Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ (1) 1. ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ του Franz Courth

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η Τριαδική θεολογία σήμερα χαρακτηρίζεται κατ’ αρχάς από την πρόθεσή της να ανασύρει το αντικείμενο της μελέτης της από την απομόνωση στην οποία βρέθηκε, προσπαθώντας να απαντήσει ξεκινώντας ακριβώς από την Τριάδα, στις κυρίαρχες ερωτήσεις της εποχής μας, πάνω στο νόημα και την ουσία του Χριστιανισμού. Αναδύεται λοιπόν στην επιφάνεια η στάση της πρώτης Εκκλησίας [Οι Δυτικοί χρησιμοποιούν την έκφραση «πρωτόγονη εκκλησία». Μια Εκκλησία που είναι αντιθέτως το θεμέλιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, διότι για την Ορθοδοξία η αλήθεια δεν εξελίσσεται και δεν απαντά στα προβλήματα της εποχής, αλλά φωτίζει τον άνθρωπο και την εποχή του], η οποία συνόδευε την επεξεργασία της τριαδικής θεολογίας με την σωτηριολογική μέριμνα, η οποία είναι δεμένη (ούτως ή άλλως) με το Ευαγγέλιο. Μια στάση που βρίσκεται στην βάση όλης της δογματικής Ιστορίας.
Αλλά οι σύγχρονες μελέτες ξεχωρίζουν επίσης και για την επιβεβαίωσή τους, την δήλωσή τους, σύμφωνα με την οποία κάθε ερώτηση γύρω από τον Θεό συμπίπτει με μία ερώτηση γύρω από τον άνθρωπο και πιο συγκεκριμένα γύρω από τον άνθρωπο απέναντι στον Θεό. Η ομολογία της πίστεως στην Τριάδα δεν είναι ένα αντικείμενο με δυνατότητες ακροβατισμών θεωρητικών, άνευ σημασίας για την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά ένα πλαίσιο στο οποίο βεβαιώνονται βασικές αλήθειες πάνω στον άνθρωπο.
Και τρίτον, η σύγχρονη θεολογία προσπαθεί να ερμηνεύσει και να αναγγείλει την πίστη στην Τριάδα ξεκινώντας από την σύγχρονη ιστορική συγκυρία, την κοινωνική και την πολιτική. Και σε αυτή την ομιλία αποτελούν συστατικό μέρος όλες οι ερωτήσεις που μπορούν να τεθούν για τον ανθρώπινο πόνο, οι οποίες κατανοούνται μάλιστα σαν η πρωταρχική πηγή αμφισβητήσεως για οποιαδήποτε ομιλία περί Θεού. Στη συνέχεια θα ξεκινήσουμε με την υπαρξιακή πλευρά της αναπτύξεως της συγχρόνου θεολογίας, θα συνεχίσουμε με το ιστορικό σωτηριώδες θέμα και θα καταλήξουμε στην κοινωνική εννοιολόγηση της τριαδικής πίστης.
2. Η Τριάδα που συναντά τον άνθρωπο (Heinrich Ott)
Ο θεολόγος της Μεταρρυθμίσεως, ο προτεστάντης Heinrich Ott, δεν μπορούσε παρά να συνειδητοποιήσει πως στην εποχή του η ομολογία του Θεού σαν Μονάδος εν Τριάδι έχανε όλο και περισσότερο την σύστασή της την ίδια και έτσι αποφάσισε να ερευνήσει με την μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια, την σπουδαιότητα αυτής της πίστεως στην ζωή του Χριστιανού. Για τον θεολόγο της Βασιλείας η ερώτηση για την ύπαρξη και την φύση του Θεού είναι το κέντρο τόσο της θεολογίας όσο και της ανθρωπολογίας. Ακόμη περισσότερο είναι πεπεισμένος πως ξεκινώντας ακριβώς από αυτή την τελευταία ερώτηση είναι δυνατόν να φανερωθεί η σύγχρονη ανάγκη μας να μιλήσουμε για τον Θεό.
Ξεκινώντας από την επανανακάλυψη της αλληλεγγύης, που οφείλεται στην συνειδητοποίηση ότι ανήκουμε στην ίδια ανθρωπότητα, ο Ott βλέπει στην θεολογία της Τριάδος την προσπάθεια να «ορίσουμε θεολογικά τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός, που αποκαλύπτεται στον Χριστό, συναντά τον άνθρωπο για να του πει ποιος είναι Αυτός»!
Με αυτήν την ανθρωπολογική προσπέλαση ο Ott προσπαθεί να παρουσιάσει την Τριαδική θεολογία σαν «την summa της χριστιανικής πίστης και της σχέσεως με τον Θεό». Αλλά διευκρινίζει πως δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός με μία θεωρητική και αντικειμενική έρευνα. Η συζήτηση για τον Θεό της Τριάδος πρέπει  να γίνει μια συζήτηση γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη δίπλα στον Θεό Μονάδα εν Τριάδι: Πως βιώνει τον εαυτό του ο πιστός ο οποίος τοποθετείται απέναντι από τον Θεό; Μόνο προσπαθώντας αυτή την υπαρξιακή διάσταση, η οποία ερμηνεύει και περιγράφει την ανθρώπινη ζωή δίπλα στον Θεό, μπορούμε να γλιτώσουμε από την παγίδα μιας παρεξηγήσεως και αντιφάσεως που μας αναγκάζει σε μια αταίριαστη αντικειμενοποίηση της πίστεως.
Ο Ott ξεκινά από την προϋπόθεση πως ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση απολύτου ανάγκης να συναντήσει τον άλλον. ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΣΥΝΑΝΤΑΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΕΡΩΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. [Το πλαίσιο παραμένει η καρδιά και η κλήση του Θεού, μέσα στην Εκκλησία δια των μυστηρίων της]. Ο Θεός συναντάται με τον άνθρωπο σε μια τριπλή μορφή: σαν ανάγκη και ελπίδα, σαν δώρο και βοήθεια, και τέλος σαν πρόσκληση και πίεση προς την συνάντηση. Αυτός ο τριπλός τρόπος προσεγγίσεως και συναντήσεως με έναν Θεό ο οποίος αναγκάζει πλήρως τον άνθρωπο είναι για τον Ott η αιτία και η καταγωγή της ζωής και της πράξεως του Ιησού, όπου για πρώτη φορά καθίσταται φανερό πως ο Θεός «επερωτά τον άνθρωπο με έναν ολοκληρωτικό τρόπο» και πως «ο Θεός προσφέρει τον εαυτό του στον άνθρωπο σαν το δώρο που έχει ανάγκη για να απαντήσει στην ολοκληρωτική πρόσκληση που του απευθύνεται». Ο Θεός προσφέρει στον άνθρωπο αυτό που ο ίδιος απαιτεί και σ’ αυτό συνίσταται «το υπαρξιακό νόημα της πατρότητος και της υιότητος του Θεού: ο Πατήρ είναι αυτός που απευθύνει την πρόσκληση, δηλαδή Αυτός που έχει δικαιώματα απέναντι στην ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Υιός είναι Θεός καθότι είναι δώρο για εμάς. Όλος ο Θεός λοιπόν είναι τόσο αυτός που καλεί και ζητά όσο και η ενέργεια η ίδια της προσκλήσεως, όπως επίσης ο ΟΛΟΣ Θεός είναι ο δωρίζων και το δώρο. Αυτό σημαίνει πως ο Πατήρ και ο Υιός είναι Ένα».
Στο πεδίο της εντάσεως του οποίου οι δύο αντιτιθέμενοι πόλοι είναι η προσμονή και το δώρο που προέρχονται  από τον θεό, το Άγιο Πνεύμα επεμβαίνει σαν η αιτία της δυνατότητος μιας προσωπικής απαντήσεως του ανθρώπου που προσλαμβάνει το θείο δώρο. Και αυτό διότι από τον άνθρωπο δεν απαιτείται ένα οποιοδήποτε αντικείμενο: αλλά αυτός ο ίδιος, καθότι πρόσωπο προικισμένο με ευθύνη, είναι αυτό που απαιτείται.
Ένα επιβεβλημένο δώρο, επιπλέον, δεν θα μπορούσε να υπολογιστεί παρά σαν ταπείνωση και εξαναγκασμός. Για να εμπλουτίσει πραγματικά ένα δώρο, αυτόν που το παραλαμβάνει, είναι αναγκαία η ελεύθερη αποδοχή του. Αυτό ισχύει επίσης και στην παρουσία του Θεού. Το έργο του Αγίου Πνεύματος συνίσταται ακριβώς στην βοήθεια που είναι αναγκαία στον άνθρωπο, ώστε να προσλάβει το δώρο που προσφέρθηκε από τον Θεό σαν μια προσωπική του απάντηση, η προσωπική του πορεία στην οποία εισέρχεται με μια απόφασή του, παρμένη μέσα στην ελευθερία. «Το πνεύμα του Θεού οδηγεί την καρδιά του ανθρώπου. Εάν ο άνθρωπος, καθοδηγημένος από το πνεύμα, δεν ήταν ελεύθερος στην παρουσία του Θεού, ο Θεός ακόμη και αν δωριζόταν στον άνθρωπο, δεν θα είχε αξιοποιήσει ακόμη το δικαίωμα του στον άνθρωπο σαν πρόσωπο. Το Άγιο Πνεύμα είναι η επαρκής κλήση που μας καλεί να δεχτούμε τον Θεό, μια ανάγκη που μας συναντά στην ζωή μας και ένα δώρο που μας σώζει».
Μόνο μέσα σε αυτήν την Τριαδική προοπτική γίνεται κατανοητό, πως αγκαλιάζεται ολοκληρωτικώς ο άνθρωπος από τον Θεό, και μόνο σ’ αυτήν την περίπτωση ο Θεός γίνεται για αυτόν εκείνη η αποφασιστική πραγματικότης της οποίας είναι «αναπόφευκτη η συνάντηση, πλησιάζοντας τον από όλες τις μεριές, τοποθετώντας του όρια και μεταφέροντας τον στα χέρια Του, αγκαλιά».
(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου