Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑΠΑΤΡΟΣ ΙΩΑΝΝΗ ΡΩΜΑΝΙΔΗ


Τον τελευταίο καιρό άρχισαν να γράφονται άρθρα για τη σχέση της Ορθοδοξίας με την Θρησκεία. Και είναι γεγονός, ότι μετά τους πρώτους αιώνες χαρακτηρίζεται και ή Πίστη μας ως Θρησκεία. Με ποια έννοια όμως; Ό Πλούταρχος ταυτίζει την θρησκεία με την λατρεία. Λατρεία ασφαλώς έχει και ή Ορθοδοξία, άλλα δεν είναι μία απλή «κοινωνία λατρείας». Είναι Εκκλησία – Σώμα Χριστού. Στην Κ. Διαθήκη πουθενά δεν χαρακτηρίζεται ή Εκκλησία ως Θρησκεία, άλλ’ ως «οδός» (Πράξ. 9, 2), δρόμος δηλαδή και τρόπος ζωής, που οδηγεί στην ένωση με το Χριστό, την θέωση. Τελικά «οδός» είναι ό ίδιος ο Χριστός (Ίωάν. 14, 62). Δεν μπορεί, λοιπόν, ό Χριστια­νισμός (Ορθοδοξία) να χαρακτηρί­ζεται Θρησκεία; Ναι, άλλ’ όχι όπως νοούν την Θρησκεία τα διάφορα θρη­σκεύματα του κόσμου, ακόμη και τα λεγόμενα μονοθεϊστικά. Πριν, λοι­πόν, φθάσουμε σε ανεπίτρεπτες διενέ­ξεις για ένα (πατερικα) ανύπαρκτο θέμα, ας ακουσθεί και ή σχετική δι­δασκαλία ενός αναντίρρητα μεγάλου δογματολόγους μας, του π. Ιωάννου Ρωμανίδη. Αναδημοσιεύουμε τα κεί­μενα του ως ευλαβές μνημόσυνο στην Μνήμη του (1 Νοεμβρίου 2001).
(π. Γ. Μεταλληνός)
(Αποσπάσματα από το βιβλίο του π. Ί. Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία (πανεπιστημιακοί παραδόσεις του ακαδ. έτους 1983), έκδ. «Παρακατα­θήκη», Θεσσαλονίκη 2004).
(1ον)
1. Ή Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία
Σε πολλούς επικρατεί ή αντίληψη  ότι ή Ορθοδοξία είναι μία από τις πολλές θρησκείες, που έχει σαν κύρια μεριμνά Της την προετοιμα­σία των μελών της Εκκλησίας για τη ζωή μετά θάνατον, να εξασφάλι­ση δηλαδή μία θέση στον Παράδει­σο για κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό. ‘Έτσι θεωρείται ότι το Ορθόδοξο δόγμα πρόσφερε  μια επί πλέον εξασφάλιση, επειδή είναι Ορθόδο­ξο και ότι, αν κανείς δεν πιστεύει στο Ορθόδοξο δόγμα, αυτό είναι ένας επί πλέον λόγος, για να πάει στην Κόλαση ό άνθρωπος αυτός, εκτός δηλαδή από το ότι ενδεχο­μένως θα τον στείλουν εκεί τα προ­σωπικά του αμαρτήματα.
Ο σοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πι­στεύουν ότι αυτό το πράγμα είναι ή Ορθοδοξία αυτοί έχουν συσχετίσει την Ορθοδοξία αποκλειστικά με την μέλλουσα ζωή. Και αυτοί δεν κάνουν και πολλά πράγματα σ’ αυτή  την ζωή, αλλά περιμένουν να πεθάνουν, για να πάνε στον Παρά­δεισο, επειδή, όταν ζούσαν, ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί!
Μία άλλη μερίδα Ορθοδόξων δραστηριοποιείται μέσα στον χώρο της Εκκλησίας ενδιαφερόμενη όχι για την άλλη ζωή, αλλά κυρίως γι’ αυτήν εδώ την ζωή. Δηλαδή για το πώς θα τους βοηθάει  ή Ορθοδοξία να ζήσουν καλά σ’ αυτήν την ζωή. Τέτοιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται στο Θεό, βάζουν τους Ιερείς να κάνουν προσευχές, κάνουν αγιασμούς, παρακλήσεις, ευχέλαιο κ.λπ., για να τους βοηθήσει ό Θεός να περνάνε καλά σ’ αυτήν

την ζωή, να μη αρρωσταίνουν, να αποκαθίστανται τα παιδιά τους, να εξασφαλίζουν στα κορίτσια τους μία καλή προίκα και έναν καλό γαμπρό, τα αγόρια τους να βρουν καλές κοπέλες με καλή προίκα, για να πα­ντρευτούν, οι δουλειές τους να πη­γαίνουν καλά, ακόμη και στο χρηματιστήριο , η, ή βιομηχανία τους, κ.λπ. Οπότε βλέπομε ότι αυτοί οι Χρι­στιανοί δεν διαφέρουν κατά πολύ από τους πιστούς των άλλων θρη­σκειών, πού κάνουν και εκείνοι τα ίδια περίπου πράγματα.
Δηλαδή βλέπει κανείς από τα πα­ραπάνω την Ορθοδοξία να έχη αυτά τα δύο κοινά σημεία με όλα τα άλλα θρησκεύματα: Πρώτον, το να προπαρασκευάζει τους πιστούς, για την ζωή μετά θάνατον, ώστε να πάνε στον Παράδεισο, όπως ό καθέ­νας τον φαντάζεται και δεύτερον, το να. φροντίζει, ώστε οι Χριστιανοί να μη περνούν θλίψεις, στενοχώ­ριες, καταστροφές, αρρώστιες, πο­λέμους κ.λπ. σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, δηλαδή ό Θεός να τα τακτοποιεί όλα κατά τις ανάγκες η τις επιθυμίες τους. Έτσι γι’ αυτούς τους δεύτε­ρους, ή θρησκεία παίζει μεγάλο ρό­λο σ’ αυτήν την ζωή και μάλιστα σ’ αυτήν την καθημερινή τους ζωή.
Κατά βάθος, όμως, άπ’ όλους τους παραπάνω Χριστιανούς ποιος ενδιαφέρεται αν ύπάρχη ή δεν υπάρχει Θεός; Ποιος Τον αναζητά; Γι αυτούς δεν τίθεται θέμα αν ύπάρχη Θεός ή όχι, έφ’ όσον καλύ­τερα θα ήταν να υπήρχε Θεός, για να μπορούμε να τον επικαλούμεθα και να του ζητούμε να ικανοποιεί  ανάγκες μας, ώστε να πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας και να έχομε κάποια ευτυχία σ’ αυτήν την ζωή.
Όποτε βλέπομε, ότι ό άνθρωπος έχει μία ισχυρότατη τάσι να θέλει να ύπάρχη Θεός, να πιστεύει ότι υπάρ­χει Θεός, διότι είναι μία ανάγκη για τον άνθρωπο να ύπάρχη Θεός, για να του εξασφαλίζει τα όσα είπαμε. “Ε, και έφ’ όσον είναι λοιπόν μία ανάγκη για τον άνθρωπο το να ύπάρχη Θεός, άρα Θεός υπάρχει!
Αν ό άνθρωπος δεν είχε την ανάγκη ενός Θεού και αν μπο­ρούσε να εξασφάλιση αυτάρκεια των προς το ζην σε αυτήν την ζωή με κάποιον άλλο τρόπο, τότε δεν ξέ­ρει κανείς πόσοι άνθρωποι θα πί­στευαν στον Θεό. Αυτό, γίνεται, εν πολλοίς και στην Ελλάδα.
Έτσι, βλέπομε, πολλοί άνθρωποι, ενώ πριν ήταν αδιάφοροι ως προς την θρησκεία, προς το τέλος της ζωής τους να θρησκεύουν, μετά ίσως από κάποιο γεγονός, πού τους φόβισε. Διότι πλέον δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να επικαλούνται να τους βοηθήσει κάποιος Θεός, από δεισιδαιμονική δηλαδή πρόληψη. Γι αυτούς τους λόγους ή φύσις του ανθρώπου βοηθά στο να θρησκεύη ό άνθρωπος. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ισχύει για τους πιστούς όλων των θρησκειών. Παντού ή φύσις του ανθρώπου είναι ίδια  Έτσι ό άνθρωπος μετά την πτώση του —σκοτισμένος, όπως είναι κατά φύσιν — μάλλον, παρά φύσιν— ρέπει προς την δεισιδαιμονία.
Τώρα το ερώτημα, πού ακολου­θεί είναι: Που σταματάει ή δεισιδαι­μονία και που αρχίζει ή αληθινή πίστης;
Σ’ αυτά τα θέματα οι Πατέρες έχουν σαφείς θέσεις και διδασκα­λία. Ένας άνθρωπος, ό όποιος ακο­λουθεί ή μάλλον νομίζει ότι ακολουθεί την διδασκαλία του Χριστού και απλώς πηγαίνει στην Εκκλησία κάθε Κυριακή, πού κοινωνεί κατά τακτά διαστήματα, πού χρησιμο­ποιεί τους ιερείς, για να του κάνουν αγιασμούς, ευχέλαιο κ.λπ., χωρίς να εμβαθύνει σ’ αυτά, παραμένοντας στο γράμμα του νόμου και όχι στο πνεύμα του νόμου, αυτός ωφε­λείται ιδιαίτερα από την Ορθοδο­ξία; Μετά ένας άλλος, ό όποιος προσεύχεται αποκλειστικά για την μέλλουσα ζωή, για τον εαυτό του και για τους άλλους και αδιαφορεί τελείως για αυτήν τη ζωή, αυτός πάλι ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Ή μία τάσης εκπροσω­πείται από τον παπά της ενορίας και όσους μαζεύονται γύρω του με το παραπάνω πνεύμα και ή άλλη εκπροσωπείται από έναν Γέροντα σε μοναστήρι, συνήθως κάποιον αρχιμανδρίτη, που βρίσκεται σε σύνταξη και περιμένει να πεθάνει, με μερικούς μοναχούς γύρω του.
Έφ’ όσον οι δύο αυτές τάσεις δεν είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρση  και τον φωτισμό, από Πατερικής απόψεως, είναι λανθασμένες ως προς εκείνο, πού επιδιώκουν. Όσο, όμως, είναι επι­κεντρωμένες γύρω από την κάθαρση και τον φωτισμό και εφαρμόζουν την Ορθόδοξη Πατερική ασκητική αγωγή για την απόκτηση της νοεράς προσευχής, τότε μόνον τα πράγματα τίθενται πάνω σε ορθή βάση. Αυτές οι δύο τάσεις είναι υπερβολές προς τα δύο άκρα. Δεν έχουν αυτές οι τάσεις κοινόν άξο­να. Ό κοινός άξονας, πού διακρατεί την Ορθοδοξία και διατηρεί την συνοχή της, ό ένας και μοναδικός της άξονας επάνω σε όλα τα θέμα­τα, πού την απασχολούν και ό όποιος τοποθετεί τα πάντα επάνω σε ορθή βάση, όταν λαμβάνεται ύπ’ όψιν, είναι ό άξονας: Κάθαρσις φωτισμός—θέωσις.
Οι Πατέρες δεν ενδιαφέρονται για το τι θα συμβεί στον άνθρωπο μετά θάνατον αποκλειστικά, αλλά εκείνο κυρίως, πού τους ενδιαφέ­ρει είναι το τι θα γίνη ό άνθρωπος σε αυτήν τη ζωή. Μετά θάνατον δεν υπάρχει θεραπεία του νοός, οπότε πρέπει σε αυτήν την ζωήν να αρχίσει  ΤΗΝ   θεραπεία, διότι «εν τω Αδη ουκ εστί μετάνοια». Γι` αυτό ή Ορθόδο­ξη Θεολογία δεν είναι υπερκοσμική ούτε μελλοντολογική ούτε εσχατολογική, αλλά είναι καθαρά ενδοκοσμική. Διότι το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας είναι για τον άνθρωπο σε αυτόν τον κόσμο, σε αυτήν την ζωή, όχι μετά θάνατον.
Τώρα ή Κάθαρσις και ό φωτισμός για ποιόν λόγο χρειάζονται; Για να πάει ό άνθρωπος στον Παράδεισο και να αποφυγή την Κόλαση; Για αυτό χρειάζονται; Εις τι συνίσταται ή κάθαρσις και ό φωτισμός και για ποιόν λόγο επιδιώκονται από τους Ορθοδόξους; Για να βρει κανείς τον λόγο και να δώσει απάντηση στην ερώτηση αυτή, πρέπει να κατέχει το βασικό κλειδί, το όποιο είναι τούτο: Όλοι οι άνθρωποι επά­νω στην γη έχουν το ίδιο τέλος από Ορθόδοξη θεολογική άποψη. Είτε είναι κανείς Ορθόδοξος είτε είναι Βουδιστής είτε Ινδουιστής είτε αγνωστικιστής είτε άθεος, οτιδήποτε και αν είναι, δηλαδή κάθε άνθρωπος επάνω στην γη, είναι προορισμένος να δη την δόξα του Θεού. Θα δη την δόξα του Θεού κατά το κοινό τέλος της ανθρωπό­τητας κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Όλοι οι άνθρωποι θα δουν την δόξαν (το άκτιστο φως) του Θεού και από αυτής της από­ψεως έχουν το ίδιο τέλος. Όλοι βέ­βαια θα δουν την δόξα του Θεού, αλλά με μία διαφορά . Οι  μεν σεσωσμένοι θα δουν την δόξα του Θεού ως Φως γλυκύτατον και ανέσπερο, οι δε κολασμένοι, θα δουν την ίδια δόξα του Θεού ως πυρ κατανά­λισκαν, σαν φωτιά, πού θα τους καίη. Αυτό, το ότι όλοι θα δούμε την δόξα του Θεού, είναι ένα αλη­θινό και αναμενόμενο γεγονός. Το να δη κανείς τον Θεό, δηλαδή την δόξα Του, το Φως Του, αυτό είναι κάτι, πού θα γίνη είτε το θέλουμε είτε όχι. Ή βίωσης, όμως, αυτού του Φωτός θα είναι διαφορετική στους μεν, από τους δε.
Όποτε το έργο της Εκκλησίας και των κληρικών δεν είναι να μας βοηθήσουν να δούμε αυτήν την
δόξα, διότι αυτό θα γίνη οπωσδή­ποτε. Το έργο της Εκκλησίας εστιάζεται στο πως θα δη ό κάθε άνθρωπος τον Θεόν. Όχι στο αν θα δη τον Θεόν. Δηλαδή το έργο της Εκκλησίας είναι να κηρύττει στους ανθρώπους ότι υπάρχει Θεός αλη­θινός, ότι ό Θεός αποκαλύπτεται είτε ως Φως είτε ως πυρ καταναλίσκον, ότι όλοι οι άνθρωποι κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα δούμε τον Θεόν και να προετοιμάζει τα μέλη της, ώστε να δουν τον Θεόν όχι σαν φωτιά, αλλά σαν Φως.
Αυτή ή προετοιμασία των μελών της Έκκλησίας, καθώς και όλων των ανθρώπων, πού θέλουν να δουν τον Θεόν ως Φως, είναι στην ουσία της, μία θεραπευτική αγωγή, ή οποία πρέπει να αρχίσει και να τε­λείωση σ’ αυτήν τη ζωή. Πρέπει σ’ αυτήν τη ζωή να γίνη ή θεραπεία και να περατωθεί. Διότι μετά θάνατον ουκ εστί μετάνοια. Αυτή ή θερα­πευτική αγωγή είναι ή ουσία και το κύριο περιεχόμενο της Ορθοδό­ξου Παραδόσεως ως και ή κύρια μέ­ριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνίσταται δε και αποτελείται από τα ακόλουθα τρία στάδια πνευμα­τικής αναβάσεως: Την κάθαρση από τα πάθη, τον φωτισμό από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος και την θέωση, πάλι από την Χάρι του Άγιου Πνεύματος. Συμβαίνει δέ και τούτο: Αν δεν φθάση κανείς τουλάχιστον σε κατάσταση μερικού φωτισμού, σ’ αυτήν την ζωή, δεν μπορεί να δη τον Θεόν σαν Φως ούτε σ’ αυτήν την ζωή, αλλά ούτε και στην άλλη.
Έτσι είναι φανερό ότι οι Πατέ­ρες της Εκκλησίας ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο, όπως είναι σήμε­ρα, αυτήν την στιγμή. Και εκείνος, πού χρειάζεται θεραπεία, είναι ο κάθε άνθρωπος, ό όποιος έχει την ευθύνη ενώπιον του Θεού να αρχίσει αυτό το έργο σήμερα, σ’ αυτήν την ζωή, διότι σ’ αυτήν την ζωή μπορεί. όχι μετά θάνατον. Και. αυτό ό ίδιος ό άνθρωπος είναι εκείνος, πού θα αποφασίσει για το αν θα ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο της θεραπείας ή όχι.
Ο Χριστός είπε. ·«Εγώ  ειμί η οδός».. Ή οδός προς τι;  όχι μόνον προς την
άλλη ζωή. Ό Χριστός είναι πρώτα , η οδός σε αυτήν την ζωή. Ό Χριστός
είναι ή οδός προς τον Πατέρα Του καί Πατέρα μας. Ό Χριστός αποκαλύπτε­ται στον άνθρωπο πρώτα σ’ αυτή  τη  ζωή καί του δείχνει τον δρόμο προς τον Πατέρα. Αυτός ό δρόμος είναι ό ίδιος ό Χριστός.
Το ερώτημα τώρα είναι: Ή θρη­σκεία ταυτίζεται με μία διδασκαλία περί της αθανασίας της ψυχής, καθώς καί με μία διδασκαλία περί της υπάρξεως Θεού για την μέλ­λουσα ζωή; Επίσης ταυτίζεται με την επικράτηση της πλήρους δικαι­οσύνης; Δηλαδή πρέπει να έχομε θρησκεία, επειδή πρέπει να ύπάρ­χη ένας δίκαιος Θεός, ό οποίος θα κάνη καί την τελική κρίση όλων των ανθρώπων, ώστε να τιμωρηθούν οι άδικοι στην Κόλαση καί να βραβευ­θούν οι δίκαιοι (τα καλά παιδιά) στον Παράδεισο; Αν ή απάντησης είναι Ναι, ε τότε πρέπει να υπάρχη θρησκεία, άφ’ ενός για να επικρά­τηση τελικά ή δικαιοσύνη καί άφ’ ετέρου για να μη μείνει ανεκπλή­ρωτος ό πόθος του άνθρωπου για ευδαιμονία. Είναι δυνατόν δηλαδή  το καλό παιδί να μη ζή μετά θάνατον ευδαίμονα ζωή; Δεν είναι δυ­νατόν! Κι ας ήταν αδικημένο σ’ αυτήν την ζωή. Όλοι δηλαδή αυτοί οι αδικημένοι ή τα καλά παιδιά είναι δυνατόν να μη δικαιωθούν στην μέλλουσα ζωή; Δεν είναι δυνατόν!
και δεν θα πρέπει εκεί να ζήσουν μία ζωή ευχάριστη, μία ζωή ευδαι­μονίας; Βεβαίως! Μα, για να γίνη αυτό, θα πρέπει να ύπάρχη ζωή μετά θάνατον, καθώς και ένας κα­λός καί δίκαιος Θεός, ό όποιος θα πρέπει να κάνη μία καλή και δίκαιη μοιρασιά!  Έτσι δεν είναι; Θα πρέπει να ύπάρχη. Σύμφωνα με την αντίληψη του Μεσαίωνα, δηλαδή, της Δυτικής θεολογίας.
Όμως, σε σχέση με όλα αυτά, έρχεται ή μοντέρνα ψυχολογία καί τα τινάζει όλα αυτά στον αέρα. Μας λέγει ότι αυτές οι αντιλήψεις είναι ψυχολογικές, διότι ό άνθρωπος έχει μέσα του το αίσθημα της δι­καιοσύνης, το οποίο είναι εκείνο, πού απαιτεί να τιμωρηθούν τα κακά παιδιά καί να βραβευθούν τα καλά παιδιά! Καί, έφ’ όσον ή βράβευσης αποτυγχάνει να πραγματοποιηθεί σ’ αυτήν εδώ την ζωή, προβάλλει ή ανθρώπινη φαντασία την ιδέα ότι αυτά πρέπει να εκπληρωθούν σε μια άλλη ζωή καί για αυτό ό αδύνα­τος άνθρωπος, καθώς καί εκείνος, πού αγαπάει την δικαιοσύνη και έχει βαθιά καί σοβαρά αισθήματα  για την δικαιοσύνη, γίνεται θρη­σκευόμενος καί πιστεύει στα δόγ­ματα της θρησκείας, πού ακολουθεί. Για αυτούς τους λόγους δηλαδή πιστεύει, επειδή το δόγμα, στο οποίο πιστεύει, του εξυπηρετεί την ψυχολογική του ανάγκη για απόδοση δικαιοσύνης. Οι λόγοι αυ­τοί δεν έχουν φιλοσοφικά, μεταφυ­σικά δηλαδή θεμέλια, αλλά μόνο ψυχολογικά θεμέλια.
Το σωστό  όμως, στο παραπάνω σκεπτικό είναι ότι, εάν ποτέ επι­κρατήσουν ή δικαιοσύνη και ή ευ­δαιμονία για τους καλούς ανθρώ­πους, θα πρέπει να επικρατήσουν σ’ αυτήν την ζωή. Διότι άλλη ζωή οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουν αν θα έχουν, έφ’ όσον τα επιχειρήματα, – πού αναφέραμε για την ύπαρξη άλλης ζωής, είναι καθαρά ψυχολο­γικά επιχειρήματα και δεν είναι επι­στημονικά επιχειρήματα, δηλαδή επιχειρήματα, πού θα θεμελιώνονται επάνω στην εμπειρία και στην επιστημονική μεθοδολογία. Έτσι οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν σε μία ζωή μετά θάνατον απλώς, επειδή θέλουν να πιστεύουν. Και γι’ αυτό η ουσία της θρησκείας τους είναι να ύπάρχη μία άλλη ζωή, οπού τιμωρείται ή αδικία και Βραβεύεται ή δικαιοσύνη.
Έτσι, γι’ αυτούς τους λόγους, βλέπει κανείς ότι σήμερα σοβαροί άνθρωποι στην Ευρώπη καί στην Αμερική δεν παραδέχονται πλέον αυτά τα θεμέλια της θρησκείας καί πάρα πολλοί επιστήμονες έχουν απορρίψει την θρησκεία καί έχουν οδηγηθεί στον αγνωστικισμό, ενώ· οι αντίστοιχοι τους της Ανατο­λικής Ευρώπης, στην αθεΐα Τα τε­λευταία χρόνια, όμως, βρίσκει καν­είς πολλούς κομμουνιστές, οι όποιοι εγκατέλειψαν την σκληρή αθεΐα του παρελθόντος καί έχουν γίνει αγνωστικιστές. Καί από αυτής της απόψεως μοιάζουν με τους αγνωστικιστές της Ευρώπης και της Αμερικής. Από την άλλη μεριά υπάρχουν οι θρησκευόμενοι στα κομμουνιστικά κράτη καί στην Αμερική, οι όποιοι συνεχίζουν να πιστεύουν στην μετά θάνατον ζωή, διότι, όπως εξηγήσαμε, θέλουν να πιστεύουν, χωρίς να έχουν επιστη­μονικά επιχειρήματα για την στήριξη αυτών των πεποιθήσεων. Αυτή είναι ή γενική κατάστασης.
Τώρα ποια είναι ή θέσης της Ορθοδοξίας για όλα αυτά;
2. Ή μεταφυσική θεώρησις της θρησκείας
Ή  Ορθοδοξία ενδιαφέρεται πρω­τίστως γι’ αυτήν εδώ την ζωή. Οι Πα­τέρες τονίζουν ότι «μετά θάνατον ουκ εστί μετάνοια». Οι Νεοέλληνες θεολόγοι, όμως, ακολουθούντες τον δάσκαλο τους τον Αδαμάντιο Κοραή έχουν μία μεταφυσική αντίληψη περί του θέματος και έχουν αντιγράψει την μεθοδολογία των Λατίνων και των Προτεσταντών ε­πάνω στο θέμα της θρησκείας.
Την περίοδο, πού έφυγαν αυτοί, για να σπουδάσουν θεολογία στην Ευρώπη και Ρωσία, αλλά και στην Αμερική μετά τον πόλεμο, ειχεν ήδη αρχίσει άπα πολλά χρόνια πριν ή μεγάλη διαμάχη μεταξύ άφ’ ενός των εμπειριστών, πού είναι διάδο­χοι του Διαφωτισμού, της Γαλλικής Επαναστάσεως του 1789 και των μεταφυσικών άφ ετέρου. Ή βασική διάκρισης μεταξύ εμπειριστών και μεταφυσικών είναι ότι ή ουσία της εμπειρικής γραμμής είναι ή παρατήρησης, ενώ της μεταφυσικής ό φιλοσοφικός στοχασμός.
Τότε όλοι οι θρησκευόμενοι ή­σαν οπαδοί της μεταφυσικής και μέχρι πρότινος ακόμη, ενώ όλοι οι εμπειριστές ήταν αγνωστικιστές και μερικοί εξ αυτών και άθεοι. Για­τί; Διότι ή ουσία της εμπειρικής γραμμής δεν είναι καν φιλοσοφία. Βέβαια παρουσιάζεται σαν εμπει­ρική φιλοσοφία, σαν φιλοσοφία των εμπειριστών. Αυτοί επεκράτησαν επί των μεταφυσικών στην Α­μερική και απετέλεσαν ένα μεγάλο έργο υπέρ της Ορθοδοξίας. Υ­πήρξαν, όμως, καταστροφικοί για την Νεοελληνική Θεολογία.
Σήμερα στην Ελλάδα όλοι οι Μαρ­ξιστές είναι εμπειριστές, χωρίς να το ξέρουν βέβαια. Διότι οι ‘Έλληνες Ιδε­ολόγοι Μαρξιστές δεν ξέρουν ποιο είναι το οικογενειακό δένδρο του Μαρξισμού, όπως το ξέρουν οι συνά­δελφοι τους στην Ευρώπη και την Αμερική, διότι εδώ απλώς έχουν αποστηθίσει μηχανικά τα μαθήματα τους, όπως οι Ιεχωβάδες.
Νομίζω ότι είναι μεγάλη τραγω­δία, όχι του Αισχύλου, άλλα του αίσχους, το ότι δεν υπάρχουν δυνα­τοί διανοούμενοι Μαρξιστές στην Ελλάδα. Ευτυχώς βέβαια για την  Αστυνομία και τους Δεξιούς, καθ­ώς και τους Νεοέλληνες θεολό­γους, άλλα δυστυχώς για την έρευ­να της αλήθειας. Διότι ό Μαρξισμός ξεκίνησε επάνω σε εμπειρικές βάσεις και έφθασε εκεί πού έφθασε. Το θεμέλιο του Μαρξισμού και το θεμέλιο της Πατερικής θεολογίας από επιστημονική άποψη είναι το ίδιο, οπότε μπορούσαν μεταξύ τους οι Μαρξιστές και οι Πατερικοί θεολόγοι να συνεννοηθούν.
Ό Μαρξισμός, Όμως, συγκρού­σθηκε με τη θρησκεία. Ναι, άλλα με ποια θρησκεία; Όχι με την  Αποκάλυψη, αλλά με την θρησκεία, πού ταυτίζεται με την μεταφυσική. Έ­νας δε από αυτούς τους μεταφυσι­κούς, πού ταύτισε την τύχη του Ελληνισμού με την Μεταφυσική,
Ή ουσιαστική διαφορά μεταξύ εμπειριστού και μεταφυσικού είναι ότι ό μεταφυσικός έχει ως κύριο γνώρισμα του την τάσι να ταυτίζει με την πραγματικότητα κάτι, πού του φαίνεται ότι είναι λογικά βέ­βαιο. Βέβαια μπορεί ένας άνθρω­πος να έχη λογική βεβαιότητα για κάτι με λογικά επιχειρήματα. Έφ’ όσον, όμως, αυτή δεν υποπίπτει στην εμπειρική εξακρίβωση, στην
εμπειρική επιβεβαίωση, πώς μπορεί  να είναι βέβαιος περί εκείνου, πού σκέπτεται και λογικά συμπεραίνει; Επειδή είναι απλή σκέψη; Πως μπο­ρεί κανείς να ταύτιση την σκέψη του με την βεβαιότητα; Ό μεταφυσικός το κάνει αυτό το πράγμα, ενώ ό εμπειριστής αποδέχεται και κατατάσσει σε ομάδες μόνον, ό,τι υπο­πίπτει στην αντίληψη του από εμ­πειρική παρατήρηση.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια οι Καλβινιστές έχουν κάποια δυσκολία μαζί με τους Παπικούς. Οι Λουθη­ρανοί, όμως, ζουν σ’ άλλον κόσμο γύρω από αυτά τα θέματα.
Εκείνος τώρα, πού είναι άθεος, γιατί δεν πιστεύει; Διότι δεν έχει το δώρο του Άγιου Πνεύματος, το δώ­ρο της ενδιαθέτου πίστεως. Καί εκείνος, πού λέγει ότι πιστεύει, είναι πράγματι πιστός; Όχι πάντα. Όπως π.χ. οι Καλβινιστές, οι οποίοι λένε πολλές φορές ότι πιστεύουν, επειδή είναι προορισμένοι. Κατ’ αυτόν, όμως, τον τρόπο βαδίζουν τον αντιεπιστημονικό δρόμο, εκείνον δηλα­δή, πού δεν κατοχυρώνεται από κά­ποια εμπειρική πραγματικότητα· αλλά ούτε μεταφυσική κατοχύρωση έχουν γι’ αυτά, πού πιστεύουν. Αυ­τοί βέβαια το ξέρουν αυτό, διότι είναι διανοούμενοι και ξέρουν πώς έχουν τα πράγματα, όμως, συνεχί­ζουν να κινούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Γι’ αυτό, όμως, παρατηρείται ότι και οι Καλβινιστές και οι Λουθη­ρανοί καταφεύγουν στον Υπαρξι­σμό. Το ίδιο, όμως, συμβαίνει και με τους Προτεστάντες της Αμερικής, οι όποίοι προσθέτουν στα προηγού­μενα και τον συναισθηματισμό. ΟΙ Προτεστάντες της Αμερικής είναι πάρα πολύ συναισθηματικοί και στην λατρεία τους και στον τρόπο συμπεριφοράς τους.
3. Ή Ορθοδοξία ως επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους
Έχοντες τώρα αυτά ύπ’ όψιν, βλέπομε γιατί το Βυζαντινό κράτος επεδίωξε να έχη ως επίσημη θρη­σκεία την Ορθοδοξία και γιατί έκα­νε τόσες πολλές προσπάθειες, ώστε να διαφυλάσσεται ακέραιο το Ορθόδοξο δόγμα. Γιατί το έκανε; Για να διαφύλαξη απλώς το δόγμα ως δόγμα; Η μάλλον, επειδή το συ­γκεκριμένο Ορθόδοξο δόγμα ήταν ή προϋποθέσεις για μία θεραπεία των πολιτών, ή οποία θα επέφερε κοινωνική εξυγίανση, μέσω της θεραπείας της προσωπικότητας ενός εκάστου πολίτη; Μάλλον, το δεύ­τερο. Ό Εθνικός Ύμνος της Βυζα­ντινής Αυτοκρατορίας ποιος ήταν; Δεν ήταν το:«Σώσον, Κύριε; τον λαόν Σου και ευλόγησαν την κληρονομίαν Σου· νικάς τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος, και το Σόν φυλάτων δια του Σταυρού Σου πολίτευμα»;
Αυτός ό ύμνος εκφράζει την ιδε­ολογία—αν μπορούμε να την ονο­μάσουμε έτσι–της εφαρμογής της  Ορθοδόξου διδασκαλίας, πίστεως και ζωής στο Κράτος, σε πανεθνική δηλαδή κλίμακα. Αφού το Κράτος διείδε την κοινωνική συμβολή και ωφέλεια, πού θα προέκυπτε από την Ορθόδοξη θεραπευτική διδα­σκαλία και μέθοδο, εάν εφαρμοζό­ταν, θέσπισε και προέβαλε την Ορθόδοξη πίστη ως την επίσημη θρησκεία του Κράτους, ώστε το Κράτος να γέμιση από ενορίες, στις οποίες οι Ιερείς θα ασκούσαν αυτήν την θεραπευτική αγωγή. Έτσι οι ενορίες οι οποίες οι ιερείς θα ασκούσαν αυτή την θεραπευτική αγωγή. Έτσι οι ενορίες  θα ηύξαναν συν το χρόνο Σε υγιείς πολίτες και κατ’ επέκτασιν και το ίδιο το Κράτος. Γ αυτό ή Εκ­κλησία δεν είπε φυσικά όχι, αλλά συνεργάσθηκε με το κράτος.
Συνέβη, όμως, αυτή ή εξουσία, πού εδόθη στην Εκκλησία, μαζί με την αναγκαίουσα διοικητική εκκλη­σιαστική οργάνωση να δημιουργήσει ένα δημοσιοϋπαλληλικό πρόβλημα ως αναγκαίο κακό. Πολλοί δηλαδή, πού εποφθαλμιούσαν δημόσιες θέ­σεις, υπεκρίνοντο τους Ορθοδό­ξους, ενώ δεν ήσαν, ή δε Εκκλησία άρχισε να εκκοσμικεύεται.
Παρ’ όλα αυτά ή Εκκλησία είχε ως παράλληλο έργο της το να προστατεύει το Κράτος από τους κομπογιαννίτες γιατρούς, δηλαδή α­πό τους αιρετικούς. Οι Τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι φρόντιζαν ακριβώς γι’ αυτό. Στα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων βρίσκομε την φράση «’Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Δηλαδή: Έφάνη κα­λόν εις το Αγιον Πνεύμα και εις ημάς… Αυτό το έλεγαν οι παρευρι­σκόμενοι στις Συνόδους αυτές, διότι, είχαν στην κατοχή τους την νοερά προσευχή, δια της οποίας επληροφορούντο περί της αληθεί­ας των  Όρων, πού διετύπωναν.

Σήμερα, όμως, πού σπανίζει ή νοερά προσευχή στους επισκό­πους, αν συνέλθει μία Σύνοδος εξ επισκόπων και σηκωθούν κατά την έναρξη και πουν όλοι μαζί «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ό πανταχού παρών και τα πάντα πληρών…», θα έλθη οπωσδήποτε το Πνεύμα το Άγιο να τους φώτιση; Επειδή δηλαδή είναι κανονικοί επίσκοποι και συνέρχο­νται σε Σύνοδο και κάνουν προσ­ευχή; Όμως , δεν ενεργεί το Πνεύ­μα το Άγιο έτσι. Μόνο, δηλαδή, κά­τω από αυτές τις προϋποθέσεις. Χρειάζονται και άλλες. Χρειάζεται ό προσερχόμενος να έχη ήδη ενεργούμενη την νοερά προσευχή μέσα του, όταν προσέρχεται στη Σύνοδο, για να τον φώτιση ή Χάρις του Θεού.  Στις ψευδοσυνόδους οι προσερχόμενοι δεν είχαν αυτήν την προσευχητική κατάσταση.
Οι παλαιοί επίσκοποι, όμως, εί­χαν τέτοια πνευματική εμπειρία και όταν προσήρχοντο ως Σώμα, ήξεραν τι το Πνεύματα Άγιο τους πλη­ροφορούσε μέσα στην καρδιά για ένα συγκεκριμένο θέμα. Καί, όταν έβγαζαν αποφάσεις, ήξεραν ότι οι αποφάσεις τους ήταν σωστές. Διό­τι ευρίσκοντο σε κατάσταση φωτι­σμού, ενώ ορισμένοι από αυτούς είχαν φθάσει και στον δοξασμό, δηλαδή στην θέωση.
Όποτε βλέπουμε ότι στην αρ­χαία Εκκλησία κυριαρχούσε το χα­ρισματικό στοιχειό (δηλαδή κυ­ριαρχούσαν τα μέλη με χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος), ενώ τα καθιδρυματικά στοιχεία, δηλαδή τα τυ­πικά εκκλησιαστικά και διοικητικά προσόντα ακολουθούσαν. Αυτό είναι σαφέστατο και στη Καινή Δια­θήκη και στην αρχαία Εκκλησία και στους μεγάλους Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, από την 1 η Οικουμενική Σύνοδο (4ος αιών), μέχρι την 9η Οικουμενική Σύνοδο, πού έλαβε χωράν επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (14ος αιών).
Αυτού του είδους την συμμαρτυρία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά την ξέρουν καλά μόνο όσοι έχουν την νοερά προσευχή ενεργούμενη μέσα στην καρδιά τους. Ή νοερά προσευχή είναι μία  εμπειρική εξακρίβωσης και επιβεβαίωσης της θεραπείας του νοός του ανθρώπου. Μία τέτοια θερα­πεία είναι εφικτή σε όλους τους ανθρώπους, έφ’ όσον πληρούνται οι πνευματικές προϋποθέσεις της θεραπευτικής μεθόδου. Δεν είναι δηλαδή προορισμένοι ή σχεδιασμέ­νη μόνο για κάτι καλογήρους, μόνο δηλαδή για κάποιους, πού φοράνε ράσα, αλλά για όλους τους ανθρώ­πους. Διότι στην Αγία Γραφή δεν φαίνεται πουθενά να γίνεται διάκρισης μεταξύ μοναστικής πνευμα­τικότητος και λαϊκής πνευματικό­τητος. Ή Άγια Γραφή μιλάει μόνο για μία πνευματικότητα. Έχετε βρει ποτέ στην Αγία Γραφή κάποιο χω­ρίο, πού να μιλάει ξεχωριστά για πνευματικότητα λαϊκών  για πνευ­ματικότητα κληρικών; Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στην Αγία Γραφή. Η εν Χριστώ πνευματικότης είναι μία για όλους τους πιστούς.
Αυτή ή εν Χριστώ πνευματικότης είναι στην ουσία της μία θεραπευ­τική αγωγή, ή οποία προσφέρεται από τον Χριστό σε όλους τους ανθρώπους. Είναι σχεδιασμένη για όλους τους ανθρώπους. Δεν είναι μόνο για μοναχούς ή τους κληρι­κούς ή τους μορφωμένους ή διανοουμένους, διότι μέσα της δεν έχει καθόλου διανόηση. ούτε έχει σχέση με τα εξωτερικά και φαινόμε­να του ανθρώπου, αλλά με τα εσω­τερικά και κρυπτά.

Β’
Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΕΥΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗ
ΑΣΘΕΝΕΙΑ Η ΔΕ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ
(Απόσπασμα από τον Τόμο: Ορ­θοδοξία – Ελληνισμός, πορεία στην γ χιλιετία. Τόμος Β, έκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, Άγίου Όρους 1996, σ. 67-68).
Ή νόσος της θρησκείας
Οι πατριάρχαι και οι προφήται της Παλαιάς Διαθήκης, οι απόστο­λοι καί οι προφήται της Καινής Δια­θήκης και οι διάδοχοι των γνωρί­ζουν καλώς την νόσον της θρησκεί­ας και τον Ιατρό, πού την θερα­πεύει, δηλαδή τον Κύριον (Ίαχβέ) της Δόξης._ Αυτός είναι Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών. Θεράπευε την νόσον αυτήν στους φίλους και πιστούς Του προ της ενσαρκώσεώς Του και συνεχίζει και ως Θεάνθρωπος να την θεραπεύει.
Ή εν λόγο νόσος συνίσταται εις το ότι υπάρχει βραχυκύκλωμα με­ταξύ του πνεύματος εν τη καρδία του ανθρώπου (δηλαδή της κατά τους πατέρας νοεράς ενεργείας) καί του εγκεφάλου. Εις την φυσιολογική της κατάστασιν ή νοερά ενέργεια κινείται κυκλικώς ωσάν στρόφαλος προσευχόμενη εντός -της καρδίας. Εις την νοσούσαν κατάστασίν της ή νοερά ενέργεια δεν στροφαλίζεται κυκλικώς. Άλλα ξε­διπλωμένη και ριζωμένη εις την καρδίαν κολλάει εις τον εγκέφαλο και δημιουργεί Βραχυκύκλωμα με­ταξύ εγκεφάλου και καρδίας. Έτσι τα νοήματα του εγκεφάλου, πού είναι όλα από το περιβάλλον, γίνο­νται νοήματα της νοερας ενεργεί­ας ριζωμένης πάντα στην καρδίαν. Έτσι ό παθών γίνεται δούλος του περιβάλλοντος του. Ως εκ τούτου συγχέει ορισμένα προερχόμενα εκ του περιβάλλοντος του νοήματα με τον θεόν ή τους θεούς του.
Με τον ορον θρησκεία εννοούμε κάθε «ταύτισιν» του αρίστου με το κτιστόν και μάλιστα κάθε «ταύτισιν παραστάσεων» του άκτίστου με νοήματα και ρήματα της ανθρωπι­νής σκέψεως, πού είναι το θεμέλιον της λατρίας των ειδώλων. Τα νοή­ματα και ρήματα αυτά δύνανται να είναι απλώς νοήματα και ρήματα ή και παραστάσεις με αγάλματα και εικόνας εντός και εκτός νομιζομένου θεοπνεύστου κειμένου. Με άλλα λόγια και ή ταύτισις των περί Θεού νοημάτων και ρημάτων τής Άγιας Γραφής με το άκτιστον ανή­κει και αυτή εις τον κόσμον της ειδωλολατρίας και είναι το θεμέλιο όλων των μέχρι τούδε αιρέσεων.
Εις την θεραπευτική παράδοσιν τής Παλαιάς και τής Καινής Δια­θήκης χρησιμοποιούνται κατάλλη­λα νοήματα και ρήματα ως μέσα κατά την διάρκεια της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και τα οποία καταργούνται κατά την διάρκεια του δοξασμού, όταν α­ποκαλύπτεται εν τω σώματι του Χριστού , η πληρούσα τα κτιστά πάν­τα απερίγραπτος, ακατάληπτος και άκτιστος δόξα του Θεού. Μετά τον δοξασμό τα νοήματα και ρήματα της νοερας εν τη καρδία προσ­ευχής επανέρχονται. Από τον δο­ξασμό του ό παθών διαπιστώνει ότι ουδεμία όμοιότης υπάρχει με­ταξύ κτιστού και άκτίστου και ότι Θεόν φράσαι αδύνατον και νοήσαι αδυνατότερον.
Το θεμέλιο των αιρέσεων του Βατικανού και των Διαμαρτυρομέ­νων είναι το γεγονός ότι ακολου­θούν τον Αυγουστίνο, ό όποιος εξέλαβε την εν λόγω αποκαλυφθείσα δόξαν του Θεού εις την Πάλαιαν και την Καινήν Διαθήκην, ως «κτιστήν», γενομένην και άπογενομένην μάλιστα. Όχι μόνον τούτο, αλλά και το χειρότερον, εξέ­λαβε μεταξύ άλλων και τον Μεγά­λης Βουλής Αγγελον και την δό­ξαν Του ως γινόμενα και απογινόμε να κτίσματα, τα όποια ό Θεός φέρει έκτου μηδενός εις την υπαρξιν, δια να οραθούν και να ακουσθούν και τα οποία επιστρέφει πάλιν εις την ανυπαρξία μετά την τέλεσιν της αποστολής των.
Άλλα, δια να έχη κανείς όρθήν κατεύθυνσιν εις την θεραπεία τής νοερας ενεργείας πρέπει να έχη οδηγόν την πείρα θεουμένου όστις μαρτυρεί περί ορισμένων αξιωμάτων: ότι μεταξύ α) του άκτί­στου Θεού και των άκτίστων ενερ­γειών Του και β) των κτισμάτων Του, ουδεμία όμοιότης υπάρχει και ότι «Θεόν φράσαι αδύνατον, νοή­σαι δε άδυνατώτερον» (Άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος). Μόνον βάσει αυτών των αξιωμάτων δύναται καν­είς να αποφυγή το κατάντημα να απόκτηση οδηγό τον διάβολο μέσω δήθεν θεολόγων, πού στοχάζονται περί Θεού και των θείων.
Εις την φυσική κατάστασίν της ή νοερά ενέργεια ρυθμίζει τα πάθη, δηλαδή της πείνας, της δίψας, του ύπνου, του ενστίκτου της αυτο­συντηρήσεως (δηλαδή του φόβου του θανάτου), ώστε να είναι αδιά­βλητα. Εις νοσούσαν κατάστασίν τα πάθη γίνονται διαβλητά. Αυτά, εν συνδυασμό με την αδέσποτο πλέον φαντασία, δημιουργούν  μαγικές θρησκείας για την χαλιναγώγησιν των στοιχείων της φύσεως ή και την επιπλέον σωτηρίαν της ψυχής εκ της ύλης εις κατάστασίν ευδαιμονίας ή και της ευδαιμονίας με σώμα και ψυχή.
Ή πίστης, κατά την Άγίαν Γραφήν, είναι ή συνεργασία με το Αγιον Πνεύμα, το Όποιον εγκαινιά­ζει την θεραπεία της νόσου της ιδιοτελούς αγάπης εις την καρδίαν και την μεταβάλλει εις αγάπην, ή οποία «ου ζητεί τα εαυτής». Ή θε­ραπεία αυτή κορυφώνεται με τον δοξασμό (την θέωσιν) και συνιστά την πεμπτουσίαν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, ή οποία αντικατέστησε δι’ αυτής την είδωλολατρίαν ως τον πυρήνα του Ελληνικού Πολιτισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όφείλομεν να έχωμεν σαφή εικόνα των πλαισίων εντός των οποίων και ή Εκκλησία και το Κρά­τος ειδον την συμβολή των θεουμένων εις την θεραπεία της νόσου της θρησκείας, πού διαστρέφει την ανθρώπινη προσωπικότητα δια μέ­σου της αναζητήσεως της ευδαιμο­νίας εντεύθεν και πέραν του τάφου δια να κατανοήσομε τον λόγον, δια τον οποίον ή Ρωμαϊκή Αυτοκρα­τορία ενσωμάτωσε την Ορθόδοξο Έκκλησίαν εις το διοικητικό της δίκαιον. Ούτε ή Εκκλησία, ούτε το Κράτος ειδον την αποστολή της Εκκλησίας ως απλή άφεσιν αμαρ­τιών των πιστών δια την μετά θάνα­τον είσοδον των εϊς τον παράδεισον. Τούτο θα ισοδυναμεί με ιατρική συγχώρησιν των νόσων των ασθενών διό την μετά θάνατον θε­ραπείαν των. Και ή Εκκλησία και το , Κράτος εγνώριζον καλώς ότι ή άφεσις αμαρτιών ήτο μόνον ή αρχή της  θεραπείας της αναζητούσης την ευδαιμονία νόσου της ανθρωπότητας. Ή θεραπεία αυτή ήρχιζεν με την κάθαρσιν της καρδίας, έφθανε εις την αποκατάστασιν της καρδίας εις την φυσική της κατάστασίν του φωτισμού και ετελειοποιείτο ό όλος άνθρωπος εις την υπέρ φύσιν κατά­στασιν του δοξασμού, δηλαδή της θεωσεως. Το αποτέλεσμα της θερα­πείας και της τελειώσεως ταύτης δεν ητο μόνον ή κατάλληλος προε­τοιμασία δια την μετά τον σωματικό θάνατον ζωήν, αλλά και ή μεταμόρφωσις της κοινωνίας εδώ και  τώρα από συγκροτήματα εγωιστικών και εγωκεντρικών ατόμων εις κοινωνίαν ανθρώπων με αναδιοτελή αγάπη, «ήτις ου ζητεί τα εαυτής».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου