Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

ησυχαστικός μοναχισμός του Μ. Βασιλείου (Α’)


Στους περισσοτέρους κανονισμούς των συγχρόνων Ιερών Μονών διαλαμβάνεται ότι η μοναχική ζωή θα εξασκήται σύμφωνα με τις ασκητικές διατάξεις του Μ. Βασιλείου, και τούτο γιατί πράγματι θεωρείται ότι ο Μ. Βασίλειος είναι εκείνος που διαμόρφωσε τον κοινοβιακό μοναχισμό.
Τό σπουδαιότερο όμως είναι ότι υπάρχουν μερικοί μοναχοί οι οποίοι χρησιμοποιούν τον Μ. Βασίλειο, για να δικαιολογήσουν τον τύπο του κοινωνικού μοναχισμού, δηλαδή δικαιολογούν τούς μοναχούς εκείνους που ασκούν κοινωνικό έργο, στον τύπο του κοινωνικού δυτικού φράγκικου μοναχισμού.
Νομίζω όμως ότι ο Μ. Βασίλειος δεν προσφέρεται για να δικαιολογήση έναν μοναχισμό που βρίσκεται έξω από την ορθόδοξη παράδοση, έξω δηλαδή από τον ησυχαστικό-νηπτικό μοναχισμό, που αποτελεί την πεμπτουσία της ορθοδόξου παραδόσεως.
Στά επόμενα θα προσπαθήσω να αναπτύξω εν συντομία αυτό το θέμα, διότι θεωρώ ιεροσυλία να εκλαμβάνεται ο Μ. Βασίλειος ως διδάσκαλος ενός μοναχισμού με έντονο δυτικό πνεύμα, με την ακτιβιστική νοοτροπία και την αποβολή του ησυχαστικού–νηπτικού πνεύματος της ορθοδόξου παραδόσεως.
1. Ο Μ. Βασίλειος ως ασκητής
Είναι γνωστόν ότι ο Μ. Βασίλειος μετά την επιστροφή του από την Αθήνα στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, επισκέφθηκε τα τότε μοναστικά κέντρα της Ανατολής (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Κοίλη Συρία, Μεσοποταμία) και γνώρισε πολλούς ασκητές. Είχαν προηγηθή οι πρώτοι ερημίτες μοναχοί, όπως ο Μ. Αντώνιος, καθώς επίσης και ο πρώτος διοργανωτής του κοινοβιακού μοναχισμού, δηλαδή ο όσιος Παχώμιος. Έχοντας αυτά τα πρότυπα ο Μ. Βασίλειος, κατ’ αρχάς επιδόθηκε στον ερημητικό βίο με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Αφού εγκατέλειψε τα εγκόσμια πορεύθηκε σε ερημική τοποθεσία, παρά τον Ίρι ποταμό του Πόντου και εκεί ασκήθηκε στα ενδότερα της πνευματικής ζωής. Υπάρχουν επιστολές που εκθέτουν κατά τον πλέον ανάγλυφο τρόπο αυτήν την περίοδο της ζωής του.
Σέ επιστολή του προς τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο περιγράφει την τοποθεσία στην οποία ησκείτο εκείνη την εποχή. Πρόκειται για ένα μέρος που ευρίσκεται σε υψηλό όρος κεκαλυμμένο με πυκνό δάσος και στις υπώρειες επεκτείνεται μιά ομαλή πεδιάδα. Ο τόπος αυτός ομοιάζει με νήσο, δηλαδή είναι σάν αποκλεισμένος, αφού από την μιά πλευρά υψώνεται το βουνό, από τις άλλες δύο πλευρές τα φαράγγια και από την τέταρτη πλευρά ρέει ο ποταμός που χύνεται στο βάθος του γκρεμού. Μόνον μία είσοδος υπάρχει της οποίας ήταν κύριος ο Μ. Βασίλειος, δηλαδή μπορούσε να επικοινωνήση με τούς άλλους. Ο τόπος εκείνος είχε πολλά δένδρα, τα οποία παρήγαγαν πολλούς καρπούς, αλλά όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, λόγω απουσίας των θορύβων, ο τόπος εκείνος «ήδιστον εμοί πάντων καρπών την ησυχίαν τρέφει».
Σέ άλλη επιστολή του προς τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο προχωρεί στην περιγραφή της ασκητικής μεθόδου την οποία ακολουθούσε και είναι η λεγομένη ησυχαστική–νηπτική μέθοδος, διά της οποίας ο άνθρωπος οδηγείται προς τον Θεό, ενώνεται μαζί Του και έτσι αποκτά την γνώση του Θεού, όσο είναι δυνατόν στα όρια της ανθρωπίνης ύπαρξης.
Αναλύει ότι μόνον διά της ησυχίας είναι δυνατόν να τιθασσευθούν τα πάθη, αφού η ησυχία είναι η αρχή της καθάρσεως της ψυχής. Καί βέβαια, όπως φαίνεται καθαρά στο κείμενο αυτό, δεν εννοεί μόνον την σωματική ησυχία, δηλαδή την απουσία των θορύβων, αλλά κυρίως την νοερά ησυχία, γι’ αυτό γράφει: «εν ησυχία τον νούν έχειν πειράσθαι προσήκει». Ο νούς του ανθρώπου δεν πρέπει να περιφέρεται δεξιά και αριστερά, δεν πρέπει να περισπάται από κοσμικές μέριμνες, γιατί τότε δεν μπορεί να ατενίση την αλήθεια. Τό ίδιο συμβαίνει με τον οφθαλμό του σώματος, που όταν περιφέρεται δεξιά και αριστερά, άνω και κάτω και δεν προσηλώνεται σε ένα μέρος, δεν μπορεί να δή καθαρά αυτό που βρίσκεται μπροστά του. Άλλωστε, όπως εξηγεί, η αναχώρηση από τον κόσμο δεν είναι απλώς η σωματική μετακίνηση από αυτόν, αλλά η απόσπαση της ψυχής από την συμπάθεια στο σώμα.
Στήν επιστολή αυτή ο Μ. Βασίλειος κάνει λόγο για την άσκηση στην οποία υποβαλλόταν στον Πόντο, όπως άσκηση στην τροφή, στα ενδύματα, στον ύπνο. Αλλά εκείνο που περιγράφει είναι ότι επιδιδόταν στην προσευχή και στην ανάγνωση, αφού η μία διαδεχόταν την άλλη. Κυρίως δίνει μεγάλη σημασία στην προσευχή που γίνεται με συγκεντρωμένο τον νού και διά της οποίας προσευχής ο άνθρωπος αισθάνεται την ενοίκηση του Θεού μέσα του. «Καί τούτό εστι του Θεού ενοίκησις, το διά της μνήμης ενιδρυμένον έχειν εν εαυτώ τον Θεόν». Όταν, δηλαδή, υπάρχη στον ασκούμενο η αδιάλειπτη μνήμη του Θεού, τότε αυτό είναι ένδειξη ότι μέσα του κατοικεί ο Θεός, ότι ο ασκούμενος έχει ένοικον τον Θεό. Τότε ο ασκούμενος γίνεται ναός του Θεού. «Ούτω γινόμεθα ναός Θεού, όταν μή φροντίσι γηίναις το συνεχές της μνήμης διακόπτηται, όταν μή τοίς απροσδοκήτοις πάθεσιν ο νούς εκταράττηται, αλλά πάντα αποφυγών ο φιλόθεος επί Θεόν αναχωρή». Στό καταπληκτικό αυτό χωρίο ευρίσκεται όλη η ασκητική–νηπτική–ησυχαστική μέθοδος της Εκκλησίας, διά της οποίας ο άνθρωπος αποκτά κοινωνία και ένωση με τον Θεό, και γίνεται ναός του Θεού. Όταν ο νούς του ανθρώπου καθαρισθή από τα πάθη και έχη την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού, τότε δεν διακόπτεται αυτή η μνήμη ούτε από τις γήινες φροντίδες οι οποίες συνεχίζονται, ούτε από τα απροσδόκητα πάθη, όπως οι αρρώστιες, ο θάνατος, οι συκοφαντίες κλπ. Παρά το ότι όλα αυτά υπάρχουν στον άνθρωπο, εν τούτοις ο νούς παραμένει ατάραχος και μάλιστα τα αποφεύγει όλα αυτά και αναχωρεί στον Θεό. Τότε ο άνθρωπος γίνεται ναός του Θεού και έχει ένοικο μέσα του τον Θεό.
Ουσιαστικά πρόκειται για την νηπτική–ησυχαστική μέθοδο διά της οποίας ο άνθρωπος ξεχωρίζει την νοερά ενέργεια από την λογική ενέργεια, οπότε η μέν λογική ενέργεια ασχολείται με τις φροντίδες του κόσμου αυτού, η δέ νοερά ενέργεια ασχολείται με τον Θεό.
Αναλυτικότερα ο Μ. Βασίλειος περιγράφει αυτήν την μέθοδο που λέγεται στην Εκκλησία μας αποφατική μέθοδος, γιατί ο άνθρωπος δι’ αυτής φθάνει στην γνώση του Θεού. Μπορούμε να παραθέσουμε στο σημείο αυτό και ένα καταπληκτικό χωρίο του Μ. Βασιλείου που περιγράφει τον ησυχαστικό τρόπο ζωής. «Νούς μέν γάρ μή σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων επί τον κόσμον διαχεόμενος, επάνεισι μέν προς εαυτόν, δι’ εαυτού δέ προς την περί Θεού έννοιαν αναβαίνει’ κακείνω τώ κάλλει περιλαμπόμενός τε και ελλαμπόμενος και αυτής της φύσεως λήθην λαμβάνει, μήτε προς τροφής φροντίδα, μήτε προς περιβολαίων μέριμναν την ψυχήν καθελκόμενος, αλλά, σχολήν από των γηίνων φροντίδων άγων, την πάσαν εαυτού σπουδήν επί την κτήσιν των αιωνίων αγαθών μετατίθησι».
Στό καταπληκτικό αυτό χωρίο φαίνονται πολλές πραγματικότητες. Εντοπίζουμε τρείς από αυτές. Η πρώτη ότι ο ασκητής πρέπει να συγκεντρώση τον νού του από την διάχυση στον κόσμο, που γίνεται διά των αισθητηρίων, και έτσι να οδηγηθή εντός του, στον χώρο της καρδιάς. Πρόκειται για την κυκλική κίνηση του νού. Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι όταν ο νούς αποσπασθή από τα έξω και στραφή στην καρδιά, τότε αναβαίνει στον Θεό και ελλάμπεται από το φώς Του. Δηλαδή, διά της εσωτερικής ησυχίας, διά της νηπτικής οδού ο άνθρωπος φθάνει στην θέα του ακτίστου Φωτός. Η τρίτη ότι στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος βιώνει, κατά διαφόρους βαθμούς, την έκσταση, δεν φροντίζει για τα ανθρώπινα και κοσμικά, αλλά ενδιαφέρεται μόνον για την απόκτηση των αιωνίων αγαθών, διότι σε τέτοιες καταστάσεις η αγάπη προς τον Θεό είναι ισχυρότερη από την αγάπη των κτισμάτων.
Η όλη αυτή διαδικασία δεν γίνεται χωρίς την αγάπη, αλλά ενεργείται μέσα σ’ έναν μεγάλο πόθο, σε έναν καθαρότατο έρωτα προς τον Θεό. Στό σύγγραμμά του «όροι κατά πλάτος», αναφερόμενος στην αγάπη, γράφει ο Μ. Βασίλειος: «Ποίος πόθος ψυχής ούτω δριμύς και αφόρητος ως ο από Θεού εγγινόμενος τή από πάσης κακίας κεκαθαρμένη ψυχή και από αληθινής διαθέσεως λεγούση ότι “Τετρωμένη αγάπης εγώ ειμί”;». Εδώ φαίνεται ότι η ψυχή καθαρίζεται από τα πάθη και βεβαίως στην συνέχεια έρχεται από τον Θεό προς την ψυχή ο δριμύς και αφόρητος πόθος–αγάπη της ψυχής. Οπότε η αγάπη αυτή δεν είναι ψυχολογικής προελεύσεως, αλλά θεολογικής, δίδεται από τον Ίδιο τον Θεό στην καθαρή καρδιά του ανθρώπου. Καί βέβαια ο πόθος αυτός έχει αποτελέσματα, αφού ο άνθρωπος μέσα από αυτές τις προϋποθέσεις φθάνει στην θέα του Θεού ως φωτός. «Άρρητοι παντελώς και ανεκδιήγητοι του θείου κάλλους αι αστραπαί’ ου παρίστησι λόγος, ου δέχεται ακοή». Πρόκειται για φώς άκτιστο, για άκτιστα ρήματα και άκτιστα νοήματα. Τό κάλλος αυτό, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, είναι αθεώρητο από τούς σαρκικούς οφθαλμούς, αλλά καταληπτό μόνον από την ψυχή και την διάνοια (μάλλον τον νούν). Τό φώς του ήλιου, της σελήνης και του αυγερινού, συγκρινόμενο με την δόξα του Θεού υστερούν υπερβολικά, διαφέρουν όσο η ασέληνη νύκτα από την λαμπρά μεσημβρία.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ενθυμείται την διατριβή τους στον Πόντο, μέσα σε αυτήν την ησυχαστική–νηπτική παράδοση, και γράφει στον Μ. Βασίλειο: «Τίς δώσει τάς ψαλμωδίας εκείνας και τάς αγρυπνίας, και τάς δι’ ευχής προς Θεόν εκδημίας, και την οιονεί άϋλον ζωήν και ασώματον;».
Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε ο διοργανωτής του κοινοβιακού βίου στον Πόντο και την Καππαδοκία. Τούς ερημίτες τούς συγκέντρωσε σε κοινόβια, ώστε έτσι να υπάρχη μεγαλύτερη ασφάλεια για την κατά Χριστόν ζωή. Υπάρχουν, βέβαια, μερικοί που ισχυρίζονται ότι ο Μ. Βασίλειος ήθελε τον μοναχισμό να βρίσκεται μέσα στον κόσμο και βέβαια τον παρουσιάζουν ως ένα διδάσκαλο της κοινωνικής προσφοράς του μοναχισμού. Νομίζω όμως ότι αυτό είναι προϊόν συγχύσεως από μιά παρερμηνεία ενός χωρίου του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που αναφέρεται στον Μ. Βασίλειο.
Συγκεκριμένα, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον επιτάφιο λόγο του στον Μ. Βασίλειο, αναφέρεται στην αξία της παρθενίας και αζυγίας και κάνει λόγο για την διαφορά μεταξύ του ερημικού και του μιγάδος βίου. Ο ερημικός βίος είναι το να ασκήται κανείς μόνος του, ενώ ο μιγάς είναι ο κοινοβιακός, όταν παραμένουν πολλοί μοναχοί στον ίδιο τόπο και συνασκούνται στην κατά Χριστόν ζωή. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Τού τοίνυν ερημικού βίου, και του μιγάδος, μαχομένων προς αλλήλους ως τα πολλά, και διισταμένων, και ουδετέρου πάντως ή το καλόν, ή το φαύλον ανεπίμεικτον έχοντος». Κάθε βίος, είτε ο ερημικός είτε ο κοινοβιακός, έχει το καλό και το κακό, δηλαδή ο ερημικός βίος είναι πιό ήσυχος, αλλά δεν του λείπει η αλαζονεία, ενώ ο κοινοβιακός βίος είναι πιό πρακτικός και χρήσιμος, χωρίς να αποφεύγη το θορυβώδες. Ο Μ. Βασίλειος, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, και τούς δύο αυτούς τρόπους μοναχικής ζωής και τούς συμφιλίωσε και τούς συνεκέρασε. Έτσι, «ασκητήρια και μοναστήρια δειμάμενος μέν, ου πόρρω δέ των κοινωνικών και μιγάδων, … αλλά πλησίον συνάψας και διαζεύξας». Καί αυτό το έκανε ώστε «μήτε το φιλόσοφον ακοινώνητον ή, μήτε το πρακτικόν αφιλόσοφον».
Βλέποντας κανείς όλο το κείμενο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, μπορεί να εξαγάγη το συμπέρασμα ότι εδώ δεν πρόκειται για μοναστήρια μέσα στον κόσμο, αλλά για ενότητα μεταξύ ερημικών κελλιών με τα κοινοβιακά μοναστήρια, ώστε και οι ερημίτες να έχουν παρηγοριά, αλλά και οι κοινοβιάτες να έχουν πρότυπο ασκήσεως. Η λέξη μιγάδες στην ασκητική παράδοση αποδίδεται όχι στην κοινωνία των κοσμικών ανθρώπων, αλλά στον κοινοβιακό βίο, στα κοινόβια μοναστήρια. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να εντάξουμε το χωρίο του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου: «Πολλοί μέν τον ερημικόν, άλλοι δέ τον μιγάδα ήγουν τον κοινοβιακόν εμακάρισαν βίον, έτεροι δέ το προΐστασθαι λαού, νουθετείν τε και διδάσκειν και συνιστάν εκκλησίας…». Εδώ φαίνεται σαφώς ότι στην ασκητική γραμματεία μιγάς βίος θεωρείται ο κοινοβιακός βίος, ο οποίος, βέβαια, διαφέρει από τον ερημικό βίο και από την ποιμαντική δράση μέσα στον κόσμο.
Μέσα στα πλαίσια αυτά κάνει λόγο και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για το ότι ο Μ. Βασίλειος ήνωσε τον ερημικό με τον μιγάδα βίο. Άλλωστε, στούς «όρους κατά πλάτος» και τούς «όρους κατ’ επιτομήν» του Μ. Βασίλείου δεν φαίνεται ότι ο Φωστήρ της Καισαρείας ήθελε οι μοναχοί να εμπλέκωνται σε κοσμικές μέριμνες και να ζούν μέσα στις κοινωνίες. Αντίθετα μάλιστα υπάρχουν αποκρίσεις του Μ. Βασιλείου στις οποίες φαίνεται να συνιστά την αποχώρηση των μοναχών από τούς κοσμικούς ανθρώπους, αλλά και από αυτούς τούς συγγενείς τους.
Γιά το πώς ο Μ. Βασίλειος θεωρεί τον μοναχό και σε ποιά πλαίσια πρέπει αυτός να κινήται θα παρουσιασθή στην επόμενη ενότητα.
2. Η ασκητική ζωή κατά τον Μ. Βασίλειο
Έχοντας ο Μ. Βασίλειος τέτοιες εμπειρίες ήταν αδύνατον όταν έγινε Πρεσβύτερος και αργότερα Επίσκοπος να μήν αγαπά τούς μοναχούς και την μοναχική ζωή. Ακριβώς αυτή η αγάπη διασώζεται στα ασκητικά του συγγράμματα, όπως στην «ασκητικήν προδιατύπωσιν», τούς τρείς ασκητικούς λόγους (Α’, Β’, Γ’), τον λόγο «περί ασκήσεως», στούς «όρους κατά πλάτος» (Α’, και Β’), «τούς όρους κατ’ επιτομήν» και τις «ασκητικές διατάξεις». Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει πλούσιο υλικό, που δείχνει τί ακριβώς είναι ο μοναχισμός, ποιοί είναι οι αληθινοί μοναχοί και πώς πρέπει να ζούν μέσα στην Εκκλησία.
Βεβαίως στα όσα θα ακολουθήσουν δεν θα κάνουμε πλήρη ανάλυση των απόψεων του Μ. Βασιλείου για τον μοναχισμό και τούς μοναχούς, αλλά θα περιορισθούμε στον εντοπισμό μερικών σημείων από τούς ασκητικούς λόγους ήτοι από την «ασκητικήν προδιατύπωσιν», τούς τρείς ασκητικούς λόγους (Α’, Β’, Γ’) και τον λόγο περί ασκήσεως.
α) Ουσία και σκοπός της μοναχικής ζωής
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του. Όμως με την αμαρτία που διέπραξε αχρείωσε το κάλλος της εικόνος, αφού ήλκυσε την ψυχή στις εμπαθείς επιθυμίες. Έτσι, ο Θεός που δημιούργησε τον άνθρωπο είναι η αληθινή ζωή, γι’ αυτόν τον λόγο και ο άνθρωπος που έχασε την ομοιότητα προς την ζωή «απώλεσε την προς την ζωήν οικειότητα». Αυτός που ζή έξω από τον Θεό είναι αδύνατον να ζήση χωρίς την μακαρία ζωή. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε έργο να επανέλθουμε στην Χάρη που είχαμε στην αρχή, να καλλωπίσουμε την εικόνα με την ομοίωση, διά της απαθείας. Μέ την απάθεια αποκτούμε εκ νέου την εικόνα, και η ομοιότητα με τον Θεό μάς χαρίζει την ατελεύτητη ζωή. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ο άνθρωπος θα πρέπη να αγωνισθή για να μετέχη της θείας μακαριότητος.
Αυτό είναι το θεωρητικό και θεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσει ο Μ. Βασίλειος την μοναχική ζωή. Καί βέβαια, διδάσκει ότι αυτό επιτυγχάνεται με την παρθενία. «Τής δέ τοιαύτης σπουδής συνεργός εστιν η παρθενία τοίς κατά λόγον μετιούσι τούτο το χάρισμα». Πρόκειται περί χαρίσματος που γίνεται συνεργός στην επαναφορά του ανθρώπου στο αρχαίο κάλλος, αλλά σε εκείνους όμως που μετέρχονται το χάρισμα αυτό κατά λόγον.
Βεβαίως ο Μ. Βασίλειος δεν ισχυρίζεται ότι μόνον εκείνοι που εξασκούν την παρθενία αξιώνονται της ευρέσεως της αληθινής ζωής και της κοινωνίας με τον Θεό, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν αναίρεση όλης της ευαγγελικής και πατερικής ζωής, δηλαδή της εκκλησιαστικής ζωής. Αντίθετα διδάσκει ότι ο Θεός που φροντίζει για την σωτηρία μας «εις δύο διείλε βίους την των ανθρώπων διαγωγήν, συζυγίαν λέγω και παρθενίαν». Εκείνος που δεν δύναται να υπομείνη τον αγώνα της παρθενίας θα πρέπη να συνοική με γυναίκα και βέβαια θα του ζητηθή λόγος σωφροσύνης και αγιασμού και το κατά πόσον ομοιάζει με αγίους που είχαν σύζυγο και τεκνοποίησαν, όπως ο Αβραάμ, ο Δαυΐδ, ο Σαμουήλ, ο Πέτρος και άλλοι Απόστολοι. Πρίν ο άνθρωπος δώση υπόσχεση να ακολουθήση τον σεμνό βίο της παρθενίας, μπορεί να επιλέξη την έγγαμο ζωή «κατά το συγκεχωρημένον και έννομον», εάν όμως έχη δώσει υπόσχεση της παρθενίας πρέπει να διαφυλάττη τον εαυτό του «καθάπερ τι των ιερών αναθημάτων».
Γεγονός πάντως είναι ότι ο Μ. Βασίλειος, εκφράζοντας όλη την εκκλησιαστική παράδοση, δεν απολυτοποιεί τον δρόμο που οδηγεί στην σωτηρία και δεν τον ταυτίζει μόνον με την μοναχική ζωή, αλλά αναγνωρίζει ως τρόπο σωτηρίας και την ευλογημένη ζωή του γάμου. Όμως είναι απαραίτητο όλοι οι άνθρωποι να τηρούν τις εντολές του Θεού, αφού «πάντες άνθρωποι απαιτηθησόμεθα την προς το Ευαγγέλιον υπακοήν, μοναχοί τε και οι εν συζυγίαις». Στούς εγγάμους, εκτός από την «συγγνώμην της ακρασίας και της προς το θήλυ επιθυμίας τε και συνουσίας», έχουν τέλεια εφαρμογή όλες οι άλλες εντολές του Θεού και δεν μπορεί να τις παραβή κανείς χωρίς κινδύνους. Μάλιστα δέ όσοι προτιμούν την έγγαμη ζωή χρειάζονται μεγαλύτερη προσοχή για να επιτύχουν την σωτηρία τους, γιατί επέλεξαν να ζήσουν μέσα σε παγίδες και φυσικά δεν μπορούν να αποφύγουν τον αγώνα εναντίον του διαβόλου, χωρίς τούς κόπους της τηρήσεως των ευαγγελικών εντολών.
Έτσι μοναχός είναι εκείνος που ασκείται με την παρθενία για να λαμπρύνη το κατ’ εικόνα που αμαυρώθηκε με την αμαρτία και να φθάση στην ομοίωση του Θεού. Η μοναχική ζωή έχει υψηλό σκοπό και ταυτίζεται με το όλο έργο της θείας οικονομίας. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ο μοναχός είναι «ο των ουρανίων πολιτευμάτων εραστής και της αγγελικής διαγωγής πραγματευτής και των αγίων μαθητών του Χριστού συστρατιώτης». Δέν ενδιαφέρεται απλώς για τα επίγεια, αλλά είναι εραστής του ουρανίου πολιτεύματος.
Ο μοναχός είναι ένας στρατιώτης Ιησού Χριστού. Ο Μ. Βασίλειος προσαρμόζει αναλυτικά την εικόνα και τον βίο ενός στρατιώτου, που ανήκει σε στράτευμα, με τον μοναχό. Όπως ο στρατιώτης δεν εμπλέκεται σε επίγειες ενασχολήσεις, δεν έχει μόνιμη κατοικία, ασκείται καθημερινώς κλπ., έτσι πρέπει να κάνη και ο αληθινός μοναχός. Δέν πρέπει να αναπαύεται. «Επιλάθου της κατά την γήν αναπαύσεως πάσης». Πρέπει να είναι απηλλαγμένος από κοσμικές φροντίδες, να είναι «άοικος, άπολις και ακτήμων». Πρέπει να αγωνίζεται εναντίον των λογισμών. Νά έχη πρό των οφθαλμών του τον Χριστό και να υπομένη όπως Εκείνος και έτσι θα καταστή κοινωνός της νίκης Του. Τόν μοναχό που ασκείται θα τον υποδεχθή ο ουρανός και θα τιμηθή από τούς φίλους του στον ουρανό.
Φαίνεται καθαρά ότι ο ασκητικός βίος έχει σκοπό την σωτηρία. «Ο ασκητικός βίος ένα σκοπόν έχει, την της ψυχής σωτηρίαν» και πρέπει ο ασκητής να τηρή με φόβο Θεού όποια εντολή συνεργεί στην σωτηρία.
β) Η αποταγή
Πρώτη και απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του σκοπού της μοναχικής ζωής, όπως την διαγράφει ο Μ. Βασίλειος, είναι η αποταγή των υλικών αγαθών, ακόμη και του κοινωνικού βίου. Δέν είναι δυνατόν να επιτύχη πλήρη καθαρότητα και να εξασκήση την παρθενία, αν δεν προηγηθή αυτή η αποταγή.
Ο μοναχικός βίος είναι σταυρικός βίος: «Προσδραμείν τώ σταυροφόρω βίω των μοναχών». Επομένως είναι μακαριστός και θαυμαστός «ο τοίνυν υπακούσαι Χριστώ προηρημένος και προς τον πτωχόν και απερίσπαστον βίον επειγόμενος». Η ασκητική ζωή είναι πτωχή και απερίσπαστη ζωή. Επειδή ο σκοπός είναι μεγάλος, γι’ αυτό πρέπει και να επιτελήται χωρίς περισπασμούς.
Όσοι θέλουν να λούσουν το σώμα, αποβάλλουν τα ιμάτιά τους. Έτσι και ο μοναχός πρέπει να απαλλαγή από κάθε βιοτική ύλη, ήτοι πρώτα να γυμνωθή από τα πάθη της κακίας και έπειτα όταν αποβλέπη στον υψηλό βίο οφείλει να απαρνηθή όλα τα υπάρχοντά του, «διότι πολύν παρέχει περισπασμόν τή ψυχή η των υλικών πραγμάτων φροντίς τε και επιμέλεια». Καί φυσικά όχι μόνον να απαρνηθή τα πάντα πρίν γίνη μοναχός, αλλά και να ασκή την μοναχική του πολιτεία ως ακτήμων. «Δεί τον μοναχόν πρό πάντων ακτήμονα βίον κεκτήσθαι». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μ. Βασίλειος αναλύοντας όλο τον τρόπο ζωής των μοναχών μεταξύ των άλλων γράφει: «μή εμπλέκεσθαι ταίς του βίου πραγματείαις και περιττολογίαις».
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η αποταγή δεν περιορίζεται μόνον στα υλικά αγαθά, αλλά επεκτείνεται και σε όλο τον τρόπο ζωής, την αποταγή του κοσμικού φρονήματος και της κοσμικής νοοτροπίας. Καί βέβαια με όσα αναφερθούν πιό κάτω θα φανή και το όλο περιεχόμενο της αποταγής.
γ) Η υπακοή στον Ηγούμενο της Μονής
Συνέχεια της αποταγής είναι η υποταγή-υπακοή διά της οποίας ελευθερώνεται ο ασκητής από κάθε πάθος σωματικό και ψυχικό και πορεύεται ελαφρός τον δρόμο προς την ομοιότητα με τον Θεό. Στά κείμενα τα οποία αναλύουμε ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται στο θέμα της υπακοής στούς πνευματικούς Πατέρας και τον Ηγούμενο, αλλά βεβαίως παρουσιάζει και τα όρια και τα πλαίσια της υπακοής, καθώς και την προσωπικότητα του αναδεχομένου την υπακοή, δηλαδή του Ηγουμένου.
Ο μοναχός πρέπει να αναλαμβάνη τον σταυρό της ασκήσεως, αφού όλος ο μοναχικός βίος είναι σταυροφόρος. Δέν πρέπει κανείς να αποβάλη μόνο το φορτίο της πολυκτησίας, αλλά να απορρίψη και το πλήθος των αμαρτημάτων που διαπράττει διά του πλούτου. Αυτός ο αγώνας πρέπει να γίνη με τούς απαραίτητους κανόνας.
Εάν όλος ο ασκητικός βίος είναι σταυρικός, πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει και με την υποταγή, την υπακοή, διότι ο άνθρωπος που έχει ασκηθή από την μικρή του ηλικία στην φιλαυτία και τον ατομικισμό δεν είναι εύκολο να υπακούση σε κάποιον άλλον για να του θεραπεύση την δυσώδη κακία. Η επιλογή του μοναχικού βίου δεν πρέπει να γίνεται απερίσκεπτα ούτε να συνδυάζη ο άνθρωπος την χαλαρή ζωή και την σωτηρία χωρίς μάχη, αλλά να προγυμνάζεται «προς ευδοκίμησιν υπομονής θλίψεων σωματικών τε και πνευματικών». Σέ άλλο σημείο ο Μ. Βασίλειος προτρέπει τον ασκητή: «τόνωσον σεαυτόν προς την υπομονήν των θλίψεων και ανδρείως πρόσελθε τή συγκλήτω των μοναχών».
Τό πρώτο που πρέπει να προσέξη ο άνθρωπος εκείνος που αποφασίζει να ακολουθήση αυτόν τον σκληρό τρόπο ζωής, που είναι πράγματι ο ασκητικός, είναι να είναι ανδρείος και να μή παρασυρθή από την αγάπη προς τούς συγγενείς και να μή καταληφθή από την θλίψη όταν αποχωρίζεται τούς φίλους και τούς γνωστούς και να σκέπτεται ότι συνδέεται με τον Χριστό που σταυρώθηκε γι’ αυτόν.
Στήν συνέχεια πρέπει να εξασκηθή στην υπακοή. Γνωρίζουμε από την όλη μοναχική ζωή ότι στο Μοναστήρι εκείνο που δίνει νόημα στον μοναχό είναι η υπακοή. Μόνον αυτή δίνει έμπνευση στον αγώνα του και την ασκητική του προσπάθεια. Ο μοναχός που δεν έχει αντιληφθή την μεγάλη αξία της υπακοής, δεν μπορεί να αισθανθή τον αέρα της πνευματικής ελευθερίας.
Η υπακοή σε πνευματικό πατέρα είναι απαραίτητη. Μάλιστα, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, κάθε πράξη που γίνεται χωρίς να το γνωρίζη ο πνευματικός πατέρας «κλοπή τις εστι και ιεροσυλία προς θάνατον άγουσα, ου προς ωφέλειαν, κάν δοκή σοι αγαθόν είναι». Εδώ συνιστά ο Μ. Βασίλειος μιά αδιάκριτη υπακοή. Ο μοναχός πρέπει να είναι έτοιμος προς την υπακοή. «Ώτα έχων ηνεωγμένα προς υπακοήν και χείρας ετοίμους προς εκπλήρωσιν του ηκουσμένου». Η τελεία υπακοή προς τον Ηγούμενον δεν έγκειται μόνον στην αποχή από τα άτοπα, σύμφωνα με την συμβουλή του, αλλά να μή πράττη χωρίς την δική του γνώμη και αυτά ακόμη τα επαινετά.
Η υπακοή στον Ηγούμενο δεν είναι χωρίς προϋποθέσεις. Ο μοναχός πρέπει πρώτα να επιλέγη τον Καθηγητή του προς την οδό της σωτηρίας, αλλά όταν τον επιλέξη πρέπει να κάνη τελεία υπακοή.
Ο Μ. Βασίλειος συνιστά στον ασκητή που επέλεξε αυτόν τον τρόπο ζωής να αναζητήση με πολλή φρονιμάδα και περίσκεψη για να βρή τον κατάλληλο πνευματικό οδηγό. Τά γνωρίσματα του καλού Πνευματικού πατρός είναι πολλά: «Ποιήσαι ευρείν άνδρα πρόοδον της σής πολιτείας απλανή, καλώς επιστάμενον οδηγείν τούς προς Θεόν πορευομένους, κομώντα ταίς αρεταίς, εκ των οικείων έργων την μαρτυρίαν έχοντα της προς Θεόν αγάπης, γνώσιν έχοντα των θείων Γραφών, απερίσπαστον, αφιλάργυρον, απράγμονα, ησύχιον, θεοφιλή, φιλόπτωχον, αόργητον, αμνησίκακον, πολύν εις οικοδομήν των εγγιζόντων αυτώ, ακενόδοξον, ανυπερήφανον, ακολάκευτον, απερίτρεπτον, μηδέν προτιμώντα του Θεού». Τά προσόντα αυτά δείχνουν άνθρωπο που ζή μέσα στο ησυχαστικό-νηπτικό κλίμα της ορθοδόξου παραδόσεως, όπως το έζησε ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος στον Πόντο. Μόνον αν βρή τέτοιον απλανή και θεούμενον Πνευματικό πατέρα ο μοναχός είναι βέβαιος για την σωτηρία του, οπότε θα παραδώση ολόκληρο τον εαυτόν του και θα απαρνηθή και θα αποβάλη το θέλημά του για να ευρεθή «ως καθαρόν αγγείον». Τότε ο ασκητής θα έχη ως κλειδί την γλώσσα του πνευματικού πατρός, οπότε, «αύτη σου ανοιγέτω το στόμα προς μετάληψιν άρτου και αύτη αποκλειέτω».
Είναι απαραίτητο να βρή κανείς κατάλληλο πνευματικό οδηγό, γιατί όταν ο διάβολος δεν μπορή να εμποδίση τον άνθρωπο να αποχωρήση από την σύγχυση του κόσμου, προσπαθεί να τον πείση να υποταχθή σε κάποιον που δοξομανεί και συνιστά στούς μοναχούς τα δικά του πάθη, δήθεν χάριν της συγκαταβάσεως, οπότε κρυφίως οδηγεί τον μοναχό στα δεσμά της αμαρτίας, από τα οποία υποτίθεται ήθελε να τον απελευθερώση. Έτσι, αντί να είναι ένας καλός οδηγός προς τον ουρανό, γίνεται ένας ψευδαπόστολος και υπηρέτης του διαβόλου.
Ο Μ. Βασίλειος διαγράφει, κατά τρόπον απαράμιλλο, τα προσόντα και τα χαρίσματα τα οποία πρέπει να διακρίνουν τον Ηγούμενο ενός Κοινοβίου. Αρχηγός της μάνδρας πρέπει να αναδειχθή εκείνος που θα προκριθή «εν δοκιμασία βίου και ήθους και πάσης κοσμίας αναστροφής των λοιπών». Ο Ηγούμενος αυτός θα έχη μεγάλη εξουσία στούς αδελφούς οι οποίοι θα υπακούουν. Έτσι η Αδελφότητα να υπακούη εκουσίως «εν ευπειθεία μόνον και ταπεινοφροσύνη». Η προσωπικότητα του Ηγουμένου πρέπει να είναι τέτοια ώστε κανείς να μή μπορή να αντισταθή στην γνώμη του. Οι αδελφοί πρέπει να πεισθούν ότι η εξουσία του Ηγουμένου δόθηκε από τον Θεό και οφείλει να είναι «παντός αγαθού υπόδειγμα τοίς προς αυτόν αποβλέπουσι τον εκείνου γίνεσθαι βίον». Ο χαρακτήρας και οι τρόποι του να είναι τέτοιοι που κάθετι που λέγει και πράττει να θεωρείται αντί νόμου και κανόνος.
Φυσικά ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Ηγουμένου πρέπει να είναι το να μή επιδιώκη να προΐσταται των αδελφών του Κοινοβίου. Συνιστά ο Μ. Βασίλειος: «Μή σπεύσης κελεύσαι αδελφότητι, ίνα μή επιθήσης αλλοτρίους φόρτους αμαρτημάτων επί σώ τραχήλω». Αλλά και οι Ιερομόναχοι που ζούν στο κοινόβιο δεν πρέπει να επαίρονται για τον βαθμό που έχουν, αλλά να γίνονται ταπεινοί, διότι «προκοπή γάρ ψυχής, προκοπή ταπεινώσεως’ υστέρησις δέ και ατιμία εξ υψηλοφροσύνης τίκτεται. Όσον εγγίζειν σε των ιερατικών βαθμών τοίς μείζοσι συμβαίη, τοσούτον ταπείνου σεαυτόν, δεδοικώς το υπόδειγμα των υιών Ααρών». Πολύ περισσότερο αυτό πρέπει να γίνεται με τον Ηγούμενο, τον προεστώτα.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η υπακοή είναι μεγάλη αρετή και ακολουθεί της αποταγής, αλλά η υπακοή γίνεται με σκοπό την σωτηρία του μοναχού, για να ελευθερωθή από το θέλημά του και να πράττη το θέλημα του Θεού στην ζωή του. Εννοείται, βέβαια, ότι η υπακοή γίνεται σε θεούμενον και απλανή οδηγό, που γνωρίζει τον τρόπο της θεραπείας και την οδό της σωτηρίας. Γιατί ένας ψευδής Πνευματικός πατέρας οδηγεί στην καταστροφή τα πνευματικά του παιδιά.
) Η κατά Χριστόν άσκηση
Ο όρος μοναχική ζωή είναι ταυτόσημος με τον όρο ασκητική ζωή, γιατί ο μοναχός ασκείται στην κατά Χριστόν ζωή για να φθάση στην θέωση, τηρώντας τις εντολές του Χριστού.
Ο Χριστός έκανε λόγο για τεθλιμμένη οδό που οδηγεί στην ζωή, γι’ αυτό και ο Μ. Βασίλειος γράφει: “Αν ούτως άρξη, ούτω δε και τελέσης, την τεθλιμμένην οδεύσας οδόν εν τω βραχεί σου χρόνω της ασκήσεως”. Ο χρόνος της ασκήσεως της παρούσης ζωής είναι βραχύς εν σχέσει με την αιωνιότητα, γι’ αυτό και ο μοναχός πρέπει να οδεύση αυτήν την τεθλιμμένη οδό, τηρώντας όλους τους κανόνας της πορείας αυτής για να μην εκτραπή από την οδό.
Στην πραγματικότητα η άσκηση συνίσταται στο να τηρή ο άνθρωπος τις εντολές του Χριστού στην καθημερινή του ζωή, παρά την αντίδραση του παλαιού ανθρώπου με τα πάθη και τις επιθυμίες. Η πεπτωκυία ζωή έγινε τρόπος ζωής του ανθρώπου, οπότε χρειάζεται μια αναγέννηση. Ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι πρέπει ο ασκητής να γνωρίζη ότι δεν μπορεί να αποφύγη την πάλη με τον διάβολο, ούτε μπορεί να τον νικήση “άνευ πόνων πολλών των επί φυλακή των ευαγγελικών δογμάτων”.
Η άσκηση συνίσταται σε σωματική και ψυχική. Η σωματική άσκηση συνδέεται με την καθαρότητα των αισθήσεων, την κακοπάθεια του σώματος, την εγκράτεια στην τροφή, την προσοχή στην ενδυμασία, την συμμόρφωση όλου του τρόπου ζωής. Ο μοναχός δεν πρέπει να στηρίζεται στην ευγενική του καταγωγή, ούτε να επιδιώκη την τιμή από τους ανθρώπους. Να παραιτήται από τις δημόσιες εμφανίσεις. Η ψυχική άσκηση είναι η μετάνοια, η αυτομεμψία, η αίσθηση της αναξιότητος.
Η άσκηση συνδέεται στενά με την θεραπεία των παθών και την απόκτηση των αρετών. Πράγματι, όταν ο ασκητής τηρή το θέλημα του Θεού, τότε περικόπτονται τα πάθη, των οποίων μητέρα είναι η φιλαυτία, και γεμίζει από τις δωρεές του Παναγίου Πνεύματος. Ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι ο μοναχός πρέπει να προσέχη το πάθος της γαστριμαργίας, διότι από εκεί προέρχονται οι σαρκικές επαναστάσεις καί, βέβαια, να προκόπτη στις αρετές. “Πρόκοπτε ταις αρεταίς, ίνα εγγύς γένη των αγγέλων”.
Ο Μ. Βασίλειος σαφώς γνωρίζει ότι όλοι όσοι ζουν στο Μοναστήρι δεν σώζονται: “Μη πάντας λογίζου σώζεσθαι τους εν τη κέλλη, φαύλους τε και χρηστούς”. Δεν σώζονται όλοι γιατί πολλοί προσέρχονται στον ενάρετο βίο, “ολίγοι δε τον ζυγόν αυτού καταδέχονται”. Το ευαγγέλιο συνιστά την βία στην οποία πρέπει να ασκήται κανείς για να πορευθή προς την σωτηρία. Με την βία εννοείται η καταπόνηση του σώματος. “Ει τοίνυν βούλει αρπάσαι την βασιλείαν του Θεού, γενού βιαστής· υπόζευξόν σου τον αυχένα τω ζυγώ της δουλείας του Χριστού”. Πρέπει να σφίγγη ο ασκητής τον ζυγό γύρω από τον τράχηλο με την υπακοή και να τον ελευθερώνη με τον κόπο των αρετών, ήτοι την νηστεία, τις αγρυπνίες, την υποταγή, την ησυχία, τις ψαλμωδίες, τις προσευχές, τα δάκρυα, την χειρωνακτική εργασία, την υπομονή των θλίψεων που προέρχονται από τους δαίμονας και τους ανθρώπους.
Γενικά, ο ασκητής πρέπει να αγωνίζεται να τηρή τις εντολές του Θεού και έτσι με τον δικό του αγώνα και την βοήθεια της θείας Χάριτος να μεταμορφώνεται από δόξης σε δόξα, να αποβάλλη τον παλαιό άνθρωπο και να ενδύεται τον νέον άνθρωπο. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: “Έχε παρεμπόρευμα πολιτείας αρίστης, ίνα εύρης πλούτον απόκρυφον εν ημέρα ανάγκης”.
ε) Νηπτική – ησυχαστική ζωή
Ο ορθόδοξος μοναχισμός στην βάση του είναι νηπτικός – ησυχαστικός, διότι δίδεται δια του τρόπου αυτού η δυνατότητα στον μοναχό να ησυχάζη και να νήπτη, οπότε έτσι καθαρίζει τον εσωτερικό εαυτό του, δηλαδή την καρδιά του. Η νήψη και η προσευχή είναι το άπαν στην μοναχική ζωή και πολιτεία.
Ο μοναχός οφείλει “νήφειν και τηρείν την καρδίαν από λογισμών πονηρών”. Δεν εννοεί τους λογισμούς που παραμένουν στην λογική, αλλά τους λογισμούς που κατεβαίνουν στην καρδιά. Οι λογισμοί, δηλαδή, δεν πρέπει να εισέρχωνται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, στην οποία πρέπει να γίνεται η προσευχή. Ο μοναχός όχι μόνον πρέπει να τηρή την καρδιά του από τους πονηρούς λογισμούς, αλλά να ανακρίνη τον εαυτό του “περί των λογισμών των καθημερινών και πράξεων”. Ταυτόχρονα ο μοναχός οφείλει να τηρή την καρδία του με την μελέτη καλών διδασκαλιών, δηλαδή να έχη καλούς λογισμούς. Η νήψη προεκτείνεται ακόμη σε όλες τις ενέργειες του σώματος και των αισθήσεων οράσεως, ακοής, λόγου κλπ. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: “χρειωδώς όρα, χρειωδώς άκουε, χρειωδώς λάλει, χρειωδώς αποκρίνου”.
Η νήψη συνδέεται στενά με την προσευχή. Το “αδιαλείπτως προσεύχεσθαι” πρέπει να είναι εντρύφημα του μοναχού. Ο Μ. Βασίλειος δίνει μεγάλη σημασία στην κοινή προσευχή, στην οποία πρέπει να συμμετέχη μέχρι το τέλος, θεωρώντας ζημιά την αποχώρηση από αυτήν. Η κοινή προσευχή όμως πρέπει να συνδεθή με την προσευχή στο κελλί μέρα και νύκτα. “Εγχρόνιζε τη κέλλη ουκ ημέρας ουδέ μήνας, αλλά πολλών ετών περιόδους ανυμνών σου τον Δεσπότην εν νυκτί και εν ημέρα, μιμούμενος τα χερουβίμ”.
Η νηπτική – ησυχαστική ζωή του μοναχού εκδηλώνεται σε ποικίλες πράξεις και ενέργειες. Ο μοναχός πρέπει να βρίσκεται πάντοτε σε ετοιμότητα να μη δεχθή πειρασμική περιπλάνηση και απωλέσει τον σκοπό της μοναχικής πολιτείας, που είναι η εσωτερική καθαρότητα και η ένωση με τον Θεό. Ο Μ. Βασίλειος γράφει ότι στην μοναχική ζωή απαγορεύεται “λόγος ανωφελής και ο δια της προς αλλήλους ομιλίας μετεωρισμός άκαιρος”, διότι πρέπει ο νούς να αδολεσχή πάντοτε με τον Θεό. Όχι μόνον πρέπει ο μοναχός να προσέχη εξωτερικά, αλλά πρέπει να αποκόπτη κάθε λογισμό που επαναστατεί εναντίον της πίστεως του Χριστού και μάλιστα πρέπει να πολεμά τον ασεβή και πονηρό λογισμό με τον λόγο της ευσεβείας. Επειδή οι μεθοδείες του διαβόλου είναι ποικίλες γι’ αυτό τον λόγο ο μοναχός πρέπει να προσέχη ώστε να αποκόπτη αμέσως όλες τις μεθοδείες αυτές από την καρδιά του, γιατί διαφορετικά εκπίπτει από την ζωή του Χριστού. “Ει μην εν τάχει επεγνωκώς διαβολικήν είναι την μεθοδείαν εκκόψεις εκ της σής καρδίας, έκπτωσίν σοι της εν Χριστώ πολιτείας κατασκευάζουσιν”. Και βέβαια γνωρίζουμε τί νήψη και ετοιμότητα απαιτείται ώστε ο μοναχός να αντιληφθή αμέσως την μεθοδεία του διαβόλου στην καρδιά. Αυτό σημαίνει ότι η καρδιά πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση: “Πάσαν προέλευσιν παραιτού (νά παρατήσαι από κάθε δημόσια εμφάνιση) όσον εστίν εν σοί, φεύγων τας της καρδίας σου διαχύσεις”. Τελικά, η μοναχική ζωή είναι μια εσωτερική εργασία, η ζωή της καρδιάς, αφού εκεί θέλει να εργάζεται ο διάβολος, από κεί πρέπει να εξορισθή και εκεί πρέπει να ενεργήση η Χάρη του Θεού: “Εν κρυπτώ δε πάντα δουλεύειν και μη προς επίδειξιν ανθρώπων ποιείν”.
Η νηπτική-ησυχαστική εργασία επεκτείνεται σε όλες τις ενέργειες του μοναχού. Εντέλλεται ο μοναχός από τον Μ. Βασίλειο να μην δέχεται εγκώμια από τους ανθρώπους, αλλά ούτε και ο ίδιος να καυχάται: “Μη καυχάσθαι το σύνολον μηδέ εγκώμια εαυτού λέγειν μηδέ άλλου εγκωμιάζοντος ηδέως ακούειν”. Αντίθετα μάλιστα πρέπει να αισθάνεται ότι είναι ο αμαρτωλότερος άνθρωπος και αυτή η αίσθηση είναι η πραγματική του δόξα. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: “Αλλά θέμενος εν σεαυτώ πάντων ανθρώπων είναι ατιμότερον και αμαρτωλότερον, ξένον τε και αλήτην και κατ’ οίκτον παρειλημμένον υπό των προ σού αποταξαμένων, σπεύδε πάντων είναι έσχατος και πάντων δούλος. Ταύτα γαρ σοι οίσει τιμήν και δόξαν αληθινήν, ουκ εκείνα”.
Αυτή η κρυφή εσωτερική εργασία, η αποβολή όλων των λογισμών από την καρδιά, η περιφρούρηση της καρδιάς από λογισμούς και επιθυμίες, η αίσθηση της αυτομεμψίας και η βαθυτάτη μετάνοια, που συνδέεται ταυτόχρονα με την προσευχή, είναι αυτό που λέγεται εσωτερική παρθενία. Ο μοναχός δεν πρέπει να νομίζη ότι διασώζεται “εν μόνη τη του σώματος φυλακή το κατόρθωμα της παρθενίας”, αλλά η παρθενία επεκτείνεται στην προσοχή να μη μολυνθή από κάθε εμπαθή διάθεση που ενεργείται από διάφορα πάθη στην καρδιά. Στην συνέχεια μνημονεύει τα πάθη εκείνα που πρέπει να προσέχη ο ασκητής. Και αυτά είναι η οργή, ο φθόνος, η μνησικακία, το ψεύδος και η υπερηφάνεια, ο μετεωρισμός και η ακαιρολογία, η αργία των προσευχών και η επιθυμία των μη όντων, η αμέλεια των εντολών και ο καλλωπισμός των ιματίων, η περιποίηση του προσώπου και οι περιττές και απρεπείς συναντήσεις και συζητήσεις. Και αφού μνημονεύονται τα πάθη στην συνέχεια γράφει ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, γιατί εκείνος που πέφτει σε ένα από τα πάθη αυτά είναι το ίδιο σά να έκανε ένα σαρκικό αμάρτημα και έτσι χάνει το χάρισμα της παρθενίας. Γράφει χαρακτηριστικά: “Ταύτα πάντα τοσαύτης άξια παραφυλακής έστι τω δια της παρθενίας αφιερώσαντι τω Θεώ εαυτόν, ως τον ίσον, μικρού δείν, κίνδυνον είναι ενί τε τούτων συνενεχθήναι και εν τη απειρημένη αμαρτία γενέσθαι. Πάντα γαρ τα δια πάθους γινόμενα λυμαίνεταί πως τη της ψυχής καθαρότητι και προς την θείαν εμποδίζει ζωήν”.
Η νηπτική-ησυχαστική ζωή στην πραγματικότητα δεν είναι μια λεπτή εσωτερική προσοχή, αλλά συνδεδεμένη με την προσευχή είναι πλήρωση του εσωτερικού χώρου της καρδιάς από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Ο μοναχός πρέπει να είναι ενδεδυμένος την πανοπλία του πνεύματος. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: “τώ πνεύματι ζέειν, ενδεδυμένον είναι την πανοπλίαν του αγίου Πνεύματος και τρέχειν ουκ αδήλως και πυκτεύειν ως ουκ αέρα δέροντα και καταπαλαίειν του εχθρού εν τη ασθενεία της σαρκός και εν τη πτωχεία της ψυχής…”.
στ) Η κοινοβιακή ζωή
Αυτή η νηπτική-ησυχαστική ζωή, όπως την εκθέτει ο Μ. Βασίλειος, τμήμα της οποίας εντοπίσαμε σε όσα εγράφησαν προ ολίγου, βιώνεται μέσα στο Κοινόβιο, και μάλιστα αυτή είναι η εσωτερική εργασία που καθορίζει και προσδιορίζει το κοινόβιο, αν είναι πραγματικό μοναστικό συγκρότημα και όχι μια παρέα ευσεβών ανθρώπων. Αν δεν υπάρχη αυτή η εσωτερική εργασία, που προϋποθέτει η ησυχαστική αναφορά του κάθε μοναχού, τότε το κοινόβιο χάνει τον μοναχικό του χαρακτήρα. Έχοντας, λοιπόν, υπ’ όψη μας όσα είπαμε προηγουμένως, πρέπει να εντοπίσουμε και μερικά σημεία από εκείνα που γράφει ο Μ. Βασίλειος και προσδιορίζουν τον αληθινό κοινοβιακό τρόπο ζωής.
Ο Μ. Βασίλειος συνιστά, όπως το βλέπουμε και σε άλλα σημεία των διδασκαλιών του, την κοινή ζωή, δηλαδή το μοναστικό κοινόβιο. Η μοναχική ζωή είναι “θειοτέρα ζωή” και γι’ αυτόν τον λόγο δεν πρέπει οι μοναχοί να είναι “κατά μόνας”, αλλά όλοι μαζί, ώστε έτσι “εμμάρτυρον (γάρ) είναι προσήκει τον τοιούτον βίον, ως αν εκτός είναι πονηράς υποψίας”. Μάλιστα εντοπίζει τον αριθμό των μοναχών που είναι καλό να συγκροτούν την μοναχική κοινότητα, δηλαδή να μη είναι λιγότερο από δέκα μοναχοί αλλά μάλλον περισσότερο από τον αριθμόν αυτόν. Θεωρεί, μάλιστα καλό να είναι άβατος ο χώρος του ανδρικού μοναστηρίου από τις γυναίκες. “Αι είσοδοι των ασκητηρίων ταις μεν γυναιξίν αποκεκλείσθωσαν”. Καί, βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι επιτρέπονται και όλοι οι άνδρες να εισέρχωνται, αφού και όσοι άνδρες θέλουν να εισέλθουν θα πρέπη να έχουν την άδεια του Ηγουμένου. Το ότι γίνεται αναφορά σε Ηγούμενο σημαίνει ότι ο όρος ασκητήρια που χρησιμοποιεί εδώ ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται σε μοναστήρια, σε κοινόβια, στα οποία ασκούνται οι μοναχοί. Η μοναχική ζωή που εξασκείται μέσα στα κοινόβια θεωρείται φιλόσοφος βίος: “εντός του κατά φιλοσοφίαν γενέσθαι βίου”.
Βασικός όρος για να παραμένη κανείς στον κοινοβιακό μοναχισμό είναι η ακτημοσύνη, όπως το είδαμε σε προηγούμενη ενότητα. Πριν εισέλθη ο μοναχός στο κοινόβιο, πρέπει να γυμνωθή από τα κακά πάθη καί, βεβαίως, να εξασκηθή στην αποταγή των υπαρχόντων. Το κοινόβιο είναι στην πραγματικότητα η πρώτη εκείνη εκκλησιαστική κοινότητα στα Ιεροσόλυμα, όπως περιγράφεται από τις Πράξεις των Αποστόλων. Πρέπει όλοι οι μοναχοί να επιδιώκουν την σωτηρία τους και να αποδεχθούν την κοινή ζωή, ήτοι “τό μίαν εν πάσι καρδίαν είναι και θέλημα έν και μίαν επιθυμίαν καί, καθώς νομοθετεί ο απόστολος, έν γενέσθαι σώμα, εκ διαφόρων μελών συνηρμοσμένον, πάν το πλήρωμα της συνοδίας”. Επομένως, ο μοναχός όχι μόνον πρέπει να εξασκή την κοινοκτημοσύνη, αλλά την πλήρη ακτημοσύνη: “Δεί τον μοναχόν προ πάντων ακτήμονα βίον κεκτήσθαι”. Το πώς εκδηλώνεται αυτή η κοινή ζωή θα το δούμε πιο κάτω.
Άλλος κανόνας της κοινοβιακής, αλλά και ασκητικής γενικότερα ζωής είναι η υπακοή στον Προεστώτα, τον Πνευματικό Πατέρα, τον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής. Για το θέμα αυτό αναφερθήκαμε πιο πάνω, όταν κάναμε λόγο για την υπακοή στον Ηγούμενο και είδαμε πώς εννοεί την υπακοή ο Μ. Βασίλειος και ποιός πρέπει να είναι ο Ηγούμενος. Απλώς εδώ θα πρέπη να καταγραφή εκ νέου ο λόγος του Μ. Βασιλείου: “Αρχηγός είς της ευσχημοσύνης του βίου προκαθεζέσθω, εν δοκιμασία βίου και ήθους και πάσης κοσμίας αναστροφής των λοιπών προκριθείς”. Ο Ηγούμενος πρέπει να είναι υπόδειγμα ήθους και ζωής. Και μάλιστα μπορεί να παρατηρηθή ότι αυτός καθορίζει την πνευματική κατάσταση στην Μονή του, αφού όλο το κλίμα που επικρατεί στην Ιερά Μονή έχει σχέση με την ψυχική και πνευματική κατάσταση του Ηγουμένου. Άλλωστε, αυτό είναι απαραίτητο, γιατί ο Ηγούμενος ρυθμίζει και επιβάλλει τα αναγκαία και απαραίτητα επιτίμια για την σωτηρία των μοναχών. Επιτίμια μπορεί να είναι ο αποκλεισμός από την κοινή λατρεία και από την κοινή Τράπεζα καί, βέβαια, τα επιτίμια πρέπει να είναι ανάλογα με το μέγεθος του αμαρτήματος. Αυτό σημαίνει ότι ο Ηγούμενος πρέπει να έχη το χάρισμα της διακρίσεως.
Σε ένα κοινόβιο μοναστήρι που ζουν πολλοί μοναχοί, μια ολόκληρη αδελφότητα που αποτελείται από πολλά μέλη με διαφορετικό χαρακτήρα και νοοτροπία, είναι επόμενο ότι χρειάζεται αγώνας, ώστε να προσαρμόζονται όλοι στον σκοπό του υψηλού νοήματος της μοναχικής πολιτείας. Η αδελφότητα ομοιάζει με σώμα, οπότε όπως όλα τα μέλη συνεργάζονται μεταξύ τους, έτσι πρέπει να συμβαίνη στην μοναχική αδελφότητα: “Προσήκει κοινήν και ίσην πάσι προς αλλήλους την αγάπην είναι”, γιατί αυτό είναι φυσικό. Κάθε μοναχός πρέπει να δείχνη “τήν συμπαθή διάθεσιν και την αγαπητικήν σχέσιν ίσην επί πάντων των εν τη συνοδία”. Όμως ο Μ. Βασίλειος δεν παραμένει στο σημείο αυτό, γιατί επειδή υπάρχουν πολλά χαρίσματα και διακονίες δεν μαζοποιείται ο άνθρωπος. Γι’ αυτό τονίζει ότι η συμπαθής διάθεση και η αγαπητική σχέση πρέπει να είναι εξ ίσου σε όλους, αλλά πρέπει να αποδίδεται μεγαλύτερη τιμή στους χρησιμοτέρους: “Η δε τιμή, κατά το εύλογον, επί των χρησιμοτέρων το πλέον έξει”.
Η αγάπη, όμως, δεν είναι εύκολη υπόθεση, διότι προσκρούει στα πάθη και ιδιαιτέρως στα πάθη της φιλαυτίας. Γι’ αυτόν τον λόγο απαιτείται μεγάλος αγώνας όλων των μελών της κοινότητος. Πρέπει να αποφεύγη ο μοναχός τις φατρίες και τις συσκηνίες, τους απρεπείς ανταγωνισμούς και τις μερικές διαθέσεις, τους φθόνους και τις υποψίες που προέρχονται από τις ιδιαίτερες φιλίες και προτιμήσεις, να αποφεύγη ôïõò øιθυρισμούς, τα νεύματα που δηλώνουν υποψία κακολογίας, οι μοναχοί πρέπει να συζητούν χαμηλοφώνως, να μη υπάρχη επιτακτικό ύφος, που είναι υβριστικό. Ο νόμος της αγάπης, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος δεν συγχωρεί, δεν επιτρέπει “εν τη κοινή ταύτη συσκηνία μερικάς φιλίας και εταιρείας”.
Όμως η κοινή ζωή στο κοινόβιο όχι μόνον βοηθά τον μοναχό να αγαπά εξίσου όλους τους άλλους μοναχούς και να εκπαιδευθή στην κοινή ζωή, αλλά συγχρόνως του δίδει την δυνατότητα να εμπνέεται από τα παραδείγματα των ζηλωτών μοναχών. Ασφαλώς υπάρχουν μερικοί μοναχοί που προπορεύονται στην εν Χριστώ ζωή. Και αυτοί γίνονται υποδείγματα ζωής. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: “Γίνου ζηλωτής των ορθώς βιούντων και τούτων τας πράξεις έγγραφε τη σή καρδία. Εύχου γενέσθαι των ολίγων”.
Το κοινόβιο προϋποθέτει την κοινή ζωή σε όλα τα εξωτερικά πράγματα. Βέβαια, η προσωπική ζωή του καθενός, ανάλογα με την ελευθερία του και την αγάπη του, αλλά και την ενέργεια της θεία Χάριτος, διαφέρει, αφού η πορεία είναι κοινή, αλλά η ταχύτητα της πορείας διαφέρει από πρόσωπο σε πρόσωπο. Όμως στον εξωτερικό τρόπο ζωής πρέπει να υπάρχη συμφωνία, διαφορετικά το Μοναστήρι δεν μπορεί να πορεύεται ορθώς.
Αυτή η κοινή ζωή αναφέρεται πρώτα στην προσευχή. Ο μοναχός πρέπει ολόκληρη την ημέρα και την νύκτα να προσεύχεται: “Προσευχής καιρός έστω άπας ο βίος”. Επειδή όμως πρέπει να χαλαρώνη ο άνθρωπος, γι’ αυτό και θα υπάρχουν καθορισμένες ώρες προσευχής. Ως προς την τροφή ο μοναχός πρέπει να αποφεύγη την αμετρία και στις δύο περιπτώσεις, ήτοι την τρυφή και την κακοπάθεια του σώματος, ώστε το σώμα να μη ταράσσεται από την παχυσαρκία, και να μη αδυνατή να εκτελή τις εντολές του Θεού από αδυναμία σωματική. Διότι η ψυχή βλάπτεται και από τα δύο αυτά. Αλλά και η διακονία πρέπει να ρυθμίζεται από κάποιον πρεσβύτερο αδελφό που μαρτυρείται από σεμνότητα βίου. Το διακόνημα πρέπει να γίνεται με αγάπη και να είναι ευσπρόδεκτο, να γίνεται από τον ίδιο μοναχό που του ανατέθηκε το έργο αυτό και να μην το αφήνη σε άλλον μοναχό να το κάνη. Το διακόνημα γίνεται πρόξενο της Βασιλείας του Θεού: “Μέγα το της διακονίας έργον και βασιλείας ουρανών πρόξενον”, γιατί γίνεται σαγήνη των αρετών που περιέχουν τις εντολές του Θεού. Το διακόνημα πρέπει ο μοναχός να το κάνη με ευσχημοσύνη και επιμέλεια “ως τω Χριστώ διακονών” και να εκτελή τις εργασίες, έστω και αν είναι ευτελείς, με καλούς τρόπους “ως Θεού εποπτεύοντος”.
Γενικά μέσα στο κοινόβιο πρέπει ο μοναχός να αγωνίζεται με όλους τους τρόπους και σε όλες τις επί μέρους εκδηλώσεις του κοινοβίου, ώστε να ελευθερώνεται από τα πάθη και να εξασκή τις αρετές. Ο μοναχός δεν πρέπει να έχη ίχνος οργής, μνησικακίας, φθόνου, φιλονικίας, ούτε χειρονομία, κίνηση, λόγο, αντίδραση βλέμματος, έκφραση προσώπου ή ό,τι άλλο προκαλεί την οργή του συζώντος μοναχού. Στο τέλος δε της ημέρας πρέπει να κάνη αυτοεξέταση της συνειδήσεώς του εάν έγινε κάτι που δεν έπρεπε, ή μια απηγορευμένη σκέψη ή συζήτηση που δεν ήταν στο καθήκον του, ή νωθρότητα στην προσευχή ή αδιαφορία στην ψαλμωδία ή επιθυμία κοσμικής ζωής κλπ. Όλα αυτά να μη τα αποκρύβη ο μοναχός αλλά να τα εξαγγέλλη ώστε να θεραπευθή: “Μη επικρυπτέσθω το πλημμέλημα, αλλά τω κοινώ εξαγγελλέτω, ως αν δια κοινής προσευχής θεραπευθή το πάθος του συνενεχθέντος τω τοιούτω κακώ”. Πέρα από την περικοπή των παθών, το κοινόβιο, όπως φάνηκε προηγουμένως, βοηθά στην απόκτηση των αρετών, όπως της εγκράτειας, της ταπεινοφροσύνης, της μετανοίας, της αγάπης κλπ.
Βεβαίως, και οι Ιερομόναχοι που έχουν την μεγαλύτερη τιμή να λειτουργούν για τις πνευματικές ανάγκες του κοινοβίου, πρέπει να διακρίνωνται από την ταπείνωση. Γι’ αυτό ο Μ. Βασίλειος γράφει: “Μη σε βαθμός κλήρου επαιρέτω, αλλά μάλλον ταπεινούτω”.
Η κοινοβιακή ζωή είναι μίμηση της αποστολικής ζωής, του ομίλου των μαθητών που είχαν κέντρο τον Χριστό, καθώς επίσης είναι συνέχιση της ζωής των πρώτων Χριστιανών στα Ιεροσόλυμα. Η κοινοβιακή ζωή εκφράζει τον κοινοβιακό χαρακτήρα της Εκκλησίας που παραπέμπει κατ’ ευθείαν στην πρώτη εκείνη κοινότητα του Αδάμ και της Εύας στον Παράδεισο, πριν από την πτώση. Αυτήν έχει υπόδειγμα και σε αυτήν κατατείνει.
) Σχέσεις με τον κόσμο
Τό Μοναστήρι, όπως το περιγράφει ο Μ. Βασίλειος, είναι μιά κοινότητα που σαφώς βρίσκεται σε χώρο έξω από την κοινωνία και απαρτίζεται από μοναχούς που προηγουμένως έκαναν αποταγή όλων των υλικών αναγκών, ακόμη και των συγγενικών σχέσεων και εντάσσονται σε μιά αδελφότητα, οπότε αποκτούν μιά άλλη πνευματική οικογένεια. Όμως, αν και οι μοναχοί ευρίσκονται έξω από την κοινωνία, είναι υποχρεωμένοι μερικές φορές να έχουν μιά επικοινωνία με την ανθρώπινη κοινωνία. Ακριβώς για τον λόγο αυτό ο Μ. Βασίλειος καθορίζει και τον τρόπο με τον οποίο οι μοναχοί θα έρχονται σε επικοινωνία με τον κόσμο.
Κατ’ αρχάς ο Μ. Βασίλειος τονίζει ότι ο μοναχός πρέπει να αποφεύγη κάθε δημόσια εμφάνιση, γιατί με τέτοιες εμφανίσεις γίνονται διαχύσεις της καρδίας. “Πάσαν προέλευσιν παραιτού, όσον εστίν εν σοί, φεύγων τάς της καρδίας σου διαχύσεις”. Μάλιστα στο κείμενο αυτό συνδέει την έξοδο από το Μοναστήρι και την συναναστροφή με τον κόσμο, ωσάν μιά συναναστροφή με την πόρνη γυναίκα: “Απέλιπες την εγκράτειαν, ενέκυψας τώ κόσμω, συνέτυχες πόρνη γυναικί”. Ο μοναχός με την συναναστροφή στον κόσμο θέλγεται από τα όσα διαθέτει ο κόσμος, όπως κάποιος που συναντάται με την πόρνη γυναίκα και έτσι αφήνει την εγκράτεια, που πρέπει να εξασκή και ελκύεται προς την ζωή του κόσμου. Αλλά και αν μπορέση με την βοήθεια του Θεού να ξεφύγη τα δίκτυα του κόσμου, θα επιστρέψη στο Μοναστήρι άρρωστος και θα χρειασθή πολύ χρονικό διάστημα για να επανέλθη στην προηγούμενη κατάσταση: “Ει δέ πού και βοηθούμενος υπό του Θεού διαδράναι δυνηθής τα τοιαύτης δίκτυα, επανήκες μέν τή κέλλη, αλλ’ ουχ ο αυτός, πάρετος δέ τις και νενοσηκώς και προς άπαν έργον των αρετών δυσάρεστος, πολλώ δέ χρόνω επανελθείν εις την οικείαν έξιν δυνάμενος”. Ακριβώς για τον λόγο αυτό ο Μ. Βασίλειος συνιστά στούς μοναχούς: “Πρόοδος δέ, πλήν των τεταγμένων και αναγκαίων εξόδων, από ασκητηρίου ουκ έστιν”.
Βεβαίως, όταν υπάρχει ανάγκη για το Μοναστήρι, ο μοναχός εξέρχεται από το Μοναστήρι του. Αλλά και τότε ο μοναχός πρέπει να το κάνη “περιτεθωρακισμένος τον φόβον του Θεού”, μέσα στο χέρι του να έχει βάλει την αγάπη του Χριστού και να αντιμετωπίζη την προσβολή των ηδονών με την εγκράτεια. Καί όταν εκτελέση το έργο του να επανέρχεται χωρίς χρονοτριβή στο Μοναστήρι “ώσπερ τις άκακος περιστερά”, όπως το περιστέρι επέστρεψε στην Κιβωτό του Νώε φέροντας στο στόμα του τα ελέη του Θεού. Μέ τον τρόπον αυτό πείθει τούς εσωτερικούς λογισμούς “άβατον είναι την επί παντός ετέρου τόπου σωτηριώδη ανάπαυσιν”. Ο μοναχός πρέπει να αισθάνεται ότι ο μοναδικός τόπος αναπαύσεως και σωτηρίας είναι ο χώρος της Ιεράς Μονής του.
Όμως, όχι μόνον δεν πρέπει να αναχωρή στον κόσμο, αλλά και πρέπει να φροντίζη να μή εισαγάγη τον κόσμο, δηλαδή το κοσμικό φρόνημα, στην Ιερά Μονή. Ο μοναχός, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, πρέπει να αποφεύγη τις συναναστροφές με τούς συνομηλίκους, ιδιαίτερα αν είναι νέος στην ηλικία και το φρόνημα: “Νέος ών είτε την σάρκα είτε το φρόνημα, φεύγε την συνδιαγωγήν των ομηλίκων και αποδίδρασκε απ’ αυτών ως από φλογός”. Καί εξηγεί ότι πολλές φορές ο διάβολος με την δήθεν πνευματική αγάπη οδήγησε πολλούς στην αμαρτία και τελικά στην αιώνια κόλαση. Καί είναι φοβερό να διασωθή κανείς από το πέλαγος και από τούς ανέμους και τα κύματα και να καταστραφή στο λιμάνι, ενώ τελούσε σε αμεριμνησία. Γενικά πρέπει να αποφεύγη όσο είναι ακόμη νέος την συναναστροφή με νέους στις συζητήσεις, την ψαλμωδία, το κελλί, τις οικίες ακόμη και με το πρόσχημα “μελέτης θείων λογίων ή ετέρας οποιασούν και αναγκαιοτάτης χρείας”. Αντίθετα, ο μοναχός πρέπει να συναναστρέφεται δυσπροσίτους Γέροντες που έχουν την δυνατότητα να του δώσουν γηραλέο φρόνημα και να τον βοηθήσουν να διανύη τον υψηλό δρόμο της μοναχικής ζωής: “Πρόστρεχε γέρουσι δυσεντεύκτοις, οίτινες λόγοις μέν παροιμιών αλείφουσι τούς νέους προς τάς εναρέτους πράξεις, βλάπτουσι δέ προσώπω ουδαμώς”.
Ο μοναχισμός είναι μία πορεία προς την θέωση και πρέπει να εξασκήται με σοβαρό τρόπο και με υψηλό λόγο. Η μοναχική ζωή είναι άνοδος σε υψηλότερα επίπεδα πνευματικής ζωής, και, βεβαίως, όταν συναναστρέφεται ο μοναχός με τον κόσμο είναι ενδεχόμενον να παρασύρεται σε χαμηλότερα μέτρα και επίπεδα πνευματικής ζωής, τα οποία για μέν τούς ανθρώπους είναι φυσικά, αλλά για τούς μοναχούς συνιστούν πτώση.
η) Γυναικείος Μοναχισμός
Είδαμε προηγουμένως ότι οι μοναχοί καλούνται στρατιώτες Ιησού Χριστού. Αλλά το ίδιο λέγεται και για τις μοναχές. Λέγει ο Μ. Βασίλειος: “Στρατεύεται γάρ και το θήλυ παρά Χριστώ”. Γράφει ότι οι γυναίκες δεν αποδοκιμάζονται “διά την του σώματος ασθένειαν”, αλλά λόγω της ψυχικής ανδρείας που τις διακρίνει, καταλέγονται και αυτές “εις στρατείαν” και έτσι “πολλαί γυναίκες ηρίστευσαν ανδρών ουκ έλαττον”. Μερικές δέ από τις γυναίκες απεδείχθησαν ανώτερες από τούς άνδρες. “Εισί δέ αί και μειζόνως ευδοκίμησαν”. Μερικές από τις γυναίκες ανήκουν στον χορό των παρθένων, άλλες έδωσαν την ομολογία της πίστεως και άλλες υπέστησαν το μαρτύριο. Άλλωστε και οι γυναίκες ακολουθούσαν τον Χριστό διότι “δι’ αμφοτέρων (των φύλων) η λειτουργία του Σωτήρος επετελείτο”.
Όταν ο Μ. Βασίλειος αναλύει διεξοδικώς ποιός είναι ο σκοπός του μοναχισμού και ποιά πρέπει να είναι η ζωή τόσο του Ηγουμένου, όσο και των μοναχών μέσα στο Κοινόβιο σημειώνει ότι το ίδιο ισχύει και για τις μοναχές. Μάλιστα δέ υπογραμμίζει ότι “εν πάσι γάρ τούτοις μετά πλείονος σπουδής ο των παρθένων οφείλει κατορθούσθαι βίος”. Δηλαδή, ο βίος των μοναχών απαιτεί σε μεγαλύτερο βαθμό την ευσχημοσύνη, την ακτημοσύνη, την ησυχία, την υπακοή, την φιλαδελφία, την αυστηρότητα στις εξόδους από την Ιερά Μονή, την προσοχή στις συναντήσεις, την μεταξύ τους αγάπη και την αποφυγή της ιδιαίτερης φιλίας.
Τήν Ηγουμένη στα Γυναικεία Μοναστήρια ο Μ. Βασίλειος την χαρακτηρίζει με τρία ονόματα, ήτοι “η πεπιστευμένη την ευταξίαν”, “η διδάσκαλος”, “η προκαθηγουμένη”. Η Γερόντισσα πρέπει να είναι σοβαρή και σεβαστή, να μήν επιδιώκη το ευχάριστο ούτε την εύνοιά τους, αλλά να εμπνέη το δέος. Νά φροντίζη για όλες τις υλικές ανάγκες, ήτοι να απαγορεύη την νηστεία και να συμβουλεύη για την λήψη τροφής. Σέ όλα αυτά “το παρ’ εκείνης λεγόμενον νόμος εστίν”. Γενικά η Ηγουμένη πρέπει να αναγνωρίζη ότι θα δώση λόγο στον Θεό, για όλα τα σφάλματα που γίνονται στην κοινότητα. “Ειδέναι γάρ αυτήν χρή ότι των παρά το δέον εν τώ κοινώ πλημμελουμένων εκείνη επί Θεού τον λόγον υφέξει”.
Κάθε μοναχή πρέπει να αποδέχεται όλες τις εντολές της Ηγουμένης ως εντολές του Θεού. Καί μάλιστα αυτές τις εντολές πρέπει να τις επιτελή “μή εκ λύπης ή εξ ανάγκης, ίνα γένηται αυτή έμμισθος η υπακοή”. Κάθε δέ αδελφή πρέπει να ζητή από την Ηγουμένη όχι το ευχάριστο, αλλά το επωφελές και χρήσιμο. Ούτε, βέβαια, πρέπει να σχολιάζη τις εντολές της Ηγουμένης, γιατί μιά τέτοια συνήθεια “μελέτη και ακολουθία της αναρχίας γίνεται”.
Εάν παρίσταται ανάγκη να γίνη κάποια συζήτηση με άνδρα ή με επιμελητή, τότε αυτήν την συζήτηση πρέπει να την κάνη η Ηγουμένη “συμπαρούσης αυτή μιάς ή δευτέρας εκ των αδελφών”, οι οποίες λόγω βίου και ηλικίας δεν θα έχουν κάποιο πρόβλημα. Καί εάν κάποια άλλη μοναχή έχει κάτι χρήσιμο να πή, τότε να το αναφέρη στην Ηγουμένη και εκείνη θα πή ό,τι είναι ανάγκη, και έτσι “δι’ εκείνης λαληθήσεται ό δεί λαληθήναι”.
Φαίνεται λοιπόν, ότι στον γυναικείο μοναχισμό όχι μόνον δεν γίνονται πιό ελεύθερα τα πράγματα, αλλά τίθενται αυστηρότεροι κανόνες για να διασφαλίζεται και η τάξη, αλλά και να εξυπηρετήται ο σκοπός της παρθενίας.
θ) “Όροι κατά πλάτος”, “όροι κατ’ επιτομήν”
Μελετήσαμε προηγουμένως τα κείμενα του Μ. Βασιλείου “ασκητική προδιατύπωσις”, τούς τρείς “ασκητικούς του λόγους” και τον λόγο “περί ασκήσεως” και είδαμε την διδασκαλία του περί του μοναχισμού. Βεβαίως υπάρχουν και οι “όροι κατά πλάτος” και οι “όροι κατ’ επιτομήν”, οι οποίοι κινούνται στην ίδια προοπτική. Γιά να μή μακρύνη αυτή η ανάλυση, απλώς θα ήθελα να παραθέσω εδώ μερικά σημεία από τα προοίμια από τούς “όρους κατά πλάτος” και τούς “όρους κατ’ επιτομήν”, στα οποία φαίνεται η ησυχαστική αντίληψη του Μ. Βασιλείου περί του μοναχισμού.
Ο σκοπός του μοναχού πρέπει να είναι η επιμέλεια της ψυχής, η επιμέλεια και διόρθωση της ματαιότητος του παρόντος βίου και η αναζήτηση των μελλόντων αγαθών: “αψώμεθά ποτε της φροντίδος των ψυχών ημών’ λυπηθώμεν επί τή ματαιώσει του προλαβόντος βίου, αγωνισώμεθα υπέρ των μελλόντων εις δόξαν του Θεού και του Χριστού αυτού και του προσκυνητού και αγίου Πνεύματος” Ο χρόνος της παρούσης ζωής είναι χρόνος και καιρός μετανοίας, ενώ ο άλλος αιώνας είναι αιώνας της παρακλήσεως. Αυτό σημαίνει ότι ο μοναχός είναι ο άνθρωπος εκείνος που ζή μέσα στο πνεύμα της μετανοίας και όχι της ανθρωπίνης παρακλήσεως. “Ούτος ο αιών της μετανοίας, εκείνος της ανταποδόσεως’ ούτος της υπομονής, εκείνος της παρακλήσεως”.
Τό σημαντικό είναι ότι ο Μ. Βασίλειος διαγράφει και την μέθοδο την οποία πρέπει να μετέλθη ο μοναχός για την σωτηρία του και αυτή είναι η ορθόδοξη ησυχία. Αυτό σημαίνει σαφώς ότι ο μοναχός ζή έξω από την κοινωνία, απηλλαγμένος από τούς θορύβους και τις κοσμικές μέριμνες. “Καιρός δέ επιτηδειότατος ημίν ο παρών και τόπος ούτος ησυχίαν παρέχων και σχολήν πάσαν από των έξωθεν θορύβων, συνευξώμεθα αλλήλοις…”. Σαφώς από τα γραφόμενα αυτά φαίνεται ότι πρόκειται περί κοινότητος, η οποία βρίσκεται κεχωρισμένη από τον κόσμο.
Ο μοναχός, κατά τον Μ. Βασίλειο, είναι εκείνος που εξέλεξε τον ήσυχο και απερίσπαστο βίο, ώστε στην συνέχεια να τηρήση πλήρως τις εντολές του Χριστού στην καθημερινή του ζωή. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Μεγάλου αυτού Πατρός της Εκκλησίας που δείχνει και τον σκοπό και τον τρόπο της μοναχικής ζωής: “…φέρε δή οι της ευσεβείας αγωνισταί, οι τον ησύχιον και απράγμονα βίον ως συνεργόν της φυλακής των ευαγγελικών δογμάτων τιμήσαντες, κοινήν φροντίδα και βουλήν προθώμεθα, όπως αν μηδέν ημάς διαφύγη των εντεταλμένων”. Δηλαδή, η πλήρης και τέλεια τήρηση των εντολών του Θεού, και μάλιστα όχι από τον φόβο της κολάσεως, ούτε από το κέρδος του μισθού, αλλά από χαρά για τον Θεό που έδωκε τον νόμο και από αίσθηση υιοθεσίας, απαιτεί ησυχία και απράγμονα βίο. Μόνον διά της νοεράς, αλλά και σωματικής, ησυχίας μπορεί κανείς να τηρήση επακριβώς τις εντολές του Θεού. Γι’ αυτό και ο μοναχός είναι εκείνος που ζή ευαγγελικώς, και έτσι καθαρίζει την καρδιά του από τα πάθη. “Ει γάρ δεί τέλειον είναι τον του Θεού άνθρωπον,… ανάγκη πάσα διά πάσης εντολής καθαρισθήναι εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού”. Επομένως η τήρηση των εντολών του Θεού καθαρίζει τον άνθρωπο και τον οδηγεί στην τελείωση, την θέωση, αλλά και η δυνατότητα τηρήσεως των εντολών συνεπάγεται ήσυχον και απράγμονα βίο.
Ο μοναχός κατά τον Μ. Βασίλειο είναι εκείνος που ξεφεύγει από τον συνήθη βίο και αγωνίζεται για την βίωση της ακριβείας του Ευαγγελίου. Ερωτά: “Ουκ ανακαλεσόμεθα εαυτούς από του κατά συνηθείαν βίου προς την ακρίβειαν του Ευαγγελίου;”.
Τό ίδιο πνεύμα συναντούμε και στο προοίμιο των “όρων κατ’ επιτομήν” του Μ. Βασιλείου. Έχει συνείδηση ο θείος Πατήρ ότι έχει λάβει από τον Θεό την διακονία του λόγου και αισθάνεται υποχρεωμένος να καθοδηγήση τούς μοναχούς προς τον καταρτισμό των ψυχών τους. Γράφει: “Διόπερ ανάγκη ημάς μέν, τούς την διακονίαν του λόγου πεπιστευμένους, εν παντί καιρώ προθύμους είναι προς τον καταρτισμόν των ψυχών…”.
Αυτή η καθοδήγηση γίνεται άλλοτε με το κήρυγμα ενώπιον όλης της Εκκλησίας και άλλοτε με το να επιτρέπη τούς άλλους να ερωτούν: “τα τε προς υγείαν της πίστεως και αλήθειαν της κατά το Ευαγγέλιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πολιτείας”. Όμως οι μοναχοί δεν πρέπει απλώς να ερωτούν, αλλά να μήν αφήνουν τίποτε άκαρπο: “υμάς δέ μηδέν άκαρπον παριέναι…” και βεβαίως “πάσαν σχολήν του βίου προς το χρήσιμον διατίθεσθαι”.
Άν αυτό πρέπει να κάνουν όλοι οι Χριστιανοί, πολύ περισσότερο πρέπει να συμβαίνη με τούς μοναχούς, γιατί αυτός είναι ο σκοπός της μοναχικής ζωής. Γιά την τήρηση των εντολών του Θεού και την κατάρτιση των ψυχών τούς συγκέντρωσε στα Μοναστήρια ο Θεός και σε αυτό βοηθά η πολλή ησυχία και η απαλλαγή από τούς θορύβους: “…εις τούτο συνήγαγεν ημάς ο Θεός, και ησυχία πολλή από των έξωθεν θορύβων εστίν…”. Ο μοναχός πρέπει να εδιαφέρεται, ώστε μέρα και νύκτα να μελετά τον νόμο του Κυρίου. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: “μήτε προς ετέραν τινά εργασίαν τρεπώμεθα μήτε ύπνω πάλιν παραδώμεν τα σώματα, αλλ’ εν τή μερίμνη και εξετάσει των αναγκαίων το λειπόμενον μέρος της νυκτός διενέγκωμεν πληρούντες το ειρημένον υπό του μακαρίου Δαβίδ, ότι “εν νόμω Κυρίου μελετήσει ημέρας και νυκτός””.
Η έρευνα σε όλα τα ασκητικά συγγράμματα του Μ. Βασιλείου αποδεικνύει ότι ο θείος Πατέρας καθ’ όλην την διάρκεια της ζωής του ησχολείτο με μοναχικά θέματα. Άλλα από τα ασκητικά συγγράμματά του εγράφησαν κατά τον χρόνο που ήταν μοναχός στον Πόντο, άλλα στον καιρό που ήταν Πρεσβύτερος και άλλα όταν είχε γίνει Επίσκοπος. Τό γεγονός είναι ότι ο Μ. Βασίλειος διοργάνωσε τον μοναχικό βίο της Καππαδοκίας και όρισε τον σκοπό της μοναχικής πολιτείας που είναι η πορεία προς την θέωση, διά της τηρήσεως των εντολών του Θεού, διά των οποίων επιτυγχάνεται η κάθαρση του ανθρώπου. Σέ αυτό βοηθά πολύ η ησυχαστική μέθοδος με όλη την σημασία της, ως ησυχία σωματική, ησυχία αισθήσεων και ησυχία νοός. Καί μάλιστα όταν η ησυχία συνδέεται με την προσευχή τότε αναπτύσσεται η μεγάλη αγάπη προς τον Θεό και μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα της αγάπης ο μοναχός γεμίζει από τα χαρίσματα και τις δωρεές του Θεού.
ι) Συμπεράσματα
Από όσα παρατέθησαν προηγουμένως από την διδασκαλία του Μ. Βασιλείου περί του μοναχισμού φαίνεται καθαρά ότι ο Μ. Βασίλειος δεν ευνοεί καθόλου έναν μοναχισμό κοινωνικό, το να διαμένουν οι μοναχοί και οι μοναχές μέσα στον κόσμο, να συμφύρονται με αυτόν, χάρη μιάς κοινωνικής προσφοράς και ενός ιεραποστολικού έργου. Τά Μοναστήρια, κατά τον Μ. Βασίλειο, είναι οργανωμένες κοινότητες, που ζούν πλησίον της κοινωνίας, όχι όμως μέσα στην κοινωνία. Ο Μ. Βασίλειος εκείνο που έκανε είναι ότι διοργάνωσε τούς ερημίτες μοναχούς σε έναν κοινοβιακό τρόπο ζωής και πολιτείας.
Από την διδασκαλία του Μ. Βασιλείου περί του ορθοδόξου μοναχισμού εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο Φωστήρ της Καισαρείας υποστηρίζει έναν ησυχαστικό μοναχισμό με νήψη και προσευχή, με την ιερά ησυχία και την υπακοή. Από τα ασκητικά του κείμενα αποπνέει ένα άρωμα πνευματικής υγείας και νηπτικής ζωής. Ο μοναχός ενδιαφέρεται για την σωτηρία του, για την ένωσή του με τον Θεό, την κάθαρση από τα πάθη, και την απόκτηση της νοεράς προσευχής. Ο μοναχισμός του Μ. Βασιλείου δεν είναι μοναχισμός κοινωνικός, όπως εννοείται σήμερα η κοινωνικότητα, ούτε ιεραποστολικός, όπως εκλαμβάνεται σήμερα η Ιεραποστολή. Ορθόδοξος μοναχός κατά τον Μ. Βασίλειο είναι υπέρβαση της ανθρωπίνης φύσεως, είναι μιά ασώματη και αγγελική πολιτεία: “Λογίζεσθαι δέ εκείνο μάλιστα χρή, ότι, διαβάς τα μέτρα της ανθρωπίνης φύσεως, προς την ασώματον πολιτείαν εαυτόν μετέστησεν ο τον των αγγέλων βίον ελόμενος”. Μάλιστα χαρακτηριστικό γνώρισμα των αγγέλων είναι η απαλλαγή από την κοινωνία του γάμου και το να μή μετεωρίζεται προς άλλο κάλλος, “αλλ’ εις το θείον πρόσωπον διηνεκώς ατενίζειν”. Αυτό που κάνουν οι άγγελοι, αυτό πρέπει να κάνουν και οι μοναχοί. Πρέπει να ζούν αγγελικό βίο και να ατενίζουν διαρκώς το πρόσωπο του Θεού.
Αυτά διδάσκει ο Μ. Βασίλειος, ο Καθηγητής του ορθοδόξου μοναχικού ησυχαστικού βίου. Καί μή νομίζη κανείς ότι δεν πρέπει να βλέπουμε τον σύγχρονο μοναχισμό μέσα από τα βιβλία των αγίων Πατέρων, ωσάν αυτό να είναι ένδειξη ελλείψεως πείρας μοναχισμού. Αντίθετα μάλιστα σε περιόδους κατά τις οποίες υπάρχει εκκοσμίκευση του μοναχισμού και επομένως αγνοείται και ο βαθύς σκοπός της μοναχικής πολιτείας και αλλοιώνεται η αληθινή έκφραση του μοναχισμού, τότε πρέπει να μελετούμε τα άγια συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, ιδίως του Μ. Βασιλείου, ώστε να εντοπίζουμε τις ασθένειες του μοναχισμού και να τις θεραπεύουμε.

Τελικά πρέπει να υπογραμμισθή ότι ο Ορθόδοξος μοναχισμός είναι ησυχαστικός-νηπτικός, εμπνέεται από την ιερά ησυχία, όπως την ερμηνεύουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας.
Μεγάλη ευθύνη για την αλλοίωση του ορθοδόξου μοναχισμού στις ημέρες μας έχουν οι Ηγούμενοι, όσοι από αυτούς είναι πνευματικώς και εκκλησιαστικώς άρρωστοι, άπειροι στα πνευματικά ζητήματα και έτσι μεταδίδουν την δική τους πνευματική ασθένεια και στούς μοναχούς, τούς οποίους αντί να τούς οδηγούν στην Βασιλεία του Θεού, τούς περικλείουν μέσα στις αρρωστημένες επιδιώξεις τους, στην δική τους βασιλεία!
Πρέπει να βλέπουμε το ύψος της αγγελικής αυτής πολιτείας και με ταπείνωση να διορθώνουμε όλες τις ελλείψεις. Τελικά αυτό είναι ευθύνη και έργο του Επισκόπου. Γιατί ο σύγχρονος κόσμος δεν έχει ανάγκη από κοινωνικά έργα και ακτιβιστικές προσπάθειες, αλλά από την διατήρηση της αληθινής θεραπευτικής μεθόδου διά της οποίας θα φθάση ο άνθρωπος στο αρχέτυπο κάλλος, στην εμπειρία της δόξης του Θεού, που καθίσταται δόξα και του ιδίου του ανθρώπου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου