στην συλλογή: Zeit und Geschichte, Dankesgabe an Rudolf Bultmann
zum 80. Geburtstag, ed. Erich Dinkler (Tubingen: J. C. B. Mohr, 1964), 381‑398.
ΙΙΙ
Αποδεχόμενος επομένως την χρονικότητα του Θεού, ο Heidegger αποχωρεί ριζικά από την κλασική δυτική παράδοση της φιλοσοφικής θεολογίας. Το χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης ήταν η άρνηση πως ο Θεός μπορεί να συγγενεύει, με οποιοδήποτε τρόπο, με άλλο ον εκτός από τον εαυτό του. Ως «causa sui», το είναι του οποίου προέρχεται μόνο από τον εαυτό του (a se), η μόνη σχέση του Θεού προς τον κόσμο είναι η πλήρως εξωτερική σχέση του μεταφυσικού «απολύτου». Φυσικά, στις παραλλαγές αυτές της παράδοσης, όπου η επίδραση της καθαρά χριστιανικής εμπειρίας, δεν ήταν απλώς συμβολική, αυτή η άρνηση της πραγματικής σχέσης προς τον Θεό, δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρη. Αναγνωρίζοντας πως ο Θεός των Γραφών είναι αναμφισβήτητα ο Θεός που σχετίζεται με τα πλάσματα του, οι θεολόγοι έδωσαν την δυνατότητα η θεότητα να χαρακτηρίζεται με έννοιες σχέσης, δεδομένου ότι αυτές κατανοούνται αναλογικά και όχι κυριολεκτικά. Η δυσκολία βέβαια που προκύπτει από τις συμβατικές μεταφυσικές προϋποθέσεις, είναι πως λέγοντας ότι ο Θεός δεν σχετίζεται κυριολεκτικά με τον κόσμο, σημαίνει πως κυριολεκτικά δεν σχετίζεται με τον κόσμο. Και έτσι η κλασική analogia entis, όπως και παραδοσιακός θεϊσμός εν γένει, απειλείται από αντιφάσεις και αυτό-αναίρεση. Προτείνοντας όμως, πως το είναι του Θεού μπορεί να συλληφθεί ως χρονικό, ο Heidegger διαφεύγει ακριβώς από αυτό τον θεϊσμό. Ανοίγει τον δρόμο για μια θέα του Θεού, έτσι όπως ο ίδιος είναι στη σχέση του με τα άλλα όντα, και με τον τρόπο αυτό την θέα του Θεού ως όντος ριζικά διαφορετικού από το απόλυτο της μεταφυσικής παράδοσης.
Επιπλέον, από την αναλογία που προτείνει ο Heidegger
υπονοείται πως ο Θεός, όπως και ο άνθρωπος, έχει παρελθόν και μέλλον,
αλλά και παρόν, χαρακτηριστικό που περιγράφεται με τον όρο «πρωταρχική
χρονικότητα». Αναγνωρίζεται συνήθως, πως μια από τις σημαντικότερες
συνεισφορές του Heidegger
στην φιλοσοφία, είναι η γενική διασάφηση του φαινομένου του χρόνου, στη
οποία αφιερώνεται ένα σημαντικό μέρος του «Είναι και Χρόνος». Η
καθοδηγητική ιδέα αυτής της διασάφησης, είναι πως η καθημερινή μας
εμπειρία του χρόνου, στην οποία βασίζεται και η έννοια του
«κοινού»(πρόστυχου) χρόνου, δεν είναι αυθεντική, αλλά ένα παράγωγο, που
θεμελιώνεται στην περισσότερο πρωταρχική χρονικότητα. Χτίζοντας πάνω στα θεμέλια που πρώτος έθεσε ο Αυγουστίνος, στην ανάλυση του χρόνου όπως παρουσιάζεται στις Εξομολογήσεις, ο Heidegger
ισχυρίζεται, πως ο αληθινά πρωταρχικός χρόνος της εμπειρίας μας, δεν
είναι η χρονικότητα-εντός, με την οποία ταξινομούμε τα αντικείμενα των
εξωτερικών μας προσλήψεων, αλλά ο χρόνος που προκύπτει από την εμπειρία
μας πως ο χρόνος λαμβάνει χώρα. Ακριβώς ως φροντίδα, η ανθρώπινη
ύπαρξη δεν σχετίζεται μόνο με το είναι των άλλων, αλλά με τον εαυτό της:
με το παρελθόν δια της μνήμης, και ακόμα πιο σημαντικό, σχετίζεται προς
τις μελλοντικές της δυνατότητες δια της προσμονής. Ο Heidegger
ισχυρίζεται, πως μόνο δια της σχέσης προς το μέλλον του, και επομένως
και προς το παρελθόν του, ο άνθρωπος είναι σε θέση να έχει οποιοδήποτε
κόσμο, οποιαδήποτε παροντική σχέση με άλλους. Μόνο επειδή διαρκώς
προβάλλουμε τους εαυτούς μας στο μέλλον, με όρους ενός συγκεκριμένου
φάσματος δυνατοτήτων, που κληρονομήσαμε από το παρελθόν μας,
συμμετέχουμε στην καλώς οργανωμένη «σημαντικότητα» (Bedeutsamkeit),
η οποία συνιστά τον κόσμο μας. Επομένως, όταν το παρόν συλλαμβάνεται
στην πρωταρχική του σημασία, τότε το παρόν δεν είναι ένα χωρίς
προεκτάσεις σημείο της εμπειρίας μας, αλλά μια αποφασιστική στιγμή (Augenblick),
κατά την οποία η εμπειρία μας λαμβάνει χώρα και υφίσταται ως τέτοιο, το
παρόν επεκτείνεται τόσο στο παρελθόν, όσο και στο μέλλον, και είναι στην πραγματικότητα η ένωση των δυο αυτών τρόπων ή «εκστάσεων» (Ekstasen) του χρόνου.[ Αλλη μία ένωση τών αντιθέτων.]
Η πρωταρχική χρονικότητα επομένως, είναι απλώς η δομή τού είναι μας ως
εαυτών που βιώνουν την εμπειρία. Στις διαδοχικές περιστάσεις της
εμπειρίας η δομή αυτή καθίσταται διαρκώς χρονική, με την μορφή μιας
διαρκώς εκ νέου συνθέσεως, του προσδοκώμενου μέλλοντος και του εκ μνήμης παρελθόντος, σε οργανωμένα σύνολα σημαντικότητας.
Εάν λοιπόν αποδώσουμε στο Θεό χρονικότητα, αυτό σημαίνει τίποτα λιγότερο,
παρά ότι και αυτός είναι ένας εαυτός που βιώνει τις εμπειρίες, και
προσμένει το μέλλον και θυμάται το παρελθόν, του οποίου οι διαδοχικές
περιστάσεις της παροντικής εμπειρίας είναι χρονικά συμβάντα. Αποδεχόμενος αυτό, ο Heidegger
έρχεται για μια ακόμα φορά σε οξεία αντίθεση με την κλασική θεολογική
παράδοση. Όπως επισημαίνει στην υποσημείωση, η παραδοσιακή αντίληψη περί
Θεού ως αιώνιου, ανήκει στον γενικό προσανατολισμό της κλασικής
φιλοσοφίας προς την κοινή αντίληψη περί χρόνου, η οποία πηγάζει από τήν
κανονική μας πρόσληψη των αντικειμένων, τα οποία βρίσκονται εντός του
πεδίου του φαινομενικού μας κόσμου.[Τής προσωκρατικής γιά τήν ακρίβεια] Βάσει αυτής της κατανόησης, το παρόν είναι μια στιγμή χωρίς επεκτάσεις ή ένα τώρα (Jetzt),
και ο χρόνος ως όλο είναι ένα ατέλειωτο συνεχές τέτοιων στιγμών, όπου
το τώρα κινείται διαρκώς, καθώς η μια στιγμή διαδέχεται την άλλη.
Αναφερόμενοι σε αυτή την αντίληψη περί χρόνου, ως «κινούμενης εικόνας», η
αιωνιότητα ορίζεται ως ένα «στατικό τώρα» ή απλή μη χρονικότητα ή
έλλειψη χρόνου. Όταν λοιπόν οι παραδοσιακοί θεολόγοι μιλούν περί
αιωνιότητας του Θεού αναφέρονται στην πραγματικότητα σε μια τέτοια
έλλειψη χρόνου, σε μια απουσία οποιωνδήποτε χρονικών διακρίσεων. Επίσης
αληθές είναι, πως η απόλυτη άρνηση τους να αποδεχθούν μια βασική έννοια
περί Θεού, είναι λίγο πολύ αμφίβολη. Αναλογικά τουλάχιστον, ο Θεός
γίνεται συμβατικά αντιληπτός ως έχων θέληση ή πρόθεση, όπως και άλλες
τέλειες ιδιότητες, που υπονοούν χρονικές διακρίσεις. Μια τέτοια
αναλογική αναφορά, είναι κενή νοήματος, λόγω της μή αναλογικής άρνησης,
ότι το είναι του Θεού μπορεί να είναι με οποιοδήποτε τρόπο χρονικό. Η
έννοια αυτής της αιωνιότητας κατανοείται ως κυριολεκτική άρνηση ή
αποκλεισμός των διακρίσεων που περιέχει η έννοια της χρονικότητας. Για
τον Heidegger
από την άλλη, οι λογικές σχέσεις μεταξύ των δυο εννοιών, δεν έχουν
χαρακτήρα αμοιβαίας άρνησης και αποκλεισμού, αλλά εντελώς θετικό
χαρακτήρα, όπου το ένα υπονοεί το άλλο. Ο Heidegger θεωρεί πως μπορούμε να συλλάβουμε ορθώς την αιωνιότητα του Θεού, εάν την κατασκευάσουμε ως την χρονικότητα του.
Με αυτή την επισήμανση ερχόμαστε στην δεύτερη υπόθεση. Κρίσιμη για την κατανόηση των λεγομένων του Heidegger.
Στην συζήτηση μας υποθέσαμε, για λόγους που έχουν εν μέρει εξηγηθεί,
πως η σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού, όπως την αποδέχεται ο Heidegger, είναι μια αναλογική σχέση.
Η επιχειρηματολογία μας προσπάθησε να δείξει μέχρι τώρα, το ελάχιστο
που πρέπει να υποτεθεί, ώστε η αναλογία αυτή να έχει οποιοδήποτε νόημα.
Είπαμε επομένως, πως εάν το είναι του Θεού κατασκευαστεί ως μια
περισσότερο πρωταρχική χρονικότητα, αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο, πως ο
Θεός, όπως και ο άνθρωπος, είναι ουσιαστικά ένα εν-τω-κόσμω-είναι, σε
εσωτερική σχέση με τους άλλους. Σημαίνει επίσης, πως ως τέτοιο είδος
εαυτού, ο οποίος φροντίζει και βιώνει την εμπειρία, κάθε μια από τις
διαδοχικές του περιστάσεις παροντικής εμπειρίας εμπεριέχουν τις ίδιες
σχέσεις προς το μέλλον και το παρελθόν, όπως και οι δικές μας
περιστάσεις τής ανθρώπινης εμπειρίας. Αν όμως μόνο αυτό μπορούσαμε να
πούμε, δε θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε την σχέση μεταξύ ανθρώπου και
Θεού ως αναλογική σχέση, όπως σκοπεύει ο Heidegger. Η έννοια της αναλογίας υπονοεί μια διαφορά, αλλά και μια ομοιότητα, των δυο αναλόγων τα οποία συσχετίζει. Επομένως,
εάν το είναι του Θεού δομηθεί ως ανάλογο προς το ανθρώπινο είναι, αυτό
σημαίνει πως η ουσιαστική δομή του Θεού δεν είναι μόνο ίδια προς αυτήν
του ανθρώπου, αλλά και σε σημαντικά σημεία διαφορετική. Αυτό φυσικά
επιβεβαιώνει ο Heidegger, όταν προτείνει η αιωνιότητα του Θεού να δομηθεί όχι απλώς ως χρονικότητα, αλλά ως μια χρονικότητα «άπειρη» (unendlich)9 (πρέπει να σημειωθεί, πως ο Heidegger
βάζει την λέξη άπειρο,στα εισαγωγικά. Ο λόγος είναι, ότι σε άλλες
περιπτώσεις χρησιμοποιεί τον όρο μαζί με την κοινή έννοια του χρόνου,
αναφερόμενος σε ένα ατέλειωτο συνεχές παρόντων, που αποτελεί
χρονικότητα-εντός. Όπως και οι άλλοι όροι που έχουν να κάνουν με τον
χρόνο, το «άπειρο» έχει διαφορετική σημασία, που εξαρτάται από το αν τον
κατανοούμε ως σχετιζόμενο προς τον παράγωγο χρόνο της εξωτερικής μας
αντιλήψεως, ή σε σχέση με τον πρωταρχικό χρόνο της εσωτερικής μας
εμπειρίας ως εαυτός. Στο παρόν κείμενο υποθέτουμε πως ο Heidegger
χρησιμοποιεί τον όρο με την δεύτερη σημασία του). Ο σκοπός μας τώρα
είναι να κατανοήσουμε τις συνέπειες αυτής τής σημαντικής ιδιότητας.Σχόλιο.
ΑΠΛΩΣ ΞΕΧΑΣΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΦΥΣΙΚΑ. Εδώ τρώει ο Ζηζιούλας καί όταν χωνεύει μεταμορφώνεται σέ ορθόδοξο θεολόγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου