Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Μικρός Ευεργετινός Δεκεμβρίου 28, 2010 — anaxoriti


Από το βίο της άγίας Συγκλητικής
Τις αμελείς και ράθυμες ψυχές – έλεγε ή μακάρια Συγκλητική – κι εκείνες πού από νωθρότητα δεν καταφέρνουν να προκόψουν στην αρετή, καθώς και όσες κυριεύονται εύκολα από την απόγνωση, πρέπει νά τις ενθαρρύνουμε. “Αν μάλιστα παρουσιάσουν ακόμα κι ένα μικρό καλό, να το θαυμάζουμε και νά το μεγαλοποιούμε. ‘Απεναντίας, και τα πιο σοβαρά και μεγάλα σφάλματά τους, νά τα χαρακτηρίζουμε μπροστά τους σαν πολύ μικρά κι ασήμαντα. Γιατί ο διάβολος, πού θέλει όλα νά τα διαστρέφει για νά μας κολάσει, προσπαθεί νά κρύβει από τούς αγωνιστές και τούς επιμελείς στην άσκηση τις αμαρτίες τους, κάνοντάς τους νά τις ξεχνούν, για νά τούς ρίξει έτσι στην υπερηφάνεια. Ενώ, αντίθετα, στις αρχάριες και αστερέωτες ψυχές παρουσιάζει εξογκωμένα τα αμαρτήματά τους, για νά τις ρίξει σε απελπισία.
Νά πως πρέπει λοιπόν νά παρηγορούμε τις ψυχές αυτές πού κλονίζονται: Νά τούς θυμίζουμε την απέραντη συμπάθεια και αγαθότητα του Θεού. Νά τις βεβαιώνουμε πώς ο Κύριός μας είναι πολυέλεος και σπλαχνικός και μακρόθυμος, έτοιμος πάντα νά ανακαλέσει την καταδίκη των αμαρτωλών ανθρώπων (πρβλ. Ίωήλ2:13). Σ’ αυτές τις ψυχές νά φέρνουμε και μαρτυρίες από τις αγίες Γραφές, πού νά φανερώνουν την απροσμέτρητη συμπάθεια του Θεού σ’ εκείνους πού αμάρτησαν και μετανόησαν. Νά τούς λέμε, για παράδειγμα, πώς ή Ραάβ ήταν πόρνη, άλλά σώθηκε χάρη στην πίστη της (Ίησ. Ναυή 2:1 κ.έ.’ <Εβρ. 11:31). Πώς ο Παύλος ήταν διώκτης, έγινε όμως σκεύος εκλογής (Πραξ. 9:1 κ.έ.). και πώς ο ληστής λεηλατούσε και σκότωνε, άλλά μ’ έναν του μόνο λόγο άνοιξε πρώτος τη θύρα του παραδείσου (Λουκ. 23:39-43). Νά τούς λέμε ακόμα για τον ευαγγελιστή Ματθαίο (Ματθ. 9:9-13) και τον τελώνη (Λουκ. 18:9-14) και τον άσωτο (Λουκ. 15:11-32) και κάθε άλλη παρόμοια περίπτωση. και με όλα αυτά νά στηρίζουμε τις αδύνατες ψυχές, γλιτώνοντας τες από την απόγνωση.
τις ψυχές πάλι πού κυριεύονται από την υπερηφάνεια, νά τις διορθώνουμε με πιο εντυπωσιακά παραδείγματα.
Νά ενεργούμε δηλαδή σαν τούς πολύ έμπειρους κηπουρούς, πού, όταν δουν ένα φυτό καχεκτικό και ασθενικό, το ποτίζουν με άφθονο νερό και το περιποιούνται με πολλή φροντίδα, για ν’ αναπτυχθεί και νά δυναμώσει. Ενώ, αντίθετα, όταν δουν σ’ ένα φυτό πρόωρα βλαστάρια, κλαδεύουν τα περιττά, για νά μην ξεραθούν σύντομα. ‘Αλλά και οι γιατροί, σ’ άλλους άρρώστους συνιστούν πολυφαγία και κινητικότητα, ενώ σ’ άλλους επιβάλλουν μακρόχρονη δίαιτα και ακινησία.
Του Παλλαδίου

‘Έμαθα για το Μωϋσή τον Αιθίοπα, πού ήταν πολύ φημισμένος ανάμεσα στους πατέρες της Σκήτης ότι, πριν γίνει μοναχός, ήταν δούλος κάποιου, πού ανακατευόταν ατή διοίκηση της πολιτείας. ο κύριός του όμως τον έδιωξε, επειδή ήταν πολύ δύστροπος και είχε χαρακτήρα αιμοβόρο και άγριο.
‘Έφυγε λοιπόν ο Μωυσής κι έγινε ληστής. Αναδείχθηκε μάλιστα σε λήσταρχο, για την υπερβολική σωματική του δύναμη.
Ανάμεσα ατά ληστρικά του κατορθώματα αναφέρεται και τούτο: Χολώθηκε κάποτε μ’ ένα βοσκό, επειδή τα τσοπανόσκυλά του τον εμπόδισαν νά κάνει μια νυχτερινή ληστεία. Βάζοντας λοιπόν σκοπό νά σκοτώσει το βοσκό, πάσχιζε με κάθε τρόπο νά τον εντοπίσει μαζί με το κοπάδι του.
Επιτέλους άκουσε πώς ήταν από την άλλη μεριά του Νείλου. Εκείνη την εποχή το ποτάμι πλημμύριζε και ή κοίτη του πλάταινε, φτάνοντας το ένα σημείο, (δηλαδή το ένα περίπου μίλι):Ο Μωυσής όμως έβγαλε τον κοντό χιτώνα πού Φορούσε και τον έβαλε στο κεφάλι του.
Άρπαξε και το μαχαίρι με τα δόντια, και ρίχθηκε στο ποτάμι. Κατόρθωσε νά φτάσει κολυμπώντας στην άλλη όχθη.0 βοσκός, βλέποντάς τον από μακριά νά περνάει απέναντι κολυμπώντας, το βαλε στα πόδια και κρύφτηκε. Τότε ο Μωυσής, έχοντας χάσει το βοσκό, ξέσπασε πάνω στο κοπάδι.
‘Έσφαξε τέσσερα κριάρια, τα καλύτερα, τα έδεσε στη σειρά και πέρασε πάλι κολυμπώντας το Νείλο. Ήρθε σ’ ένα πλάτωμα, έγδαρε τα σφαχτά, άναψε φωτιά, τα έψησε, κι έφαγε τα πιο καλά κομμάτια. Τις προβιές τις πούλησε, και αγόρασε κρασί σαίτικο
Ήπιε περίπου δεκαοχτώ ιταλικούς ξεστούς, κι έπειτα τράβηξε για το λημέρι του, πενήντα σημεία μακρύτερα από κεί.
Αυτός λοιπόν ο φοβερός ληστής, μετά από πολύ καιρό και με αφορμή ένα τυχαίο περιστατικό, ήρθε σε κατάνυξη, μετανόησε για την προηγούμενη ζωή του και προσχώρησε ατή μοναχική πολιτεία.
Πήρε ένα κελί στη Σκήτη και επιδόθηκε σε αυστηρή άσκηση.
Λέγεται μάλιστα, ότι στην αρχή κιόλας της μοναχικής του ζωής, μόλις πήρε το κελί, του επιτέθηκαν τέσσερις ληστές, αγνοώντας βέβαια πώς ο καλόγερος αυτός ήταν ο διαβόητος Μωυσής.
‘Έτσι, εκείνος τούς εξουδετέρωσε, τούς έδεσε, τούς φορτώθηκε στην πλάτη σαν ένα σακί άχυρο, τούς έφερε ατή εκκλησία, όπου ήταν συναγμένοι οι αδελφοί, και είπε.
– Επειδή δεν μου πρέπει νά κάνω πια κακό σε κανένα, τι προστάζετε γι’ αυτούς εδώ, πού τούς έπιασα νά έρχονται εναντίον μου;
Οι αδελφοί τούς έλυσαν και τούς άφησαν ελεύθερους. Οι ληστές όμως, στο μεταξύ, αναγνώρισαν το Μωϋσή και είδαν τη μετάνοιά του. δεν θέλησαν λοιπόν ούτε κι αυτοί νά γυρίσουν στην προηγούμενη ζωή τους. ‘Ακολουθώντας το παράδειγμα τού Μωϋσή, εγκατέλειψαν τη ζωή της αμαρτίας και έγιναν δοκιμότατοι μοναχοί.
‘Αλλά κι ο Μωυσης τόσο σκληρή άσκηση έκανε, για την όποία και αλλού έχει γραφτεί, και τόσο πολέμησε τούς δαίμονες, ύπο6άλλοντας τον εαυτό του σε κάθε είδος σκληραγωγίας, ώστε συν αριθμήθηκε κι αυτός στους μεγάλους και κορυφαίους Πατέρες, έγινε και πρεσβύτερος, και διακρίθηκε για τα μεγάλα πνευματικά του χαρίσματα. ‘Έτσι, κοιμήθηκε αφήνοντας και εβδομήντα μαθητές.
Από το Γεροντικό
_Ένας στρατιώτης ρώτησε τον αββά Μιώς, αν άραγε ο θεός δέχεται τη μετάνοια τού αμαρτωλού. και ο αββάς, αφού τον δίδαξε με πολλούς λόγους, είπε: . Πες μου, αγαπητέ. Αν σχισθεί το χιτώνιό σου, το πετάς;
Όχι, απάντησε εκείνος. Το ράβω και το χρησιμοποιώ πάλι. – “Αν λοιπόν εσύ λυπάσαι το ρούχο σου, τού είπε τότε ο γέροντας, δεν θα λυπηθεί ο θεός το δικό του πλάσμα;
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
Έκανα αμαρτία μεγάλη, και θέλω νά μείνω σε μετάνοια τρία χρόνια
Πολύ είναι, τού λέει ο γέροντας. Ρώτησαν τότε κάποιοι, πού βρίσκονταν εκεί: Φτάνουν σαράντα μέρες;
Πολύ είναι, είπε πάλι ο αββάς. Εγώ νομίζω πώς, αν ένας άνθρωπος μετανοήσει μ’ όλη του την καρδιά και δεν συνεχίσει ν’ αμαρτάνει πια, ακόμα και σε τρεις μέρες τον δέχεται ο Θεός.
Κάποιος άλλος ρώτησε πάλι τον αββά Ποιμένα:
Αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει και μετανοήσει, τον συγχωρεί ο Θεός; Και ο γέροντας του αποκρίθηκε:
Ο Θεός έδωσε εντολή στους ανθρώπους αυτό νά κάνουν. Δεν θα το κάνει λοιπόν, πολύ περισσότερο ο ‘Ίδιος;
Γιατί πρόσταξε τον Πέτρο νά συγχωρεί «έως έβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. 18:22) όσους αμάρτησαν και μετανόησαν.
Άλλος πάλι ρώτησε τον ίδιο γέροντα: Τι είναι μετάνοια για την αμαρτία; Και είπε ο γέροντας:
Το νά μην την ξανακάνεις πια. Γι’ αυτό, άλλωστε, ονομάστηκαν άμωμοι οι δίκαιοι, γιατί έπαψαν ν’ αμαρτάνουν και έγιναν δίκαιοι.
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη:
Τι νά κάνω, αββά, πού έπεσα; Του λέει ο γέροντας: Νά σηκωθείς. Σηκώθηκα και ξανάπεσα. Νά σηκωθείς πάλι και πάλι. Μέχρι πότε; Μέχρι πού νά σε βρει ο θάνατος είτε στο καλό είτε στην πτώση. Γιατί σ’ οποια κατάσταση βρεθεί τότε ο άνθρωπος, σ’ αύτή και φεύγει.
Κάποιος αδελφός ησύχαζε σ’ ένα κελί της Αιγύπτου, ζώντας με πολλή ταπείνωση. Είχε όμως στην πόλη μιαν αδελφή πόρνη, πού γινόταν αιτία νά χάνονται πολλές ψυχές. Οι γέροντες παρακινούσαν συχνά τον αδελφό νά πάει νά τη βρει, μήπως με τις συμβουλές του κατορθώσει νά την αποσπάσει από την αμαρτωλή ζωή της. Τελικά κατάφεραν νά τον πείσουν.
Μόλις έφτασε στον τόπο πού έμενε ή αδελφή του, κάποιος γνωστός τον είδε κι έτρεξε νά της μηνύσει:
Έλα νά δεις! Ό αδελφός σου είναι έξω, στην πόρτα! Σκίρτησε ή καρδιά της μόλις τ’ άκουσε.
Παράτησε τούς εραστές, πού περιποιόταν, κι έτρεξε ξέσκεπη νά συναντήσει τον αδελφό της. ‘Έκανε αυθόρμητα νά τον αγκαλιάσει, και εκείνος της είπε:
Αδελφή μου γνήσια, λυπήσου την ψυχή σου.
Πώς θ’ αντέξεις τα πικρά κι ατέλειωτα βασανιστήρια της κολάσεως, για τούς τόσου πού χάνονται εξαιτίας σου; Περίτρομη εκείνη τού λέει: Είσαι βέβαιος πώς -υπάρχει πλέον για μένα σωτηρία;
Υπάρχει, φτάνει νά θέλεις, απάντησε ο αδελφός.
‘Έπεσε τότε στα πόδια του και τον παρακαλούσε νά την πάρει μαζί του στην έρημο.
Ρίξε στο κεφάλι σου το ιμάτιο σου κι έλα, της είπε. ‘Όχι, πάμε νά φύγουμε! Με συμφέρει νά κυκλοφορώ άπρεπα
ξέσκεπη, παρά νά ξαναμπώ οστό εργαστήριο της ανομίας.
Καθώς προχωρούσαν, ο αδελφός της τη νουθετούσε για νά μετανοήσει. Κάποια στιγμή όμως είδε μερικούς διαβάτες νά τούς πλησιάζουν από την αντίθετη κατεύθυνση. της λέει λοιπόν:
– Επειδή δεν ξέρουν πώς είσαι αδελφή μου, βγές για λίγο έξω από το δρόμο, ώσπου νά περάσουν αυτοί πού έρχονται. Εκείνη ξεμάκρυνε από κοντά του.
Ας συνεχίσουμε τώρα το δρόμο μας, αδελφή μου, της είπε μετα την απομάκρυνση των περαστικών.
Μα δεν πήρε απόκριση.
Πλησίασε κοντά της, και τη βρίσκει νεκρή! Συνάμα βλέπει και τα πόδια της καταματωμένα ήταν, βλέπετε, ξυπόλητη.
Όταν αργότερα ο αδελφός ανακοίνωσε το γεγονός στους γέροντες, εκείνοι διαφωνούσαν μεταξύ τους για το αν σώθηκε ή όχι. Τελικά όμως ο Θεός αποκάλυψε γι’ αυτήν σ’ ένα γέροντα, ότι δέχθηκε τη μετάνοιά της, επειδή, μόλις μεταμελήθηκε, αδιαφόρησε πια για όλα τα υλικά πράγματα, καταφρόνησε ακόμα και το σώμα της και δεν έβγαλε ούτε ένα στεναγμό για τις τόσες πληγές της.
Ένας αδελφός (πού αμάρτησε), αφού μετανόησε, γύρισε στην ησυχία.
Λίγο αργότερα όμως σκόνταψε απότομα σε μία πέτρα και πλήγωσε το πόδι του.
‘Έχασε μάλιστα τόσο αίμα από την πληγή, πού λιποθύμησε και σε λίγο ξεψύχησε.
‘Έρχονται λοιπόν οι δαίμονες για νά παραλάβουν την ψυχή του. Οι άγγελοι όμως τούς λένε:
Προσέξτε την πέτρα και κοιτάξτε το αίμα του, πού το έχυσε για τον Κύριο!
Μόλις είπαν αυτά τα λόγια οι άγγελοι, ή ψυχή αναχώρησε ελεύθερη για τον ουρανό.
Σ’ έναν αδελφό, πού έπεσε σε αμαρτία, φανερώθηκε ο σατανάς του λέει: Δεν είσαι χριστιανός!
Μα ο αδελφός του αποκρίθηκε: Ό,τι και νά ‘μαι, τώρα σε αφήνω και φεύγω!
Σου το λέω, θα πας στην κόλαση! επέμεινε ο σατανάς. Δεν είσαι συ ο κριτής μου ούτε ο Θεός μου! του λέει ο αδελφός.
‘Έτσι, καθώς δεν κατόρθωνε τίποτα ο σατανάς, σηκώθηκε κι έφυγε.
Ό αδελφός, πάλι, μετανόησε ειλικρινά ενώπιον του Θεού και έγινε αγωνιστής.
Ένας αδελφός, πού βασανιζόταν από τη λύπη, ρώτησε κάποιον γέροντα:
– Τι νά κάνω, πού έρχονται οι λογισμοί και μου λένε πώς άδικα άφησα τον κόσμο, και πώς δεν πρόκειται νά σωθώ; Και ο γέροντας απάντησε:
Κι αν ακόμα δεν μπορέσουμε νά μπούμε στη γη της επαγγελίας, είναι προτιμότερο νά πέσουν τα κορμιά μας στην έρημο, παρά νά γυρίσουμε πίσω στην Αίγυπτο (πρβλ. Άριθ. 14: 29-33).
Άλλος αδελφός ρώτησε τον ίδιο γέροντα:
Πάτερ, τι εννοεί ο προφήτης λέγοντας, «ουκ εστί σωτηρία αυτώ εν τώ Θεώ αυτού»; (Ψαλμό. 3:3).
Εννοεί τούς λογισμούς της απελπισίας, είπε ο γέροντας, πού υποβάλλουν οι δαίμονες σ’ όποιον αμάρτησε.
Τού λένε, δηλαδή, ότι ο Θεός δεν πρόκειται πια νά τον σώσει, και έτσι προσπαθούν νά τον γκρεμίσουν ατά βάραθρα της απογνώσεως.
Τέτοιους λογισμούς όμως πρέπει νά τούς διώχνει ο άνθρωπος με τα λόγια: «Κύριος καταφυγή μου, ότι αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τούς πόδας μου» (πρβλ. Έξοδ. 17:15. Ψαλμό. 24:15).
Είπε ο αββάς Αλώνιος
Αν θελήσει ο άνθρωπος, μπορεί από το πρωί ως το βράδυ νά φτάσει σε θεία μέτρα.
Μιας κόρης, πού λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οι γονείς της κι απόμεινε ορφανή. Μετά άπ’ αυτό έκανε το σπίτι της ξενώνα για χάρη των πατέρων της Σκήτης, και γι’ αρκετό καιρό τούς δεχόταν εκεί και τούς περιποιόταν.
‘Έπειτα όμως, αφού ξόδεψε όσα είχε, έπεσε σε στέρηση. Την πλησίασαν τότε κάποιοι άνθρωποι διεστραμμένοι και κατόρθωσαν νά τη βγάλουν από τον ίσιο δρόμο. ‘Έτσι άρχισε νά ζει αμαρτωλά, ώσπου κατάντησε και σε πορνείο.
Όταν το άκουσαν οι πατέρες, λυπήθηκαν υπερβολικά. Κάλεσαν τον αββά ‘Ιωάννη τον Κολοβό και του είπαν:
Μάθαμε για την τάδε αδελφή ότι ζει μέσα στην αμαρτία. ‘Επειδή όμως αυτή, όταν μπορούσε, μας έδειξε την αγάπη της, κι εμείς τώρα ας τη βοηθήσουμε ‘όπως μπορούμε. Κάνε λοιπόν τον κόπο νά πάς κοντά της και, μ’ όση σοφία σου έδωσε ο Θεός, νά οικονομήσεις την κατάστασή της.
Πήγε πράγματι δ γέροντας ατό σπίτι της και λέει ατή γριά πορτάρισσα
Πες στην κυρά σου πώς τη θέλω! ‘Εκείνη τον αποπήρε:
‘Εσείς οι καλόγεροι καταφάγατε το βίος της! και νά πού τώρα βρίσκεται μέσα στη φτώχεια!
Πες το της! επέμενε ο γέροντας. Γιατί έχω νά την ωφελήσω πολύ. Τότε ή γριά ανέβηκε πάνω και είπε στην κόρη για το γέροντα.
Σαν τ’ άκουσε εκείνη, μονολόγησε: Αυτοί οι μοναχοί τριγυρνάνε πάντοτε ατά μέρη της ‘Ερυθράς
θάλασσας και βρίσκουνε μαργαριτάρια.
Στολίστηκε, κάθισε ατό κρεβάτι και είπε στην πορτάρισσα: ‘Ανέβασέ τον επάνω!
Μόλις μπήκε ο αββάς ‘Ιωάννης, πήγε και κάθισε κοντά της. Την κοίταξε επίμονα στο πρόσωπο και της λέει: Γιατί τα έβαλες με τον ‘Ιησού και κατάντησες έτσι; Πάγωσε σύγκορμη ή κόρη μ’ αυτά τα λόγια.
Ό γέροντας έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε νά κλαίει γοερά. – ‘ Αββά, γιατί κλαις; τον ρωτάει εκείνη. Σήκωσε το κεφάλι του, το ξανακατέβασε και είπε: Βλέπω το σατανά νά παίζει στο πρόσωπο σου, και νά μη κλάψω;
‘Η κόρη τότε τον ρώτησε: Υπάρχει μετάνοια, αββά; Υπάρχει. Πάρε με, λοιπόν, όπου θέλεις! Πάμε!
Στη στιγμή ή κόρη σηκώθηκε και τον ακολούθησε. και ο γέροντας θαύμασε, βλέποντας πώς δεν έδωσε καμιά παραγγελία για το σπίτι της.
Είχε πια νυχτώσει, όταν έφτασαν στην έρημο. Ο γέροντας της έφτιαξε ένα μικρό προσκεφάλι, το σταύρωσε και της είπε: Κοιμήσου εδώ.
Αφού ετοίμασε και για τον εαυτό του λίγο πιο πέρα, έκανε την προσευχή του και ξάπλωσε κι εκείνος.
Ξύπνησε γύρω στα μεσάνυχτα. και βλέπει ένα φωτεινό δρόμο, από τον ουρανό μέχρι την Ταϊσία, και τούς αγγέλους του Θεού ν’ ανεβάζουν την ψυχή της!
Σηκώθηκε, πήγε κοντά της και τη σκούντησε με το πόδι του. Ήταν νεκρή! Μόλις βεβαιώθηκε γι’ αυτό, έπεσε με το πρόσωπο καταγής και προσευχήθηκε ατό Θεό. “Άκουσε τότε φωνή νά του λέει, πώς ή μία ώρα της μετάνοιάς της έγινε ευπρόσδεκτη περισσότερο από τη μετάνοια πολλών άλλων, πού χρόνια ολόκληρα μετανοούν, δεν δείχνουν όμως της δικής της μετάνοιας τη θέρμη.
Κάποιος μοναχός, από δαιμονική επήρεια, έπεφτε συχνά σε σαρκικό αμάρτημα. Ολοένα όμως βίαζε τον εαυτό του νά μην πετάξει το σχήμα του. και κάνοντας την καθημερινή του προσευχή, ικέτευε το Θεό στενάζοντας και λέγοντας:
– Κύριε, θέλω δε θέλω, σώσε με! Γιατί εγώ, σαν λάσπη πού είμαι, ποθώ τη βρωμιά της αμαρτίας. Εσύ όμως, σαν Θεός παντοδύναμος, μπορείς νά μ’ εμποδίσεις. ” Αν ελεήσεις τον δίκαιο, τίποτα το σπουδαίο. Κι αν σώσεις τον καθαρό, τίποτα το θαυμαστό. Αυτοί εΙναι άξιοι ν’ απολαύσουν την αγαθότητά Σου. σε μένα, Δέσποτα, φανέρωσε θαυμαστά το έλεός Σου (Ψαλμ. 16:7), και σ’ αυτό μου το κατάντημα δείξε την ανείκαστη φιλανθρωπία Σου. Γιατί στα χέρια Σου έχω αφεθεί εγώ, ο φτωχός από κάθε αρετή.
Αυτά και άλλα παρόμοια έλεγε κλαίγοντας καθημερινά ο αδελφός, είτε συνέβαινε ν’ αμαρτήσει είτε όχι.
Κάποια νύχτα λοιπόν, αφού έπεσε στη συνηθισμένη αμαρτία, σηκώθηκε την ίδια στιγμή και άρχισε τον κανόνα του. Τότε ο δαίμονας, σαστισμένος από την τόση ελπίδα του αλλά και την αδιαντροπιά του απέναντι στο Θεό, του παρουσιάστηκε ολοζώντανος!
– Άθλιε! του λέει. Πώς στέκεσαι μπροστά στο Θεό χωρίς νά κοκκινίζεις; Πώς πιάνεις στο στόμα σου ακόμα και τ’ όνομα Του; και πώς τολμάς νά προσεύχεσαι χωρίς ντροπή;
– Τούτο το κελί είναι σιδεράδικο, του απάντησε ο αδελφός. Μία σφυριά δίνεις, Μία παίρνεις. Δεν θα σταματήσω, λοιπόν, νά παλεύω μαζί σου μέχρι νά πεθάνω, κι όπου με βρει ή τελευταία μου μέρα. Νά, με όρκο σε πληροφορώ και με πεποίθηση στην άπειρη αγαθότητα του Θεού σου λέω: στο όνομα ‘Εκείνου, πού ήρθε νά καλέσει σε μετάνοια και νά σώσει τούς αμαρτωλούς, Δεν θα πάψω νά προσεύχομαι στον Κύριο εναντίον σου, ώσπου νά πάψεις κι εσύ νά με πολεμάς. και θα δούμε ποίος θα νικήσει, εσύ ή ο Θεός!
Σαν άκουσε ο δαίμονας αυτά τα λόγια, του λέει:
– Μα την αλήθεια, ποτέ πια Δεν θα σε πολεμήσω, για νά μη γίνω αφορμή νά στεφανωθείς με την υπομονή πού κάνεις.
και από τη στιγμή εκείνη ο εχθρός έφυγε μακριά του.
Ό αδελφός τότε ήρθε σε κατάνυξη, και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του έκλαιγε για τις αμαρτίες του.
Τώρα όμως ο λογισμός του έλεγε συχνά: “Καλό έργο κάνεις, πού κλαις”. Άλλ’ αυτός εναντιωνόταν στο λογισμό: “‘Ανάθεμα σ’ αυτό το καλό! Ό Θεός δεν θέλει νά χάσει κανείς την ψυχή του σ’ όλα τα έργα της ατιμίας, κι έπειτα νά κάθεται και νά τη μοιρολογάει, όπότε ή τη σώζει ή και δεν τη σώζει”.
‘Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον γέροντα:
Αν συμβεί, με ενέργεια του διαβόλου, νά υποκύψει κανείς σε πειρασμό, άς πούμε σε πορνεία, τι γίνεται μ’ αυτούς πού σκανδαλίστηκαν;
Και ο γέροντας αποκρίθηκε με την ακόλουθη διήγηση:
Σ’ ένα κοινόβιο της Αιγύπτου ζούσε κάποτε ένας διάκος πασίγνωστος. Στο κοινόβιο εκείνο κατέφυγε από την πόλη, μαζί μ’ όλους τούς ανθρώπους τού σπιτιού του, ένας πολιτικός, πού είχε πέσει στη δυσμένεια τού άρχοντα. Και, με επήρεια τού διαόλου, ο διάκος αμάρτησε με μία γυναίκα της συνοδείας τού πολιτικού.
Το πράγμα μαθεύτηκε και όλοι ντροπιάστηκαν.
Ό διάκος έτρεξε σ’ έναν αγαπητό του γέροντα και τού φανέρωσε το περιστατικό. ο γέροντας εκείνος είχε στο βάθος τού κελιού του κάτι σαν κρυψώνα, πού την ήξερε και ο διάκος. Τού ζήτησε λοιπόν την άδεια νά χωθεί εκεί μέσα Και νά θαφτεί κυριολεκτικά ζωντανός, χωρίς νά Το ξέρει άλλος κανείς πέρα από τον ίδιο Το γέροντα. Και ο τελευταίος Το δέχθηκε.
Κλείστηκε λοιπόν ο διάκος στο σκοτεινό εκείνο μέρος και μετανόησε βαθιά ενώπιον τού Θεού, πενθώντας συνεχώς για την αμαρτία του. Και τίποτ’ άλλο δεν έβαζε στο στόμα του, παρά μονάχα ψωμί Και νερό, πού τού έδινε κάπου-κάπου ο γέροντας.
Πέρασε αρκετός καιρός, Και τα νερά τού ποταμού Νείλου δεν ανέβηκαν, όπως πάντα, (για νά ποτιστούν τα χωράφια). Και καθώς όλοι έκαναν λιτανείες Και ακατάπαυστες προσευχές στο Θεό (για νά τούς λυτρώσει από την ξηρασία), ένας άγιος άνθρωπος είχε θεϊκή αποκάλυψη, ότι τα νερά τού ποταμού δεν θ’ ανέβουν, αν δεν έρθει ο τάδε διάκος πού κρύβεται στον τάδε μοναχό.
Μόλις ο άνθρωπος εκείνος πήρε την πληροφορία, φανέρωσε σε όλους όσα τού αποκάλυψε ο Θεός. Τ’ άκουσαν Και θαύμασαν. Ύστερα ήρθαν στον τόπο όπου κρυβόταν ο διάκος, τον έβγαλαν έξω Και τον ανάγκασαν νά προσευχηθεί.
Προσευχήθηκε, κι αμέσως τα νερά ανέβηκαν!
‘Έτσι, όσοι είχαν σκανδαλιστεί πριν με την πτώση του, πολύ περισσότερο ωφελήθηκαν τώρα με τη μετάνοιά του και δόξασαν το Θεό.
Του άγίου Εφραίμ
Πρόσεχε, αδελφέ, γιατί ο εχθρός πολεμάει με διάφορους τρόπους τούς αγωνιστές. και πριν μεν πραγματοποιηθεί ή αμαρτία, ο εχθρός τη δείχνει ατά μάτια τους πολύ μικρή. Προπαντός την επιθυμία της σαρκικής ηδονής τόσο ασήμαντη την παρουσιάζει πριν γίνει πράξη, ώστε φαίνεται στον αδελφό ότι σχεδόν δεν διαφέρει καθόλου από το νά του χυθεί στη γη ένα ποτήρι κρύο νερό.
Μετά τη διάπραξη της αμαρτίας όμως, ο πονηρός την παρουσιάζει υπερβολικά βαριά στα μάτια εκείνου πού αμάρτησε, σηκώνοντας εναντίον του μύρια κύματα λογισμών, έτσι ώστε, πνίγοντας μέσα σ’ αυτά τη λογική σκέψη του αδελφού, νά τον καταποντίσει ατό βυθό της απελπισίας.
Κι εσύ λοιπόν, αγαπητέ, γνωρίζοντας από πριν αυτές τις πανουργίες του εχθρού, πρόσεχε μη σε γελάσει και αμαρτήσεις. ‘Αλλά κι αν έχεις ήδη πέσει σ’ ένα παράπτωμα, μην το συνεχίζεις, απελπισμένος για τη σωτηρία σου.
Σήκω και γύρνα πίσω στον Κύριο και Θεό σου. Κι Εκείνος θα σ’ ελεήσει. Γιατί ο Δεσπότης μας είναι οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, και δεν περιφρονεί όσους μετανοούν ειλικρινά, άλλά πρόθυμα και με χαρά τούς δέχεται.
Όταν λοιπόν σου λέει ο εχθρός, “Χάθηκες, δεν μπορείς πια νά σωθείς!”, εσύ πες του: “‘Εγώ έχω θεό εύσπλαχνο και μακρόθυμο, γι’ αυτό και δεν απελπίζομαι για τη σωτηρία μου. Εκείνος πού μας άφησε εντολή νά συγχωρούμε το συνάνθρωπό μας «εως έβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. 18:22), ο ‘Ίδιος, πολύ περισσότερο, θα συγχωρήσει τις αμαρτίες εκείνων πού
επιστρέφουν κοντά Του μ’ όλη τους την ψυχή”.
Κι έτσι, με τη χάρη του θεού, θα λυτρωθείς από τον πόλεμο.
Του άββά Ησαΐα
Πρόσεχε, αδελφέ, το πονηρό πνεύμα, πού φέρνει τη λύπη στον άνθρωπο. Γιατί ειναι φοβερή ή καταδίωξη πού σου κάνει, μέχρι νά σε ρίξει κάτω.
Η κατά θεό λύπη, αντίθετα, εΙναι χαρά για σένα, γιατί βλέπεις τον εαυτό σου νά στέκεται ατό θέλημα του θεού. Εκείνος πού σου λέει, “που θα πας για νά ξεφύγεις; Μετάνοια δεν έχεις!”, αυτός είναι εχθρός, πού πασχίζει νά κάνει τον άνθρωπο νά εγκαταλείψει την εγκράτεια. Γιατί ή κατά Θεό λύπη δεν έρχεται στον άνθρωπο με επιθετική ορμή, αλλά ειρηνικά, και του λέει:
“Μη φοβάσαι. ‘Έλα πάλι”.
Γνωρίζει, βλέπεις, ότι ο άνθρωπος είναι αδύνατος, και τον δυναμώνει με γενναιοφροσύνη αντιμετώπιζε τούς λογισμούς, και θα σου γίνουν ελαφρότεροι. Γιατί όποιον τούς φοβάται, τον λυγίζουν κάτω από το βάρος τους.
Η δύναμη εκείνων πού θέλουν ν’ αποκτήσουν τις αρετές, φανερώνεται σε τούτο:
Νά μη μικροψυχήσουν αν συμβεί νά πέσουν, αλλά πάλι νά ρίχνονται στον αγώνα. και ή αγαθότητα του Θεού φανερώνεται σε τούτο: Οποιαδήποτε ώρα επιστρέψει ο άνθρωπος από τις αμαρτίες του, τον υποδέχεται με χαρά, χωρίς νά του λογαριάζει τα προηγούμενα σφάλματά του, όπως είναι γραμμένο για τον άσωτο υιό (Λουκ. 15: 11-32). Αυτός άφησε την τροφή των χοίρων, δηλαδή τα σαρκικά του θελήματα, και γύρισε ταπεινωμένος στον πατέρα του.
Γι’ αυτό κι εκείνος τον δέχθηκε, προστάζοντας αμέσως νά του φορέσουν τη στολή της αγνότητας και τον αρραβώνα της υιοθεσίας, πού χαρίζει το Άγιο Πνεύμα (πρβλ. Ρωμ. 8:15,23. Β’ Κορ. 1:22,5:5. Έφ. 1:13-14). Γιατί ο Κύριός μας είναι ελεήμων και θέλει την επιστροφή του ανθρώπου, καθώς είπε: «Αμήν αμήν λέγω ύμίν’ χαρά γίνεται εν το ουρανό, επί ενί αμαρτωλό μετανοούντι» (πρβλ. Λουκ. 15:7).
Αφού λοιπόν, αδελφοί, έχουμε το τόσο μεγάλο έλεός Του και τον πλου το της ευσπλαχνίας Του, ας επιστρέψουμε κοντά Του μ’ ‘όλη μας την καρδιά. Κι Αυτός θα μας δεχθεί φιλάνθρωπα και θα μας κάνει κοινωνούς της αιώνιας ζωής.
Αφού ‘όμως επιστρέψεις, νά κυριαρχείς στην καρδιά σου και νά μην πέσεις σε ακηδία (δηλαδή σε πνευματική χαυνότητα) λέγοντας, “Πώς μπορώ εγώ, ένας αμαρτωλός άνθρωπος, νά φυλάξω λες τις αρετές; Η μετάνοια όμως δεν σου ζητάει κάτι τέτοιο. Γιατί ‘όταν ο άνθρωπος αφήσει τις αμαρτίες του και επιστρέψει ατό Θεό, αμέσως ή μετάνοιά του τον αναγεννάει και του δίνει, σαν σε βρέφος, γάλα από τούς αγίους μαστούς της, και τον ανατρέφει σαν στοργική μάνα. Γιατί όσο το βρέφος βρίσκεται στην αγκαλιά της μητέρας του, εκείνη το φυλάει κάθε στιγμή από κάθε κακό. Κι όταν κλάψει, του δίνει αμέσως το μαστό της. Μετά, ανάλογα με την αντοχή του, το. χτυπάει λίγο-λίγο και το φοβερίζει, για νά δεχθεί έστω κι από φόβο το γάλα της και νά μην έχει καρδιά ανυπότακτη. “Αν όμως βάλει τα κλάματα, το σπλαχνίζεται – γιατί από τα σπλάχνα της βγήκε – και αρχίζει νά το παρηγορεί και νά το φιλάει και νά το καλοπιάνει, ώσπου νά δεχθεί το μαστό της.” Αν κάποιος δείξει στο βρέφος χρυσάφι ή ασήμι ή μαργαριτάρια ή άλλα πράγματα του κόσμου τούτου, εκείνο τα παρατηρεί βέβαια με προσοχή, όσο όμως βρίσκεται στην αγκαλιά της μάνας του, όλα τα παραβλέπει προκειμένου νά θηλάσει.
Κι εμείς λοιπόν, αδελφοί, άς φροντίσουμε για τούς εαυτούς μας: “Ας μείνουμε κάτω από τη σκέπη της μετάνοιας και άς θηλάσουμε γάλα από τούς αγίους μαστούς της. “Ας την αφήσουμε νά μας θρέψει κι άς σηκώσουμε τον παιδευτικό ζυγό της, ώσπου ν’ αναγεννηθούμε από το θεό, για νά κάνουμε πια το θέλημά Του και νά φτάσουμε «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ήλικίας τού πληρώματος τού Χριστού» (Έφ. 4:13).
Του Άββα Μάρκου
Αμαρτία θανάσιμη είναι εκείνη για την όποία ο άνθρωπος μένει αμετανόητος. Κανένας δεν είναι τόσο αγαθός και σπλαχνικός όσο ο θεός. τον αμετανόητο ‘όμως ούτε Αυτός τον συγχωρεί.
Πολύ λυπόμαστε όταν κάνουμε αμαρτίες. Τις αιτίες τους όμως με ευχαρίστηση Τις δεχόμαστε.
Β. ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΤΑΝΟΟΥΜΕ. ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΑΒΑΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.
Ένας αδελφός έκανε συνεχώς αυτή την προσευχή στο Θεό: Κύριε, δεν έχω φόβο Θεού!
Στείλε μου λοιπόν κεραυνό η καμιά άλλη τιμωρία ή αρρώστια ή δαιμόνιο, μήπως κι έτσι έρθει σε φόβο ή πωρωμένη μου ψυχή.
Άλλοτε πάλι παρακαλούσε κι έλεγε:
Ξέρω πώς έχω πολύ αμαρτήσει ενώπιόν Σου, Δέσποτα, και πώς εΙναι αναρίθμητα τα σφάλματά μου.
Γι’ αυτό και δεν τολμώ νά Σου ζητήσω νά με συγχωρέσεις. ” Αν όμως εΙναι δυνατόν, συγχώρεσέ με για την ευσπλαχνία Σου.
Αν πάλι εΙναι αδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στη ζωή αυτή και μη με κολάσεις στην άλλη.
Κι αν είναι και τούτο ακόμη αδύνατον, στείλε μου εδώ ένα μέρος της τιμωρίας κι αλάφρωσέ μου εκεί την κόλαση. Άρχισε μόνο από τώρα νά με τιμωρείς. ‘Αλλά τιμώρησέ με σπλαχνικά, όχι με την οργή Σου, Δέσποτα.
Έτσι λοιπόν μετανοούσε έναν ολόκληρο χρόνο κι αυτά έλεγε με δάκρυα ικετευτικά, ολόθερμα
κι ολόψυχα, λιώνοντας και τσακίζοντας σώμα και ψυχή με νηστεία και αγρυπνία και άλλες κακουχίες.
Μια μέρα, καθώς καθόταν καταγής, όπως συνήθιζε, θρηνώντας και φωνάζοντας σπαραχτικά, από την πολλή του λύπη, νύσταξε κι αποκοιμήθηκε.
Και νά! Παρουσιάζεται μπροστά του ο Χριστός Και του λέει με φωνή γεμάτη ιλαρότητα:
Τι έχεις, άνθρωπε μου; Γιατί κλαις έτσι;
Ό αδελφός τον αναγνώρισε Και αποκρίθηκε έντρομος:
Γιατί έπεσα, Κύριε! Έ, σήκω! Δεν μπορώ, Δέσποτα, αν δεν μου δώσεις το χέρι Σου!
Τότε Εκείνος άπλωσε το χέρι Του, έπιασε τον αδελφό Και τον σήκωσε. Μα κι όταν αυτός σηκώθηκε, συνέχισε νά θρηνεί.
Γιατί κλαις, άνθρωπε μου; Γιατί είσαι λυπημένος; του ξανά λέει ο Κύριος με απαλή και ιλαρή πάλι φωνή.
Δεν θέλεις, Κύριε, νά κλαίω και νά λυπάμαι, απάντησε ο αδελφός, πού τόσο πολύ σε πίκρανα, αν και απόλαυσα τόσα αγαθά από Σένα;
Εκείνος άπλωσε ξανά το χέρι Του, τ’ ακούμπησε στο κεφάλι του αδελφού και του είπε:
Μη λυπάσαι πια. Γιατί αν έδωσα το αίμα μου για σένα, πολύ περισσότερο θα δώσω συγχώρηση και σε σένα και σε κάθε άλλη ψυχή πού γνήσια μετανοεί.
Μόλις συνήλθε ο αδελφός από την οπτασία, ένιωσε την καρδιά του γεμάτη χαρά. ‘Έτσι πληροφορήθηκε πώς ο Θεός τον ελέησε. Κι από τότε ζούσε με πολλή ταπείνωση, ευχαριστώντας Τον.
Είπε ένας γέροντας:
Αν πέσεις Σε μία αμαρτία και σηκωθείς κι αρχίσεις νά θλίβεσαι και νά μετανοείς γι’ αυτήν, πρόσεξε νά μη σταματήσεις τη λύπη και τούς στεναγμούς ενώπιον του Κυρίου ως την ήμέρα του θανάτου σου.
‘Αλλιώς θα πέσεις πάλι γρήγορα στον ίδιο βόθρο. Ή κατά Θεό λύπη είναι για την ψυχή χαλινάρι, πού δεν την αφήνει να πέσει.
Είπε ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης:
Ό άνθρωπος πού βρίσκεται σε κατάσταση μετάνοιας, δεν δεσμεύεται από την εντολή.
Ήθελε, δηλαδή, νά πει ότι εκείνος πού μετανοεί πραγματικά, δεν εμποδίζεται καθόλου, αν θέλει, νά ξεπεράσει και της εντολής τα όρια. Και λέγοντας “εντολή”, δεν εννοούσε μία μονάχα, μα όλες όσες θέσπισε το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία. και επιπλέον τον ειδικό κανόνα, πού ίσως του όρισε κάποιος πνευματικός.
Δύο μοναχοί, πού πολεμήθηκαν από το δαίμονα της πορνείας, πέταξαν το σχήμα τους και πήραν γυναίκες. ‘Αργότερα (συναντήθηκαν και) έλεγαν μεταξύ τους:
Τι κερδίσαμε, πού αφήσαμε την αγγελική πολιτεία και ήρθαμε σ’ αύτή την ακαθαρσία, πού θα μας στείλει
τελικά στο αιώνιο πυρ και στ’ ατέλειωτα βάσανα; Ας επιστρέψουμε λοιπόν πάλι στην έρημο και ας μετανοήσουμε.
Πραγματικά, ξαναγύρισαν, εξομολογήθηκαν όλα όσα έκαναν και παρακάλεσαν τούς πατέρες νά τούς βάλουν κανόνες. Οι γέροντες λοιπόν όρισαν νά μείνουν έγκλειστοι κι οι δύο για ένα χρόνο, και νά τούς δίνουν μόνο ψωμί και νερό.
Οι αδελφοί εκείνοι έμοιαζαν ατά εξωτερικά χαρακτηριστικά, Μόλις λοιπόν συμπληρώθηκε ο καιρός της μετάνοιάς τους, βγήκαν έξω. ‘Αλλά τι νά δουν Οι πατέρες!
Ο ένας ήταν χλωμός, σκυθρωπός και αποκαμωμένος, ενώ ο άλλος πρόσχαρος και θαλερός. και απόρησαν, πώς είχαν τόσο μεγάλη διαφορά στην εμφάνιση, αφού και την ίδια τροφή έτρωγαν και κλεισμένοι ήταν κι οι δύο τους.
Ρώτησαν λοιπόν τον σκυθρωπό: Τι έλεγες με τούς λογισμούς σου, όσο καθόσουν στο κελί; Συλλογιζόμουν συνεχώς τα κακά πού έκανα και την κόλαση, όπου πρόκειται νά πάω, αποκρίθηκε εκείνος. Κι από το φόβ0, κόλλησε το δέρμα μου ατά κόκαλά μου (Ψαλμ. 101:6). Ρώτησαν και τον άλλο τι σκεφτόταν στο κελί του.
Ευχαριστούσα το Θεό, απάντησε, πού δεν με άφησε νά πεθάνω μέσα στην αμαρτία, αλλά μ’ έβγαλε από την ακαθαρσία του κόσμου και της κολάσεως και με οδήγησε στην αγγελική τούτη πολιτεία. Και φέρνοντας ατό νου μου το Θεό, γέμιζα χαρά. Ύστερα από αυτά, οι γέροντες έκριναν πώς και των δύο αδελφών τι μετάνοια είναι ισάξια απέναντι στο Θεό.
‘Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
Αββά, ήταν δύο άνθρωποι, ο ένας μοναχός και ο άλλος κοσμικός. Μία νύχτα ο μοναχός αποφάσισε νά πετάξει το σχήμα του μόλις θα ξημέρωνε. Ο κοσμικός πάλι αποφάσισε νά γίνει μοναχός. Και οι δύο όμως πέθαναν την ίδια νύχτα, κι έτσι δεν πρόφτασαν νά πραγματοποιήσουν τις προθέσεις τους. Σαν τι θα θεωρηθούν άραγε;
Και ο γέροντας αποκρίθηκε.
‘Ο μοναχός πέθανε σαν μοναχός και ο κοσμικός πέθανε Σαν κοσμικός. Γιατί έφυγαν στην κατάσταση πού βρέθηκαν.
Διηγούνταν για κάποιον γέροντα, πώς, όταν οι λογισμοί του έλεγαν, “” Άφησε σήμερα, Και αύριο μετανοείς”, τούς πολεμούσε λέγοντας: “‘Όχι! Σήμερα θα μετανοήσω, Και αύριο ας γίνει το θέλημα του Θεού”.
Είπε ένας γέροντας:
Κακία πού δεν πραγματοποιήθηκε, κακία δεν είναι. Και αρετή πού δεν πραγματοποιήθηκε, αρετή δεν είναι.
Του αββά ‘Ισαάκ
Σ’ αυτά πού έχασες την αρετή, σ’ αυτά νά την αποκτήσεις και πάλι. Χρωστάς χρυσάφι στο Θεό; Δεν δέχεται νά του δώσεις μαργαριτάρι. Έχασες, για παράδειγμα, την άγνεία σου; Ο Θεός δεν δέχεται από σένα ελεημοσύνη, όσο επιμένεις στην πορνεία. Σου ζητάει τον εξαγνισμό του σώματος, επειδή αυτή την εντολή αθέτησες, νικημένος από το φθόνο του διαβόλου. Τι κι αν πολεμάς τον ύπνο αγρυπνώντας; Τι κι αν καταγίνεσαι με τη νηστεία; Καθόλου δεν θα σε ωφελήσουν αυτά ενάντια σ’ εκείνο το πάθος. Γιατί κάθε αρρώστια, είτε ψυχική είτε σωματική, με τα δικά της Και κατάλληλα φάρμακα θεραπεύεται.
Όποιος πέφτει στην αμαρτία για δεύτερη φορά, με την ελπίδα της κατοπινής μετάνοιας, αυτός πορεύεται με πανουργία ενώπιον του Θεού. τον άνθρωπο αυτόν τον βρίσκει απροσδόκητα ο θάνατος. Κι έτσι δεν φτάνει στον καιρό πού, σύμφωνα με την ελπίδα του, θα μετανοούσε.
Του άγίου Έφραίμ
Αδελφοί, ο τωρινός καιρός εΙναι καιρός για μετάνοια. Μακάριος λοιπόν εΙναι εκείνος, πού δεν έπεσε καθόλου στα δίχτυα του εχθρού. Μακάριος εΙναι για μένα κι εκείνος πού έπεσε στα δίχτυα του, αλλά κατόρθωσε νά τα σκίσει Και νά του ξεφύγει όσο βρίσκεται στην παρούσα ζωή. Αυτός, ζώντας ακόμα σωματικά, μπόρεσε νά ξεφύγει από τον πόλεμο Και νά σωθεί, όπως ξεγλιστράει το ψάρι από το δίχτυ. Γιατί το ψάρι, και νά πιαστεί, αν σκίσει το δίχτυ και ορμήσει προς το βυθό, όσο βέβαια είναι ακόμα στο νερό, σώζεται. Αν όμως το τραβήξουν στη στεριά, τότε πια δεν μπορεί νά βοηθήσει τον εαυτό του. ‘Έτσι κι εμείς. ‘Όσο είμαστε σ’ αυτή τη ζωή, έχουμε πάρει τη δύναμη και την εξουσία από το Θεό νά σπάσουμε μόνοι μας τις αλυσίδες των θελημάτων του εχθρού, νά πετάξουμε το φορτίο των αμαρτιών μας με τη μετάνοια και νά σωθούμε, κερδίζοντας τη βασιλεία των ουρανών. Αν όμως μας προφτάσει το φοβερό εκείνο πρόσταγμα, αν ή ψυχή χωριστεί από το σώμα και το σώμα μπει στον τάφο, τότε δεν μπορούμε πια νά βοηθήσουμε τον εαυτό μας όπως ακριβώς συμβαίνει και με το ψάρι, πού το τράβηξαν απ’ το νερό Και το έκλεισαν μέσα σε δοχείο.
Αδελφέ, μην πεις, “Σήμερα αμαρτάνω και αύριο μετανοώ”, γιατί δεν έχεις σιγουριά. Στον Κύριο ανήκει ή φροντίδα για το αύριο.
Τού άββα Mάρκoυ
Αν κάποιος πέσει σε μίαν αμαρτία και δεν λυπηθεί ανάλογα με το σφάλμα του, εύκολα θα ξαναπιαστεί στο ίδιο δίχτυ.
Όταν αποφεύγεις την κακοπάθεια και τούς εξευτελισμούς, μην ισχυρίζεσαι πώς θα μετανοήσεις με άλλες αρετές, γιατί ή κενοδοξία και ή αποφυγή της κακοπάθειας από τη φύση τους υποδουλώνουν στην αμαρτία ακόμα και με εύλογες προφάσεις.
Γ. ΠΡΕΠΕΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΝΑ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΡΙΣΗ ΓΙΑΤΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΕΥΚΟΛΑ ΚΥΡΙΕΥΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ.
Από το βίο του άγίου Αντώνιου
ΑΓΙΟΣ Αντώνιος έλεγε στους μαθητές του: Για νά μην πέφτουμε σε αμέλεια και αφήνουμε την άσκηση, καλό είναι νά μελετάμε πάντα τον αποστολικό λόγο: «Καθ’ ημέραν αποθνήσκω» (Α’ Κορ. 15:31).
Γιατί αν έτσι ζούμε κι εμείς, με καθημερινή δηλαδή την αίσθηση τού θανάτου, δεν θ’ αμαρτήσουμε.
Αυτό πού λέω, σημαίνει τούτο: Κάθε πρωί πού ξυπνάμε, (νά πιστεύουμε πώς δεν θα ζήσουμε μέχρι το βράδυ. Και όταν πέφτουμε για ύπνο,) νά πιστεύουμε πώς δεν θα σηκωθούμε. Γιατί είναι άγνωστη, φυσικά, ή διάρκεια της ζωής μας και μετριέται καθημερινά από τη θεία πρόνοια.
Αν λοιπόν είμαστε έτσι τοποθετημένοι εσωτερικά, ούτε θ’ αμαρτήσουμε ούτε καμιά κακή επιθυμία θα έχουμε ούτε θα οργιστούμε εναντίον κανενός ούτε θα μαζέψουμε θησαυρούς πάνω στη γη.
‘Αλλά, περιμένοντας καθημερινά το θάνατο, θα γίνουμε φτωχοί, και σε όλους θα τα συγχωρούμε όλα. Μα ούτε και γυναίκα θα ποθήσουμε ούτε κάποιας άλλης αισχρής ηδονής την απόλαυση θα κυνηγήσουμε, αλλά, σαν φευγαλέα πού είναι, θα τη σιχαθούμε, ζώντας συνεχώς με την αγωνία (της φρικτής απολογίας μας) και έχοντας μπροστά στα μάτια μας την ήμέρα της κρίσεως τού Θεού και του το γιατί ο μεγάλος φόβος και ή ταλαιπωρία των βασάνων διαλύει τη γλυκύτητα της ηδονής και ανασταίνει την ψυχή όταν αρχίσει νά πέφτει.
Από το βίο του άγίου ‘Ιωάννου του Ελεήμονος
Ο μεγάλος ‘Ιωάννης, ο πατριάρχης της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, για νά χαράξει βαθιά μέσα ατό νου του τη μνήμη του θανάτου και νά την έχει πάντα ζωηρή μπροστά στα μάτια του, τι κάνει; Προστάζει πρώτα νά του φτιάξουν τον τάφο του. νά μην τον ολοκληρώσουν όμως, αλλά νά τον αφήσουν μισοτελειωμένο. Κι έπειτα δίνει εντολή στους κατασκευαστές νά έρχονται σε κάθε επίσημη γιορτή, και νά του λένε δυνατά μπροστά σε όλους τούς πανηγυριστές:
– Δέσποτα, το μνήμα σου είναι ατέλειωτο μέχρι σήμερα. Δώσε μας την άδεια νά το τελειώσουμε, γιατί είναι άγνωστο πότε θα σ’ επισκεφθεί ο κλέφτης ο θάνατος
‘Από το Γεροντικό
Ένας γέροντας είπε: ‘Όταν δουλεύω, κατεβάζω το αδράχτι και, πριν το ανεβάσω, φέρνω το θάνατο μπροστά στα μάτια μου. ‘Ο ίδιος είπε:
Ό άνθρωπος , πού έχει κάθε ώρα το θάνατο μπροστά στα μάτια του, νικάει τη μικροψυχία.
Άλλος γέροντας είπε:
Σε κάθε έργο πού πρόκειται νά κάνεις, λέγε πάντα: “”Αν μ’ επισκεφθεί τώρα δα ο Θεός, τι γίνεται;”. Και πρόσεξε τι θα σου αποκριθεί ο λογισμός. “Αν Σε κατακρίνει, σταμάτησε αμέσως και ματαίωσε το έργο πού έπιασες.
Καταπιάσου με άλλο, πού θα το τελειώσεις με σιγουριά. Γιατί ο πνευματικός εργάτης πρέπει νά είναι κάθε ώρα έτοιμος νά τραβήξει το δρόμο του (προς την αιωνιότητα). Είτε λοιπόν κάθεσαι στο εργόχειρο Είτε βαδίζεις στο δρόμο Είτε τρως, τούτο λέγε πάντα μέσα σου: Αν αυτή τη στιγμή με καλέσει ο Θεός, τι γίνεται;. Βλέπε ύστερα τι απάντηση σου δίνει ή συνείδησή σου Και κάνε χωρίς χρονοτριβή ό,τι σου λέει. Θέλοντας πάλι νά μάθεις αν ελεήθηκες, ξαναρώτησε τη συνείδησή σου.
Και μη σταματήσεις νά ρωτάς, ώσπου νά πληροφορηθεί ή καρδιά σου Και νά σου πει ή συνείδησή σου: “Πιστεύουμε ότι οπωσδήποτε ή ευσπλαχνία τού Θεού θα μας ελεήσει”.
Πρόσεχε όμως, μήπως ή καρδιά σου λέει αυτό το λόγο με δισταγμό. Γιατί κι αν ακόμα έχει επιφυλακτικότητα ίσαμε μία τρίχα, το έλεος τού Θεού είναι μακριά από σένα.
Είπε ο αββάς Ευάγριος:
Νά θυμάσαι πάντα την αιώνια κρίση Και νά μην ξεχνάς ότι θα πεθάνεις. Έτσι δεν θα υπάρξει ενοχή στην ψυχή σου.
Είπε ο αββάς Ηλίας:
Εγώ τρία πράγματα φοβάμαι πάντα: Όταν θα βγαίνει ή ψυχή μου από το σώμα όταν θα βρίσκομαι μπροστά στο Θεό. Και όταν θα βγει ή απόφαση εναντίον μου.
Του άγίου Εφραίμ
Αδελφέ, νά περιμένεις κάθε μέρα το θάνατό σου Και νά ετοιμάζεσαι κατάλληλα για την πορεία εκείνη. Γιατί το φοβερό πρόσταγμα θα έρθει όταν δεν θα το περιμένεις. Και αλίμονο σ’ εκείνον πού θα βρεθεί ανέτοιμος.
Αν είσαι ακόμα νέος, ο εχθρός σου σπέρνει συχνά λογισμούς σαν κι αυτόν: “Νέος είσαι ακόμη. ‘Απόλαυσε τις ηδονές σου, Και στα γεράματά σου μετανοείς. Πόσους τάχα δεν ξέρεις, πού Και τις επίγειες ηδονές απόλαυσαν.
Και τα ουράνια αγαθά κέρδισαν ύστερα με τη μετάνοια; Τι θέλεις και λιώνεις το σώμα σου από τόσο μικρή ηλικία, με κίνδυνο ν’ αρρωστήσεις;
Εσύ όμως εναντιώσου στον εχθρό Και πες του: “Διώκτη και εχθρέ της ψυχής μου! Πάψε νά μου βάζεις λόγια! Γιατί, αν μ’ αρπάξει ο θάνατος στα νιάτα μου και δεν προφτάσω νά γεράσω, τι θ’ απολογηθώ μπροστά στο βήμα του Χριστού; Νά, βλέπω πολλούς νεώτερους νά πεθαίνουν και πολλούς ηλικιωμένους νά ζουν πολλά χρόνια ακόμη.” Άγνωστη είναι στους ανθρώπους ή ώρα του θανάτου τους. Αν λοιπόν με προλάβει ο θάνατος, μπορώ νά πω τότε στον Κριτή ότι με πήρε νέο, και νά μ’ αφήσει για νά μετανοήσω; Μήπως πάλι δεν βλέπω, πως δοξάζει ο Κύριος όσους Τον υπηρετούν από τα νιάτα ως τα γεράματά τους; Νά, στον προφήτη .Ιερεμία είπε: «’ Εμνήσθην ελέους νεότητός σου Και αγάπης τελειώσεώς σου τού εξακολουθείν σε οπίσω άγίου ‘Ισραήλ» (πρβλ. .Ιερ. 2:2). Αντίθετα, εκείνον πού συνεχώς, από τα νιάτα ως τα γεράματά του, ακολούθησε το λογισμό της πλάνης, πως τον αποδοκίμασε ο προφήτης, αν και νέος; «Πεπαλαιωμένε ήμερών κακών, νύν ηκασιν αί αμαρτίαις σου, ας εποίεις το πρότερον» (Δαν. Σωσ.: 52). Γι’ αυτό Και το Άγιο Πνεύμα μακαρίζει εκείνους πού σηκώνουν το ζυγό της αρετής από τη νεότητά τους (βλ. Θρ. .Ιερ. 3:27). Φύγε λοιπόν από κοντά μου, εργάτη της ανομίας και πονηρέ σύμβουλε. Ο Κύριος και Θεός μου νά διαλύσει τις δολοπλοκίες σου Και νά λυτρώσει κι εμένα από τις επιβουλές σου, με τη δύναμη Και τη χάρη Του.”
Πάντα λοιπόν, αγαπητέ, νά έχεις στο νου σου την ήμέρα του τέλους σου. .Όταν φτάσεις πια νά πέσεις στην ψάθα σου ψυχομαχώντας – αλίμονο, τι φόβος Και τρόμος ζώνει την ψυχή σου τότε, και μάλιστα αν έχει τη συνείδηση νά την κατηγορεί!
Αν μεν έχει κάνει κάτι καλό σ’ αυτή τη ζωή, αν δηλαδή βάσταξε θλίψεις Και ατιμώσεις για χάρη του Κυρίου και έκανε όσα είναι ευάρεστα σ’ Εκείνον, τότε με πολλή χαρά οδηγείται από τούς άγίους αγγέλους στους ουρανούς. Γιατί όπως ο εργάτης πού κοπιάζει στη δουλειά ολόκληρη την ήμέρα, μ’ απαντοχή περιμένει τη δωδέκατη ώρα, για νά πάρει το μεροκάματό του και νά ξεκουραστεί μετά το μόχθο, έτσι ακριβώς και οι ψυχές των δικαίων περιμένουν εκείνη την ήμέρα.
Οι ψυχές όμως των αμαρτωλών είναι γεμάτες από φόβο και τρόμο μεγάλο την ώρα εκείνη. Γιατί όπως ο κατάδικος, πού πιάστηκε από τούς φύλακες Και οδηγείται στο δικαστήριο, καρδιοχτυπάει Και τρέμει ολόκληρος στη σκέψη των βασανιστηρίων πού τον περιμένουν, έτσι ακριβώς και οι ψυχές των άδικων ανθρώπων συνταράζονται τότε, καθώς βλέπουν πια καθαρά το ατέλειωτο μαρτύριο της αιώνιας φωτιάς και τις άλλες τιμωρίες, τις παντοτινές και ατερμάτιστες. Κι αν ο αμαρτωλός πει τότε σ’ έκεί νους πού τον σέρνουν, “Αφήστε με για λίγο νά μετανοήσω”, όχι μόνο δεν θα τον ακούσει κανείς, αλλά θα του πούνε κιόλας: “Τότε πού είχες καιρό, δεν μετανοούσες. Και τώρα βεβαιώνεις πώς θα μετανοήσεις; Όταν το στάδιο ήταν ανοιχτό για όλους, δεν αγωνίστηκες. Και θέλεις ν’ αγωνιστείς τώρα, πού κλείστηκαν όλες οι πύλες και πέρασε ο καιρός του αγώνα; δεν άκουσες τι είπε ο Κύριος; «Γρηγορείτε, ότι ουκ οιδατε την ήμέραν ουδέ την ωραν…» (Ματθ. 25:13)”.
Γνωρίζοντας από τώρα, αγαπητέ, αυτά και τα παρόμοια, ν’ αγωνίζεσαι όσο έχεις ακόμα καιρό. Και νά διατηρείς άσβεστη πάντα τη λαμπάδα της ψυχής σου με την καλλιέργεια των αρετών. ‘Έτσι, όταν έρθει ο Νυμφίος, θα βρεθείς έτοιμος και θα μπεις μαζί Του στον νυφικό θάλαμο, όπως και οι άλλες παρθένες ψυχές, πού έζησαν σύμφωνα με το θέλημά Του (πρβλ. Ματθ. 25:1-13).
του άββα Ησαΐα
Τρία πράγματα αποκτά με δυσκολία ο άνθρωπος – Και είναι αυτά πού συντηρούν όλες τις αρετές: το πένθος, τα δάκρυα για τις αμαρτίες του και ή θύμηση του θανάτου του. Γιατί όποιος καθημερινά συλλογίζεται το θάνατο Και λέει στον εαυτό του, “Μόνο τη σημερινή μέρα έχω νά ζήσω σ’ αυτόν Τον κόσμο”, αυτός ποτέ δεν θ’ αμαρτήσει ενώπιον του Θεού. “Οποίος, αντίθετα, ελπίζει πώς θα ζήσει πολλά χρόνια, αυτός θα πέσει Σε πολλές αμαρτίες.
0 Θεός φροντίζει νά διατηρεί καθαρό από την αμαρτία το δρόμο της ζωής εκείνου, πού ετοιμάζεται νά δώσει λόγο για όλες του τις πράξεις στο Θεό. ‘Εκείνος όμως πού αδιαφορεί λέγοντας, “‘Έχω καιρό ως τότε”, βρίσκεται δίπλα στους δαίμονες.
Κάθε μέρα, πριν πιάσεις δουλειά, νά θυμάσαι πού βρίσκεσαι και πού πρόκειται νά πας όταν χωριστείς από το σώμα. Και μην παραμελήσεις ούτε μία μέρα την ψυχή σου. Νά παρακολουθείς προσεκτικά Τον εαυτό σου, ώστε πάντα νά θυμάται, πάντα νά έχει μπροστά στα μάτια του το θάνατο Και τα αιώνια κολαστήρια Και όσους βασανίζονται και υποφέρουν εκεί. Και νά θεωρείς Τον εαυτό σου σαν έναν από εκείνους μάλλον παρά από τούς ζωντανούς.
Αλίμονο μας! ‘Ενώ πρόκειται νά φύγουμε από τη γη, όπου προσωρινά κατοικούμε, καταπιανόμαστε με πολύχρονες φροντίδες για γήινα Και φθαρτά πράγματα. Και στον καιρό της αναπόφευκτης αναχωρήσεως μας από δω, δεν είμαστε ικανοί νά κρατήσουμε τίποτα δικό μας.
Αλίμονο μας! για κάθε πράξη της επίγειας ζωής, για κάθε αργό λόγο, για κάθε πονηρό Και ακάθαρτο λογισμό, για κάθε αναθύμηση της ψυχής θα λογοδοτήσουμε στον φοβερό Δικαστή.
Ωστόσο, λες και είμαστε ανεύθυνοι, μίαν ολόκληρη ζωή αδιαφορούμε για τις ψυχές μας.
Γι’ αυτό μας περιμένει εκεί ή άσβεστη φωτιά της γέεννας και το μακρινό σκοτάδι και το ακοίμητο σκουλήκι Και ο θρήνος Και το τρίξιμο των δοντιών Και το αιώνιο ντρόπιασμα μπροστά Σε όλα τα ουράνια Και επίγεια δημιουργήματα(Ματθ. 5:22. 8:12. Μαρκ. 9:43-48. Β’ Θεσ. 1:8-10).
‘Αλίμονό μας! τα κεντρίσματα και τα δαγκώματα των ψύλλων και των κοριών και των Ψειρών και των μυγών και των κουνουπιών και των μελισσών δεν τα υποφέρουμε. δεν φροντίζουμε όμως – ούτε Και θέλουμε! – νά ξεφύγουμε από τον νοητό δράκοντα, πού καθημερινά μας δαγκώνει Και μας ρουφάει Και μας καταπληγώνει από παντού με τα φαρμακερά κεντριά του θανάτου. Πώς λοιπόν θα μπορέσουμε νά υποφέρουμε τις φοβερές και αιώνιες τιμωρίες;
Δ ΑΝΕΚΦΡΑΣΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΑ ΚΑΙ Η ΔΟΞΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΆΓΙΟΥΣ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ. ΓΙ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΙΣ ΠΟΘΟΥΜΕ ΟΛΟΨΥΧΑ. Έλεγε ή μακάρια Συγκλητική:
Σ’ αυτή τη γη βρισκόμαστε σαν μέσα σε δεύτερη μητρική κοιλιά.
‘Όπως δηλαδή μέσα στη μήτρα της μάνας μας δεν ζούσαμε όπως ζούμε τώρα, ούτε απολαμβάναμε τις στέρεες τροφές πού τρώμε τώρα, ούτε και μπορούσαμε νά κάνουμε ότι κάνουμε τώρα – κι αυτό γιατί ήμασταν μακριά από το φως του ήλιου κι από κάθε άλλο φως .
Και, γενικά, όπως τότε στερούμασταν πολλές επίγειες απολαύσεις, έτσι και στον κόσμο τούτο στερούμαστε ορισμένα μεγάλα και θαυμαστά αγαθά της βασιλείας των ουρανών.
Αφού λοιπόν γνωρίσαμε καλά τα επίγεια, άς επιζητήσουμε τα ουράνια. τις εδώ τροφές τις δοκιμάσαμε, άς επιθυμήσουμε τις θεϊκές το επίγειο φως το απολαύσαμε, άς ποθήσουμε Τον ήλιο της δικαιοσύνης.
“Ας θελήσουμε ν’ αντικρίσουμε την άνω ‘Ιερουσαλήμ, σαν πατρίδα Και μητέρα μας. Τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας ας Τον ζήσουμε με την προσδοκία του ουρανού, για ν’ απολαύσουμε Και τα αιώνια αγαθά.
‘Όπως λοιπόν τα έμβρυα, από ατελέστερη τροφή και μορφή ζωής, περνούν ύστερα – αφού αναπτυχθούν μέσα ατή μήτρα – σε τελειότερη (μορφή ζωής Και) διατροφή, έτσι Και οι δίκαιοι, αφού αναπτυχθούν πνευματικά με Τον τρόπο της ζωής τους μέσα στον κόσμο, προχωρώντας, κατά τη Γραφή, «εκ δυνάμεως εις δύναμιν» (Ψαλμ. 83:8), πηγαίνουν έπειτα στην ουράνια πολιτεία. οι αμαρτωλοί, αντίθετα, όπως ακριβώς τα έμβρυα πού πέθαναν στη μητρική κοιλιά, από το ένα σκοτάδι παραδίνονται ατό άλλο. Επειδή κακία τη γη πού βρίσκονται, ζουν σαν μέσα Σε σκοτάδι, προσκολλημένοι καθώς είναι στα γήινα. ‘Αλλά Και στον πεθάνουν, σε πιο σκοτεινούς και μαύρους τόπους ρίχνονται.
Τρεις φορές, θα λέγαμε, γεννιόμαστε. την πρώτη, όταν βγαίνουμε από τούς μητρικούς κόλπους, οπότε από γη ερχόμαστε πάλι σε γη. με τις άλλες δύο γεννήσεις, όμως, ανεβαίνουμε από τη γη στον ουρανό. Και απ’ αυτές ή μία, πού πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα, συντελείται από τη θεία χάρη. Αυτή την ονομάζουμε, Και είναι πραγματικά, «παλιγγενεσία» (δηλαδή αναγέννηση). Η άλλη πάλι συντελείται από τη μετάνοιά μας Και τούς κόπους της αρετής. Σ’ αυτή βρισκόμαστε τώρα.
Από το γεροντικό
Είπε κάποιος γέροντας:
Μην απορείς πού, αν Και άνθρωπος, μπορείς νά γίνεις άγγελος. Γιατί κι εμάς αγγελική δόξα μάς περιμένει. Αυτήν όμως ο αγωνοθέτης (Χριστός) την υπόσχεται σ’ εκείνους πού αγωνίζονται.
Είπε ο αββάς Υπερέχιος:
Νά έχεις παντοτινά το νου σου στη βασιλεία των ουρανών, Και εύκολα θα την κληρονομήσεις.
Του άγίου Έφραίμ
Αδελφοί μου, μεγάλη και ασύλληπτη είναι ή δόξα πού περιμένει τούς άγίους. Αντίθετα, ή δόξα της ζωής αυτής μαραίνεται σαν το λουλούδι και ξεραίνεται γοργά σαν το πράσινο χορτάρι(Ψαλμ. 36:2).
Πραγματικά, πολλοί δυνάστες και βασιλιάδες κυριάρχησαν σε χώρες και πολιτείες διάφορες, αλλά μετά από λίγο (χάθηκαν και) ήταν σαν νά μην υπήρξαν ποτέ. Πόσοι βασιλιάδες, πού κυβέρνησαν έθνη πολλά, κατασκεύασαν ανδριάντες τους και αναμνηστικές στήλες, νομίζοντας ότι μ’ αυτά θα έμενε το όνομά τους και μετά το θάνατό τους, όταν όμως πήραν άλλοι την εξουσία, γκρέμισαν τούς ανδριάντες κι έκαναν συντρίμμια τ’ αγάλματα; Μερικοί μάλιστα αφαίρεσαν από τούς ανδριάντες τις κεφαλές (των προκατόχων τους) Και τοποθέτησαν τη δική τους μορφή. Μα κι αυτών τα έργα καταστράφηκαν από άλλους.
Άλλοι πάλι κατασκεύασαν για τον εαυτό τους τάφους περίφημους, και πάνω σ’ αυτούς χάραξαν τη μορφή τους, νομίζοντας ότι θα διατηρήσουν έτσι το όνομά τους αιώνιο. Ήρθε όμως άλλη γενιά, και παραχωρήθηκαν οι τάφοι στην εξουσία εκείνων’ και για νά καθαρίσουν τούς τύμβους, μετέφεραν, όπως ήταν φυσικό, τα οστά (των νεκρών) σαν χαλίκια. Τι τούς ωφέλησε, επομένως, ο πολυδάπανος τύμβος ή πυραμίδα; Νά λοιπόν, πού όλα τα μάταια έργα καταλήγουν στο μηδέν.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και μ’ εκείνους πού δοξάζει ο Θεός. Γιατί τούς ετοίμασε ζωή αιώνια και δόξα άφθαρτη. Όπως, μ’ άλλα λόγια, το φως του ήλιου και της σελήνης και των άστρων δεν έσβησε ούτε μειώθηκε, από τη δημιουργία τους μέχρι σήμερα; Αλλά είναι το ίδιο πάντα ζωηρό και δυνατό και λαμπρό, για νά εκπληρώνεται ο σκοπός πού από την αρχή όρισε ο Δημιουργός (γι’ αυτά τα ουράνια σώματα), νά κυριαρχούν δηλαδή στην ήμέρα και στη νύχτα, έτσι και γι’ αυτούς πού τον αγαπούν όρισε βασιλεία ουράνια και χαρά ατέλειωτη. Και όπως ακριβώς σ’ αυτά τα αισθητά ο Θεός αποδεικνύεται αξιόπιστος, έτσι οπωσδήποτε και σ’ εκείνα τα νοητά. Τα αισθητά, βέβαια, θα πάψουν νά υπάρχουν όποτε το θελήσει ο Δημιουργός. Η δόξα όμως των αγίων δεν θα έχει τέλος.
Ας φροντίσουμε λοιπόν νά δώσουμε καρπούς αντάξιους της μετάνοιας, για νά μην αποκλειστούμε από τη χαρά εκείνη και ριχθούμε στο αιώνιο σκοτάδι, όπου ή οδύνη είναι αβάσταχτη.
Νά, μπες, αν θέλεις, στον κοιτώνα σου, κλείσε πόρτες και παράθυρα, φράξε κι όλες τις χαραμάδες πού βάζουν Φως, και μετά κάθισε έκεί μέσα. Τότε θα καταλάβεις πόσο βασανιστικό είναι το σκοτάδι. ‘Έ, λοιπόν, αν τόσο βασανίζεσαι εδώ, μολονότι κάθεσαι ήσυχος, χωρίς πόνους και μαρτύρια, και μολονότι έχεις τη δυνατότητα νά βγεις μετά από λίγο στο Φως, πόση άραγε οδύνη νομίζεις ότι θα έχει εκείνο το πηχτό σκοτάδι, όπου, όσοι μία για πάντα ρίχθηκαν, θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους και θα τιμωρούνται αιώνια από την άσβηστη φωτιά (Ματθ. 8:12. 13:42, 50);
Ας σκεφτούμε, επιπλέον, και πόση ντροπή θα νιώσουμε πριν ακόμα πάμε στην κόλαση, όταν από τη μία θα δούμε τούς άγίους νά ντύνονται την ολοφώτεινη και απερίγραπτη εκείνη στολή, πού έφτιαξαν οι ίδιοι με τα καλά τους έργα, κι από την άλλη θα βλέπουμε τούς εαυτούς μας όχι μόνο γυμνούς απ’ αυτή την αστραφτερή δόξα, μα και μελανιασμένους και ζοφερούς και βρωμερούς, έτσι όπως ετοιμαστήκαμε από εδώ με τα σκοτεινά έργα και τη σπατάλη και την ασωτία μας.
Ας κλάψουμε λοιπόν ενώπιον του Κυρίου Και Θεού μας, για νά βρούμε το έλεος Του.
Ό αγώνας μας δεν γίνεται για χρήματα, πού, κι αν τα χάσει κανείς, μπορεί πάλι ν’ αποκτήσει άλλα στη θέση τους. ο κίνδυνος είναι για την ψυχή μας, πού, αν τη χάσουμε, δεν μπορούμε πια να την ξαναβρούμε, σύμφωνα μ’ αυτό πού έχει γραφτεί: «τι ωφελείται άνθρωπος εάν Τον κόσμον όλον κερδήσn, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθεί; η τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» (Ματθ. 16:26). Ας συλλογιστούμε μόνο, πώς οι στρατιώτες της κοσμικής εξουσίας, αν και παίρνουν τιποτένια δώρα από το βασιλιά, όμως κινδυνεύουν πρόθυμα ως το θάνατο για χάρη του. Πόσο περισσότερο λοιπόν εμείς, πού πήραμε τέτοιες διαβεβαιώσεις (από το Θεό), οφείλουμε νά μην παραμελούμε την εργασία της αρετής, για νά σωθούμε από τη μέλλουσα κρίση και νά κερδίσουμε τα άρρητα αγαθά;
Αλλά άς αναλογιστούμε και τούτο: Τον καύσωνα του ήλιου η την ένταση του πυρετού δεν μπορούμε νά τα υποφέρουμε. Πώς τότε θα σηκώσουμε το κάψιμο της αιώνιας φωτιάς, πού καίει ακατάπαυστα και χωρίς νά καταστρέφει εκείνο πού καίει;
Κι αν θέλεις, αγαπητέ μου, κάνε μία δοκιμή από τώρα με την υλική φωτιά, και θα καταλάβεις, πόσο ανυπόφορο είναι εκείνο το μαρτύριο. ‘Άναψε δηλαδή το λυχνάρι και βάλε πάνω στη φλόγα την άκρη του δαχτύλου σου. Αν μπορείς νά βαστάξεις Τον πόνο, ίσος μπορέσεις ν’ αντέξεις κι εκεί αν όμως δεν μπορείς νά υποφέρεις τούς πόνους απ’ αυτό το μικρό κάψιμο, τι θα κάνεις όταν το σώμα σου ολόκληρο θα ριχθεί μαζί με την ψυχή σ’ εκείνη τη φοβερή και άσβηστη φωτιά;
Του άγίου Μαξίμου
Αν γι’ αυτό έγινε γιος ανθρώπου και άνθρωπος ο Θεός Λόγος του Θεού και Πατέρα, για νά κάνει δηλαδή θεούς και παιδιά τού Θεού τούς ανθρώπους, άς πιστέψουμε πώς θα φτάσουμε εκεί, πιο ψηλά απ’ όλους τούς ουρανούς, όπου τώρα είναι ο ίδιος ο Χριστός, σαν κεφαλή όλου του σώματος (Κολ. 1:18), κι έχει γίνει για χάρη μας πρόδρομός μας (Εσρ. 6:20) προς Τον Πατέρα με τη δική μας φύση. Γιατί στη σύναξη των θεών, δηλαδή αυτών πού θα σωθούν, θα σταθεί στη μέση ο Θεός (Ψαλμ. 81:1), μοιράζοντας τις αμοιβές της ουράνιας μακαριότητας, χωρίς νά υπάρχει καμιά απόσταση ανάμεσα σ’ αυτόν και τούς άξιους.
Μερικοί λένε πώς ή βασιλεία των ουρανών είναι ή ζωή των αξίων στους ουρανούς. Άλλοι πάλι, πώς είναι ή όμοια με των αγγέλων κατάσταση των σωζόμενων. Άλλοι, τέλος, πώς είναι ή μορφή της ίδιας της θεϊκής ωραιότητας εκείνων πού φόρεσαν «την εικόνα του επουρανίοv» (Α’ Κορ. 15:49). Εγώ πάντως νομίζω, πώς και οι τρεις αυτές γνώμες συμφωνούν με την αλήθεια. Γιατί σε όλους δίνεται ή μελλοντική χάρη, ανάλογα με την ποιότητα και την ποσότητα της δικαιοσύνης τους (δηλαδή της υπακοής τους στο θέλημα του Θεού).
Ε . ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥΣ ΟΙ ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΕΝΘΑΡΡΥΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΑ ΘΕΪΚΗ, ΕΠΙΣΚΙΑΣΗ, ΕΝΩ ΟΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΙ ΚΥΡΙΕΥΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΡΟΜΟ ΓΙΑ` ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΠΑΝΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥΣ.
Του άγίου Γρηγορίου Του Διαλόγου
ΧΑΡΗ στη φιλανθρωπία του Θεού, συμβαίνει και τούτο σε πολλούς δικαίους: Νά βλέπουν στα τελευταία τους οπτασίες ορισμένων άγίων, ώστε νά μη φοβηθούν με την απόφαση του θανάτου τους, αλλά νά λυθούν από το δεσμό της σάρκας χωρίς λύπη και φόβο, καθώς φανερώνεται στην ψυχή τους με ποίους άγίους θα είναι συμμέτοχοι στον ουρανό. Αρκετές φορές μάλιστα, για παρηγοριά της ψυχής πού βγαίνει, εμφανίζεται ο ίδιος ο ‘Αρχηγός της ζωής και ανταποδότης των πράξεών μας. Πάνω σ’ αυτό, θα μιλήσω για την Ταρσίλα, τη θεία μου.
Ζούσε ησυχαστικά μαζί με δύο αδελφές της, και με την αδιάλειπτη προσευχή και τη μεγάλη εγκράτειά της ανέβαινε συνεχώς στην κορυφή της αγιότητας. Σ’ αυτήν εμφανίστηκε σε όραμα ο προπάππος μου Φήλιξ, πού διετέλεσε αρχιεπίσκοπος αυτής της Εκκλησίας της Ρώμης, και της έδειξε έναν τόπο στολισμένο με την αιώνια λαμπρότητα, λέγοντας:
‘Έλα! σε περιμένω σ’ αυτή τη φωτεινή κατοικία.
Σύντομα την έπιασε πυρετός κι έφτασε στα τελευταία της. και Όπως συνήθως Όταν πεθαίνουν σπουδαίοι άνδρες και γυναίκες, συγκεντρώνονται πολλοί για νά παρηγορήσουν τούς συγγενείς τους, έτσι και σ’ αυτήν, την ώρα της εξόδου της κύκλωσαν το κρεβάτι της πολλοί άνδρες και γυναίκες.
Ξαφνικά λοιπόν ή ετοιμοθάνατη κοίταξε ψηλά και είδε τον ‘Ιησού νά έρχεται με όλη τη δύναμη της ψυχής της τότε άρχισε νά κραυγάζει σ’ αυτούς πού παράστεκαν τριγύρω της: Παραμερίστε, παραμερίστε! Ό ‘Ιησούς έρχεται… και με την προσοχή της στραμμένη σ’ Αυτόν πού έβλεπε, βγήκε από το σώμα ή άγία εκείνη ψυχή. Αμέσως τότε ξεχύθηκε τόση θαυμαστή ευωδία, ώστε αυτή και μόνο ή ευωδία μπόρεσε νά φανερώσει σε Όλους πώς εκεί είχε έρθει ο ‘Αρχηγός της ευωδιάς.
Άλλες φορές, Όταν οι ψυχές των εκλεκτών ανθρώπων βγαίνουν από το σώμα, ακούγεται ουράνιος ύμνος, έτσι ώστε, με το γλυκύτατο αυτό άκουσμα, νά μην αισθάνονται οι ψυχές το χωρισμό τους από το σώμα.
Υπήρχε (στη Ρώμη) κάποιος παράλυτος, ονόματι Σέρβουλος, πού ζούσε στο στενορύμι πού οδηγεί στην εκκλησία του άγίου Κλήμεντος αν και ήταν φτωχός σε υλικά αγαθά και συχνά βρισκόταν ξαπλωμένος στο δρόμο (ζητώντας ελεημοσύνη), υπήρχε όμως πολύ πλούσιος σε αρετές.
Αυτού λοιπόν το σώμα τού το παρέλυσε μία πολύχρονη αρρώστια. ‘Από τότε πού τον γνωρίσαμε μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν παράλυτος, χωρίς νά μπορεί νά σταθεί όρθιος ή ν’ ανασηκωθεί στο κρεβάτι, αφού δεν είχε τη δύναμη ούτε το χέρι του η το πόδι του νά κουνήσει.
για τις ανάγκες του τού παραστέκονταν ή μητέρα του με τον αδελφό του, και οτιδήποτε δεχόταν από ελεημοσύνη με τα χέρια αυτών των δύο το έδινε πάλι ελεημοσύνη.
Γράμματα δεν ήξερε καθόλου, ωστόσο είχε αγοράσει για τον εαυτό του βιβλία της Αγίας Γραφής, και παρακαλούσε επίμονα τούς θεοσεβείς ανθρώπους πού τον επισκέπτονταν νά τα διαβάζουν μπροστά του. το αποτέλεσμα ήταν, αν και αγράμματος, νά μάθει με τον δικό του τρόπο ολόκληρη την Αγία Γραφή. Όσο για τον πόνο, τον υπέμεινε με ευχαριστία, υμνολογώντας νύχτα-μέρα το Θεό.
Σαν έφτασε λοιπόν ο καιρός νά ανταμειφθεί ή τόση του υπομονή, το σώμα του σταμάτησε νά πονάει. και καθώς κατάλαβε πώς πλησίαζε στο θάνατο, παρακάλεσε αυτούς πού φιλοξενούσε νά σηκωθούν και νά ψάλουν μαζί του ύμνους στο Θεό, περιμένοντας την έξοδο της ψυχής του.
Ξαφνικά, και ενώ κι ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος έψαλλε μαζί τους, τούς σταμάτησε βγάζοντας με έκπληξη μεγάλη κραυγή: Σωπάστε! Δεν ακούτε πώς αντηχούν οι ύμνοι στον ουρανό;
Προσέχοντας σ’ αυτούς τούς ύμνους πού άκουγε μυστικά με τ’ αυτιά της καρδιάς του, λύθηκε από τα δεσμά Του σώματος ή άγία εκείνη ψυχή. και καθώς έβγαινε, τόση ευωδία σκορπίστηκε στον τόπο εκείνο, πού όλοι οι παρευρισκόμενοι γέμισαν από ανέκφραστη γλυκύτητα, ώστε και μ` αυτό το σημείο νά γίνει φανερό ότι την ψυχή εκείνη την υποδέχθηκαν οι ύμνοι στον ουρανό.
Από το Γεροντικό
‘Έλεγαν για τον αββά Σισώη, πώς, όταν έφτασε στα τελευταία του, έλαμψε το πρόσωπό του υπερβολικά. και είπε στους πατέρες πού κάθονταν κοντά του:
Νά ο αββάς ‘Αντώνιος ήρθε .Και μετά από λίγο επανέλαβε: Νά ο χορός των Προφητών ήρθε.
και πάλι το πρόσωπό του έλαμψε περισσότερο, και είπε: Νά ο χορός των ‘Αποστόλων ήρθε.
Διπλασιάστηκε τότε ή λαμπρότητα του προσώπου του και φαινόταν σαν νά συνομιλεί με κάποιους.
Με ποιόν μιλάς, πάτερ; τον ρώτησαν παρακλητικά οι γέροντες.
Νά, ήρθαν άγγελοι νά με πάρουν, αποκρίθηκε εκείνος, και τούς παρακαλώ νά με αφήσουν λίγο νά μετανοήσω.
Δεν έχεις πια ανάγκη από μετάνοια, πάτερ, του είπαν οι γέροντες.
Πραγματικά δεν ξέρω, τούς απάντησε, αν έβαλα ακόμη αρχή. , Απ’ αυτό κατάλαβαν όλοι, ότι είναι τέλειος.
Και ξαφνικά το πρόσωπό του άστραψε πάλι σαν τον ήλιο κι όλοι τους φοβήθηκαν.
Βλέπετε; τούς ρωτάει. Ήρθε ο Κύριος και λέει: “Φέρτε μου το σκεύος της έρήμου”.
Κι αμέσως παρέδωσε το πνεύμα του, ενώ κάτι σαν αστραπή φάνηκε και ο τόπος γέμισε ευωδία.
Ένας γέροντας πήγε κάποτε σε μία πόλη για νά πουλήσει τα εργόχειρα του. Έκεί του δόθηκε ευκαιρία και κάθισε στην πόρτα ενός πλουσίου πού ήταν στα τελευταία του. Καθώς λοιπόν καθόταν, κοίταζε με προσοχή’ και βλέπει μερικούς μαύρους και φοβερούς ανθρώπους νά είναι καβάλα σε μαύρα άλογα και νά κρατούν στα χέρια τους φλογισμένα τύμπανα. Αυτοί, αφού έφτασαν στην πόρτα, άφησαν τα άλογα έξω και οι ίδιοι μπήκαν μέσα. σαν τούς είδε ο άρρωστος, κραύγασε με μεγάλη φωνή:
– Κύριε, ελέησε με και βοήθησέ με!
– Τώρα πού βασίλεψε ο ήλιος, θυμήθηκες το θεό; τον ρώτησαν εκείνοι. Γιατί δεν τον ζήτησες όταν ή μέρα έλαμπε; Τώρα δεν υπάρχει για σένα ούτε ελπίδα σωτηρίας ούτε παρηγοριά.
και αφού τράβηξαν με βία την ψυχή του, έφυγαν.
Του άγίου Έφραίμ
Αδελφοί, μεγάλος είναι ο φόβος την ώρα του θανάτου. Γιατί την ώρα του χωρισμού της ψυχής παρουσιάζονται μπροστά του όλα τα έργα πού έκανε νύχτα και μέρα, καλά και πονηρά, ενώ συγχρόνως άγγελοι σπεύδουν βιαστικά νά τη βγάλουν από το σώμα.
Η ψυχή λοιπόν του αμαρτωλού βλέπει τα έργα της και δειλιάζει νά βγει.
Καθώς όμως πιέζεται από τούς αγγέλους και τρέμει γι’ αυτά τα έργα της, παρακαλεί φοβισμένη:
Δώστε μου διορία μία ώρα, και ύστερα βγαίνω. Τότε όλα μαζί τα έργα της απαντούν μ’ ένα στόμα:
-Εσύ μας έκανες, μαζί μ’ εσένα θα πάμε στο Θεό.
Κι έτσι, με τρόμο και οδυρμούς, χωρίζεται από το σώμα, και φεύγει για νά παρουσιαστεί στο αθάνατο Κριτήριο.
Του άγίου Γρηγoρίoυ του Διαλόγου
Πέτρoς . Πώς γίνεται αυτό πού παθαίνουν μερικοί, και σαν κατά λάθος αρπάζονται από το σώμα, ξεψυχούν για λίγο και μετά επιστρέφουν στο σώμα;
Γρηγόριoς. Τούτο, Πέτρε, αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι λάθος, αλλά νουθεσία. Γιατί το οικονομεί ή ευσπλαχνία του Θεού και το προσφέρει σαν την πιο μεγάλη δωρεά του ελέους της, ώστε αυτοί πού μετά την έξοδο ξαναγυρίζουν στο σώμα νά φοβούνται τα βασανιστήρια του Άδη, πού είδαν με τα μάτια τους, ενώ προηγουμένως τα άκουγαν και δεν τα πίστευαν.
Κάποιος μοναχός πού ζούσε μαζί μου στο μοναστήρι, εδώ στην πόλη μας, συνήθιζε νά μου διηγείται αυτό πού έμαθε όταν ακόμα ζούσε στην έρημο.
Έκεί λοιπόν, στην έρημο της Έβάσα, (στην σημερινή Ίμπιζα στα νησιά Βαλεαρίδες) ήρθε κι έμενε μαζί του ένας μοναχός ονόματι Πέτρος. Αυτός, όπως διηγιόταν ο ίδιος, προτού κατοικήσει στην έρημο αρρώστησε και πέθανε. ‘Αμέσως όμως ξαναβρέθηκε στο σώμα του και πιστοποιούσε πώς είχε δει τα βασανιστήρια του Άδη και τούς αμέτρητους φλογισμένους τόπους. Βεβαίωνε μάλιστα πώς είδε και μερικούς από τούς ισχυρούς αυτού του κόσμου νά κρέμονται σ’ αυτές τις Φλόγες.
Καθώς λοιπόν μεταφερόταν κι αυτός για νά ριχθεί εκεί μέσα, ξαφνικά εμφανίστηκε, όπως έλεγε, ένας αστραφτερός άγγελος πού εμπόδισε το βύθισμά του στη φωτιά. Τού είπε, μάλιστα:
– Φύγε, και κοίταξε πώς θα ζήσεις στο έξης όσο γίνεται πιο προσεκτικά.
Μετά από τούτα τα λόγια, άρχισαν σιγά-σιγά νά ξαναζεσταίνονται τα μέλη του και ξυπνώντας από τον ύπνο του αιώνιου θανάτου διηγήθηκε όλα όσα του είχαν συμβεί. Από τότε – αφού είχε δει και φοβηθεί τα βάσανα του Άδη – επιδόθηκε σε τόσες νηστείες και αγρυπνίες, πού κι αν ακόμα -κι γλώσσα του σιωπούσε, -η όλη του ζωή μιλούσε γι’ αυτά. ‘Έτσι λοιπόν, χάρη στη θαυμαστή πρόνοια του Θεού, συνέβη ο προσωρινός θάνατος για νά μην πεθάνει αιώνια.
Μερικές φορές οι ψυχές, ενώ βρίσκονται ακόμα μέσα στα σώματά τους, βλέπουν κάποια βασανιστήρια της κολάσεως από τα πονηρά πνεύματα, κι αυτό συμβαίνει σε ορισμένους για τη δική τους ωφελεία, ενώ σε άλλους για την ωφελεία αυτών πού τα ακούνε.
Υπήρχε ένα πολύ ατίθασο παιδί πού ονομαζόταν Θεόδωρος. Αυτός ακολούθησε τον αδελφό του στο μοναστήρι, από ανάγκη περισσότερο παρά από τη δική του θέληση. Ήταν τόσο απείθαρχος πού αν κανείς του έλεγε κάποιον καλό λόγο για τη σωτηρία του, όχι μόνο δεν τον υπολόγιζε, αλλά Ούτε καν νά τον ακούσει ήθελε ούτε νά συμμορφωθεί δεχόταν με τούς τρόπους της θεάρεστης ζωής.
Συνέβη λοιπόν σε μία θανατηφόρο επιδημία νά προσβληθεί και ο Θεόδωρος στη βουβωνική χώρα και νά φτάσει ατά πρόθυρα του θανάτου. Κοντά του μαζεύτηκαν όλοι οι αδελφοί και καθώς τον έβλεπαν νά ξεψυχάει – όλο του το σώμα είχε σχεδόν παγώσει και μόνο στο στήθος του απέμενε κάποια ζωτική θέρμη – παρακαλούσε επίμονα τον φιλάνθρωπο Θεό νά γίνει ίλεως τούτη την ώρα που έβγαινε -γι ψυχή του.
Ξαφνικά, ενώ οι αδελφοί προσεύχονταν, αυτός άρχισε νά κραυγάζει και με μεγάλες φωνές νά διακόπτει τις προσευχές τους λέγοντας:
Φύγετε από κοντά μου! Φύγετε! Νά, με έδωσαν σ’ ένα δράκοντα νά με καταβροχθίσει, ο όποίος εξαιτίας της δικής σας παρουσίας δεν μπορεί νά με καταπιεί. Τώρα το κεφάλι μου βρίσκεται πια στο στόμα του. Φύγετε λοιπόν για νά μη με βασανίζει άλλο, αλλά νά κάνει γρήγορα ότι έχει νά κάνει. ‘ αφού παραδόθηκα σ’ αυτόν για νά με κατασπαράξει, γιατί νά ταλαιπωρούμαι με την καθυστέρηση;
Σφράγισε, αδελφέ, τον εαυτό σου με τη σφραγίδα του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, του είπαν οι αδελφοί.
– Θέλω νά σφραγιστώ, απάντησε εκείνος με σπαραχτική φωνή, μα δεν μπορώ γιατί με δυσκολεύουν τα σάλια του δράκοντα.
Σαν τ’ άκουσαν αυτό οι αδελφοί, γονάτισαν όλοι τους και με δάκρυα προσεύχονταν εντονότερα και θερμότερα για τη λύτρωσή του. και καθώς αυτοί επέμεναν στην προσευχή, ξαφνικά ο άρρωστος έβγαλε μεγάλη κραυγή:
Ευχαριστώ το Θεό. Γιατί, νά, ο δράκοντας πού μ’ άρπαξε για νά με καταβροχθίσει, έφυγε με τις προσευχές σας δεν μπόρεσε νά σταθεί εδώ. Προσευχηθείτε τώρα για τις αμαρτίες μου. Είμαι έτοιμος νά επιστρέψω ατό Θεό και νά εγκαταλείψω εντελώς την κοσμική ζωή.
Ανέκτησε λοιπόν αμέσως τις δυνάμεις του και μ’ ολόκληρη την καρδιά του έζησε ατό έξης κοντά ατό Θεό, αφού άλλαξε μυαλά με την παιδευτική μάστιγα πού δέχθηκε.
Ο Θεόδωρος λοιπόν είδε την τιμωρία πού τον περίμενε μετά το θάνατό του για τη δική του ωφελεία, (εφόσον του δόθηκε χρόνος νά μετανοήσει).το αντίθετο όμως Συνέβη μ’ έναν άνθρωπο πού ονομαζόταν Χρυσαύριος.
Αυτός υπήρξε ένας απ’ τούς πολύ σπουδαίους ανθρώπους του κόσμου τούτου. και όσο πλούσιος ήταν σε υλικά αγαθά, άλλο τόσο ήταν γεμάτος από πάθη, φουσκωμένος από υπερηφάνεια, υποταγμένος στις σαρκικές ηδονές.
Φλεγόμενος από την πλεονεξία και τη φιλαργυρία. στα τόσα του λοιπόν κακά θέλοντας νά βάλει τέλος ο Κύριος, επέτρεψε νά πέσει σε θανατηφόρα ασθένεια.
Φτάνοντας στην ώρα του θανάτου, είδε με ανοιχτά τα μάτια του νά στέκονται μπροστά του φοβερά και σκοτεινά πνεύματα, πού με οία τον πίεζαν για νά τον αρπάξουν (και νά τον σύρουν) στις πύλες του Άδη. “
άρχισε λοιπόν νά τρέμει, νά χλομιάζει, νά ιδρώνει και με κραυγές νά ζητάει αναβολή, και το γιο του Μάξιμο
τον όποίο κι εγώ αργότερα γνώρισα ως μοναχό – με μεγάλη και ταραγμένη φωνή νά προσκαλεί:
Μάξιμε, τρέξε… Ποτέ δεν σου έκανα κακό… Σώσε με με τη δική σου πίστη.
Θορυβημένος και κλαίγοντας ο Μάξιμος έφτασε αμέσως, και μαζί του όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού. δεν μπορ ου σαν όμως νά δουν τα πονηρά πνεύματα πού τον τυραννούσαν, αλλ’ αντιλαμβάνονταν την παρουσία τους από τα λόγια του, από τη χλομάδα του και τη συμπεριφορά του. Γιατί οι σκοτεινές μορφές εκείνων και ο δικός του φόβος τον ανάγκαζαν νά περιστρέφεται πέρα-δώθε στο κρεβάτι.
Αφού λοιπόν απελπίστηκε για τη λύτρωσή του, άρχισε να κραυγάζει με μεγάλη φωνή:
Διορία τουλάχιστον ως το πρωί. Διορία τουλάχιστον ως το πρωί… και μ’ αυτές τις φωνές ξεψύχησε.
Από τούτο γίνεται φανερό πώς όχι για τον εαυτό του, αλλά για μας τα είδε όλα αυτά, για νά τα μάθουμε εμείς, νά φοβηθούμε και νά διορθωθούμε.
Γιατί τι τον ωφέλησε εκείνον ή θεωρία των πονηρών πνευμάτων και ή αναβολή πού ζήτησε και δεν πήρε;
Σ. ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕΙ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ. Η ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΟΥ ΔΕΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΝΗΡΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΔΙΗΓΗΘΗΚΕ ο άββάς Μακάριος ότι, περπατώντας ‘κάποτε στην έρημο, βρήκε πεσμένο στο χώμα το κρανίο ενός νεκρού. και καθώς το σκούντησε με το φοινικένιο ραβδί του, άκουσε φωνή άπ’ αυτό. το ρώτησε: Ποιος είσαι συ;
Εγώ, αποκρίθηκε το κρανίο, ήμουν αρχιερέας των ειδώλων και των ειδωλολατρών πού έμεναν σ’ αυτόν τον τόπο. Κι εσύ είσαι ο πνευματοφόρος Μακάριος. Μάθε λοιπόν ότι οποιαδήποτε ώρα σπλαχνιστείς όσους βρίσκονται στην κόλαση και προσευχηθείς γι’ αυτούς, παρηγορούνται λίγο.
Ποία είναι ή παρηγοριά και Ποία ή κόλαση; ρώτησε ο γέροντας.
Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, απάντησε το κρανίο, τόσο είναι το βάθος της φωτιάς πού βρίσκεται από κάτω μας σ’ αυτή τη φωτιά είμαστε χωμένοι από τα πόδια μέχρι το κεφάλι μας. Και δεν μπορεί κανείς με το πρόσωπό του ν’ αντικρίσει το πρόσωπο του αλλού, γιατί οι ράχες μας είναι κολλημένες μεταξύ τους. Όταν λοιπόν προσεύχεσαι για μας, βλέπει λιγάκι ο ένας το πρόσωπο του αλλού. Αυτή είναι ή παρηγοριά.
Μόλις άκουσε αυτά ο γέροντας, αναστέναξε βαθιά και είπε:
Αλίμονο στη μέρα πού γεννήθηκε ο άνθρωπος ο αμαρτωλός.
Καλύτερα θα ήταν νά μην είχε γεννηθεί, όπως είπε και για τον ‘Ιούδα ο Κύριος (Ματθ. 26:24).
Ύστερα στράφηκε προς το κρανίο: – Υπάρχει άλλο χειρότερο βάσανο; – Κάτω από μας υπάρχει μεγαλύτερη κόλαση. – και ποιοι βρίσκονται εκεί;
– Εμείς, είπε το κρανίο, μιας και δεν γνωρίσαμε το Θεό, ελεούμαστε έστω και λίγο. Αυτοί όμως πού γνώρισαν το Θεό και μετά τον αρνήθηκαν και δεν έκαναν το θέλημά Του, αυτοί βρίσκονται κάτω από μας και κολάζονται χειρότερα. Πήρε λοιπόν ο γέροντας το κρανίο, το έχωσε στο χώμα και προχώρησε.
‘Έλεγε ο μακάριος Θεόφιλος ο αρχιεπίσκοπος.
Πόσο φόβο και τρόμο και βία δοκιμάζει ή ψυχή όταν χωρίζεται από το σώμα! Γιατί καταφτάνουν σ’ αυτήν τότε όλοι οι άρχοντες και οι εξουσιαστές τού σκοτεινού κόσμου και της παρουσία ζουν όσα αμαρτήματα έκανε – συνειδητά ή από άγνοια – από τη γέννησή της μέχρι την τελευταία εκείνη στιγμή πού φεύγει από το σώμα.
Στέκονται λοιπόν και την κατηγορούν με δριμύτητα.
Αντιμέτωπες σ’ αυτούς όμως στέκονται και οι άγιες δυνάμεις, αντιπροτείνοντας τα καλά έργα πού τυχόν έκανε ή ψυχή. Σ’ αυτή τη μεγάλη στενοχώρια, μπροστά σ’ ένα τέτοιο αδέκαστο κριτήριο και σε μία τόσο φοβερή εξέταση, φαντάζεσαι τι τρόμο και αγωνία θα έχει ή ψυχή; δεν μπορεί λόγος νά διηγηθεί ή νούς νά συλλάβει το φόβο εκείνο της ψυχής, ώσπου νά τελειώσει ή δίκη και νά βγει ή απόφαση από τον δίκαιο Κριτή.
Κι αν μεν της δοθεί ελευθερία, αμέσως οι εχθροί ντροπιάζονται και ή ψυχή αρπάζεται απ’ αυτούς και χωρίς κανένα εμπόδιο οδηγείται και τοποθετείται στην ανεκλάλητη εκείνη χαρά και δόξα. Αν όμως έζησε με αμέλεια και δεν κριθεί άξια για την ελευθερία, θ’ ακούσει τη φρικτή εκείνη φωνή: «Άρθήτω ο ασεβής, ίνα μη Ίδη την δόξα Κυρίου» «Ης. 26:10). Τότε αρχίζει γι’ αυτήν ή ήμέρα της οργής, της θλίψεως και της ατέλειωτης οδύνης. Παραδίνεται ατό σκότος το εξώτερο, βυθίζεται στον Άδη, καταδικάζεται στην αιώνια φωτιά, όπου θα κολάζεται στους απέραντους αιώνες. που είναι τότε οι κοσμικές επιδείξεις και οι κομπασμοί; που ή κενοδοξία και ή καλοπέραση και ή απόλαυση της μάταιης και ακατάστατης αυτής ζωής; που είναι τα χρήματα; που ή σπουδαία καταγωγή; που Ο πατέρας η ή μητέρα η οι αδελφοί η οι φίλοι; Ποιος απ’ αυτούς θα μπορέσει νά γλιτώσει την ψυχή πού κατακαίγεται στη φωτιά και δεινοπαθεί από τόσες απερίγραπτες τιμωρίες;
Από το βίο του άγίου ‘Αντωνίου
Κάποια μέρα, στις τρεις το απόγευμα, ο άγιος, Αντώνιος ετοιμαζόταν νά φάει. Καθώς σηκώθηκε νά προσευχηθεί, ένιωσε τον εαυτό του ν’ αρπάζεται νοερά. και το περίεργο είναι ότι, ενώ στεκόταν, έβλεπε την ψυχή του σαν νά έχει βγει από το σώμα και νά οδηγείται από κάποιους στον αέρα. ‘Έπειτα έβλεπε άλλους, φοβερούς και μοχθηρούς, νά στέκονται στον αέρα και νά θέλουν νά εμποδίσουν τη διάβασή του. εκείνοι όμως πού τον οδηγούσαν αντιδικούσαν μ’ αυτούς πού ζητούσαν λόγο, μήπως ήταν υπεύθυνη απέναντί τους για κάτι. και ενώ ήθελαν νά κάνουν έλεγχο της ζωής του από τον καιρό πού γεννήθηκε, οι οδηγοί του άγίου Αντώνιου τούς εμπόδιζαν, λέγοντας:
ο Κύριος του έσβησε όλες τις αμαρτίες από τη γέννησή του. Μπορείτε νά λογαριάσετε μόνο όσα έπραξε αφότου έγινε μοναχός και αφιερώθηκε ατό Θεό.
Τότε, επειδή τον κατηγορούσαν χωρίς νά μπορούν ν’ αποδείξουν τις κατηγορίες, ο δρόμος του έγινε ελεύθερος και ανεμπόδιστος. και αμέσως είδε την ψυχή του νά επιστρέφει, κι ένιωσε νά συνέρχεται και νά γίνεται πάλι ο ‘Αντώνιος, όπως ήταν πρώτα.
Ξέχασε τότε νά φάει και πέρασε την υπόλοιπη μέρα κι όλη τη νύχτα με στεναγμούς και προσευχές. ‘Έμενε εκστατικός, καθώς αναλογιζόταν με πόσους έχουμε νά παλέψουμε και με τι κόπους πρέπει κανείς νά περάσει την εναέρια διάβαση (ώσπου νά φτάσει στον ουρανό). και σκεφτόταν ότι αυτό εννοούσε ο απόστολος Παύλος όταν έλεγε, «κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος» (Έφ. 2:2). Γιατί ή εξουσία του εχθρού αυτή είναι’ νά πολεμάει και νά προσπαθεί νά εμποδίσει όσους περνούν από τον εναέριο αυτό δρόμο. Συμβούλευε λοιπόν συνεχώς: “Φορέστε την πανοπλία του θεού, για νά μπορέσετε ν’ αντισταθείτε την πονηρή μέρα, ώστε νά καταντροπιαστεί ο εχθρός, αφού δεν θα έχει νά πει κανένα κακό εναντίον μας” (Έφ. 6:13. τι τ. 2:8).
Κάποτε άλλοτε, συζήτησε με μερικούς επισκέπτες για την πορεία της ψυχής και για τον τόπο πού της έχει ετοιμαστεί μετά τη ζωή αυτή.
Την ίδια νύχτα κάποιος τον προσκάλεσε από ψηλά και του είπε:
– Σήκω, . Α Αντώνιε. Βγές έξω και δες.
Σαν βγήκε λοιπόν έξω – γιατί γνώριζε σε ποίους πρέπει νά υπακούει – και σήκωσε το βλέμμα του, είδε κάποιον ψηλό, απαίσιο και φοβερό, νά στέκεται όρθιος και νά φτάνει μέχρι τα σύννεφα. και καθώς κάποιοι ανέβαιναν, λες και είχαν φτερά, εκείνος άπλωνε τα χέρια του και τούς εμπόδιζε νά περάσουν. Μερικοί όμως με το πέταγμά τους τον ξεπερνούσαν και ανέβαιναν ανενόχλητοι.
Γι’ αυτούς λοιπόν έτριζε τα δόντια του εκείνος ο ψηλός, ενώ χαιρόταν για όσους γκρεμίζονταν και αμέσως ακούστηκε μία φωνή νά λέει στον Αντώνιο:
– Προσπάθησε νά καταλάβεις αυτό πού βλέπεις.
Φωτίστηκε τότε ο νους του και κατάλαβε ότι το δράμα ήταν το πέρασμα των ψυχών στον ουρανό και ότι ο ψηλός εκείνος πού στεκόταν ήταν ο διάολος, πού φθονεί τούς πιστούς. Αυτός κρατούσε και εμπόδιζε νά περάσουν όσους ήταν δούλοι του, ενώ όσους δεν τον ακολούθησαν σ’ αυτή τη ζωή δεν μπορούσε νά τούς πιάσει, γιατί περνούσαν ψηλότερα απ’ αυτόν.
Του άββα ‘Ισαάκ
Ο Σωτήρας ονομάζει «πολλάς μονάς Του Πατρός» (πρβλ. ‘!ω. 14:2) τις πνευματικές βαθμίδες αυτών πού κατοικούν σ’ εκείνη τη χώρα, δηλαδή τις ποικιλίες (των πνευματικών χαρισμάτων) πού απολαμβάνει ο νους τους. με τη φράση «πολλάς μονάς» (ο Κύριος) μίλησε όχι για τη διαφορά των τόπων, αλλά για την τάξη των χαρισμάτων. και όπως ο καθένας απολαμβάνει τον αισθητό ήλιο ανάλογα με την καθαρότητα πού έχει ή οπτική του δύναμη και αντίληψη, (και όπως από ένα λυχνάρι πού φέγγει σ’ ένα σπίτι ή λάμψη φαίνεται διαφορετική στον καθένα) χωρίς το φως νά μοιράζεται σε πολλές λάμψεις, έτσι και στον μέλλοντα αιώνα. όλοι οι δίκαιοι θα μένουν μαζί σ’ έναν τόπο, αλλά ο καθένας θα φωτίζεται και θα ευφραίνεται από τον νοητό Ήλιο, ανάλογα με την αξία και τα μέτρα της δικής του καθαρότητας.
Του άγίου Γρηγορίου Του Διαλόγου
Όταν έφτασε ο καιρός πού ο όσιος Βενέδικτος θα έφευγε απ’ αυτή τη ζωή και θα πήγαινε ατό θεό, πρόβλεψε ο ίδιος τη μέρα του θανάτου του και την ανήγγειλε στους μαθητές του πού ζούσαν μαζί του και σ’ εκεί νους πού έμεναν μακριά. στους τελευταίους μάλιστα φανέρωσε πώς, με κάποιο σημείο πού θα γινόταν, θα μάθαιναν ότι ή ψυχή του έβγαινε από το σώμα.
Έξι μέρες λοιπόν πριν από την κοίμησή του πρόσταξε νά του ανοίξουν το μνήμα. ‘Αμέσως τον έπιασε πολύ υψηλός πυρετός, πού του έψηνε κυριολεκτικά το σώμα. την έκτη μέρα έβαλε τούς μαθητές του νά τον μεταφέρουν στο ναό.
Έκεί κοινώνησε τα άχραντα μυστήρια και, ενώ υποβασταζόταν από τούς μαθητές του, στάθηκε όρθιος, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό κι έτσι, με υψωμένο βλέμμα και με λόγια προσευχής, παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του.
Την ίδια στιγμή σε δύο αδελφούς, έναν πού έμενε στο μοναστήρι κι έναν άλλο πού κατοικούσε μακριά, εμφανίστηκε το ίδιο όραμα: Είδαν και οι δύο τους ένα θαυμαστό δρόμο, πού εκτεινόταν από το κελί του όσίου προς την ανατολή μέχρι τον ουρανό, όλον στρωμένο με λαμπρά ρούχα και μεταξωτά. Υπέροχοι άνδρες, κρατώντας λαμπάδες στα χέρια, ανέβαιναν αργά-αργά και με τάξη. Κοντά τους έστεκε κάποιος άλλος- λευκοφορεμένος άνδρας πού αστραποβολούσε. Αυτός ρώτησε τούς δύο αδελφούς:
Γνωρίζετε τίνος είναι τούτος ο δρόμος πού τον κοιτάτε με τόσο θαυμασμό;
Δεν γνωρίζουμε, απάντησαν οι αδελφοί.
Αυτός, τούς είπε εκείνος, είναι ο δρόμος από τον όποίο ανεβαίνει στον ουρανό ο αγαπημένος του Θεού Βενέδικτος.
Μόλις συνήλθαν και οι δύο τους από το όραμα, κατάλαβαν ότι άγιος είχε τελειώσει.
Ζ. ΟΙ ΘΕΟΦΙΛΕΙΣ ΓΟΝΕΙΣ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΧΑΙΡΟΝΤΑΙ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΡΕΠΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΥΠΟΜΕΝΟΥΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΕΤΗ.
Από τη διήγηση για τη θανάτωση των άγίων πατέρων στο όρος Σινά και τη Ραϊθού
ΜΟΛΙΣ ή μάνα του νεαρού εκείνου μοναχού, πού σε άλλο σημείο του λόγου φανερώσαμε τη μεγαλοψυχία του, έμαθε ότι αγωνίστηκε τόσο γενναία κατά των βαρβάρων, και ότι σφαγιάστηκε μέσα ατό ίδιο το κελί όπου ασκήτευε, αφού δέχθηκε τ’ αναρίθμητα εκείνα πλήγματα, και ότι δεν υπάκουσε στους βαρβάρους νά βγάλει το ρούχο του, μα ούτε κι από το κελί του νά βγει, μολονότι υπόσχονταν νά μην τον σκοτώσουν αν έκανε κάτι απ’ αυτά, αλλά τόσο ανδρεία αντιστάθηκε και τόσο γενναία δέχθηκε το θάνατο, αυτά μαθαίνοντας, λέω, ή μάνα του, έδειξε έμπρακτα τη συγγένειά της μ’ εκείνον, φανερώνοντας πώς ήταν πραγματικά γνήσια μητέρα του.
Αφού λοιπόν φόρεσε αμέσως ωραίο φόρεμα και γενικά περιποιήθηκε την εμφάνισή της, ώστε νά δείχνει χαρούμενη, ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό κι έλεγε στο Σωτήρα Χριστό τούτα τα λόγια:
σε Σένα, Δέσποτα, πρόσφερα το παιδί μου, και μου έχει σωθεί πια, και τώρα και στον αιώνα. Σε Σένα εμπιστεύθηκα το βλαστάρι μου και Σ’ έβαλα κοντά του φύλακα, κι αληθινά μου έχει πια φυλαχτεί σώο και άτρωτο. δεν σκέφτομαι, λοιπόν, ούτε έτι πέθανε ούτε ότι τέλειωσε τη ζωή του, αλλά παρατηρώ ότι ξέφυγε από κάθε αμαρτία. ούτε ότι καταπληγώθηκε το σώμα του και είχε πικρό τέλος, μα ότι έφερε εκεί (στον ουρανό), ψυχή καθαρή και άμωμη, και ότι πρόσφερε άσπιλο το πνεύμα του στα χέρια Σου. Βραβεία λογαριάζω εγώ τις μαχαιριές. Στεφάνια θεωρώ τις πληγές. Μακάρι στο σώμα σου, παιδί μου, νά χωρούσαν περισσότερα χτυπήματα, για νά ‘ταν μεγαλύτερος και ο μισθός σου. ‘Έτσι μου πλήρωσες τούς κόπους της εγκυμοσύνης μου. ‘Έτσι με άμειψες για τούς πόνους της γέννας. ‘Έτσι με τίμησες πού σ’ ανάθρεψα. Τι .λοιπόν; δεν θα με κάνεις κοινωνό και στα κατορθώματά σου; Γίνομαι κι εγώ συμμέτοχη στην άθλησή σου! Μαρτύρησες εσύ; Συμμετέχω κι εγώ στη χαρά του μαρτυρίου σου. ‘Αντιστάθηκες εσύ στη βαρβαρική οργή; Πολεμώ κι εγώ με την τυραννία του φυσικού πόνου. Περιφρόνησες εσύ φανερά το θάνατο; Ξεπερνάω κι εγώ το μητρικό μου φίλτρο. Σήκωσες εσύ την οδύνη της σφαγής με ανδρεία; Σηκώνω κι εγώ αυτόν το βασανισμό, ενώ τα σπλάχνα μου σπαράζουν. ‘Ίσα είναι, κι όχι κατώτερα από τα δικά σου, τα δικά μου μαρτύρια. με ξεπερνάς εσύ στην ένταση της οδύνης; σε ξεπερνάω εγώ στη χρονική της διάρκεια. Γιατί ο θάνατός σου, όσο φοβερός κι αν ήταν, συντελέστηκε πάντως μέσα σε λίγη ώρα. Εγώ όμως υποφέρω για πολύ καιρό από τον πόνο, κι άς τον υπομένω ήρεμα φιλοσοφώντας, επειδή έχω την πληροφορία ότι ζεις κοντά στο Θεό την αμόλυντη ζωή, και επειδή πιστεύω πώς ύστερα από λίγο θα σ’ έχω εκεί γηροκομώ μου, όταν θα γίνει κομμάτια μ’ οποιοδήποτε τρόπο και το δικό μου οστράκινο σκεύος (Β’ Κορ. 4:7) και θα τραβήξω για την άλλη ζωή. Ευτυχισμένη είμαι εγώ ανάμεσα στις άλλες μάνες, γιατί πρόσφερα στο Θεό εν αν τέτοιον αγωνιστή! Ευτυχισμένη και πάλι εγώ! με θάρρος λοιπόν καυχιέμαι αληθινά για σένα, επειδή πέθανες για το Χριστό και θα είσαι πια μαζί Του αιώνια και θ’ απολαμβάνεις την ατελεύτητη μακαριότητα
Από το βίο του αγίου ιερομάρτυρος Κλήμεντος
Όταν ο άγιος Κλήμης ήταν ακόμα νήπιο, πέθανε ο πατέρας του. Ή μητέρα του λοιπόν, μένοντας έρημη από άντρα και στηρίζοντας πια όλες της τις ελπίδες, μετά το Θεό, στο παιδί της μονάχα, του αφοσιώθηκε με τόση φροντίδα, πού έγινε γι’ αυτό τα πάντα, και πατέρας και μητέρα και δάσκαλος.
Ενώ λοιπόν ο Κλήμης βρισκόταν μέσα σε τέτοια χέρια και μεγάλωνε με καλή ανατροφή από μητέρα φιλόστοργη, εκείνη προαισθάνθηκε έτι πλησίαζε το τέλος της. ‘Αγκάλιασε τότε με τρυφερότητα και πόθο το παιδί της, πού δεν είχε κλείσει ακόμα τα δέκα του χρόνια, το φιλούσε γλυκά-γλυκά και, καθώς βιαζόταν νά το κάνει όχι τόσο διάδοχο στα δικά της πλούτη όσο κληρονόμο των θησαυρών του ουρανού, του έδινε (συμβουλές και) παραγγελίες σαν κι αυτές:
– Παιδί μου! Παιδί μου πολυαγαπημένο! Παιδί μου, πού, πριν γνωρίσεις τον πατέρα σου, γνώρισες την ορφάνια, μα πλούτισες, κάνοντας το Θεό πατέρα και χρησιμοποιώντας την ορφάνια για την ευτυχία σου! Εγώ μεν σε γέννησα σωματικά, μα ο Χριστός σε μεγάλωσε πνευματικά. Γνώρισε λοιπόν τον Πατέρα σου. Μη διαψεύσεις τ’ όνομα του γιου. το Χριστό μονάχα λάτρευε. στο Χριστό μονάχα έχε εμπιστοσύνη. Αυτός εΙναι, πραγματικά, ή αθανασία. Αυτός εΙναι ή σωτηρία. Αυτός, πού κατέβηκε για μας από τα ουράνια και μας ανέβασε μαζί Του και μας έκανε παιδιά Του και θεούς. Οποίος λοιπόν μπαίνει στην υπηρεσία αυτού του Δεσπότη, θα ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες, και όχι μόνο θα νικήσει τούς τυράννους και τούς βασιλιάδες πού προσκυνούν τα είδωλα, μα και θα ντροπιάσει ακόμα κι αυτούς τούς δαίμονες, πού τιμούν εκείνοι, και τον αρχηγό και προστάτη τους διάβολο…
Έκεί πού μιλούσε, τα μάτια της βούρκωσαν. και γεμίζοντας από τη χάρη, είδε θεία θεωρία και άρχισε νά δι ηγείται προφητικά τα μελλούμενά του.
και σε παρακαλώ, έλεγε, γιε μου πολυαγαπημένε, σε παρακαλώ νά μου κάνεις μία χάρη για όλα (όσα εγώ έκανα για σένα). Επειδή έφτασαν καιροί δύσκολοι, επειδή φυσάει φοβερός ο άνεμος του διωγμού της ασέβειας και επειδή ξέρω πώς κι εσύ θα οδηγηθείς, όπως είπε ο Δεσπότης μας, «επί βασιλείς και ηγεμόνας» για χάρη Του (Λουκ. 21:12), κάνε μου, παιδί μου, αυτή την τιμή: Αντιστάσου γενναία για χάρη Του και κράτησε σταθερή για χάρη μου την ομολογία σου ως το τέλος. και πιστεύω πώς ο Χριστός μου, σπλάχνο μου, πιστεύω πώς και στο δικό σου κεφάλι θα κάνει ν’ ανθήσει σύντομα το μαρτυρικό στεφάνι.
Νά ετοιμάζεις λοιπόν τον εαυτό σου και να παρακινείς την ψυχή σου σε αντρειοσύνη, για να μη βρεθείς απροετοίμαστος στους αγώνες. Γιατί δεν θα παλέψεις με τυχαίους εχθρούς ή για τυχαία πράγματα… ‘
“Τιποτένιο ειναι, Υιέ μου, το νά πεθαίνουν θεληματικά οι στρατιώτες για έναν όμόδουλο και θνητό βασιλιά, κι εμείς νά μη σηκώνουμε το θάνατο, όπως εκείνοι, για Βασιλιά αθάνατο. και μάλιστα, όταν εκείνοι δεν παίρνουν απ’ αυτόν κανένα αντάλλαγμα άξιο μιας τέτοιας αφοσιώσεως. Γιατί ποίο δώρο είναι ισάξιο με τη ζωή; “Η ποια από τις μεταθανάτιες τιμές γίνεται αισθητή (στον σκοτωμένο στρατιώτη);” Αν όμως πεθάνεις για τον κοινό Δεσπότη όλων, το Χριστό, αντί για την πρόσκαιρη ζωή θ’ αποκτήσεις την αθάνατη. Αντί για τη φευγαλέα απόλαυση και τη δόξα και τον πλούτο, θ’ απολαύσεις την αιώνια μακαριότητα. Τι λοιπόν; Κι αν δεν πεθάνουμε τώρα, δεν θα πεθάνουμε πάντως μετά από λίγο, πληρώνοντας το κοινό χρέος όλων; ” Άλλωστε, ο θάνατος για το Χριστό δένει ναι σωστό νά θεωρείται θάνατος. Γιατί πάντοτε, με την ανώτερη ελπίδα των μελλοντικών αγαθών, χάνεται ή αίσθηση (κι αυτού του θανάτου) . . .
Μ’ αυτά τον εμψύχωνε ή μητέρα του, έχοντας το Πνεύμα της αληθινής Σοφίας, πού μιλούσε με το στόμα της, μία πού ο Υιός της ήταν κιόλας – πριν την ώρα του – συνετός σαν γέροντας, και είχε ανάγκη από σοβαρότερες παραινέσεις. στο τέλος μάλιστα πρόσθετε και τούτα:
Τέτοιον αμοιβή για την ανατροφή σου δώσε, παιδί μου, σε μένα, τη μάνα σου. Αυτός άς γίνει ο μισθός μου, Υιέ μου γλυκύτατε, για τούς πόνους πού δοκίμασα στη γέννα σου, για νά σωθώ κι εγώ, σύμφωνα με τον Παύλο, «διά της τεκνογονίας» (ΑΙ Τιμ. 2:15) και νά δοξαστώ με τα μέλη του παιδιού μου. Γιατί νά, παιδί μου, εγώ φεύγω κιόλας με τη δύναμη της θείας χάριτος – αισθανόταν, βλέπετε, πώς πέθαινε – και το αισθητό τούτο φως δεν θα με φωτίσει το πρωί.
Εσύ όμως θα είσαι για μένα φως εν Χριστό και ζωή. σε παρακαλώ λοιπόν, σπλάχνο μου, νά μη διαψεύσεις τις ελπίδες πού στήριξα πάνω σου. μία Εβραία γυναίκα ανέδειξε κάποτε εφτά γιους μάρτυρες. και ήταν σαν ν’ αθλείσαι κι ή ίδια με εφτά σώματα, τα σώματά τους. μα σε μένα είσαι αρκετός εσύ μονάχα για νά δοξαστώ. και είμαι ευτυχισμένη μέσα στις μανάδες εγώ, επειδή ακριβώς θα γίνω ένδοξη εξαιτίας σου. Νά, θα προχωρήσω μπροστά σου, γιε μου. Σωματικά μεν χωρίζομαι σήμερα κιόλας από τα ποθεινά σου μάτια. Η ψυχή μου όμως – πίστευέ το -, μόλις πεθάνω, θα κρεμαστεί για πάντα πάνω στη δική σου ψυχή. Μαζί της θα προσκυνήσομε παρρησία στο βήμα του Χριστού. και θα καμαρώνω για τα παθήματά σου. και θα είμαι στολισμένη με τις πληγές σου. και θα έχω μερίδιο στα πολύτιμα εκείνα βραβεία και στη χαρά σου.
Αυτά έλεγε ή μάνα στο γιο. και κατά φιλούσε όλα μαζί τα μέλη του, λέγοντας πάλι ή μακάρια:
Μαρτυρικά μέλη φιλώ, μέλη πού θα προσφερθούν θυσία στο Χριστό.
‘Ενώ λοιπόν έτσι τον αγκάλιαζε και του γλυκομιλούσε, αναπαύθηκε πραγματικά τη μακάρια ανάπαυση, παραδίνοντας το πνεύμα στο Θεό και το σώμα στα γλυκύτατα χέρια του παιδιού της.
Εκείνος πάλι έκανε όσα έπρεπε, σαν γιος πού αγαπούσε τη φιλόστοργη μητέρα του. Κι αφού παρέδωσε το σώμα της στη γη, ο ίδιος διάλεξε τον μοναχικό βίο, εκπληρώνοντας αμέσως τις μητρικές παραγγελίες με τούτο πρώτα, τη φυγή δηλαδή από τον κόσμο για το Χριστό, πού για χάρη Του θα έφευγε αργότερα κι από τη ζωή.
Από το βίο Του άγίου ‘Αλυπίου
Ο μεγάλος Αλύπιος, έχοντας την καρδιά πυρωμένη από την αγάπη στο Θεό, προβληματιζόταν
Τι νά κάνει στην παρούσα ζωή, για νά κατορθώσει την ολοκληρωτική και παντοτινή συμβίωσή του με Αυτόν πού ποθούσε, την ολοκάθαρη θεωρία
Εκείνου με όλο του το νου και τη γνήσια ένωση μαζί Του.
‘Αποφάσισε λοιπόν ν’ απαρνηθεί τα πάντα και νά φύγει, φυσικά μακριά από φίλους, συγγενείς, γνωστούς, κι από την ίδια του τη μάνα, διαλέγοντας τον αγαθό δρόμο της ησυχαστικής ζωής. την απόφασή του την εμπιστεύθηκε μόνο στη μητέρα του.
Μάνα, της είπε, με κυρίεψε πόθος φλογερός νά πάω κατά την Ανατολή, όπου πολλοί έζησαν θεάρεστα και μακάρια, διαλέγοντας τον ησυχαστικό βίο. Κατευόδωσέ με λοιπόν σ’ αυτόν το δρόμο και δώσε μου τις ευχές σου σαν φυλαχτό. Σαν άκουσε εκείνη αυτά τα λόγια, δεν έπαθε τίποτε απ’ όσα παθαίνουν οι γυναίκες (συνήθως, όταν ακούνε παρόμοιες αποφάσεις των παιδιών τους). δεν πρόβαλε σαν εμπόδιο τη χηρεία της ούτε τη μοναξιά της. δεν είπε πώς είναι πράγμα ασήκωτο για τις μανάδες νά χάνουν ένα γιο τόσο καλό ούτε κάτι άλλο παρόμοιο. δεν προσπάθησε νά ματαιώσει την πρόθεση του αγαπημένου της παιδιού. Ποθούσε, βλέπετε, πραγματικά το συμφέρον του γιου της πιο πολύ από το δικό της. ‘Αντίθετα, σήκωσε τα μάτια, άπλωσε τα χέρια και συγκέντρωσε όλη της τη σκέψη σε προσευχή. Ύστερα είπε:
Πήγαινε, παιδί μου. Πήγαινε έκεί πού σε οδηγεί η κλήση του (Άγίου) Πνεύματος. Νά, ο Θεός, πού σ’ Αυτόν μέσα ζούμε και σ’ Αυτόν σε παραδίνω, θα στείλει τον άγγελό Του μπροστά σου (Εξ. 23:20), για νά σε οδηγήσει όπου είναι το θέλημά Του. “Άμποτε νά σου στείλει βοήθεια από το άγιο κατοικητήριό Του και νά σε προστατέψει από την ουράνια Σιών (Ψαλμ.19:3). Νά σου φορέσει σαν θώρακα τη δικαιοσύνη και νά σου βάλει την περικεφαλαία της σωτηρίας (Ήσ. 59:17. ‘Εφ. 6:14-17). σαν ήλιος του μεσημεριού νά λάμψει η αρετή στα έργα σου (πρβλ. Ψαλμ. 36:6), πού χάρη σ’ αυτά αγάπησες το Δεσπότη περισσότερο κι από γονείς κι από πατρίδα.
Ήταν εκείνη γνήσια μάνα ενός τέτοιου γιου. και γι’ αυτό, βάζοντας την αρετή πιο πάνω από τη Φύση, δεν προσπάθησε νά κάνει ή νά πει τίποτε ανάξιό της.
‘Έπειτα, μετά την ευχή, ο Υιός τυλίχθηκε στο λαιμό της μάνας κι η μάνα αγκάλιασε με λαχτάρα το Υιό, ενώ βρέχονταν και οι δύο τους με θερμά δάκρυα. και αφού κατά φιλήθηκαν, χωρίστηκαν. Ή μάνα κίνησε για το σπίτι, και ο Υιός πήρε το δρόμο πού ποθούσε.
Από το μαρτύριο των άγίων Tεσσαράκoντα Mαρτύρων
Οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως. το πρωί, μετά την ολονύκτια ορθοστασία τους μέσα στη λίμνη και την αλύγιστη καρτερικότητά τους στην αβάσταχτη παγωνιά, τούς τραβούσαν στην ακρολιμνιά για νά τούς συντρίψουν τα πόδια με ρόπαλα.
Η μητέρα ενός απ’ αυτούς έμενε εκεί δίπλα τους, όσο βασανίζονταν, παρατηρώντας το Υιό της. Αυτός ήταν, βλέπετε, πιο νέος απ’ όλους στην ηλικία, και η μητέρα του φοβόταν μήπως τα νιάτα και η αγάπη στη ζωή τον κάνουν κάποια στιγμή νά δειλιάσει και νά φανεί έτσι ανάξιος της στρατιωτικής ιδιότητος και τιμής. Στεκόταν λοιπόν και τον παρακολουθούσε προσεκτικά, με τη στάση και το βλέμμα της, και του έδινε θάρρος, τεντώνοντας προς το μέρος του τα χέρια της και λέγοντας:
– Παιδί μου γλυκύτατο! του ουράνιου Πατέρα πια παιδί! Κάνε λίγη ακόμα υπομονή, και θα γίνεις τέλειος! μη φοβηθείς τα βασανιστήρια. Γιατί, δες, σου παραστέκεται βοηθός ο Χριστός. Καμιά πίκρα, καμιά ταλαιπωρία δεν θα σε βρει πια. “Όλ’ αυτά πέρασαν. τα ‘χεις όλα νικήσει με τη γενναιότητά σου. ‘Από δω και πέρα χαρά, ηδονή, άνεση, ευφροσύνη… Αυτά θα γευθείς, βασιλεύοντας μαζί με το Χριστό και πρεσβεύοντας σ’ Εκείνον και για μένα, πού σε γέννησα.
Μετά τη συντριβή λοιπόν των ποδιών τους, οι άγιοι παρέδωσαν τις ψυχές τους στο Θεό. και οι στρατιώτες έφεραν αμάξια κι έβαλαν σ’ αυτά τα ιερά σώματα, για νά τα μεταφέρουν στην όχθη του γειτονικού ποταμού. Επειδή όμως παρατήρησαν πώς ο νέος εκείνος, πού λεγόταν Μελίτων, ανάσαινε ακόμα, τον άφησαν έτσι, με την ελπίδα ότι θα ζήσει.
Σαν είδε ή μητέρα του ότι αυτός μονάχα έμεινε πίσω, της ήρθε βαρύ, σαν θάνατος δικός της και του παιδιού της. Παρέβλεψε λοιπόν τη γυναικεία αδυναμία και λησμόνησε τη μητρική ευσπλαχνία Σήκωσε το Υιό της στους ωμούς κι ακολουθούσε γενναιόψυχα τα αμάξια, πιστεύοντας πώς τότε μόνο θα ζούσε, όταν θα τον ε6λεπε νά είναι τελειωμένος και νεκρός.
την ώρα λοιπόν πού τον κου6αλούσε, αυτός ξεψύχησε. Τότε πια ή μητέρα του απαλλάχθηκε από τις φροντίδες. Σκιρτώντας δυνατά απ’ τη μεγάλη της χαρά για το τέλος του γιου της, μεταφέρει τον πολυαγαπημένο της νεκρό μέχρι τον τόπο, όπου ήταν τα σώματα των άγίων, τον βάζει πάνω σ’ αυτά και τον συναριθμεί μαζί τους, για νά μη χωριστεί από τα σώματά τους ούτε το σώμα Εκείνου, πού την ψυχή του βιαζόταν νά συναριθμήσει με τις ψυχές τους.
Ανάβουν τότε μεγάλη φωτιά οι υπηρέτες του εχθρού (διαβόλου) και κατάκαινε τα σώματα των άγίων. Ύστερα τα πέταξαν στο ποτάμι, Επειδή φθονούσαν τα λείψανα των χριστιανών. Εκείνα όμως, από θεία βέβαια οικονομία, συγκρατήθηκαν σε κάποιον όχθη και διασώθηκαν. και τα ξαναπήραν χριστιανικά χέρια, χαρίζοντάς μας πλούτο ασύλητο.
Η. ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΩΘΕΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΔΙΩΚΕΙ ΤΙΣ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ ΜΕ ΕΝΑΡΕΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ.
ΑΒΒΑΣ Παλλάδιος είπε.
Η ψυχή πού αγωνίζεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, πρέπει ή νά μαθαίνει σωστά όσα δεν ξέρει ή νά διδάσκει με σαφήνεια όσα έμαθε. ” Αν δεν θέλει νά κάνει τίποτε από τα δύο, τότε δεν είναι καλά. Γιατί ή αρχή της αποστασίας βρίσκεται στην έλλειψη της διδαχής και στην ανορεξία του θείου λόγου, πού τον πεινάει πάντα ή φιλόθεη ψυχή.
Είπε πάλι ο αββάς Παλλάδιος:
Περισσότερο κι από παράθυρο φωτεινό, πρέπει νά κυνηγάει κανείς τις συναναστροφές ενάρετων ανθρώπων, γιατί με τη βοήθειά τους θα μπορέσει νά δει την καρδιά του σαν ένα καθαρογραμμένο βιβλίο και, συγκρίνοντας τη ζωή του με τη ζωή εκείνων, νά διαπιστώσει τη δική του ραθυμία ή επιμέλεια. Γιατί στους ενάρετους υπάρχουν πολλά, και εξωτερικά ακόμα στοιχεία, πού φανερώνουν την καθαρότητα της ψυχής τους: το χρώμα, πού απλώνεται αυτοπρόσωπο με τη θεάρεστη πολιτεία, ο τρόπος της ενδυμασίας, ή απλότητα του ήθους, ή σεμνότητα ατά λόγια, το απέριττο στις λέξεις, ή σύνεση στις σκέψεις, ή προσοχή στις εκδηλώσεις. Όλα τούτα τα ωφελούν υπερβολικά όσους τα παρατηρούν και αποτυπώνουν στις ψυχές τους αναλλοίωτα πρότυπα αρετής.
Ένας γέροντας – διηγήθηκε ο αββάς Κασσιανός – πού ασκήτευε στην έρημο, παρακάλεσε το Θεό νά του δώσει τούτο το χάρισμα: Όταν γίνεται πνευματική συζήτηση, νά μη νυστάζει ποτέ. όταν όμως κανείς αργολογεί ή κατακρίνει, τότε νά τον παίρνει ο ύπνος, για νά μη μολύνονται τ’ αυτιά του με τέτοιο δηλητήριο. και πραγματικά, του έδωσε ο Θεός αυτό πού ζητούσε.
‘Έλεγε λοιπόν αυτός ο γέροντας, πώς ο διάβολος είναι θιασώτης της αργολογίας και αντίπαλος κάθε πνευματικής διδαχής. Επιβεβαίωνε μάλιστα το λόγο του με τούτο το παράδειγμα:
Μια φορά, καθώς μιλούσα για ψυχωφελή ζητήματα σε κάποιους αδελφούς, τόσο πολύ νύσταξαν, πού δεν μπορούσαν ούτε τα βλέφαρά τους νά κουνήσουν. Κι εγώ τότε, θέλοντας νά φανερώσω πώς αυτό συμβαίνει από δαιμονική ενέργεια, άρχισα ν’ αργολογώ. Στη στιγμή ξενύσταξαν κι έγιναν ολόχαροι! ‘Αναστέναξα και τούς είπα: “Δέστε, αδελφοί μου! Όσο μιλούσαμε για ουράνια πράγματα, τα μάτια ‘όλων σας τα έκλεινε ο ύπνος. Μόλις ‘όμως ακούστηκαν λόγια μάταια, όλοι ξενυστάξατε και ακούγατε πρόθυμα. Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, νά συναισθανθείτε την ενέργεια του πονηρού δαίμονα, κι έτσι νά είστε προσεκτικοί και νά φυλάγεστε από το νυσταγμό, κάθε φορά πού κάνετε ή ακούτε κάτι πνευματικό”.
Τρεις πατέρες είχαν τη συνήθεια νά πηγαίνουν κάθε χρόνο στον μακάριο Αντώνιο. Άπ’ αυτούς οι δύο του έκαναν διάφορες ερωτήσεις για τούς λογισμούς και τη σωτηρία της ψυχής. Ό τρίτος όμως σώπαινε και δεν ρωτούσε τίποτα. ‘Αφού λοιπόν ήρθαν πολλές φορές και ο αδελφός εκείνος έτσι πάντα σώπαινε, μη ρωτώντας το παραμικρό, του λέει κάποτε ο αββάς , Αντώνιος:
Μα τόσον καιρό έχεις πού έρχεσαι εδώ, και δεν με Ρώτας τίποτα.
‘Εκείνος τότε αποκρίθηκε:
Μου φτάνει μόνο πού σε βλέπω, πάτερ.
‘Έλεγε ο αββάς Παφνούτιος, ότι όσο ζούσαν οι γέροντες, πού έμεναν δώδεκα μίλια μακριά από το κελί του, πήγαινε και τούς συναντούσε δύο φορές το μήνα. Τούς φανέρωνε κάθε λογισμό του. Κι εκείνοι δεν του έλεγαν τίποτε άλλο, παρά μόνο τούτο: “Όπου κι αν βρεθείς, μη λογαριάζεις τον εαυτό σου, και θα έχεις ανάπαυση”.
Διηγήθηκαν για ένα γέροντα, ότι νήστεψε εβδομήντα εβδομάδες, τρώγοντας μόνο μία φορά την εβδομάδα, και παρακαλώντας στο διάστημα αυτό το Θεό νά του φανερώσει τη σημασία ενός χωρίου της Γραφής. ‘Αλλά ο Θεός δεν του την αποκάλυψε. Λέει τότε μέσα του: “Νά, τόσους κόπους έκανα, και τίποτα δεν κατόρθωσα. “Ας πάω λοιπόν στον αδελφό μου και άς τον ρωτήσω”. Φεύγοντας όμως, καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα, έστειλε ο Κύριος έναν άγγελο, πού του είπε:
οι εβδομήντα εβδομάδες της νηστείας σου δεν έφτασαν στο Θεό. Όταν όμως ταπεινώθηκες και κίνησες νά πας στον αδελφό σου, εκείνος μ’ έστειλε για νά σου εξηγήσω το ρητό. Και αφού τον πληροφόρησε για τη σημασία του χωρίου πού ζητούσε, αναχώρησε.
Είπε κάποιος γέροντας:
Αυτός πού μπαίνει σε αρωματοπωλείο, κι αν ακόμα δεν αγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως επάνω του κάποια ευωδία. ‘Έτσι συμβαίνει και μ’ αυτόν πού επισκέπτεται τούς πατέρες. “Αν θελήσει νά εργαστεί πνευματικά, του δείχνουν το δρόμο της ταπεινώσεως, πού τον προστατεύει σαν τείχος από τις επιδρομές των δαιμόνων.
Πήγε κάποτε στον αββά Φήλικα ένας αδελφός, έχοντας μαζί του και μερικούς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπόν τον αββά νά τούς πει ωφέλιμο λόγο. .0 γέροντας όμως σώπαινε. .0 αδελφός συνέχισε νά τον παρακαλεί ώρα πολλή, όπότε εκείνος τούς είπε:
Θέλετε ν’ ακούσετε ψυχωφελή λόγο; – Ναι, αββά, αποκρίθηκαν.
Δεν υπάρχει πια λόγος, είπε ο γέροντας. Γιατί όταν οι αδελφοί ρωτούσαν τούς γέροντες και έκαναν όσα εκείνοι τούς συμβούλευαν, ο Θεός έδινε λόγο, για νά ωφεληθούν εκείνοι πού ρωτούσαν. Τώρα όμως, επειδή ρωτάνε αλλά δεν εφαρμόζουν όσα ακούνε, πήρε ο Θεός τη χάρη του λόγου από τούς γέροντες. δεν βρίσκουν πια τι νά πουν, γιατί δεν υπάρχει εργάτης της αρετής.
Όταν τον άκουσαν οι επισκέπτες, αναστέναξαν και είπαν: – Προσευχήσου για μας, αββά.
Του αββά Μάρκου
Ο άνθρωπος συμβουλεύει τον πλησίον του καθώς γνωρίζει. Ο Θεός πάλι ενεργεί σ’ αυτόν πού ακούει ανάλογα με την πίστη του.
0 άνθρωπος πού μακροθυμεί, έχει πολλή φρόνηση (Παροιμ. 14:29). το ίδιο κι εκείνος πού τεντώνει το αυτί του για ν’ ακούει λόγους πνευματικής σοφίας.
Μην αρνείσαι νά μαθαίνεις, κι άς τυχαίνει νά ξέρεις πάρα πολλά. Γιατί αυτό πού μπορεί νά οικονομήσει ο Θεός, είναι πολύ πιο ωφέλιμο από τη δική μας φρόνηση.
Αυτός πού θέλει νά σηκώσει το σταυρό του και ν’ ακολουθήσει το Χριστό, πρέπει πρώτα-πρώτα νά επιδιώξει την αληθινή γνώση και μάθηση, εξετάζοντας ακατάπαυστα τούς λογισμούς του και μεριμνώντας συνεχώς για τη σωτηρία του και ρωτώντας τούς δούλους του Θεού, πού έχουν το ίδιο φρόνημα και αγωνίζονται τον ίδιο αγώνα μ’ αυτόν, έτσι ώστε νά μην αγνοεί που και πώς βαδίζει και νά μην προχωράει μέσα στο σκοτάδι χωρίς λύχνο νά του φέγγει. Γιατί εκείνος πού βαδίζει ιδιόρρυθμα, χωρίς ευαγγελική γνώση, χωρίς διάκριση και χωρίς την καθοδήγηση κάποιου, σκοντάφτει συχνά και πέφτει σε πολλούς λάκκους και παγίδες του πονηρού και πλανιέται πολύ και κοπιάζει πολύ και μπαίνει σε πολλούς κινδύνους και δεν γνωρίζει τι τέλος θα έχει. Γιατί δεν είναι λίγοι εκείνοι πού πέρασαν από πολλούς κόπους και ασκήσεις και κακοπάθειες και πού υπέφεραν πολλούς μόχθους για το Θεό, αλλά ή ιδιορρυθμία, ή αδιακρισία και ή έλλειψη πνευματικής βοήθειας από τον πλησίον έκαναν τούς τόσους και τόσους κόπους τους ανίσχυρους και μάταιους
Γι’ αυτό, αν είναι δυνατόν, πρέπει κανείς νά φροντίζει και ν’ αγωνίζεται νά είναι συνεχώς μαζί με ανθρώπους πού έχουν πνευματική γνώση, με σκοπό, αν ο ίδιος δεν έχει φωτισμό αληθινής γνώσεως, βαδίζοντας μαζί μ’ εκείνον πού έχει, νά Μην περπατάει στο σκοτάδι, νά Μην κινδυνεύει από βρόχια και παγίδες και νά Μην πέφτει πάνω στα νοητά θηρία, πού ζουν στο σκοτάδι και πού αρπάζουν και αφανίζουν όσους περπατούν μέσα σ’ αυτό χωρίς τον νοητό λύχνο του θείου λόγου.
Του άγίου Μαξίμου
Όπως οι κατά σάρκα γονείς έχουν ιδιαίτερη φυσική αγάπη στα παιδιά τους, έτσι και ο νους έχει φυσικό σύνδεσμο με τούς λόγους του. και όπως όσοι γονείς αγαπούν παθολογικά τα παιδιά τους, τα θεωρούν πώς είναι τα πιο ικανά και τα πιο ωραία, ακόμα κι αν είναι σε ‘όλα τα πιο καταγέλαστα, έτσι και στον άφρονα νου οι λόγοι του, ακόμα κι αν είναι οι χειρότεροι απ’ ‘όλους, του φαίνονται φρονιμότατοι. στον σοφό όμως νου δεν φαίνονται έτσι οι λόγοι του. απεναντίας, όταν νομίσει ‘ότι είναι αντικειμενικοί και καλοί, τότε προπαντός δεν πιστεύει στην κρίση του, αλλά βάζει άλλους σοφούς νά κρίνουν τούς λόγους και τούς λογισμούς του, «μήπως εις κενόν τρέχn η έδραμε» (ΓΑΛ. 2:2), και απ’ αυτούς βεβαιώνεται.
Του άγίου Έφραίμ
Μην αρνείσαι τη συμβουλή αγίων ανθρώπων, έστω κι αν έχεις πνευματική γνώση. Γιατί κι αυτό είναι καρπός γνώσεως.
Του αββά ‘Ισαάκ
Μη ζητήσεις νά πάρεις συμβουλή από κάποιον πού δεν ακολουθεί τον δικό σου τρόπο ζωής, έστω κι αν είναι πολύ σοφός. Είναι προτιμότερο ν’ αναθέσεις τα προβλήματά σου σ’ έναν απλοϊκό άνθρωπο με πείρα από τα πράγματα, παρά σ’ έναν φιλόσοφο, πού μιλάει με λογική στηριγμένη στη θεωρητική εξέταση των πραγμάτων, χωρίς όμως νά έχει και τη σχετική πείρα. και ή πείρα είναι όχι το νά μπει κανείς στα πράγματα α και νά ερευνήσει μερικές μονόπλευρες τους, χωρίς νά έχει ακόμη αποκτήσει ο ίδιος τη γνώση από την εργασία, αλλά το νά αισθανθεί έμπρακτα την ωφέλεια η τη ζημιά των πραγμάτων αυτών, έχοντας τα δοκιμάσει για πολύ καιρό γιατί πολλές φορές ένα πράγμα φαίνεται επιζήμιο, ενώ κρύβει μέσα του μεγάλη ωφέλεια. Άλλοτε πάλι, αντίθετα, φαίνεται απόλυτα ωφέλιμο, ενώ εσωτερικά είναι όλο βλάβη. Γι’ αυτό και πολλοί άνθρωποι ζημιώθηκαν όχι λίγο από πράγματα φαινομενικά κερδοφόρα. Νά χρησιμοποιείς λοιπόν ως σύμβουλό σου εκείνον, πού από πείρα γνωρίζει καλά τη φύση και τη δύναμη των διαφόρων πραγμάτων, και ‘πού μπορεί νά τα διακρίνει αλάθητα.
‘Όποιος έκανε σωστή χρήση της ελευθερίας πρώτα στον εαυτό του, είναι μετά άξιος εμπιστοσύνης για νά την παραδώσει και στους άλλους με επιστημοσύνη.
Θ. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΥΠΟΤΑΓΗΣ, Η ΩΦΕΛΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠ` ΑΥΤΗΝ ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΗΝ ΚΑΤΟΡΘΩΝΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Από το Γεροντικό
ΕΙΠΕ ο αββάς Αντώνιος, ότι ή υπακοή με την εγκράτεια έχει τη δύναμη νά υποτάσσει και τα θηρία.
Ό αββάς Ποιμήν είπε, ότι μία φορά ρώτησε κάποιος τον αββά Παισιο:
Τι θα κάνω με την ψυχή μου, πού είναι αναίσθητη και δεν έχει φόβο Θεού;
Πήγαινε, απάντησε ο γέροντας, και υποτάξου σ’ έναν άνθρωπο πού έχει φόβο Θεού. Ή αναστροφή σου μ’ εκείνον θα σε μάθει κι εσένα νά φοβάσαι το Θεό.
Είπε ο αββάς Μωυσης σ’ έναν αδελφό:
Έλα, αδελφέ μου, στην αληθινή υπακοή, όπου υπάρχει ταπείνωση όπου υπάρχει δύναμη, όπου υπάρχει χαρά, όπου υπάρχει υπομονή, όπου υπάρχει μακροθυμία, όπου υπάρχει φιλαδελφία, όπου υπάρχει κατάνυξη, όπου υπάρχει αγάπη. Γιατί όποιος κάνει καθαρή υπακοή, έχει αποκτήσει όλες τις εντολές του Θεού.
Κάποτε τέσσερις σκητιώτες, ντυμένοι με δέρματα ζώων, ήρθαν στον μεγάλο Παμβώ.
Ο καθένας τους του φανέρωσε την αρετή του αλλού: Ο πρώτος έκανε μεγάλη νηστεία.
Ο δεύτερος είχε τέλεια ακτημοσύνη.
Ο τρίτος- ξεχώριζε για την πολλή του αγάπη. και ο τέταρτος έκανε υπακοή σ’ έναν γέροντα είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια. Τούς λέει λοιπόν ο αββάς Παμβώ:
– Σάς βεβαιώνω, πώς ή αρετή του τετάρτου είναι μεγαλύτερη από τις αρετές των άλλων. Γιατί ο καθένας σας την κάθε αρετή, πού απέκτησε, την κράτησε με το δικό του θέλημα. Αυτός όμως έκοψε το θέλημά του και κάνει αλλού το θέλημα. Γι` αυτό είναι ανώτερός σας. Ομολογητές είναι όσοι κάνουν υπακοή, αν τη φυλάξουν ως το τέλος.
Ο αββάς Ρούφος είπε, ότι αυτός πού κάθεται στην υποταγή πνευματικού πατέρα, έχει περισσότερο μισθό από τον αναχωρητή, πού μένει μόνος του στην έρημο.
Ο αββάς Ποιμήν είπε:
Μη μετράς τις αρετές σου, αλλά υποτάξου καλύτερα σε κάποιον πού ζει ενάρετα.
Ο αββάς Ιωσήφ ο Θηβαίος είπε, ότι τρία πράγματα είναι πού εκτιμά περισσότερο ο Θεός το πρώτο, όταν ο άνθρωπος είναι άρρωστος και του έρχονται κι άλλοι πειρασμοί, κι αυτός τούς δέχεται ευχαριστώντας τον Κύριο.
Το δεύτερο, όταν όλα τα έργα γίνονται καθαρά ενώπιον του Θεού, χωρίς νά έχουν τίποτα το ανθρώπινο.
Το τρίτο, όταν κανείς μένει στην υποταγή πνευματικού πατέρα και απαρνιέται όλα τα δικά του θελήματα. ο τελευταίος έχει ένα στεφάνι παραπάνω.
Του αββά Μάρκου
‘Εκείνος πού βρίσκεται κάτω από την εξουσία της αμαρτίας, δεν μπορεί μόνος του νά νικήσει το σαρκικό φρόνημα, γιατί έχει τον ερεθισμό ακατάπαυστο και εγκατεστημένο μέσα στα μέλη του.
‘Όσοι είναι εμπαθείς, πρέπει νά προσεύχονται και νά υποτάσσονται.
‘Εκείνος πού αγωνίζεται με υποταγή και προσευχή εναντίον του σαρκικού θελήματος, είναι αγωνιστής πού μεταχειρίζεται καλή μέθοδο, εκδηλώνοντας τον νοητό πόλεμο με την αποχή από τα αισθητά.
Του άγίου Διαδόχου
Η υπακοή έχει αναγνωριστεί σαν το πρώτο καλό ανάμεσα σ’ όλες τις βασικές αρετές, γιατί διώχνει την οίηση (δηλαδή τη μεγάλη ιδέα πού έχει κανείς για τον εαυτό του) και γεννάει μέσα μας την ταπεινοφροσύνη. Γι’ αυτό και σ’ εκείνους πού τη δέχονται με ευχαρίστηση, γίνεται θύρα πού οδηγεί στην αγάπη του Θεού.
Την υπακοή αθέτησε ο Αδάμ, και κατρακύλησε στον αβυσσαλέο τάρταρο. Την υπακοή αγάπησε ο Κύριος, και, οικονομώντας τη δική μας σωτηρία, έγινε άνθρωπος και υπάκουσε στον Πατέρα Του μέχρι θανάτου – κι αυτό, ενώ δεν ήταν καθόλου κατώτερος από τη μεγαλοσύνη Εκείνου – για νά καταργήσει το έγκλημα της ανθρώπινης παρακοής με τη δική Του υπακοή και νά επαναφέρει στη μακάρια και αιώνια ζωή εκείνους πού θα ζήσουν με υπακοή.
Πρώτα λοιπόν γι’ αυτή την αρετή πρέπει νά φροντίζουν, όσοι θέλουν νά πολεμήσουν τη
διαβολική οίηση. Και αυτή ή αρετή, με τον καιρό, θα μας δείξει αλάθητα όλους τούς δρόμους των αρετών.
Του αββά Κασσιανού
Ο διάβολος με κανένα άλλο ελάττωμα δεν οδηγεί τόσο στο βάραθρο της απώλειας τον άνθρωπο, όσο με το νά τον πείσει νά μην καταδέχεται νά ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με τη διδασκαλία και τις υποδείξεις των Πατέρων, αλλά ν’ ακολουθεί το δικό του θέλημα. Γιατί αυτός πού πορεύεται σύμφωνα με τη δική του κρίση και γνώμη, ποτέ δεν θα προχωρήσει με ασφάλεια, αλλά πολλές φορές θα σκοντάψει και θα πλανηθεί, και, βαδίζοντας λες συνεχώς μέσα στο σκοτάδι, θ’ αντιμετωπίσει κινδύνους πολλούς και φοβερούς.
Πρέπει νά μάθουμε και τούτο, παίρνοντας παραδείγματα και από τις ανθρώπινες τέχνες και επιστήμες: Αν δηλαδή εκείνες, πού αφορούν πράγματα χειροπιαστά, δεν μπορούμε μόνοι μας νά τις μάθουμε, αλλά έχουμε ανάγκη από κάποιον, πού θα μας τις διδάξει σωστά και θα μας αναλύσει κάθε πλευρά τους, δεν είναι αφελές και ανόητο νά νομίζουμε, ότι την πνευματική τέχνη, πού είναι απ’ όλες τις τέχνες και τις επιστήμες ή πιο δύσκολη κι ή πιο επίμοχθη, θα κατορθώσουμε νά τη μάθουμε χωρίς δάσκαλο; Γιατί δεν πρόκειται για τέχνη σωματική και ορατή, όπως είναι οι υπόλοιπες τέχνες, πού ασχολούνται μόνο με σωματικά ζητήματα. πρόκειται για τέχνη κρυμμένη και αόρατη, καθώς αποβλέπει μόνο στην ψυχή και έχει σκοπό νά την κάνει θεοειδή. Ή αποτυχία σ’ αυτή την τέχνη δεν προκαλεί πρόσκαιρη βλάβη, αλλ’ απώλεια της ψυχής και αιώνιο. θάνατο και κόλαση.
Του άγίου Μαξίμου
Ο Θεός και Λόγος του Θεού και Πατέρα βρίσκεται μυστικά μέσα σε καθεμιά από τις εντολές Του. Ό Θεός και Πατέρας, πάλι, είναι εκ φύσεως όλος αχώριστος σε όλον το Λόγο Του. Εκείνος λοιπόν πού δέχεται μία θεία εντολή και την εφαρμόζει, δέχεται το Λόγο του Θεού πού υπάρχει μέσα σ’ αυτήν. Εκείνος πού δέχθηκε το Λόγο διαμέσου των εντολών, δέχθηκε δια μέσου Αυτού και τον Πατέρα, πού υπάρχει εκ φύσεως μέσα σ’ Αυτόν, όπως και το Πνεύμα, πού επίσης υπάρχει εκ φύσεως μέσα σ’ Αυτόν. Γιατί λέει: «Αμήν λέγω ύμίν, ο λαμβάνων όντινα πέμψω, εμέ λαμβάνει. ο δε εμέ λαμβάνων, λαμβάνει τον πέμψαντά με» (Ίω. 13:20). Εκείνος λοιπόν πού δέχθηκε εντολή και την τήρησε, δέχθηκε και κρατάει μυστικά μέσα του την Άγία Τριάδα.
Του άγίου Έφραίμ
Επειδή δεν υπομένουμε εκούσια μικρή θλίψη για τον Κύριο, πέφτουμε ακούσια σε πολλές και βαρείες θλίψεις. και επειδή δεν θέλουμε ν’ αφήσουμε το δικό μας θέλημα για τον Κύριο, προξενούμε στους εαυτούς μας ψυχική βλάβη και καταστροφή. και επειδή δεν ανεχόμαστε νά ζούμε ή νά μπούμε σε υποταγή και εξουδένωση για τον Κύριο, στερούμε τούς εαυτούς μας από την παρηγοριά των δικαίων. και επειδή δεν πειθαρχούμε στις νουθεσίες όσων μας βάζουν νόμους για τον Κύριο, γινόμαστε αντικείμενα της χαιρεκακίας των πονηρών δαιμόνων. και επειδή δεν ανεχόμαστε την αυστηρή τιμωρία, θα μας δεχθεί το καμίνι της άσβηστης φωτιάς, όπου δεν θα υπάρχει πια ποτέ παρηγοριά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου