Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Δαμασκηνού Χριστός, το αιώνιο Ταό, απόδοση στα ελληνικά Μ. Ζ.
Αντιγραφή: Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Ο π. Γεώργιος
Calciu
είναι ένας Ορθόδοξος ιερέας, ο οποίος τώρα έχει περάσει τα εβδομήντα.
Στα είκοσί του, είχε μπει σε μια Ρουμανική κομμουνιστική φυλακή, όπου
έμεινε για δεκαέξι χρόνια. Εκείνη την εποχή υπέστη το επιστημονικό
πείραμα του Pitesti:
το πιο διαβολικό σύστημα βασανιστηρίων που επινοήθηκε ποτέ, το οποίο
επιχείρησε να ξεγυμνώσει την ανθρώπινη προσωπικότητα και να την
αντικαταστήσει με τον κομμουνιστή «νέο άνθρωπο». Όπως αναθυμόταν
αργότερα, «δεν υπήρχε βασανιστήριο, είτε ηθικό είτε σωματικό, που να μην
είχε χρησιμοποιηθεί».
Αφού τα θεμέλια της ψυχής του
απογυμνώθηκαν, ο π. Γεώργιος πέρασε μια μακρά και οδυνηρή διαδικασία
μετανοίας, όπου βρήκε την εσωτερική δύναμη να στραφεί προς το Χριστό και
έλαβε την υπεράνθρωπη δύναμη να αγαπήσει και να συγχωρήσει τούς
βασανιστές του. Όταν στα τριάντα έξι του βγήκε από τη φυλακή, φλεγόταν
από αγάπη για το Θεό και για ολόκληρη τη δημιουργία αφού, ενώ υπέφερε
αφάνταστα, το πνεύμα του είχε καθαρθεί, θεραπευτεί και αναγεννηθεί από
το Θείο Πυρ. Έγινε ιερέας και λίγο αργότερα άρχισε να καλεί τούς νέους
της Ρουμανίας, οι οποίοι είχαν ανατραφεί με το ψέμα του υλισμού, να
επιστρέψουν στο αληθινό νόημα της ζωής. Παρόλο που οι κομμουνιστικές
αρχές διαρκώς δεν τον άφηναν σε ησυχία και απειλούσαν ότι θα τον
σκοτώσουν, αυτός συνέχισε να διδάσκει δημόσια. Τελικά τον συνέλαβαν και
πάλι και τον έριξαν στη φυλακή για έξι χρόνια ακόμη. Αυτά τα χρόνια είχε
τις βαθύτερες εμπειρίες της ζωής του, γιατί κατ’ αυτά βίωσε την Θεία
Ενέργεια του Χριστού όπως ποτέ πριν.
Όσο έμενε στο μοναστήρι μας, ο π.
Γεώργιος ακτινοβολούσε μια αίσθηση υπερκόσμιας γαλήνης και μια χαρά
παιδιάστικη. Μάλιστα έδειχνε και νέος, πράγμα αξιοσημείωτο, όχι μόνο
λόγω της ηλικίας του, αλλά και γιατί έζησε σε υγρές, υπόγειες, γεμάτες
αρρώστιες φυλακές, με ελάχιστα κομμάτια ψωμί. […] Είχε γίνει ένα μικρό
παιδί. Όποτε μιλούσε για τα βασανιστήρια πού υπέστη, χαμογελούσε ή και
γελούσε ακόμη. Δεν είχε μίσος ή μνησικακία, είχε συγχωρήσει, και ήταν
ελεύθερος. […]
1. Ο Π. Βενεδικτοσ Ghius
[Διηγείται ο π. Γεώργιος
Calciu]
«Πριν με συλλάβουν, πάντοτε μου άρεσαν τα μοναστήρια. Έτσι κάθε φορά πού
μου δινόταν η δυνατότητα να πάω σε κάποιο μοναστήρι, βρισκόμουν εκεί.
Πολύ κοντά στο Βουκουρέστι βρίσκεται ένα πολύ σημαντικό μοναστήρι που
ονομάζεται Cernica.
Την καρδιακή προσευχή την πήρε ο Γεώργιος, ένας μαθητής του Παϊσίου
Velichkovsky*
και την έφερε στην
Cernica. Από τότε και μέχρι τώρα
– δύο αιώνες σχεδόν – κάθε μοναχός στην
Cernica
εφαρμόζει αυτή την προσευχή. Ακόμη και
κατά τη διάρκεια της δίωξης από τον Τσαουσέσκου τίποτα δεν μπορούσε να
τους σταματήσει από το να προσεύχονται.
»Μια Κυριακή ήμουν στο ναό στην
Cernica
και λειτουργούσα μαζί με κάποιους μοναχούς. Στην αρχή της Θείας
Λειτουργίας ήταν εκεί ο π. Βενέδικτος
Ghius,
ένας πολύ πνευματικός άνθρωπος. Ήταν ο πνευματικός ηγέτης της κίνησης
της Καιομένης Βάτου στη Μονή
Antim,
η οποία ήταν μια ομάδα αφοσιωμένη στην προσευχή, που είχε σχηματιστεί
από μοναχούς για χάρη των πιο σημαντικών διανοητών στο Βουκουρέστι κατά
τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος. Άτομα από την Καιομένη Βάτο
συλλαμβάνονταν μέχρι που η ομάδα εξολοθρεύτηκε και πολλοί από αυτούς
πέθαναν στη φυλακή. Ο π.
Ghius
συνελήφθη επίσης, αλλά ελευθερώθηκε την
ίδια εποχή με μένα – το 1965– και άφησε τα πάντα και μπήκε στη Μονή
Cernica,
όπου ασκούσε την Προσευχή του Ιησού. […] Ποτέ δεν τον είδα λυπημένο ή
θυμωμένο.
»Επειδή ήταν πολύ ηλικιωμένος, δεν
λειτουργούσε. Όταν αρχίσαμε τη Λειτουργία, αυτός καθόταν σε μια καρέκλα
στο ιερό, ακίνητος. Κάποια στιγμή ένοιωσα κάτι παράξενο στο ιερό.
Κοίταξα προς τα αριστερά μου και είδα ότι στη γωνία που καθόταν ο π.
Ghius
άρχισε να λάμπει ένα Φως. Το Φως
κάλυπτε τον π.
Ghius εντελώς, αλλά δεν
απλωνόταν σε όλο το ιερό. Ηταν ακριβώς γύρω από το σώμα του. Είμαι
σίγουρος πώς ο π.
Ghius δεν είχε πάρει είδηση τι
συνέβαινε σ’ αυτόν. Οι άλλοι μοναχοί είδαν ό,τι έβλεπα κι εγώ, αλλά δεν
έδωσαν σημασία γιατί είχαν συνηθίσει σ’ αυτό. Το είχαν δει πολλές φορές.
Ήταν κάτι πολύ φυσιολογικό γι’ αυτούς. Είχα μείνει κατάπληκτος. Και αυτό
το Φως συνέχιζε μέχρις ότου τελείωσε η Λειτουργία. Όταν ο π.
Ghius
ήρθε να κοινωνήσει, τα χέρια του ήταν
χέρια Φωτός. Υποκλίθηκα μπροστά του, και αισθάνθηκε πολύ, πολύ
ντροπιασμένος – πιστεύω γιατί αισθάνθηκε ότι δεν ήταν άξιος τέτοιου
σεβασμού. Βγήκε από το ιερό χωρίς να κοιτάξει κανέναν. Καθώς έβγαινε,
είδα το Φως να εξαφανίζεται και αυτός να γίνεται και πάλι κανονικός
άνθρωπος.
»Καθόταν σε μια καρέκλα στο ιερό
ακίνητος. Αλλά αν τον κοιτούσες, και χωρίς να ξέρεις τίποτα για το Φως
του Χριστού, για το Άκτιστο Φως, μπορούσες να δεις το πρόσωπό του όλο
Φως.»
2. Μια Εμπειρια από την Παιδικη Ηλικια
»Ο
π. Γεώργιος συνέχισε να μας μιλάει για άλλες εμπειρίες πού είχε από το
Άκτιστο Φως. Θυμήθηκε πώς μια φορά, όταν ήταν οχτώ χρονών, στεκόταν
μπροστά στο χωράφι των γονιών του και αναλογιζόταν πώς ο Θεός
δημιούργησε τον κόσμο, όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι το χωράφι ήταν
γεμάτο από Φως. «Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν», μας είπε. «Αυτό το
Φως δεν είχε σκιά ούτε προοπτική. Ίσως γιατί είχα συνηθίσει στην εικόνα
του φυσικού φωτός στο χωράφι, μπορούσα να δω όλες τις λεπτομέρειες, αλλά
μόνο στο Φως, χωρίς σκιά. Έμεινα αποσβολωμένος. δεν ξέρω για πόση ώρα
ήμουν έτσι. και όταν συνήλθα, το χωράφι ήταν φυσιολογικό. Δεν είπα
τίποτε γι’ αυτό στην αδελφή μου ή στον αδελφό μου. Αλλά, αργότερα, όταν
ήμουν μαθητής στο λύκειο, μίλησα στη μητέρα μου γι’ αυτό. Δεν εξεπλάγη.
Υποθέτω ότι ήξερε κάτι γι’ αυτό, αλλά απλά έκανε το σημείο του Σταυρού
πάνω μου […]».
3. Στη Φυλακη
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου
φυλάκισής του, είχε άλλες δύο εμπειρίες αυτού του Φωτός. Διηγείται ο π.
Γεώργιος, τη δεύτερη εμπειρία του.
«Ο Τσαουσέσκου ήταν πολύ θυμωμένος μαζί
μου και ήθελε να με σκοτώσει στη φυλακή. Δεν μπορούσε να με καταδικάσει
σε θάνατο γιατί η περίπτωσή μου ήταν πολύ γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο,
έτσι διέταξε να με βάλουν σ’ ένα κελί με σαδιστές εγκληματίες. Με έβαλαν
λοιπόν μαζί με δύο τέτοιους εγκληματίες. Ο ένας από αυτούς είχε σκοτώσει
τη μητέρα του. Δεν την είχε απλά σκοτώσει. Την είχε βασανίσει επί πολλές
μέρες, κόβοντας τα δάχτυλά της και το σώμα της. Ο άλλος είχε σκοτώσει
δύο νεαρούς με τον ίδιο σαδιστικό τρόπο...
»Αμέσως οι δύο συγκρατούμενοί μου
άρχισαν να με κακομεταχειρίζονται, αλλά όχι πολύ άσχημα. Ξέρετε, είχαν
και κάτι το ανθρώπινο. Παρατήρησα ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι χωρίς
τίποτα στην ψυχή τους - εγκληματίες και κλέφτες και λοιπά – είχαν μέσα
τους κάτι πολύ, πολύ αγαπητό, μέχρι και κάτι το άγιο.
»Κάθε μέρα αυτούς τους δύο ανθρώπους
τους καλούσε η διοίκηση. Νομίζω ότι τους μάλωναν γιατί δεν μου είχαν
κάνει τίποτε. Νομίζω ότι τούς ζητούσαν να με σκοτώσουν. Μια μέρα, μετά
από τρεις μήνες, τους κάλεσαν ξανά στη διοίκηση. Ήταν πολύ αναστατωμένοι
όταν ήρθαν πίσω. Δύο φορές την εβδομάδα μας επέτρεπαν να βγούμε έξω σε
μια μικρή αυλή, δεκαπέντε επί είκοσι πόδια. Πήγαμε έξω και μου είπαν,
‘Στάσου εκεί’. Πήγαν στην άλλη γωνία και μίλησαν μεταξύ τους. Ήμουν
σίγουρος ότι είχε έρθει η ώρα να με σκοτώσουν. Στεκόμουν εκεί με το
πρόσωπο προς τον τοίχο. Προσευχόμουν, εξομολογούμενος τα αμαρτήματά μου
στο Θεό. Μετά από δέκα λεπτά – είχαμε μόνο δέκα λεπτά για περίπατο –
ήρθαν σε μένα και είπαν, ‘Πάτερ’ – αυτή ήταν η πρώτη φορά πού με έλεγαν
Πάτερ – ‘Πάτερ, αποφασίσαμε να μη σε σκοτώσουμε. Ας σε σκοτώσουν
οι φύλακες.’ Άρχισα να κλαίω. Το είχα για σίγουρο ότι θα πέθαινα.
Μπήκαμε στο κελί και τώρα μιλήσαμε μαζί. Τους είπα για τον εαυτό μου και
για τα πάντα. Μου είπαν για τη δική τους εμπειρία, και για το ότι τώρα
πρόσεξαν πώς ήμουν καλός άνθρωπος. Την επόμενη μέρα πήρα την άδειά τους
να κάνω Θεία Λειτουργία στο κελί.
»Ήσαν πολύ περίεργοι να δουν τι ήταν η
Λειτουργία. Γι’ αυτούς, ο παπάς ήταν κάποιος πού εκμεταλλευόταν τούς
ανθρώπους και τούς έπαιρνε χρήματα. Ή ίσως έβλεπαν τον παπά σαν ένα μάγο.
Δεν ήξεραν τίποτα για την πίστη. ίσως ήξεραν λίγα πράγματα για τη
θρησκεία και την εκκλησία, αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν ήξεραν τίποτα για
τη Λειτουργία.
»Έτσι, την Κυριακή, άρχισα να ετοιμάζω
τον άρτο, το νερό, το κάλυμμα. Με κοίταζαν. Εκείνη την Κυριακή δεν
δούλευαν, έτσι είχαμε μια αργία της Εκκλησίας. Με αγριοκοίταζαν, ίσως
γιατί νόμιζαν πως αυτά ήταν τα μαγικά μου εργαλεία. Άρχισα τις προσευχές
μου με πολύ χαμηλή φωνή, γιατί οι φύλακες δεν επέτρεπαν να κάνουμε
τελετή με δυνατή φωνή. Οι συγκρατούμενοί μου με πλησίασαν, απλά για ν’
ακούσουν τι έλεγα. Σιγά-σιγά, όσο προχωρούσε η Λειτουργία, η φλόγα της
πίστης μου μετέφερε την ψυχή μου σε άλλο επίπεδο και αυτό τούς άγγιξε –
είμαι σίγουρος. Δεν υπήρχε κίνηση. Δεν κουνήθηκαν. Δεν μίλησαν. Ήταν
εκεί, μαζί μου, μέχρι το τέλος. Δεν στράφηκα προς το μέρος τους, αλλά
μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, αφού κοινώνησα, στράφηκα προς
αυτούς και έμεινα έκπληκτος. Τους είδα γονατιστούς, να προσεύχονται μαζί
μου και να περιβάλλονται από το Φως. Ήταν μέσα σ’ αυτό το Φως, ορατό Φως,
Άκτιστο Φως αλλά ορατό...Ο Θεός απλά άνοιξε τα μάτια μου για να δω αυτό
το Φως, και αυτό τους περιέβαλλε. Παρατήρησα ότι ολόκληρο το κελί ήταν
γεμάτο από Φως. Δεν ήξερα τότε και δεν ξέρω ούτε τώρα πότε εμφανίστηκε
αυτό το Φως. Ίσως όταν άρχισα τη Λειτουργία το Φως να ήταν γύρω μας,
αλλά ήμουν συγκεντρωμένος μόνο στην ιερή ακολουθία. Ίσως το Φως να
εμφανίστηκε τη στιγμή που έλεγα την
επίκληση**
και από το Σώμα και το Αίμα του Χριστού το Φως απλώθηκε στο κελί. Ή ίσως
το Φως να εμφανίστηκε ακριβώς τη στιγμή που στράφηκα προς αυτούς, ή ίσως
να ήταν περικυκλωμένοι από το Φως συνεχώς.
»Αυτό το Φως μεταμόρφωσε τις ψυχές τους!
Όχι οι προσευχές μου ούτε η ίδια η τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Ο Θεός
μεταμόρφωσε τις ψυχές τους εκχύνοντας αυτό το Άκτιστο Φως πάνω τους.
Μέσω αυτού του Φωτός ήμασταν ικανοί να αγαπηθούμε, να προσευχηθούμε και
να νιώσουμε ότι έχουμε κάτι κοινό. Ήταν η παρουσία του Θεού, του Ιησού
Χριστού.
»Το υπόλοιπο της ημέρας πέρασε με φιλία
και αγάπη, μιλώντας για το Χριστό. Για πρώτη φορά μπόρεσα να τους μιλήσω
για το Χριστό, για την πίστη, για την αγάπη. Ο ένας τους με ρώτησε:
‘Μπορεί ο Χριστός να με αγαπήσει; Σκότωσα τη μητέρα μου. Πώς μπορεί ο
Χριστός να με αγαπήσει;’ Ο άλλος είπε, ‘Μπορεί ο Χριστός να με αγαπήσει
αφού σκότωσα δύο νέους; Ίσως πάω και σκοτώσω και άλλους. Μπορεί ο
Χριστός να με συγχωρήσει για το έγκλημα πού έκανα;’ Είπα, ‘Μπορεί. Ίσως
η ανθρώπινη δικαιοσύνη να μη μπορεί να σας συγχωρήσει, αλλά ο Ιησούς θα
σας συγχωρήσει, αν μετανοήσετε. Θα σας δώσει το Σώμα Του και το Αίμα Του,
αν μετανοήσετε και αποφασίσετε να μην κάνετε άλλα εγκλήματα.’ Πίστεψαν
και δεν πίστεψαν. Ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτούς να καταλάβουν, γιατί σε
όλη τους τη ζωή ήταν σε συνεχή σύγκρουση με την κοινωνία. Κοίταζαν να
σκοτώσουν, να κλέψουν, να εξαπατήσουν την κοινωνία, και η κοινωνία
κοίταζε να τους συλλάβει. Ήταν μία συνεχής πάλη και σε αυτή την πάλη δεν
υπήρχε χώρος για αγάπη. Ο πρώτος δεν αγαπούσε τη μητέρα του – σκότωσε τη
μητέρα του. Ο άλλος δεν αγαπούσε τους φίλους του – τους σκότωσε. Μια
στιγμή αγάπης δεν είχαν. Ίσως όταν ήταν παιδιά η μητέρα τους και ο
πατέρας τους να τους αγαπούσαν, αλλά όταν μεγάλωσαν η ζωή τους δεν είχε
χώρο για αγάπη. Δεν καταλάβαιναν ακριβώς ποιο ήταν το νόημα της αγάπης –
της αγάπης του Ιησού – αλλά η λέξη αγάπη ήταν μια λέξη που τους γοήτευε.
Εκείνη την ημέρα επέμεινα στην αγάπη και τούς είπα, ‘Ο Ιησούς είπε, «Αγαπάτε
αλλήλους .... από αυτό οι άνθρωποι θα γνωρίσουν ότι είσαστε μαθητές μου,
από το αν έχετε μεταξύ σας αγάπη...Αγαπάτε τους εχθρούς σας. Ευλογείτε
αυτούς που σας καταριώνται. Ευεργετείτε αυτούς πού σας καταδιώκουν.’
Είπαν, ‘Αυτό είναι αδύνατον. Δεν είναι ανθρώπινο!’ ‘Έχετε δίκιο’ είπα,
‘δεν είναι ανθρώπινο. Αλλά τέτοια αγάπη υπάρχει στον κόσμο – είμαι ένα
ζωντανό παράδειγμα για σας.’ Την επόμενη μέρα χωρίσαμε. Η διοίκηση
κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε με μένα και ότι αυτοί οι
άνθρωποι αρνούνταν να με σκοτώσουν, έτσι με άφησαν μόνο μου στο κελί.
»Δεν ξέρω αν αυτοί οι δύο άνθρωποι
συνειδητοποίησαν την παρουσία του Φωτός που είδα στο κελί, αλλά αυτό το
Φως λειτούργησε στην καρδιά τους και τους έκανε αδελφούς μου. Η Ενέργεια
του Ιησού Χριστού τους έκανε ίσως από εγκληματίες αγίους. Δεν μπορώ να
πιστέψω ότι ύστερα από αυτό έγιναν ξανά εγκληματίες. Είμαι πεπεισμένος
ότι έχουν σωθεί, και προσεύχομαι γι’ αυτούς συνέχεια. Ακόμα και σήμερα
προσεύχομαι γι’ αυτούς. Ποτέ στην προσευχή μου δεν τους βλέπω σαν
εγκληματίες. Είμαι σίγουρος ότι έχουν σωθεί.»
4. Τό Δωρο του Φωτοσ
»Αυτό πού ήθελα να σας πω είναι ότι ο
Θεός δίνει το Φως Του όχι μόνο σε κάποιους μοναχούς, αφού έχουν πρώτα
κάνει μακρόχρονη άσκηση, καθισμένοι στην απομόνωση του κελιού τους
συγκεντρωμένοι, ενώνοντας τον νου και την καρδιά, υποτάσσοντας το νου
στην καρδιά. Δίνει επίσης το Φως Του σαν δώρο σε κάποιον χωρίς να το
αξίζει, χωρίς να ζητάει κάτι από αυτό το άτομο. Μου έδωσε αυτό το Φως
χωρίς να το αξίζω, χωρίς να μου ζητήσει να κάνω κάτι γι’ Αυτόν.
»Τα δώρα του Θεού δεν είναι μια
ανταμοιβή για μας. Δεχόμαστε δώρα από το Θεό μόνο από την αγάπη Του για
μας. Όπως είπα, ήμουν ο μεγαλύτερος αμαρτωλός σ’ εκείνη την πτέρυγα.
Ωστόσο, ο Θεός με διάλεξε. Γιατί; Δεν υπάρχει εξήγηση. Αυτά τα παιδιά
ήταν εγκληματίες, ωστόσο ο Θεός τους αγάπησε, μέσα στο Φως. Γιατί;
Επειδή ήθελε να μεταμορφώσει τις ψυχές τους – και είμαι σίγουρος ότι τις
μεταμόρφωσε».
Σημειώσεις:
*
Ο άγ. Παΐσιος
Velichkovsky (1722-1794)
ήταν αυτός πού
ξανα-ανακάλυψε και συνέταξε την ανθολογία
τών αρχαίων
κειμένων πού είναι γνωστή
ως Φιλοκαλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου