Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Ευχαριστιακή και μοναστική πνευματικότητα

Ευχαριστιακή και μοναστική πνευματικότητα
Ευχαριστία και άσκηση, ευχαριστιακή και μοναστική πνευματικότητα

Περίληψη εισήγησης στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Σάββατο 1 Μαρτίου 2008

Σταύρου Γιαγκάζογλου

Συμβούλου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου
Η θεολογία στην Ελλάδα άρχισε να προσλαμβάνει στο κέντρο του ενδιαφέροντός της και να ερμηνεύει με έναν εντελώς νέο τρόπο την Θεία λειτουργία και την άσκηση, το ευχαριστιακό γεγονός και το ασκητικό βίωμα της μοναστικής πνευματικότητας, κυρίως, ύστερα από την ανανεωτική στροφή στην δεκαετία του ’60.
Η ανανέωση αυτή, ως γνωστόν, σήμανε για την νεοελληνική θεολογική σκέψη την εργώδη προσπάθεια εξόδου της από την λεγόμενη «Βαβυλώνεια αιχμαλωσία» και την «ψευδομόρφωση» του θεολογικού ήθους της Ορθοδοξίας (βλ. Ομολογίες Πίστεως επί Τουρκοκρατίας, ευσεβισμός των χριστιανικών οργανώσεων, νοησιαρχία και δυτικές επιδράσεις στην νεοελληνική ακαδημαϊκή θεολογία). Και οφείλουμε να αναφέρουμε ότι προέκυψε ως αποτέλεσμα ενός ανοικτού και ειλικρινούς διαλόγου με τα ανανεωτικά κινήματα της θεολογίας στη Δύση (Βιβλική, Πατερική και Λειτουργική Κίνηση), με σημείο αιχμής και ενδιάμεσο καταλύτη την ουσιαστική και γόνιμη παρουσία στη Δύση των ορθοδόξων Ρώσων θεολόγων της διασποράς.
Η γνωριμία με την προσευχή της Ανατολικής Εκκλησίας και με τις αρχαίες λειτουργικές παραδόσεις σήμανε μια εκ νέου ανακάλυψη της λατρείας και της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού. Ωστόσο, η επανεύρεση της αυθεντικής λειτουργικής πράξης, εμπειρίας και έκφρασης του εκκλησιαστικού γεγονότος αποκάλυψε τη διάσταση της καθολικής Εκκλησίας και οδήγησε φυσιολογικά στην αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για την περί Εκκλησίας θεολογία πάνω σε νέες βάσεις και αρχές.
Πράγματι, η έκδοση και η μελέτη πατερικών και λειτουργικών κειμένων προσανατόλισαν σε μιαν άνθιση της πατερικής και λειτουργικής θεολογίας. Η ευχαριστιακή εκκλησιολογία, η θεολογία του προσώπου, η διάκριση ουσίας και ενεργειών στο περί Αγίας Τριάδος δόγμα, η θεολογία της εικόνας, η φιλοκαλική ασκητική του ορθόδοξου ήθους, η μοναστική παράδοση ως άξονες και προτεραιότητες του θεολογικού ενδιαφέροντος, δείχνουν ότι η νεότερη ορθόδοξη σκέψη αναζητά και επανευρίσκει τη χαμένη αυτοσυνειδησία της.
Η ιστορική μελέτη της λατρείας, μάλιστα, παρουσιάζοντας τις αρχές και τις πηγές της αρχέγονης λειτουργικής εμπειρίας της Εκκλησίας, τροφοδότησε μιαν έντονη προσπάθεια για λειτουργική ανανέωση, αφού έγινε φανερό ότι ο Μεσαίωνας και η σχολαστική περίοδος είχαν επιφέρει σοβαρές αλλοιώσεις στη λατρεία της Δυτικής Εκκλησίας. Αλλά και ο εκδυτικισμός της Ανατολής συσκότισε την σημασία της Ευχαριστίας για την ζωή της Εκκλησίας, μετατρέποντάς την σε ένα μυστήριο μεταξύ των άλλων μυστηρίων. Αξίζει να αναφέρουμε ότι η Ευχαριστία και στην επίσημη «ορθόδοξη» εκκλησιολογία παρουσιαζόταν ως «μέσον της χάριτος», δηλαδή, ως ένα μυστήριο μεταξύ των άλλων. Αυτή η αντίληψη, δάνεια από την ρωμαιοκαθολική θεολογία, τοποθετούσε σταθερά το περί Μυστηρίων μετά από το περί Εκκλησίας κεφάλαιο στην δογματική έκθεση της νεότερης ορθόδοξης θεολογίας. Ως εκ τούτου, η Ευχαριστία αφορούσε τη θεολογία μόνο ως προς τη μυστηριακή μεταβολή του άρτου και του οίνου, την εγκυρότητα ή μη της τέλεσής της και την σύμφωνη με τους κανόνες μετάληψη σε ατομικό επίπεδο. Όμως, όταν η Εκκλησία ως θεσμός θεωρείται αιτία των μυστηρίων και της εξ αυτών απορρέουσας χάρης, στερείται εσχατολογικής προοπτικής, ακριβώς επειδή προηγείται αυτών. Έτσι, μεταβάλλεται σε ένα ex opere operato «ιερό, άχρονο και αμετάβλητο» αντικειμενικό θαύμα και μυστήριο με επίκεντρο την μεταβολή των υλικών στοιχείων. Με άλλα λόγια, σκοπός της Ευχαριστίας και των άλλων μυστηρίων δεν είναι η οικοδομή της Εκκλησίας, αλλά η τροφοδοσία και η ενίσχυση της ατομικής ευσέβειας. Απότοκο της εκδοχής αυτής αποτελεί και η δυνατότητα τέλεσης του μυστηρίου της Ευχαριστίας χωρίς τη συμμετοχή του λαού ακόμη και ερήμην του.
Ακολουθώντας αυτή την γραμμή, καταλήγουμε ότι πίσω από τον τελετουργικό συμβολισμό, πίσω από την σχολαστική αιτιολόγηση της στιγμής του καθαγιασμού των δώρων, πίσω από την σακραμενταλιστική και κληρικαλιστική πράξη δεν υπάρχει παρά ο δεδομένος και αντικειμενικός θεσμός της ιστορίας, ως ανάμνηση του παρελθόντος, και όχι η αποκαλυπτική φανέρωση και κοινωνία των εσχάτων. Ως εάν η Εκκλησία δεν ζει και δεν γεύεται εν Πνεύματι την εμπειρία των εσχάτων στην Ευχαριστία, δεν βιώνει την παρουσία του ερχόμενου Κυρίου της δόξης και δεν συμμετέχει στο εσχατολογικό δείπνο της Βασιλείας. Έτσι εξηγείται και το ότι η εσχατολογία θεωρήθηκε, εν πολλοίς, ως το παράδοξο και τελευταίο κεφάλαιο της δογματικής, στο οποίο γίνεται λόγος για τα μέλλοντα να συμβούν. Στους αντίποδες αυτής της νοοτροπίας, η σταδιακά αναπτυσσόμενη λειτουργική ή ευχαριστιακή θεολογία προσεγγίζει τη Θεία Ευχαριστία ως το κατ’ εξοχήν Μυστήριο της Εκκλησίας, ως την πράξη η οποία καθιστά την Εκκλησία αυτό που πραγματικά είναι. Η τελετουργική, η αρχαιολογία της λατρείας ή το κανονικό δίκαιο εξετάζονται σε δεύτερο επίπεδο.
Πρώτη συνέπεια αυτής της προσέγγισης υπήρξε η επαναφορά της Θείας Ευχαριστίας στο κέντρο του εκκλησιαστικού γεγονότος, ως αιτία και πηγή του. Η Θεία Ευχαριστία παύει να θεωρείται, πλέον, ως ένα μυστήριο μεταξύ των άλλων μυστηρίων. Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για επαναφορά της λατρείας στο κέντρο της ζωής και της αλήθειας της Εκκλησίας και προβολή της Ευχαριστίας ως δημόσιας πράξης, η οποία κάνει αισθητή την αιώνια φύση της Εκκλησίας, ως σώματος του Χριστού. Έτσι, η Ευχαριστία, ως πράξη καθολική, δεν αναφέρεται μόνο σε μία λειτουργία της ζωής της Εκκλησίας (την κοινή προσευχή), αλλά εκφράζει, εμπνέει και καθορίζει ολόκληρη την Εκκλησία, ολόκληρη τη φύση της, σύνολη τη ζωή της. Τελικά, η Λειτουργική Κίνηση έδωσε ερεθίσματα στην ορθόδοξη θεολογική σκέψη για να στραφεί από την ευσεβιστική και ατομικιστική προσέγγιση της λατρείας, στην κατανόηση της λατρείας ως της αιώνιας αυτοαποκάλυψης της Εκκλησίας, η οποία, ως κοινότητα, πορεύεται δια των ατραπών της ιστορίας προς τα έσχατα της Βασιλείας.
Η εσχατολογική αυτή προοπτική υπερκέρασε την μέχρι τότε επικρατούσα ιστορική κατανόηση της Ευχαριστίας και φώτισε την Ευχαριστία ως την κατ’ εξοχήν εσχατολογική εμπειρία της Εκκλησίας, ως λειτουργία, πρόγευση και κίνηση προς την Βασιλεία. Η Εκκλησία διά της Ευχαριστίας φανερώνει εντός της ιστορίας τη μελλοντική της ταυτότητα, όπως, δηλαδή, θα είναι στη Βασιλεία. Η Εκκλησία, δίχως να παύει να είναι Εκκλησία και εκτός της Ευχαριστίας, επειδή ακριβώς εικονίζει και προγεύεται τα έσχατα στην Ευχαριστία, μπορεί να είναι και να καλείται Εκκλησία. Η εσχατολογική αυτή διάσταση της Ευχαριστίας έχει καίριες κοσμολογικές επιπτώσεις. Ό,τι πραγματοποιείται στην Ευχαριστία μυστηριακά, θα πραγματοποιηθεί στο τέλος και για ολόκληρο τον κόσμο. Ο κόσμος είναι το σώμα της ανθρωπότητας και η ανθρωπότητα είναι πλέον το σώμα του Χριστού. Συνεπώς, η Εκκλησία στην εσχατολογική της προοπτική ταυτίζεται με το ευχαριστιακό σώμα, το οποίο είναι το υπερουράνιο σώμα του Χριστού. Ολόκληρος ο φυσικός κόσμος προσάγεται στην Ευχαριστία δια του ανθρώπου, προκειμένου να μεταμορφωθεί και αυτός σε Σώμα Χριστού. Άλλωστε, η Ευχαριστία προσφέρεται ακριβώς, για να ζήσει ο κόσμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου