.jpg)
ΕΙκονομαχία σημαίνει τό κίνημα των αιρετικών πού κορυφώθηκε τόν 7ον καί
8ον αιώνα, μέ τό όποιον έβλασφημείτο ό Χριστός καί έπολεμείτο ή είκών
αύτου καί όλες οι είκόνες: της Κυρίας Θεοτόκου των Αγίων Αγγέλων καί
όλων των Αγίων.
Ή εικονομαχία ήτο ουσιαστικά Χριστολογική αίρεσις καί κατ έπέκτασιν καί
Τριαδολογική. Οί είκονομάχοι δέν κατενόουν ούτε τήν Π.Δ.,ούτε καί τήν
Καινή, διό έβλασφήμουν τόν τυπικώς όραθέντα καί προφητευθέντα κατά τήν
Π.Δ. Θεόν Λόγον, αλλά καί ένανθρωπήσαντα αρνούμενοι τήν εικόνα Του,
ήρνούντο τήν πραγματικήν ένανθρώπησίν Του, καταλύοντες τό δόγμα της έν
τώ Χριστώ Υποστατικής ενώσεως της Θείας καί Ανθρωπινης Φύσεως
Ή Ζ' Οίκουμ. Σύνοδος διά της Γ Πράξεως ορίζει: «...τάς αγίας καί
σεπτάς εικόνας προσκυνούντες περιπτυσσόμεθα, τουτέστι του δι' ημάς
ένανθρωπήσαντος Θεού Λόγου, Κυρίου δε ημών καί Σωτήρος Ιησού Χρίστου,
καί μορφήν δούλου λαβόντος. Ού ή είκών καί τό έκτύπωμα ου της θεότητος
της αδιάσπαστος ένωθείσης τη άχράντω αύτού σαρκί φέρει τόν χαρακτήρα•
αόρατος γάρ καί απερίγραπτος ή θεία φύσις, καί ασχημάτιστος. Θεόν γάρ
ουδείς έώρακε πώποτε αυτός ό Μονογενής έξηγήσατο- αλλά της άνθρωπότητος
αυτού χρωματουργούντες τήν εικόνα προσκυνούμεν... Προσκυνούμεν Χριστού
τήν εικόνα, τουτέστι του όραθέντος τοις άνθρώποις προσώπου ού
κεχωρισμένου της αοράτου αυτού Θεότητος άπαγε- άλλ' ηνωμένου ταύτη έξ
άκρας συλλήψεως» (Πρακτικά Σελίς766) 266 ώς καί ΡG 94, 1169, 1172, 1236,
1237, 1240, 1289, 1293 καίΡG98, 157 καί ΡG 99, 468 καί όλους τους
Αγίους Πατέρας καί όλόκληρον τήν Άγ• Γραφή).
Καί εις τήν Ζ' Πραξιν της, όπου καί ό Όρος της, ή Άγια Ζ' Οικουμενική
Σύνοδος, θεσμοθετείται: «Όρίζομεν σύν άκριβεία πάση καί έμμελεία
παραπλησιως τώ τύπω τού Τιμίου καί ζωοποιού Σταυρού άνατίθεσθαι τάς
σεπτάς καί αγίας εικόνας... του Κυρίου καί Θεού καί Σωτήρος Ιησού
Χριστού εικόνος, καί της αχράντου δεσποίνης ημών Θεοτόκου, τιμίων τε
αγγέλων καί πάντων των αγίων καί οσίων ανδρών» (Πρακτικά σελ. 874/374
καί σχετικά σελ. 814-815, 880-881 κλπ.).
Επίσης εις τό ίδιον όρον προηγουμένως τονίζεται ότι είκονίζομεν τόν
Χρίστόν «προς πίστωσιν της αληθινής καί ού κατά φαντασίαν τού Θεού Λόγου
ενανθρωπήσεως» (Αυτόθι).
Δέν «ίστορούμεν» δε καί δέν «ζωγραφούμεν» τόν Πατέρα του Κυρίου Ίησοΰ
Χρίστου, «επειδή ούκ οίδαμεν, τίς εστίν, καί Θεού φύσιν αδύνατον
ίστορήσαι καί ζωγραφήσαι καί ει έθεασάμεθα καί εγνωρίσαμεν, καθώς καί
τόν υίόν αύτού, κάκείνον αν είχομεν ιστορήσαι και ζωγραφήσαι» (Πρακτικά
σελ. 713/211)
«Αόρατος καί απερίγραπτος ή θεία φύσις καί ασχημάτιστος, Θεόν γάρ ουδείς
έώρακε πώποτε, αυτός ό μονογενής έξηγήσατο, της άνθρωπότητος αύτού
χρωματουργούντες την εικόνα προσκυνούμε...
Προσκυνούμεν Χριστού την εικόνα, τουτέστι τού όραθέντος
τοις άνθρώποις προσώπου, ού κεχωρισμένου της αοράτου αυτού Θεότητος»
(Πρακτ. Ζ' Οίκουμ. Συνόδου Τόμος Γ σελ. 766/266)
O Αγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, τά δογματικά συγγράμματα του όποίου κατά πολύ έλαβε ύπ' όψιν της ή Αγία Ζ' Οίκουμ.Σύνοδος λέγει:
«Προς δε τούτοις του αοράτου καί ασωμάτου, καί απερίγραπτου καί
ασχημάτιστου Θεου τίς δύναται ποιήσασθαι μίμημα; Παραφροσύνης τοινυν
άκρας καί ασεβείας τό σχηματίζειν τό θείον» (Ρ.G. 94, 1169 C-1172Α).
«Ει δέ Θεότητος της αϋλου καί ασωμάτου, καί αοράτου καί
ασχημάτιστου, καί αχωρίστου, εικόνα τις τολμήσει ποιήσαι, ώς ψευδή άποβαλλόμεθα» (Αύτόθι σελ. 1293).
«Θεού μεν γάρ του ασωμάτου, καί αοράτου καί αύλου, καί μήτε σχήμα, μήτε
περιγραφήν, μήτε κατάληψιν έχοντος, αδύνατον ποιείν εικόνα. Πώς γάρ τό
μή όραθέν είκονισθήσεται;» (αύτόθι 1289 ΒC καί 288Α).
«Αδύνατον είκονίζεσθαι Θεόν, τόν άποσον, καί άπερίγραπτον, και άόρατον» (Αυτόθι σελ. 1237C).
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙς ΠΡΟΦΗΤΙΚΕΣ ΟΡΑΣΕΙΣ
«Τοις τάς μέν προφητικάς οράσεις, καν μη βούλοιντο, παραδεχομένοις• τάς
δ' όφθείσας αύτοίς εικονογραφίας (ώ θαύμα) καί πρό σαρκώσεως του λόγου
μη καταδεχομένοις, άλλ' ή αυτήν τήν άληπτόν τε καί άθέατον ουσίαν
όφθήναι τοις τεθεαμένοις κενολογούσιν ή εικόνας μέν ταύτα της αληθείας
καί τύπους καί σχήματα εμφανισθήναι τοις έωρακόσι συντιθεμένοις,
είκονογραφείν δέ ενανθρωπήσαντα τόν λόγον καί τά υπέρ ημών αυτού πάθη
ούκ άνεχομένοις, ανάθεμα. (Πρακτικά Ζ' Οίκουμ. Συνόδου σελ. 907/407).
Μετάφραση:
—Είς εκείνους οί όποίοι, ακόμη καί παρά τήν θέλησίν τους
(ή έξ ανάγκης ή διότι δέν μπορούν νά κάνουν διαφορετικά) παραδέχονται μέν τάς (έν τή π.Δ. περιγραφόμενος).Προφητικάς οράσεις.
Δέν αποδέχονται δέ τάς είκονογραφίας ( περιγραφάς τύπους, σύμβολα)αύτάς
πού άπεκαλύφθησαν είς αυτούς (τους Προφήτας), ώ του θαύματος, καί πρό
τής ενανθρωπήσεως του Θεου Λόγου.
Άλλα ή κενολογούν (φλυαρούν, άνοηταίνουν, βλασφημούν) ότι εις τους
άξιωθέντας νά ίδουν αύτάς τάς Οράσεις, ( εικόνας, τύπους, σύμβολα,
ομοιώματα), απεκαλύφθη ή ακατάληπτος (καί απερίγραπτος) και αθέατος θεία
ουσία (ή όποια ούτε όραται, ούτε συλλαμβάνεται, ούτε περιγράφεται, ούτε
εικονίζεται).
"Η συμφωνούν μεν (συνομολογούν όρθοδόξως, παραδέχονται) ότι εις τούς
άξιωθέντας νά δουν αύτάς τά οράσεις ενεφανίσθησαν εικόνες, τύποι καί
σύμβολα της αληθείας (του αληθινού Θεού Λόγου,του μέλλοντος έσεσθαι).
Δέν ανέχονται δέ (δέν αποδέχονται όμως) έπ' ούδενί να είκονογραφήται ό
Χριστός, όπως έγινε ορατός διά της ενανθρωπήσεως καί υπέστη (ως
άνθρωπος) τά πάθη διά τήν ίδικήν μας σωτηρία, Ανάθεμα.
Σαφώς ο όρος της Ζ' Οικουμενικής Συνάδου καταδικάζει τούς
είκονομάχους, οι όποιοι δέν έδέχοντο «είκονογραφειν Ένανθρωπήσαντα τόν
Λόγον καί τά υπέρ ημών αυτού πάθη». Όλοι εκείνοι οί αιρετικοί
Εικονομάχοι τούς οποίους μνημονεύει ανωτέρω ή Αγία Ζ' Οικουμενική
Σύνοδος, (είτε παρεδέχοντο τάς οράσεις, είτε δεν έδέχοντο τάς
περιγραφόμενες εΙκόνες του μέλλοντος, νά σαρκωθή, είτε έλεγαν ότι εθεάθη
ή θεία ουσία κλπ.), αναθεματίζονται διότι όλοι ήρνούντο τήν εικόνα του
ένανθρωπήσαντος Χριστού.
Ή Ζ' Οικουμενική διά του όρου αυτου είναι σαφής ότι αι όφθείσαι ύπό των
Προφητών οράσεις ήσαν θεοφάνεια του Θεού Λόγου πρό τής Σαρκώσεως.
«Των τάς προφητικάς οράσεις ώς αυτό τό θείον αύτάς εσχημάτιζε
καί διετύπου, είδότων καί αποδεχόμενων, καί πιστευόντων απερ ό των
προφητών χορός έωρακότες διηγήσαντο καί τήν διά τών αποστόλων και εις
πατέρας διήκουσαν έγγραφόν τε καί άγραφον παράδοσιν κρατυνόντων, καί διά
τούτο είκονιζόντων τά Αγια, καί τιμώντων, Αιωνία ή μνήμη(γ΄). (Αυτόθι
σελ. 905-05).
Μετάφραση
«Είς εκείνους οί όποίοι γνωρίζουν (κατανοούν εις βάθος) καί αποδέχονται
(μετά πίστεως) τάς προφητικός οράσεις όπως ό ίδιος ό Θεός τάς έσχημάτιζε
καί τάς διετύπωνε (- απεκάλυπτε™ με σχήματακαί τύπους, ώμοιούτο). Καί
πιστεύουν όλα όσα ό χορός τών Προφητών, άφού ήξιώθησαν νά ίδουν, κατόπιν
διηγήθησαν (περιέγραψαν) Καί κρατούν γερά (• φυλάσσουν πιστά) τήν
άδιάκοπον έγγραφόν και άγραφον παράδοσιν τών Αγίων Αποστόλων, ή οποία
έσυνεχίσθη μέσω τών Αγίων Πατέρων, καί διά τούτο (πιστοί εις τήν
Παράδοσιν) εικονίζουν τά Αγια ( τήν Θείαν Οίκονομίαν: Γέννησιν, θαύματα,
Σταύρωσιν, Άνάστασιν, Άνάληψιν, του ένανθρωπήσαντος Χρίστου, αλλά καί
τήν Κυρίαν Θεοτόκον,τούς Αγγέλους καί τούς Αγίους) καί Τίμητικώς
Προσκυνούν (τάς εικόνας των), Αιωνία ή μνήμη τρίς».
Ή Ζ' Οικουμενική Σύνοδος είς μέν τόν προηγηθέντα όρον, α-
ναθεματίζει αυτούς πού δέν έδέχοντο τήν είκόνισιν του ένανθρωπήσαντος
Χριστου, είτε έδέχοντο, είτε άπέρριπτον τάς οράσεις, και στόν δεύτερον
αυτό όρο μακαρίζει όλους τούς δεχόμενους τάς Προφητικές οράσεις, όπως
περιγράφονται εις τήν Π.Δ. και κρατούν τήν Άποστολικήν καί Πατερικήν
Παράδοσιν καί είκονίζουν τά άγια.
Ποία λοιπόν είναι ή διά των Αγίων Αποστόλων καί Αγίων Πατέρων
«διήκουσα έγγραφος τε καί άγραφος Παράδοσις» τήν οποίαν
«κρατύνουν» οι ορθόδοξοι «καί είκονίζουν τά Αγια» καί επομένως μακαρίζονται μέ τό «αιωνία ή μνήμη»;
Σαφώς τά «Αγια» τά όποια είκονίζουν κατά τήν Άποστολικήν καί Πατερικήν
Παράδοσιν,είναι ολόκληρη ή θεία Οίκονομία, τήν οποίαν έπλήρωσεν άπό της
Ενανθρωπήσεως μέχρι του Σταυρού, της Αναστάσεως καί της Αναλήψεως Αυτός ό
Χριστός. Ασφαλώς εικονίζονται καί αί οράσεις,ώς περιγράφονται, όμως,
των συμβόλων καί των τύπων, ή Εκκλησία, ορίζει, νά προτιμάται ή
φανερωθείσα χάρις (κανών πβ' της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου).
Πριν παρερμηνεύσουν καί διαστρέψουν τους όρους της Ζ' Οι-
κουμενικής Συνόδου, προκειμένου νά αναθεματίσουν, διατί δεν έδιάβασαν
τους όρους της Συνόδου, καί αν ή άγραμματοσύνη των δεν τους επέτρεπε νά
κατανοήσουν αυτούς, διατί δέν εύρον έναν πού νά γνωρίζη στοιχειωδώς
ελληνικά, αλλά καί νά κατανοή τους Πατέρας, διά νά τους διαφώτιση;
Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος παρεμποδίζει τις απεικονίσεις της Αγίας Τριάδος
Σε κάθε περίπτωση, οι Σύνοδοι της Εκκλησίας έχουν στα μάτια των
ορθοδόξων όλο το απαιτούμενο κύρος σε θεολογικά ζητήματα. Η Έβδομη
Οικουμενική Σύνοδος στερέωσε και προφύλαξε τις εικόνες όχι μονάχα
αναθεματίζοντας την εικονομαχία, αλλά επίσης και καταδικάζοντας την ιδέα
της σχηματοποίησης της αόρατης και άυλης Τριάδος: “Η φύσις της Αγίας
Τριάδος ως ανείδεος και αόρατος, ουκ εικονίζεται... Αόρατος και
απερίγραπτος η θεία φύσις και ασχημάτιστος...” (Πράξεις Εβδόμης Οικ.
Συνόδου) Και αλλού, τα πρακτικά της Συνόδου αναφέρουν: “Οι Χριστιανοί
διδάχτηκαν να εικονίζουν το Χριστό κατά την ορατή Του φύση, και όχι κατά
την αόρατη. Γιατί αυτή είναι απερίγραπτη και γνωρίζουμε από το
Ευαγγέλιο ότι ποτέ κανείς άνθρωπος δεν είδε το Θεό”.
Αφού απαγόρευσε τις εικόνες της Αγίας Τριάδος, η Έβδομη Οικουμενική
Σύνοδος καθόρισε και ποιές εικόνες μπορούν να ζωγραφίζονται και να
προσκυνούνται:
“Τούτων ούτως εχόντων, την βασιλικής ώσπερ ερχόμενοι τρίβον,
επακολουθούντες τη θεηγόρω διδασκαλίΆα των αγίων Πατέρων ημών και τη
παραδόσει της Καθολικής Εκκλησίας... ορίζομεν σύν ακριβείΆα πάση και
εμμελείΆα, παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού
ανατίθεσθαι τάς σεπτάς και αγίας εικόνας, τάς εκ χρωμάτων και ψηφίδος
και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταίς αγίαις του Θεού εκκλησίαις,
εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και
οδοίς^ της τε του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού
εικόνος, και της αχράντου Δεσποίνης ημών της αγίας Θεοτόκου, τιμίων τε
αγγέλων, και πάντων αγίων και οσίων ανδρών”. (Όρος πίστεως Εβδόμης Οικ.
Συνόδου).
Όπως είναι γνωστό, εικόνες των αγγέλων κατασκευάστηκαν μετά από ειδική
εντολή του Θεού στό Μωϋσή. Αλλά θά μπορούσε κανείς δικαιολογημένα να
αναρωτηθεί: γιατί αυτά τα άυλα και ασώματα και αόρατα όντα μπορούν να
ζωγραφίζονται σε εικόνες αφού δεν έχουν ορατή μορφή; Οι πατέρες της
Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου έγραψαν: “Διότι φανερώθηκαν με ανθρώπινη
μορφή σ’ αυτούς που λογαριάστηκαν άξιοι”. Εκτός απ’ αυτό, πρέπει να
καταλάβουμε, ότι όροι όπως άυλος, ασώματος, πνεύμα κλπ. αληθεύουν
απόλυτα μόνο γιά το Θεό. Όταν αναφερόμαστε σε δημιουργήματα αυτοί οι
όροι είναι σχετικοί και όχι απόλυτοι, αφού όλα τα δημιουργήματα, ορατά
και αόρατα, είναι φτιαγμένα από κάτι. Μόνον ο Θεός είναι πραγματικό
πνεύμα, απόλυτα άυλος και πραγματικά ασώματος. Οι άγγελοι είναι ασώματοι
μόνο με τη σχετική έννοια, σε σύγκριση δηλαδή με μας τους ανθρώπους και
με την υπόλοιπη δημιουργία. Στην Έκδοση της Ορθοδόξου Πίστεως (Βιβλίο
Δ΄, Κεφ. γ΄), ο Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει: “Οι άγγελοι είναι παχείς
και υλικοί” σε σύγκριση με το Θεό, “γιατί στην πραγματικότητα μόνο η
Θεότης είναι άυλη και ασώματη”. (20)
Η Πανορθόδοξος Σύνοδος του 1666 - 7 (Μόσχα) καταδίκασε τις εικόνες της Αγίας Τριάδος και όρισε στό εξής να μη ζωγραφίζονται
Από το δέκατο και ενδέκατο κιόλας αιώνα, τόσο στη Δύση όσο και στην
Ανατολή, μερικά σχέδια και μινιατούρες σε χειρόγραφα άρχισαν να
παριστάνουν το Θεό Πατέρα και την Αγία Τριάδα.
Στην Ανατολή, γιά παράδειγμα, εικόνες του Θεού Πατρός εμφανίζονται σε
ελληνικά ευαγγελιστάρια: Κώδικας 587, φύλλο 3b, 34b (1059). Κώδικας 740,
φύλλο 3ν, ενδέκατος αιώνας, Μοναστήρι Διονυσίου, Άγιον Όρος. Ομιλίες
του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, στη βιβλιοθήκη του Βατικανού (MS. gr.
394, φύλλο 7). Στό χειρόγραφο αυτό φαίνεται ο Θεός Πατήρ καθισμένος, με
το Χριστό καθισμένο στην αγκαλιά του και το Άγιο Πνεύμα σαν Περιστέρι
στην αγκαλιά του Χριστού. Υπάρχουν κάποιες διαφωνίες εδώ όσον αφορά το
περιστέρι. Μερικοί ειδικοί λένε, οτι αυτό που φαίνεται σαν περιστέρι δεν
είναι παρά ένα σημάδι καταστροφής σ’ εκείνο το σημείο της εικόνας. Οι
ιστορικοί της τέχνης λένε ότι πρώτο το Βυζάντιο επηρέασε τους Δυτικούς
ώστε να ζωγραφίσουν εικόνες του Πατρός και της Αγίας Τριάδος. Ορισμένοι
αντικρούουν λέγοντας ότι τα “βυζαντινά” πρότυπα της Δύσης δεν ήταν παρά
δυτικής προέλευσης “βυζαντινοποιημένες” εικόνες από τη Γαλλία και την
Ιταλία. Πάντως οι εικόνες που αναφέρθηκαν στα παραπάνω χειρόγραφα, είναι
πραγματικά Βυζαντινής προέλευσης. Οπωσδήποτε όμως, η συνηθισμένη
απεικόνιση της Αγίας Τριάδος που χρησιμοποιείται σήμερα προέρχεται από
τη Δύση.
Στη Δύση επίσης, σε πολλά χειρόγραφα συναντούμε παρόμοιες μινιατούρες.
Οι μινιατούρες οδήγησαν σε μεγαλύτερες παραστάσεις με το Θεό Πατέρα, γιά
παράδειγμα η “Δημιουργία” του Μικελλαντζελο στην Καπέλλα Σιξτίνα.
Επίσης με την Αγία Τριάδα, όπως “Η στέψη της Παρθένου” του Καρράκι
(δέκατος έκτος αιώνας) κ.ά.
Γύρω στον δέκατο έκτο αιώνα, η απεικόνιση της Αγίας Τριάδος (ο γέρος
Πατήρ, ο Ιησούς Χριστός και το περιστέρι) διείσδυσε στην ορθόδοξη
Ανατολή.
Το 1666, η Πανορθόδοξος Σύνοδος που έγινε στη Μόσχα καταδίκασε και
απαγόρευσε ειδικά τις εικόνες της Αγίας Τριάδος, τις απεικονίσεις του
Θεού Πατρός με κάθε μορφή, όπως επίσης και εικονίσεις του περιστεριού σε
εικόνες άλλες από αυτές των Θεοφανείων. Στη Σύνοδο αυτή παραβρέθηκαν
περισσότεροι Πατριάρχες απ’ ότι στην Τρίτη, στην Τέταρτη, στην Έκτη και
στην Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο. Οι κυριότερες αποφάσεις είναι οι εξής:
Περί ζωγράφων και εικόνων
Απόφασις ΝΑ΄
Κωλύομεν τάς αχαμνάς και αμαθείς ζωγραφίας ανεπιστημόνων και
ματαιοφρόνων ανδρών, και θέλομεν ότι από του νύν κάποιοι οπού εσυνήθισαν
αφ’ εαυτών να ζωγραφίζουν αγίας εικόνας, χωρίς καμμίαν μαρτυρίαν και
αληθινήν παράδοσιν, π.χ. τον Κύριον Σαβαώθ εις πολυποίκιλα και διάφορα
είδη, και ποιάς άλλας συνθέσεις παραξένους, και άλλα τοιαύτα ατοπήματα
απρεπή, εμποδίζομεν. Ορίζομεν δε από του νύν την εικόνα του Κυρίου
Σαβαώθ πλέον μη ζωγραφίζεσθαι ούτε εικονίζεσθαι, διότι τον Κύριον Σαβαώθ
(ήγουν τον Πατέρα) ουδείς είδε ποτέ φανέντα εν σαρκί, αλλά τον Χριστόν
μόνον χρωματίζομεν, καθώς εφάνη μετά σαρκός επί γής, και ουχί κατά την
Θεότητα, ως ότι εστί και απερίγραπτος ομού και ασχημάτιστος η Θεότης
αύτη^ ομοίως και την Παναγίαν Θεοτόκον και τους λοιπούς αγίους και
φίλους του Θεού ζωγραφίζεσθαι κατά την σάρκα και το είδος της σαρκός
αυτών θέλομεν, κατά τον όρον της αγίας Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου.
Απόφασις ΝΒ΄
Τον Κύριον Σαβαώθ ήτοι τον Πατέρα, πολιόν και τον μονογενή του Υιόν εις
την γαστέρα αυτού, και περιστεράν αναμέσον αυτών ζωγραφίζειν, λίαν
απρεπές και ανάρμοστον υπάρχει. Διότι ποίος είδε τον Πατέρα και την
Θεότητα; Ο Πατήρ γάρ ουκ έχει σάρκα, και ο Υιός ουχί με σάρκα εγεννήθη
εκ Πατρός πρό αιώνων εάν και ο Δαβίδ λέγει: εκ γαστρός πρό Εωσφόρου
εγέννησά σε: όμως εκείνη η γέννησις ουχί σαρκικώς έχει νοείσθαι, αλλά
ρητώς και ακαταλήπτως. Φησί γάρ αυτός η αυτοαλήθεια ο Χριστός, εις το
θείον και ιερόν Ευαγγέλιον: “ουδείς είδε τον Πατέρα ειμή ο Υιός” και ο
προφήτης Ησαϊας λέγει εν κεφαλαίω μη΄ “τίνι ομοιώσατε τον Κύριον και
τίνι ομοιώματι ομοιώσατε αυτόν; μη εικόνα εποίησε τέκτων, ή χρυσοχόος
χωνεύσας χρυσίον περιεχρύσωσεν αυτόν, ομοίωμα κατεσκεύασεν αυτόν;” Και ο
θείος Απόστολος Παύλος εις τάς πράξεις λέγει: “γένος ούν υπάρχοντες του
Θεού, ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω, χαράγματι τέχνης
και ενθυμήσεως ανθρώπου το θείον είναι όμοιον”. Και ο θεολογικώτατος
Ιωάννης ο Δαμασκηνός, εν βιβλίω δ’ περί εικόνων: “Πρός δε τούτοις, φησί,
του αοράτου και απεριγράπτου και ασχηματίστου Θεού τις δύναται ποιήσαι
μίμημα; Παραφροσύνης τοίνυν άκρας και ασεβείας το σχηματίζειν το Θείον”.
Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος ομοιως τούτο κωλύει και απείργει. Διά
τούτο εκείνην την προαιώνιον γέννησιν του μονογενούς Υιού εκ του Πατρός
μόνον με τον νούν πρέπει να την γροικώμεν^ αλλά ζωγραφίζειν εις εικόνας
και τοίχους παντάπασι δεν πρέπει και αδύνατον εστι