Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Αγαμέμνων Τέντες, Δρ. Μουσικολογίας Μανουήλ Γεδεών και η εν παιδεύσει ανάκαμψη της Ελλάδας (β΄ μέρος)

Τα βασικά για την μελέτη της παιδείας των Ρωμηών περί το 1800 μ.Χ.: το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Πατριαρχική Ακαδημία, οι περιφερειακές σχολές, η εισαγωγή των δυτικών θεωριών και οι αντιδράσεις.
Ξεκινώντας αυτήν την ανάγνωση του Γεδεών στα περί της παιδείας του Ρωμαίηκου περί την αρχή του 19ου αιώνα αλλά και παλαιότερα, κανείς δεν θα πρέπει να παραλείψει ότι ένας κοινός ίσως τόπος των ειδικών ο οποίος θα μπορούσε να αποτελέσει βάση αναφοράς στο θέμα του λογίου περιβάλλοντος του Πατριαρχείου και του κεντρικού ιδρύματος ανώτατης παιδείας περί την αρχή του 19ου αι., της Πατριαρχικής Ακαδημίας του, θα ήταν μία περιγραφή των δύο βάσεων της πνευματικότητας της Μεγάλης Εκκλησίας, δηλαδή της Αγίας Γραφής και της ιεράς παραδόσεως των λόγων των Πατέρων, των Οικουμενικών Συνόδων, καθώς και των Ιερών Μυστηρίων και των ακολουθιών.
mixail
Παρ’όλα αυτά, το συγκεκριμένο αυτό θέμα θα ενέπιπτε κυρίως στο γνωστικό αντικείμενο της θεολογίας, γι’ αυτό και δεν σχολιάζεται επί του παρόντος. Εν τούτοις, μία ιστορική προσέγγιση του ζητήματος θα μπορούσε να συντελέσει στην σκιαγράφηση μίας γενικής εικόνας της παιδείας του Ρωμαίηκου, ιδιαιτέρως επειδή αφ’ ενός -όπως προειπώθηκε- το ζήτημα της παιδείας – του οποίου κλάδος είναι και η γνώση της ιστορίας – άπτεται των πνευματικών προσφέροντας ελπίδα, αφ’ ετέρου διότι υπάρχουν σχετικές πηγές σαν τα έργα του Μανουήλ Γεδεών, οι οποίες σήμερα θα πρέπει να θεωρούνται κύριες πηγές της ιστοριογραφίας περί της Τουρκοκρατίας μέχρι και του α΄ ημίσεως του 20ου αιώνα.
Από μία τέτοια ιστορική άποψη, ο πρώιμος 19ος αιώνας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία καλή εισαγωγή για την εντρύφηση στα περί της παιδείας των Ελληνορωμηών κατά την Τουρκοκρατία, διότι εμπεριέχει μία κορύφωση της μορφωτικής δραστηριότητας (ως δίψας για μάθηση και ως της πραγματώσεώς της μελέτης) στην καθ’ ημάς ελληνορωμαίικη ανατολή – δραστηριότητα η οποία έφερε άνθηση της ελληνικής γραμματείας και γλωσσομάθειας, όπως και της εκδόσεως βιβλίων – και συνεπώς επέφερε πλήθος πηγών, κάτι που θα διευκόλυνε τον νέο μελετητή της εποχής εκείνης: ‘βιβλία, σχολεία, τρόποι διδασκαλίας, συζητήσεις επί τούτω των λογιωτάτων, προγράμματα, μαθήματα, εξετάσεις, βελτιώσεων πόθος διατυπούμενος και εσπευδόμενος, προστασία προς τα γράμματα, προστάται τούτων αρχιερείς και προύχοντες, τυπογραφεία, βιβλιοπωλεία και βιβλιοθήκαι, πάντα ταύτα γίνονται μέρη μιάς και της αυτής μεγάλης εικόνος’ (125).
Εν τούτοις, αναπτύχθηκε τότε και μία εξ ίσου χαρακτηριστική της εποχής αντιθετική τάση –  τάση φόβου, ταραχής, και απορρίψεως προς τις θετικές επιστήμες και την φιλοσοφία της Δύσεως (115), οι οποίες ήρθαν στην υπό Οθωμανική κατοχή τότε Ρωμηοσύνη μέσω της – ευρέως πλέον γνωστής – εγκαταστάσεως στην πρωτεύουσα Πόλη και σε άλλα αστικά κέντρα πλήθους λογίων εκ Δύσεως, καθώς και μέσω των βιβλίων που αυτοί εξέδιδαν.

Οι λόγιοι αυτοί είχαν προηγουμένως σπουδάσει αρχαία ελληνική φιλολογία, φιλοσοφία, επιστήμες, ή ευρωπαϊκές γλώσσες, σε πανεπιστήμια της Ευρώπης (130-131). Αυτός ο «επιστημονικός και φιλοσοφικός εποικισμός» των πατρίων εδαφών υπό Οθωμανική κατοχή, ή όπως λέει ο Γεδεών εντός μίας φράσης που χαρακτηρίζεται από την διακριτική του αίσθηση του χιούμορ, ‘επάνοδος των φώτων εις την πρώτην αυτών εστίαν’ (126), δεν ήταν στην αρχή του 19ου αιώνα κάτι καινούριο: είχε θεσμικώς ξεκινήσει ήδη στις αρχές του 18ου με την ‘εισαγωγή των φιλοσοφικών συστημάτων του Καρτεσίου και του Μαλεβραχίου [Malebranche] παρ’ ημίν’ (99) και την εισήγησή τους στις σχολές του Γκιούμα στα Ιωάννινα, της Σιάτιστας, και της Καστοριάς από τον ιερομόναχο Μεθόδιο Ανθρακίτη, ο οποίος σπούδασε μαθηματικά στην Ιταλία (99), και συνεχίστηκε από καθηγητές όπως ο Ευγένιος Βούλγαρις, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Νικόλαος Ζαρζούλης, ο Τρύφων εκ Μετσόβου, και ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ. Οι νεοεισελθόντες καθηγητές έπρεπε με τον ερχομό τους να αντιμετωπίσουν τους – ήδη καθήμενους στις έδρες των ελληνικών σχολών – αριστοτελικούς ‘παλαιοφιλοσόφους’ (103).
Λογιζόμενοι ότι το κέντρο της παιδευτικής και φιλοσοφικής δραστηριότητας κατά την Τουρκοκρατία ήταν το Πατριαρχείο και η Ακαδημία του, η οποία ανασυστήθηκε μετά την Άλωση επί Πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου και κατόπιν το 1691 από τον Πατριάρχη Καλλίνικο Β΄, θα ήταν ίσως αντιπροσωπευτικό της καταστάσεως της παιδείας του ελληνορωμαίηκου να διαβάσουμε από τον Γεδεών περί της δικής της φιλοσοφίας: σε αυτήν ‘ήσαν αριστοτελικοί πάντες οι λόγιοι κληρικοί, από του παραδόντος εις το πύρ τα πληθωνικά συγγράμματα Γενναδίου του Σχολαρίου μέχρι των του αιώνος ημών [δηλ. του 19ου].
Θεόφιλος ο Κορυδαλλεύς ήν ο δημοτικώτατος των ερμηνευτών και των υπομνηματιστών του Αριστοτέλους, το δε κράτος του αθηναίου τούτου φιλοσόφου [...] επί δύο πλήρεις αιώνες [δηλ. 17ο-18ο] ήν ακατάβλητον.’ (98)[4]  Άλλοι τέτοιοι νεοαριστοτελικοί καθηγητές της Τουρκοκρατίας ήταν οι Εμμανουήλ Γλυζούνιος, Θεόδωρος Γαζής, και Κωνσταντίνος Λάσκαρις (103).
Ίσως μία από τις αιτίες της περιγραφείσας ανθήσεως των γραμμάτων περί την αρχή του 19ου αιώνα ήταν και η διαμάχη που αυτός ο «επιστημονικός και φιλοσοφικός επαναπατρισμός» προκάλεσε με την άφιξή του στις κατά τα άλλα νεοαριστοτελικές σχολές μέσω των καθηγητών και των βιβλίων τους.
Σε επίπεδο κοινότητας, η ‘επάνοδος’ αυτή ‘των φώτων’ ίσως να εντάθηκε στην Πόλη και την επικράτειά της και από την σύνδεση από Φαναριώτικους κύκλους των δυτικών θεωριών με υποτιθέμενη οικονομική ανωτερότητα των δυτικώς μορφουμένων, σαν τάχα η μεγαλύτερη ατομική έμφαση στον ορθολογισμό – έμφαση την οποία υποστήριζε και υποστηρίζει η Δύση – να είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την μεγαλύτερη οικονομική ευμάρεια της Δύσεως σε σχέση με την καθ’ ημάς Ανατολή (το οποίο διαψεύδεται και σήμερα από την ιστορία στο παράδειγμα της Κύπρου.
Εδώ φανερώνεται για άλλη μία φορά ότι το κυνήγι του οικονομικού πλουτισμού σχετίζεται με τον ορθολογισμό μόνο μέσω μίας βουλήσεως του εξορθολογούντος να αδικήσει επί του κοινωνικού συνόλου, αφού ο υλικός πλούτος είναι πεπερασμένος (εν προκειμένω, ο εξορθολογών είναι η γερμανική κυβέρνηση, το κοινωνικό σύνολο οι ευρωπαϊκοί λαοί, και ο κυνηγώμενος πλούτος τα κεφάλαια των Ρώσων, αν τα μέσα ενημέρωσης μας πληροφορούν σωστά)).
Όποιοι και να ήταν οι λόγοι του φιλοσοφικού αυτού επαναπατρισμού, θέματα τόσο σημαντικά – ως απτόμενα πνευματικών ζητημάτων – όσο η παιδεία, η επιστήμη και η φιλοσοφία, δεν θα άφηναν αμέτοχη την Μεγάλη Εκκλησία, ούτε και την Οθωμανική κυβέρνηση στο βαθμό που η τελευταία ήταν συνειδητοποιημένη, ούτε δε όσους εκ των ευκατάστατων ομογενών ήταν πολίτες στους οποίους το να είναι Ελληνορωμηοί έλεγε κάτι: όπως μαρτυρεί ο Γεδεών, οι άλλοι βασικοί συντελεστές της ανθήσεως αυτής ήταν ‘αρχόμενοι και κύριοι, κλήρος και λαός, υπήκοοι πιστοί και πατρικαί κυβερνήσεις [οι οποίοι] ειργάζοντο μετά ζήλου προς επάνοδον των φώτων εις την πρώτην αυτών εστίαν’ (125-126), ως και συγγραφείς, αρχιερείς, και εγχώριοι καθηγητές (126-127), ‘σπουδαστές ομογενείς’ κυρίως στην Γερμανία, στην Ρωσία, στην Μολδαβία, στην Βλαχία και στην Αυστρία (127-128), ‘προστάται’, δηλ. ως επί το πλείστον χορηγοί (127), ελληνιστές (128), κοινότητες ομογενών ‘κατά την Δύσιν και την Ρωσσίαν και αι ανά τας ηγεμονίας Μολδαυίας και Βλαχίας’ (128), οι οποίες, εκτός της ιδρύσεως εκκλησιών, σχολείων, σχολών, τυπογραφείων, ακόμα και θεάτρων, χρηματοδοτούσαν και ελληνικά γυμνάσια στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ελληνικά περιοδικά (όπως η παροικία της Οδησσού τον Λόγιο Ερμή της Βιέννης) (129).
(Οι αριθμοί σε παρένθεση αναφέρονται στις σελίδες της συλλογής μελετών του Μανουήλ Ι. Γεδεών Η πνευματική κίνησις του γένους κατά τον ιη΄ και ιθ΄ αιώνα, εκδ. επιμ. Άλκη Αγγέλου – Φιλίππου Ηλιού, σειρά: ‘Νεοελληνικά Μελετήματα’, Αθήνα: Ερμής).
(συνεχίζεται)

[4] Τον αριστοτελισμό της Πατριαρχικής Ακαδημίας είχε αναφέρει λίγες δεκαετίες πριν από τον Γεδεών και ο Θεόδωρος Αριστοκλής, στο έργο (1866) Κωνσταντίου Α΄ τοῦ ἀπὸ Σιναίου ἀοιδίμου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Βυζαντίου βιογραφία καὶ συγγραφαὶ αἱ ἐλάσσονες ἐκκλησιαστικαὶ καὶ φιλολογικαί, καί τινες ἐπιστολαὶ τοῦ αὐτοῦ, Κωνσταντινούπολη: τυπογραφείον “Πρόοδος”, σελ.2.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου