Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Μεγάλη Παρασκευή




«Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας (τρίς). Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται, ὁ τῶν Ἀγγέλων Βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται, ὁ περιβάλλων τόν οὐρανόν ἐν νεφέλαις. ῾Ράπισμα κατεδέξατο, ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τόν Ἀδάμ. ῞Ηλοις προσηλώθη, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχῃ ἐκεντήθη, ὁ Υἱός τῆς Παρθένου. Προσκυνοῦμέν σου τά Πάθη Χριστέ (τρίς). Δεῖξον ἡμῖν, καί τήν ἔνδοξόν σου Ἀνάστασιν».
Επιμέλεια: Ν.Τ.

image

image

image

image

image
The Crucifixion
Andrea Mantegna (1431-1506)

image
Έξι σκηνές των Παθων. Μ.Βλατάδων β΄μισό 14ου αι.

Σχολείο
Μεγάλη Εβδομάδα: η σημαντικότερη περίοδος της ορθόδοξης λατρείας
 http://noctoc-noctoc.blogspot.com/2012/04/blog-post_02.html

Η συνταρακτικότερη εβδομάδα της ανθρώπινης ιστορίας είναι αναμφίβολα η Μεγάλη Εβδομάδα. Βαθύτατα θεολογική και ιδιαίτερα κατανυκτική αποτελεί πηγή ανανέωσης και ψυχικής καθάρσεως για όλους τους χριστιανούς, οι οποίοι μετέχοντες στις ιερές ακολουθίες των ημερών αυτών βιώνουν το μυστήριο της λυτρώσεως του ανθρώπινου γένους και του καθενός μας.
Λέγεται Μεγάλη Εβδομάδα όχι γιατί έχει περισσότερες μέρες, αλλά «επειδή μεγάλα ημίν γέγονεν κατορθώματα, η χρονιά του διαβόλου τυραννίς κατελύθη, ο θάνατος εσβέσθη, η αμαρτία ανηρέθη, η κατάρα κατελύθη, ο παράδεισος ηνεώχθη», όπως προσφυώς αναφέρει ο ιερός Χρυσόστομος.

Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα σε συνδυασμό πάντοτε με την πανευφρόσυνη γιορτή του Πάσχα αποτελεί τη σημαντικότερη περίοδο της ορθόδοξης λατρείας. Είναι μία εβδομαδιαία μυσταγωγική πορεία, που οδηγεί τον πιστό στη βίωση του σωτήριου Πάθους του Χριστού και την πλήρωση της θείας περί τον άνθρωπον οικονομίας για τη σωτηρία του. Είναι εντελώς αδύνατο να επιτύχουμε την πνευματική μέθεξη στο μυστήριο του Σταυρού και να απολαύσουμε την εκ των ένδον θέα και μνήμη των γεγονότων των τελευταίων ημερών της επί γης παρουσίας του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, έξω από τον ιερό χώρο της Εκκλησίας και χωρίς τη μετοχή μας στις πνευματικότατες εκκλησιαστικές ακολουθίες των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας με τα επιλεγμένα ιερά αναγνώσματα, και της σπάνιας ποιητικής ομορφιάς και δογματικής πυκνότητας ύμνους, οι οποίοι μας ανεβάζουν σε ψιλές σφαίρες πνευματικής κατάνυξης και ψυχικής ανάβασης.

Έξω από τον ιερό χώρο του ναού η Αγία Εβδομάδα, το Θείο Πάθος, ο Σταυρός γίνονται απλά λογοτεχνία, θέατρο, στοχαστική διάλεξη ή ευκαιρία επανάληψης λαογραφικών εθίμων. Μέσα στον ιερό χώρο της Εκκλησίας η Αγία Εβδομάδα γίνεται για τον χριστιανό μία συνοδοιπορία με τον Χριστό. Αν δε «συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν» δε θα μπορέσουμε ούτε και στην Ανάσταση να φθάσουμε μαζί του, «να συναναστηθώμεν», που σηματοδοτεί και τη δική μας ανάσταση από τη νέκρωση της αμαρτίας.
Αυτή η πορεία από το Πάθος της Σταυρώσεως στο υπέρλαμπρο φως της Αναστάσεως εμποδίζει τον χριστιανό να δει τη Μεγάλη Εβδομάδα μέσα σ’ ένα ζοφερό και καταλυτικό σκοτάδι, γιατί είναι ντυμένος με το ζεστό ένδυμα της χαρμολύπης. Σ’ αυτή την πνευματική πορεία που βρίσκεται πάντα κάτω από τη σκιά του Σταυρού και αντικρύζει στο βάθος τον φωτεινό λόφο της Αναστάσεως, οι Άγιοι Πατέρες έβαλαν μερικά σημάδια σαν ορόσημα, σαν σκαλοπάτια, που μας βοηθούν μ’ έναν ειδικό το καθένα τρόπο, να βιώσουμε από το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων μέχρι και το Μεγάλο Σάββατο το Θείο Πάθος, την πορεία του Κυρίου προς τη Σταύρωση, τη θεόσωμο ταφή και τη ζωηφόρο Ανάσταση.

Αυτά τα σημάδια είναι το τί έχει ορίσει η Εκκλησία να εορτάζεται, να θυμόμαστε κάθε μέρα αυτό που ακούμε στο συναξάρι, που διαβάζεται στον Όρθρο, ο οποίος τελείται το βράδυ της προηγούμενης μέρας (ο εσπερινός τελείται το πρωί της ημέρας). Έτσι τη Μεγάλη Δευτέρα η Εκκλησία μας προβάλλει την προσωπικότητα του πάγκαλου Ιωσήφ, ο οποίος με ο,τι υπέστη υπήρξε τύπος Χριστού και την ξερανθείσα άκαρπη συκή, για να μας θυμίζει ότι στη ζωή μας πρέπει να παράγουμε έργα και καρπούς πνευματικούς. Τη Μεγάλη Τρίτη «της των δέκα παρθένων παραβολής μνείαν ποιούμεθα», για να μας διδάξει η Εκκλησία την ανάγκη της πνευματικής προετοιμασίας και της εγρήγορσης αλλά και της ελεήμονος προσφοράς, που αρνήθηκαν οι πέντε φρόνιμες στις πέντε μωρές παρθένες. Παραινετικά η Εκκλησία μας μας προτρέπει να μιμηθούμε τις φρόνιμες παρθένες με τον υπέροχο ύμνο του Νυμφίου: «βλέπε ουν, ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθής, ίνα μη τω θανάτω παραδοθής και της βασιλείας έξω κλειθείς».

Την Μεγάλη Τετάρτη προβάλλεται η μετάνοια της αμαρτωλής γυναίκας, που γνώρισε την αληθινή μετάνοια ως σύμβολο ελπίδας για κάθε αμαρτωλό και για να κεντρισθεί και η δική μας βούληση γι’ αυτή τη σωτήρια μεταστροφή. Ψάλλεται το επίκαιρο και τόσο δημοφιλές τροπάριο, που έγραψε η μοναχή Κασσιανή: «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή…». Η Αγία και Μεγάλη Πέμπτη είναι αφιερωμένη στον Ιερό Νιπτήρα, που μας διδάσκει την ταπεινοφροσύνη. Στον Μυστικό Δείπνο στον οποίο ο Χριστός συνέστησε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και εγκαινίασε την πραγματική κοινωνία με τον Σωτήρα μας, στην υπερφυά προσευχή του Χριστού στο όρος των ελαιών και την προδοσία του Ιούδα, που σηματοδοτεί την αρχή του Πάθους του Κυρίου μας. Τη Μεγάλη Παρασκευή (ημερολογιακά τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ) έχουμε κορύφωση του Θείου δράματος. Τελείται η «ακολουθία των Παθών», η οποία περιλαμβάνει αραιότατους εκκλησιαστικούς ύμνους μεταξύ των οποίων και το «Σήμερον κρεμμάται επί ξύλου» και αναγινώσκονται 12 Ευαγγέλια μέσα από τα οποία βιώνουμε όλους τους εξευτελισμούς, τη σταύρωση και τον θάνατο που υπέστη ο Κύριος μας δίνοντας τον εαυτό του «λύτρον αντί πολλών».

Το Μεγάλο Σάββατο (δηλαδή τη Μεγάλη Παρασκευή βράδυ) εορτάζεται η θεόσωμος ταφή και η εις Άδου Κάθοδος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού· (έχει προηγηθεί τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί η ακολουθία της Αποκαθηλώσεως του Κυρίου από τον Σταυρό). Το βράδυ τελείται στους ιερούς ναούς η ακολουθία του Επιταφίου και ψάλλονται τα υπέροχα εγκώμια: «Η ζωή εν τάφω…», «Άξιον εστίν…», και «Αι γενεαί πάσαι…» και γίνεται μέσα σε ατμόσφαιρα ευλάβειας και ιερής κατάνυξης η περιφορά του Επιταφίου, με τη συμμετοχή πλήθους κόσμου. Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί τελείται ο εσπερινός της Αναστάσεως, αυτό που ο κόσμος ονομάζει Α’ Ανάσταση και ακούεται στους ναούς η προτροπή του ιερέως: «Ανάστα ο Θεός, κρίνων την γην…».
Τρισμακάριοι αυτοί που θα μπορέσουν την εβδομάδα αυτή να αφήσουν τις βιοτικές τους μέριμνες και ν’ αρχίσουν την ευλογημένη πορεία δίπλα στον πορευόμενο προς τα πάθος Χριστό: «δεύτε ουν και ημείς συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν και νεκρωθώμεν δι’ αυτ’ον ταις του βίου ηδοναίς» ίνα μη μείνωμεν έξω του Νυμφώνος Χριστού.
Του κ. Σταύρου Ολύμπιου
Διευθυντή του Γραφείου Ποιμαντικής Διακονίας
Από το περιοδικό «Παράκληση» της Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού, Κύπρος
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC


Σχολείο
ΤΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Του Παναγιώτη Α. Ανδριόπουλου
Την Μεγάλη Παρασκευή ο υμνωδός, εκστατικός προ του μεγαλείου της θυσίας του Θεανθρώπου, αναφωνεί: «Ποῖα ἄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ, οἰκτίρμον;» Η ποίηση και η μουσική της Μεγάλης Εβδομάδος είναι σίγουρα η κορύφωση της Ορθόδοξης Υμνογραφίας, που προσφέρει στον άνθρωπο την δυνατότητα βιώσεως της σιωπής, τη δυνατότητα βιώσεως του μυστηρίου της ανακεφαλαίωσης της σωτηρίας ανθρώπου και κόσμου, μέσα από τη λατρεία. Το «σήμερον» της θείας λατρείας, «σήμερον ὁ Χριστός παραγίνεται ἐν τῇ οἰκία τοῦ φαρισαίου», «σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου», «τήν σήμερον μυστικῶς ὁ μέγας Μωϋσῆς προδιετυποῦτο», αυτή η αμεσότητα, η παροντοποίηση των σωτηριωδών γεγονότων που συνδέονται με τα Πάθη του Χριστού, πραγματοποιείται με τα δρώμενα που προβλέπονται από το Τυπικό της Εκκλησίας – λιτάνευση της εικόνας του Νυμφίου, του Σταυρού, του Επιταφίου – αλλά κυρίως με το βασικότερο μέσον της εκκλησιαστικής μας λατρείας, τον λόγο του ύμνου, και το μουσικό ένδυμά του. Ο θεολογικός και πατερικός λόγος, γίνεται ποιητικός, γίνεται φωνή της Εκκλησίας, περιβεβλημένος, μάλιστα, το ελκυστικό ένδυμα της μελωδίας.
Η μελωδία υπάρχει για τον Λόγο, και όχι ως αυθυπόστατο καλλιτεχνικό μέσο. Σκοπός της δεν είναι η τέρψη ή η συναισθηματική διέγερση – τη Μεγάλη Εβδομάδα ιδιαίτερα ελλοχεύει ο κίνδυνος του συναισθηματισμού – αλλά η υποβοήθηση του λόγου να διεισδύσει στα βάθη της υπάρξεως, δημιουργώντας διάθεση προσευχητική, κατάνυξη και αυτομεμψία. Δεν είναι μουσική ακροάματος, αλλά λειτουργική. Διακονεί το μυστήριο του ένσαρκου Λόγου, επενδύοντας τον θεολογικό λόγο, για να μπορεί το σώμα της Εκκλησίας να «πλέκει» στον Θεό Λόγο «ἐκ λόγων μελωδίαν». Γι’ αυτό και δεν βρήκαν στην Ορθόδοξη Λατρεία ποτέ θέση τα μουσικά όργανα. Στην Εκκλησία, «όργανο» γλυκύφθογγο του Αγίου Πνεύματος γίνεται ο πιστός, με την καθαρή καρδιά του. «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ψαλτήριον γενόμενος», όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Αλλά ούτε και άλλες νεωτερίζουσες μορφές αποδόσεως των ύμνων έχουν θέση στην Ορθόδοξη Λατρεία.
Ο κυρ-Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εραστής της γνήσιας Βυζαντινής μουσικής, προβαίνει σε διάφορα έργα του (άρθρα, διηγήματα, «αποσπάσματα σκέψεων») στην διατύπωση καίριων παρατηρήσεων για τα μέλος της Μ. Εβδομάδος.
Στα 1893 έγραψε σε αθηναϊκή εφημερίδα για το περιώνυμο τροπάριο της Κασσιανής: "Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…».
«…Ὅσῳ λαμπρόν καί ὑψηλόν ἀπό ἄποψιν ποιήσεως, τοσοῦτῳ περιπαθές κ’ ἐν σεμνότητι εὔστροφον ὑπό ἔποψιν μέλους. Μέλος δ’ ἡμεῖς ἐννοοῦμεν τό Βυζαντινόν, διότι ἡ ποίησις καί ὁ ρυθμός αὐτός τοῦ τροπαρίου, ὡς καί ὅλων τῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ἔχει τονισθεῖ ὑπό ἀρχαιοτάτου μουσικοσυνθέτου, συνδυάσαντος τόν ρυθμόν τῶν στίχων μέ τοῦ μέλους τήν ἀφελῆ χάριν. Δέν χωρεῖ λοιπόν εἰς ταῦτα οὐδείς νεωτερισμός, οὐδεμία καινοτομία τετραφωνική ἤ πολυφωνία, ὡς τήν σήμερον ἀποπειρῶνται τοῦτο καινοτόμοι τινές. Δέν εἶνε δυνατόν νά τονίσῃ τις σήμερον αὐτό καλλίτερον ἤ ὁ ποιητής τοῦ τροπαρίου ὁ καί μελοποιός τυγχάνων. Ὥστε κατά τάς ἡμέρας τουλάχιστον ταύτας ἄφετε τήν μονοφωνίαν τῆς Βυζαντινῆς καί μή μιγνύετε ἐν αὐτῇ ξενισμούς, οἵτινες δέν εἶνε ἄλλο παρά αὐτόχρημα βεβήλωσις τοῦ ἀγνοῦ θρησκευτικοῦ Βυζαντινοῦ μέλους…»
Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι ίσως η σημαντικότερη περίοδος του Λειτουργικού έτους. Τα σωτηριώδη γεγονότα είναι φρικτά. Οι ύμνοι της Εκκλησίας οδηγούν τους πιστούς σε κατάνυξη και συντριβή. Γι’ αυτό το μέλος πρέπει να είναι σεμνοπρεπές, λιτό, αλλά ταυτόχρονα και δυναμικό, ώστε να δεσπόζει μέσα στη λατρεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά μέλη της Μεγάλης Εβδομάδος φέρουν, στα μουσικά χειρόγραφα, την ένδειξη «μέλος ἀρχαῖον». Κι αυτό το μέλος μας πάει πολύ πίσω και μας συνδέει με ήχους κι εποχές βυζαντινές και, γιατί όχι, ίσως και πρωτοχριστιανικές, καθώς πολλά στοιχεία της αρχαίας Εκκλησίας διασώζονται μέχρι σήμερα στην Μεγάλη Εβδομάδα, όπως π.χ. τα αντίφωνα της Μεγάλης Παρασκευής.
Στηριζόμενος ο Σκιαθίτης στην εκκλησιαστική και μουσική μας παράδοση υποστηρίζει ότι σε κάθε αρχαία και σεμνή μουσική «τό μέλος ἀνάσσει, ὁ δὲ ρυθμός ὑπουργεῖ». Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει με ένθεο ζήλο την μοναδικότητα της Ακολουθίας της Μεγάλης Παρασκευής:
«…Ἀλλά μετά προσοχῆς κατόπιν παρακολουθήσατε τούς ἀπαραμίλλους τῶν μελῳδῶν ὕμνους ψαλλομένους ἐξόχως κατανυκτικά, οἵτινες καί ὡς ποίησις καί ὡς μέλος θά παραμείνωσιν ἐσαεί ἀθάνατα μνημεῖα τῆς Βυζαντίδος μούσης. Ἡ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ἀκολουθία εἶνε ἡ μόνη ἥτις περιλαμβάνει τόσην ποικιλίαν τροπαρίων ἀρμονικῶς καί μετά σπανίας χάριτος ἐναλλασσομένων τῶν ὀκτὼ ἤχων, οἵτινες ὅλοι ἀπόψε ψάλλουσιν ἐκθάμβως καί ἐπηρμένως ὑπέρ τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς τόν πειστικώτερον τῶν ρητορικῶν λόγων. Τά λεγόμενα Ἀντίφωνα σεμνοπρεπῆ καί κατανύττοντα, ἀναφερόμενα δέ εἰς τά Πάθη τοῦ Σωτῆρος καθιστῶσι μελωδικωτάτην καί λίαν ἐπαγωγόν τήν ἀκολουθίαν ταύτην, δεξιώτατα ποικίλλοντα εἰς ρυθμούς καί ἤχους καί μεταπίπτοντα ἐν μαγευτικῇ ἀντιθέσει ἀπό τοῦ χρωματικοῦ εἰς τό διατονικόν.
Μετά τό τέλος τοῦ ἐξοχωτέρου τῶν τροπαρίων «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου» ψάλλονται εἰς φαιδρόν ἦχον δ’ οἱ Μακαρισμοί, διότι ἐν τούτοις μεγάλην χαράν αἰσθανόμενος ὁ μελωδός χαίρει ὅτι διά τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων ἐσώθη ὁ ἄνθρωπος καί μετ’ εὐφροσύνης ἀνακράζει: «Ἐσταυρώθης δι’ ἐμέ, ἵνα ἐμοί πηγάσης τήν ἄφεσιν, ἐλογχεύθης τήν πλευράν, ἵνα κρουνούς ἀφέσεως ἀναβλύσῃς μοι».
Οι ακολουθίες της Εκκλησίας μας, διακρίνονται για την έξαρση την κατανυκτική, αλλά και για την σεμνή μεγαλοπρέπειά τους. Οι ύμνοι της Μεγάλης Εβδομάδος είναι γλυκείς, χωρίς να διέπονται από οποιονδήποτε συναισθηματισμό, είναι αβίαστοι ρυθμού και μέλους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν απαιτούν την δέουσα προσοχή από τους ψάλτες, είναι περιπαθείς, χωρίς βέβαια να εξάπτουν τα γήινα πάθη, αλλά να διεγείρουν προς πόθον του Πάθους του Χριστού, είναι ποιητικότατοι, αλλά πάνω απ’ όλα είναι θεόπνευστοι.
Ο Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει τους ύμνους του Επιταφίου ως «παθητικά ἄσματα». Ακριβώς διότι βιώνει τον λόγο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου: «ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται». Και μαζί με τον άνθρωπο πάσχει και η φύσις «ἐν Σταυρῷ καθορῶσα τόν Κύριον». Για τον Παπαδιαμάντη την ώρα του Επιταφίου «καί ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καί μορμύρουσα παρά τόν αἰγιαλόν ἐπαναλάμβανε “οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!”»
Εξαιρετικά σημαντικές είναι και οι παρατηρήσεις του Παπαδιαμάντη για τον τρόπο της εμμελούς απαγγελίας των αναγνωσμάτων από τους ιερείς και τους ψάλτες. Στο θέμα αυτό σήμερα παρατηρείται μεγάλη ακαταστασία και σύγχυση λόγω άγνοιας ή επιδειξιομανίας. Ο Παπαδιαμάντης είναι πεπεισμένος ότι διά του λογαοιδικού τρόπου της εκκλησιαστικής μουσικής «κατέστησαν γνωριμώτερα εἰς τάς ἀκοάς καί τά λόγια τῶν θείων Εὐαγγελίων, ὡς καί τοῦ Ἀποστόλου. Ὁ λογαοιδικὸς οὗτος τρόπος τῆς ἀπαγγελίας, εἶναι ἀρχαιότατος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ εἶναι γνησίως Ἑλληνικός, ὅπως φαίνεται καὶ εἰς τὰ παλαιὰ δράματα.
Ὁ τρόπος οὗτος τῆς ἀπαγγελίας, διὰ τῆς παρατάσεως ὅλων μὲν τῶν συλλαβῶν, ἀλλὰ μάλιστα τῆς καταλήξεως ἑκάστης περιόδου ἢ ἑκάστου κώλου, σημαίνει καί μιμεῖται τὸ κήρυγμα, ἤτοι τὴν φωνὴν τοῦ κήρυκος, καὶ ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, “κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει”.
Ἐθίζεται δὲ ν’ ἀπαγγέληται ὁ μέν Ἀπόστολος μετά τινος ποικιλίας τόνων καί φθόγγων, τὸ δὲ Εὐαγγέλιον ἁπλούστερον καὶ ὅλως ἀπερίττως».
Ήδη από την εποχή του Παπαδιαμάντη εμφανίσθηκαν κάποιοι «καινοτόμοι» ιερείς, οι οποίοι «κατήργησαν αὐθαιρέτως τόν λογαοιδικὸν τρόπον καὶ ἀπαγγέλλουσιν τὰς περικοπὰς τῶν θείων ρημάτων δι’ ἁπλῆς ἀναγνώσεως. Εἰς τοὺς τοιούτους ἱερεῖς πρέπει ν’ ἀπαγορευθῇ ἁρμοδίως ἡ καινοτομία αὕτη».
Για τον Παπαδιαμάντη πρωτοτυπία στις τέχνες της Εκκλησιαστικής παραδόσεως, στις λειτουργικές τέχνες, σημαίνει να μένει κανείς πιστός στους πρώτους τύπους της τέχνης αυτής. Η Εκκλησία για τον Παπαδιαμάντη έχει ένα παραδεδεγμένο τύπο, τον οποίον κανείς δεν μπορεί να παραβεί «ἀποινεί», αφού «ρητῶς ἀπαγορεύεται πᾶσα καινοτομία εἴτε εἰς τὴν ἀρχιτεκτονικὴν καὶ γραφικὴν καὶ τὴν λοιπὴν τῶν ναῶν διακόσμησιν, εἴτε εἰς τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ἄλλην λατρείαν».
Ο λόγος του κυρ-Αλέξανδρου, κατά την αρχή της Μ. Εβδομάδος, είναι πατερικός και προτρεπτικός. Και σήμερα επίκαιρος και ουσιαστικός: «…Ἀς ἀρθῶμεν ἀπό τῆς σήμερον ὑπό τῶν θείων τοῦ Νυμφίου μολπῶν ὑπέρ τό ὑλιστικόν πεδίον, ἐφ’ οὗ τόν λοιπόν βιοῦμεν χρόνον, καί κατανυσσόμενοι καί ἑνοῦντες τήν φωνήν τῆς ψυχῆς μας εἰς τούς λυρικούς τῆς Ἐκκλησίας ὕμνους τού κατακηλοῦντας ἡμᾶς διά τῆς γλυκυτάτης βυζαντινῆς μούσας των, ἄς ἐνωτισθῶμεν τήν μελαγχολικήν κ’ ἐμπνέουσαν ἀκολουθίαν τοῦ Νυμφίου, ἐπιλαθόμενοι τοῦ γηΐνου κόσμου καί μετά τοῦ Θεοῦ συναδελφούμενοι.
Εἰσέλθωμεν εἰς τούς ναούς καί ἴδωμεν ἄλλον κόσμον, κόσμον Οὐράνιον. Ἑνωθῶμεν τοὐλάχιστον πνευματικῶς ἐκεῖ εἰς τάς Ἐκκλησίας, γινόμενοι ὅλοι ἀδελφοί, ὅλοι ἴσοι ἀπέναντι τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐκεῖ πρό τοῦ θυσιαστηρίου ἄς σιγήσουν τά πάθη, καί ἄς ὁμιλήσῃ ἡ καρδία, καί ἄς ἀκουσθῇ ἡ φωνή τῆς συνειδήσεως…».
Βιβλιογραφία
1. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Άπαντα, επιμ. – κριτική έκδοση Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα 1988, τ Ε΄.
2. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [Τὸ λάβαρον] ανέκδοτες παπαδιαμαντικές σελίδες από το Αρχείο Απόστολου Γ. Παπαδιαμάντη – επιμέλεια Φώτης Δημητρακόπουλος, Αθήνα 1989.
3. Ανέστη Γ. Κεσελόπουλου, Η Λειτουργική Παράδοση στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Θεσσαλονίκη 1994.
4. Η αδιάπτωτη μαγεία, Παπαδιαμάντης 1991 – ένα αφιέρωμα (Συλλογικός Τόμος), Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1992.
Σχολείο
Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Η Μεγάλη Παρασκευή εἶναι ἀναμφιβόλως ἡ ἱερωτέρα καί σεβασμιωτέρα ἡμέρα τῆς Μ. ῾Εβδομάδος. Διότι κατ᾿ αὐτήν ἐπιτελοῦμεν ἀνάμνησιν τῶν φρικτῶν καί σωτηρίων παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Φέρει εἰς τήν μνήμην μας ἡ ἡμέρα αὐτή ὅλα, ὅσα πρός χάριν μας ὑπέμεινεν ὁ Κύριος, ὅπως τά ἀπαριθμεῖ ὁ συναξαριστής· «τούς ἐμπτυσμούς, τά ραπίσματα, τά κολαφίσματα, τάς ὕβρεις, τούς γέλωτας, τήν πορφυρᾶν χλαῖναν, τόν κάλαμον, τόν σπόγγον, τό ὄξος, τούς ἥλους, τήν λόγχην· καί πρό πάντων τόν σταυρόν καί τόν θάνατον». Γίνεται ἐπίσης μνεία τοῦ εὐγνώμονος λῃστοῦ, ὁ ὁποῖος διά τῆς μετανοίας του «πρῶτος παραδείσου πύλας ἀνοίξας εἰσῆλθεν».
Ἡ ἀκολουθία τῶν ἁγίων παθῶν, καίτοι εἶναι ὁ Ὄρθρος τῆς Μ. Παρασκευῆς, ἤρχιζεν ἀνέκαθεν ἀπό τῆς ἑσπέρας τῆς Μ. Πέμπτης καί διήρκει ὅλην τήν νύκτα, διότι καί ἡ σύλληψις καί ἡ δίκη καί οἱ ἐμπαιγμοί τοῦ Κυρίου ἔγιναν κατά τήν νύκτα αὐτήν. Σήμερον εἰς τάς ἐνορίας ἡ ἀκολουθία αὐτή τελεῖται κάπως συντομώτερον κατά τάς ἑσπερινάς ὥρας τῆς Μ. Πέμπτης. Τό ἰδιαίτερον χαρακτηριστικόν τῆς ἀκολουθίας εἶναι τά Δώδεκα Εὐαγγέλια, τά ὁποῖα ἀναγινώσκονται κατ᾿ αὐτήν. Ἐξ αὐτῶν τό μέν πρῶτον —τό Εὐαγγέλιον τῆς Διαθήκης— περιλαμβάνει τάς ὑποθήκας τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητάς καί τήν ἀρχιερατικήν προσευχήν του, τά δέ ἄλλα ἐξιστοροῦν τήν σύλληψιν, τήν δίκην, τά πάθη, τόν σταυρικόν θάνατον καί τήν ταφήν τοῦ Κυρίου καί τό τελευταῖον τήν ἀσφάλισιν τοῦ τάφου διά τῆς κουστωδίας. Ἄλλο χαρακτηριστικόν εἶναι ἡ ἀρχαιοτάτη ὁμάς τῶν 15 ἀντιφώνων, τά ὁποῖα ψάλλονται ἀνά τρία μεταξύ τῶν ἕξ πρώτων Εὐαγγελίων. Εἰς τήν ἀρχήν τοῦ ιε´ ἀντιφώνου ὁ ἱερεύς ἀπαγγέλλων τό «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου» λιτανεύει τόν Ἐσταυρωμένον καί τοποθετεῖ αὐτόν εἰς τό μέσον τοῦ Ναοῦ πρός προσκύνησιν ὑπό τῶν πιστῶν.
Τήν πρωΐαν τῆς Μ. Παρασκευῆς τελεῖται ἡ ἀκολουθία τῶν Μεγάλων Ὡρῶν. Κατ᾿ αὐτάς ἀναγινώσκονται Ψαλμοί μεσσιακοί, ἀναφερόμενοι δηλ. εἰς τόν Μεσσίαν καί τά πάθη του, ὅπως οἱ Ψαλμοί β´, κα´, ξη´ κ.ἄ. Ἀναγινώσκονται ἐπίσης προφητικαί καί ἀποστολικαί περικοπαί ἀναφερόμεναι εἰς τό πάθος τοῦ Κυρίου καί εὐαγγελικαί (μία ἐξ ἑκάστου Εὐαγγελιστοῦ) ἐξιστοροῦσαι τά πάθη. Διά τῶν ἀναγνωσμάτων καί τῶν ὕμνων τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία παριστάνει ἐνώπιόν μας ἀνάγλυφον τό πάθος τοῦ Κυρίου καί μᾶς καλεῖ νά τό μελετήσωμεν καί νά ἐμβαθύνωμεν εἰς αὐτό.
Εὐθύς μετά τάς ῞Ωρας τελεῖται ὁ ῾Εσπερινός. Κατ᾿ αὐτόν ἀναγινώσκεται ἐκτός τῶν ἄλλων εὐαγγελική περικοπή, ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνει τήν διήγησιν τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου μέχρι καί τῆς ταφῆς του. Περί τό τέλος αὐτῆς γίνεται ὑπό τοῦ ἱερέως ἡ ἀποκαθήλωσις τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου ἀπό τοῦ σταυροῦ καί ἡ λιτανευτική μεταφορά καί ἀπόθεσις αὐτοῦ εἰς τό Ἱερόν· μετ᾿ ὀλίγον δέ, ἐνῷ ψάλλονται τά ἀπόστιχα «Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σε νεκρόν…» γίνεται ἔξοδος τοῦ Ἐπιταφίου μετά τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, λιτάνευσις αὐτοῦ ἐντός τοῦ ναοῦ καί ἀπόθεσις εἰς τό ἀνθοστόλιστον κουβούκλιον.
Ἀντίφωνον ΙΕ´. ῏Ηχος πλ. β´.
«Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας (τρίς). Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται, ὁ τῶν Ἀγγέλων Βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται, ὁ περιβάλλων τόν οὐρανόν ἐν νεφέλαις. ῾Ράπισμα κατεδέξατο, ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τόν Ἀδάμ. ῞Ηλοις προσηλώθη, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχῃ ἐκεντήθη, ὁ Υἱός τῆς Παρθένου. Προσκυνοῦμέν σου τά Πάθη Χριστέ (τρίς). Δεῖξον ἡμῖν, καί τήν ἔνδοξόν σου Ἀνάστασιν».
Κοντάκιον αὐτόμελον.
Ποίημα Ρωμανοῦ τοῦ μελῳδοῦ. ῏Ηχος πλ. δ´.
«Τόν δι᾿ ἡμᾶς Σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν· αὐτόν γάρ κατεῖδε Μαρία, ἐπί τοῦ ξύλου καί ἔλεγεν· Εἰ καί σταυρόν ὑπομένεις, σύ ὑπάρχεις ὁ Υἱός καί Θεός μου».
Ὁ Οἶκος.
«Τόν ἴδιον Ἄρνα, ἡ ἀμνάς θεωροῦσα, πρός σφαγήν ἑλκόμενον, ἠκολούθει Μαρία, τρυχομένη μεθ᾿ ἑτέρων γυναικῶν, ταῦτα βοῶσα· Ποῦ πορεύῃ Τέκνον; τίνος χάριν τόν ταχύν δρόμον τελεῖς; μή ἕτερος γάμος, πάλιν ἐστίν ἐν Κανᾷ; κἀκεῖ νῦν σπεύδεις, ἵν᾿ ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσῃς; συνέλθω σοι Τέκνον, ἤ μείνω σοι μᾶλλον; δός μοι λόγον Λόγε, μή σιγῶν παρέλθῃς με, ὁ ἁγνήν τηρήσας με· σύ γάρ ὑπάρχεις ὁ Υἱός καί Θεός μου».
Δόξα. Καί νῦν. Ἰδιόμελον. ῏Ηχος πλ. α´.
«Σέ τόν ἀναβαλλόμενον, τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον, καθελών Ἰωσήφ ἀπό τοῦ ξύλου, σύν Νικοδήμῳ, καί θεωρήσας νεκρόν γυμνόν ἄταφον, εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν· Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ! ὅν πρό μικροῦ ὁ ἥλιος, ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφον περιεβάλλετο, καί ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο, καί διερρήγνυτο ναοῦ τό καταπέτασμα· ἀλλ᾿ ἰδού νῦν βλέπω σε, δι᾿ ἐμέ ἑκουσίως, ὑπελθόντα θάνατον· πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἤ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; ποίαις χερσί δέ προσψαύσω, τό σόν ἀκήρατον σῶμα; ἤ ποῖα ᾄσματα μέλψω, τῇ σῇ ἐξόδῳ οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τά Πάθη σου, ὑμνολογῶ καί τήν Ταφήν σου, σύν τῇ Ἀναστάσει κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι».
[Ἀπό τό βιβλίο-ἐγκόλπιο: Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάς, Εἰσαγωγαί καί ἐπιμέλεια κειμένου ὑπό Πρωτ. Κωνσταντίνου Παπαγιάννη, 5η ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἀποστολική Διακονία, 2010), 334-337].

Σχολείο
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η σοβαρότερη και πιο ιερή Μέρα του ορθόδοξου εορ­τολογίου.
Τα βασικά εκκλησιαστικά τελετουργικά της στοιχεία είναι : η Ακολουθία «τών Ωρών» το πρωί, με τα Ευαγγέλια και την Αποκαθήλωση, κι ο Επιτάφιος (θρήνος), το απόγευμα ή το βράδυ, (κάποτε και προς το χάραμα του Σαββάτου).
Τα βασικά λαογρα­φικά της στοιχεία είναι : η αυστηρότατη νηστεία (μερικοί μάλιστα δροσίζουν μόνο με ξίδι τα χείλη τους, σαν το Χριστό), η επίσκεψη στα νεκροταφεία, (όπου και οι ψυχές συμπενθούν), τα άφθονα άνθη για τον Επιτάφιο με τον ανταγωνισμό του στολισμού, και ή γραφική περιφορά των Επιταφίων, το βράδυ.
Ο αείμνηστος καθηγητής Δημ. Σ. Λουκάτος στο βιβλίο του «Πασχαλινά και της Άνοιξης» (εκδόσεις Φιλιππότη) μας προσφέρει μια σπουδαία περιγραφή της «Αποκαθήλωσης» αλλά και όσων προαναφέραμε και έχουν σχέση με την ημέρα αυτή.
Η ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ
Η «Αποκαθήλωση» μέσα στην κατάμεστη πάντα εκ­κλησιά, προς το μεσημέρι, είναι μια από τις πιο αναπαραστατικές σκηνές της ορθόδοξης τελετουργίας. Ο ιερέας πα­ριστάνει τον Ιωσήφ (από Αριμαθαίας), ανεβαίνει με μικρή σκάλα στον στημένο Σταυρό, αποκαθηλώνει τον «Εσταυ­ρωμένο» και τον πηγαίνει σεβαστικά στο "Άγιο Βήμα, απ’ όπου θα ξαναβγεί κρατώντας το ξαπλωτό νεκρό σώμα του Χριστού (τον Αμνό), για τον Επιτάφιο. Με πομπή θα το αποθέσει στο ανθοστολισμένο κουβούκλιο. Στο διάστημα αυτό ψάλλετε συνοδευτικά ένα αφηγηματικό και ποιητι­κότατο Δοξαστικό των Αποστίχων («Σέ τόν αναβαλλόμενον τό φως ώσπερ ιμάτιον…»), σε ήχο πλάγιο πρώτου, πού, όταν ό ψάλτης είναι ικανός, αποτελεί ένα από τα αρχαιοπρεπέστερα και συγκινητικά μουσικά μελωδήματα των Παθών. Κι ό ιερέας προσαρμόζει θεαματικά τις κινήσεις του, με τα αντίστοιχα λόγια: — «Πώς σέ κηδεύσω, Θεέ μου;…» κτλ. Λεμονανθοί και ραντίσματα, την ώρα εκείνη, δίνουν στο πρώτο προσκύνημα του νεκρού Ιησού ανθρώπινο νόημα…
Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ
Η βραδινή ακολουθία του Επιταφίου ψάλλεται με λι­γότερο πένθος. Ο διάκοσμος, τα λουλούδια και τα φώτα της εκκλησίας, μαζί με την παριστάμενη νεότητα και την περιβάλλουσα άνοιξη, δημιουργούν μιαν αισιόδοξη ατμόσφαι­ρα, πού προοιμιάζει την Ανάσταση. Τα άμφια των ιερέων είναι πανηγυρικά, κι η όλη Υμνολογία (ο κανόνας και τα εγκώμια) ψάλλεται με ρυθμό ζωηρό και εναρμόνιο. Το «Αί γενεαί πάσαι» γίνεται για όλο το εκκλησίασμα ένα πολυφωνικό άσμα, πού το χαίρονται κι οι πιο αυστηροί ρινόφωνοι ψαλμωδοί.
Η ΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ
Η περιφορά του Επιταφίου έπειτα, έξω στις συνοικίες και στο ύπαιθρο, είναι ένα ελληνικό, τελετουργικό, αλλά και ανταγωνιστικό για τις ενορίες και τα χωριά γεγονός, πού θέλουν να επιδείξουν το ωραιότερο στόλισμα και την επι­βλητικότερη πομπή. (Αποκορύφωμα της ψυχολογίας αυτής είναι ό υπερβολικά επίσημος χαρακτήρας του Επιταφίου της πρωτεύουσας, πού μοιάζει με στρατιωτική και κρατική πομπή). Στα παλιότερα χρόνια γίνονταν και συγκρούσεις α­νάμεσα σε Επιταφίους, πού διεκδικούσαν ένα διάβα, ή δεν δέχονταν προσβλητικά λόγια για το στόλισμα και τη σημα­σία τους. Ήταν έντονο τότε και το θρησκευτικό «φιλότιμο» των παραμικρών συνοικιών. (‘Αλλά και το ανοιξιάτικο συμ­βολικό πάλαιμα υποφαίνεται επίσης).
Γραφικοί όμως απομένουν πάντα οι Επιτάφιοι των ενο­ριών, στις πόλεις και στα χωριά, με το καλλιτεχνικό ανθοστόλισμα και τους πιστούς πού ακολουθούν με αναμμένα (κίτρινα) κεριά. Τώρα συνηθίζουν να συγκεντρώνονται όλοι μαζί οι Επιτάφιοι (ειρηνικά) σε κεντρικό χώρο, όπου ανα­πέμπουν και κοινή δέηση, ιδιαίτερα με την παρουσία του Επισκόπου. Γραφικότεροι όμως γίνονται στα Νησιά μας, όπου περνούν πλάι από τη θάλασσα (και σκέφτονται τους ναυτικούς και τους ξενιτεμένους), ή στα ορεινά κι απομονω­μένα χωριά, όπου βγαίνουν στα ξάγναντα και πέμπουν τη θρησκευτική συγκίνηση κι ευλογία τους στους άλλους αν­θρώπους και χώρους.
Η βαθύτερη και πιο λαϊκή σημασία της περιφοράς του Επιταφίου είναι ό εξαγιασμός του όλου χώρου των σπιτιών και των κτημάτων του χωριού και η ντόπια αναπαράσταση της «κηδείας» του Χρίστου, πού θα κατοχυρώσει το χωριό από κοινούς θανάτους. Οι κάτοικοι συμμετέχουν με θρη­σκευτικές τιμές και λιβανίσματα στην εκφορά αυτή, και δεν ξεφεύγει από τη σκέψη τους η διδασκαλία της Εκκλησίας, ότι ό Χριστός, κατεβαίνοντας στον Άδη, θα συναντήσει και τους δικούς των νεκρούς. Γι’ αυτό κι οι πονεμένοι θυμιάζουν και θρηνούν την ίδια ώρα τους νεκρούς των, γι’ αυτό και σε μερικά νησιά βγάζουν στην πόρτα τις φορεσιές των ναυτι­κών πού χάθηκαν, να περάσει από κοντά τους ο Επιτάφιος. Νεκρολατρικό είναι και το έθιμο, στη Β. Ελλάδα (Σέρρες), να βγάζουν στην πόρτα των σπιτιών εφήμερη πρασινάδα από φακές ή στάρι (Αδωνίδος κήποι), συμβολική ενέργεια για τους νεκρούς και την ανάσταση τους.
Οι Επιτάφιοι συγκεντρώνουν όλη τη δύναμη της Μεγα­λοβδομαδιάτικης ευλογίας. Είναι το αποκορύφωμα του με­γάλου γεγονότος του θανάτου του Χρίστου, πριν από την Ανάσταση. Γι’ αυτό και όταν είναι να μπει στην εκκλησιά ό Επιτάφιος, περνούν από κάτω του οι αδύναμοι κι οι άρρω­στοι, για να γερέψουν. Και στο τέλος τρέχουν «ν’ αρπά­ξουν» από τα λουλούδια κι από τα κεριά του, να κρατήσουν όλοι κάτι στα σπίτια τους φυλετικό, για τον κεραυνό, για τις θύελλες και για τις αρρώστιες.
Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Την αυστηρή νηστεία της Μ. Παρασκευής επιβάλλουν παλιές εκκλησιαστικές διατάξεις, πού, όπως γράφονται στο Τριώδιο:
«ουδέ τράπεζαν ιστώμεν ούτε έσθίομενΕι δέ τυχόν ε­στί τις ασθενής και ύπέργηρως και αδυνάτως έχωνδίδοται αυτώ άρτος και ύδωρ, μετά τήν δύσιν ηλίου».
Είχαν πάρει τόσο στα σοβαρά την ασκητική αυτή απα­γόρευση οι παλιότερες γενεές, πού αναφέρεται (σαν ανεκδοτική υπερβολή) από τους Έλληνες του Πόντου, ότι τη Με­γάλη Παρασκευή «εφτά χρονών παιδί εφτά φορές λιγώθηκε, και νερό δεν του δώκαν να πιει».
Στους καιρούς μας ή νηστεία περιορίζεται το πολύ ως το λάδι. Πολλές όμως αυστηρά θεοσεβείς γυναίκες δεν τρώνε τίποτα όλη μέρα, μόνο προς το τέλος πίνουν λίγο ξίδι, ή ζω­μό από βρασμένους κοχλιούς (Κρήτη), για να συμμερίζον­ται «το όξος και τη χολή» πού ήπιε ό Χριστός. Ελαφρότε­ρο είναι να φάνε μόνο χαλβά και ψωμί και να περάσουν με τον καφέ της παρηγοριάς. Αλλά τό λογικότερο, γιά τις οικογένειες, είναι να μαγειρέψουν όσπριο χωρίς λάδι, με τα γνωστά νηστίσιμα της Καθαρής Δευτέρας.
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ
Η απογευματινή επίσκεψη στα Νεκροταφεία (ιδιαίτερα των μεγαλουπόλεων) εξηγείται με τη γενική ατμόσφαιρα του πένθους. Η θύμηση των νεκρών (υποσυνείδητη πίστη μας στην αθανασία) είναι κάτι ανθρώπινο, πολύ περισσότερο σήμερα, με τον μεγάλο συμβολικό θάνατο του Χριστού. Η «εις Άδου κάθοδος» με τις γνωστές περιγραφές των Ευαγγε­λίων, της υμνογραφίας και των εικονογραφιών, εδημιούργησαν πλήθος δοξασίες για την άνοδο στη γη των νεκρών, πού βγαίνοντας με τον Χριστό θα παραμείνουν επάνω, ως την Ανάληψη ή την Πεντηκοστή. Η ίδια η ανθοφορία της γης οδηγεί τη σκέψη μας στο ανέβασμα αυτό, πού είναι χα­ρούμενο και ελπιδοφόρο.
Τα ανθοπωλεία έχουν σήμερα επισημάνει την εθιμική αυτή έξοδο των ανθρώπων στους τάφους κι έχουν στήσει πρατήρια με στεφάνια, φυσικά ή τεχνητά, στην είσοδο των νεκροταφείων, όπου επίσης συγκεντρώνονται και πλήθος ζητιάνοι, για το «ψυχικό» της ημέρας. Γραφική είναι το βράδυ κι ή περιφορά Επιταφίων στους τάφους, πού γίνεται από τις εκκλησίες των νεκροταφείων.
Πηγή: Δημ. Σ. Λουκάτου, «Πασχαλινά και της Άνοιξης», (εκδόσεις Φιλιππότη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου