατοντάδες χρόνια θα έχει ξεπεραστεί η ερήμωση. Οι απηχήσεις όμως έχουν πιθανόν μια εντελώς άλλη ρίζα. Από το 1910 με συντροφεύει ο δάσκαλος (Meister) της γραφής και της ζωής Έκαρτ. Αυτός και η πάντα καινούρια προσπάθεια στοχασμού πάνω στο “το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι” του Παρμενίδη. Το συνεχές ερώτημα για το “αυτό”, που δεν είναι ούτε “νοείν” ούτε “είναι”. Η απουσία της σχέσης υποκειμένου-αντικειμένου στον Ελληνισμό, με οδήγησαν, παράλληλα με την σκέψη μου, σε κάτι που φαίνεται σαν μια αντιστροφή, αλλά είναι και κάτι άλλο και προηγείται αυτουνού». 
  
Πηγή : Αμέθυστος: Παρασκευή, 19 Φεβρουαρίου 2010, Ο Heidegger και η ανατολή

Τα ισχυρότερα, υπερκλασσικά λογικά συστήματα έχουν μόνο τότε φιλοσοφική σημασία, όταν με την μετάβαση προς αυτά και η φιλοσοφία αλλάζει το βασικό της θέμα. Δηλαδή γυρίζει την πλάτη στο Είναι και σε κάθε τι που σχετίζεται με αυτό, και στρέφεται εξολοκλήρου προς εκείνη την “δεύτερη” μεταφυσική, για την οποία γίνεται λόγος στο σύστημα της Γιόγκα, στην αρνητική (αποφατική) θεολογία του Αρεοπαγίτου, στην ιδέα του Zimzum του καββαλιστή Ισαάκ Λούρια και στον Heidegger. Στους πνευματικούς αυτούς χώρους, που επεκτείνονται στο φιλοσοφικό σκοτάδι με το ντροπιαστικό όνομα “Τίποτα”, συναντούμε τοπία συσχετίσεων που ακόμα δεν έχουν μετρηθεί, και για τα οποία ισχύει αυτό που ο Hegel στην “Φαινομενολογία του Πνεύματος” λέει για το λεγόμενο “εσωτερικό” (Innere): "δείχνεται πως πίσω από το λεγόμενο παραπέτασμα, που θα έπρεπε να κρύβει το εσωτερικό, δεν φαίνεται τίποτα, αν εμείς οι ίδιοι δεν πάμε εκεί, ώστε να ιδωθεί έτσι ως εάν να ήταν εκεί κάτι το οποίο μπορεί να ιδωθεί. Προκύπτει όμως, πως δεν είναι και τόσο ανεμπόδιστη η πορεία προς τα εκεί. Γιατί αυτή η γνώση, ποια είναι η αλήθεια της αντίληψης-αναπαράστασης του φαινομένου και του εσωτερικού του, είναι αποτέλεσμα μιας κοπιώδους κίνησης, δια της οποίας εξαφανίζονται οι τρόποι της συνείδησης, η γνώμη, η αντίληψη και η κατανόηση..." (Meiner 1928, p. 128) Τρεις σειρές πιο κάτω τελειώνει το κεφάλαιο για την συνείδηση, και αρχίζει αυτό για την αυτοσυνειδησία. 

Αυτό που ο Hegel λέει για το τίποτα, που μας αντικρίζει από τα βάθη της συνείδησης, μπορεί να μας χαρίσει μια βαθύτερη ματιά για την σχέση της βούλησης και του τίποτα. Το Είναι είναι τόπος γέννησης της σκέψης. Το τίποτα όμως είναι η πατρίδα της βούλησης. Μέσα στο τίποτα, όπως μας διδάσκει το αναφερθέν σημείο από την Φαινομενολογία, δεν φαίνεται τίποτα, για όσο δεν αποφασίζουμε να μπούμε εκεί και να κτίσουμε ένα κόσμο σύμφωνα με τους νόμους της αρνητικότητας. Αυτό τον κόσμο ο Θεός δεν τον έχει δημιουργήσει ακόμα, και δεν υπάρχει και κανένα σχέδιο για τον κόσμο αυτόν, πριν η σκέψη το (σχέδιο) περιγράψει σε μια αρνητική γλώσσα.

Αμέθυστος 


ΠΗΓΗ