Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

Πατρικές νουθεσίες γέροντα Ιωαννίκιου Μπαλάν




1) Είπε ο γέροντας σ΄ έναν νέο δόκιμο που μόλις είχε λάβει δώρο ένα κομποσκοίνι από έναν άλλο πατέρα. Αυτό το κομποσκοίνι θα σου ζητήσει πολύ κόπο ¨

2) Οι αρχάριοι στην προσευχή να λένε όσο πιο συχνά το ¨ Πάτερ ημών ή τον Ν ψαλμό ή κάποια άλλη προσευχή χωρίς να επιμένουν στην αρχή τόσο στην ευχή του Ιησού αλλά προσπαθώντας ν΄ αποκτήσουν κατάσταση εγρήγορσης στην παρουσία του Θεού.

3) Καλύτερα να είσαι στον κόσμο με τον πόθο να γίνεις μοναχός παρά να είσαι στο μοναστήρι με το μυαλό στα εγκόσμια. Όποιος είναι στον κόσμο και δοκιμάζεται έτσι, ας βάλει ως στόχο τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια της ζωής του να τα περάσει στο μοναστήρι.

4) Να κοινωνάτε τα παιδιά σας κάθε Κυριακή. Κι αν κατά τη διάρκεια της εβδομάδας είναι καμιά μεγάλη γιορτή να τα κοινωνάτε και τότε.

5) Διαβάζεται τους βίους των αγίων. Εκεί θα βρείτε μεγάλη πίστη και συμβουλές περί προσευχής. Θα βρείτε την ιστορία και την αληθινή φιλοσοφία, κατανοητή για όλους. Και πάνω απ΄ όλα θα βρείτε μορφές ανθρώπων μέσω των οποίων εργάστηκε το Άγιο πνεύμα.

6) Εάν όλοι οι χριστιανοί στη χώρα μας νήστευαν μια εβδομάδα, αν θα σταματούσαν τις εκτρώσεις και τις ανομίες, αν θα μετανοούσαν ειλικρινώς, εάν θα εξομολογούνταν και θα κοινωνούσαν, θα βλέπατε μεγάλα θαύματα. Θα γύριζε ο Θεός το πρόσωπό του πάλι προς τη χώρα μας.

7) Πιο λίγη τηλεόραση και πιο πολλή προσευχή. Όποιος δε βλέπει καθόλου τηλεόραση κάνει το καλύτερο.

8) Από τον καθημερινό κανόνα προσευχής να μη λείπει το Ψαλτήριον, τουλάχιστον 1-2 καθίσματα.

9) Η μητέρα να προσεύχεται μαζί με το παιδί της. Να τα μάθει από μικρά να προσεύχονται. Ο καθένας με ότι ταιριάζει στην ηλικία του, αλλά να επιμένει σ΄ αυτό. Έτσι τα παιδιά μεγαλώνουν με το Χριστό και τα μεγαλώνει Εκείνος.

Γιατί καταδιώκονται, εξορίζονται και φυλακίζονται οι υπηρέτες του Χριστού;

Απαντάει ο Άγιος ιερομάρτυς και ομολογητής Ονούφριος(1889- 1938)

Ο βίος του Αγίου ιερομάρτυρος και Ομολογητή Ονουφρίου ΕΔΩ


Δέκα χρόνια πριν από το μαρτυρικό του τέλος, ό επίσκοπος Ονούφριος, εξόριστος στα Ουράλια, έγραφε:
«“Μηδέν φοβού ά μέλλεις παθείν. ιδού δη μέλλει βαλείν ό διάβολος έξ υμών εις φυλακήν ίνα πειρασθητε, και έξετε θλίψιν ημέρας δέκα, γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τόν στέφανον της ζωής” (Άποκ. 2:10).

»Γιατί καταδιώκονται, εξορίζονται και φυλακίζονται οι υπηρέτες του Χριστού; Όλα αυτά δεν τά παθαίνουν χωρίς τη βούληση του Θεού. Επομένως, τά βάσανά τους είναι δυνατό να τελειώσουν οποιαδήποτε στιγμή, αν το θελήσει ό Θεός. Οι διωγμοί παραχωρούνται για να δοκιμαστεί ή πιστότητά μας σ Εκείνον. Αν παραμείνουμε σταθερά κοντά Του ως το τέλος, θα πάρουμε ως βραβείο την αιώνια ζωή... Έτσι μάς υπόσχεται ό Κύριος, ό όποιος ποτέ δεν ψεύδεται.
 Οι διωγμοί, λοιπόν, των ομολογητών της πίστεως συνεπάγονται την αιώνια χαρά, την ουράνια μακαριότητα... 
Να γιατί δεν πρέπει να θλιβόμαστε εμείς, οι υπηρέτες τού Χριστού, επειδή είμαστε σκορπισμένοι σε φυλακές και απόκεντρους τόπους εξορίας. 
Δεν πρέπει ούτε καν να σκεφτούμε την απαλλαγή από τις ταλαιπωρίες μέ οποιονδήποτε συνειδησιακό συμβιβασμό. 
Ό διωγμός είναι σταυρός πού μάς δόθηκε από τον ίδιο τον Θεό. Πρέπει, λοιπόν, να τον σηκώσουμε πιστοί στο χρέος μας μέχρι θανάτου.
»Μην κοιτάς λυπημένα προς τά πίσω. Τράβα μέ θάρρος μπροστά, παραδομένος στο έλεος τού Θεού. Γιατί ό Σωτήρας λέει: “Ουδείς έπιβαλών την χείρα αυτού επ’ άροτρον και βλέπων εις τά οπίσω εύθετός έστιν εις την βασιλείαν τού Θεού” (Λουκ. 9:62)».

Από το βιβλίο «Άγιοι κατάδικοι.Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ου αιώνα''Ι.Μ.Παρακλήτου

Και πάλιν Τριώδιον και πάλιν ταπείνωση υψοποιός... π.Παντελεήμων Κρούσκος

  Και πάλιν Τριώδιο και πάλι Τελώνης και Φαρισαίος και πάλι η ορθή προσευχή και η υψοποιός ταπείνωση. " Θέλω να σας μιλήσω για την ταπείνωση αδελφοί και φοβούμαι" , γράφει ο αββάς Ισαάκ "διότι θα μιλήσω για πράγμα σπουδαίο",πού φτάνει ως τον ουρανό και τον Θεό.Ταπείνωσις εστί "στολή της θεότητος", διότι την ταπείνωση ντύθηκε ο Λόγος του Θεού για να συναναστραφεί με τους ανθρώπους.

  Πώς να εισακουστούν και να εκτιμηθούν τα λόγια του αββά Ισαάκ σήμερα; Σήμερα η ταπείνωση θεωρείται ταπεινολογία, φαρισαισμός, αδυναμία, δειλία.Δεν διακρίνουμε την παρρησία από το θράσος, αλλά ούτε και τον εξευτελισμό και την ένοχη σιωπή από την αληθινη ταπείνωση. Η ταπείνωση στον άνθρωπο σε αντίθεση με τον ταπεινούντα εαυτόν εως γης Χριστόν, έχει και σχήμα και ενεργεια εσωτερικά κυρίως. Κοσμεί τον μέσα άνθρωπο. 

Η ταπεινοσχημια όμως δεν διαφέρει από αυτή την κομπαστική υπερηφάνεια που έκανε τον Φαρισαίο "άγιο" και δικαιούντα εαυτόν. Γι'αυτό και οι πραγματικά ταπεινοί είναι και δυσδιάκριτοι, αλλά και σε έναν κόσμο αυτοπροβολής και επιδεικτικής θρησκευτικότητας, καλά κρυμμένοι. 
Λέγεται για τους αγίους σαλούς, πώς επιδείκνυαν αχαρακτήριστες και σκανδαλώδεις συμπεριφορές για να κρύψουν την αγιότητα τους.Αυτή είναι η μεγαλειώδης ταπείνωση πού δεν χωρεί αμφισβήτηση παρά μόνο διακριτικώς θαυμασμό και σεβασμό.

 Φυσικά το μόνο μήνυμα της αυριανής Κυριακής δεν είναι μόνον η ταπείνωση ως αυτοσκοπός, αλλά και το ορθόν μέσον,η ευάρεστη στον Θεό προσευχή. Αν οι αρχαίοι προσέφεραν στον Θεό , θυσίες και ολοκαυτώματα, η δική μας λατρεία ορίζει μοναδική και ευάρεστη θυσία "καρδιά συντετριμμένη και τεταπεινωμενη". Η ορθόδοξη λατρεία είναι θέατρον και δράμα, αλλά και "ανάμνησις" ταπεινώσεως. Η Φάτνη, ο Γολγοθάς, ο Τάφος, η Ανάσταση,οι ζωντανές αποδείξεις της Αφάτου Κενώσεως είναι έμπροσθεν μας και μας διδάσκουν, μας μυούν στο μυστήριο και το ήθος της ταπείνωσης, με Μυσταγωγό αυτόν τον ίδιο τον Αμνό του Θεού, τον πράο και ταπεινό τη καρδιά και εαυτόν ταπεινώσαντα και κενώσαντα εως θανάτου Σταυρού.

  Μπαίνουμε και πάλι στο ευλογημένο Τριώδιο , πού αρχίζει από τον Ναό των Ιεροσολύμων, με την προσευχή των δύο μεγάλων αμαρτωλών και καταλήγει στον εσφραγισμένο λίθο του Παναγίου Τάφου, το Μεγάλο Σάββατο. Το στοιχημα λοιπόν είναι η νέκρωση της αμαρτίας για να δούμε την Ανάσταση, νέκρωση τελωνική και όχι εντύπωση φαρισαϊκή.
Θέλει γενναιότητα ψυχής για να μπούμε στο Τριώδιο.Γενναιότητα να απορρίψουμε όλα αυτά που αγαπάμε και συνηθίζουμε. Να βγούμε από τον εαυτό μας. Να μονωθούμε στην έρημο, ζώντας παράλληλα την κοινωνία των ανθρώπων.Η Εκκλησία μέσα στο Τριώδιο όρισε την πυκνή λειτουργική ζωή και προσευχή. Αυτά μας προσδιορίζουν και δίνουν χρώμα και κατεύθυνση στον αγώνα μας. Ας πάρουμε την γενναία απόφαση...

Ιερομάρτυς Ιωάννης Κοτσούρωφ-Ο πρώτος μάρτυρας της νεότερης Ρωσίας(+31 Οκτωβρίου 1917)



Ό Ιερομάρτυς άγιος Ιωάννης γεννήθηκε το 1869.Ηταν γιος του ιερέως Α
λεξάνδρου Κοτσούροφ. Ό π. Αλέξανδρος -εφη­μέριος στο ναό των Θεοφανείων, στο χωριό Βιγκελτινοσούρκ-ήταν ταπεινός και είχε εμφυσήσει το φόβο του Θεού στα παιδιά του,ιδιαίτερα στον Ιωάννη, πού ήταν το πιο ευαίσθητο. Ό Ιω­άννης το 1891 αποφοίτησε από το Θεολογικό Σεμινάριο της πό­λεως Ριαζάν. Στή συνέχεια ενεγράφη στη Θεολογική Ακαδη­μία, στην Άγια Πετρούπολη. Αποφάσισε ν' αφιερώσει τη ζωή του στην ιεραποστολή. 
Το 1895 στάλθηκε στην Αλάσκα ως ιε­ραπόστολος. Μετά τη χειροτονία του, τον Αύγουστο του ϊδιουχρόνου, τοποθετήθηκε εφημέριος στο ναό αγίου Βλαδίμηρου στο Σικάγο, και στους Τρεις Ιεράρχας της πόλεως Στρήτορ. Οι να­οί ήσαν άδειοι. "Ομως, αυτό δεν έκαμψε το ζήλο του. Με πολλή προσευχή και πολύ αγώνα, μέσα σέ τρία χρόνια ασκητικής ζωής στο Σικάγο, ό άγιος Βλαδίμηρος απέκτησε ποίμνιο διακοσίων περίπου ψυχών και οι Τρεις Ιεράρχες ενενήντα.Ίδρυσε επίσης καί κατηχητικά σχολεία. Ό π. Ιωάννης βάπτισε ο ϊδιος τα παι­διά του, μη υπαρχόντων άλλων ιερέων
Τον Ιούλιο του 1907, γύρισε στην Άγια Πετρούπολη, μόλις πληροφορήθηκε το θάνατο του πεθερού του. Διορίστηκε στη Με­ταμόρφωση του Σωτήρος στην πόλη Νάρδα. Παράλληλα, δίδα­σκε στο γυμνάσιο. Το Νοέμβριο του 1916 έγινε εφημέριος στην αγία Αίκατερίνα στην πόλη Τσάρσκογιε Σελό, οπού βρίσκονταν τα θερινά ανάκτορα των τσάρων. "Εδωσε -όπως το έκανε παντού και πάντα- ολόκληρο τον εαυτό του στο έργο του, ως καλός ποιμήν.

'Υστερ'από τρεις μήνες, ξεκίνησε ή επανάσταση του 1917. Στήν πολίχνη, οπού υπηρετούσε, πήγαν στρατιώτες και περικύκλω­σαν τ' ανάκτορα. Γίνονταν επεισόδια συνεχώς. Ό π. Ιωάννης πάσχιζε να μεταδώσει σε όλους την ειρήνη του Θεού και να τους στηρίξει πνευματικά. Σύντομα ή εξουσία πέρασε στους μπολσε­βίκους. Στό Πέτρογκραντ, ομάδες του κόκκινου στρατού διατά­χθηκαν να φθάσουν στα θερινά ανάκτορα των τσάρων και ναχτυπήσουν τους κοζάκους πού τα υπερασπίζονταν. Το πρωί της 30ης Όκτωβρίου, άρχισε ή πολιορκία της πόλεως. "Εντρομοι οι κάτοικοι ζήτησαν καταφύγιο στους ναούς.
Ό π. Ιωάννης, στην Αγία Αικατερίνα, έκανε παράκληση να σταματήσει ό εμφύλιοςσπαραγμός. 'Ολοι μαζί οι κληρικοί αποφάσισαν να κάνουν πε­ριφορά των εικόνων. 
Εφημερίδα της Πετρουπόλεως, έγραψε; «Ή λιτάνευση γινόταν με τη συνοδεία πυροβολισμών. Παρά τον άμεσο κίνδυνο τη ς ζωής τους, χιλιάδες λάου συνόδευσαν τις εικό­νες και προσεύχονταν. "Ολοι έκλαιγαν, γι' αυτό οι ψαλμωδίες των ιερέων δεν ακούγονταν καθαρά! Ή περιφορά ολοκληρώθη­κε αργά το βράδυ. "Αναψαν κεριά και συνέχισαν τις ικεσίες στον Θεό. Μόλις σκοτείνιασε για καλά,οι κοζάκοι άρχισαν να φεύ­γουν. Περνώντας από τους ιερείς, τους έλεγαν: «Σταματήστε, πα­τέρες, τις δεήσεις καί φύγετε. Ή κατάσταση είναι έκρυθμη».
 Ό π. Ιωάννης, απάντησε εξ ονόματος όλων των κληρικών: «Δεν θά φύγουμε. Θα εκτελέσουμε το ποιμαντικό καθήκον μας, ως το τέ­λος. Κόκκινοι καί λευκοί, όλοι είναι παιδιά του Θεού». Οι κο­ζάκοι έφυγαν, για ν' αποφευχθούν σφαγές.

Μόλις ξημέρωσε, μπήκαν στην πόλη οι πρώτες συντεταγμένες ομάδες μπολσεβί­κων.Αμέσως άρχισαν οι συλλήψεις, οι εκτελέσεις, οι ανακρί­σεις. Από τους πρώτους, συνέλαβαν τους ιερείς, με την κατηγορία ότι ή λιτανεία έγινε για να νικήσουν οι κοζάκοι!.. 
Ό π. Ιω­άννης έλεγε και ξανάλεγε ότι δεν έχουν καμία σχέση με την πο­λιτική και ότι κληρικοί και πιστοί, προσεύχονται να σταματήσει ο εμφύλιος. Οι στρατιώτες, μη δίνοντας σημασία στα λόγια του, άρχισαν να τον χτυπούν στο πρόσωπο άγρια. Με φωνές και σαρ­κασμούς εσχισαν τα ράσα του. Άφού τον ταλαιπώρησαν αρκε­τά, τον πυροβόλισαν. Δεν είχε ξεψυχήσει ακόμη κι άρχισαν να τον βασανίζουν... Γρήγορα όμως ό Θεός πήρε κοντά Του τον ίερομάρτυρα, για να του δώσει τον άμαράντινο της δόξης στέφανο.

Οι πιστοί υψώνουν σταυρό στο μέρος όπου υπήρχε ο ναός της Αγίας Αικατερίνης και ο τάφος του Αγίου

Την ώρα πού ξεψυχούσε, οι εκτελεστές τράβηξαν από το στήθος του το σταυρό κι έφυγαν. Την άλλη μέρα οι πιστοί μετέφεραν το Σκήνωμα στο κοιμητήριο. Πολλοί, βλέποντας τον επιστήθιο σταυρό του να λείπει, θυμήθηκαν τα λόγια πού είχε πει δώδεκα χρόνια πριν -στην Αμερική- όταν του δώρησαν το σταυρό αυτό. Είχε πει τότε: «Ασπάζομαι τον σταυρό αυτό, ό όποιος θά είναι το στήριγμα μου στις δύσκολες στιγμές. Δεν θα πω μεγάλα λόγια, ότι θα τον έχω δηλαδή και στον τάφο μου. Δεν είναι ή θέση του σταυρού αύτού στον τάφο. Να μείνει σαν ιερό κειμήλιο, μαρτυ­ρία της αγάπης, της αδελφοσύνης και της φιλίας, των πιο ιερών αισθημάτων στη γη!..».

Στις 31 Μαρτίου 1918, στο ναό της Θε­ολογικής Άκαδημίας της Μόσχας, ό πατριάρχης Τυχών τελούσε τα μνημοσυνα των ιερομαρτυρων και μαρτύρων που είχαν χάσει τη ζωή τους, από τους άθεους ύλιστές. Ανέπεμψε δέηση «υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των δούλων του Θεοϋ, των υπέρ της ορθοδόξου ημών πίστεως μαρτυρησάντων». Αμέσως μετά το πρώτο όνομα του ίερομάρτυρος Μητροπολίτου Κιέβου Βλαδί­μηρου, μνημονεύθηκε ό πρώτος ιερεύς πού έδωσε τη ζωή του για τα πνευματικά του τέκνα. "Ήταν ό πρωθιερεύς Ιωάννης Κοτσούρωφ, ό μαρτυρικός θάνατος του οποίου άνοιξε μια νέα σε­λίδα δόξης των Ρώσων νεομαρτύρων του εικοστού αιώνος.
Ή ένταξη του ίερομάρτυρος Ιωάννου Κοτσούρωφ στο εορτο­λόγιο της ρωσικής Εκκλησίας, πραγματοποιήθηκε το χειμώνα του 1994-95.
Η μνήμη του τιμάται στις 31 Οκτωβρίου

Από το βιβλίο του Μ.Μελινού-''Άνθη Αγίας Ρωσίας

Ιερομάρτυς και Ομολογητής Νικόλαος (Κανταούρωφ +1938)


ΚΟΖΑΚΟΣ στην καταγωγή, ό ίερομάρτυς Νικόλαος γεννήθηκε στις 21 Ιανουάριου του 1880 στο κοζάκικο χωριό Μπαρσουκόφσκι, στο Κουμπάν του Βορείου Καυκάσου. Ό πατέρας του Ανδρέας Κανταούρωφ, όπως και όλοι σχεδόν οι Κοζάκοι  πρόγονοί του, ήταν αξιωματικός του στρατού. Από τούς προγόνους της μητέρας του Άννας πολλοί ήταν ιερείς.

Ό Ανδρέας Κανταούρωφ ανδραγάθησε σε πολλούς πολέμους, παρασημοφορήθηκε επανειλημμένα και κατέλαβε υψηλές θέσεις στη στρατιωτική ιεραρχία. Μετά την αποστράτευση του, διορίστηκε επιθεωρητής λαϊκής μορφώσεως Βορείου Καυκάσου. Το 1898 δολοφονήθηκε από τρομοκράτες -ήταν εποχή πού διάφορα επαναστατικά κινήματα και κοινωνικές συγκρούσεις συντάραζαν απ’ άκρη σ’ άκρη την απέραντη Ρωσία.

Λίγο μετά τη δολοφονία του πατέρα του, ό Νικόλαος αποφάσισε να διακονήσει τον Θεό και τον λαό Του ως ιερέας. Ή απόφαση του ήταν ενσυνείδητη. Ήθελε μέ τον τρόπο αυτό να εκδηλώσει έμπρακτα την αντίδραση του στο αθεϊστικό ρεύμα, το όποιο τά χρόνια εκείνα απλωνόταν ανεξέλεγκτα, υποσκάπτοντας όλες τις παραδοσιακές δομές της ορθόδοξης ρωσικής κοινωνίας.
- Πρέπει και κάποιος να γίνει ιερέας! είπε μέ νόημα μια
μέρα στη μητέρα του, σχολιάζοντας μέ θλίψη πώς και τά παιδιά ακόμα των ιερατικών οικογενειών δεν τολμούσαν να σκεφτούν καν την αναδοχή της ιεροσύνης.
Φοίτησε, λοιπόν, στο Εκκλησιαστικό Σεμινάριο της Σταυρουπόλεως. πού το τελείωσε το 1907. Σπουδαστής ακόμα νυμφεύθηκε την Ελένη, κόρη τού ιερέα Ιωάννη Καραγάτσεφ. Από τον γάμο του απέκτησε έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια.
Με την σύζυγό του,1907

Το 1908. σε ηλικία είκοσι οκτώ χρόνων, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και υπηρέτησε ως εφημέριος σε διάφορα κοζάκικα χωριά τού Βορείου Καυκάσου, κάτω από αντίξοες συνθήκες, αλλά πάντοτε μέ αξιοθαύμαστο ζήλο και φιλοπονία.

 Όταν, μετά την μπολσεβίκικη επανάσταση τού 1917, ξέσπασε ό εμφύλιος πόλεμος, ό π. Νικόλαος τήρησε ουδέτερη στάση απέναντι στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, τούς Λευκούς και τούς Κόκκινους, πού κυρίευαν μέ εναλλαγή την περιοχή. Στα κηρύγματά του έκανε λόγο για ειρήνη και συμφιλίωση, διακηρύσσοντας πώς ό φυλετικός εκείνος σπαραγμός αποτελούσε αυτοκτονία τού έθνους.

  Μετά την οριστική επικράτηση τών Κόκκινων, εγκαθιδρύθηκε το σοβιετικό καθεστώς και στον Βόρειο Καύκασο το 1920. Αμέσως άρχισε σκληρός διωγμός κατά της Εκκλησίας, πού εκδηλώθηκε πρώτα-πρώτα μέ τις αρπαγές εκκλησιαστικών ειδών από τούς ναούς και τις συλλήψεις κληρικών. Οι τοπικές αρχές τού Κουμπάν, ωστόσο, επειδή σέβονταν και εκτιμούσαν τον
π. Νικόλαο για την ακεραιότητα του, αρκετές φορές τον προειδοποίησαν μέ απεσταλμένους τους για την επικείμενη σύλληψή του και τον παρακίνησαν να δια- φύγει έγκαιρα.

-Νικόλαε Άντρέγεβιτς, του έλεγαν, συγκεντρώνονται στοιχεία για τη δικαιολόγηση της συλλήψεώς σας. Μη χάνετε καιρό! Θα σάς δώσουμε άλογα. Πάρτε τα και φύγετε!
Αλλά και οι ενορίτες, αναστατωμένοι, τον παρακαλούσαν να κρυφτεί, πηγαίνοντας σ’ άλλον τόπο για ένα χρονικό διάστημα.
Ό π. Νικόλαος δεν άκουσε κανέναν. Έμεινε κοντά στο ποίμνιό του και συνέχισε να κηρύσσει, όπως πρώτα, την πίστη, την αγάπη, την ειρήνη, τη μετάνοια. Δεν δίσταζε, μάλιστα, να στηλιτεύει  την αθεΐα, πού είχε διαβρώσει τά θεμέλια της ορθόδοξης Ρωσίας και οδηγούσε τον λαό της στον πνευματικό θάνατο. Πολλοί τού έλεγαν ότι μέ τά αντεπαναστατικά του κηρύγματα θα προκαλούσε τη σύλληψή του.
- Τά κηρύγματά μου δεν έχουν τίποτα το αντεπαναστατικό, απαντούσε. Μιλώ για το μέλλον της Ρωσίας μας, πού διαγράφεται ζοφερό.
  Τελικά, το 1930 τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν σε έγκλεισμά δύο ετών σε Σωφρονιστικό Στρατόπεδο Εργασίας. Τον έστειλαν στον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό Σατούρσκι, όπου εργάστηκε αρχικά ως φορτωτής τύρφης και αργότερα ως αποθηκάριος. Στο διάστημα αυτό ή πρεσβυτέρα του Ελένη πέθανε από την πείνα. Τά χρόνια εκείνα τού μεγάλου λιμού, αν ένα άλογο ψοφούσε στον δρόμο, μέσα σε λίγες ώρες δεν απέμενε απ’ αυτό τίποτα. Από τά χωριά τών Κοζάκων του Κουμπάν είχαν εξαφανιστεί και τά σκυλιά και οι γάτες.
 Μετά την έκτιση της ποινής του, ό π. Νικόλαος διορίστηκε εφημέριος στο χωριό Βισοτσέρτ της Λευκορωσίας. Στα 1933- 34 ό λιμός, έπειτα από μια πρόσκαιρη ύφεση, παρουσίασε νέα έξαρση. Ό π. Νικόλαος και τά παιδιά του απέφυγαν τον θάνατο από την πείνα χάρη στη βοήθεια της διευθύντριας του τοπικού ελαιοπαραγωγικού εργοστασίου, πού ήταν μια βαθιά πιστή γυναίκα. Κάθε μέρα τούς πρόσφερε ένα μπιτόνι γάλα, για να το πάρουν τά παιδιά του ιερέα πεζοπορούσαν επτά χιλιόμετρα.

 Το 1935 ό π. Νικόλαος διορίστηκε εφημέριος στον Ναό των Είσοδίων της Θεοτόκου του χωριού Ποντλέσναγια της επαρχίας Μόσχας. Πηγαίνοντας εκεί, βρήκε την ενορία διαλυμένη και τον ναό μισοερειπωμένο, γιατί οι τοπικές αρχές είχαν δρομολογήσει το κλείσιμό του. Εκείνος, όμως, σε σύντομο  διάστημα κατόρθωσε να έπιδιορθώσει τον ναό και να μαζέψει τούς ενορίτες. Ό ναός μέ το εντυπωσιακό καμπαναριό και τούς ανακαινισμένους τρούλους έγινε ένα κόσμημα, πραγματικός οίκος του Θεού. Στις κατανυκτικές ακολουθίες έρχονταν τώρα τόσοι άνθρωποι, πού δημιουργούνταν το αδιαχώρητο• πολλοί αναγκάζονταν να στέκονται στον δρόμο.
Με την μητέρα του
Μολονότι έπασχε και από την καρδιά του και από τά πόδια του, ό καλός ποιμένας περιόδευε σχεδόν κάθε μέρα στη μεγάλη ενορία του, βοηθώντας υλικά και πνευματικά όσους είχαν οποιαδήποτε ανάγκη. Για τούς περισσοτέρους ήταν το τελευταίο καταφύγιο και ή μοναδική τους ελπίδα. Συχνά, επιστρέφοντας στο σπίτι, έλεγε στη μητέρα του:
-    Μητέρα, δεν θα σου δώσω χρήματα για το σημερινό φαγητό μας. Όλα όσα είχα τά μοίρασα σε φτωχούς και άρρωστους.
Εκείνη ούτε θύμωνε ούτε βαρυγκωμούσε. Πιστή καθώς ήταν, γνώριζε ότι ό Κύριος ποτέ δεν αφήνει πεινασμένο εκείνον πού βοηθάει τον πλησίον.
Ή αδελφή του π. Νικολάου ήταν δασκάλα τραγουδιού. Διαπιστώνοντας πώς ό αδελφός της είχε υπέροχη φωνή και μουσικό αυτί, επανειλημμένα τον παρακινούσε να εγκαταλείψει την ιεροσύνη.

-  Οι καιροί είναι δύσκολοι, του έλεγε. Δεν βλέπεις τί γίνεται στη χώρα μας; Σκέψου τά παιδιά σου. Πρέπει να τά θρέψεις. ’Αν δουλέψεις στο θέατρο, μέ τη φωνή πού έχεις, θα αποκτήσεις και χρήματα πολλά και δόξα μεγάλη.
Ό ιερέας, ωστόσο, απέρριπτε σταθερά τις προτάσεις της, λέγοντας:
-   Τον σταυρό του Χριστού, πού τον πήρα εκούσια στούς ώμους μου, θα τον σηκώσω ως το τέλος, ότι κι αν συμβεί...

Το βράδυ της 25ης Ιανουαρίου του 1938 κάθονταν όλοι στο σπίτι, γύρω από την πέτσκα, και συζητούσαν ευχάριστα. Ένα κερί μόλις πού φώτιζε το δωμάτιο.
Ξαφνικά, ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα, ή οποία αμέσως άνοιξε διάπλατα. Το κερί έσβησε. Κάποιο από τά παιδιά άναψε μια λάμπα πετρελαίου. Τότε όλοι είδαν στην είσοδο έναν βλοσυρό άνθρωπο με χλαίνα και περίστροφο στη ζώνη.
-  Ό Κανταούρωφ εδώ μένει; ρώτησε με τραχιά φωνή.


-  Παιδιά, όλα τελείωσαν! είπε ό π. Νικόλαος μ’ ένα σοβαρό ύφος, αλλά δίχως να χάσει την ειρήνη του.
Αποχαιρέτησε θερμά την οικογένεια του και, παραδομένος στο θέλημα του Θεού, ακολούθησε τον άνδρα της ΝιΚαΒεΝτε.

Τον έκλεισαν αρχικά στις φυλακές της Κολόμνα και έπειτα στις φυλακές της Μόσχας. Τον κατηγορούσαν για άσκηση άντισοβιετικής προπαγάνδας και για διάδοση αντεπαναστατικό. ιδεών. Ή ανάκριση δεν κράτησε παρά μια μόνο μέρα και το πόρισμα ήταν, βέβαια, ενοχοποιητικό. Στις 2 Φεβρουάριου τού 1938 ή τρόικα της ΝιΚαΒεΝτε τον καταδίκασε σε θάνατο με τουφεκισμό. Στις 17 Φεβρουάριου ό π. Νικόλαος εκτελέστηκε και ή ψυχή του ενώθηκε μέ τις ψυχές των ιερομαρτύρων που θυσιάστηκαν για την Αγάπη του Χριστού. Το σκήνωμά του τάφηκε σε άγνωστο τόπο.

Από το βιβλίο ''Άγιοι κατάδικοι.Ρώσοι ιερομάρτυρες και Ομολογητές του 20ου αιώνα''Ι.Μ.Παρακλήτου

Η κρίση του Θεού και η συγχώρεση των ανθρώπων +Επισκόπου Antony Bloom


 Σήμερα, ὁδεύοντας πρός τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, φθάνουμε στό τελικό στάδιο· ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τήν Κρίση. ῎Αν τῆς δώσουμε τήν πρέπουσα προσοχή, τήν ἑπόμενη ἑβδομάδα, ὁ πνευματικός μας προορισμός θά εἶναι στό χέρι μας· ἡ ἑπόμενη Κυριακή εἶναι ἡ μέρα τῆς συγχώρησης.

 ῾Ο σύνδεσμος ἀνάμεσα στίς δύο αὐτές μέρες εἶναι πάρα πολύ προφανής. ῎Αν μπορούσαμε νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλοι μας καί κάθε ἕνας ἀπό μᾶς στεκόμαστε μπροστά στήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί στήν κρίση τῶν ἀνθρώπων, ἄν μπορούσαμε νά θυμηθοῦμε καί νά ἀντιληφθοῦμε βαθιά καί ὁλόψυχα, μέ φιλότιμο καί εὐσυνειδησία ὅτι εἴμαστε ὅλοι χρεωμένοι ὁ ἕνας στόν ἄλλον, ὑπεύθυνοι μεταξύ μας γιά κάποιους ἀπό τούς πόνους καί τά βάρη τῆς ζωῆς, τότε θά μᾶς ἦταν εὔκολο, ὄχι μόνο νά συγχωρήσουμε ὅταν μᾶς ζητηθεῖ, ἀλλά καί, ὡς ἀνταπόκριση στό αἴτημα αὐτό, νά ζητήσουμε κι ἐμεῖς συγνώμη.

  Δέν εἶναι μόνο μ’ αὐτά πού κάνουμε, δέν εἶναι μόνο μ’ αὐτά πού παραλείπουμε, ἀλλά εἶναι ὅτι κατά ἕνα τρόπο ἐκπληκτικό ἀγνοοῦμε τήν εὐθύνη πού φέρουμε ἀπέναντι τῶν ἄλλων· ἀγνοοῦμε αὐτό πού θά μπορούσαμε νά εἴμαστε γι’ αὐτούς, αὐτό πού θά μπορούσαμε νά κάνουμε γι’ αὐτούς…
 ῎Οχι, δέν ἐκπληρώνουμε τήν ἀνθρώπινη κλήση μας. Θά μπορούσαμε καί θά ἔπρεπε νά εἴμαστε, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί γιά κάθε ἄνθρωπο, ἀλλά καί πέρα ἀπ’ τούς ἀνθρώπους, γιά ὅλο τόν κόσμο, μιά εὐλογία καί μιά ἀποκάλυψη· νά εἴμαστε μιά ἀποκάλυψη ἐκείνης τῆς μεγάλης καί τόσο ὑψηλῆς Πραγματικότητας, ὥστε οἱ ἄνθρωποι γύρω μας (κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πρῶτοι) νά μποροῦν νά συνειδητοποιήσουν ὅτι εἴμαστε στή ζυγαριά τοῦ ῎Ιδιου τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ κλήση μας δέν εἶναι νά εἴμαστε ἁπλῶς ἠθικά καλοί, ἀλλά νά εἴμαστε μεγάλοι ὅπως Αὐτός. 
῞Ενας Γερμανός μυστικός θεολόγος ἔγραφε σ’ ἕνα ἀπό τά ποιήματά του, «Εἶμαι μεγάλος ὅσο ὁ Θεός, ὁ Θεός εἶναι τόσο μικρός, ὅσο κι ἐγώ».


 ῎Αν μπορούσαμε νά μήν τό ξεχνᾶμε αὐτό! ᾿Επειδή ἡ κρίση δέν εἶναι μόνο μιά στιγμή κατά τήν ὁποία ἀντιμετωπίζουμε τόν κίνδυνο νά καταδικαστοῦμε· στήν ἴδια τήν ἔννοια τῆς κρίσης ὑπάρχει κάτι μεγάλο, κάτι πού ἐμπνέει. Δέν θά κριθοῦμε σύμφωνα μέ τά ἀνθρώπινα πρότυπα συμπεριφορᾶς καί κοσμιότητας, ἀλλά σύμφωνα μέ πρότυπα πέραν τῆς συνηθισμένης ἀνθρώπινης ζωῆς. Θά κριθοῦμε στή ζυγαριά τοῦ Θεοῦ καί ἡ ζυγαριά τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη· ὄχι ἡ ἀγάπη πού νιώσαμε, ὄχι ἡ συναισθηματική ἀγάπη, ἀλλά ἡ ἀγάπη πού ζήσαμε καί ἐκπληρώσαμε, ἡ βιωμένη ἀγάπη. Τό γεγονός ὅτι πρόκειται νά κριθοῦμε, ὅτι ὄντως κρινόμαστε κάθε στιγμή, πέρα ἀπ’ τή μετριότητα καί μικρότητά μας πρέπει, θά ἔπρεπε, νά μᾶς ἀποκαλύπτει τό ἐν δυνάμει μεγαλεῖο μας. Καί ὑπό τούς ὅρους ἀκριβῶς αὐτούς μποροῦμε νά ἐξετάσουμε τήν παραβολή τῶν ἀμνῶν καί τῶν ἐριφίων.

 Οἱ ἄνθρωποι κρίνονται ἀπό τόν Χριστό μέ βάση τήν ἀνθρωπιά τους. ῾Υπῆρξαν ὅλοι αὐτοί ἄνθρωποι ἤ ὄχι; Εἶχαν μάθει νά ἀγαποῦν μέ τήν καρδιά τους πρῶτα, ἀλλά καί στήν πράξη, μέ τά ἔργα τους; Διότι, ὅπως τό θέτει ὁ Εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης, ἐκεῖνος πού λέει ὅτι ἀγαπᾶ τόν Θεό καί δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του ἔμπρακτα καί δημιουργικά εἶναι ψεύτης. Δέν ὑπάρχει ἀγάπη πρός τόν Θεό ἄν δέν ἐκφράζεται σέ κάθε λεπτομέρεια τῶν σχέσεών μας μέ τούς ἀνθρώπους, στό σύνολό τους ἀλλά καί σέ κάθε ἕναν ξεχωριστά.
 ῎Ετσι λοιπόν, ἄς ἑτοιμαστοῦμε αὐτή τήν ἑβδομάδα γιά τό τελικό στάδιο τοῦ ταξιδιοῦ μας, καί, ἐνώπιον αὐτῆς τῆς θείας κρίσεως, ἄς ἀναρωτηθοῦμε· «Εἶμαι ἄνθρωπος; Εἶμαι ἄνθρωπος μέσα μου, στή συμπεριφορά μου, ὄχι στή γενική μου στάση, ἀλλά στούς τρόπους μου· ἔχω ἀνθρώπινους τρόπους; Εἶναι ἡ ζωή μου ἡ ἔκφραση μιᾶς λεπτῆς, στοχαστικῆς, δημιουργικῆς ἀγάπης; Μιᾶς ἀγάπης πού κλείνει μέσα της κατανόηση καί εἶναι ἀνάλογα μέ τήν περίσταση γενναιόδωρη καί θυσιαστική; Καί καθώς τό ἀντικείμενο αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι καί τό κριτήριό της, αὐτό πρέπει νά εἶναι ὁ διπλανός μου, τό νά ἀγαπᾶς τόν Θεό πού δέ ζητάει τίποτε εἶναι τόσο εὔκολο!».
 Καί ἄν στό πέρασμα τῆς ἑβδομάδας αὐτῆς ἐπισημάνουμε ποῦ βρισκόμαστε, τότε θά ἔχουμε βρεῖ τόσο τήν ἀδυναμία μας ὅσο καί τό μεγαλεῖο τῆς κλήσης μας· ἐάν εἰρηνεύσουμε μ’ ἐκείνους πού ἔχουμε χρέος, τότε, ὅταν ἔρθει ἡ στιγμή νά συγχωρήσουμε -ὅταν κάποιος ἄλλος θά ἔχει ἀνακαλύψει τό δικό του χρέος πρός ἐμᾶς- θά εἴμαστε ἕτοιμοι νά δώσουμε μέ χαρά τήν εἰρήνη καί τή συγνώμη μας, μέσα ἀπό ἕνα αἴσθημα εὐθύνης καί μέ τήν εὐφροσύνη πού χαρίζει ἡ μετάνοια.

 ΙΙ.  Γιά κάποιον ἀνεξήγητο λόγο, ἡ παραβολή αὐτή, περισσότερο ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη, θεωρεῖται ὡς μιά εἰκόνα τῆς Κρίσεως, ἡ διακήρυξη τῆς ἀμετάκλητα τελικῆς αὐτῆς πράξης τῆς ἱστορίας. ῾
Ωστόσο, μᾶς λέει κάτι οὐσιαστικό, ὄχι γιά τή μετά θάνατον καταδίκη ἤ σωτηρία μας, ἀλλά γιά τή ζωή μας· ὁ Θεός δέν θά ρωτήσει οὔτε τούς δικαίους οὔτε τούς ἁμαρτωλούς ὁτιδήποτε σχετικό μέ τίς πεποιθήσεις τους ἤ μέ τήν τήρηση τοῦ τελετουργικοῦ· αὐτό πού ὁ Θεός θά ἀξιολογήσει εἶναι ὁ βαθμός στόν ὁποῖον ὑπήρξαμε ἄνθρωποι· «δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ, ἤμουν ξένος καί μέ πήρατε κοντά σας, γυμνός καί μέ ντύσατε· ἤμουν ἄρρωστος καί μέ ἐπισκεφθήκατε, ἐν φυλακῇ καί ἤρθατε κοντά μου». Τό νά εἴμαστε ἄνθρωποι ὅμως, ἀπαιτεῖ φαντασία, ἀπαιτεῖ μιά αἴσθηση χιοῦμορ, μιά αἴσθηση τῆς «στιγμῆς», ἕνα ἀγαπητικό καί ρεαλιστικό ἐνδιαφέρον γιά τίς ἀληθινές ἀνάγκες καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ ἀντικειμένου τῆς προσοχῆς μας, ἤ μᾶλλον τοῦ θύματος, θά λέγαμε, τῆς προσοχῆς μας.

 ῾Η ἱστορία πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἀπό τή ζωή τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου καί διευκρινίζει αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο· Μετά ἀπό μιά λαμπρή κοινωνική καί πολιτική δράση στήν Αὐλή τοῦ Βυζαντίου, ὁ ῞Αγιος ᾿Αρσένιος ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου, γιά νά ἐπιτύχει τήν ἀπόλυτη μόνωση καί ἡσυχία. 
Μιά Κυρία τῆς Αὐλῆς πού ἦταν μεγάλη θαυμάστριά του, τόν ἀναζήτησε στήν ἐρημιά ὅπου ζοῦσε. ῎Επεσε στά πόδια του· «Πάτερ, ξεκίνησα γι’ αὐτό τό ἐπικίνδυνο ταξίδι μόνο καί μόνο γιά νά σέ δῶ καί νά ἀκούσω ἀπό σένα μία καί μόνη ἐντολή, τήν ὁποία ὑπόσχομαι νά τηρήσω σέ ὅλη μου τή ζωή!». Κι ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε· 
«῎Αν πραγματικά δεσμεύεσαι νά μήν παρακούσεις ποτέ τήν ἐντολή μου, τότε ἄκουσέ την· ῎Αν ποτέ μάθεις ὅτι εἶμαι σ’ ἕνα τόπο, ἐσύ νά πᾶς σ’ ἕναν ἄλλον!». Αὐτό δέν εἶναι πού θά ἔλεγαν πολλοί σ’ ἐκεῖνο τόν ἀγαθιάρη, τοῦ ὁποίου τήν «ἀρετή» εἶναι καταδικασμένοι νά ὑφίστανται;

Κατά τή γνώμη μου, τό νόημα τῆς παραβολῆς τῶν προβάτων καί τῶν ἐριφίων εἶναι τό ἑξῆς· 
Αν ὑπῆρξες ἀληθινά καί συνετά «ἄνθρωπος», τότε εἶσαι ἕτοιμος νά εἰσέλθεις στή Βασιλεία, νά μοιραστεῖς αὐτά πού ἀνήκουν στόν Θεό, ἀφοῦ ἡ αἰώνια ζωή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ζωή τοῦ ῎Ιδιου τοῦ Θεοῦ, πού τή μοιράζεται μέ τά πλάσματά Του. «᾿Επί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω» (Ματθ. 25, 21)• ὑπῆρξες ἄξιος στή γῆ, θά ἀξιωθεῖς νά ζήσεις καί τήν οὐράνια ζωή, μετέχοντας στή φύση τοῦ Θεοῦ, πλήρης τοῦ Πνεύματός Του. ῎Αν ἀποδειχθοῦμε πιστοί οἰκονόμοι σέ ὅ,τι δέν ἦταν δικό μας -ὅλα δηλαδή τά δῶρα τοῦ Θεοῦ- θά εἰσέλθουμε καί σέ ὅ,τι εἶναι δικό μας, ὅπως φαίνεται τόσο καθαρά στήν παραβολή τοῦ οἰκονόμου τῆς ἀδικίας (Λουκ. 16, 1-12).
῾Η κρίση θά ἦταν αἰτία τρόμου γιά μᾶς, ἄν δέν εἴχαμε βεβαία τήν ἐλπίδα τῆς συγχωρήσεως. Καί τό δῶρο τῆς συγνώμης εἶναι αὐτονόητο συστατικό τῆς ἀγάπης καί τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων. Δέν ἀρκεῖ ὅμως νά μᾶς παραχωρεῖται ἡ ἄφεση, πρέπει νά εἴμαστε προετοιμασμένοι καί νά τή δεχθοῦμε.

 Πάρα πολύ συχνά, ἡ συγνώμη μᾶς προσφέρεται, ἀλλά ἐμεῖς «κλωτσᾶμε»· γιά τόν ἐγωισμό μας, ἡ συγνώμη ἠχεῖ ὡς κάτι ἐξαιρετικά ταπεινωτικό, καί προσπαθοῦμε νά τό παρακάμψουμε «φορώντας» μιά ψευτο-ταπείνωση.
 «Δέν μπορῶ νά συγχωρήσω τόν ἑαυτό μου γι’ αὐτό πού ἔκανε, πῶς νά δεχτῶ τή συγχώρησή σου; ᾿Εκτιμῶ τήν καλωσύνη σου, ἀλλά ἡ συνείδησή μου εἶναι πάρα πολύ ἀπαιτητική, πολύ εὐαίσθητη γιά νά ἐκμεταλλευθῶ τήν εὐγενική σου διάθεση»· καί χρησιμοποιοῦμε ἀκριβῶς τήν ἔννοια «εὐγενική διάθεση» γιά νά κάνουμε τό δῶρο πού μᾶς προσφέρεται νά φαίνεται ὅσο γίνεται πιό ἀσήμαντο καί τήν ἄρνησή μας ὅσο γίνεται πιό ἀπογοητευτική γιά τόν γενναιόδωρο φίλο μας. 

Βεβαίως, δέν μποροῦμε, δέν θά ἔπρεπε ποτέ νά συγχωρήσουμε τούς ἑαυτούς μας! Θά ἦταν τερατῶδες ἄν τό μπορούσαμε. Γιατί τότε, θά σήμαινε «πολύ ἁπλά», ὅτι παίρνουμε πολύ ἐλαφρά τό χαστούκι, τήν πληγή πού προκαλέσαμε, τόν πόνο, τή δυστυχία πού ἐπιφέραμε. (Καί, ἀλίμονο! Αὐτό ἀκριβῶς κάνουμε ὅταν εἴμαστε ἀνυπόμονοι ἐνώπιον κάποιου τόν ὁποῖον πληγώσαμε καί ὁ ὁποῖος φαίνεται νά πονᾶ «ὑπερβολικά». «Πόσον καιρό θά δυσανασχετεῖς πιά; ῎Ω, σταμάτα ἐπιτέλους νά κλαῖς! Δέ σοῦ ζήτησα συγνώμη; Τί ἄλλο θέλεις;». Τό ὁποῖο σημαίνει· «᾿Εγώ ἔχω πρό πολλοῦ συγχωρήσει τόν ἑαυτό μου. Πόσο ἀκόμη πρέπει νά περιμένω μέχρι νά μέ συγχωρήσεις κι ἐσύ;»).

῾Ο Θεός δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά συγχωροῦμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, ἀλλά πρέπει νά μάθουμε ποτέ νά μήν τοῦ ἐπιτρέπουμε νά πληγώνει τούς ἄλλους καί, ἄν κάποτε συμβεῖ, νά δεχόμαστε τό δῶρο τῆς συγνώμης τοῦ ἀδελφοῦ μας. 

῎Αν τό ἀρνηθοῦμε εἶναι σάν νά λέμε· «Δέν πιστεύω ὅτι ὄντως ἡ ἀγάπη σβήνει ὅλα τά ἁμαρτήματα, οὔτε ἔχω ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη σου». Πρέπει νά συναινέσουμε στό νά συγχωρηθοῦμε μέσα ἀπό μία πράξη τολμηρῆς πίστης καί γενναιόδωρης ἐλπίδας, νά ὑποδεχθοῦμε τό δῶρο ταπεινά, ὡς ἕνα θαῦμα πού μόνον ἡ ἀγάπη, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη, μποροῦν νά ἀπεργαστοῦν, καί νά εἴμαστε παντοτινά εὐγνώμονες γιά τή δωρεάν προσφερόμενη δύναμή της πού ξέρει νά γιατρεύει, νά ἀποκαθιστᾶ, νά ἀνορθώνει.

Δέν θά πρέπει νά προσδοκοῦμε τή συγχώρηση ἐπειδή ἀλλάξαμε πρός τό καλύτερο· οὔτε θά ’πρεπε νά θεωροῦμε μία τέτοια ἀλλαγή ὡς προϋπόθεση γιά νά συγχωρήσουμε τούς ἄλλους. Μόνο ὅταν κάποιος νιώθει ὅτι συγχωρήθηκε καί ὅτι ἀγαπᾶται, μόνο τότε μπορεῖ νά ἀρχίσει νά ἀλλάζει, καί ὄχι ἀντίστροφα. Νά κάτι πού δέν θά πρέπει ποτέ νά ξεχνᾶμε, ἀλλά τό ξεχνᾶμε τόσο συχνά! Καί ἄς μήν συγχέουμε ποτέ τό «συγχωρῶ» μέ τό «ξεχνῶ», οὔτε νά φανταστοῦμε ὅτι αὐτά τά δυό πᾶνε μαζί. ῎Οχι μόνο δέν προσιδιάζει τό ἕνα στό ἄλλο, ἀλλά τό ἕνα ἀποκλείει τό ἄλλο. Τό νά διαγράψουμε τό παρελθόν ἔχει πολύ μικρή σχέση μέ τήν οἰκοδομητική, εὑρηματική, καρποφόρα συγχώρεση· τό μόνο πράγμα πού πρέπει νά ἀποβληθεῖ, νά διαγραφεῖ ἀπό τό παρελθόν εἶναι τό δηλητήριό του· ἡ πικρία, ἡ μνησικακία, ἡ ἀποξένωση· ἀλλά ὄχι ἡ ἀνάμνηση.

῾Η ἀληθινή συγχώρηση ἀρχίζει τή στιγμή πού τό θύμα τῆς ἀδικίας, τῆς σκληρότητας, τῆς συκοφαντίας, δέχεται τόν προσβολέα ὅπως εἶναι, γιά τόν λόγο καί μόνο ὅτι ἐπέστρεψε. ῞Οπως ὁ ῎Ασωτος γιός, τοῦ ὁποίου ὁ πατέρας δέν ἄρχισε τίς ἐρωτήσεις, δέν διεκδίκησε τίποτε, δέν ἔθεσε ὅρους προκειμένου νά τόν ἐπανεντάξει στήν οἰκογένεια. ῾Η συγνώμη τοῦ Θεοῦ γίνεται δική μας ἀπό τή στιγμή πού Χριστός παίρνει πάνω Του τό φορτίο καί ὅλες τίς συνέπειες τῆς Πτώσεως, ὅταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁ ῎Ανθρωπος «ὁ ἐν πληγῇ ὤν» (῾Ησ. 52-53). Καί σίγουρα ὄχι ἀφοῦ πρῶτα γίνουμε ῞Αγιοι! ῾Ο Θεός εἶχε ἤδη δώσει τήν ἄφεση ὅταν εἶπε· «Εἶμαι ἕτοιμος νά πεθάνω γιά σένα· σέ ἀγαπῶ».

 ῎Ετσι ἀκριβῶς ἀρχίζει καί ἡ συγνώμη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. ᾿Εάν σέ μία οἰκογενειακή κρίση ὁ ὑπαίτιος ἁπλῶς ἐπιστρέψει, καί, εἴτε ἀπό πολύν ἐγωισμό, εἴτε ἀπό ὑπερβολική συστολή, εἴτε ἀκόμη καί ἀπό τό σφίξιμο τοῦ φόβου, παραμένει διστακτικός, ἡ λύτρωσή του ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή πού ἡ οἰκογένειά του τοῦ λέει· «Μά ἐμεῖς ποτέ δέν πάψαμε νά σέ ἀγαπᾶμε· διῶξε τόν φόβο, σέ ἀγαπᾶμε σέ τέτοιο σημεῖο πού νά πονᾶμε! Τώρα πού γύρισες ὅλα θά γιατρευτοῦν».
 Γιά κεῖνον μάλιστα πού ἔχει τό δίκιο εἶναι εὔκολο νά πεῖ αὐτά τά λόγια, πολύ εὐκολότερο ἀπ’ ὅσο γιά κεῖνον πού ἔκανε τό λάθος· ἀλλά καί διότι ἡ πλευρά πού ἔχει τό δίκιο ἔχει κι αὐτή ἕνα μέρος τῆς εὐθύνης γιά τή ρήξη, γιά τόν καβγά καί πρέπει καί αὐτή νά ἐπανορθώσει. Δικό της πρέπει νά εἶναι τό πρῶτο βῆμα πρός τή συμφιλίωση.
 Θυμᾶμαι ἕναν ἄνδρα πού κατεῖχε κάποιο ἀξίωμα· ἦρθε κάποτε νά μοῦ πεῖ ὅτι ἕνας φίλος του, ἄνθρωπος μέ πνευματικά ἐπιτεύγματα ὄχι μικρά, τόν εἶχε προσβάλει· -«Ποιός πρέπει νά κάνει τό πρῶτο βῆμα γιά τή συμφιλίωση», μέ ρώτησε. 
-«Δέν μπορῶ νά ἀπαντήσω στήν ἐρώτησή σου», τοῦ εἶπα, «ἐπειδή δέν μπορῶ νά παίξω τόν ρόλο τοῦ δικαστῆ ἀνάμεσά σας, ἀλλά ἕνα πράγμα εἶναι βέβαιο· ὅποιος εἶναι πιό ποταπός, αὐτός θά περιμένει τόν ἄλλον νά κάνει τό πρῶτο βῆμα». 
῾Ο ἐπιφανής ἄνδρας, χωρίς νά πεῖ τίποτε, πῆγε καί συμφιλιώθηκε μέ τόν φίλο του. 

῾Η ματαιοδοξία ἔκανε αὐτό πού οὔτε ἡ ταπείνωση οὔτε ἡ σοφία οὔτε ἀκόμη καί ἡ ἁπλή φιλία δέν εἶχαν μπορέσει νά ἐπιτύχουν. Τί λυπηρό… Πόσο διαφορετική ἦταν ἡ γενναιόδωρη, γεμάτη ἀγάπη, δωρεάν συγνώμη πού πρόσφερε ὁ Πατέρας στόν ῎Ασωτο γιό του!

 ῾Ωστόσο, ἡ συγχώρηση δέν ἀποτελεῖ σέ καμία περίπτωση τό τέλος ὅλων τῶν προβλημάτων· στή μακρινή, ξένη χώρα τῆς ἐρημιᾶς του, ὁ παραπεταμένος παραβάτης, δέν μπορεῖ παρά νά ἀπέκτησε ἀπωθητικούς γιά τήν οἰκογένειά του καί τούς φίλους του τρόπους· ἡ μυρωδιά τῶν χοίρων θά εἶχε γιά καλά κολλήσει πάνω στό κορμί τοῦ ἄσωτου γιοῦ, καί οἱ συνήθειες τῆς ἀλλοπρόσαλλης ζωῆς δέν μποροῦν νά ἐξαφανιστοῦν μέσα σέ μιά νύχτα· θά πρέπει νά τίς ξεμάθει σιγά σιγά, ἴσως πολύ πολύ ἀργά· εἶναι πιθανόν, ἴσως ἀναπόφευκτο νά ἔχει χάσει πολλούς ἀπό τούς ἐκλεπτυσμένους τρόπους τοῦ ἀρχικοῦ του περιβάλλοντος· θά πρέπει νά τούς ξαναβρεῖ σιγά σιγά.
Καί ἡ οἰκογένεια θά μπορέσει νά τόν ἐπανεντάξει, νά τόν ἀναγεννήσει καί νά τόν συγχωρήσει μόνο στόν βαθμό πού τά μέλη της θά θυμοῦνται (δέν θά ξεχνοῦν) τίς ἀδυναμίες του, τά ἐλαττώματα τοῦ χαρακτήρα του, τίς κακές συνήθειες πού ἀπέκτησε. Νά τά θυμοῦνται χωρίς μνησικακία, χωρίς τό αἴσθημα τῆς ὑπεροχῆς, χωρίς ντροπή, ἀλλά μέ τόν πόνο πού γεννᾶ ἡ συμπάθεια, ἐκείνη ἡ συμπόνοια πού κάνει νά «ὑπερπερισσεύει ἡ χάρη ἐκεῖ ὅπου πλεονάζει ἡ ἁμαρτία». 
Μέ θέληση καί αὐστηρή ἀποφασιστικότητα ποτέ ἄς μήν ξεχάσουν ἀπό τί πρέπει ὁ ἀγαπημένος νά προστατευθεῖ ἀπό τή φυσική του εὐθραυστότητα, ἀπό τήν ἐπίκτητη ἀδυναμία.

Διαφορετικά, ἐκεῖνος πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ἰαματική καί προστατευτική μας βοήθεια θά ὑποβληθεῖ σέ συντριπτικά ἰσχυρούς πειρασμούς καί θά γίνει τό θύμα μιᾶς ἀτέλειωτης, πικρῆς ἀλληλοκατηγορίας. Συγχωρῶ καί θέτω ὑπό ἐπιτήρηση εἶναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Συγχωρῶ σημαίνει δέχομαι τόν ἄλλον «καθώς ὁ Χριστός ἐδέξατο ἡμᾶς», σημαίνει «ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε», ὅπως ᾿Εκεῖνος βαστάζει τά δικά μας, τά βάρη τοῦ θύματος καί τά βάρη τοῦ ἐνόχου, ἀγαπώντας τούς μέν μέ μία ἀγάπη χαρούμενη, τούς δέ μέ μία ἀγάπη θυσιαστική, μέ τή χαρά τῆς αὐτο-προσφορᾶς.

Αὐτός εἶναι ὁ τρόπος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Σταυρός Του μαρτυρεῖ τήν πίστη Του στό ἀνθρώπινο γένος καί στόν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, τήν ἀκατάβλητη ἐλπίδα Του. ῎Ετσι ὁ θάνατός Του γίνεται ζωή μας καί ἡ ᾿Ανάστασή Του, ἡ δική μας Αἰωνιότητα.

Ἀπό τό βιβλίο:ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΚΡίΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Ἐκδ. «Ἐν πλῷ»

Μακάριος ο αιγύπτιος



Ήταν αναχωρητής Αιγύπτιος άσκητικότατος.
Πέρασε τα χρόνια της ζωής του μέσα στην έρημο, σ’ ένα στενότατο κελί, με πολλή εγκράτεια και προσευχή.
Για τα ασκητικά του παλαίσματα, ο Μακάριος, ονομάστηκε μέγας και ή φήμη του ήταν διαδεδομένη σχεδόν σ’ όλα τα άσκητήρια της Αιγύπτου.
«Οταν μαζευόταν πολύ πλήθος κοντά του, ‘ για να πάρει τη συμβουλή του και ν’ ακούσει άπ’ το στόμα του ρήματα ζωής αιωνίου, αυτός εξαφανιζόταν μέσω υπόγειας σύραγγας πού ένα μέρος αυτής έσκαψε ο ϊδιος με τα χέρια του σε μια σπηλιά.
Ο δε Παλλάδιος, διηγείται για τον όσιο Μακάριο, πολλά φοβερά και εξαίσια κατορθώματα, νίκες κατά των δαιμόνων και αναστάσεις νεκρών.
«Εζησε στα χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου (373) και πέθανε ειρηνικά 90 χρονών.

Ο μέγας ιεραπόστολος της Αλάσκας άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ.


 
Ο άγιος Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ είναι ένας σύγχρονος Πατέρας της Εκκλησίας και μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στην ιστορία της ορθοδοξίας. Γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Σιβηρίας το 1797, και το όνομά του ήταν Ιωάννης. Ορφάνεψε μικρός, αλλά τον προστάτευσε ο θείος του, ο ιερομόναχος Δαβίδ, που του εξασφάλισε και μια θέση στο Θεολογικό Σεμινάριο του Ιρκούτσκ. Εκεί επιδόθηκε στη μάθηση, αλλά και στις πρακτικές τέχνες: έγινε μαραγκός, μηχανικός, σιδηρουργός και ωρολογοποιός. Το 1817 νυμφεύθηκε, χειροτονήθηκε διάκονος και το 1821 ιερέας και διορίστηκε στον ιερό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στο Ιρκούτσκ.
Το 1823 απεστάλη από τον επίσκοπο Ιρκούτσκ Μιχαήλ στην Αλάσκα, ως μέλος της ιεραποστολής. Τον συνόδευαν ο αδελφός του Στέφανος, ο γιος του Ιννοκέντιος, η πρεσβυτέρα του Αικατερίνα και η χήρα μητέρα του Θέκλα. Η δράση του στην Αλάσκα ήταν μνημειώδης. Ίδρυσε σχολεία, ιατρεία, ναούς και ταξίδεψε σε κάθε γωνιά για να γνωρίσει τους ιθαγενείς, να τους συμπαρασταθεί και να τους μεταδώσει το ευαγγελικό μήνυμα. Οι ιθαγενείς τον εκτίμησαν απεριόριστα κι εκείνος έζησε σαν ένας απ’ αυτούς και μοιράστηκε τις δύσκολες συνθήκες της ζωής τους, σεβόμενος τον πολιτισμό τους και συμμεριζόμενος τις κακουχίες τους.
Έγραψε, μεταξύ άλλων: Σημειώσεις επί των νήσων της περιοχής Ουναλάσκα,Κύρια χαρακτηριστικά των Αλεούτων που ζουν στα νησιά, Παρατηρήσεις επί των Αλεούτων και Κουσιανών της Άτκα, Παρατηρήσεις στη γλώσσα των Κολουσκανών και των Κοντιάκων, και (στη γλώσσα των Αλεούτων, της οποίας επινόησε και το αλφάβητο) Υπόδειξη του δρόμου προς τη βασιλεία των ουρανών(έχει εκδοθεί και στα ελληνικά από την ιερά μητρόπολη Νικοπόλεως με τον τίτλοΟ δρόμος προς τη βασιλεία των ουρανών). Συνέταξε επίσης γραμματική της γλώσσας των Αλεούτων και αλεουτο-ρωσικό λεξικό.

Στις 25 Νοεμβρίου του 1838 η πρεσβυτέρα Αικατερίνα πέθανε. Είχαν πλέον επτά παιδία: τον Ιννοκέντιο, το Γαβριήλ, τον Αλέξανδρο, την Κατερίνα, την Όλγα, την Παρασκευή και τη Θέκλα. Το 1840 ο π. Ιωάννης έγινε μοναχός με το όνομα Ιννοκέντιος, προς τιμήν του αγίου Ιννοκεντίου του Ιρκούτσκ και στις 13 Δεκεμβρίου η Ιερά Σύνοδος τον εξέλεξε επίσκοπο Καμτσάτκας, Κουρίλλων και Αλεουτίων Νήσων με έδρα τη Σίτκα. Ως επίσκοπος επιδόθηκε ακόμη θερμότερα στην ιεραποστολή, με κύριο μέλημα την ίδρυση σχολείων. Το 1850 το ποίμνιό του αποτελείται από 15.000 ψυχές.

Στη συνέχεια μετατίθεται στη Σιβηρία και αναπτύσσει ιεραποστολική και κοινωνική δράση σε περιοχές υποδουλωμένες από τους Κινέζους. Το 1860 ευλόγησε το νεαρό ιερομόναχο Νικόλαο Καζάτκιν (σήμερα άγιο Νικόλαο της Ιαπωνίας), που πέρασε και τον συνάντησε πηγαίνοντας στην Ιαπωνία για ιεραποστολή.
Το 1867 ή 68 ο άγιος ζήτησε από το μητροπολίτη Μόσχας άγιο Φιλάρετο να του επιτρέψει να παραιτηθεί και να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Όμως ο άγιος Φιλάρετος κοιμήθηκε ξαφνικά και η Ιερά Σύνοδος εξέλεξε διάδοχό του τον άγιο Ιννοκέντιο! Στη σπουδαία νέα του θέση ο άγιος διέπρεψε για μια ακόμη φορά, δείχνοντας μεγάλη ποιμαντική αλλά και κοινωνική μέριμνα. Φρόντισε επίσης και για την Αλάσκα, ιδρύοντας μια Ανεξάρτητη Αλεουτιανή Επισκοπή με έδρα τον Άγιο Φραγκίσκο.
Ο άγιος Ιννοκέντιος κοιμήθηκε το 1879 και τάφηκε στη λαύρα της Αγίας Τριάδας του αγίου Σεργίου, δίπλα στο μητροπολίτη Φιλάρετο. Η μνήμη του εορτάζεται στις 31 Μαρτίου, καθώς και στις 13 Δεκεμβρίου, μαζί με τους άλλους αγίους της Αλάσκας.

Πατέρες της Ερήμου


Από τα μέσα ήδη του Γ΄ αιώνα πολλοί από τους ζηλωτές της αποστολικής αυστηρότητας εγκατέλειπαν τις τοπικές τους κοινότητες και κατέφευγαν στις πλησίον ή και σε απομεμακρυσμένες ερημικές περιοχές για μία απερίσπαστη επίδοση στα πνευματικά αγωνίσματα της ασκήσεως.
(Αναχωρητισμός).
Η φυγή λοιπόν από τις πόλεις, ενώ κατά την περίοδο των διωγμών κατακρίθηκε ως άρνηση του Χριστού για τον κόσμο, στην αναχωρητική άσκηση, αντιθέτως, εγκωμιάσθηκε ως άρνηση του κόσμου για τον Χριστό. Υπόδειγμα των αναχωρητών ή ερημιτών ήταν η αναχώρηση του Χριστού στην έρημο για να κατανικήσει τους πειρασμούς του σατανά, η όποια τους ενέπνεε όχι μόνο για να υποτάξουν τους προσωπικούς τους πειρασμούς, αλλά και για να κατορθώσουν τη μίμηση της «πολιτείας» του Χριστού.
Από τον Αναχωρητισμό των ερημιτών γεννήθηκε ο Μοναχισμός ως μία αυθεντική μίμηση της «πολιτείας» ή του «υποδείγματος»
του Χριστού για τη βίωση ήδη από τον παρόντα βίο της προπτωτικής εμπειρίας της κοινωνίας του ανθρώπου με τον θεό.

Είναι αιώνια η Ψυχή;καθηγητής Δογματικής Π. Τρεμπέλας


Η ψυχή είναι πνοή ζωής. Αυτό δηλώνει και η γνωστή ρήση της Παναγίας μας: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον».
Ο αείμνηστος καθηγητής Δογματικής Π. Τρεμπέλας στο υπόμνημά του στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο σημειώνει σχετικά: «Η ψυχή είναι η αρχή της ατομικότητος, η έδρα των ψυχικών ιδιοτήτων, όλων των εντυπώσεων, αίτινες έχουν προσωπικό χαρακτήρα. Η λέξις ψυχή μου περιλαμβάνει πάσας τας συγκηνίσεις της γυναικός και της μητρός, αίτινες κατακυριεύουν ήδη της καρδίας της Μαρίας, και καταλήγουν πάσαι ομού εις λατρείαν και δοξολογίαν του Θεού». Λίγο πιο κάτω σχολιάζοντας τον στίχο Λουκά α’ 47 «…και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρι μου», επαναλαμβάνει με άλλα λόγια πως «κατά την Γραφήν η ψυχή, η έδρα της ατομικότητος, διά μεν του σώματος επικοινωνεί προς τον γήινον κόσμονν, διά δε των ανωτέρων της δυνάμεων, των κυρίως πνευματικών, προς τον θείον κόσμον».
Η ψυχή είναι και το μέσον διά του οποίου ο λόγος του Θεού εισχωρεί στον άνθρωπο. Αυτό επισημαίνει ο Απ.Παύλος απευθυνόμενος στους εβραίους (Εβρ. 4, 12): «…ο λόγος του Θεού… διικνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος». Δηλ., εξηγεί ο Π. Τρεμπέλας, ο λόγος του Θεού εισχωρεί στην ψυχή και εις τα βαθύτατα αυτής ήτοι εις το πνεύμα, εισχωρεί εις τους αρμούς και μυελούς… άτινα σημαίνουν τα βάθη του σώματος209. Είναι άλλωστε γνωστό ότι «…η ψυχή ήτις ούτως η άλλως ζωοποιεί και κινεί πάσας τας ψυχοπνευματικάς λειτουργίας του όλου ανθρώπου…»210.
Η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι απλή βιολογική ενέργεια, αλλά ουσία αθάνατη, δεν φθείρεται, δεν διαλύεται μετά τον χωρισμό της από το σώμα, αλλά με τις δικές της ενέργειες εξακολουθεί να υπάρχει και να ενεργεί. «Ουχ η ψυχή εστίν η αποθνίσκουσα, αλλά διά την ταύτης αναχώρησιν αποθνήσκει το σώμα»( Μ. Αθανάσιος).

«Πρέπει νὰ πολεμᾶμε, νὰ ἐντείνουμε τὶς προσευχές μας καὶ…»


church 123

Ἀποφθέγματα ἄλλων Ρώσσων Γερόντων:

Ἐπίσκοπος Βαρνάβας Μπελιάγιεφ, ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς

Ὁ κόπος στὴν προσευχὴ καὶ γενικότερα στὴν πνευματικὴ προσπάθεια εἶναι ὠφέλιμος, διότι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἐκτιμάει αὐτὸ ποὺ ἀποκτᾷ μὲ μεγάλη προσπάθεια. Αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε ἀπὸ τὸ Θεό, θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς τὸ ἱκανοποιήσει ἀμέσως, δίχως κανένα κόπο δικό μας. Ὅμως πολλὲς φορὲς ἀργεῖ νὰ μᾶς δώσει. Κι αὐτό, γιὰ τὸ καλό μας εἶναι. Μᾶς βοηθεῖ νὰ αὐξάνει ἡ πίστη καὶ νὰ ἐντείνονται οἱ πνευματικὲς προσπάθειές μας. Ἀκόμα κι ἂν ἡ προσευχή μας εἶναι ψυχρὴ καὶ βαριὰ καὶ νοιώθουμε ὅτι ἀπογοητευόμαστε, δὲν πρέπει νὰ σταματᾶμε. Πρέπει νὰ πολεμᾶμε, νὰ ἐντείνουμε τὶς προσευχές μας καὶ ὁ φιλεύσπλαχνος Κύριος θὰ δεῖ τὴν ἀδυναμία μας καὶ θὰ μᾶς ἐλεήσει.

Γέροντας Ἱλαρίων: (Ὑποτακτικός του Ἀββᾶ Ναζαρίου)

Ἐλπίζω νὰ προοδεύσετε σὲ ἀρετές. Κι αὐτὸ θὰ συμβεῖ ἂν ζήσετε μὲ προσοχὴ καὶ δὲν ἀμελεῖτε τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Γιατὶ εἶναι τὸ κεφάλαιο καὶ ἡ ἀρχὴ ὅλων τῶν ἀρετῶν. Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ προφυλάξει τόσο τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ πονηροῦ δαίμονα ὅσο ἡ νοερὰ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ θερμὴ ἱκεσία.
Ἂν ἀρχίσεις νὰ φροντίζεις μὲ ἐπιμέλεια ν᾿ ἀποκτήσεις ταπείνωση πρόσεξε, γιατὶ ὁ φθονερὸς δαίμονας δὲ θὰ τὸ ἀνεχτεῖ καὶ εἴτε θὰ ἐγείρει ἐναντίον σου πειρασμοὺς γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν ταπείνωση καὶ τὴ σταθερότητά σου εἴτε θὰ ξεσηκώσει ἐναντίον σου τοὺς ὑποκριτὲς καὶ τοὺς ἀμελεῖς… Πρέπει μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ νὰ ὁμολογήσεις ὅτι σου ἀξίζει νὰ ὑποφέρεις πολὺ περισσότερα.
Φρόντισε νὰ ἔχεις καλὴ διάθεση καὶ ζεστὴ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφούς. Ἡ καρδιά, τὰ μάτια καὶ τὸ πρόσωπό σου πρέπει νὰ εἶναι χαρούμενα καὶ γεμάτα σεβασμό.
Νὰ ἐργάζεσαι προσευχόμενος, μὲ ἀγάπη, μὲ ζῆλο καὶ μὲ μεγάλη προσοχή. Νὰ ἐργάζεσαι ὄχι σὰ νὰ βρίσκεσαι μπροστὰ σὲ ἀνθρώπους ἀλλὰ στὸν ἴδιο τὸ Θεό. Νὰ ἔχεις στὸ νοῦ σου ὅτι εἶναι «ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τὰ ἔργα Κυρίου ἀμελῶς» (Ἱερ. λα´ 10). Φυλάξου ὅσο μπορεῖς ἀπ᾿ τὴν ἀμέλεια καὶ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια.
Ἀγαπητέ, ἐξέτασε προσεχτικὰ τὸν ἑαυτό σου, τὴ συνείδησή σου, ἂν ἔχεις ἁμαρτήσει μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, ἂν ἔχεις διαπράξει κάποια μεγάλη ἢ μία ἄλλη μικρὴ ἁμαρτία, ἂν εἶσαι ἔνοχος μὲ ἔργα ἢ μὲ λόγια ἢ μὲ τὴ σκέψη σου. Ἐξομολογήσου (τὴν ἴδια ἡμέρα) ὅλα ὅσα ἔκανες ἢ σκέφτηκες ἢ εἶπες καὶ γενικὰ ὅτι σὲ ἐλέγχει ἡ συνείδησή σου, ἂν ἐπέτρεψες νὰ εἰσχωρήσουν μέσα σου ὑπερήφανες ἢ κενόδοξες σκέψεις, ἂν πρόσβαλες κανένα ἢ ἂν ἐναντιώθηκες στὸν ἀδελφό σου ἢ ἂν τὸν κατέκρινες.
«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
Οἱ θλίψεις ἀκολουθοῦνται πάντα ἀπὸ χαρές. Ἡ ἐνοχὴ ἐπισύρει τὴν τιμωρία.
Μὴν ἀπελπίζεσαι μετὰ ἀπὸ μία πτώση, ἀλλὰ ἀγωνίζου. Μὴ λυπᾶσαι πολύ, ὥστε ὁ ἐχθρός, ποὺ σὲ ἔχει ἤδη πληγώσει ἀρκετά, νὰ μὴ σὲ φέρει σὲ ἀπελπισία, ποὺ εἶναι ἡ χειρότερη ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος.


Στάρετς Μπόρις Χόλτσεφ (29 Ὀκτωβρίου)

Φόβος Θεοῦ εἶναι ἡ συνείδηση τῆς ὑπευθυνότητας γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἔχουμε μέγιστη εὐθύνη γιὰ τὸ πὼς ζοῦμε τὴ στιγμὴ ποὺ τὴ ζωή μας τὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὴ χρησιμοποιήσουμε γιὰ τὴ σωτηρία μας… Φόβος Θεοῦ εἶναι τὸ πρῶτο σκαλοπάτι· ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας. Ἀκολουθεῖ ἡ δοξολογία – ἀπὸ μέρους τοῦ παιδιοῦ στὸν οὐράνιο Πατέρα του.
Ὅσο ἁμαρτωλὸς κι ἂν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, μένει πάντα μέσα ἡ σπίθα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ σπίθα εἶναι ἱκανὴ νὰ θεριέψει, νὰ γίνει πυρκαϊὰ καὶ νὰ κάψει τὴν ἁμαρτωλότητα, λευκαίνοντας τὸν ἄνθρωπο. Ἡ σπίθα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ συνείδηση. Ἄνθρωπος ἀσυνείδητος δὲν ὑπάρχει. Νὰ φυλάγετε καλά, ὡς θησαυρὸ ἀτίμητο, τὴ συνείδησή σας. Συνεχῶς νὰ βρίσκεστε σὲ ἐγρήγορση. Μερικοὶ νομίζουν ὅτι χάνει κανεὶς τὴν ψυχή του, μόνον ἀπὸ μεγάλα ἁμαρτήματα, παραθεωρώντας τὰ μικρά. Ἔρχεται ὁ θάνατος καὶ τοὺς βρίσκει ἀκάθαρτους! Ἀποφασίζοντας νὰ ζῆτε ἐν Χριστῷ, νὰ γνωρίζετε ὅτι θὰ σᾶς ταλαιπωροῦν πολυποίκιλοι πειρασμοί! Ὅταν μάθετε νὰ προσεύχεστε, θὰ βρῆτε τὴ δύναμη νὰ τοὺς νικᾶτε, νὰ κυριαρχῆτε στὰ πάθη.

Ἱερομάρτυς Σέργιος Μετσώφ

«Νὰ ἐκτιμᾶτε πολὺ τὸ ὅτι ἔχετε τὴ δυνατότητα νὰ πηγαίνετε σὲ ἐκκλησία καὶ νὰ συμμετέχετε σὲ ἀκολουθίες…Νὰ χαίρεστε, διότι μέσα στὶς δοκιμασίες, φαίνεται ἐντονότερη ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ… Δόξα τῷ Θεῷ, πάντων ἕνεκεν (φυλακισμένος) ».

«Ὅσο βαρὺς κι ἂν εἶναι ὁ σταυρὸς τῆς δοκιμασίας, τὸ ξύλο ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατασκευάσθηκε, πάντοτε φυτρώνει στὸ ἔδαφος τῆς καρδιᾶς! Μὴ φοβᾶστε. Κι ἂν γκεμίζονται ὅλα γύρω σας, κι ἂν ἰσοπεδώνονται οἱ ναοὶ καὶ τὰ μοναστήρια, μὴν ἀποκαρδιώνεστε! Μένει καὶ θὰ μένει ὄρθιος ὁ ναὸς τῆς ψυχῆς μας, τὸν ὁποῖο κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ καταστρέψει, παρὰ μόνον ἐμεῖς οἱ ἴδιοι! Θυσιαστήριο εἶναι ἡ καρδιά μας. Πάνω της, μὲ δάκρυα προσφέρουμε τὸ μέγα μυστήριο τῆς μετανοίας!».


«Σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι νὰ μᾶς διασκεδάσει, νὰ ἔχουμε κάποιες συγκινήσεις, γιὰ νὰ μπορέσουμε μετὰ νὰ προσευχηθοῦμε. Ἀδιάκοπα πρέπει νὰ προσευχόμαστε. Ἡ προσευχή μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πὼς ζοῦμε. Στὴν προσευχή μας ἀντανακλᾷ αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο ἀπασχολούμαστε πρὶν προσευχηθοῦμε. Ἄρα, πρέπει πρὶν προσευχηθοῦμε, νὰ προσευχόμαστε».

Στάρετς Ἀλέξιος Μετσώφ

«Στὴν ψυχὴ τοῦ ἀγοριοῦ ἢ τοῦ κοριτσιοῦ ποὺ ἔχει λάβει εὐλογημένη ἀγωγὴ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, ποτὲ δὲν θὰ θριαμβεύσει τὸ κακό. Μπορεῖ πρὸς στιγμήν, ὁ ἄνθρωπος ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ σωστὸ δρόμο. Ὅμως οἱ ἱεροὶ σπόροι ποὺ ἔχουν φυτευθεῖ ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ τὸν πνευματικὸ μέσα του, θὰ τὸν ἀφυπνίσουν ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ θὰ τὸν ἐπαναφέρουν στὸν παράδεισο ποὺ ἔχασε».

«Ὁ γάμος εἶναι σταυρός. Ἡ ἀγάπη πρέπει ν᾿ ἀγκαλιάζει καὶ τὴν ψυχικὴ καὶ τὴ βιολογικὴ ζωὴ τῶν συζύγων. Καὶ ὁλοκληρωμένη νὰ παρέχεται στὸ παιδί.»


«Ἂν κάνετε κάτι καλὸ καὶ στὴν πορεία ἀντιμετωπίζετε δυσκολίες, ὁπωσδήποτε πρέπει νὰ συνεχίσετε. Ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς πρέπει νὰ ἐπιτευχθεῖ κάτω ἀπ᾿ τὶς ὁποιεσδήποτε συνθῆκες».


«… Δὲν προσεύχεσαι, δὲν ζητᾷς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ ἔχεις αὐτὸ τὸν ἐκνευρισμό. Ἔτσι πλέον, ἁμαρτάνεις συνεχῶς καὶ δυσκολεύεις τὴ σχέση σου μὲ τὸ Θεό»

http://www.stamoulis.gr/Images/Products/23039.jpg

Στάρετς Μακάριος τῆς Ὄπτινα

Ποτὲ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ πάρουν τὰ πράγματα καλύτερη ἐξέλιξη, παρὰ μόνο ἔτσι ὅπως τὸ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς μέσα στὸ ἔλεός Του. Γι᾿ αὐτὸ δόξασέ Τον γιὰ ὅλα.
Ο Άγιος Ιγνάτιος (Μπριαντσιανίνωφ)  Φωτό:diakonima.gr

Ἅγιος ἐπίσκοπος Ἰγνάτιος Μπρεντσιανίνωφ

«Ἐμᾶς μπορεῖ νὰ μᾶς τραβήξει ὁτιδήποτε. Καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ τὸ νὰ ὑπηρετοῦμε ἕναν ὑψηλὸ σκοπό. Μ᾿ αὐτὰ ὅμως ὅλα, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ χάσουμε τὸ πιὸ βασικό. Ὁ Κύριος δὲν μᾶς ἄφησε κάποιο σύστημα, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐντολές Του. Καὶ ἡ κυριότερη ἐντολή, εἶναι τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλους καὶ ἰδιαιτέρως πρὸς τοὺς ἐχθρούς. Ὅσο πιὸ κοντὰ θὰ εἴμαστε στὸ τέλος, οἱ ἄνθρωποι θὰ γίνονται πιὸ ψυχροὶ καὶ σκληροί. Μὲ τὴν ἄνθιση τῆς ἀνομίας, ψύχεται ἡ ἀγάπη. Τὸ βασικὸ γιὰ τὸν χριστιανὸ εἶναι ἡ ἀγάπη. Γι᾿ αὐτὸ ἐμεῖς πρέπει ν᾿ ἀπαντοῦμε μὲ ἀγάπη στὴν ψυχρότητα καὶ σκληρότητα τοῦ κόσμου αὐτοῦ»

Στάρετς Μπόρις Χόλτσεφ: Φόβος Θεού είναι η συνείδηση της υπευθυνότητας για την σωτηρία μας

Στάρετς Μπόρις Χόλτσεφ (+29 Ὀκτωβρίου 1971)
Φόβος Θεοῦ εἶναι ἡ συνείδηση τῆς ὑπευθυνότητας γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἔχουμε μέγιστη εὐθύνη γιὰ τὸ πὼς ζοῦμε τὴ στιγμὴ ποὺ τὴ ζωή μας τὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὴ χρησιμοποιήσουμε γιὰ τὴ σωτηρία μας... Φόβος Θεοῦ εἶναι τὸ πρῶτο σκαλοπάτι· ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας. Ἀκολουθεῖ ἡ δοξολογία – ἀπὸ μέρους τοῦ παιδιοῦ στὸν οὐράνιο Πατέρα του.
 Ὅσο ἁμαρτωλὸς κι ἂν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, μένει πάντα μέσα ἡ σπίθα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ σπίθα εἶναι ἱκανὴ νὰ θεριέψει, νὰ γίνει πυρκαϊὰ καὶ νὰ κάψει τὴν ἁμαρτωλότητα, λευκαίνοντας τὸν ἄνθρωπο. Ἡ σπίθα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ συνείδηση. Ἄνθρωπος ἀσυνείδητος δὲν ὑπάρχει. Νὰ φυλάγετε καλά, ὡς θησαυρὸ ἀτίμητο, τὴ συνείδησή σας. Συνεχῶς νὰ βρίσκεστε σὲ ἐγρήγορση. 
Μερικοὶ νομίζουν ὅτι χάνει κανεὶς τὴν ψυχή του, μόνον ἀπὸ μεγάλα ἁμαρτήματα, παραθεωρώντας τὰ μικρά. Ἔρχεται ὁ θάνατος καὶ τοὺς βρίσκει ἀκάθαρτους! Ἀποφασίζοντας νὰ ζῆτε ἐν Χριστῷ, νὰ γνωρίζετε ὅτι θὰ σᾶς ταλαιπωροῦν πολυποίκιλοι πειρασμοί! Ὅταν μάθετε νὰ προσεύχεστε, θὰ βρῆτε τὴ δύναμη νὰ τοὺς νικᾶτε, νὰ κυριαρχῆτε στὰ πάθη.

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

+ Μακαριστός π. Γεώργιος Καψάνης: Ἡ συμβολὴ τῆς Θεοτόκου στὴν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου



Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς δίδει αὐτὴν τὴν δυνατότητα, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπανέλθουμε στὸν πρωταρχικὸ σκοπὸ ποὺ εἶχε τάξει ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ ἀναγγέλλεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς ἡ ὁδός, ἡ θύρα, ὁ ποιμὴν ὁ καλός, ἡ ζωή, ἡ ἀνάσταση, τὸ φῶς. Εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος διορθώνει τὸ λάθος τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ μᾶς χώρισε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀνυπακοή του καὶ τὸν ἐγωισμό του. Ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, μᾶς ἐπαναφέρει πάλι στὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν ὑπακοή Του πρὸς τὸν Πατέρα, ὑπακοὴ μέχρι θανάτου, «θανάτου δὲ σταυροῦ». Προσανατολίζει πάλι τὴν ἐλευθερία μας πρὸς τὸν Θεό, ἔτσι ὥστε προσφέροντάς την σ᾿ Αὐτὸν νὰ ἑνωνόμαστε μαζί Του.
Τὸ ἔργο ὅμως τοῦ νέου Ἀδὰμ προϋποθέτει τὸ ἔργο τῆς νέας Εὔας, τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ διόρθωσε τὸ λάθος τῆς παλαιὰς Εὔας. Ἡ Εὔα ὤθησε τὸν Ἀδὰμ στὴν παρακοή. Ἡ νέα Εὔα, ἡ Παναγία, συντελεῖ στὸ νὰ σαρκωθεῖ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος θὰ ὁδηγήσει τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν ὑπακοὴ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὡς καὶ τὸ πρῶτο ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ ἐπέτυχε τὴν θέωση - κατ᾿ ἐξαίρετο καὶ ἀνεπανάληπτο μάλιστα τρόπο, διαδραμάτισε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας ὄχι ἁπλῶς βασικὸ ρόλο, ἀλλὰ ἀναγκαῖο καὶ ἀναντικατάστατο.
Ἐὰν ἡ Παναγία δὲν εἶχε προσφέρει μὲ τὴν ὑπακοή της τὴν Ἐλευθερία της στὸν Θεὸ καί, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τὸν μεγάλο θεολόγο τοῦ ΙΔ´ αἰῶνος, δὲν εἶχε πεῖ τὸ "ναί" στὸν Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε τὴν ἐλευθερία στὸν ἄνθρωπο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν παραβιάσει. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ, ἐὰν δὲν εὑρίσκετο μιὰ τέτοια ἁγνή, παναγία, ἀκηλίδωτη ψυχὴ σὰν τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία θὰ προσέφερε ὁλοκληρωτικὰ τὴν ἐλευθερία της, τὴν θέλησή της, τὸν ἑαυτό της ὅλο στὸν Θεό, ὥστε νὰ Τὸν ἑλκύσει πρὸς τὸν ἑαυτό της καὶ πρὸς ἡμᾶς.