Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι το τέλος
της δεύτερης μετά Χριστώ χιλιετηρίδας σφραγίζεται από αλλεπάλληλα
γεγονότα, από απρόβλεπτες ιστορικές μεταβολές, οι οποίες συγκλονίζουν
ακόμα και κοινωνίες που παραδοσιακά είχαν μια αίσθηση βεβαιότητας και
αυτάρκειας. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν o σύγχρονος άνθρωπος
εισέρχεται στο ιστορικό μέγεθος της τρίτης χιλιετηρίδας με κάποια
επίγνωση ή αν τα γεγονότα προτρέχουν σε τέτοιο βαθμό που τον καθιστούν
δέσμιο και ουραγό σε μια πορεία που δε φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να
επηρεάσει. Σ’ Ανατολή και Δύση υποφώσκει σήμερα ένα αίσθημα αναμονής,
σε μεγάλο βαθμό και φόβου, για τα γεγονότα που έρχονται. “Μας
συνεπαίρνει”, “ανέτοιμους” ο καιρός, θα έλεγε ο αλεξανδρινός Καβάφης:
“Μέσα στον φόβο και στις υποψίες
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λιώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε”.
Το ερώτημα που καλούμεθα να
προσεγγίσουμε είναι, ότι σημαίνουν για τον Ορθόδοξο κόσμο οι σημερινές
ιστορικές συγκυρίες; Έχει η Ορθοδοξία σήμερα τις αναγκαίες εκείνες
πνευματικές δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τις νέες πρωτόγνωρες
προκλήσεις; Μήπως η θεολογία της, η ποιμαντική της, η προς τον κόσμο
γενικότερα αναφορά της είναι αναχρονιστική; Σε ποιο βαθμό μπορεί η
Ορθοδοξία να προσαρμόσει το λόγο της και πώς μπορεί να κάνει το ήθος της
αποδεκτό και επίκαιρο;
Είναι αναγκαίο, πριν προχωρήσουμε στη συζήτηση
πάνω στα ερωτήματα αυτά, να στραφούμε στην ιστορία, όχι για να
επιζητήσουμε τη δικαίωση, αλλά κυρίως για να βγάλουμε ορισμένες
συνέπειες που θα προσδιορίσουν το σημερινό χρέος και την ιστορική μας
ευθύνη. Σήμερα, Κυριακή της Ορθοδοξίας, ημέρα που τιμάμε τη νίκη της
Ορθοδοξίας, έχουμε υποχρέωση να μη μείνουμε σε μια επιφανειακή
θριαμβολογία, αλλά βλέποντας πίσω στην ιστορία οφείλουμε να δούμε
ξεκάθαρα την αποστολή μας. Η στροφή στην ιστορία θα μας δώσει τη
δυνατότητα να κάνουμε ορισμένες επισημάνσεις, χρήσιμες και κρίσιμες για
αίσθηση αυτοσυνειδησίας.
Ο Ορθόδοξος κόσμος έζησε και δημιούργησε
μέσα σ’ ένα θεολογικό περιβάλλον το οποίο χαρακτηρίζει η ενότης θεωρίας
και πράξεως, πνεύματος και ύλης, υπερβατικού και εγκόσμιου. Οι ρίζες
αυτής της νοοτροπίας είναι σαφώς βιβλικές εκφράζονται όμως και
προσδιορίζονται αδιαμφισβήτητα στο δόγμα της Χαλκηδόνος. Δεν πρέπει να
διαφεύγει από την προσοχή μας ότι η καθ’ ημάς Ανατολή δεν κάνει τίποτα
άλλο, σ’ όλη τη μακριά και περιπετειώδη ιστορική της διαδρομή, από το να
επιστρέφει στη Χαλκηδόνα. Το δόγμα της ενότητας των δύο φύσεων στο ένα
πρόσωπο του Χριστού είναι η θεολογική βάση πάνω στην οποία στηρίζει την
εκκλησιολογία και την ανθρωπολογία της. Αυτό σημαίνει ότι τη σχέση του
Θεού προς τον άνθρωπο και τη σχέση του ανθρώπου προς τα πράγματα δε την
προσδιορίζει ένας νεστοριανικός διφυσιτισμός, ούτε ένας εξωπραγματικός
μονοφυσιτισμός, αλλά η ενότης της πίστεως και της ζωής. Το θείο και το
ανθρώπινο συναντιόνται σε τέτοιο βαθμό, ώστε χωρίς να δημιουργήσει
σύγχυση κτιστού και ακτίστου η μετουσίωση των κτισμάτων, να μπορούμε να
μιλάμε για “ενοίκηση” και για “αχώριστη” ένωση.
Στη Δύση ήδη νωρίς το
νομικό πνεύμα επέβαλε μια “συμμετρία” θείου και ανθρωπίνου στοιχείου.
Αυτό είχε σαν συνέπεια να καθιερωθεί μια εκκλησιολογία η οποία υποθέτει
μια αυτονομημένη ανθρωπότητα. Η αυτονομία του ανθρώπου δημιουργεί μια
τάση χωρισμού του Θεού από τον άνθρωπο και του ανθρώπου από τον κόσμο.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ερευνητές που ασχολούνται με τον ευρωπαϊκό
πολιτισμό, τον δυτικό όπως τον ξέρουμε πολιτισμό, επισημαίνουν ότι, την
Ευρώπη την χαρακτηρίζει η διάσταση μεταξύ “πίστεως και πράξεως,
Εκκλησίας και κράτους, θρησκείας και ζωής, Θεού και διαβόλου”.
Η ρωμαϊκή
υποδομή της δυτικής θεολογίας στη δημιουργία μιας συνειδήσεως κατά την
οποία το δόγμα παρέμεινε έξω από τη ζωή. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι
στη Δύση η θεολογία υπήρξε αποκλειστικά έργο του κλήρου, ενώ ο λαός
σταδιακά περιοριζόταν στο περιθώριο του εκκλησιαστικού βίου. Η Εκκλησία
ταυτίστηκε με τον κλήρο, ο οποίος διακρινόταν νομικά από τον λαό. Η
διάκριση η μάλλον η διάσταση κλήρου και λαού ολοκληρώθηκε με την επιβολή
της λατινικής γλώσσας, ως γλώσσας της λατρείας και της θεολογίας. Το
γεγονός δεν είναι άνευ σημασίας. Η καθιέρωση της λατινικής και ο
χαρακτηρισμός της ως ιερής γλώσσας επιβεβαιώνουν την ένταση
ιεραρχίας-ιερατείου και λαού. Πολλά θα μπορούσε να προσθέσει κανείς στο
σημείο αυτό, γιατί η ένταση αυτή δεν μένει σε ενδοεκκλησιαστικά στεγανά,
αλλά προχωρεί και στη σχέση της Εκκλησίας με το κράτος. Η διάσταση
ιερατείου και λαού επεκτείνεται στη διάσταση Εκκλησίας και κράτους. Αν
θελήσουμε να πάμε στην καρδιά των πραγμάτων είμαστε υποχρεωμένοι να
πούμε ότι, η αντίθεση Εκκλησίας και κράτους, όπως άλλωστε και η αντίθεση
κλήρου και λαού, έχει τις ρίζες της στη διάσταση υπερβατικού και
πραγματικού. Υπάρχει μια ολόκληρη αλυσίδα από αντιθέσεις οι οποίες
ξεκινούν απ’ αυτόν τον χωρισμό θείου και ανθρωπίνου, υπερβατικού και
κοσμικού.
Η αντιδικία μεταξύ Εκκλησίας και κράτους
βρίσκει την ιδιότυπη λύση της στη Δύση με την εμφάνιση των Φράγκων. Η
παρουσία των Φράγκων στο ιστορικό προσκήνιο έχει, όχι χωρίς
επιχειρήματα, από πολλούς αξιολογηθεί ως το απόγειο της εντάσεως μεταξύ
Εκκλησίας και κράτους. Πολλοί μιλάνε, όχι πάλι χωρίς επιχειρήματα, για
πτώση του Πατριαρχείου της Ρώμης στη φραγκική κυριαρχία. Πέρα απ’ αυτές
τις εκτιμήσεις είναι αναγκαίο να τονισθεί ότι η παρουσία των Φράγκων
σηματοδοτεί μια νέα περίοδο. Πρόκειται για μια περίοδο μεταλλαγής της
δυτικής Εκκλησίας. Η εκκλησιαστική αυθεντία επενδύεται τώρα με κοσμική
ισχύ. Την εποχή αυτή ολοκληρώνεται στο δυτικό κόσμο μια ιστορική
εξέλιξη. Η Εκκλησία καταφάσκει στην κοσμική εξουσία. Η παρουσία των
Φράγκων, και η διάθεσή τους για επιβολή σ’ όλα τα επίπεδα, εξωθεί την
Εκκλησία στο να γίνει η ίδια κράτος. Έτσι η Εκκλησία άρχισε να επιδιώκει
συστηματικά την κυριαρχία. Την εποχή αυτή η Εκκλησία στη Δύση
οργανώθηκε συστηματικότερα επί τη βάση κοσμικών προδιαγραφών, απέκτησε
συνείδηση πολιτικής και κρατικής αποστολής, δύναμη, κι’ ότι άλλο
προσιδιάζει στην κοσμική εξουσία. Έτσι η λύση της εντάσεως μεταξύ
εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίας φαίνεται ότι επιτυγχάνεται με την
ταύτισή τους. Σημειώνω “φαίνεται ότι επιτυγχάνεται” γιατί παρά το
γεγονός ότι η δυτική Εκκλησία πήρε στα χέρια της κοσμική δύναμη, εν
τούτοις δεν υπήρξε, σχεδόν ποτέ, σύμπνοια μεταξύ εκκλησιαστικού και
πολιτικού κράτους. Είναι γνωστό ότι, καθ’ όλη τη μακρά περίοδο του
Μεσαίωνα και μέχρι τους χρόνους της Μεταρρυθμίσεως, ενώ ο Πάπας
θεωρούνταν κεφαλή του δυτικού κόσμου, η αυθεντία του ήταν όχι σπάνια υπό
σοβαρή αμφισβήτηση. Είναι ιστορικά αναντίρρητο ότι, κι όταν ακόμη οι
επιτόπιοι μονάρχες έδιναν επίσημα υποσχέσεις υποταγής, η υποτέλειά τους
αυτή δεν σήμαινε καθόλου σύμπνοια. Σε τελευταία ανάλυση αυτή σημαίνει
ότι, η διαμάχη μεταξύ εκκλησιαστικού κράτους και κοσμικής εξουσίας, παρά
τις πρόσκαιρες εκεχειρίες στην ουσία δεν έληξε ποτέ.
Ενώ αυτή η εικόνα, σε γενικές βέβαια
γραμμές, στη Δύση μέχρι τους χρόνους της Μεταρρυθμίσεως, στην Ανατολή
καλλιεργήθηκε, νωρίς ήδη, μια πολιτική φιλοσοφία η οποία απέβλεπε στη
σύνθεση παρά στην αντίθεση. Είναι ενδεικτικά όσα καταγράφει ο Ευσέβιος
Καισαρείας στο γνωστό έργο του: “Εις τον βίο του Μακαρίου Κωνσταντίνου
βασιλέως”. Οι απόψεις του περί του αυτοκράτορα ως περί “δούλου” και
“θεράποντος” του Θεού επί της γης, όπως επίσης και περί της βασιλείας ως
εικόνος της ουρανίου βασιλείας, υποδηλώνουν μια νοοτροπία, η οποία
άρχισε να καλλιεργείται ήδη από τον τέταρτο αιώνα. Η φιλοσοφία αυτή
ήθελε τον βασιλέα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας περιβεβλημένο με τη θεία
ευδοκία. Ο βασιλεύς στο Βυζάντιο ήταν ορατή εικόνα των προθέσεων της
αυτοκρατορίας και της Εκκλησίας, ήταν η ορατή εγγύηση της θείας
αποστολής του κράτους. Στην Ανατολή μ’ άλλα λόγια έχουμε ένα έντονα
θεοκεντρικό σύστημα. Το κέντρο της ζωής είναι ο Θεός και σ’ αυτό το
κέντρο αναφέρεται και αποβλέπει τόσο η Εκκλησία όσο και το κράτος.
Το
θέμα ασφαλώς είναι μεγάλο και δεν έχουμε την πρόθεση, στα στενά πλαίσια
μιας μικρής μελέτης, που άλλωστε έχει άλλους στόχους, να το συζητήσουμε
με κάθε λεπτομέρεια. Εκείνο που πάντως πρέπει να τονίσουμε είναι ότι δεν
έχει κατανοηθεί σ’ όλο το βάθος της η πολιτική αυτή φιλοσοφία, για να
μην πούμε ότι τις περισσότερες φορές έχει παρανοηθεί. Πολλοί μιλάνε για
“βυζαντινή θεοκρατία”, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα, ή αν
θέλετε, που διατηρεί ένα δυϊσμό ξένο προς την περί Εκκλησίας και
πολιτείας αντίληψη της Ανατολής. Η συμβολή της Ανατολής έγκειται
αναμφισβήτητα στην υπέρβαση αυτού του δυϊσμού. Δεν θα πρέπει να φεύγει
εξ’ άλλου από την προσοχή μας ότι αυτή η συνθετική περί Εκκλησίας και
πολιτείας αντίληψη παρέμεινε και στις δύσκολες εποχές της δουλείας, όταν
πλέον η Εκκλησία πήρε στα χέρια της την μοίρα του λαού και την ευθύνη
για την επιβίωσή του. Δεν θα πρέπει επίσης να διαφεύγει από την προσοχή
μας ότι αυτή η συνθετική κατανόηση Εκκλησίας και κράτους πέρασε σ’ όλα
τα Ορθόδοξα ευρωπαϊκά κράτη. Όπως π.χ. στον ελληνόφωνο χώρο ήταν η
εκκλησία εκείνη που έσωσε την εθνική ταυτότητα και αξιοπρέπεια, έτσι και
σ’ άλλους Ορθόδοξους λαούς ήταν η Εκκλησία εκείνη που έσωσε την
ιδιαίτερη πολιτισμική και εθνική φυσιογνωμία του καθενός απ’ αυτούς.
Μήπως και στα τελευταία δύσκολα χρόνια, κάτω από ολοκληρωτικά καθεστώτα,
δεν ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία εκείνη η οποία κράτησε ζωντανή την ελπίδα
σ’ αυτούς τους λαούς, παρά τις δυσκολίες ή αν θέλετε και τις πτώσεις
της;
Μετά τους χρόνους της Μεταρρυθμίσεως και
ενώ στην Ανατολή ο Ορθόδοξος κόσμος απλώς επεβίωνε, πολλές φορές
μάλιστα και αυτή η επιβίωση ήταν κατόρθωμα, δεδομένου ότι η βία, οι
εξισλαμισμοί και οι ποικίλες κακουχίες ήταν μόνιμη πηγή αιμορραγίας, η
αντίθεση μεταξύ Ρώμης και μεταρρυθμιστών κατέληξε σε μια αντιπαράθεση
δράσεως. Η πρώτη ένταση μεταξύ Μεταρρυθμίσεως και Αντιμεταρρυθμίσεως
μεταβλήθηκε σε προσπάθεια επιρροής και διεισδύσεως. Έτσι, η Ανατολή
γίνεται, από τον ΙΖ’ ήδη αιώνα μέχρι και τον ΙΘ’, πεδίο παπικής και
προτεσταντικής προπαγάνδας. Ρωμαιοκαθολικοί και Διαμαρτυρόμενοι
μισσιονάριοι αμιλλώνται στο ποιος θα έχει ισχυρότερη παρουσία στην καθ’
ημάς Ανατολή. Είναι αυτονόητο ότι τις κινήσεις αυτές των δυτικών
μισσιοναριών τις διευκόλυναν αφάνταστα οι ιστορικές συγκυρίες. Η
ανέχεια, η εξάρτηση από τον κατακτητή, η έλλειψη παιδεία άνοιγαν το
δρόμο σε νέα εξάρτηση.
Η μελέτη της εποχής αυτής έχει πολλά στοιχεία να
μας δώσει, κυρίως δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει σε προβληματισμό και
περισυλλογή, έτσι ώστε οι εκτιμήσεις μας να είναι αντικειμενικές και να
οδηγούν σε χρήσιμα διδάγματα. Στη μελέτη μας της περιόδου αυτής δεν θα
πρέπει να αποκρύψουμε την αλήθεια, ούτε να βάλουμε στο αρχείο τα
στοιχεία εκείνα που δείχνουν ότι την διείσδυση των δυτικών, όχι σπάνια,
την διευκόλυναν πολλοί εκ των ημετέρων. Σε μια αντικειμενική θεώρηση των
πραγμάτων είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε το κλίμα και την
νοοτροπία η οποία είχε καλλιεργηθεί στην Ανατολή, ένα κλίμα
υπερεκτιμήσεως του δυτικού πολιτισμού, δουλικής πολλές φορές στροφής
προς την Δύση ή και μανίας εκδυκιτισμού. Κλασσικό παράδειγμα τέτοιας
μανιακής στροφής προς τη Δύση και υποτιμήσεως του Ορθοδόξου ήθους είναι ο
Μ. Πέτρος της Ρωσίας (1682-1725), ο οποίος έφθασε μέχρι διωγμών
προκειμένου να ξεριζώσει από την ρωσική ψυχή τις ανατολικές τις
συνήθειες και να περάσει ένα δυτικό τρόπο ζωής και εκφράσεως. Αλλά και
στον ελλαδικό χώρο δεν έλειψαν οι οπαδοί του διαφωτισμού, οι
διανοούμενοι που έβλεπαν τη Δύση ως τη λύτρωση από τα δεινά και ως
εγγύηση ασφάλειας και σταθερότητας. Κλασσική περίπτωση ο Κοραής, ο
οποίος, βαθιά μυημένος στον δυτικό τρόπο, ήθελε να μεταφέρει στην
Ανατολή το πνεύμα της Δύσεως. Η προσπάθεια αυτή εμφανίζεται
ωραιοποιημένη κάτω από το ένδυμα της θεωρίας της “μετακενώσεως”, η οποία
υποθέτει την ελληνικότητα του δυτικού πολιτισμού και την κατά φυσικό
λόγο επιστροφή στην αρχική βάση και κοιτίδα του.
Θα πρέπει στο σημείο
αυτό να γίνει μια αναγκαία διευκρίνιση. Όταν αναφερόμαστε στη Δύση με
κάποια κριτική διάθεση, δεν έχουμε την πρόθεση να καταδικάσουμε ή να
απορρίψουμε συλλήβδην κάθε τι το δυτικό, ούτε βέβαια να αμφισβητήσουμε
το γεγονός ότι η Δύση έχει να προσφέρει στην Ανατολή. Το θέμα είναι τι
έχει να προσφέρει και τι δεν έχει και δεν μπορεί κατά συνέπεια να
προσφέρει. Η κριτική διάθεση και ο έντονος σκεπτικισμός και η αντίδραση
της Ανατολής οφείλονται στο γεγονός ότι οι δυτικές παρεμβάσεις, από την
περίοδο της Φραγκοκρατίας (1204 κ.ε) μέχρι και τις πιο πρόσφατες,
απέβλεπαν στην κυριαρχία, στην αφομοίωση και συνεπώς στην κατάλυση της
ανατολικής θεολογίας, του ήθους και της εκκλησιαστικής ζωής. Μ’ άλλα
λόγια, όλες αυτές οι παρεμβάσεις απέβλεπαν στην μεταλλαγή των Ορθοδόξων
κοινωνιών κατά τα δυτικά πρότυπα. Έτσι δημιουργήθηκαν στις Ορθόδοξες
χώρες δυτικές εστίες, σχολεία, κοινωνικά ιδρύματα, θρησκευτικές
κοινότητες. Μέσω αυτών, και παράλληλα με την πολιτική βοήθεια που
ερχόταν από δυτικές χώρες, η δυτική παρέμβαση είχε βασικά ένα στόχο, να
οδηγήσει την Ανατολή στην αναγέννηση, να ξεγράψει δηλ. κάθε τι που
θύμιζε Βυζάντιο και πατερική σκέψη.
Στο σενάριο αυτό των δυτικών
παρεμβάσεων δεν θα πρέπει να ξεχάσει κανείς την Ουνία. Η αρχή της Ουνίας
ανάγεται στο έτος 1215, όταν η λατινική Σύνοδος του Λατεράνου αποφάσισε
να “επιτρέπεται η τήρηση των εθίμων των Ορθοδόξων πως και η χειροτονία
ανδρών που θα συμφωνούσαν στη διατήρηση των ανατολικών εκκλησιαστικών
εθίμων”, υπό τον όρο ότι θα αναγνώριζαν τον Πάπα ως αρχηγό της Εκκλησίας
και θα δεχόντουσαν τη δογματική της διδασκαλία. Βέβαια ουσιαστικά η
Ουνία εμφανίζεται μετά τη Σύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439)
και κάνει έντονη την παρουσία της μετά το 1577, οπότε ιδρύεται στη Ρώμη
το περιβόητο Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου, οι απόφοιτοι του οποίου
“απέβαινον οι φανατικότεροι πρόμαχοι του παπικού πρωτείου”. Η Ουνία έχει
χαρακτηρισθεί “σύστημα δόλου και απάτης”, είναι η πιο ανίερη προσπάθεια
διεισδύσεως, γι’ αυτό και ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός
χρησιμοποιεί για τους ουνίτες βαριές εκφράσεις. Τους ονομάζει
“γραικολατίνους”, “μιξόθηρας ανθρώπους” και “κατά τους εν μύθοις
ιπποκενταύρους”.
Στον εικοστό αιώνα, με τις ιδέες για προσέγγιση και
επικοινωνία, με τις οικουμενικές επαφές και τις θεολογικές συζητήσεις
ανεστάλησαν σ’ ένα πολύ μεγάλο βαθμό οι οργανωμένες εκστρατείες δυτικών
προς την Ανατολή. Κυρίως ο προτεσταντικός κόσμος, αν εξαιρέσει κανείς
μικρές περιθωριακές εκκλησίες που δεν έπαψαν ποτέ τον προσηλυτισμό,
αντελήφθη, ή τουλάχιστον έδειξε να αντελήφθη, ότι αυτή η τακτική δεν
μπορεί να έχει αποτελέσματα. Οι αμυνόμενοι θωρακίζονται πίσω από τις
παραδόσεις τους, με αποτέλεσμα να καλλιεργείται πνεύμα συντηρήσεως και
να διακόπτεται κάθε επικοινωνία.
Ύστερα απ’ αυτές τις σύντομες ιστορικές
επισημάνσεις μπορούμε να επανέλθουμε στα αρχικά ερωτήματα. Που
βρίσκεται η Ορθοδοξία σήμερα; τι σημαίνουν σήμερα οι ιστορικές αυτές
επισημάνσεις; έχει σήμερα ο Ορθόδοξος κόσμος συνείδηση της παραδόσεώς
του; μπορεί ο λόγος του να είναι επίκαιρος; μήπως είναι θεωρητική και
κατά συνέπεια εξωπραγματική η θεολογία του; υπάρχει στους Ορθόδοξους
λαούς σήμερα ένα κοινό σημείο αναφοράς, μια βάση ενότητας ή μήπως
εθνικισμοί και επιμέρους επιδιώξεις επισκιάζουν τον ορίζοντα του
συνδέσμου της αγάπης; Αυτά τα ερωτήματα και πιθανώς άλλα, τα οποία
κατέγραφε ένας σύγχρονος παρατηρητής της ιστορίας, μας υποχρεώνουν να
διατυπώσουμε ορισμένες εισαγωγικές σκέψεις που θα μπορούσαν ίσως να
οδηγήσουν σε μια ουσιαστικότερη αυτοκριτική και συνειδητοποίηση της
ευθύνης και της αποστολής μας. Κατ’ αρχάς θα πρέπει και πάλι να
επισημάνουμε ότι, η ανατολή του εικοστού πρώτου αιώνα βρίσκει την
Ορθοδοξία μπροστά σε καταστάσεις οι οποίες όντως την προκαλούν να δώσει
τη μαρτυρία της. Πολλοί πιστεύουν ότι ήρθε η ώρα της Ορθοδοξίας. Στην
ουσία ζούμε σ’ ένα κόσμο αναμονής, αλλά και έντονης προσδοκίας. Ύστερα
από δεκαετίες ηρεμίας, οικονομικής ευπραγίας και τεχνολογικής εξάρσεως,
ενώ θα ανέμενε κανείς υποβάθμιση των πνευματικών αξιών διαπιστώνει με
έκπληξη ότι ο σύγχρονος κόσμος δεν είναι άμοιρος μεταφυσικών
αναζητήσεων. Ο σημερινός άνθρωπος, κουρασμένος από τις κατακτήσεις του,
δέσμιος της προόδου που ο ίδιος δημιούργησε, στρέφεται ευσυνείδητα ή
ασυνείδητα προς αυτό που είναι έξω από τον κύκλο της επιρροής του. Η
στροφή προς την Εκκλησία είναι ιδιαίτερα εμφανής εκεί που η
αντιθρησκευτική προπαγάνδα έχει γίνει τρόπος πολιτικής και κοινωνικής
συμπεριφοράς. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα με τις διώξεις τους κατά της
Εκκλησίας το μόνο που κατάφεραν ήταν να επιβεβαιώσουν τους λόγους του
Χρυσόστομου: “Πόσοι πολέμησαν την Εκκλησία και οι πολεμήσαντες απώλοντο;
αυτή δε υπέρ του ουρανού αναβέβηκε. Τοιούτον έχει μέγεθος η Εκκλησία
πολεμουμένη νικά επιβουλευομένη παραγίνεται υβριζόμενη, λαμπρότερα
καθίσταται”.
Παράλληλα προς τη στροφή προς την Εκκλησία, η οποία όπως
είπαμε είναι εντυπωσιακά εμφανής εκεί που κυριαρχούσε για δεκαετίες η
βία, δεν πρέπει να μας αφήσει αδιάφορους το γεγονός ότι τα τελευταία
χρόνια αιρετικές παραφυάδες, ανατολικά θρησκεύματα και η παραθρησκεία
όλο και κατακτούν έδαφος, ιδιαίτερα σε παραδοσιακά δυτικά περιβάλλοντα,
αλλά και στην καθ’ ημάς Ανατολή. Εδώ δεν μπορεί να μην επισημάνει κανείς
την έξαρση του Ισλάμ. Το Ισλάμ, εγκλωβισμένο για αιώνες στα παραδοσιακά
του περιβάλλοντα, είναι κοινός τόπος ότι επιδιώκει σήμερα έξοδο σε
άλλους χώρους. Μαζί με τον οργανωμένο, από θρησκευτικές και
παραθρησκευτικές ομάδες, προσηλυτισμό, η μετακίνηση πληθυσμών, για
λόγους εργασίας, για λόγους αναψυχής ή και λόγω της ευκολίας των
μετακινήσεων έχει δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα σε χώρες που
παραδοσιακά ήταν χριστιανικές.
’νθρωποι με άλλες παραδόσεις και
θρησκευτικές πεποιθήσεις δημιουργούν εστίες μέσα σε χριστιανικά
περιβάλλοντα και αλλοιώνουν έτσι τη φυσιογνωμία και το κοινωνικό τους
ήθος. Το φαινόμενο αυτό δεν άφησε ανέπαφα και τα Ορθόδοξα περιβάλλοντα.
Οι δυτικές εκκλησίες και ιδιαίτερα ο προτεσταντικός κόσμος
αντιμετωπίζουν το θέμα πρόχειρα και με ρομαντισμό. Φθάνουν μάλιστα στο
σημείο να μιλάνε για αναγκαίο πλουραλισμό και να αναγνωρίζουν το Ισλάμ η
άλλες ανατολικές θρησκείες ως ισότιμους εταίρους. Συχνά έχει κανείς την
εντύπωση ότι η χριστιανική πίστη εδώ υποχωρεί, για να δώσει τη θέση της
σ’ ένα νέο θρησκευτικό φαινόμενο που το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ο
συγκρητισμός.
Στον Ορθόδοξο χώρο η εισβολή άλλων θρησκειών δημιουργεί
συχνά πανικό και το όλο πρόβλημα αντιμετωπίζεται με μια διάθεση άμυνας,
οπωσδήποτε δε λείπει η σοβαρή μελέτη, η προετοιμασία και η χρησιμοποίηση
της εμπειρίας άλλων Ορθοδόξων λαών που έζησαν και επέζησαν μέσα σε μη
χριστιανικά περιβάλλοντα. Βέβαια στα πλαίσια των Πανορθοδόξων Διασκέψεων
και επαφών καταβάλλονται προσπάθειες να υπάρξει στις προσκλήσεις αυτές
σοβαρός Ορθόδοξος λόγος, οι ανάγκες όμως και τα γεγονότα τρέχουν με
ρυθμό που πολλές φορές δεν μπορούν να παρακολουθήσουν οι μηχανισμοί της
Ορθοδοξίας. Να πούμε ότι, όχι σπάνια, μας λείπει το ποιμαντικό και
ιεραποστολικό πάθος, κάτι που πράγματι θα έπαιζε αποφασιστικό ρόλο σ’
αυτή την αναμέτρηση;
Στην προσπάθειά μας να σκιαγραφήσουμε τη σημερινή
πραγματικότητα και να καταγράψουμε ορισμένες προκλήσεις που
αντιμετωπίζει σήμερα ο Ορθόδοξος κόσμος, δεν μπορούμε να αντιπαρέλθουμε
γεγονότα τα οποία πράγματι κρίνουν την αυθεντικότητα των διαχριστιανικών
σχέσεων. Ο εικοστός αιώνας έχει χαρακτηρισθεί ως αιώνας της
οικουμενικής προσεγγίσεως, ως αιώνας του διαλόγου της αληθείας και του
διαλόγου της αγάπης. Πόσο γνήσιες υπήρξαν αυτές οι επαφές και πόσο
ειλικρινής υπήρξε ο διάλογος; Μήπως πίσω από τις οικουμενικές
συναντήσεις κρυβόταν η ομολογιακή υστεροβουλία; Βέβαια η Ορθόδοξη
παρουσία στους διαχριστιανικούς διαλόγους και στις οικουμενικές επαφές
είχε σταθερά μία και μοναδική προοπτική, την προοπτική της μαρτυρίας. Η
μαρτυρία αυτή ήταν ασυμβίβαστη με την πρακτική του προσηλυτισμού, όπως
ήταν επίσης ασυμβίβαστη και με μια νοοτροπία συμβιβασμού.
Το ερώτημα στο
οποίο θα θέλαμε να καταλήξουμε είναι, τι σχέση μπορεί να έχουν με ένα
γνήσιο φρόνημα οικουμενικής αναζητήσεως και θεολογικού διαλόγου όλα αυτά
τα γεγονότα που βρίσκονται σε εξέλιξη σήμερα στην πρώην Ανατολική
Ευρώπη; Ορθόδοξοι λαοί που έχουν ανάγκη από ενότητα, ύστερα από τη μακρά
ασέληνη νύχτα του ολοκληρωτισμού, των διωγμών και της ανθρώπινης
αναξιοπρέπειας και πάλι διχάζονται. Το τραγικό είναι ότι σ’ αυτούς τους
διχασμούς αποφασιστική σημασία παίζει η θρησκευτική μισαλλοδοξία, ο
μεσαιωνικός χριστιανικός επεκτατισμός και η νοοτροπία της εξουσίας, πως
αυτή διαμορφώθηκε σε εποχές πνευματικής παρακμής.
Το Τμήμα Θεολογίας της
Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών σε πρόσφατο ψήφισμά του της
20ης Ιανουαρίου 1992 εξέφρασε την ανησυχία του για “τις
προγραμματισμένες προσπάθειες του Βατικανού να ενεργοποιήσει τα ιστορικά
κατάλοιπα της Ουνίας στην Ουκρανία, στη Μολδαβία, στην Γιουγκοσλαβία,
στην Αλβανία και στην Τσεχοσλοβακία εναντίον των εμπερίστατων Ορθοδόξων
λαών, για να επιβάλλει την κυριαρχία του Παπισμού στην Ανατολική
Ευρώπη”. Ο Οικουμενικός επίσης Πατριάρχης Βαρθολομαίος, στη θρονική
εορτή του Αγίου Ανδρέου στις 30 Νοεμβρίου 1991, σε προσφώνησή του στην
αντιπροσωπεία του Πάπα τόνισε απερίφραστα ότι ο διάλογος Ορθοδοξίας και
Ρωμαιοκαθολικισμού “κινδυνεύει ατυχώς όχι μόνο να ανασταλεί επ’ αορίστον
και με άγνωστες προοπτικές , αλλά ίσως και να ματαιωθεί εξ’ ολοκλήρου
ως μη ώφελε λόγω της δημιουργηθείσης υπό των Ουνιτών εις την Ανατολή και
Κεντρική Ευρώπη απαραδέκτου καταστάσεως εις τας σχέσεις αυτών προς τας
τοπικάς Ορθοδόξους Εκκλησίας, αίτινες και αποτελούν το αρχαιοπαράδοτο
κυρίαρχο χριστιανικό δόγμα της περιοχής, προς το οποίο οίκοθεν θα έπρεπε
να επιδειχθεί μεγαλύτερος σεβασμός και αδελφική εμπιστοσύνη”.
Θα
μπορούσε να καταγράψει κανείς πολλές παρόμοιες επισημάνσεις και
διαμαρτυρίες από διάφορες πλευρές του Ορθοδόξου χώρου, αλλά και από
οικουμενικά ακόμη περιβάλλοντα. Όλες αυτές οι επισημάνσεις βεβαιώνουν
για την δοκιμασία και την κρίση των οικουμενικών επαφών. Βρισκόμαστε
μήπως στην αρχή μιας μετα-οικουμενικής εποχής; Ο Ορθόδοξος κόσμος
βρίσκεται μπροστά σε διλήμματα και προβληματισμούς, τα οποία τον καλούν
πιθανώς σε αναθεώρηση της τακτικής του, οπωσδήποτε όμως σε μια
περισσότερο υπεύθυνη παρουσία. Είναι καιρός να δοθεί προτεραιότητα στα
διορθόδοξα θέματα, να επιδιωχθεί η ενότης των Ορθοδόξων λαών. Είναι
καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να υπάρξουμε σαν
Ορθόδοξοι, στον μεταβαλλόμενο κόσμο μας, αν ο καθένας συνεχίσει να ζει
μέσα στο γυάλινο πύργο του. Είναι υπαρξιακή ανάγκη να επιχειρήσουμε μια
έξοδο από τα στενά επαρχιακά μας όρια για να συναντήσουμε και να ζήσουμε
την Οικουμενική Ορθοδοξία. Θα πρέπει η θεολογία και η διακονία μας, η
κατήχηση και η ποιμαντική μας να έχουν σα στόχο το: “Σπουδάζοντες τηρείν
την ενότητα του Πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης” (Εφ. 4: 3).
Είναι
θέμα ειλικρινείας να ομολογήσουμε ότι συχνά τους Ορθοδόξους μας
διακρίνει μια νωθρότης, για να μην πούμε ότι όχι σπάνια περνάμε
περιόδους αφασίας. Ζούμε με το όραμα της αιωνιότητας και ξεχνάμε το
παρόν. Η ιεραποστολή μας είναι μερικές φορές βεβαρημένη από κάποιο
σύνδρομο επαγγελματισμού, απουσιάζει από τη διακονία μας ο ενθουσιασμός,
η φαντασία και η τόλμη. Όλοι διαπιστώνουμε ότι συχνά απουσιάζει η
σοβαρότητα και η ευθύνη στη δράση μας. Ενεργούμε περισσότερο
περιστασιακά, σαν ερασιτέχνες και λιγότερο με αίσθηση, ότι είναι
“επικατάρατος ο ποιών τα έργα Κυρίου αμελώς” (Ιερ. 31: 10).
Τα γεγονότα
που ζούμε, αυτά κυρίως διαδραματίζονται στον ευρωπαϊκό χώρο, και τα
γεγονότα που έρχονται δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για να εφησυχάζουμε.
Δεν μπορούμε οι Ορθόδοξοι να είμαστε “παθητικοί θεατές” μπροστά στις
ραγδαίες και κοσμοϊστορικές εξελίξεις που ασφαλώς θα σφραγίσουν την
επερχόμενη ιστορία της Ευρώπης για δεκαετίες. Στις σημερινές συγκυρίες η
δυτική Εκκλησία, κι’ όταν λέω εδώ δυτική Εκκλησία εννοώ το Βατικανό,
έχει κάνει την παρουσία της ιδιαίτερα εμφανή. Με την επιστράτευση όλων
των δυνάμεων που μπορεί να κατευθύνει, της διπλωματίας, των πολιτικών
παρατάξεων που υπολογίζουν την παπική ισχύ, και κυρίως με την ανασύνταξη
της Ουνίας επιδιώκει να δημιουργήσει τετελεσμένα εκεί που ο Ορθόδοξος
λαός έχει αιώνια ιστορία. Ασφαλώς σαν Ορθόδοξοι δεν διαθέτουμε, και δόξα
το Θεό που δεν διαθέτουμε, κοσμική ισχύ για να επηρεάσουμε τις
εξελίξεις, ούτε το ήθος μας επιτρέπει μια αντιπαράθεση που θα στηρίζεται
σε πολιτικούς μηχανισμούς. Διαθέτουμε όμως πνευματικά κεφάλαια που μας
κληροδότησαν οι Πατέρες, διαθέτουμε έναν πολύτιμο λειτουργικό θησαυρό
και είμαστε μέτοχοι μιας κοινωνίας Ορθοδόξων Εκκλησιών που τις ενώνει
μια πίστη και ένα φρόνημα. Το υπέρτατο χρέος μας είναι να αξιοποιήσουμε
την ενότητά μας. Δεν πρέπει άλλο η λυχνία να μένει “υπό το μόδιον”
(Ματθ. 5: 15). Είναι καιρός να αξιοποιήσουμε, ο καθένας στο μέτρο και με
τις δυνάμεις του, τον θησαυρό που έχουμε βέβαια “εν οστρακίνοις
σκεύεσιν” και που ωστόσο δεν παύει να είναι παρά “το ευαγγέλιο της δόξας
του Χριστού” (Β΄Κορ.4: 4,7).
Το μήνυμα της σημερινής μεγάλης ημέρας,
που γιορτάζουμε τη νίκη της Ορθοδοξίας, είναι ασφαλώς μήνυμα
αισιοδοξίας. Μέσα στη γενική απόγνωση και αβεβαιότητα, η Ορθοδοξία
υψώνεται ως πραγματική και μοναδική δυνατότητα ελπίδας και ζωής.
Εναπόκειται στον καθένα μας, με την αδιάκοπη αναζήτηση του θελήματος του
Θεού, να υλοποιήσει στην καθημερινή του ζωή και πράξη αυτή την ελπίδα,
γιατί πράγματι “ο το του Θεού θέλημα ζητών και ποιών, εκείνος φιλόσοφος,
λόγο έχων έμπρακτον και πράξιν ελλόγιμον”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου