ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ἀγάπησε πραγματικὰ τὸν Κύριον καὶ ἐπεζήτησε ἀληθινὰ νὰ κερδήση τὴν μέλλουσα
βασιλεία, ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε πραγματικὸ πόνο γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του καὶ ζωντανὴ ἐνθύμησι τῆς
κολάσεως καὶ τῆς αἰωνίου κρίσεως, ἐκεῖνος ποὺ ξύπνησε ἀληθινὰ μέσα του τὸν φόβο τοῦ θανάτου του,
δὲν θὰ ἀγαπήση πλέον οὔτε θὰ ἐνδιαφερθῆ οὔτε θὰ μεριμνήση καθόλου γιὰ χρήματα ἢ γιὰ κτήματα ἢ
γιὰ τοὺς γονεῖς του ἢ γιὰ ἐπίγειο δόξα ἢ γιὰ φίλους ἢ γιὰ ἀδελφοὺς ἢ γιὰ τίποτε τὸ γήϊνο. Ἀλλὰ ἀφοῦ
ἀποτινάξη ἀπὸ ἐπάνω του καὶ μισήση κάθε ἐπαφὴ καὶ κάθε φροντίδα γιὰ ὅλα αὐτά, ἐπὶ πλέον δὲ καὶ
πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ἀφοῦ μισήση καὶ τὴν ἴδια τὴν σάρκα του, ἀκολουθεῖ τὸν Χριστὸν γυμνὸς καὶ ἀμέριμνος
καὶ ἀκούραστος, ἀτενίζοντας πάντοτε στὸν οὐρανὸ καὶ ἀναμένοντας τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια, καθὼς τὸ
εἶπε ἕνας Ἅγιος: «Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» (Ψαλμ. ξβ´ 9).
Καὶ καθὼς τὸ εἶπε πάλι ὁ ἀείμνηστος ἐκεῖνος Προφήτης: «Ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν σοι καὶ
ἡμέραν ἢ ἀνάπαυσιν ἀνθρώπου οὐκ ἐπεθύμησα, Κύριε» (Ἱερεμ. ιζ´ 16).
2. Εἶναι μεγάλη ἐντροπή, ἀφοῦ ἐγκαταλείψαμε ὅλα τὰ προηγούμενα, μετὰ τὴν κλῆσι ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ
Κύριος καὶ ὄχι κανεὶς ἄνθρωπος, νὰ φροντίζωμε γιὰ κάτι ἄλλο, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς φανῆ
χρήσιμο τὴν ὥρα τῆς μεγάλης μας ἀνάγκης, δηλαδὴ τοῦ θανάτου μας.
Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Κύριος, ὅταν ὡμίλησε γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ «ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω καὶ δὲν εἶναι
εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Λουκ. θ´ 62).
3. Ὁ Κύριος, ἐπειδὴ γνωρίζει πόσο εὔκολα γλυστροῦμε ἐμεῖς οἱ ἀρχάριοι καὶ ἐπιστρέφομε στὸν κόσμο,
ἐὰν συναναστρεφώμεθα ἢ ἔστω συναντώμεθα μὲ κοσμικούς, ἀπήντησε σ᾿ αὐτὸν ποὺ τοῦ εἶπε,
«ἐπίτρεψόν μοι ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου»: «Ἅφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν
νεκρούς» (Ματθ. η´ 22).
4. Μετὰ τὴν ἀποταγή μας οἱ δαίμονες μᾶς παρακινοῦν νὰ μακαρίζωμε τοὺς κοσμικοὺς ποὺ τυχὸν εἶναι
ἐλεήμονες καὶ εὔσπλαγχνοι, καὶ νὰ ἐλεεινολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας, διότι δῆθεν τὸν ἐστερήσαμε ἀπὸ
αὐτὴν τὴν ἀρετή.
Ὁ δὲ σκοπὸς τῶν ἐχθρῶν μας εἶναι, μὲ αὐτὴν τὴν νόθο ταπείνωσι νὰ μᾶς ξαναφέρουν στὸν κόσμο ἤ,
ἂν παραμείνωμε μοναχοί, νὰ μᾶς κατακρημνίσουν στὴν ἀπόγνωσι.
5. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξευτελίζωμε τοὺς κοσμικοὺς ἀπὸ οἴηση, ὅπως ἐπίσης νὰ τοὺς ἐξουθενώνωμε
ἀπόντας, γιὰ νὰ πολεμοῦμε τὴν ἀπόγνωσι καὶ νὰ ἀποκτοῦμε περισσότερο θάρρος καὶ ἐλπίδα.
6. Ἂς ἀκούσωμε τί εἶπε ὁ Κύριος στὸν νέον ἐκεῖνο ποὺ εἶχε τηρήσει ὅλες σχεδὸν τὶς ἐντολές: «Ἕνα σοῦ
λείπει, νὰ πωλήσης τὰ ὑπάρχοντά σου, νὰ τὰ δώσης στοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ γίνης ἐσὺ πτωχὸς ποὺ θὰ
δέχεται ἐλεημοσύνες» (πρβλ. Ματθ. ιθ´ 21).
7. Ὅσοι ἐπιθυμοῦμε νὰ τρέχωμε μὲ ταχύτητα (στὸν δρόμο τῆς ἀσκήσεως), ἂς στοχασθοῦμε καλά, ὅτι ὁ
Κύριος ὅσους ζοῦν στὸν κόσμο τοὺς ἔκρινε καὶ τοὺς ἐχαρακτήρισε σὰν ζωντανοὺς νεκρούς, λέγοντας
σὲ κάποιον: «Ἄφησε τοὺς νεκρούς του κόσμου νὰ θάψουν τοὺς νεκροὺς κατὰ τὸ σῶμα» (πρβλ. Ματθ. η´
22).
8. Σὲ τίποτε δὲν ἐμπόδισε ὁ πλοῦτος ἐκεῖνον «τὸν πλούσιον νεανίσκον» νὰ προσέλθη στὸ βάπτισμα.
Πλανῶνται λοιπὸν μερικοὶ ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι χάριν τοῦ βαπτίσματος ὁ Κύριος τὸν διέταξε νὰ
πωλήση τὸν πλοῦτο του. Ἡ μαρτυρία αὐτὴ ἂς εἶναι ἀρκετὴ γιὰ μᾶς, σὰν μεγίστη ἀπόδειξις τῆς δόξης
τῆς μοναχικῆς μας πολιτείας.
9. Ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο καὶ λυώνουν στὶς ἀγρυπνίες, τὶς νηστεῖες, τοὺς κόπους καὶ τὶς
κακουχίες, ὅταν ἀναχωρήσουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὴν μοναχικὴ ζωή, σὰν σὲ κάποιο
δοκιμαστήριο ἢ στάδιο, ὅλη αὐτὴ τὴν προηγούμενη ἄσκησί τους, τὴν νοθευμένη καὶ ἐπιφανειακή, δὲν
τὴν συνεχίζουν πλέον.
βασιλεία, ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε πραγματικὸ πόνο γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του καὶ ζωντανὴ ἐνθύμησι τῆς
κολάσεως καὶ τῆς αἰωνίου κρίσεως, ἐκεῖνος ποὺ ξύπνησε ἀληθινὰ μέσα του τὸν φόβο τοῦ θανάτου του,
δὲν θὰ ἀγαπήση πλέον οὔτε θὰ ἐνδιαφερθῆ οὔτε θὰ μεριμνήση καθόλου γιὰ χρήματα ἢ γιὰ κτήματα ἢ
γιὰ τοὺς γονεῖς του ἢ γιὰ ἐπίγειο δόξα ἢ γιὰ φίλους ἢ γιὰ ἀδελφοὺς ἢ γιὰ τίποτε τὸ γήϊνο. Ἀλλὰ ἀφοῦ
ἀποτινάξη ἀπὸ ἐπάνω του καὶ μισήση κάθε ἐπαφὴ καὶ κάθε φροντίδα γιὰ ὅλα αὐτά, ἐπὶ πλέον δὲ καὶ
πρὶν ἀπ᾿ ὅλα ἀφοῦ μισήση καὶ τὴν ἴδια τὴν σάρκα του, ἀκολουθεῖ τὸν Χριστὸν γυμνὸς καὶ ἀμέριμνος
καὶ ἀκούραστος, ἀτενίζοντας πάντοτε στὸν οὐρανὸ καὶ ἀναμένοντας τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια, καθὼς τὸ
εἶπε ἕνας Ἅγιος: «Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» (Ψαλμ. ξβ´ 9).
Καὶ καθὼς τὸ εἶπε πάλι ὁ ἀείμνηστος ἐκεῖνος Προφήτης: «Ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν σοι καὶ
ἡμέραν ἢ ἀνάπαυσιν ἀνθρώπου οὐκ ἐπεθύμησα, Κύριε» (Ἱερεμ. ιζ´ 16).
2. Εἶναι μεγάλη ἐντροπή, ἀφοῦ ἐγκαταλείψαμε ὅλα τὰ προηγούμενα, μετὰ τὴν κλῆσι ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ
Κύριος καὶ ὄχι κανεὶς ἄνθρωπος, νὰ φροντίζωμε γιὰ κάτι ἄλλο, τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς φανῆ
χρήσιμο τὴν ὥρα τῆς μεγάλης μας ἀνάγκης, δηλαδὴ τοῦ θανάτου μας.
Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Κύριος, ὅταν ὡμίλησε γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ «ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω καὶ δὲν εἶναι
εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Λουκ. θ´ 62).
3. Ὁ Κύριος, ἐπειδὴ γνωρίζει πόσο εὔκολα γλυστροῦμε ἐμεῖς οἱ ἀρχάριοι καὶ ἐπιστρέφομε στὸν κόσμο,
ἐὰν συναναστρεφώμεθα ἢ ἔστω συναντώμεθα μὲ κοσμικούς, ἀπήντησε σ᾿ αὐτὸν ποὺ τοῦ εἶπε,
«ἐπίτρεψόν μοι ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου»: «Ἅφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν
νεκρούς» (Ματθ. η´ 22).
4. Μετὰ τὴν ἀποταγή μας οἱ δαίμονες μᾶς παρακινοῦν νὰ μακαρίζωμε τοὺς κοσμικοὺς ποὺ τυχὸν εἶναι
ἐλεήμονες καὶ εὔσπλαγχνοι, καὶ νὰ ἐλεεινολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας, διότι δῆθεν τὸν ἐστερήσαμε ἀπὸ
αὐτὴν τὴν ἀρετή.
Ὁ δὲ σκοπὸς τῶν ἐχθρῶν μας εἶναι, μὲ αὐτὴν τὴν νόθο ταπείνωσι νὰ μᾶς ξαναφέρουν στὸν κόσμο ἤ,
ἂν παραμείνωμε μοναχοί, νὰ μᾶς κατακρημνίσουν στὴν ἀπόγνωσι.
5. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξευτελίζωμε τοὺς κοσμικοὺς ἀπὸ οἴηση, ὅπως ἐπίσης νὰ τοὺς ἐξουθενώνωμε
ἀπόντας, γιὰ νὰ πολεμοῦμε τὴν ἀπόγνωσι καὶ νὰ ἀποκτοῦμε περισσότερο θάρρος καὶ ἐλπίδα.
6. Ἂς ἀκούσωμε τί εἶπε ὁ Κύριος στὸν νέον ἐκεῖνο ποὺ εἶχε τηρήσει ὅλες σχεδὸν τὶς ἐντολές: «Ἕνα σοῦ
λείπει, νὰ πωλήσης τὰ ὑπάρχοντά σου, νὰ τὰ δώσης στοὺς πτωχοὺς καὶ νὰ γίνης ἐσὺ πτωχὸς ποὺ θὰ
δέχεται ἐλεημοσύνες» (πρβλ. Ματθ. ιθ´ 21).
7. Ὅσοι ἐπιθυμοῦμε νὰ τρέχωμε μὲ ταχύτητα (στὸν δρόμο τῆς ἀσκήσεως), ἂς στοχασθοῦμε καλά, ὅτι ὁ
Κύριος ὅσους ζοῦν στὸν κόσμο τοὺς ἔκρινε καὶ τοὺς ἐχαρακτήρισε σὰν ζωντανοὺς νεκρούς, λέγοντας
σὲ κάποιον: «Ἄφησε τοὺς νεκρούς του κόσμου νὰ θάψουν τοὺς νεκροὺς κατὰ τὸ σῶμα» (πρβλ. Ματθ. η´
22).
8. Σὲ τίποτε δὲν ἐμπόδισε ὁ πλοῦτος ἐκεῖνον «τὸν πλούσιον νεανίσκον» νὰ προσέλθη στὸ βάπτισμα.
Πλανῶνται λοιπὸν μερικοὶ ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι χάριν τοῦ βαπτίσματος ὁ Κύριος τὸν διέταξε νὰ
πωλήση τὸν πλοῦτο του. Ἡ μαρτυρία αὐτὴ ἂς εἶναι ἀρκετὴ γιὰ μᾶς, σὰν μεγίστη ἀπόδειξις τῆς δόξης
τῆς μοναχικῆς μας πολιτείας.
9. Ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο καὶ λυώνουν στὶς ἀγρυπνίες, τὶς νηστεῖες, τοὺς κόπους καὶ τὶς
κακουχίες, ὅταν ἀναχωρήσουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὴν μοναχικὴ ζωή, σὰν σὲ κάποιο
δοκιμαστήριο ἢ στάδιο, ὅλη αὐτὴ τὴν προηγούμενη ἄσκησί τους, τὴν νοθευμένη καὶ ἐπιφανειακή, δὲν
τὴν συνεχίζουν πλέον.
10. Ἔχω ἰδεῖ πολλὰ καὶ διάφορα φυτὰ ἀρετῶν, φυτευμένα μέσα στὸν κόσμο, οὗ ἐποτίζονταν ἀπὸ τὸν
βόρβορο τοῦ ὑπονόμου της κενοδοξίας καὶ ἐσκαλίζονταν ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐπιδείξεως καὶ
ἐλιπαίνονταν μὲ τὸ λίπασμα τῶν ἐπαίνων. Τὰ ἴδια ὅμως αὐτὰ φυτά, ὅταν μεταφυτεύθηκαν σὲ γῆ
ἔρημο καὶ ἄβατο ἀπὸ κοσμικούς, καὶ ἄνυδρο, χωρὶς τὸ βρωμερὸ νερὸ τῆς κενοδοξίας, ἀμέσως
ἐξεράθηκαν. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν αὐτὰ τὰ ὑδροχαρῆ φυτὰ νὰ καρποφορήσουν σὲ σκληρὰ καὶ
ἄνυδρα γυμναστήρια.
11. Ὅποιος ἐμίσησε τὸν κόσμο, αὐτὸς ἐγλύτωσε ἀπὸ τὴν λύπη. Ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει «προσπάθεια» (= ἡ
μετὰ πάθους προσκόλλησις, ἡ δέσμευσις τοῦ συναισθήματος σὲ κάτι) σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ
ὁρατά, δὲν ἔχει λυτρωθῆ ἀκόμη ἀπὸ τὴν λύπη. Διότι πῶς ἂν μὴ λυπηθῆ, ὅταν στερηθῆ ἐκεῖνο ποῦ
ἀγαπᾶ;
12. Σὲ ὅλα μᾶς χρειάζεται πολλὴ νήψις. Ἰδιαίτερα δὲ ἂς δοθῆ μεγάλη προσοχὴ στὴν ἑπομένη
περίπτωση: Εἶδα πολλοὺς μέσα στὸν κόσμο, οἱ ὁποῖοι μὲ τὶς βιοτικὲς μέριμνες, φροντίδες, συζητήσεις,
ἔρευνες καὶ ἀγρυπνίες ἐγλύτωσαν ἀπὸ τὴν μανία τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας. Ὅταν ὅμως, ἀπηλλαγμένοι
ἀπὸ κάθε μέριμνα, ἔγιναν μοναχοί, ἐμολύνθηκαν ἐλεεινὰ ἀπὸ τὶς ὁρμὲς καὶ τὰ κινήματα τῆς σαρκός.
13. Ἂς προσέχωμε καλὰ τὸν ἑαυτό μας, μήπως πλανηθοῦμε καὶ ἐνῷ πιστεύομε ὅτι βαδίζομε τὴν στενὴ
καὶ τεθλιμμένη ὁδό, ἐν τούτοις εὑρισκόμεθα στὴν πλατεία καὶ εὐρύχωρο.
Τὰ σημεῖα ποὺ θὰ σοῦ δείχνουν ὅτι βαδίζεις τὴν στενὴ ὁδὸ εἶναι:
Ἡ θλίψις τῆς κοιλίας, ἡ ὁλονύκτιος στάσις στὴν προσευχή, τὸ μετρημένο νερό, τὸ λιγοστὸ ψωμί, τὸ
καθαρτικὸ ποτὸ τῆς ἀτιμίας, οἱ χλευασμοί, οἱ περιγέλωτες, οἱ ἐμπαιγμοί, ἡ ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου
θελήματος, ἡ ὑπομονὴ στὶς συγκρούσεις μὲ τοὺς ἄλλους, τὸ νὰ μὴ γογγύζεις ὅταν σὲ περιφρονοῦν, νὰ
βιάζης τὸν ἑαυτό σου νὰ ὑπομένη τὶς ὕβρεις, νὰ ὑπομένης γενναῖα ὅταν οἱ ἄλλοι σὲ ἀδικοῦν, νὰ μὴν
ἀγανακτῆς ὅταν καταλαλοῦν εἰς βάρος σου, νὰ μὴν ὀργίζεσαι ὅταν σὲ ἐξευτελίσουν, νὰ ταπεινώνεσαι
ὅταν σὲ κατακρίνουν. Μακάριοι ὅσοι βαδίζουν τὴν προηγούμενη ὁδό, «ὅτι αὐτῶν ἔστιν ἡ βασιλεία τῶν
οὐρανῶν» (Ματθ. ε´ 3).
14. Κανεὶς δὲν θὰ εἰσέλθη στεφανωμένος στὸν οὐράνιο νυμφώνα, ἐὰν δὲν ἔχη κάνει τὴν πρώτη, τὴν
Δευτέρα καὶ τὴν τρίτη ἀποταγή. Τὴν ἀποταγὴ δηλαδὴ πρῶτον ὅλων τῶν πραγμάτων καὶ τῶν
ἀνθρώπων καὶ αὐτῶν τῶν γονέων του, δεύτερον τὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος, καὶ τρίτον τὴν
ἀποταγὴ τῆς κενοδοξίας ποὺ ἐπακολουθεῖ τὴν ὑπακοή.
15. «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν, καὶ ἀφορίσθητε, καὶ ἀκαθαρσίας κόσμου μὴ ἄπτεσθε, λέγει
Κύριος» (πρβλ. Ἡσ. νβ´ 11). Διότι ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς ἔκανε ποτὲ θαύματα; ποιὸς ἀνέστησε νεκρούς;
ποιὸς ἐξεδίωξε δαίμονες; Κανείς! Ὅλα αὐτὰ εἶναι τῶν μοναχῶν βραβεῖα, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιτύχη
ὁ κόσμος. Διότι ἂν μποροῦσε, τότε θὰ ἦταν περιττὴ ἡ ἄσκησις, δηλαδὴ ἡ ἀναχώρησις ἀπὸ τὸν κόσμο.
16. Ὅταν μετὰ τὴν ἀποταγή μας οἱ δαίμονες μᾶς φλογίζουν τὴν καρδιὰ μὲ τὴν ἐνθύμησι τῶν γονέων
καὶ τῶν ἀδελφῶν μας, τότε ἐμεῖς ἂς ὁπλισθοῦμε ἐναντίον τους μὲ τὴν προσευχή, καὶ ἂς πυρώσωμε τὸν
ἑαυτό μας, μὲ τὴ σκέψι τοῦ αἰωνίου πυρός, ὥστε μὲ τὴν ἐνθύμησι αὐτοῦ νὰ κατασβέσωμε τὴν
παράκαιρη φλόγα τῆς καρδιᾶς μας.
Ἐκεῖνος ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει «ἀπροσπάθεια» (= ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν «προσπάθεια») γιὰ ἕνα
ὁποιοδήποτε πράγμα, αἰσθάνεται ὅμως λύπη στὴν καρδιά του ὅταν τὸ στερηθῆ, αὐτὸς ἀπατᾶται
τελείως.
17. Ὅσοι νέοι ἔχουν μανιώδη ροπὴ στοὺς σαρκικοὺς ἔρωτες καὶ τὴν τρυφή, καὶ ἐπιθυμοῦν ν᾿
ἀκολουθήσουν τὴν μοναχικὴ πολιτεία, ἂς φροντίσουν νὰ γυμνασθοῦν μὲ πολλὴ νῆψι καὶ προσοχή, καὶ
νὰ μάθουν νὰ ἀπέχουν ἀπὸ κάθε τρυφὴ καὶ κακία, μήπως γίνουν σ᾿ αὐτοὺς «τὰ ἔσχατα χείρονα τῶν
πρώτων» (Ματθ. ιβ´ 45).
18. Τὸ λιμάνι μπορεῖ νὰ γίνη ἐξ ἴσου αἰτία καὶ σωτηρίας καὶ κινδύνων. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουν ὅσοι
διαπλέουν τὴν νοητὴ θάλασσα τοῦ μοναχικοῦ βίου. Θὰ εἶναι δὲ ἐλεεινὸ τὸ θέαμα νὰ ἰδῆ κανεὶς αὐτοὺς
ποὺ ἐσώθηκαν ἀπὸ τὸ πέλαγος, νὰ ναυαγήσουν μέσα στὸ λιμάνι!
Βαθμὶς δευτέρα! Σὺ ποὺ τρέχεις νὰ σωθῆς, μιμήσου τὸν Λὼτ καὶ ὄχι τὴν γυναίκα του, καὶ φεῦγε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου