Οι αναζητήσεις και οι
προσεγγίσεις των Ρώσσων διανοητών του 19ου και του 20ου αιώνος ήσαν μεν
αναζητήσεις της λεγομένης «ρωσσικής ψυχής», αλλά παράλληλα αποτέλεσαν
και προτάσεις που συζητήθηκαν κατά την διάρκεια και ύστερα από τους δύο
παγκοσμίους πολέμους.
Στο παρόν άρθρο θα αναφερθώ σε ορισμένες
όψεις των αναζητήσεων και των συζητήσεων που κυριάρχησαν μεταξύ των
Ρώσσων διανοητών του κ’ αι. Προηγουμένως είναι αναγκαίο να δοθούν
κάποια στοιχεία της ρωσσικής σκέψεως του ιθ’ αιώνος, επί των οποίων
διαμορφώνεται η ρωσσική Διανόηση του κ’ αι.
Α΄. Ένα πρώτο βασικό στοιχείο της ρωσσικής σκέψεως είναι η προσπάθεια για τον εκκλησιαστικό και τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό των Ρώσσων
στην ρωσσική κοινωνία που είχε δυτικοποιηθεί από την εποχή του Μ.
Πέτρου η, τουλάχιστον, που φανταζόταν την Δύση σαν την ενσάρκωση μιας
ιδεατής καταστάσεως. Στο πλαίσιο αυτό παρεμβαίνουν οι σλαβόφιλοι, οι
οποίοι τονίζουν τον ιδιαίτερο ρόλο της Ρωσσίας στην Ευρώπη.
Μάλιστα τον ρόλο αυτόν προσδιορίζει καλύτερα ο Ντοστογιέφσκι στον περίφημο Λόγο στον Πούσκιν,
όταν γράφει ότι «να είναι κανένας αληθινός Ρώσσος, να είναι εντελώς
Ρώσσος, αυτό σημαίνει μοναδικά να είναι αδελφός όλων των ανθρώπων, ένας
συνανθρώπινος». Παρ’ όλον ότι ορισμένοι από τους σλαβόφιλους φθάνουν να
επισημάνουν την υπεροχή των σλαβικών λαών έναντι των άλλων, νομίζω ότι η
τάση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αβίαστα εθνικιστική, όπως
συνηθίζεται σήμερα.
Την ίδια εποχή ο λαός στρέφεται προς
τους στάρτσι, τους μοναχούς ή κληρικούς που δεν διδάσκουν απλώς μία
ακαδημαϊκού τύπου θεολογία αλλά είναι ζωντανές παρουσίες της Θείας
χάριτος. Μάλιστα οι σλαβόφιλοι οφείλουν πολλά στους στάρτσι. Είναι
γνωστό ότι ο Μακάριος και ο Αμβρόσιος της Όπτινα άσκησαν αποφασιστική
επίδραση στον Ι. Kιριέφσκι, έναν από τους ηγέτες των σλαβόφιλων, και
στον Ντοστογιέφσκι αντιστοίχως. Νομίζω ότι η μεγάλη συμβολή των
σλαβόφιλων στην ρωσσική σκέψη είναι η εισαγωγή και η καθιέρωση του
Sobornost, δηλαδή της εν ελευθερία και αγάπη κοινότητας των πιστών (ο
όρος δεν μπορεί να αποδοθεί μονολεκτικώς στην ελληνική).
Οπωσδήποτε είναι χαρακτηριστικό ότι στις
αναζητήσεις των Ρώσσων φιλοσόφων του κ’ αι., και ιδιαιτέρως του
Μπερντιάγιεφ, του Φλωρένσκυ, του Ζενκόφσκυ και του Φλωρόφσκυ,
ανιχνεύονται στοιχεία της σλαβοφιλικής παραδόσεως, όπως η μοναδικότητα
της Ρωσσίας, το Sobornost, η αξία του προσώπου κ.α.
Β΄. Εκτός από τους σλαβόφιλους, σημαντική είναι η παρουσία της ρωσσικής Intelligentsia. Δια του όρου αυτού εννοούνται συνήθως οι ριζοσπαστικές τάσεις στην ρωσσική σκέψη και κυρίως στην ρωσσική κοινωνική φιλοσοφία.
Μεταξύ των τάσεων αυτών διακρίνονται οι λεγόμενοι δυτικόφιλοι, οι
narodniki (= οι λαϊκιστές), οι συνεπείς μαρξιστές και οι «νόμιμοι
μαρξιστές» (αποκαλούνται «νόμιμοι», διότι εργάζονται στις νόμιμες,
δηλαδή στις ντόπιες εφημερίδες).
Είναι γεγονός ότι η Ιντελλιγκέντσια
εστράφη εναντίον της επίσημης διοικήσεως της Εκκλησίας, καθ’ όσον η
διοίκηση αυτή είχε μεταβληθεί σε όργανο στηρίξεως των κυρίαρχων τάξεων
της ρωσσικής κοινωνίας. Παράλληλα, το φιλελεύθερο τμήμα της
Ιντελλιγκέντσια, αφού δέχθηκε τις επιδράσεις του γερμανικού ιδεαλισμού,
και υπό το κράτος θρησκευτικών αναζητήσεων, έκανε λόγο για την
αναγκαιότητα του ηθικού περιεχομένου της σοσιαλιστικής θεωρίας,
υπενθυμίζοντας κατ’ ουσίαν τον «χριστιανικό σοσιαλισμό» του
Ντοστογιέφσκι.
Ο Σ. Μπουλγκάκωφ κάνει λόγο για την
εκκλησιαστικότητα των χριστιανών, οι οποίοι, κατά τον Μπερντιάγιεφ,
είναι ανάξιοι της χριστιανικής ιδιότητος (Θυμίζω εδώ την διάλεξη του
Μπερντιάγιεφ με θέμα «Η αξία του χριστιανισμού και η αναξιότητα των
χριστιανών» που τότε είχε ενθουσιάσει το πολυπληθές κοινό στην «Λέσχη
των Αναρχικών»).
Έτσι οι «νόμιμοι μαρξιστές»,
επιχειρώντας να επαναπροσεγγίσουν την ορθόδοξη παράδοση, διαμόρφωσαν
ο,τι έχει αποκληθεί «θρησκευτική φιλοσοφία». Κρίνεται σκόπιμο να
διευκρινισθεί ότι οι «νόμιμοι μαρξιστές» δεν ήσαν θεολόγοι, κατά την
ακαδημαϊκή έννοια του όρου. Αντιθέτως, οι ρίζες της γνωστικής
συγκροτήσεώς τους ήσαν περισσότερο φιλοσοφικές.
Κατ’ ουσίαν, οι Ρώσσοι θρησκευτικοί
φιλόσοφοι μίλησαν με μία γλώσσα φιλοσοφική για ζητήματα θεολογικά,
χρησιμοποιώντας ορολογία που υιοθετήθηκε, αν και αυτό δεν ομολογείται,
και στην σύγχρονη θεολογική σκέψη.
Σε κάθε περίπτωση, στην περιοχή της
θρησκευτικής φιλοσοφίας επιχειρείται ο προσδιορισμός της σχέσεως της
θρησκείας με την φιλοσοφία. Στο πλαίσιο αυτό θα γράψει ο Σ. Φρανκ ότι «η
φιλοοφία και η θρησκεία δεν είναι τόσο ξένες μεταξύ τους και
ανομοιογενείς κατευθύνσεις, όπως τις θεωρεί ο διαφωτισμός που έχει χάσει
την σαφή ιδέα του χαρακτήρα της μιας και της άλλης».
Γ΄. Το 1917 και κυρίως το 1922
αποτελούν ορόσημα για την ρωσσική φιλοσοφία του κ΄ αι. Πολλοί
διανοούμενοι, που δεν ασπάζονται τον διαλεκτικό υλισμό (δεν θεωρώ ότι
υπάρχει ad hoc σοβιετική φιλσοοφία), εξορίζονται από την πατρώα γη,
κατευθυνόμενοι προς την Αμερική και την Ευρώπη, όπου κομίζουν τις
προτάσεις τους σ’ ένα κόσμο που αναζητεί ένα νόημα ζωής, εν μέσω δύο
παγκοσμίων πολέμων. Γενικώς οι συμβολές των Ρώσσων φιλοσόφων της Διασποράς
σε ζητήματα πολιτικής φιλοσοφίας, ηθικής φιλοσοφίας, φιλοσοφικής
ανθρωπολογίας αλλά και σε ζητήματα θεολογικά, χαρακτηρίζονται καίριες.
Σε μία γενική αποτίμηση, θα πρέπει να
θεωρηθεί βέβαιο ότι η ρωσσική σκέψη δεν διεκόπη μετά το 1917. Συνέχισε
την εξελικτική της πορεία, κυρίως εκτός Ρωσσίας, αλλά εκφράζουσα πάντοτε
τις αναζητήσεις της «ρωσσικής ψυχής». Επιπλέον οι Ρώσσοι φιλόσοφοι
απευθύνθηκαν στην Δύση που αναζητούσε ένα νόημα ζωής.
Θα προσέθετα ότι οι αναζητήσεις που
περιέγραψα αδρομερώς, παραμένουν επίκαιρες και δυναμικές θεωρήσεις και
στον σημερινό κόσμο που παρουσιάζει την εικόνα περισσότερο της
αποσύνθεσης και λιγότερο της ανασύνθεσης.
(Επεξεργασμένη μορφή της σχετικής
Ομιλίας του γράφοντος στα γραφεία της Διαβαλκανικής Ομοσπονδίας
Ορθοδόξων Νέων, την 31. 3. 2007)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου