Τον τελευταίο καιρό άρχισαν να γράφονται άρθρα για τη σχέση της
Ορθοδοξίας με την Θρησκεία. Και είναι γεγονός, ότι μετά τους πρώτους
αιώνες χαρακτηρίζεται και ή Πίστη μας ως Θρησκεία. Με ποια έννοια όμως; Ό
Πλούταρχος ταυτίζει την θρησκεία με την λατρεία. Λατρεία ασφαλώς έχει
και ή Ορθοδοξία, άλλα δεν είναι μία απλή «κοινωνία λατρείας». Είναι
Εκκλησία – Σώμα Χριστού. Στην Κ. Διαθήκη
πουθενά δεν χαρακτηρίζεται ή Εκκλησία ως Θρησκεία, άλλ’ ως «οδός» (Πράξ.
9, 2), δρόμος δηλαδή και τρόπος ζωής, που οδηγεί στην ένωση με το
Χριστό, την θέωση. Τελικά «οδός» είναι ό ίδιος ο Χριστός (Ίωάν. 14, 62).
Δεν μπορεί, λοιπόν, ό Χριστιανισμός (Ορθοδοξία) να χαρακτηρίζεται
Θρησκεία; Ναι, άλλ’ όχι όπως νοούν την Θρησκεία τα διάφορα θρησκεύματα
του κόσμου, ακόμη και τα λεγόμενα μονοθεϊστικά. Πριν, λοιπόν, φθάσουμε
σε ανεπίτρεπτες διενέξεις για ένα (πατερικα) ανύπαρκτο θέμα, ας
ακουσθεί και ή σχετική διδασκαλία ενός αναντίρρητα μεγάλου
δογματολόγους μας, του π. Ιωάννου Ρωμανίδη. Αναδημοσιεύουμε τα κείμενα
του ως ευλαβές μνημόσυνο στην Μνήμη του (1 Νοεμβρίου 2001).
(π. Γ. Μεταλληνός)
(Αποσπάσματα από το βιβλίο του π. Ί. Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία (πανεπιστημιακοί παραδόσεις του ακαδ. έτους 1983), έκδ. «Παρακαταθήκη», Θεσσαλονίκη 2004).
(1ον)
1. Ή Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία
Σε πολλούς επικρατεί ή αντίληψη ότι ή Ορθοδοξία είναι μία από τις πολλές θρησκείες, που έχει σαν κύρια μεριμνά Της την προετοιμασία των μελών της Εκκλησίας για τη ζωή μετά θάνατον, να εξασφάλιση δηλαδή μία θέση στον Παράδεισο για κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό. ‘Έτσι θεωρείται ότι το Ορθόδοξο δόγμα πρόσφερε μια επί πλέον εξασφάλιση, επειδή είναι Ορθόδοξο και ότι, αν κανείς δεν πιστεύει στο Ορθόδοξο δόγμα, αυτό είναι ένας επί πλέον λόγος, για να πάει στην Κόλαση ό άνθρωπος αυτός, εκτός δηλαδή από το ότι ενδεχομένως θα τον στείλουν εκεί τα προσωπικά του αμαρτήματα.
Ο σοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ότι αυτό το πράγμα είναι ή Ορθοδοξία αυτοί έχουν συσχετίσει την Ορθοδοξία αποκλειστικά με την μέλλουσα ζωή. Και αυτοί δεν κάνουν και πολλά πράγματα σ’ αυτή την ζωή, αλλά περιμένουν να πεθάνουν, για να πάνε στον Παράδεισο, επειδή, όταν ζούσαν, ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί!
Μία άλλη μερίδα Ορθοδόξων δραστηριοποιείται μέσα στον χώρο της Εκκλησίας ενδιαφερόμενη όχι για την άλλη ζωή, αλλά κυρίως γι’ αυτήν εδώ την ζωή. Δηλαδή για το πώς θα τους βοηθάει ή Ορθοδοξία να ζήσουν καλά σ’ αυτήν την ζωή. Τέτοιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται στο Θεό, βάζουν τους Ιερείς να κάνουν προσευχές, κάνουν αγιασμούς, παρακλήσεις, ευχέλαιο κ.λπ., για να τους βοηθήσει ό Θεός να περνάνε καλά σ’ αυτήν
την ζωή, να μη αρρωσταίνουν, να αποκαθίστανται τα παιδιά τους, να εξασφαλίζουν στα κορίτσια τους μία καλή προίκα και έναν καλό γαμπρό, τα αγόρια τους να βρουν καλές κοπέλες με καλή προίκα, για να παντρευτούν, οι δουλειές τους να πηγαίνουν καλά, ακόμη και στο χρηματιστήριο , η, ή βιομηχανία τους, κ.λπ. Οπότε βλέπομε ότι αυτοί οι Χριστιανοί δεν διαφέρουν κατά πολύ από τους πιστούς των άλλων θρησκειών, πού κάνουν και εκείνοι τα ίδια περίπου πράγματα.
Δηλαδή βλέπει κανείς από τα παραπάνω την Ορθοδοξία να έχη αυτά τα δύο κοινά σημεία με όλα τα άλλα θρησκεύματα: Πρώτον, το να προπαρασκευάζει τους πιστούς, για την ζωή μετά θάνατον, ώστε να πάνε στον Παράδεισο, όπως ό καθένας τον φαντάζεται και δεύτερον, το να. φροντίζει, ώστε οι Χριστιανοί να μη περνούν θλίψεις, στενοχώριες, καταστροφές, αρρώστιες, πολέμους κ.λπ. σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, δηλαδή ό Θεός να τα τακτοποιεί όλα κατά τις ανάγκες η τις επιθυμίες τους. Έτσι γι’ αυτούς τους δεύτερους, ή θρησκεία παίζει μεγάλο ρόλο σ’ αυτήν την ζωή και μάλιστα σ’ αυτήν την καθημερινή τους ζωή.
Κατά βάθος, όμως, άπ’ όλους τους παραπάνω Χριστιανούς ποιος ενδιαφέρεται αν ύπάρχη ή δεν υπάρχει Θεός; Ποιος Τον αναζητά; Γι αυτούς δεν τίθεται θέμα αν ύπάρχη Θεός ή όχι, έφ’ όσον καλύτερα θα ήταν να υπήρχε Θεός, για να μπορούμε να τον επικαλούμεθα και να του ζητούμε να ικανοποιεί ανάγκες μας, ώστε να πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας και να έχομε κάποια ευτυχία σ’ αυτήν την ζωή.
Όποτε βλέπομε, ότι ό άνθρωπος έχει μία ισχυρότατη τάσι να θέλει να ύπάρχη Θεός, να πιστεύει ότι υπάρχει Θεός, διότι είναι μία ανάγκη για τον άνθρωπο να ύπάρχη Θεός, για να του εξασφαλίζει τα όσα είπαμε. “Ε, και έφ’ όσον είναι λοιπόν μία ανάγκη για τον άνθρωπο το να ύπάρχη Θεός, άρα Θεός υπάρχει!
Αν ό άνθρωπος δεν είχε την ανάγκη ενός Θεού και αν μπορούσε να εξασφάλιση αυτάρκεια των προς το ζην σε αυτήν την ζωή με κάποιον άλλο τρόπο, τότε δεν ξέρει κανείς πόσοι άνθρωποι θα πίστευαν στον Θεό. Αυτό, γίνεται, εν πολλοίς και στην Ελλάδα.
Έτσι, βλέπομε, πολλοί άνθρωποι, ενώ πριν ήταν αδιάφοροι ως προς την θρησκεία, προς το τέλος της ζωής τους να θρησκεύουν, μετά ίσως από κάποιο γεγονός, πού τους φόβισε. Διότι πλέον δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να επικαλούνται να τους βοηθήσει κάποιος Θεός, από δεισιδαιμονική δηλαδή πρόληψη. Γι αυτούς τους λόγους ή φύσις του ανθρώπου βοηθά στο να θρησκεύη ό άνθρωπος. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ισχύει για τους πιστούς όλων των θρησκειών. Παντού ή φύσις του ανθρώπου είναι ίδια Έτσι ό άνθρωπος μετά την πτώση του —σκοτισμένος, όπως είναι κατά φύσιν — μάλλον, παρά φύσιν— ρέπει προς την δεισιδαιμονία.
Τώρα το ερώτημα, πού ακολουθεί είναι: Που σταματάει ή δεισιδαιμονία και που αρχίζει ή αληθινή πίστης;
Σ’ αυτά τα θέματα οι Πατέρες έχουν σαφείς θέσεις και διδασκαλία. Ένας άνθρωπος, ό όποιος ακολουθεί ή μάλλον νομίζει ότι ακολουθεί την διδασκαλία του Χριστού και απλώς πηγαίνει στην Εκκλησία κάθε Κυριακή, πού κοινωνεί κατά τακτά διαστήματα, πού χρησιμοποιεί τους ιερείς, για να του κάνουν αγιασμούς, ευχέλαιο κ.λπ., χωρίς να εμβαθύνει σ’ αυτά, παραμένοντας στο γράμμα του νόμου και όχι στο πνεύμα του νόμου, αυτός ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Μετά ένας άλλος, ό όποιος προσεύχεται αποκλειστικά για την μέλλουσα ζωή, για τον εαυτό του και για τους άλλους και αδιαφορεί τελείως για αυτήν τη ζωή, αυτός πάλι ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Ή μία τάσης εκπροσωπείται από τον παπά της ενορίας και όσους μαζεύονται γύρω του με το παραπάνω πνεύμα και ή άλλη εκπροσωπείται από έναν Γέροντα σε μοναστήρι, συνήθως κάποιον αρχιμανδρίτη, που βρίσκεται σε σύνταξη και περιμένει να πεθάνει, με μερικούς μοναχούς γύρω του.
Έφ’ όσον οι δύο αυτές τάσεις δεν είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρση και τον φωτισμό, από Πατερικής απόψεως, είναι λανθασμένες ως προς εκείνο, πού επιδιώκουν. Όσο, όμως, είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρση και τον φωτισμό και εφαρμόζουν την Ορθόδοξη Πατερική ασκητική αγωγή για την απόκτηση της νοεράς προσευχής, τότε μόνον τα πράγματα τίθενται πάνω σε ορθή βάση. Αυτές οι δύο τάσεις είναι υπερβολές προς τα δύο άκρα. Δεν έχουν αυτές οι τάσεις κοινόν άξονα. Ό κοινός άξονας, πού διακρατεί την Ορθοδοξία και διατηρεί την συνοχή της, ό ένας και μοναδικός της άξονας επάνω σε όλα τα θέματα, πού την απασχολούν και ό όποιος τοποθετεί τα πάντα επάνω σε ορθή βάση, όταν λαμβάνεται ύπ’ όψιν, είναι ό άξονας: Κάθαρσις — φωτισμός—θέωσις.
Οι Πατέρες δεν ενδιαφέρονται για το τι θα συμβεί στον άνθρωπο μετά θάνατον αποκλειστικά, αλλά εκείνο κυρίως, πού τους ενδιαφέρει είναι το τι θα γίνη ό άνθρωπος σε αυτήν τη ζωή. Μετά θάνατον δεν υπάρχει θεραπεία του νοός, οπότε πρέπει σε αυτήν την ζωήν να αρχίσει ΤΗΝ θεραπεία, διότι «εν τω Αδη ουκ εστί μετάνοια». Γι` αυτό ή Ορθόδοξη Θεολογία δεν είναι υπερκοσμική ούτε μελλοντολογική ούτε εσχατολογική, αλλά είναι καθαρά ενδοκοσμική. Διότι το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας είναι για τον άνθρωπο σε αυτόν τον κόσμο, σε αυτήν την ζωή, όχι μετά θάνατον.
Τώρα ή Κάθαρσις και ό φωτισμός για ποιόν λόγο χρειάζονται; Για να πάει ό άνθρωπος στον Παράδεισο και να αποφυγή την Κόλαση; Για αυτό χρειάζονται; Εις τι συνίσταται ή κάθαρσις και ό φωτισμός και για ποιόν λόγο επιδιώκονται από τους Ορθοδόξους; Για να βρει κανείς τον λόγο και να δώσει απάντηση στην ερώτηση αυτή, πρέπει να κατέχει το βασικό κλειδί, το όποιο είναι τούτο: Όλοι οι άνθρωποι επάνω στην γη έχουν το ίδιο τέλος από Ορθόδοξη θεολογική άποψη. Είτε είναι κανείς Ορθόδοξος είτε είναι Βουδιστής είτε Ινδουιστής είτε αγνωστικιστής είτε άθεος, οτιδήποτε και αν είναι, δηλαδή κάθε άνθρωπος επάνω στην γη, είναι προορισμένος να δη την δόξα του Θεού. Θα δη την δόξα του Θεού κατά το κοινό τέλος της ανθρωπότητας κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Όλοι οι άνθρωποι θα δουν την δόξαν (το άκτιστο φως) του Θεού και από αυτής της απόψεως έχουν το ίδιο τέλος. Όλοι βέβαια θα δουν την δόξα του Θεού, αλλά με μία διαφορά . Οι μεν σεσωσμένοι θα δουν την δόξα του Θεού ως Φως γλυκύτατον και ανέσπερο, οι δε κολασμένοι, θα δουν την ίδια δόξα του Θεού ως πυρ κατανάλισκαν, σαν φωτιά, πού θα τους καίη. Αυτό, το ότι όλοι θα δούμε την δόξα του Θεού, είναι ένα αληθινό και αναμενόμενο γεγονός. Το να δη κανείς τον Θεό, δηλαδή την δόξα Του, το Φως Του, αυτό είναι κάτι, πού θα γίνη είτε το θέλουμε είτε όχι. Ή βίωσης, όμως, αυτού του Φωτός θα είναι διαφορετική στους μεν, από τους δε.
Όποτε το έργο της Εκκλησίας και των κληρικών δεν είναι να μας βοηθήσουν να δούμε αυτήν την
δόξα, διότι αυτό θα γίνη οπωσδήποτε. Το έργο της Εκκλησίας εστιάζεται στο πως θα δη ό κάθε άνθρωπος τον Θεόν. Όχι στο αν θα δη τον Θεόν. Δηλαδή το έργο της Εκκλησίας είναι να κηρύττει στους ανθρώπους ότι υπάρχει Θεός αληθινός, ότι ό Θεός αποκαλύπτεται είτε ως Φως είτε ως πυρ καταναλίσκον, ότι όλοι οι άνθρωποι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα δούμε τον Θεόν και να προετοιμάζει τα μέλη της, ώστε να δουν τον Θεόν όχι σαν φωτιά, αλλά σαν Φως.
Αυτή ή προετοιμασία των μελών της Έκκλησίας, καθώς και όλων των ανθρώπων, πού θέλουν να δουν τον Θεόν ως Φως, είναι στην ουσία της, μία θεραπευτική αγωγή, ή οποία πρέπει να αρχίσει και να τελείωση σ’ αυτήν τη ζωή. Πρέπει σ’ αυτήν τη ζωή να γίνη ή θεραπεία και να περατωθεί. Διότι μετά θάνατον ουκ εστί μετάνοια. Αυτή ή θεραπευτική αγωγή είναι ή ουσία και το κύριο περιεχόμενο της Ορθοδόξου Παραδόσεως ως και ή κύρια μέριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνίσταται δε και αποτελείται από τα ακόλουθα τρία στάδια πνευματικής αναβάσεως: Την κάθαρση από τα πάθη, τον φωτισμό από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος και την θέωση, πάλι από την Χάρι του Άγιου Πνεύματος. Συμβαίνει δέ και τούτο: Αν δεν φθάση κανείς τουλάχιστον σε κατάσταση μερικού φωτισμού, σ’ αυτήν την ζωή, δεν μπορεί να δη τον Θεόν σαν Φως ούτε σ’ αυτήν την ζωή, αλλά ούτε και στην άλλη.
Έτσι είναι φανερό ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο, όπως είναι σήμερα, αυτήν την στιγμή. Και εκείνος, πού χρειάζεται θεραπεία, είναι ο κάθε άνθρωπος, ό όποιος έχει την ευθύνη ενώπιον του Θεού να αρχίσει αυτό το έργο σήμερα, σ’ αυτήν την ζωή, διότι σ’ αυτήν την ζωή μπορεί. όχι μετά θάνατον. Και. αυτό ό ίδιος ό άνθρωπος είναι εκείνος, πού θα αποφασίσει για το αν θα ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο της θεραπείας ή όχι.
Ο Χριστός είπε. ·«Εγώ ειμί η οδός».. Ή οδός προς τι; όχι μόνον προς την
άλλη ζωή. Ό Χριστός είναι πρώτα , η οδός σε αυτήν την ζωή. Ό Χριστός
είναι ή οδός προς τον Πατέρα Του καί Πατέρα μας. Ό Χριστός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο πρώτα σ’ αυτή τη ζωή καί του δείχνει τον δρόμο προς τον Πατέρα. Αυτός ό δρόμος είναι ό ίδιος ό Χριστός.
Το ερώτημα τώρα είναι: Ή θρησκεία ταυτίζεται με μία διδασκαλία περί της αθανασίας της ψυχής, καθώς καί με μία διδασκαλία περί της υπάρξεως Θεού για την μέλλουσα ζωή; Επίσης ταυτίζεται με την επικράτηση της πλήρους δικαιοσύνης; Δηλαδή πρέπει να έχομε θρησκεία, επειδή πρέπει να ύπάρχη ένας δίκαιος Θεός, ό οποίος θα κάνη καί την τελική κρίση όλων των ανθρώπων, ώστε να τιμωρηθούν οι άδικοι στην Κόλαση καί να βραβευθούν οι δίκαιοι (τα καλά παιδιά) στον Παράδεισο; Αν ή απάντησης είναι Ναι, ε τότε πρέπει να υπάρχη θρησκεία, άφ’ ενός για να επικράτηση τελικά ή δικαιοσύνη καί άφ’ ετέρου για να μη μείνει ανεκπλήρωτος ό πόθος του άνθρωπου για ευδαιμονία. Είναι δυνατόν δηλαδή το καλό παιδί να μη ζή μετά θάνατον ευδαίμονα ζωή; Δεν είναι δυνατόν! Κι ας ήταν αδικημένο σ’ αυτήν την ζωή. Όλοι δηλαδή αυτοί οι αδικημένοι ή τα καλά παιδιά είναι δυνατόν να μη δικαιωθούν στην μέλλουσα ζωή; Δεν είναι δυνατόν!
και δεν θα πρέπει εκεί να ζήσουν μία ζωή ευχάριστη, μία ζωή ευδαιμονίας; Βεβαίως! Μα, για να γίνη αυτό, θα πρέπει να ύπάρχη ζωή μετά θάνατον, καθώς και ένας καλός καί δίκαιος Θεός, ό όποιος θα πρέπει να κάνη μία καλή και δίκαιη μοιρασιά! Έτσι δεν είναι; Θα πρέπει να ύπάρχη. Σύμφωνα με την αντίληψη του Μεσαίωνα, δηλαδή, της Δυτικής θεολογίας.
Όμως, σε σχέση με όλα αυτά, έρχεται ή μοντέρνα ψυχολογία καί τα τινάζει όλα αυτά στον αέρα. Μας λέγει ότι αυτές οι αντιλήψεις είναι ψυχολογικές, διότι ό άνθρωπος έχει μέσα του το αίσθημα της δικαιοσύνης, το οποίο είναι εκείνο, πού απαιτεί να τιμωρηθούν τα κακά παιδιά καί να βραβευθούν τα καλά παιδιά! Καί, έφ’ όσον ή βράβευσης αποτυγχάνει να πραγματοποιηθεί σ’ αυτήν εδώ την ζωή, προβάλλει ή ανθρώπινη φαντασία την ιδέα ότι αυτά πρέπει να εκπληρωθούν σε μια άλλη ζωή καί για αυτό ό αδύνατος άνθρωπος, καθώς καί εκείνος, πού αγαπάει την δικαιοσύνη και έχει βαθιά καί σοβαρά αισθήματα για την δικαιοσύνη, γίνεται θρησκευόμενος καί πιστεύει στα δόγματα της θρησκείας, πού ακολουθεί. Για αυτούς τους λόγους δηλαδή πιστεύει, επειδή το δόγμα, στο οποίο πιστεύει, του εξυπηρετεί την ψυχολογική του ανάγκη για απόδοση δικαιοσύνης. Οι λόγοι αυτοί δεν έχουν φιλοσοφικά, μεταφυσικά δηλαδή θεμέλια, αλλά μόνο ψυχολογικά θεμέλια.
Το σωστό όμως, στο παραπάνω σκεπτικό είναι ότι, εάν ποτέ επικρατήσουν ή δικαιοσύνη και ή ευδαιμονία για τους καλούς ανθρώπους, θα πρέπει να επικρατήσουν σ’ αυτήν την ζωή. Διότι άλλη ζωή οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουν αν θα έχουν, έφ’ όσον τα επιχειρήματα, – πού αναφέραμε για την ύπαρξη άλλης ζωής, είναι καθαρά ψυχολογικά επιχειρήματα και δεν είναι επιστημονικά επιχειρήματα, δηλαδή επιχειρήματα, πού θα θεμελιώνονται επάνω στην εμπειρία και στην επιστημονική μεθοδολογία. Έτσι οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν σε μία ζωή μετά θάνατον απλώς, επειδή θέλουν να πιστεύουν. Και γι’ αυτό η ουσία της θρησκείας τους είναι να ύπάρχη μία άλλη ζωή, οπού τιμωρείται ή αδικία και Βραβεύεται ή δικαιοσύνη.
Έτσι, γι’ αυτούς τους λόγους, βλέπει κανείς ότι σήμερα σοβαροί άνθρωποι στην Ευρώπη καί στην Αμερική δεν παραδέχονται πλέον αυτά τα θεμέλια της θρησκείας καί πάρα πολλοί επιστήμονες έχουν απορρίψει την θρησκεία καί έχουν οδηγηθεί στον αγνωστικισμό, ενώ· οι αντίστοιχοι τους της Ανατολικής Ευρώπης, στην αθεΐα Τα τελευταία χρόνια, όμως, βρίσκει κανείς πολλούς κομμουνιστές, οι όποιοι εγκατέλειψαν την σκληρή αθεΐα του παρελθόντος καί έχουν γίνει αγνωστικιστές. Καί από αυτής της απόψεως μοιάζουν με τους αγνωστικιστές της Ευρώπης και της Αμερικής. Από την άλλη μεριά υπάρχουν οι θρησκευόμενοι στα κομμουνιστικά κράτη καί στην Αμερική, οι όποιοι συνεχίζουν να πιστεύουν στην μετά θάνατον ζωή, διότι, όπως εξηγήσαμε, θέλουν να πιστεύουν, χωρίς να έχουν επιστημονικά επιχειρήματα για την στήριξη αυτών των πεποιθήσεων. Αυτή είναι ή γενική κατάστασης.
Τώρα ποια είναι ή θέσης της Ορθοδοξίας για όλα αυτά;
2. Ή μεταφυσική θεώρησις της θρησκείας
Ή Ορθοδοξία ενδιαφέρεται πρωτίστως γι’ αυτήν εδώ την ζωή. Οι Πατέρες τονίζουν ότι «μετά θάνατον ουκ εστί μετάνοια». Οι Νεοέλληνες θεολόγοι, όμως, ακολουθούντες τον δάσκαλο τους τον Αδαμάντιο Κοραή έχουν μία μεταφυσική αντίληψη περί του θέματος και έχουν αντιγράψει την μεθοδολογία των Λατίνων και των Προτεσταντών επάνω στο θέμα της θρησκείας.
Την περίοδο, πού έφυγαν αυτοί, για να σπουδάσουν θεολογία στην Ευρώπη και Ρωσία, αλλά και στην Αμερική μετά τον πόλεμο, ειχεν ήδη αρχίσει άπα πολλά χρόνια πριν ή μεγάλη διαμάχη μεταξύ άφ’ ενός των εμπειριστών, πού είναι διάδοχοι του Διαφωτισμού, της Γαλλικής Επαναστάσεως του 1789 και των μεταφυσικών άφ ετέρου. Ή βασική διάκρισης μεταξύ εμπειριστών και μεταφυσικών είναι ότι ή ουσία της εμπειρικής γραμμής είναι ή παρατήρησης, ενώ της μεταφυσικής ό φιλοσοφικός στοχασμός.
Τότε όλοι οι θρησκευόμενοι ήσαν οπαδοί της μεταφυσικής και μέχρι πρότινος ακόμη, ενώ όλοι οι εμπειριστές ήταν αγνωστικιστές και μερικοί εξ αυτών και άθεοι. Γιατί; Διότι ή ουσία της εμπειρικής γραμμής δεν είναι καν φιλοσοφία. Βέβαια παρουσιάζεται σαν εμπειρική φιλοσοφία, σαν φιλοσοφία των εμπειριστών. Αυτοί επεκράτησαν επί των μεταφυσικών στην Αμερική και απετέλεσαν ένα μεγάλο έργο υπέρ της Ορθοδοξίας. Υπήρξαν, όμως, καταστροφικοί για την Νεοελληνική Θεολογία.
Σήμερα στην Ελλάδα όλοι οι Μαρξιστές είναι εμπειριστές, χωρίς να το ξέρουν βέβαια. Διότι οι ‘Έλληνες Ιδεολόγοι Μαρξιστές δεν ξέρουν ποιο είναι το οικογενειακό δένδρο του Μαρξισμού, όπως το ξέρουν οι συνάδελφοι τους στην Ευρώπη και την Αμερική, διότι εδώ απλώς έχουν αποστηθίσει μηχανικά τα μαθήματα τους, όπως οι Ιεχωβάδες.
Νομίζω ότι είναι μεγάλη τραγωδία, όχι του Αισχύλου, άλλα του αίσχους, το ότι δεν υπάρχουν δυνατοί διανοούμενοι Μαρξιστές στην Ελλάδα. Ευτυχώς βέβαια για την Αστυνομία και τους Δεξιούς, καθώς και τους Νεοέλληνες θεολόγους, άλλα δυστυχώς για την έρευνα της αλήθειας. Διότι ό Μαρξισμός ξεκίνησε επάνω σε εμπειρικές βάσεις και έφθασε εκεί πού έφθασε. Το θεμέλιο του Μαρξισμού και το θεμέλιο της Πατερικής θεολογίας από επιστημονική άποψη είναι το ίδιο, οπότε μπορούσαν μεταξύ τους οι Μαρξιστές και οι Πατερικοί θεολόγοι να συνεννοηθούν.
Ό Μαρξισμός, Όμως, συγκρούσθηκε με τη θρησκεία. Ναι, άλλα με ποια θρησκεία; Όχι με την Αποκάλυψη, αλλά με την θρησκεία, πού ταυτίζεται με την μεταφυσική. Ένας δε από αυτούς τους μεταφυσικούς, πού ταύτισε την τύχη του Ελληνισμού με την Μεταφυσική,
Ή ουσιαστική διαφορά μεταξύ εμπειριστού και μεταφυσικού είναι ότι ό μεταφυσικός έχει ως κύριο γνώρισμα του την τάσι να ταυτίζει με την πραγματικότητα κάτι, πού του φαίνεται ότι είναι λογικά βέβαιο. Βέβαια μπορεί ένας άνθρωπος να έχη λογική βεβαιότητα για κάτι με λογικά επιχειρήματα. Έφ’ όσον, όμως, αυτή δεν υποπίπτει στην εμπειρική εξακρίβωση, στην
εμπειρική επιβεβαίωση, πώς μπορεί να είναι βέβαιος περί εκείνου, πού σκέπτεται και λογικά συμπεραίνει; Επειδή είναι απλή σκέψη; Πως μπορεί κανείς να ταύτιση την σκέψη του με την βεβαιότητα; Ό μεταφυσικός το κάνει αυτό το πράγμα, ενώ ό εμπειριστής αποδέχεται και κατατάσσει σε ομάδες μόνον, ό,τι υποπίπτει στην αντίληψη του από εμπειρική παρατήρηση.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια οι Καλβινιστές έχουν κάποια δυσκολία μαζί με τους Παπικούς. Οι Λουθηρανοί, όμως, ζουν σ’ άλλον κόσμο γύρω από αυτά τα θέματα.
Εκείνος τώρα, πού είναι άθεος, γιατί δεν πιστεύει; Διότι δεν έχει το δώρο του Άγιου Πνεύματος, το δώρο της ενδιαθέτου πίστεως. Καί εκείνος, πού λέγει ότι πιστεύει, είναι πράγματι πιστός; Όχι πάντα. Όπως π.χ. οι Καλβινιστές, οι οποίοι λένε πολλές φορές ότι πιστεύουν, επειδή είναι προορισμένοι. Κατ’ αυτόν, όμως, τον τρόπο βαδίζουν τον αντιεπιστημονικό δρόμο, εκείνον δηλαδή, πού δεν κατοχυρώνεται από κάποια εμπειρική πραγματικότητα· αλλά ούτε μεταφυσική κατοχύρωση έχουν γι’ αυτά, πού πιστεύουν. Αυτοί βέβαια το ξέρουν αυτό, διότι είναι διανοούμενοι και ξέρουν πώς έχουν τα πράγματα, όμως, συνεχίζουν να κινούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Γι’ αυτό, όμως, παρατηρείται ότι και οι Καλβινιστές και οι Λουθηρανοί καταφεύγουν στον Υπαρξισμό. Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και με τους Προτεστάντες της Αμερικής, οι όποίοι προσθέτουν στα προηγούμενα και τον συναισθηματισμό. ΟΙ Προτεστάντες της Αμερικής είναι πάρα πολύ συναισθηματικοί και στην λατρεία τους και στον τρόπο συμπεριφοράς τους.
3. Ή Ορθοδοξία ως επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους
Έχοντες τώρα αυτά ύπ’ όψιν, βλέπομε γιατί το Βυζαντινό κράτος επεδίωξε να έχη ως επίσημη θρησκεία την Ορθοδοξία και γιατί έκανε τόσες πολλές προσπάθειες, ώστε να διαφυλάσσεται ακέραιο το Ορθόδοξο δόγμα. Γιατί το έκανε; Για να διαφύλαξη απλώς το δόγμα ως δόγμα; Η μάλλον, επειδή το συγκεκριμένο Ορθόδοξο δόγμα ήταν ή προϋποθέσεις για μία θεραπεία των πολιτών, ή οποία θα επέφερε κοινωνική εξυγίανση, μέσω της θεραπείας της προσωπικότητας ενός εκάστου πολίτη; Μάλλον, το δεύτερο. Ό Εθνικός Ύμνος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ποιος ήταν; Δεν ήταν το:«Σώσον, Κύριε; τον λαόν Σου και ευλόγησαν την κληρονομίαν Σου· νικάς τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος, και το Σόν φυλάτων δια του Σταυρού Σου πολίτευμα»;
Αυτός ό ύμνος εκφράζει την ιδεολογία—αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι–της εφαρμογής της Ορθοδόξου διδασκαλίας, πίστεως και ζωής στο Κράτος, σε πανεθνική δηλαδή κλίμακα. Αφού το Κράτος διείδε την κοινωνική συμβολή και ωφέλεια, πού θα προέκυπτε από την Ορθόδοξη θεραπευτική διδασκαλία και μέθοδο, εάν εφαρμοζόταν, θέσπισε και προέβαλε την Ορθόδοξη πίστη ως την επίσημη θρησκεία του Κράτους, ώστε το Κράτος να γέμιση από ενορίες, στις οποίες οι Ιερείς θα ασκούσαν αυτήν την θεραπευτική αγωγή. Έτσι οι ενορίες οι οποίες οι ιερείς θα ασκούσαν αυτή την θεραπευτική αγωγή. Έτσι οι ενορίες θα ηύξαναν συν το χρόνο Σε υγιείς πολίτες και κατ’ επέκτασιν και το ίδιο το Κράτος. Γ αυτό ή Εκκλησία δεν είπε φυσικά όχι, αλλά συνεργάσθηκε με το κράτος.
Συνέβη, όμως, αυτή ή εξουσία, πού εδόθη στην Εκκλησία, μαζί με την αναγκαίουσα διοικητική εκκλησιαστική οργάνωση να δημιουργήσει ένα δημοσιοϋπαλληλικό πρόβλημα ως αναγκαίο κακό. Πολλοί δηλαδή, πού εποφθαλμιούσαν δημόσιες θέσεις, υπεκρίνοντο τους Ορθοδόξους, ενώ δεν ήσαν, ή δε Εκκλησία άρχισε να εκκοσμικεύεται.
Παρ’ όλα αυτά ή Εκκλησία είχε ως παράλληλο έργο της το να προστατεύει το Κράτος από τους κομπογιαννίτες γιατρούς, δηλαδή από τους αιρετικούς. Οι Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι φρόντιζαν ακριβώς γι’ αυτό. Στα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων βρίσκομε την φράση «’Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Δηλαδή: Έφάνη καλόν εις το Αγιον Πνεύμα και εις ημάς… Αυτό το έλεγαν οι παρευρισκόμενοι στις Συνόδους αυτές, διότι, είχαν στην κατοχή τους την νοερά προσευχή, δια της οποίας επληροφορούντο περί της αληθείας των Όρων, πού διετύπωναν.
(π. Γ. Μεταλληνός)
(Αποσπάσματα από το βιβλίο του π. Ί. Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία (πανεπιστημιακοί παραδόσεις του ακαδ. έτους 1983), έκδ. «Παρακαταθήκη», Θεσσαλονίκη 2004).
(1ον)
1. Ή Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία
Σε πολλούς επικρατεί ή αντίληψη ότι ή Ορθοδοξία είναι μία από τις πολλές θρησκείες, που έχει σαν κύρια μεριμνά Της την προετοιμασία των μελών της Εκκλησίας για τη ζωή μετά θάνατον, να εξασφάλιση δηλαδή μία θέση στον Παράδεισο για κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό. ‘Έτσι θεωρείται ότι το Ορθόδοξο δόγμα πρόσφερε μια επί πλέον εξασφάλιση, επειδή είναι Ορθόδοξο και ότι, αν κανείς δεν πιστεύει στο Ορθόδοξο δόγμα, αυτό είναι ένας επί πλέον λόγος, για να πάει στην Κόλαση ό άνθρωπος αυτός, εκτός δηλαδή από το ότι ενδεχομένως θα τον στείλουν εκεί τα προσωπικά του αμαρτήματα.
Ο σοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ότι αυτό το πράγμα είναι ή Ορθοδοξία αυτοί έχουν συσχετίσει την Ορθοδοξία αποκλειστικά με την μέλλουσα ζωή. Και αυτοί δεν κάνουν και πολλά πράγματα σ’ αυτή την ζωή, αλλά περιμένουν να πεθάνουν, για να πάνε στον Παράδεισο, επειδή, όταν ζούσαν, ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί!
Μία άλλη μερίδα Ορθοδόξων δραστηριοποιείται μέσα στον χώρο της Εκκλησίας ενδιαφερόμενη όχι για την άλλη ζωή, αλλά κυρίως γι’ αυτήν εδώ την ζωή. Δηλαδή για το πώς θα τους βοηθάει ή Ορθοδοξία να ζήσουν καλά σ’ αυτήν την ζωή. Τέτοιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται στο Θεό, βάζουν τους Ιερείς να κάνουν προσευχές, κάνουν αγιασμούς, παρακλήσεις, ευχέλαιο κ.λπ., για να τους βοηθήσει ό Θεός να περνάνε καλά σ’ αυτήν
την ζωή, να μη αρρωσταίνουν, να αποκαθίστανται τα παιδιά τους, να εξασφαλίζουν στα κορίτσια τους μία καλή προίκα και έναν καλό γαμπρό, τα αγόρια τους να βρουν καλές κοπέλες με καλή προίκα, για να παντρευτούν, οι δουλειές τους να πηγαίνουν καλά, ακόμη και στο χρηματιστήριο , η, ή βιομηχανία τους, κ.λπ. Οπότε βλέπομε ότι αυτοί οι Χριστιανοί δεν διαφέρουν κατά πολύ από τους πιστούς των άλλων θρησκειών, πού κάνουν και εκείνοι τα ίδια περίπου πράγματα.
Δηλαδή βλέπει κανείς από τα παραπάνω την Ορθοδοξία να έχη αυτά τα δύο κοινά σημεία με όλα τα άλλα θρησκεύματα: Πρώτον, το να προπαρασκευάζει τους πιστούς, για την ζωή μετά θάνατον, ώστε να πάνε στον Παράδεισο, όπως ό καθένας τον φαντάζεται και δεύτερον, το να. φροντίζει, ώστε οι Χριστιανοί να μη περνούν θλίψεις, στενοχώριες, καταστροφές, αρρώστιες, πολέμους κ.λπ. σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, δηλαδή ό Θεός να τα τακτοποιεί όλα κατά τις ανάγκες η τις επιθυμίες τους. Έτσι γι’ αυτούς τους δεύτερους, ή θρησκεία παίζει μεγάλο ρόλο σ’ αυτήν την ζωή και μάλιστα σ’ αυτήν την καθημερινή τους ζωή.
Κατά βάθος, όμως, άπ’ όλους τους παραπάνω Χριστιανούς ποιος ενδιαφέρεται αν ύπάρχη ή δεν υπάρχει Θεός; Ποιος Τον αναζητά; Γι αυτούς δεν τίθεται θέμα αν ύπάρχη Θεός ή όχι, έφ’ όσον καλύτερα θα ήταν να υπήρχε Θεός, για να μπορούμε να τον επικαλούμεθα και να του ζητούμε να ικανοποιεί ανάγκες μας, ώστε να πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας και να έχομε κάποια ευτυχία σ’ αυτήν την ζωή.
Όποτε βλέπομε, ότι ό άνθρωπος έχει μία ισχυρότατη τάσι να θέλει να ύπάρχη Θεός, να πιστεύει ότι υπάρχει Θεός, διότι είναι μία ανάγκη για τον άνθρωπο να ύπάρχη Θεός, για να του εξασφαλίζει τα όσα είπαμε. “Ε, και έφ’ όσον είναι λοιπόν μία ανάγκη για τον άνθρωπο το να ύπάρχη Θεός, άρα Θεός υπάρχει!
Αν ό άνθρωπος δεν είχε την ανάγκη ενός Θεού και αν μπορούσε να εξασφάλιση αυτάρκεια των προς το ζην σε αυτήν την ζωή με κάποιον άλλο τρόπο, τότε δεν ξέρει κανείς πόσοι άνθρωποι θα πίστευαν στον Θεό. Αυτό, γίνεται, εν πολλοίς και στην Ελλάδα.
Έτσι, βλέπομε, πολλοί άνθρωποι, ενώ πριν ήταν αδιάφοροι ως προς την θρησκεία, προς το τέλος της ζωής τους να θρησκεύουν, μετά ίσως από κάποιο γεγονός, πού τους φόβισε. Διότι πλέον δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να επικαλούνται να τους βοηθήσει κάποιος Θεός, από δεισιδαιμονική δηλαδή πρόληψη. Γι αυτούς τους λόγους ή φύσις του ανθρώπου βοηθά στο να θρησκεύη ό άνθρωπος. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ισχύει για τους πιστούς όλων των θρησκειών. Παντού ή φύσις του ανθρώπου είναι ίδια Έτσι ό άνθρωπος μετά την πτώση του —σκοτισμένος, όπως είναι κατά φύσιν — μάλλον, παρά φύσιν— ρέπει προς την δεισιδαιμονία.
Τώρα το ερώτημα, πού ακολουθεί είναι: Που σταματάει ή δεισιδαιμονία και που αρχίζει ή αληθινή πίστης;
Σ’ αυτά τα θέματα οι Πατέρες έχουν σαφείς θέσεις και διδασκαλία. Ένας άνθρωπος, ό όποιος ακολουθεί ή μάλλον νομίζει ότι ακολουθεί την διδασκαλία του Χριστού και απλώς πηγαίνει στην Εκκλησία κάθε Κυριακή, πού κοινωνεί κατά τακτά διαστήματα, πού χρησιμοποιεί τους ιερείς, για να του κάνουν αγιασμούς, ευχέλαιο κ.λπ., χωρίς να εμβαθύνει σ’ αυτά, παραμένοντας στο γράμμα του νόμου και όχι στο πνεύμα του νόμου, αυτός ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Μετά ένας άλλος, ό όποιος προσεύχεται αποκλειστικά για την μέλλουσα ζωή, για τον εαυτό του και για τους άλλους και αδιαφορεί τελείως για αυτήν τη ζωή, αυτός πάλι ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Ή μία τάσης εκπροσωπείται από τον παπά της ενορίας και όσους μαζεύονται γύρω του με το παραπάνω πνεύμα και ή άλλη εκπροσωπείται από έναν Γέροντα σε μοναστήρι, συνήθως κάποιον αρχιμανδρίτη, που βρίσκεται σε σύνταξη και περιμένει να πεθάνει, με μερικούς μοναχούς γύρω του.
Έφ’ όσον οι δύο αυτές τάσεις δεν είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρση και τον φωτισμό, από Πατερικής απόψεως, είναι λανθασμένες ως προς εκείνο, πού επιδιώκουν. Όσο, όμως, είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρση και τον φωτισμό και εφαρμόζουν την Ορθόδοξη Πατερική ασκητική αγωγή για την απόκτηση της νοεράς προσευχής, τότε μόνον τα πράγματα τίθενται πάνω σε ορθή βάση. Αυτές οι δύο τάσεις είναι υπερβολές προς τα δύο άκρα. Δεν έχουν αυτές οι τάσεις κοινόν άξονα. Ό κοινός άξονας, πού διακρατεί την Ορθοδοξία και διατηρεί την συνοχή της, ό ένας και μοναδικός της άξονας επάνω σε όλα τα θέματα, πού την απασχολούν και ό όποιος τοποθετεί τα πάντα επάνω σε ορθή βάση, όταν λαμβάνεται ύπ’ όψιν, είναι ό άξονας: Κάθαρσις — φωτισμός—θέωσις.
Οι Πατέρες δεν ενδιαφέρονται για το τι θα συμβεί στον άνθρωπο μετά θάνατον αποκλειστικά, αλλά εκείνο κυρίως, πού τους ενδιαφέρει είναι το τι θα γίνη ό άνθρωπος σε αυτήν τη ζωή. Μετά θάνατον δεν υπάρχει θεραπεία του νοός, οπότε πρέπει σε αυτήν την ζωήν να αρχίσει ΤΗΝ θεραπεία, διότι «εν τω Αδη ουκ εστί μετάνοια». Γι` αυτό ή Ορθόδοξη Θεολογία δεν είναι υπερκοσμική ούτε μελλοντολογική ούτε εσχατολογική, αλλά είναι καθαρά ενδοκοσμική. Διότι το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας είναι για τον άνθρωπο σε αυτόν τον κόσμο, σε αυτήν την ζωή, όχι μετά θάνατον.
Τώρα ή Κάθαρσις και ό φωτισμός για ποιόν λόγο χρειάζονται; Για να πάει ό άνθρωπος στον Παράδεισο και να αποφυγή την Κόλαση; Για αυτό χρειάζονται; Εις τι συνίσταται ή κάθαρσις και ό φωτισμός και για ποιόν λόγο επιδιώκονται από τους Ορθοδόξους; Για να βρει κανείς τον λόγο και να δώσει απάντηση στην ερώτηση αυτή, πρέπει να κατέχει το βασικό κλειδί, το όποιο είναι τούτο: Όλοι οι άνθρωποι επάνω στην γη έχουν το ίδιο τέλος από Ορθόδοξη θεολογική άποψη. Είτε είναι κανείς Ορθόδοξος είτε είναι Βουδιστής είτε Ινδουιστής είτε αγνωστικιστής είτε άθεος, οτιδήποτε και αν είναι, δηλαδή κάθε άνθρωπος επάνω στην γη, είναι προορισμένος να δη την δόξα του Θεού. Θα δη την δόξα του Θεού κατά το κοινό τέλος της ανθρωπότητας κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Όλοι οι άνθρωποι θα δουν την δόξαν (το άκτιστο φως) του Θεού και από αυτής της απόψεως έχουν το ίδιο τέλος. Όλοι βέβαια θα δουν την δόξα του Θεού, αλλά με μία διαφορά . Οι μεν σεσωσμένοι θα δουν την δόξα του Θεού ως Φως γλυκύτατον και ανέσπερο, οι δε κολασμένοι, θα δουν την ίδια δόξα του Θεού ως πυρ κατανάλισκαν, σαν φωτιά, πού θα τους καίη. Αυτό, το ότι όλοι θα δούμε την δόξα του Θεού, είναι ένα αληθινό και αναμενόμενο γεγονός. Το να δη κανείς τον Θεό, δηλαδή την δόξα Του, το Φως Του, αυτό είναι κάτι, πού θα γίνη είτε το θέλουμε είτε όχι. Ή βίωσης, όμως, αυτού του Φωτός θα είναι διαφορετική στους μεν, από τους δε.
Όποτε το έργο της Εκκλησίας και των κληρικών δεν είναι να μας βοηθήσουν να δούμε αυτήν την
δόξα, διότι αυτό θα γίνη οπωσδήποτε. Το έργο της Εκκλησίας εστιάζεται στο πως θα δη ό κάθε άνθρωπος τον Θεόν. Όχι στο αν θα δη τον Θεόν. Δηλαδή το έργο της Εκκλησίας είναι να κηρύττει στους ανθρώπους ότι υπάρχει Θεός αληθινός, ότι ό Θεός αποκαλύπτεται είτε ως Φως είτε ως πυρ καταναλίσκον, ότι όλοι οι άνθρωποι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα δούμε τον Θεόν και να προετοιμάζει τα μέλη της, ώστε να δουν τον Θεόν όχι σαν φωτιά, αλλά σαν Φως.
Αυτή ή προετοιμασία των μελών της Έκκλησίας, καθώς και όλων των ανθρώπων, πού θέλουν να δουν τον Θεόν ως Φως, είναι στην ουσία της, μία θεραπευτική αγωγή, ή οποία πρέπει να αρχίσει και να τελείωση σ’ αυτήν τη ζωή. Πρέπει σ’ αυτήν τη ζωή να γίνη ή θεραπεία και να περατωθεί. Διότι μετά θάνατον ουκ εστί μετάνοια. Αυτή ή θεραπευτική αγωγή είναι ή ουσία και το κύριο περιεχόμενο της Ορθοδόξου Παραδόσεως ως και ή κύρια μέριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνίσταται δε και αποτελείται από τα ακόλουθα τρία στάδια πνευματικής αναβάσεως: Την κάθαρση από τα πάθη, τον φωτισμό από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος και την θέωση, πάλι από την Χάρι του Άγιου Πνεύματος. Συμβαίνει δέ και τούτο: Αν δεν φθάση κανείς τουλάχιστον σε κατάσταση μερικού φωτισμού, σ’ αυτήν την ζωή, δεν μπορεί να δη τον Θεόν σαν Φως ούτε σ’ αυτήν την ζωή, αλλά ούτε και στην άλλη.
Έτσι είναι φανερό ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο, όπως είναι σήμερα, αυτήν την στιγμή. Και εκείνος, πού χρειάζεται θεραπεία, είναι ο κάθε άνθρωπος, ό όποιος έχει την ευθύνη ενώπιον του Θεού να αρχίσει αυτό το έργο σήμερα, σ’ αυτήν την ζωή, διότι σ’ αυτήν την ζωή μπορεί. όχι μετά θάνατον. Και. αυτό ό ίδιος ό άνθρωπος είναι εκείνος, πού θα αποφασίσει για το αν θα ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο της θεραπείας ή όχι.
Ο Χριστός είπε. ·«Εγώ ειμί η οδός».. Ή οδός προς τι; όχι μόνον προς την
άλλη ζωή. Ό Χριστός είναι πρώτα , η οδός σε αυτήν την ζωή. Ό Χριστός
είναι ή οδός προς τον Πατέρα Του καί Πατέρα μας. Ό Χριστός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο πρώτα σ’ αυτή τη ζωή καί του δείχνει τον δρόμο προς τον Πατέρα. Αυτός ό δρόμος είναι ό ίδιος ό Χριστός.
Το ερώτημα τώρα είναι: Ή θρησκεία ταυτίζεται με μία διδασκαλία περί της αθανασίας της ψυχής, καθώς καί με μία διδασκαλία περί της υπάρξεως Θεού για την μέλλουσα ζωή; Επίσης ταυτίζεται με την επικράτηση της πλήρους δικαιοσύνης; Δηλαδή πρέπει να έχομε θρησκεία, επειδή πρέπει να ύπάρχη ένας δίκαιος Θεός, ό οποίος θα κάνη καί την τελική κρίση όλων των ανθρώπων, ώστε να τιμωρηθούν οι άδικοι στην Κόλαση καί να βραβευθούν οι δίκαιοι (τα καλά παιδιά) στον Παράδεισο; Αν ή απάντησης είναι Ναι, ε τότε πρέπει να υπάρχη θρησκεία, άφ’ ενός για να επικράτηση τελικά ή δικαιοσύνη καί άφ’ ετέρου για να μη μείνει ανεκπλήρωτος ό πόθος του άνθρωπου για ευδαιμονία. Είναι δυνατόν δηλαδή το καλό παιδί να μη ζή μετά θάνατον ευδαίμονα ζωή; Δεν είναι δυνατόν! Κι ας ήταν αδικημένο σ’ αυτήν την ζωή. Όλοι δηλαδή αυτοί οι αδικημένοι ή τα καλά παιδιά είναι δυνατόν να μη δικαιωθούν στην μέλλουσα ζωή; Δεν είναι δυνατόν!
και δεν θα πρέπει εκεί να ζήσουν μία ζωή ευχάριστη, μία ζωή ευδαιμονίας; Βεβαίως! Μα, για να γίνη αυτό, θα πρέπει να ύπάρχη ζωή μετά θάνατον, καθώς και ένας καλός καί δίκαιος Θεός, ό όποιος θα πρέπει να κάνη μία καλή και δίκαιη μοιρασιά! Έτσι δεν είναι; Θα πρέπει να ύπάρχη. Σύμφωνα με την αντίληψη του Μεσαίωνα, δηλαδή, της Δυτικής θεολογίας.
Όμως, σε σχέση με όλα αυτά, έρχεται ή μοντέρνα ψυχολογία καί τα τινάζει όλα αυτά στον αέρα. Μας λέγει ότι αυτές οι αντιλήψεις είναι ψυχολογικές, διότι ό άνθρωπος έχει μέσα του το αίσθημα της δικαιοσύνης, το οποίο είναι εκείνο, πού απαιτεί να τιμωρηθούν τα κακά παιδιά καί να βραβευθούν τα καλά παιδιά! Καί, έφ’ όσον ή βράβευσης αποτυγχάνει να πραγματοποιηθεί σ’ αυτήν εδώ την ζωή, προβάλλει ή ανθρώπινη φαντασία την ιδέα ότι αυτά πρέπει να εκπληρωθούν σε μια άλλη ζωή καί για αυτό ό αδύνατος άνθρωπος, καθώς καί εκείνος, πού αγαπάει την δικαιοσύνη και έχει βαθιά καί σοβαρά αισθήματα για την δικαιοσύνη, γίνεται θρησκευόμενος καί πιστεύει στα δόγματα της θρησκείας, πού ακολουθεί. Για αυτούς τους λόγους δηλαδή πιστεύει, επειδή το δόγμα, στο οποίο πιστεύει, του εξυπηρετεί την ψυχολογική του ανάγκη για απόδοση δικαιοσύνης. Οι λόγοι αυτοί δεν έχουν φιλοσοφικά, μεταφυσικά δηλαδή θεμέλια, αλλά μόνο ψυχολογικά θεμέλια.
Το σωστό όμως, στο παραπάνω σκεπτικό είναι ότι, εάν ποτέ επικρατήσουν ή δικαιοσύνη και ή ευδαιμονία για τους καλούς ανθρώπους, θα πρέπει να επικρατήσουν σ’ αυτήν την ζωή. Διότι άλλη ζωή οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουν αν θα έχουν, έφ’ όσον τα επιχειρήματα, – πού αναφέραμε για την ύπαρξη άλλης ζωής, είναι καθαρά ψυχολογικά επιχειρήματα και δεν είναι επιστημονικά επιχειρήματα, δηλαδή επιχειρήματα, πού θα θεμελιώνονται επάνω στην εμπειρία και στην επιστημονική μεθοδολογία. Έτσι οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν σε μία ζωή μετά θάνατον απλώς, επειδή θέλουν να πιστεύουν. Και γι’ αυτό η ουσία της θρησκείας τους είναι να ύπάρχη μία άλλη ζωή, οπού τιμωρείται ή αδικία και Βραβεύεται ή δικαιοσύνη.
Έτσι, γι’ αυτούς τους λόγους, βλέπει κανείς ότι σήμερα σοβαροί άνθρωποι στην Ευρώπη καί στην Αμερική δεν παραδέχονται πλέον αυτά τα θεμέλια της θρησκείας καί πάρα πολλοί επιστήμονες έχουν απορρίψει την θρησκεία καί έχουν οδηγηθεί στον αγνωστικισμό, ενώ· οι αντίστοιχοι τους της Ανατολικής Ευρώπης, στην αθεΐα Τα τελευταία χρόνια, όμως, βρίσκει κανείς πολλούς κομμουνιστές, οι όποιοι εγκατέλειψαν την σκληρή αθεΐα του παρελθόντος καί έχουν γίνει αγνωστικιστές. Καί από αυτής της απόψεως μοιάζουν με τους αγνωστικιστές της Ευρώπης και της Αμερικής. Από την άλλη μεριά υπάρχουν οι θρησκευόμενοι στα κομμουνιστικά κράτη καί στην Αμερική, οι όποιοι συνεχίζουν να πιστεύουν στην μετά θάνατον ζωή, διότι, όπως εξηγήσαμε, θέλουν να πιστεύουν, χωρίς να έχουν επιστημονικά επιχειρήματα για την στήριξη αυτών των πεποιθήσεων. Αυτή είναι ή γενική κατάστασης.
Τώρα ποια είναι ή θέσης της Ορθοδοξίας για όλα αυτά;
2. Ή μεταφυσική θεώρησις της θρησκείας
Ή Ορθοδοξία ενδιαφέρεται πρωτίστως γι’ αυτήν εδώ την ζωή. Οι Πατέρες τονίζουν ότι «μετά θάνατον ουκ εστί μετάνοια». Οι Νεοέλληνες θεολόγοι, όμως, ακολουθούντες τον δάσκαλο τους τον Αδαμάντιο Κοραή έχουν μία μεταφυσική αντίληψη περί του θέματος και έχουν αντιγράψει την μεθοδολογία των Λατίνων και των Προτεσταντών επάνω στο θέμα της θρησκείας.
Την περίοδο, πού έφυγαν αυτοί, για να σπουδάσουν θεολογία στην Ευρώπη και Ρωσία, αλλά και στην Αμερική μετά τον πόλεμο, ειχεν ήδη αρχίσει άπα πολλά χρόνια πριν ή μεγάλη διαμάχη μεταξύ άφ’ ενός των εμπειριστών, πού είναι διάδοχοι του Διαφωτισμού, της Γαλλικής Επαναστάσεως του 1789 και των μεταφυσικών άφ ετέρου. Ή βασική διάκρισης μεταξύ εμπειριστών και μεταφυσικών είναι ότι ή ουσία της εμπειρικής γραμμής είναι ή παρατήρησης, ενώ της μεταφυσικής ό φιλοσοφικός στοχασμός.
Τότε όλοι οι θρησκευόμενοι ήσαν οπαδοί της μεταφυσικής και μέχρι πρότινος ακόμη, ενώ όλοι οι εμπειριστές ήταν αγνωστικιστές και μερικοί εξ αυτών και άθεοι. Γιατί; Διότι ή ουσία της εμπειρικής γραμμής δεν είναι καν φιλοσοφία. Βέβαια παρουσιάζεται σαν εμπειρική φιλοσοφία, σαν φιλοσοφία των εμπειριστών. Αυτοί επεκράτησαν επί των μεταφυσικών στην Αμερική και απετέλεσαν ένα μεγάλο έργο υπέρ της Ορθοδοξίας. Υπήρξαν, όμως, καταστροφικοί για την Νεοελληνική Θεολογία.
Σήμερα στην Ελλάδα όλοι οι Μαρξιστές είναι εμπειριστές, χωρίς να το ξέρουν βέβαια. Διότι οι ‘Έλληνες Ιδεολόγοι Μαρξιστές δεν ξέρουν ποιο είναι το οικογενειακό δένδρο του Μαρξισμού, όπως το ξέρουν οι συνάδελφοι τους στην Ευρώπη και την Αμερική, διότι εδώ απλώς έχουν αποστηθίσει μηχανικά τα μαθήματα τους, όπως οι Ιεχωβάδες.
Νομίζω ότι είναι μεγάλη τραγωδία, όχι του Αισχύλου, άλλα του αίσχους, το ότι δεν υπάρχουν δυνατοί διανοούμενοι Μαρξιστές στην Ελλάδα. Ευτυχώς βέβαια για την Αστυνομία και τους Δεξιούς, καθώς και τους Νεοέλληνες θεολόγους, άλλα δυστυχώς για την έρευνα της αλήθειας. Διότι ό Μαρξισμός ξεκίνησε επάνω σε εμπειρικές βάσεις και έφθασε εκεί πού έφθασε. Το θεμέλιο του Μαρξισμού και το θεμέλιο της Πατερικής θεολογίας από επιστημονική άποψη είναι το ίδιο, οπότε μπορούσαν μεταξύ τους οι Μαρξιστές και οι Πατερικοί θεολόγοι να συνεννοηθούν.
Ό Μαρξισμός, Όμως, συγκρούσθηκε με τη θρησκεία. Ναι, άλλα με ποια θρησκεία; Όχι με την Αποκάλυψη, αλλά με την θρησκεία, πού ταυτίζεται με την μεταφυσική. Ένας δε από αυτούς τους μεταφυσικούς, πού ταύτισε την τύχη του Ελληνισμού με την Μεταφυσική,
Ή ουσιαστική διαφορά μεταξύ εμπειριστού και μεταφυσικού είναι ότι ό μεταφυσικός έχει ως κύριο γνώρισμα του την τάσι να ταυτίζει με την πραγματικότητα κάτι, πού του φαίνεται ότι είναι λογικά βέβαιο. Βέβαια μπορεί ένας άνθρωπος να έχη λογική βεβαιότητα για κάτι με λογικά επιχειρήματα. Έφ’ όσον, όμως, αυτή δεν υποπίπτει στην εμπειρική εξακρίβωση, στην
εμπειρική επιβεβαίωση, πώς μπορεί να είναι βέβαιος περί εκείνου, πού σκέπτεται και λογικά συμπεραίνει; Επειδή είναι απλή σκέψη; Πως μπορεί κανείς να ταύτιση την σκέψη του με την βεβαιότητα; Ό μεταφυσικός το κάνει αυτό το πράγμα, ενώ ό εμπειριστής αποδέχεται και κατατάσσει σε ομάδες μόνον, ό,τι υποπίπτει στην αντίληψη του από εμπειρική παρατήρηση.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια οι Καλβινιστές έχουν κάποια δυσκολία μαζί με τους Παπικούς. Οι Λουθηρανοί, όμως, ζουν σ’ άλλον κόσμο γύρω από αυτά τα θέματα.
Εκείνος τώρα, πού είναι άθεος, γιατί δεν πιστεύει; Διότι δεν έχει το δώρο του Άγιου Πνεύματος, το δώρο της ενδιαθέτου πίστεως. Καί εκείνος, πού λέγει ότι πιστεύει, είναι πράγματι πιστός; Όχι πάντα. Όπως π.χ. οι Καλβινιστές, οι οποίοι λένε πολλές φορές ότι πιστεύουν, επειδή είναι προορισμένοι. Κατ’ αυτόν, όμως, τον τρόπο βαδίζουν τον αντιεπιστημονικό δρόμο, εκείνον δηλαδή, πού δεν κατοχυρώνεται από κάποια εμπειρική πραγματικότητα· αλλά ούτε μεταφυσική κατοχύρωση έχουν γι’ αυτά, πού πιστεύουν. Αυτοί βέβαια το ξέρουν αυτό, διότι είναι διανοούμενοι και ξέρουν πώς έχουν τα πράγματα, όμως, συνεχίζουν να κινούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Γι’ αυτό, όμως, παρατηρείται ότι και οι Καλβινιστές και οι Λουθηρανοί καταφεύγουν στον Υπαρξισμό. Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και με τους Προτεστάντες της Αμερικής, οι όποίοι προσθέτουν στα προηγούμενα και τον συναισθηματισμό. ΟΙ Προτεστάντες της Αμερικής είναι πάρα πολύ συναισθηματικοί και στην λατρεία τους και στον τρόπο συμπεριφοράς τους.
3. Ή Ορθοδοξία ως επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους
Έχοντες τώρα αυτά ύπ’ όψιν, βλέπομε γιατί το Βυζαντινό κράτος επεδίωξε να έχη ως επίσημη θρησκεία την Ορθοδοξία και γιατί έκανε τόσες πολλές προσπάθειες, ώστε να διαφυλάσσεται ακέραιο το Ορθόδοξο δόγμα. Γιατί το έκανε; Για να διαφύλαξη απλώς το δόγμα ως δόγμα; Η μάλλον, επειδή το συγκεκριμένο Ορθόδοξο δόγμα ήταν ή προϋποθέσεις για μία θεραπεία των πολιτών, ή οποία θα επέφερε κοινωνική εξυγίανση, μέσω της θεραπείας της προσωπικότητας ενός εκάστου πολίτη; Μάλλον, το δεύτερο. Ό Εθνικός Ύμνος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ποιος ήταν; Δεν ήταν το:«Σώσον, Κύριε; τον λαόν Σου και ευλόγησαν την κληρονομίαν Σου· νικάς τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος, και το Σόν φυλάτων δια του Σταυρού Σου πολίτευμα»;
Αυτός ό ύμνος εκφράζει την ιδεολογία—αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι–της εφαρμογής της Ορθοδόξου διδασκαλίας, πίστεως και ζωής στο Κράτος, σε πανεθνική δηλαδή κλίμακα. Αφού το Κράτος διείδε την κοινωνική συμβολή και ωφέλεια, πού θα προέκυπτε από την Ορθόδοξη θεραπευτική διδασκαλία και μέθοδο, εάν εφαρμοζόταν, θέσπισε και προέβαλε την Ορθόδοξη πίστη ως την επίσημη θρησκεία του Κράτους, ώστε το Κράτος να γέμιση από ενορίες, στις οποίες οι Ιερείς θα ασκούσαν αυτήν την θεραπευτική αγωγή. Έτσι οι ενορίες οι οποίες οι ιερείς θα ασκούσαν αυτή την θεραπευτική αγωγή. Έτσι οι ενορίες θα ηύξαναν συν το χρόνο Σε υγιείς πολίτες και κατ’ επέκτασιν και το ίδιο το Κράτος. Γ αυτό ή Εκκλησία δεν είπε φυσικά όχι, αλλά συνεργάσθηκε με το κράτος.
Συνέβη, όμως, αυτή ή εξουσία, πού εδόθη στην Εκκλησία, μαζί με την αναγκαίουσα διοικητική εκκλησιαστική οργάνωση να δημιουργήσει ένα δημοσιοϋπαλληλικό πρόβλημα ως αναγκαίο κακό. Πολλοί δηλαδή, πού εποφθαλμιούσαν δημόσιες θέσεις, υπεκρίνοντο τους Ορθοδόξους, ενώ δεν ήσαν, ή δε Εκκλησία άρχισε να εκκοσμικεύεται.
Παρ’ όλα αυτά ή Εκκλησία είχε ως παράλληλο έργο της το να προστατεύει το Κράτος από τους κομπογιαννίτες γιατρούς, δηλαδή από τους αιρετικούς. Οι Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι φρόντιζαν ακριβώς γι’ αυτό. Στα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων βρίσκομε την φράση «’Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Δηλαδή: Έφάνη καλόν εις το Αγιον Πνεύμα και εις ημάς… Αυτό το έλεγαν οι παρευρισκόμενοι στις Συνόδους αυτές, διότι, είχαν στην κατοχή τους την νοερά προσευχή, δια της οποίας επληροφορούντο περί της αληθείας των Όρων, πού διετύπωναν.
Σήμερα, όμως, πού σπανίζει ή νοερά προσευχή στους επισκόπους, αν συνέλθει μία Σύνοδος εξ επισκόπων και σηκωθούν κατά την έναρξη και πουν όλοι μαζί «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ό πανταχού παρών και τα πάντα πληρών…», θα έλθη οπωσδήποτε το Πνεύμα το Άγιο να τους φώτιση; Επειδή δηλαδή είναι κανονικοί επίσκοποι και συνέρχονται σε Σύνοδο και κάνουν προσευχή; Όμως , δεν ενεργεί το Πνεύμα το Άγιο έτσι. Μόνο, δηλαδή, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις. Χρειάζονται και άλλες. Χρειάζεται ό προσερχόμενος να έχη ήδη ενεργούμενη την νοερά προσευχή μέσα του, όταν προσέρχεται στη Σύνοδο, για να τον φώτιση ή Χάρις του Θεού. Στις ψευδοσυνόδους οι προσερχόμενοι δεν είχαν αυτήν την προσευχητική κατάσταση.
Οι παλαιοί επίσκοποι, όμως, είχαν τέτοια πνευματική εμπειρία και όταν προσήρχοντο ως Σώμα, ήξεραν τι το Πνεύματα Άγιο τους πληροφορούσε μέσα στην καρδιά για ένα συγκεκριμένο θέμα. Καί, όταν έβγαζαν αποφάσεις, ήξεραν ότι οι αποφάσεις τους ήταν σωστές. Διότι ευρίσκοντο σε κατάσταση φωτισμού, ενώ ορισμένοι από αυτούς είχαν φθάσει και στον δοξασμό, δηλαδή στην θέωση.
Όποτε βλέπουμε ότι στην αρχαία Εκκλησία κυριαρχούσε το χαρισματικό στοιχειό (δηλαδή κυριαρχούσαν τα μέλη με χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος), ενώ τα καθιδρυματικά στοιχεία, δηλαδή τα τυπικά εκκλησιαστικά και διοικητικά προσόντα ακολουθούσαν. Αυτό είναι σαφέστατο και στη Καινή Διαθήκη και στην αρχαία Εκκλησία και στους μεγάλους Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, από την 1 η Οικουμενική Σύνοδο (4ος αιών), μέχρι την 9η Οικουμενική Σύνοδο, πού έλαβε χωράν επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (14ος αιών).
Αυτού του είδους την συμμαρτυρία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά την ξέρουν καλά μόνο όσοι έχουν την νοερά προσευχή ενεργούμενη μέσα στην καρδιά τους. Ή νοερά προσευχή είναι μία εμπειρική εξακρίβωσης και επιβεβαίωσης της θεραπείας του νοός του ανθρώπου. Μία τέτοια θεραπεία είναι εφικτή σε όλους τους ανθρώπους, έφ’ όσον πληρούνται οι πνευματικές προϋποθέσεις της θεραπευτικής μεθόδου. Δεν είναι δηλαδή προορισμένοι ή σχεδιασμένη μόνο για κάτι καλογήρους, μόνο δηλαδή για κάποιους, πού φοράνε ράσα, αλλά για όλους τους ανθρώπους. Διότι στην Αγία Γραφή δεν φαίνεται πουθενά να γίνεται διάκρισης μεταξύ μοναστικής πνευματικότητος και λαϊκής πνευματικότητος. Ή Άγια Γραφή μιλάει μόνο για μία πνευματικότητα. Έχετε βρει ποτέ στην Αγία Γραφή κάποιο χωρίο, πού να μιλάει ξεχωριστά για πνευματικότητα λαϊκών για πνευματικότητα κληρικών; Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στην Αγία Γραφή. Η εν Χριστώ πνευματικότης είναι μία για όλους τους πιστούς.
Αυτή ή εν Χριστώ πνευματικότης είναι στην ουσία της μία θεραπευτική αγωγή, ή οποία προσφέρεται από τον Χριστό σε όλους τους ανθρώπους. Είναι σχεδιασμένη για όλους τους ανθρώπους. Δεν είναι μόνο για μοναχούς ή τους κληρικούς ή τους μορφωμένους ή διανοουμένους, διότι μέσα της δεν έχει καθόλου διανόηση. ούτε έχει σχέση με τα εξωτερικά και φαινόμενα του ανθρώπου, αλλά με τα εσωτερικά και κρυπτά.
Β’
Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΕΥΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗ
ΑΣΘΕΝΕΙΑ Η ΔΕ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ
(Απόσπασμα από τον Τόμο: Ορθοδοξία – Ελληνισμός, πορεία στην γ χιλιετία. Τόμος Β, έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, Άγίου Όρους 1996, σ. 67-68).
Ή νόσος της θρησκείας
Οι πατριάρχαι και οι προφήται της Παλαιάς Διαθήκης, οι απόστολοι καί οι προφήται της Καινής Διαθήκης και οι διάδοχοι των γνωρίζουν καλώς την νόσον της θρησκείας και τον Ιατρό, πού την θεραπεύει, δηλαδή τον Κύριον (Ίαχβέ) της Δόξης._ Αυτός είναι Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών. Θεράπευε την νόσον αυτήν στους φίλους και πιστούς Του προ της ενσαρκώσεώς Του και συνεχίζει και ως Θεάνθρωπος να την θεραπεύει.
Ή εν λόγο νόσος συνίσταται εις το ότι υπάρχει βραχυκύκλωμα μεταξύ του πνεύματος εν τη καρδία του ανθρώπου (δηλαδή της κατά τους πατέρας νοεράς ενεργείας) καί του εγκεφάλου. Εις την φυσιολογική της κατάστασιν ή νοερά ενέργεια κινείται κυκλικώς ωσάν στρόφαλος προσευχόμενη εντός -της καρδίας. Εις την νοσούσαν κατάστασίν της ή νοερά ενέργεια δεν στροφαλίζεται κυκλικώς. Άλλα ξεδιπλωμένη και ριζωμένη εις την καρδίαν κολλάει εις τον εγκέφαλο και δημιουργεί Βραχυκύκλωμα μεταξύ εγκεφάλου και καρδίας. Έτσι τα νοήματα του εγκεφάλου, πού είναι όλα από το περιβάλλον, γίνονται νοήματα της νοερας ενεργείας ριζωμένης πάντα στην καρδίαν. Έτσι ό παθών γίνεται δούλος του περιβάλλοντος του. Ως εκ τούτου συγχέει ορισμένα προερχόμενα εκ του περιβάλλοντος του νοήματα με τον θεόν ή τους θεούς του.
Με τον ορον θρησκεία εννοούμε κάθε «ταύτισιν» του αρίστου με το κτιστόν και μάλιστα κάθε «ταύτισιν παραστάσεων» του άκτίστου με νοήματα και ρήματα της ανθρωπινής σκέψεως, πού είναι το θεμέλιον της λατρίας των ειδώλων. Τα νοήματα και ρήματα αυτά δύνανται να είναι απλώς νοήματα και ρήματα ή και παραστάσεις με αγάλματα και εικόνας εντός και εκτός νομιζομένου θεοπνεύστου κειμένου. Με άλλα λόγια και ή ταύτισις των περί Θεού νοημάτων και ρημάτων τής Άγιας Γραφής με το άκτιστον ανήκει και αυτή εις τον κόσμον της ειδωλολατρίας και είναι το θεμέλιο όλων των μέχρι τούδε αιρέσεων.
Εις την θεραπευτική παράδοσιν τής Παλαιάς και τής Καινής Διαθήκης χρησιμοποιούνται κατάλληλα νοήματα και ρήματα ως μέσα κατά την διάρκεια της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και τα οποία καταργούνται κατά την διάρκεια του δοξασμού, όταν αποκαλύπτεται εν τω σώματι του Χριστού , η πληρούσα τα κτιστά πάντα απερίγραπτος, ακατάληπτος και άκτιστος δόξα του Θεού. Μετά τον δοξασμό τα νοήματα και ρήματα της νοερας εν τη καρδία προσευχής επανέρχονται. Από τον δοξασμό του ό παθών διαπιστώνει ότι ουδεμία όμοιότης υπάρχει μεταξύ κτιστού και άκτίστου και ότι Θεόν φράσαι αδύνατον και νοήσαι αδυνατότερον.
Το θεμέλιο των αιρέσεων του Βατικανού και των Διαμαρτυρομένων είναι το γεγονός ότι ακολουθούν τον Αυγουστίνο, ό όποιος εξέλαβε την εν λόγω αποκαλυφθείσα δόξαν του Θεού εις την Πάλαιαν και την Καινήν Διαθήκην, ως «κτιστήν», γενομένην και άπογενομένην μάλιστα. Όχι μόνον τούτο, αλλά και το χειρότερον, εξέλαβε μεταξύ άλλων και τον Μεγάλης Βουλής Αγγελον και την δόξαν Του ως γινόμενα και απογινόμε να κτίσματα, τα όποια ό Θεός φέρει έκτου μηδενός εις την υπαρξιν, δια να οραθούν και να ακουσθούν και τα οποία επιστρέφει πάλιν εις την ανυπαρξία μετά την τέλεσιν της αποστολής των.
Άλλα, δια να έχη κανείς όρθήν κατεύθυνσιν εις την θεραπεία τής νοερας ενεργείας πρέπει να έχη οδηγόν την πείρα θεουμένου όστις μαρτυρεί περί ορισμένων αξιωμάτων: ότι μεταξύ α) του άκτίστου Θεού και των άκτίστων ενεργειών Του και β) των κτισμάτων Του, ουδεμία όμοιότης υπάρχει και ότι «Θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε άδυνατώτερον» (Άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος). Μόνον βάσει αυτών των αξιωμάτων δύναται κανείς να αποφυγή το κατάντημα να απόκτηση οδηγό τον διάβολο μέσω δήθεν θεολόγων, πού στοχάζονται περί Θεού και των θείων.
Εις την φυσική κατάστασίν της ή νοερά ενέργεια ρυθμίζει τα πάθη, δηλαδή της πείνας, της δίψας, του ύπνου, του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως (δηλαδή του φόβου του θανάτου), ώστε να είναι αδιάβλητα. Εις νοσούσαν κατάστασίν τα πάθη γίνονται διαβλητά. Αυτά, εν συνδυασμό με την αδέσποτο πλέον φαντασία, δημιουργούν μαγικές θρησκείας για την χαλιναγώγησιν των στοιχείων της φύσεως ή και την επιπλέον σωτηρίαν της ψυχής εκ της ύλης εις κατάστασίν ευδαιμονίας ή και της ευδαιμονίας με σώμα και ψυχή.
Ή πίστης, κατά την Άγίαν Γραφήν, είναι ή συνεργασία με το Αγιον Πνεύμα, το Όποιον εγκαινιάζει την θεραπεία της νόσου της ιδιοτελούς αγάπης εις την καρδίαν και την μεταβάλλει εις αγάπην, ή οποία «ου ζητεί τα εαυτής». Ή θεραπεία αυτή κορυφώνεται με τον δοξασμό (την θέωσιν) και συνιστά την πεμπτουσίαν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, ή οποία αντικατέστησε δι’ αυτής την είδωλολατρίαν ως τον πυρήνα του Ελληνικού Πολιτισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όφείλομεν να έχωμεν σαφή εικόνα των πλαισίων εντός των οποίων και ή Εκκλησία και το Κράτος ειδον την συμβολή των θεουμένων εις την θεραπεία της νόσου της θρησκείας, πού διαστρέφει την ανθρώπινη προσωπικότητα δια μέσου της αναζητήσεως της ευδαιμονίας εντεύθεν και πέραν του τάφου δια να κατανοήσομε τον λόγον, δια τον οποίον ή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενσωμάτωσε την Ορθόδοξο Έκκλησίαν εις το διοικητικό της δίκαιον. Ούτε ή Εκκλησία, ούτε το Κράτος ειδον την αποστολή της Εκκλησίας ως απλή άφεσιν αμαρτιών των πιστών δια την μετά θάνατον είσοδον των εϊς τον παράδεισον. Τούτο θα ισοδυναμεί με ιατρική συγχώρησιν των νόσων των ασθενών διό την μετά θάνατον θεραπείαν των. Και ή Εκκλησία και το , Κράτος εγνώριζον καλώς ότι ή άφεσις αμαρτιών ήτο μόνον ή αρχή της θεραπείας της αναζητούσης την ευδαιμονία νόσου της ανθρωπότητας. Ή θεραπεία αυτή ήρχιζεν με την κάθαρσιν της καρδίας, έφθανε εις την αποκατάστασιν της καρδίας εις την φυσική της κατάστασίν του φωτισμού και ετελειοποιείτο ό όλος άνθρωπος εις την υπέρ φύσιν κατάστασιν του δοξασμού, δηλαδή της θεωσεως. Το αποτέλεσμα της θεραπείας και της τελειώσεως ταύτης δεν ητο μόνον ή κατάλληλος προετοιμασία δια την μετά τον σωματικό θάνατον ζωήν, αλλά και ή μεταμόρφωσις της κοινωνίας εδώ και τώρα από συγκροτήματα εγωιστικών και εγωκεντρικών ατόμων εις κοινωνίαν ανθρώπων με αναδιοτελή αγάπη, «ήτις ου ζητεί τα εαυτής».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου