Αν πράγματι, όπως έχουμε ειπή, το νόημα της ερήμου είναι πολυδύναμο, είναι λοιπόν απέραντο, δηλ. χωρίς «πέρας» και σχήμα. Οπωσδήποτε είναι γεγονός ότι η οπτική ή νοητική εικόνα της ερήμου είναι αδιάστατη, χωρίς οροθετικές γραμμές και άρα πράγματι χωρίς σχήμα. Έτσι όταν προσπαθούμε να συλλάβουμε με το πνεύμα μας την τοπική έννοια της ερήμου, συλλαμβάνουμε κάθε φορά κάτι απέραντο, κάτι απροσδιόριστο, κυρίως μια απουσία!
Φαίνεται λοιπόν πως η αδιάστατη αυτή εικόνα της ερήμου εκφράζει υπαρξιακά τις διαστάσεις της αυθεντικής ευσεβείας. Ο ερημίτης ασκητής βιώνει μια ευσέβεια απέραντη, χωρίς σχήμα ή καθωρισμένο τύπο, χωρίς «προσωπείο»!
*
Η ψυχολογία διαπιστώνει και σήμερα πως η συμπεριφορά καθενός ανθρώπου είναι σε κάθε στιγμή μια σχηματισμένη συμπεριφορά. Ένα σύστημα αντιδράσεων και ενεργειών που καθορίζει κάθε φορά έναν ωρισμένο τρόπο συμπεριφοράς, ένα σχήμα συμπεριφοράς, ανάλογο πάντοτε προς τις απαιτήσεις της εξωτερικής πραγματικότητος.
Ο Jung ευρίσκει ότι το σύστημα τούτο των ψυχικών δράσεων και αντιδράσεων είναι ένα απαραίτητο ψυχολογικό μέσο προσαρμογής του ανθρώπου στις συγκεκριμένες συνθήκες της ζωής. Το προσωπείο (Persona) είναι κατά τον Jung ένας ψυχολογικός μηχανισμός που προστατεύει το άτομο από τον κίνδυνο να συγκρουσθή με την πραγματικότητα της ζωής. Γιατί το προσωπείο είναι ένας απαραίτητος μεσολαβητής μεταξύ αυτού που το άτομο είναι και εκείνου που η πραγματικότητα της ζωής απαιτεί να είναι. Γι’ αυτό το προσωπείο είναι πράγματι κάτι το χρήσιμο για το άτομο, γιατί το συμφιλιώνει ανώδυνα με την εξωτερική πραγματικότητα της ζωής.
Τη βασική αυτή θέση του Jung επιβεβαιώνει πειστικά και ο ειδικός κλάδος της ψυχολογίας, ο ασχολούμενος με τα προβλήματα των διατομικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Η Κοινωνική Ψυχολογία μας αποκαλύπτει όψεις του πολυπλόκου μηχανισμού της σχηματισμένης συμπεριφοράς του ανθρώπου και μας διαγράφει με ενάργεια το ασφυκτικό πλέγμα των δράσεων και αντιδράσεων του προσωπείου ή της μάσκας του ατόμου που αντιμετωπίζει με τον αναπόφευκτο αυτό τρόπο τα άλλα άτομα μέσα στο κοινωνικό σύνολο.
*
Η ψυχολογική αυτή αναγκαιότης της σχηματισμένης συμπεριφοράς καθιερώνεται αυτοδύναμα και σαν θρησκευτική αναγκαιότης. Ο θρησκευτικός άνθρωπος παγιδεύεται συνήθως ανύποπτα μέσα στα δόκανα της «εσχηματισμένης ευσεβούς μορφώσεως». Κατασκευάζει δηλ. ασυνείδητα το απαραίτητο γι’ αυτόν θρησκευτικό προσωπείο που τον συμφιλιώνει και εδώ με την εξωτερική πραγματικότητα και κυρίως με το θρησκευτικό του περιβάλλον. Γιατί άλλωστε δεν είναι μόνο η ψυχολογική αναγκαιότης, σαν καθιερωμένο σύστημα συμπεριφοράς, που οδηγεί στην κατασκευή αυτή του προσωπείου. Το νόμιμο ευαγγελικό αίτημα για την πραγμάτωση του «καθ’ ομοίωσιν», σε μια παρεξηγημένη εκδοχή, καθιερώνει ασυνείδητα μέσα στο βάθος της προσωπικότητος του θρησκευτικού ανθρώπου την ιδανική ή ιδεατή εικόνα του τελείου χριστιανού σαν μια άμεση εμπειρία. Σε πολλές περιπτώσεις ο θρησκευτικός άνθρωπος, αντί να αγωνισθή με υπομονήν τον «προκείμενον αυτώ» αγώνα, σπεύδει ψυχολογικά στην ψευδαίσθηση της δήθεν ήδη πραγματοποιήσεως του χριστιανικού ιδεώδους και αγωνίζεται ασυνείδητα να το βεβαίωση με τη βοήθεια ενός θρησκευτικού προσωπείου. Αγωνίζεται να φανή ότι είναι ο «καλός» χριστιανός. Κάθε πράξη του πρέπει να βεβαιώνη τη χριστιανική του Ιδιότητα. Αναπτύσσει λοιπόν ένα σύστημα μιας «εσχηματισμένης ευσεβούς μορφώσεως».
Αλλά το θρησκευτικό προσωπείο, σαν ωρισμένη «εσχηματισμένη ευσεβής μόρφωσις», είναι μια έννοια αντίθετη ή ασυμβίβαστη με την αδιάστατη εικόνα της ερημικής εσωτερικότητος. Γιατί πράγματι ο αυθεντικός πνευματικός αγωνιστής, ο γνήσιος ερημικός ασκητής, δεν περιορίζεται σε ωρισμένο υπαρξιακό σχήμα ευσεβείας. Ο τρόπος της ερημικής πνευματικής ζωής και της ασκήσεως είναι απλούς και ασχημάτιστος και άμορφος. Δεν υποτάσσεται σε «κατηγορίες» και σε «καλούπια», σε συστήματα μορφών ζωής που θα ανεγνωρίζοντο εύκολα σαν σχήματα ενός, πνευματικού έστω, προσωπείου. Γι’ αυτό ο γνήσιος ασκητής της ερήμου δεν ημπορεί να ανεχθή κανένα είδος συμπεριφοράς που θα επρόδιδε ή θα απεκάλυπτε μια «εσχηματισμένην ευσεβή μόρφωσιν».
*
Έτσι ο όσιος Μάρκος ο Ασκητής, στην γνωστή επιστολή του «προς Νικόλαον Μονάζοντα»1, ξεσπά δικαιολογημένα σε μια πνευματική διαμαρτυρία, γράφοντας με πολύ ασκητικό πάθος. «μέχρι πότε ημείς υπό της εσχηματισμένης ευσεβούς μορφώσεως διαχλευαζώμεθα, μετά επιθέσεως τω Κυρίω δουλεύοντες, άλλο τοις ανθρώποις νομιζόμενοι και άλλο τω τα κρυπτά γινώσκοντι καταφαινόμενοι»2;
Η ευαισθησία της ερημικής εσωτερικότητος δεν ημπορεί να ανεχθή την υπαρξιακή αντίθεση μεταξύ «εσχηματισμένης ευσεβούς μορφώσεως» και ενδοψυχικής πραγματικότητος. Γι’ αυτό ο ασκητής ομιλεί μια γλώσσα συγκλονιστικής ειλικρινείας και εξουθενωτικής αυτογνωσίας. «Άγιοι γαρ παρά πολλών νομιζόμενοι, άγριοι το ήθος ακμήν υπάρχομεν. αληθώς μόρφωσιν ευσεβείας έχοντες, την δε δύναμιν αυτής ενώ¬πιον του Θεού μη κεκτημένοι. παρθένοι και αγνοί παρά πολλών νομιζόμενοι, και παρά τω τα κρυπτά κατανοούντι, εν ακαθαρσίαις συγκαταθέσεων λογισμών πορνικών ένδοθεν μολυνόμενοι και ταις ενεργείαις των παθών βορβορούμενοι. και διά την ακμήν εσχηματισμένην ημών άσκησιν, έτι και τοις επαίνοις των ανθρώπων υπτιούμενοι και τον νουν εκτυφλούμενοι».
Στην αποκάλυψη και υπογράμμιση αυτής της υπαρξιακής αντιφάσεως βλέπει κανείς όλο το βάθος και όλο το πλάτος της ερημικής εσωτερικότητος. Ενώ μέσα στον κοινωνικό χώρο της εγκοσμίου ζωής το θρησκευτικό προσωπείο είναι η καθιερωμένη πλέον «εσχηματισμένη ευσέβεια», μέσα στην ζωή της ασκήσεως το προσωπείο αυτό θεωρείται πάντοτε σαν μια διαπόμπευση της ανθρωπίνης προσωπικότητος. Γιατί η θρησκευτική αυτή μάσκα υπογραμμίζει έντονα μια απάτη. Άλλο είναι κανείς κι άλλο φαίνεται, γιατί έτσι θέλει να φαίνεται. Πρόκειται εδώ για μια ασυνέπεια που ξεκινά όμως από μια ασυνείδητη αιτιολογία. Κι αυτός ίσως είναι ο λόγος που ο όσιος Μάρκος ο Ασκητής στηλιτεύει με μελανά χρώματα την υποκριτική ευσέβεια. Δηλαδή δεν είναι μόνο η αντίφαση που κατασκευάζει μια πολύ υποτιμητική για την ανθρωπίνη αξιοπρέπεια απάτη. Κυρίως είναι η ασυνείδητη φύση του θρησκευτικού προσωπείου που κάνει τον ασκητή να εξανίσταται με ερημικό πάθος.
*
Παραδομένος κανείς στις απωθήσεις, στα συμπλέγματά του και γενικώς στις ασυνείδητες διαδικασίες του βάθους της προσωπικότητός του συμβιβάζεται με τον εσωτερικό τρόπο θρησκευτικής ζωής συντηρώντας το προσωπείο. Αυτό σημαίνει πράγματι πως θέλει να κρύβη την ασυνείδητη εσωτερική του πραγματικότητα. Έτσι το θρησκευτικό προσωπείο είναι κάτι που χρειάζεται κανείς ασυνείδητα για να συμφιλιώνεται με το θρησκευτικό του περιβάλλον, συγχρόνως όμως είναι ένα απατηλό προϊόν ασυνειδήτων διαδικασιών που έχουν παγιδεύσει θανάσιμα την εσωτερικότητα. Γι’ αυτό αυτός που συντηρεί με κάθε τρόπο το θρησκευτικό του προσωπείο δεν προοδεύει ποτέ στη θρησκευτική ζωή. Με την ψευδαίσθηση της «εσχηματισμένης ευσεβούς μορφώσεως» ικανοποιείται τόσο, όσο πρέπει να καθησυχάζη την θρησκευτική του συνείδηση. Πέρα απ’ αυτό η εσωτερικότης του βυθίζεται όλο και περισσότερο στο πνευματικό σκοτάδι και στην άγνοια και στέρηση της αληθινής γνώσεως. «Αλλ’ έτι εν τη νομιζομένη του έξωθεν ανθρώπου δικαιοσύνη μόνη στηριζόμεθα, δι’ υστέρησιν αληθούς γνώσεως και διά των έξωθεν μόνον επιτηδευμάτων εαυτούς πλανώμεν, τοις ανθρώποις αρέσκειν βουλόμενοι και τας παρ’ αυτών δόξας και επαίνους θηρώμενοι»3.
Πράγματι! Το θρησκευτικό προσωπείο είναι μια πλάνη και μια απάτη του ίδιου του φορέως του. Αυτός που υποκρίνεται απατά πρώτα - πρώτα τον εαυτό του, πλανά τη θρησκευτική του συνείδηση. Και στην περίπτωση αυτή βεβαιώνεται κανείς πειστικά για την ασυνείδητη φύση του ψυχικού μηχανισμού του θρησκευτικού προσωπείου. Αναμφιβόλως αυτός που αυταπατάται είναι παγιδευμένος σε ασυνείδητες διαδικασίες.
*
Εξ άλλου η διάσταση αυτή μεταξύ εσωτερικότητος και θρησκευτικού προσωπείου είναι μια ζωντανή μαρτυρία διχασμού της προσωπικότητος. Γιατί αυτός που συντηρεί το θρησκευτικό προσωπείο είναι πράγματι «ανήρ δίψυχος». Και ακριβώς εδώ συναντά κανείς τον πιο πικρό καρπό της «εσχηματισμένης ευσεβούς μορφώσεως» που ο ασκητής της ερήμου βδελύσσεται αμείλικτα: την εσωτερική διάσπαση της προσωπικότητος με όλες τις φοβερές της συνέπειες. Λοιπόν, όταν ο ασκητής αυτός στηλιτεύει την «εσχηματισμένην ευσέβειαν», καταδικάζει κυρίως την εσωτερική διάσπαση του υποκρινομένου ανθρώπου, ενώ συγχρόνως προσηλώνει τον νου του στην ασχημάτιστη πνευματική ολοκλήρωση της προσωπικότητος.
Έτσι ο βασικός πνευματικός προσανατολισμός της ερημικής εσωτερικότητος σκοπεύει στην ασχημάτιστη και άμορφη ευσέβεια. Ο ασκητής της ερήμου με τις αδιάκοπες ενδοσκοπήσεις του αποβλέπει πάντοτε σε μια συνειδητοποίηση των κρυμμένων τραυμάτων του και της αδήλου πνευματικής του ακαθαρσίας. Με τον τρόπο αυτόν εξουδετερώνει αποτελεσματικά κάθε ασυνείδητη πρόθεση δημιουργίας προσωπείου, κάθε ασυνείδητη τάση για τυποποιημένη ευσέβεια.
Η βασική αυτή θέση του ερημίτου ασκητού υπαγορεύεται από την έντονη και σχεδόν άμεση εμπειρία της «αποκαλυπτικής» παρουσίας του δικαιοκρίτου Δεσπότου. «Ήξει πάντως ο τα κρυπτά του σκότους αποκαλύπτων και φανερών τας βουλάς των καρδιών, ο απαραλόγιστος δικαστής. ο το σχήμα το έξωθεν περιαίρων και την αλήθειαν των ένδοθεν κεκρυμμένων φανερών και... τους εσχηματισμένους και μόρφωσιν ευσεβείας περιβεβλημένους και εαυτούς φρεναπατώντας εις το εξώτερον σκότος αποστέλλων». Επειδή δε δεν θέλει να βιώση μια τέτοια εμπειρία φρικτής αποκαλύψεως των κρυμμένων ακαθαρσιών, αγωνίζεται δυναμικά και δραστήρια για μια ευσέβεια άμορφη, ασχημάτιστη και αδιάστατη, δηλαδή ανόθευτη!
*
Αλλά βέβαια η ασχημάτιστη ευσέβεια της ερημικής εσωτερικότητος δεν είναι μια εύκολη προσπάθεια, ένα ανώδυνο έργο. Η κάθαρση του νου από κάθε λογισμό και κάθε νοητική παράσταση είναι μια συγκλονιστική και δραματική προσπάθεια που εκδιπλώνεται δυναμικά μέσα στην αδιάστατη ερημική εμπειρία. Η προϋπόθεση της απλής και άμορφης ασκητικής ευσεβείας δεν είναι ένα έργο θεωρητικής προσπαθείας, δηλ. νοητικής μόνο καθάρσεως της εξωτερικής ζωής του ασκητού. Είναι ένα αιμάτινο έργο «ζωοποιού νεκρώσεως» του όλου ανθρώπου που οδηγεί κατανυκτικά στη θεώρηση «της θεοειδούς εικόνος» που φιλοξενεί στα έγκατα του βάθους της ερημικής του εσωτερικότητος. Ύστερα από πολλούς απερίγραπτους ασκητικούς πόνους και κόπους, ύστερα από ένα δραματικό αγώνα εσωτερικής καθάρσεως, φθάνει επί τέλους ο ασκητής σ’ ένα καταπληκτικό σχήμα ευσεβείας, που όμως δεν είναι καθόλου θρησκευτικό προσωπείο. Είναι απλώς η υπέρβαση της πνευματικής του αμορφίας. Είναι η άμεση εμπειρία της θείας εικόνος που υπάρχει πάντοτε μέσα του και που όμως προβάλλει μόνο ύστερα από τους ασκητικούς του αγώνες. «Ούτως ο της καθαράς και αΰλου και αχράντου παρθενίας τον στέφανον εκδεχόμενος, σταυροί δι’ ασκητικών πόνων την σάρκα. νεκροί τα επί της γης μέλη τη επιτάσει και επιμονή της εγκρατείας. διαφθείρων τον έξω άνθρωπον και λεπτύνων αυτόν και ρυσσόν και κατεσκληκότα απεργαζόμενος. ίνα διά πίστεως και αγώνων και τη της χάριτος ενεργεία, ο έσω άνθρωπος ανακαινίζηται ημέραν εξ ημέρας, επί το κρείττον προκόπτων. αγάπη αυξανόμενος. πραότητι κοσμούμενος. αγαλλιάσει πνεύματος ευφραινόμενος. ειρήνη Χριστού βραβευόμενος. χρηστότητι αγόμενος αγαθότητι φρουρούμενος... Ταύταις και ταις ομοίαις αρεταίς ανακαινιζόμενος ο νους από του πνεύματος, της θεοειδούς εικόνος τον χαρακτήρα εν εαυτώ γνωρίζει. και της δεσποτικής ομοιώσεως το νοητόν και άρρητον κάλλος κατανοεί. και της αυτοδιδάκτου και αυτομαθούς σοφίας του ενδιαθέτου νόμου τον πλούτον καταλαμβάνει»4.
Η βίωση αυτή της θείας εικόνος που φιλοξενεί μέσα του μυστικά ο ασκητής είναι εδώ ασφαλώς ένα σχήμα και μια ωρισμένη «μορφή» ευσεβείας, μα δίχως άλλο μια υπερβατική μορφή ευσεβείας. Μια εμπειρία των διαστάσεων της μυστικής θεώσεως που οφείλεται στην αδιάστατη και χωρίς «προσωπείο» υπαρξιακή βίωση της αυταρνήσεως. Έτσι χάρη στο μόχθο της ασκήσεως και στην πραγμάτωση μιας πνευματικής αμορφίας μέσα στο βάθος της προσωπικότητός του, «ορά» ο νους του ασκητού, στην εσώτερη φύση του, τον χαρακτήρα της «θεοειδούς εικόνος». Πρόκειται εδώ για τη μυστική βίωση της εμπειρίας του «καθ’ ομοίωσιν» μέσα σε όλο το βάθος και το πλάτος του θεωτικού του μεγαλείου. Πρόκειται μάλλον για τη δυναμική και ενεργητική βίωση του «κατ’ εικόνα».
*
Η ασκητική πνευματική αυτή πορεία από το θρησκευτικό προσωπείο στην άμορφη και ασχημάτιστη ευσέβεια, και από αυτήν στην βιωματική αναγνώριση της θείας εικόνος, είναι ασφαλώς μια χρήσιμη υπόμνηση στον εγκόσμιο χριστιανό. Γιατί, και αν ακόμη είναι περισσότερο από βέβαιο πως δεν μπορεί να ακολουθήση το διάγραμμα της πνευματικής αυτής πορείας, είναι παρ’ όλα αυτά πιθανό πως η συνάντησή του με το διάγραμμα αυτό μπορεί να τον βοηθήση να στοχαστή κατανυκτικά την έκταση και το μέγεθος της «εσχηματισμένης», δηλ. της νοθευμένης του θρησκευτικής εμπειρίας. Κι ένας τέτοιος κατανυκτικός στοχασμός είναι ασφαλώς μια λυτρωτική αναψυχή μέσα στο φλογερό καύσωνα της ερήμου της εποχής μας!
1. Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών. Τόμος Α’, σελ. 127 εξ.
2. Ένθ’ ανωτ. σελ. 129.
3. Ένθ’ ανωτ. σελ. 130.
4. Ένθ’ ανωτ. σελ. 133.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ
ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΕΡΗΜΙΚΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΧΩΡΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου