Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ «... Θεός ην εν Χριστώ κόσμον καταλλάσσων εαυτώ...» (Β' Κορ. 5,19)




Δίψασε τον Ιησού και θα σε ξεδιψάσει με την αγάπη του. (Άγ. Ισαάκ ο Σύρου
Ο Αββάς Ισαάκ είπε: «Κάποτε καθόμουνα με τον Αββά Ποιμένα και είδα ότι βρισκόταν σε έκσταση· κι επειδή συνήθιζα να του μιλώ με παρρησία, του έβαλα μετάνοια και τον ρώτησα: «Πες μου, πού ήσουνα;» Κι εκείνος δεν ήθελε να μου πει. Αλλά όταν τον πίεσα, απάντησε: «Οι σκέψεις μου ήταν στην Παρθένο Μαρία, τη Μητέρα του Θεού, που στεκόταν κι έκλαιγε μπροστά στο Σταυρό του Σωτήρα· και θα επιθυμούσα να μπορώ να κλαίω πάντα όσο έκλαιγ' εκείνη τότε». (Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου).


Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΟΔΟ.

Πρός το τέλος της Έρημης Χώρας του ο T.S. Eliot γράφει:

Ποιος ειν' ο τρίτος που πάντα περπατάει δίπλα σου;
Όταν μετρώ, είμαστε μόνο εσύ κι εγώ μαζί.
Μα σαν κοιτάζω μπρος, στον άσπρο δρόμο
είναι πάντα κάποιος που περπατάει δίπλα σου...

Εξηγεί στις σημειώσεις ότι έχει στο νου του την ιστορία που λέγονταν για την εξευρενητική αποστολή του Shackleton στην Ανταρκτική· πώς η ομάδα των εξερευνητών όταν βρισκόταν στο έσχατο σημείο της δυνάμεώς της επανειλημένα ένιωσε ότι υπήρχε έν' ακόμη μέλος που πράγματι μπορούσε να υπολογιστεί μαζί τους. Πολύ πριν απ' τον Shackleton, ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ της Βαβυλώνας είχε μια παρόμοιαν εμπειρία: «ουχί άνδρας τρεις εβάλομεν εις το μέσον του πυρός πεπεδημένους; ... ιδού εγώ ορώ άνδρας τέσσαρας λελυμένους και περιπατούντας εν μέσω του πυρός, και διαφθορά ουκ έστιν εν αυτοίς, και η όρασις του τετάρτου ομοία υιώ Θεού» (Δαν. 3, 24-25).

Τέτοια είναι για μας η έννοια του Ιησού, του Σωτήρα μας. Είν' αυτός που περπατάει πάντα δίπλα μας όταν έχουμε φτάσει στο έσχατο όριο της δύναμής μας, αυτός που βρίσκεται μαζί μας στην αγριάδα του πάγου ή στη λαύρα της φωτιάς. Στον καθένα μας, στην ώρα της πιο μεγάλης μας μοναξιάς ή δοκιμασίας, αυτός ο λόγος λέγεται: Δεν είσαι μόνος· έχεις ένα σύντροφο.

Τελειώσαμε το προηγούμενο κεφάλαιο μιλώντας για την αλλοτρίωση και την εξορία του ανθρώπου. Είδαμε πώς η αμαρτία η προπατορική και η προσωπική έχει δημιουργήσει ένα χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου, που ο άνθρωπος δεν μπορεί να γεφυρώσει με τις δικές του δυνάμεις δίχως βοήθεια. Αποκομένος απ' το Δημιουργό του, χωρισμένος απ' τους συνανθρώπους του, εσωτερικά διασπασμένος, ο πεπτωκώς άνθρωπος δεν είχε τη δύναμη να θεραπεύσει τον εαυτό του. Πού -έτσι ρωτήσαμε- θα μπορούσε να βρεθεί μια γιατριά;

Είδαμε ακόμη πως η Τριάς, σαν Θεός προσωπικής αγάπης, δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορη στη δυστυχία του ανθρώπου αλλά μπήκε μέσα σ' αυτήν. Ως ποιο σημείο έχει φτάσει αυτή η θεϊκή ανάμιξη;

Η απάντηση είναι ότι έχει φτάσει ως το πιο μακρινό δυνατό σημείο. Αφού ο άνθρωπος δεν μπορούσε να έρθει στο Θεό, ο Θεός ήρθε στον άνθρωπο, ταυτίζοντας τον εαυτό του με τον άνθρωπο με τον πιο άμεσο τρόπο. Ο αιώνιος Λόγος και Γιος του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Τριάδος, έγινε αληθινός άνθρωπος, ένας από μας· γιάτρεψε και ζωογόνησε την ανθρώπινη φύση μας παίρνοντάς την όλη μέσα στον εαυτό του. Με τα λόγια του «Πιστεύω»: «Πιστεύω ... και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν... Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού... ομοούσιον τω Πατρί... τον δι' ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών, και σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου...» Αυτός λοιπόν είναι ο σύντροφός μας στην παγωνιά και στη φωτιά· ο Κύριος Ιησούς που έλαβε σάρκα από την Παρθένο, ένας από την Τριάδα και συγχρόνως ένας από μας, ο Θεός μας κι 'αδερφός μας.


ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ.

Σε μια προηγούμενη ενότητα ερευνήσαμε την Τριαδική σημασία της Προσευχής του Ιησού, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Ας εξετάσουμε τι έχει να μας πει αυτή η προσευχή για την ενσάρκωση του Ιησού Χριστού και για τη θεραπεία μας απ' αυτόν και μέσα σ' αυτόν.

Υπάρχουν στην Προσευχή του Ιησού δύο «πόλοι» ή δύο ακραία σημεία. «Κύριε...Υιέ του Θεού»· η Προσευχή μιλάει πρώτα για τη δόξα του Θεού, διακηρύσσοντας τον Ιησού σαν Κύριο όλης της δημιουργίας και σαν τον αιώνιο Υιό. Έπειτα στο κλείσιμό της η Προσευχή στρέφεται στην καταστασή μας ως αμαρτωλών -αμαρτωλών εξ αιτίας της πτώσης, αμαρτωλών από τις προσωπικές μας πράξεις τις λαθεμένες: «... με τον αμαρτωλόν». Είναι σημαντικό το ότι λέμε «ελέησόν με τον αμαρτωλόν»- σα να ήμουν εγώ ο μοναδικός αμαρτωλός.

Έτσι η προσευχή αρχίζει με λατρεία και τελειώνει με μετάνοια. Ποιος ή τι μπορεί να συμφιλιώσει αυτά τα δύο άκρα της θείας δόξας και της ανθρώπινης αμαρτωλότητας; Υπάρχουν τρεις λέξεις στην Προσευχή που δίνουν την απάντηση.

Η πρώτη είναι «Ιησούς», το προσωπικό όνομα που δόθηκε στο Χριστό μετά την ανθρώπινη γέννησή του από την Παρθένο Μαρία. Αυτό το όνομα έχει την έννοια του Σωτήρα· καθώς είπε ο άγγελος στο θετό πατέρα του Χριστού, τον άγ. Ιωσήφ: «και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν, αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού των αμαρτιών αυτών» (Ματθ. 1, 21).

Η δεύτερη λέξη είναι ο τίτλος «Χριστός», η αντίστοιχη ελληνική απόδοση του «Μεσσίας», που σημαίνει Αυτός που έχει χριστεί από το Άγιο Πνεύμα του Θεού. Για τους Εβραίους της Π. Διαθήκης ο Μεσσίας ήταν ο αναμενόμενος λυτρωτής, ο μελλοντικός βασιλιάς που με τη δύναμη του Πνεύματος θα τους ελευθέρωνε από τους εχθρούς τους.

Η τρίτη λέξη είναι «έλεος», ένας όρος που σημαίνει αγάπη στην πράξη, αγάπη που εργάζεται για να φέρει τη συγχώρεση, την απελευθέρωση, την ολοκλήρωση. Το να έχεις έλεος σημαίνει ν' απαλλάξεις τον άλλο από την ενοχή που δεν μπορεί να εξαλείψει με τις δικές του προσπάθειες· να τον απαλλάξεις από τα χρέη που ο ίδιος δεν μπορεί να πληρώσει· να τον γιατρέψεις από την αρρώστεια, για την οποία δεν μπορεί να βρει αβοήθητος καμμιά γιατριά. Ο όρος «έλεος» σημαίνει ακόμη ότι όλ' αυτά προσφέρονται σαν ένα ελεύθερο δώρο· αυτός που ζητάει έλεος δεν έχει απαιτήσεις απ' τον άλλο, δεν έχει δικαιώματα για να τα επικαλεστεί.

Η προσευχή του Ιησού λοιπόν δείχνει και το πρόβλημα του ανθρώπου και τη λύση του Θεού. Ο Ιησούς είναι ο Σωτήρας, ο κεχρισμένος βασιλιάς, αυτός που έχει το έλεος. Αλλά η προσευχή μας λέει ακόμη κάτι περισσότερο για το πρόσωπο του ίδιου του Ιησού. Προσφωνείται «Κύριος» και «Υιός του Θεού»· εδώ η Προσευχή μιλάει για τη θεότητά του, για την υπερβατικότητα και για την αιωνιότητά του. Προσφωνείται όμως εξ ίσου «Ιησούς», δηλ. με το προσωπικό όνομα που η μητέρα του και ο θετός του πατέρας του έδωσαν μετά την ανθρώπινη γέννησή του στη Βηθλεέμ. Έτσι η Προσευχή μιλάει επίσης για την ανθρώπινη φύση του, για την γνήσια πραγματικότητα της ανθρώπινης γέννησής του.

Η Προσευχή του Ιησού είναι επομένως μια κατάφαση της πίστης στον Ιησού Χριστό που είναι και αληθινός Θεός και απόλυτα άνθρωπος. Είναι ο Θεάνθρωπος που μας σώζει από τις αμαρτίες μας, ακριβώς επειδή είναι ταυτόχρονα και Θεός και άνθρωπος. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να έρθει στο Θεό, έτσι ο Θεός ήρθε στον άνθρωπο -κάνοντας τον εαυτό του ανθρώπινο. Μέσα στην «εκστατική» του αγάπη, ο Θεός ενώνεται με τη δημιουργία του πιο στενά από την κάθε δυνατή ένωση, καθώς γίνεται ο ίδιος αυτό που δημιούργησε. Ο Θεός σαν άνθρωπος εκπληρώνει το μεσολαβητικό έργο που ο άνθρωπος απέκρουσε κατά την πτώση. Ο Ιησούς, ο Σωτήρας μας, γεφυρώνει την άβυσσο ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο γιατί είναι ταυτόχρονα και Θεός και άνθρωπος. Όπως λέμε σ' έναν από τους ορθόδοξους ύμνους της παραμονής των Χριστουγέννων, «Ο ουρανός και η γη σήμερον ηνώθησαν, τεχθέντος του Χριστού. Σήμερον Θεός επί γης παραγέγονε, και άνθρωπος εις ουρανούς αναβέβηκε».

Η ενσάρκωση λοιπόν είναι η υπέρτατη πράξη του Θεού για να μας απολυτρώσει και να ξανασυνδέσει την επικοινωνία μας μαζί του. Αλλά τι θα είχε γίνει αν δεν είχε συμβεί ποτέ μια πτώση; Θα είχε διαλέξει ο Θεός να γίνει άνθρωπος ακόμη κι αν ο άνθρωπος δεν είχε αμαρτήσει ποτέ; Θάπρεπε να θεωρηθεί η ενσάρκωση απλώς σαν απάντηση του Θεού στη δύσκολη θέση του πεπτωκότος ανθρώπου, ή είναι κατά κάποιο τρόπο μέρος της αιώνιας πρόθεσης του Θεού; Μήπως θάπρεπε να κοιτάξουμε πίσω από την πτώση και να δούμε την πράξη της ενανθρώπισης του Θεού σαν την εκπλήρωση της αληθινής μοίρας του ανθρώπου;

Σ' αυτή την υποθετική ερώτηση δεν μπορούμ' εμείς, στην τωρινή μας κατάσταση, να δώσουμε καμιά τελική απάντηση. Αφού ζούμε μέσα στην πτωτική κατάσταση, δεν μπορούμε να φανταστούμε καθαρά ποια θάταν η σχέση του Θεού με το ανθρώπινο γένος αν δεν είχε συμβεί η πτώση. Οι χριστιανοί συγγραφείς έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις, έχουν περιορίσει την εξέταση του θέματος της ενσάρκωσης στο πλαίσιο της πτωτικής κατάστασης του ανθρώπου. Αλλά υπάρχουν μερικοί που ριψοκινδύνεψαν μιαν ευρύτερη θεώρηση, ιδιαίτερα ο άγ. Ισαάκ ο Σύρος και ο άγ. Μάξιμος ο Ομολογητής στην Ανατολή, καθώς και ο Duns Scotus στη Δύση. Η Ενσάρκωση, λέει ο άγ. Ισαάκ, είναι το πιο ευλογημένο και το πιο χαρμόσυνο πράγμα που θα μπορούσε να είχε συμβεί στο ανθρώπινο γένος. Μπορεί λοιπόν νάναι σωστό, το να ορίσουμε σαν αιτία γι' αυτό το χαρμόσυνο γεγονός κάτι που ίσως ποτέ να μη συνέβαινε και που στ' αλήθεια δεν θάπρεπε ποτέ να έχει γίνει έτσι; Βέβαια ο άγ. Ισαάκ πιστεύει, ότι η πρόσληψη της ανθρωπότητάς μας απ' το Θεό πρέπει να κατανοηθεί όχι μόνο σαν μια απάντηση στην αμαρτία του ανθρώπου, αλλά επίσης και κυρίως σαν μια πράξη αγάπης, σαν μια έκφραση της ίδιας της φύσης του Θεού. Ακόμη κι αν η πτώση δεν είχε γίνει, ο Θεός, μέσα στην απεριόριστη, εκστατική του αγάπη θα είχε πάλι διαλέξει να ταυτίσει τον εαυτό του με τη δημιουργία του με το να γίνει άνθρωπος.

Η Ενσαάρκωση του Χριστού, ιδωμένη μ' αυτό τον τρόπο, έχει περισσότερη σημασία από μια αναίρεση της πτώσης ή από μια αποκατάσταση του ανθρώπου στην αρχική του κατάσταση μέσα στον Παράδεισο. Όταν ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αυτό σημαδεύει την αρχή ενός ουσιαστικά νέου σταδίου στην ιστορία του ανθρώπου και όχι μόνο μια επιστροφή στο παρελθόν. Η Ενσσάρκωση ανεβάζει τον άνθρωπο σ' ένα καινούργιο επίπεδο· η τελευταία κατάσταση είναι υψηλότερη από την πρώτη. Μόνο μέσα στον Ιησού Χριστό βλέπουμε ν' αποκαλύπτονται όλες οι δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης μας· μέχρι να γεννηθεί, η αληθινή σημασία της προσωπικότητάς μας μας ήταν κρυμένη. Η γέννηση του Χριστού, όπως λέει ο Μ. Βασίλειος, είναι «η γενέθλια ημέρα όλου του ανθρώπινου γένους». Ο Χριστός είναι ο πρώτος τέλειος άνθρωπος -τέλειος δηλ. όχι μόνο δυναμικά, όπως ήταν ο Αδάμ με την αθωότητά του πριν από την πτώση, αλλά με την έννοια της απόλυτα πραγματοποιημένης «ομοίωσης». Η Ενσάρκωση λοιπόν δεν είναι μόνο ένας τρόπος για ν' απαλειφθούν τα αποτελέσματα του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά είναι ένα ουσιαστικό στάδιο στο ταξίδι του ανθρώπου από τη θεία εικόνα στη θεϊκή εξομοίωση. Η αληθινή εικόνα και ομοίωση του Θεού είναι ο ίδιος ο Χριστός· κι έτσι, από την πρώτη-πρώτη στιγμή της δημιουργίας του ανθρώπου κατ' εικόνα, η Ενσάρκωση του Χριστού, κατά κάποιο τρόπο είχε υπονοηθεί. Η αληθινή αιτία λοιπόν για την Ενσάρκωση δεν βρίσκεται στην αμαρτωλότητα του ανθρώπου αλλά στη μη πεπτωκυία φύση του, στην ύπαρξή του που έγινε σύμφωνα με τη θεϊκή εικόνα και είναι ικανή να ενωθεί με το Θεό.


ΔΙΤΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ

Η Ορθόδοξη πίστη στην Ενσάρκωση συγκεφαλαιώνεται στην επωδό του Χριστουγεννιάτικου ύμνου του Ρωμανού του Μελωδού: «Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός». Σ' αυτή τη σύντομη φράση περιέχονται τρεις διαβεβαιώσεις:

1. Ο Ιησούς Χριστός είναι πλήρης και τέλειος Θεός.
2. Ο Ιησούς Χριστός είναι πλήρης και τέλειος άνθρωπος.
3. Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι δύο, αλλά ένα πρόσωπο.

Αυτό ερμηνεύτηκε με λεπτομέρειες από τις Οικουμενικές Συνόδους. Όπως ακριβώς οι δύο πρώτες από τις εφτά ασχολήθηκαν με το Τριαδικό δόγμα, έτσι και οι υπόλοιπες πέντε ασχολήθηκαν με το δόγμα της Ενσάρκωσης.

Η τρίτη Σύνοδος (Έφεσος, 431) διατύπωσε ότι η Παρθένος Μαρία είναι Θεοτόκος ή «Μητέρα του Θεού». Σε συνάρτηση μ' αυτό τον τίτλο υπάρχει μια διαβεβαίωση, όχι κυρίως για την Παρθένο, αλλά για το Χριστό: Ο Θεός γεννήθηκε. Η Παρθένος είναι Μητέρα όχι ενός ανθρώπινου προσώπου ενωμένου με το θείο πρόσωπο του Λόγου, αλλ' ενός μοναδικού, αχώριστου προσώπου που είναι ταυτόχρονα Θεός και άνθρωπος. Η τέταρτη Σύνοδος (Χαλκηδόνα, 451) διακήρυξε ότι υπάρχουν μέσα στον Ιησού Χριστό δύο φύσεις, η μία θεία και η άλλη ανθρώπινη. Σύμφωνα με τη θεϊκή του φύση ο Χριστός είναι ομοούσιος με τον Θεό Πατέρα· σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση του είναι ομοούσιος με μας τους ανθρώπους. Δηλαδή σύμφωνα με τη θεϊκή του φύση είναι πλήρης και τέλειος Θεός· είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγ. Τριάδος, ο μοναδικός «μονογενής» και αιώνιος Υιός του αιωνίου Πατρός, που γεννήθηκε από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων. Σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση του είναι πλήρης και τέλειος άνθρωπος· αφού γεννήθηκε στη Βηθεέμ σαν έν' ανθρώπινο παιδί από την Παρθένο Μαρία, δεν έχει μόνο έν' ανθρώπινο σώμα σαν το δικό μας, αλλά και μια ψυχή ανθρώπινη και νου. Όμως, αν και ο ενσαρκωθείς Χριστός υφίσταται «με δύο φύσεις» είναι ένα πρόσωπο, μόνο και αχώριστο και όχι δύο πρόσωπα που συνυπάρχουν στο ίδιο σώμα.

Η πέμπτη Σύνοδος (Κωνσταντινούπολις, 553), αναπτύσσοντας ό,τι είχε ειπωθεί από την τρίτη, δίδαξε ότι «ένας από την Αγ. Τριάδα υπέφερε ως προς τη σάρκα». Ακριβώς όπως είναι εύλογο να πούμε ότι ο Θεός γεννήθηκε, έτσι μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι Ο Θεός πέθανε. Στην κάθε περίπτωση βέβαια προσδιορίζουμε ότι αυτό λέγεται για το Θεό που έγινε άνθρωπος. Ο Θεός μέσα στην υπερβατικότητά του δεν υπόκειται ούτε σε γέννηση ούτε σε θάνατο, αλλ' αυτά τα πράγματα τα έχει όντως υποφέρει ο ενσαρκωθείς Λόγος.

Η έκτη Σύνοδος (Κωνσταντινούπολις, 680-681), λαμβάνοντας υπ' όψη ό,τι είχε ειπωθεί στην τέταρτη, βεβαίωσε ότι, όπως ακριβώς υπάρχουν μέσα στο Χριστό δύο φύσεις, η θεϊκή και η ανθρώπινη, έτσι υπάρχει στο Χριστό όχι μόνο μια θεϊκή αλλά και μια ανθρώπινη θέληση· γιατί, αν ο Χριστός δεν είχε θέληση ανθρώπινη σαν τη δική μας, δεν θάταν στ' αλήθεια άνθρωπος σαν και μας. Παρ' όλ' αυτά οι δύο αυτές θελήσεις δεν είναι αντίθετες και δεν συγκρούονται η μια με την άλλη, γιατί η ανθρώπινη θέληση πάντοτε υποτάσσεται ελεύθερα στη θεία.

Η έβδομη Σύνοδος (Νίκαια, 787), επισφραγίζοντας τις τέσσερις προηγούμενες, διακήρυξε ότι, αφού ο Χριστός έγινε αληθινός άνθρωπος, είναι εύκολο ν' απεικονίζουμε το πρόσωπό του πάνω στις άγιες εικόνες· και, αφού ο Χριστός είναι ένα και όχι δύο πρόσωπα, αυτές οι εικόνες δεν μας δείχνουν μόνο την ανθρωπότητά του σε διαχωρισμό από τη θεότητά του, αλλά μας δείχνουν το ένα πρόσωπο του αιώνιου Λόγου που σαρκώθηκε.

Επομένως υπάρχει μία αντίθεση στην τεχνική διατύπωση του τριαδικού δόγματος και της διδασκαλίας για την ενσάρκωση. Στην περίπτωση της Τριάδος, βεβαιώνουμε μία μόνη συγκεκριμένη ουσία ή φύση σε τρία πρόσωπα· και είναι χάρη σ' αυτή τη ρητή ενότητα της ουσίας που τα τρία πρόσωπα έχουν μια μόνη θέληση ή ενέργεια. Στην περίπτωση του ενσαρκωθέντος Χριστού, αντίθετα, υπάρχουν δύο φύσεις, μία η θεϊκή και η άλλη, η ανθρώπινη· αλλά υπάρχει ένα μόνο πρόσωπο, ο αιώνιος Λόγος που έχει γίνει άνθρωπος. Και ενώ τα τρία θεία πρόσωπα της Τριάδος έχουν μόνο μια θέληση και ενέργεια, το ένα πρόσωπο του Ενσαρκωθέντος Χριστού έχει δύο θελήσεις και ενέργειες, που αντιστοιχούν στις δύο του φύσεις. Όμως αν και υπάρχουν στον ενσαρκωθέντα Χριστό δύο φύσεις και δύο θελήσεις, αυτό δεν καταστρέφει την ενότητα του προσώπου του· μέσα στο Ευαγγέλιο το κάθε τι που λέει, κάνει ή υποφέρει ο Χριστός, πρέπει να προσγράφεται στο ένα και στο ίδιο προσωπικό υποκείμενο, τον αιώνιο Λόγο του Θεού που τώρα έχει γεννηθεί σαν άνθρωπος, μέσα σε τόπο και χρόνο.

Υπογραμμίζοντας τους συνοδικούς ορισμούς για το Χριστό ως Θεό και άνθρωπο, βλέπουμε πως υπάρχουν δύο βασικές αρχές που αφορούν τη σωτηρία μας. Πρώτο, μόνον ο Θεός μπορεί να μας σώσει. Ένας προφήτης ή δάσκαλος της ηθικής δεν μπορεί να γίνει ο λυτρωτής του κόσμου. Αν, λοιπόν, ο Χριστός πρέπει να είναι ο Σωτήρας μας, πρέπει να είναι πλήρης και τέλειος Θεός. Δεύτερο, η σωτηρία πρέπει να φτάσει στο σημείο της ανθρώπινης ανάγκης. Μόνο αν ο Χριστός είναι πλήρης και τέλειος άνθρωπος όπως κι' εμείς, μπορούμε εμείς οι άνθρωποι να μετέχουμε σ' αυτά που έχει κάνει για μας.

Θα ήταν λοιπόν μοιραίο για τη διδασκαλία τη σχετική με τη σωτηρία μας, αν έπρεπε να θεωρούμε το Χριστό με τον τρόπο των Αρειανών, σαν ένα είδος ημιθέου που βρίσκεται σε μια σκοτεινή ενδιάμεση περιοχή ανάμεσα στην ανθρωπότητα και τη θεότητα. Η Χριστιανική διδασκαλία για τη σωτηρία μας απαιτεί να τονίζουμε και τα δύο μέρη στον ύψιστο βαθμό. Δεν πρέπει να τον σκεφτόμαστε σαν «μισό και μισό». Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι μισός Θεός και μισός άνθρωπος, αλλά τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Στην επιγραμματική φράση του αγ. Λέοντος του Μεγάλου είναι totus in suis, totus in nostris: «τέλειος σε ό,τι είναι δικό του, τέλειος σε ό,τι είναι δικό μας».

Τέλειος σ' ότι είναι δικό του:Ο Ιησούς Χριστός είναι για μας το παράθυρο προς το θεϊκό βασίλειο, που μας δείχνει τι είναι ο Θεός. «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε· ο μονογενής Θεός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός εκείνος εξηγήσατο» (Ιω. 1,18).

Τέλειος σε ό,τι είναι δικό μας: Ο Ιησούς Χριστός είναι ο δεύτερος Αδάμ, που μας δείχνει τον αληθινό χαρακτήρα της ανθρώπινης προσωπικότητάς μας. Ο Θεός μόνος είναι ο τέλειος άνθρωπος.

Ποιος είναι ο Θεός; Ποιος είμαι εγώ; Στις δύο αυτές ερωτήσεις ο Ιησούς Χριστός μας δίνει την απάντηση.


Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΩΣ ΜΕΤΟΧΗ

Το Χριστιανικό μήνυμα της σωτηρίας μπορεί να συνοψιστεί πιο καλά με τους όρους μετοχή, συμπαράσταση και ταύτιση. Η έννοια της μετοχής ειν' ένα κλειδί παρόμοιο με το δόγμα του Τριαδικού Θεού και με τη διδασκαλία για την ενανθρώπιση του Θεού. Το Τριαδικό δόγμα βεβαιώνει ότι, όπως ακριβώς ο άνθρωπος είναι αυθεντικά προσωπικός μόνον όταν μοιράζεται τα πάντα με τους άλλους, έτσι και ο Θεός δεν είναι ένα μόνο πρόσωπο που κατοικεί μόνο του, αλλά τρία πρόσωπα που συμμετέχουν το ένα στη ζωή του άλλου με τέλεια αγάπη. Η Ενσάρκωση είναι επίσης μια διδασκαλία μετοχής ή συμμετοχής. Ο Χριστός συμμετέχει απόλυτα στο κάθε τι που μας αποτελεί κι έτσι μας δίνει τη δυνατότητα να συμμετέχουμε σ' αυτά που τον αποτελούν στη θεϊκή ζωή του και στη δόξα του. Έγινε ό,τι είμαστε για να μας κάνει ό,τι είναι αυτός.

Ο Απ. Παύλος το εκφράζει αυτό μεταφορικά με όρους του πλούτου και της φτώχειας: «γινώσκετε γαρ την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι δι' υμάς επτώχευσε πλούσιος ων, ίνα υμείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσητε» (Β'Κορ. 8,9). Τα πλούτη του Χριστού είναι η αιώνια δόξα του· η φτώχεια του Χριστού είναι η απόλυτη ταύτισή του με την ξεπεσμένη ανθρώπινη κατάστασή μας. Με τα λόγια ενός Ορθόδοξου Χριστουγεννιάτικου ύμνου: «Καθώς πέρα για πέρα ντύθηκες τη φτώχεια μας, έκαμες θεία τη γήινη φύση μας με την ένωσή σου και τη μετοχή σου σ' αυτήν». Ο Χριστός μετέχει στο θάνατό μας, κι εμείς μετέχουμε στη ζωή του· «εκένωσεν εαυτόν», ενώ εμάς μας «υπερύψωσεν» (Φιλ. 2,5-9). Η κάθοδος του Θεού καθιστά δυνατή την άνοδο του ανθρώπου. Ο άγ. Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει: «Με άφατο τρόπο το άπειρο περιορίζεται, ενώ το πεπερασμένο εκτείνεται στο μέτρο του απείρου».

Όπως είπε ο Χριστός στο Μυστικό Δείπνο: «καγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν, εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν» (Ιω. 17,22-23). Ο Χριστός μας ικανώνει να συμμετέχουμε στη θεϊκή δόξα του Πατέρα. Είναι ο σύνδεσμος και το σημείο επαφής· επειδή είναι άνθρωπος, είναι ένα με μας· επειδή είναι Θεός, είναι ένα με τον Πατέρα. Έτσι μέσω και εν αυτώ είμαστε ένα με το Θεό, και η δόξα του Πατέρα γίνεται δική μας δόξα. Η Ενσάρκωση του Θεού ανοίγει το δρόμο για τη θέωση του ανθρώπου. Το να θεωθεί κανείς σημαίνει, με μεγαλύτερη σαφήνεια, να «χριστοποιηθεί»· η θεϊκή ομοιότητα που καλούμαστε να φτάσουμε είναι η ομοίωση του Χριστού. Μέσω του Ιησού που είναι Θεάνθρωπος εμείς οι άνθρωποι «θεούμεθα», θεοποιούμαστε, γινόμαστε «θείας κοινωνοί φύσεως» (Β'Πετρ. 1,4). Προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση μας, ο Χριστός που είναι Γιος του Θεού από τη φύση του μας έχει κάνει γιους του Θεού κατά χάρη. Εν αυτώ είμαστε «υιοθετημένοι» από το Θεό Πατέρα, και γινόμαστε γιοι εν τω Υιώ.

Αυτή η αντίληψη για τη σωτηρία ως συμμετοχή προϋποθέτει δύο πράγματα ιδιαίτερα σε σχέση με την Ενσάρκωση. Πρώτο, προϋποθέτει ότι ο Χριστός δεν πήρε μόνο έν' ανθρώπινο σώμα, σαν το δικό μας, αλλά κι ανθρώπινο πνεύμα, νου και ψυχή σαν τα δικά μας. Η αμαρτία, όπως είδαμε, έχει την πηγή της όχι μόνο εκ των κάτω αλλά κι εκ των άνω· δεν είναι υλική ως προς την προέλευσή της, αλλά πνευματική. Η πλευρά του ανθρώπου λοιπόν που έχει ανάγκη να λυτρωθεί δεν είναι κατά κύριο λόγο το σώμα του αλλά η θέλησή του και το κέντρο της ηθικής εκλογής του. Αν ο Χριστός δεν είχε ανθρώπινο νου, τότε αυτό μοιραία θα κλόνιζε τη δεύτερη αρχή της σωτηρίας, το ότι δηλ. η θεϊκή σωτηρία πρέπει να φτάσει στο σημείο της ανθρώπινης ανάγκης.

Η σπουδαιότητα αυτής της αρχής ξανατονίστηκε κατά το δεύτερο μισό του 4ου αι., όταν ο Απολλινάριος έφτιαξε τη θεωρία για την οποία γρήγορα καταδικάστηκε ως αιρετικός -ότι στην Ενσάρκωση ο Χριστός πήρε μόνο ανθρώπινο σώμα και όχι ανθρώπινο νου ή λογική ψυχή. Σ' αυτό απάντησε ο άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Το απρόσληπτον και αθεράπευτον». Ο Χριστός δηλαδή μας σώζει με το να γίνει ό,τι είμαστε κι εμείς· μας θεραπεύει παίρνοντας τη διασπασμένη μας ανθρώπινη φύση μέσα στον εαυτό του, «προσλαμβάνοντάς» την, έτσι που νάναι δική του, μπαίνοντας στην ανθρώπινη εμπειρία μας και γνωρίζοντάς την εκ των έσω, γιατί ο ίδιος είναι ένας από μας. Αλλ' αν αυτή η συμμετοχή του στην ανθρωπότητά μας ήταν κατά κάποιο τρόπο ατελής, τότε και η σωτηρία του ανθρώπου θα ήταν επίσης ατελής. Αν πιστεύουμε ότι ο Χριστός μας έχει φέρει καθολική σωτηρία, τότε συνάγεται ότι έχει προσλάβει τα πάντα.

Δεύτερο, αυτή η αντίληψη για τη σωτηρία ως συμμετοχή προϋποθέτει -αν και πολλοί δίστασαν να το πουν ανοιχτά- ότι ο Χριστός έχει προσλάβει όχι μόνο τη μη πεπτωκυία αλλά και την πεπτωκυία ανθρώπινη φύση. Όπως τονίζει η Επιστολή προς Εβραίους (και σ' όλη την Κ. Διαθήκη δεν υπάρχει πιο σημαντικό Χριστολογικό κείμενο απ' αυτό): «ου γαρ έχομεν αρχιερέα μη δυνάμενον συμπαθήσαι ταις ασθενείαις ημών, πεπειρασμένον δε κατά πάντα καθ' ομοιότητα χωρίς αμαρτίας» (Εβρ. 4, 15). Ο Χριστός ζει τη ζωή του πάνω στη γη κάτω από τις συνθήκες της πτώσης. Ο ίδιος δεν είναι αμαρτωλό πρόσωπο, αλλά μέσα στη συμπαράστασή του για τον πεπτωκότα άνθρωπο δέχεται ως έσχατο όριο τις συνέπειες της αμαρτίας του Αδάμ. Δέχεται απόλυτα όχι μόνο τις φυσικές συνέπειες, όπως είναι η κούραση, ο σωματικός πόνος και προσωρινά ο χωρισμός σώματος και ψυχής με το θάνατο. Δέχεται επίσης τις ηθικές συνέπειες, τη μοναξιά, την αλλοτρίωση, την εσωτερική σύγκρουση. Ίσως φανεί τολμηρό να τ' αποδώσουμε όλ' αυτά στο ζωντανό Θεό, αλλά μια συνεπής διδασκαλία για την Ενσάρκωση δεν απαιτεί τίποτε λιγότερο. Αν ο Χριστός είχε προσλάβει απλώς τη μη πεπτωκυία ανθρώπινη φύση, ζώντας την επίγεια ζωή του στην κατάσταση του Αδάμ μέσα στον Παράδεισο, τότε δεν θα τον είχαν αγγίξει οι αδυναμίες μας, ούτε θα είχε νιώσει πειρασμό στο κάθε τι όπως ακριβώς εμείς. Και σ' αυτή την περίπτωση δεν θα ήταν ο Σωτήρας μας.

Ο Απ.Παύλος προχωρεί ως το σημείο που να γράψει: «τον μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αυτώ» (Β' Κορ. 5,21). Δεν πρέπει εδώ να σκεφτούμε μόνο με όρους κάποιας νομικής διαδικασίας, σύμφωνα με την οποία ο Χριστός, αθώος ο ίδιος, έχει κατά κάποιο τρόπο «αποδώσει» στον εαυτό του την ενοχή μας μ' ένα τρόπο εξωτερικό. Εδώ έχει συντελεστεί κάτι πολύ περισσότερο απ' αυτό. Ο Χριστός μας σώζει αποκτώντας εμπειρία εκ των έσω, σαν ένας από μας, για όλ' αυτά που υποφέρουμε εσωτερικά καθώς ζούμε μέσα σ' ένα κόσμο αμαρτωλό.


ΓΙΑΤΙ ΠΑΡΘΕΝΙΚΗ ΓΕΝΝΗΣΗ

Στην Καινή Διαθήκη διατυπώνεται με σαφήνεια ότι η Μητέρα του Ιησού Χριστού ήταν παρθένος (Ματθ. 1: 18,23,25). Ο Κύριός μας έχει έναν αιώνιο Πατέρα αλλά όχι πατέρα επίγειο. Γεννήθηκε έξω από το χρόνο από τον Πατέρα δίχως μητέρα· και γεννήθηκε μέσα στο χρόνο από τη Μητέρα του δίχως πατέρα. Αυτή η πεποίθηση στην Παρθενική Γέννηση όμως δεν μειώνει καθόλου την πληρότητα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού. Αν και η μητέρα ήταν Παρθένος, έγινε μια πραγματική ανθρώπινη γέννηση ενός γνήσια ανθρώπινου βρέφους.

Όμως γιατί -ρωτάμε- η γέννησή του σαν ανθρώπου θάπρεπε νάχει πάρει αυτή την ιδιαίτερη μορφή; Σ' αυτό ίσως θα μπορούσε να δοθεί ως απάντηση το ότι η παρθενία της Μητέρας εξυπηρετεί σαν ένα «Σημείο» της μοναδικότητας του Υιού. Αυτό γίνεται με τρεις στενά συνδεδεμένους τρόπους. Πρώτο, το γεγονός ότι ο Χριστός δεν έχει επίγειο πατέρα σημαίνει ότι ειναι στραμένος πάντα πέρ' απ' την κατάστασή του μέσα στο χώρο και το χρόνο προς την ουράνια και αιώνια προέλευσή του. Το παιδί της Μαρίας είναι αληθινά άνθρωπος, αλλά δεν είναι μόνο άνθρωπος· είναι μέσα στην ιστορία αλλά είναι και πέρα' από την ιστορία.. Η γέννησή του από μια παρθένο τονίζει το ότι αν και περιχωρούμενος είναι επίσης υπερβατικός· αν και τέλειος άνθρωπος είναι και τέλειος Θεός.

Δεύτερο, το γεγονός ότι η Μητέρα του Χριστού ήταν παρθένος δείχνει ότι η γέννησή του πρέπει ν' αποδοθεί με μοναδικό τρόπο σε θεία πρωτοβουλία. Αν και είναι τέλειος άνθρωπος, η γέννησή του δεν ήταν το αποτέλεσμα της σεξουαλικής ένωσης ανάμεσα σ' 'εναν άντρα και μια γυναίκα, αλλά ήταν μ' ένα τρόπο ιδιαίτερο το άμεσο έργο του Θεού.

Τρίτο, η γέννηση του Χριστού από μια παρθένο υπογραμμίζει ότι η Ενσάρκωση δεν έχει καμιά σχέση με τη δημιουργία ενός νέου ανθρώπου. Όταν γεννιέται ένα παιδί από δυο ανθρώπινους γονείς με το συνηθισμένο τρόπο, αρχίζει να υφίσταται μια καινούργια ύπαρξη. Αλλά το πρόσωπο του ενσαρκωμένου Χριστού δεν είναι άλλο από το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Επομένως, στη γέννηση του Χριστού δεν άρχισε να υφίσταται ένα νέο πρόσωπο, αλλά το πρόσωπο του Υιού του Θεού που προϋπήρχε άρχισε τώρα να ζει όχι μόνο με θεϊκό αλλά και με ανθρώπινο τρόπο ύπαρξης. Έτσι η Παρθενική Γέννηση αντανακλά την αιώνια προΰπαρξη του Χριστού.

Επειδή το πρόσωπο του ενσαρκωμένου Χριστού ταυτίζεται με το πρόσωπο του Λόγου, η Παρθένος Μαρία δίκαια μπορεί να πάρει τον τίτλο Θεοτόκος. Είναι μητέρα όχι ενός ανθρώπινου γιου που έχει ενωθεί με το θείο Υιό, αλλ' ενός ανθρώπινου γιού που είναι ο μονογενής Υιός του Θεού. Ο γιος της Μαρίας είναι το ίδιο πρόσωπο με το θείο Υιό του Θεού· κι έτσι, χάρη στην Ενσάρκωση, η Μαρία είναι πραγματικά «Μητέρα του Θεού».

Η Ορθοδοξία, ενώ έχει σε μεγάλη υπόληψη το ρόλο της Παρθένου ως Μητέρας του Χριστού, δεν βλέπει το λόγο να υπάρχει κανένα δόγμα για την «άμωμη Σύλληψη». Όπως καθορίστηκε από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το 1854, αυτό το δόγμα διατυπώνει ότι η Μαρία, από «την πρώτη στιγμή της σύλληψής της» από τη μητέρα της την αγ. Άννα, εξαιρέθηκε «από κάθε κηλίδα προπατορικής ενοχής». Εδώ πρέπει να προσεχθούν δύο σημεία.

Πρώτο, όπως ήδη σημειώθηκε, η Ορθοδοξία δεν αντιμετωπίζει την πτώση με Αυγουστινιανούς όρους, σαν κηλίδα κληρονομημένης ενοχής. Αν εμείς οι Ορθόδοξοι είχαμε αποδεχτεί τη Λατινική άποψη για την προπατορική ενοχή, τότε ίσως να είχαμε νιώσει την ανάγκη να διατυπώσουμε ένα δόγμα για την άμωμη Σύλληψη. Έτσι όπως είναι, οι όροι της αναφοράς μας είναι διαφορετικοί· το Λατινικό δόγμα δεν μας φαίνεται τόσο πολύ λανθασμένο, όσο περιττό. Δεύτερο, για την Ορθοδοξία η Παρθένος Μαρία αποτελεί, μαζί με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, την κορωνίδα και την κορύφωση της αγιότητας της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι μια συνδετική φυσιογνωμία· η τελευταία και η μεγαλύτερη από τους ενάρετους άνδρες και γυναίκες της Παλαιάς Διαθήκης, είναι ταυτόχρονα η κρυμένη καρδιά της Αποστολικής Εκκλησίας. Το δόγμα όμως για την άμωμη Σύλληψη μας φαίνεται σαν να βγάζει την Παρθένο Μαρία από την Παλαιά Διαθήκη και να την τοποθετεί προκαταβολικά και αποκλειστικά στην Καινή. Σύμφωνα με τη Λατινική διδασκαλία δεν στέκεται πια στο ίδιο βάθρο με τους άλλους αγίους της Παλαιάς Διαθήκης κι έτσι ο ρόλος της ο συνδετικός μειώνεται.

Αν και δεν δέχεται το Λατινικό δόγμα για την άμωμη Σύλληψη, η Ορθοδοξία στη λειτουργική της λατρεία καλεί τη Μητέρα του Θεού «άχραντο», «παναγία», «πανάμωμο». Εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι μετά το θάνατό της αναλήφθηκε στον ουρανό, όπου τώρα κατοικεί -με το σώμα της, και με την ψυχή της- μέσα σ' αιώνια δόξα με τον Υιό της. Για μας είναι «η χαρά πάσης της κτίσεως» (Λειτουργία του Μ. Βασιλείου), «άνθος του ανθρώπινου γένους και πύλη του ουρανού» (Δογματικόν του α' ήχου), «πολύτιμος θησαυρός όλου του κόσμου» (άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας). Και μαζί με τον άγ. Εφραίμ το Σύρο λέμε κι εμείς:

Εσύ μόνε, ω Ιησού, μαζί με τη Μητέρα σου
είστε ωραίοι με κάθε τρόπο·
Γιατί δεν υπάρχει σε Σένα κανένα ψεγάδι, Κύριέ μου,
και καμιά κηλίδα στη Μητέρα Σου.

Από αυτό μπορεί να φανεί πόσο υψηλή θέση τιμής, εμείς οι Ορθόδοξοι, αποδίδουμε στην Αγία Παρθένο μέσα στη θεολογία μας και στην προσευχή μας. Αυτή είναι για μας η ύψιστη προσφορά του ανθρώπινου γένους προς το Θεό. Με τα λόγια ενός ύμνου των Χριστουγέννων ψάλλουμε:

Τι σοι πεοσενέγκωμεν, Χριστέ,
ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος δι' ημάς;
Έκαστον γαρ των υπό σου γενομένων κτισμάτων
την ευχαριστίαν σοι προσάγει·
οι άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί τον αστέρα,
οι μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες το θαύμα,
η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην,
ημείς δε μητέρα Παρθένον...
(Εσπερινός Χριστουγέννων).


ΥΠΗΚΟΟΣ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

Η Ενσάρκωση του Χριστού είναι ήδη μια πράξη σωτηρίας. Προσλαμβάνοντας τη διασπασμένη ανθρώπινη φύση μας, ο Χριστός την ανακαινίζει και, με τα λόγια ενός άλλου Χριστουγεννιάτικου ύμνου, ανασταίνει «την πριν πεσούσαν εικόνα». Αλλά τότε γιατί ήταν αναγκαίος πάνω στο Σταυρό; Δεν ήταν αρκετό για έναν από την Τριάδα να ζήσει σαν άνθρωπος πάνω στη γη, να σκέπτεται, να αισθάνεται και να επιθυμεί σαν ένας άνθρωπος, χωρίς να πρέπει επίσης να πεθάνει σαν άνθρωπος;

Σ' ένα κόσμο που δεν θα είχε πέσει, η Ενσάρκωση του Χριστού πραγματικά θα ήταν αρκετή σαν τέλεια έκφραση της αγάπης του Θεού που εκτείνεται προς τα έξω. Αλλά μέσα σ' ένα πεσμένο και αμαρτωλό κόσμο η αγάπη του έπρεπε να φτάσει ακόμη πιο πέρα. Εξ αιτίας της τραγικής παρουσίας της αμαρτίας και του κακού, το έργο της αποκατάστασης του ανθρώπου χρειαζόταν μια θυσιαστική πράξη θεραπείας, μια θυσία τέτοια που μόνον ένας οδυνώμενος και σταυρωμένος Θεός μπορούσε να προσφέρει.

Η Ενσάρκωση, έχει ειπωθεί, είναι μια πράξη ταύτισης και μετοχής. Ο Θεός μας σώζει καθώς ταυτίζεται μαζί μας, γνωρίζοντας την ανθρώπινη εμπειρία μας εκ των ένδον. Ο Σταυρός συμβολίζει με τον πιο τέλειο και απόλυτο τρόπο, ότι αυτή η πράξη της μετοχής φτάνει ως τα έσχατα όρια. Ο ενσαρκωμένος Θεός εισχωρεί σ' όλες μας τις εμπειρίες.

Ο Ιησούς Χριστός, ο σύντροφός μας, δεν μετέχει μόνο σ' ολόκληρη την ανθρώπινη ζωή αλλά και σ'ολόκληρο τον ανθρώπινο θάνατο: «ούτος τας αμαρτίας ημών φέρει και περί ημών οδυνάται» (Ησ. 53,4) -σ' όλες τις θλίψεις μας, όλες τις λύπες μας.

«Το απρόσληπτον και αθεράπευτον»· ο Χριστός, όμως, ο γιατρός μας, έχει επωμισθεί το κάθε τι, ακόμη και το θάνατο.

Ο θάνατος έχει και φυσική και πνευματική όψη, και από τις δυο η πνευματική είναι η πιο τρομερή. Φυσικός θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής του ανθρώπου από το σώμα του - πνευματικός θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το Θεό. Όταν λέμε ότι ο Χριστός έγινε «υπήκοος μέχρι θανάτου» (Φιλ. 2,8), δεν πρέπει να περιορίσουμε αυτά τα λόγια μόνο στο φυσικό θάνατο. Δεν θάπρεπε ν' αναλογιζόμαστε μόνο τις σωματικές οδύνες που ο Χριστός υπέφερε στο Πάθος του -το μαστίγωμα, το τρέκλισμα κάτω απ' το βάρος του Σταυρού, τα καρφιά, τη δίψα και τη ζέστη, το μαρτύριο του να κρέμεται τεντωμένος πάνω στο ξύλο. Το αληθινό νόημα του Πάθους πρέπει να βρεθεί όχι μόνο μέσα σ' αυτό, αλλά πιο πολύ μέσα στην πνευματική οδύνη- στο συναίσθημα της αποτυχίας, της απομόνωσης και της έσχατης μοναξιάς, τον πόνο της αγάπης που προσφέρθηκε κι αποκρούστηκε.

Τα Ευαγγέλια είναι, δικαιολογημένα επιφυλακτικά όταν μιλούν γι' αυτή την εσωτερικήν οδύνη, αλλά μας δίνουν ορισμένες νύξεις. Πρώτα, υπάρχει η Αγωνία του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανή, όπου κατακλύζεται από τρόμο και απόγνωση, όταν προσεύχεται με αγωνία στον Πατέρα του, «ει δυνατόν παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο» (Ματθ. 26,39), και όταν ο ιδρώτας του πέφτει στο έδαφος «ωσεί θρόμβοι αίματος» (Λουκ. 22,44). Η Γεθσημανή, καθώς τόνισε ο Μητροπολίτης Αντώνιος του Κιέβου, δίνει το κλειδί για όλο το δόγμα της εξιλαστήριας θυσίας του Θεού. Εδώ ο Χριστός έρχεται αντιμέτωπος με μια εκλογή. Δίχως νάναι καταναγκασμένος να πεθάνει, διαλέγει ελεύθερα να το κάνει· και μ' αυτή την πράξη της εκούσιας αυτοπροσφοράς μεταβάλλει αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει μια αυθαίρετη βία, μια δολοφονία από δικαστική πλάνη, σε μια λυτρωτική θυσία. Αλλ' αυτή η πράξη της ελεύθερης εκλογής είναι τρομερά δύσκολη. Αποφασίζοντας να προχωρήσει στη σύλληψη και τη σταύρωση, ο Ιησούς νιώθει την εμπειρία, με τα λόγια του William Law, «του γεμάτου αγωνία τρόμου μιας χαμένης ψυχής... της πραγματικότητας του αιώνιου θανάτου». Πρέπει να δοθεί πολύ βάρος στα λόγια του Χριστού στη Γεθσημανή: «Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» (Ματθ. 26,38). Ο Ιησούς αυτή τη στιγμή αποκτά ολοκληρωτική εμπειρία του πνευματικού θανάτου. Αυτή τη στιγμή ταυτίζεται μ' ολόκληρη την απόγνωση και την πνευματική οδύνη της ανθρωπότητας κι αυτή η ταύτιση είναι πολύ πιο σημαντική για μας από τη συμμετοχή του στο φυσικό μας πόνο.

Μια δεύτερη νύξη μας δένεται στη Σταύρωση, όταν ο Χριστός φωνάζει δυνατά: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46). Άλλη μια φορά, μεγάλη σημασία θάπρεπε να δοθή σ' αυτά τα λόγια. Εδώ είναι το έσχατο σημείο της απελπισίας του Χριστού, όταν νιώθει αποδιωγμένος όχι μόνο από τους ανθρώπους αλλά κι απ' το Θεό. Δεν μπορούμε ν' αρχίσουμε να εξηγούμε πώς είναι δυνατόν, για κάποιον που είναι ο ίδιος ο ζωντανός Θεός, να χάσει την επίγνωση της θείας παρουσίας. Αλλά τουλάχιστον αυτό είναι φανερό. Στο Πάθος του Χριστού δεν παίζεται θέατρο, δεν γίνεται τίποτε για εξωτερική επίδειξη. Η κάθε λέξη από το Σταυρό εννοεί αυτό που λέει. Κι αν η κραυγή: «Θεέ μου, Θεέ μου...» θέλει κάτι να δείξει, πρέπει να σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή ο Ιησούς αληθινά νιώθει την εμπειρία του πνευματικού θανάτου που είναι ο χωρισμός από το Θεό. Δεν χύνει μόνο το αίμα του για μας, αλλά για χάρη μας δέχεται ακόμη και την απώλεια του Θεού.

«Κατήλθεν εις τον Άδην» (Αποστ. Σύμβολο). Αυτό σημαίνει απλώς ότι ο Χριστός πήγε να κηρύξει στα πνεύματα των κεκοιμημένων, στο διάστημα ανάμεσα στη Μ. Παρασκευή και την Κυριακή του Πάσχα (βλ. Α' Πετρ. 3,19); Σίγουρα έχει κι ένα βαθύτερο νόημα. Η κόλαση είναι ένα σημείο όχι μέσα στο χώρο αλλά μέσα στην ψυχή. Είναι ο τόπος όπου δεν βρίσκεται ο Θεός. (Κι όμως ο Θεός βρίσκεται παντού!) Αν στ' αλήθεια ο Χριστός «κατήλθεν εις τον Άδην», αυτό σημαίνει ότι κατέβηκε στα βάθη της απουσίας του Θεού. Ολοκληρωτικά, ανεπιφύλακτα, ταυτίστηκε με όλη την αγωνία και την αλλοτρίωση του ανθρώπου. Την προσέλαβε και προσλαμβάνοντάς την τη γιάτρεψε. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τη γιατρέψει παρά κάνοντάς την δική του.

Αυτό είναι το μήνυμα του Σταυρού στον καθένα μας. Όσο μακριά κι αν πρέπει να ταξιδέψω μεσ' από την κοιλάδα της σκιάς του θανάτου, δεν είμαι ποτέ μόνος. Έχω ένα σύντροφο. Κι αυτός ο σύντροφος δεν είναι μόνο ένας αληθινός άνθρωπος όπως εγώ, αλλά και Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού. Τη στιγμή της πιο βαθειάς ταπείνωσής του πάνω στο Σταυρό, ο Χριστός είναι ο ίδιος αιώνιος και ζωντανός Θεός όπως στη Μεταμόρφωσή του μέσα σε δόξα στο Όρος Θαβώρ. Ατενίζοντας το σταυρωμένο Χριστό, δεν βλέπω μόνο έναν οδυνώμενο άνθρωπο αλλά ένα Θεό οδυνώμενο.


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΑΝ ΝΙΚΗ

Ο θάνατος του Χριστού πάνω στο Σταυρό δεν είναι μια αποτυχία που αποκαταστάθηκε κάπως μετά την Ανάστασή του. Ο ίδιος ο θάνατος πάνω στο Σταυρό είναι μια νίκη. Νίκη τίνος πράγματος; Μόνο μια απάντηση μπορεί να υπάρξει: Η νίκη της οδυνώμενης αγάπης. «Κραταιά ως θάνατος αγάπη...ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την αγάπην» (Άσμα Ασμ. 8, 6-7). Ο Σταυρός μας δείχνει μιαν αγάπη που είναι δυνατή σαν το θάνατο, μιαν αγάπη ακόμη πιο δυνατή.

Ο άγ. Ιωάννης κάνει την εισαγωγή της διηγήσης του για το Μυστικό Δείπνο και το Πάθος μ' αυτά τα λόγια: «...αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν αυτούς» (Ιω. 13,1). Το ελληνικό κείμενο λέει εις τέλος, που σημαίνει «ως το τέλος», «ως το έσχατο σημείο». Κι αυτή η λέξη τέλος επαναλαμβάνεται αργότερα στην τελευταία κραυγή του Χριστού πάνω στο Σταυρό: «Τετέλεσται» (Ιω. 19,30). Αυτό πρέπει να εννοηθεί όχι σαν κραυγή αυτοεγκατάλειψης ή απόγνωσης, αλλά σαν κραυγή νίκης: Τελείωσε, κατορθώθηκε, εκπληρώθηκε!

Τι εκπληρώθηκε; Απαντάμε: Το έργο της οδυνώμενης αγάπης, η νίκη της αγάπης πάνω στο μίσος. Ο Ιησούς, ο Θεός μας, αγάπησε τους δικούς του ως το έσχατο σημείο. Από αγάπη δημιούργησε τον κόσμο, από αγάπη γεννήθηκε σαν άνθρωπος μέσα σ' αυτό τον κόσμο, από αγάπη πήρε πάνω του τη διασπασμένη ανθρώπινη φύση μας και την έκανε δική του. Από αγάπη ταυτίστηκε μ' όλη μας την απελπισία. Από αγάπη πρόσφερε τον εαυτό του θυσία, διαλέγοντας στη Γεθσημανή να πάει εκούσια προς το Πάθος του: «...την μου τίθημι υπέρ των προβάτων... ουδείς αίρει αυτήν απ' εμού, αλλ' εγώ τίθημι αυτήν απ' εμαυτού» (Ιω. 10: 15,18). Ήταν θεληματική αγάπη κι όχι καταναγκασμός αυτό που έφερε τον Ιησού στο θάνατό του. Στην αγωνία του μέσα στον κήπο και στη Σταύρωσή του οι σκοτεινές δυνάμεις του επιτίθενται μ' όλη τους την ορμή, αλλά δεν μπορούν ν' αλλάξουν τη συμπόνια του σε μίσος· δεν μπορούν να εμποδίσουν την αγάπη του να συνεχίσει να είναι η ίδια. Η αγάπη του δοκιμάζεται ως το έσχατο σημείο, αλλά δεν καταπνίγεται. «Το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιω. 1,5. Στη νίκη του Χριστού πάνω στο Σταυρό θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε τα λόγια που ειπώθηκαν από κάποιο Ρώσο ιερέα, όταν απελευθερώθηκε από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως: «Ο πόνος έχει καταστρέψει τα πάντα. Ένα μόνο πράγμα έχει μείνει σταθερό, η αγάπη».

Ο Σταυρός σαν νίκη μας θέτει το παράδοξο της παντοδυναμίας της αγάπης. Ο Dostoevsky πλησιάζει την αληθινή έννοια της νίκης του Χριστού με μερικά λόγια, που βάζει στο στόμα του στάρετς Ζωσιμά:

Μπροστά σε μερικές σκέψεις ο άνθρωπος στέκεται μπερδεμένος, ιδίως μπροστά στη θέα της ανθρώπινης αμαρτίας, και αναρωτιέται αναρωτιέται αν θα την πολεμήσει με βία ή με ταπεινή αγάπη.

Παντα ν' αποφασίζεις: «Θα την πολεμήσω με ταπεινή αγάπη». Αν αποφασίσεις πάνω σ' αυτό μια για πάντα, μπορείς να κατακτήσεις ολόκληρο τον κόσμο. Η γεμάτη αγάπη ταπείνωση είναι μια τρομερή δύναμη: είναι το πιο δυνατό απ' όλα τα πράγματα και δεν υπάρχει τίποτε άλλο σαν κι αυτή.

Η γεμάτη αγάπη ταπείνωση είναι μια τρομερή δύναμη· όποτε θυσιάζουμε κάτι ή υποφέρουμε όχι μ' αίσθηση επαναστατικής πίκρας, αλλά με τη θέλησή μας και από αγάπη, αυτό μας κάνει πιο δυνατούς κι όχι πιο αδύνατους. Αυτό σημαίνει προπάντων στην περίπτωση του Ιησού Χριστού. «Η αδυναμία του ήταν από δύναμη», λέει ο άγ. Αυγουστίνος. Η δύναμη του Θεού φαίνεται όχι τόσο πολύ μέσα στη δημιουργία του κόσμου ή μέσα στα θαύματά του, όσο στο γεγονός ότι από αγάπη ο Θεός «εκένωσεν εαυτόν» (Φιλ. 2,7), πρόσφερε τον εαυτό του, με γενναιόδωρη αυτοδιάθεση, με τη δική του ελεύθερη εκλογή συγκατανεύοντας να υποφέρει και να πεθάνει. Κι αυτό το άδειασμα του εαυτού είναι συνάμα μία πλήρωση: η κένωση είναι πλήρωση. Ο Θεός δεν είναι ποτέ τόσο δυνατός, όσο όταν βρίσκεται στην έσχατη αδυναμία.

Η αγάπη και το μίσος δεν είναι απλώς υποκειμενικά συναισθήματα που επηρεάζουν το εσωτερικό σύμπαν αυτών που τα αισθάνονται, αλλά είναι και αντικειμενικές δυνάμεις που αλλάζουν τον κόσμο έξω από μας. Αγαπώντας ή μισώντας τον άλλο, τον κάνω, ως ένα σημείο, να γίνει αυτό που εγώ βλέπω μέσα του. Όχι μόνο για τον εαυτό μου, αλλά και για τις ζωές όλων γύρω μου, η αγάπη μου είναι δημιουργική, έτσι όπως το μίσος μου είναι καταστροφικό. Κι αν αυτό αληθεύει για τη δική μου αγάπη, αληθεύει σε ασύγκριτα μεγαλύτερη έκταση για την αγάπη του Χριστού. Η νίκη της γεμάτης πόνο αγάπης του πάνω στο Σταυρό δεν είναι απλώς ένα παράδειγμα για μένα που μου δείχνει τι θα μπορούσα να πετύχω εγώ ο ίδιος αν μπορούσα να τον μιμηθώ με τις δικές μου δυνάμεις. Πολύ περισσότερο απ' αυτό, η πονεμένη του αγάπη έχει πάνω μου ένα δημιουργικό αποτέλεσμα, μεταμορφώνοντας την καρδιά μου και τη θέλησή μου, ελευθερώνοντάς με από τα δεσμά, ολοκληρώνοντάς με, κάνοντας δυνατό για μένα ν' αγαπώ μ' ένα τρόπο που θα ήταν τελείως περ' από τις δυνάμεις μου, αν πρώτα δεν ειχ' αγαπηθεί απ' αυτόν. Γιατί μέσα στην αγάπη ταυτίστηκε μαζί μου· και η νίκη του είναι νίκη μου. Κι έτσι ο θάνατος του Χριστού πάνω στο Σταυρό είναι πράγματι, όπως τον περιγράφει η Λειτουργία του Μ. Βασιλείου, ένας «ζωοποιός θάνατος».

Επομένως η οδύνη του Χριστού και ο θάνατος έχουν αντικειμενική αξία· έκανε για μας κάτι που θάμασταν τελείως ανίκανοι να κάνουμε δίχως αυτόν. Ταυτόχρονα δεν θάπρεπε να λέμε ότι ο Χριστός υπέφερε «αντί για μας», αλλ' ότι υπέφερε για χάρη μας. Ο Υιός του Θεού υπέφερε «έως θανάτου», όχι για ν' απαλλαγουμ' εμείς απ' την οδύνη, αλλά για νάναι η οδύνη μας σαν τη δική του. Ο Χριστός δεν μας προσφέρει ένα δρόμο που παρακάμπτει την οδύνη, αλλά ένα δρόμο μέσα απ' αυτήν· όχι υποκατάσταση, αλλά λυτρωτική συμπόρευση.

Αυτή είναι η αξία του Σταυρού του Χριστού για μας. Αν τη συνδέσουμε με την Ενσάρκωση και τη Μεταμόρφωση που προηγήθηκε, και με την Ανάσταση που την ακολουθεί -γιατί όλ' αυτά είναι αχώριστα μέρη μιας μοναδικής πράξης ή «δράματος»- η Σταύρωση πρέπει να κατανοηθή σαν ύψιστη και τέλεια νίκη, θυσία και πρότυπο. Και σε κάθε περίπτωση η νίκη, η θυσία και το πρότυπο είναι της αγάπης που πάσχει. Έτσι βλέπουμε το Σταυρό:

την τέλεια νίκη της ταπείνωσης που ξέρει ν' αγαπάει πάνω στο μίσος και το φόβο·
την τελεία θυσία ή την εκούσια αυτοπροσφορά της συμπόνιας που ξέρει ν'αγαπάει·
το τέλειο πρότυπο της δημιουργικής δύναμης της αγάπης.
Με τα λόγια της Julian του Norwich:
Θάθελες να μάθεις το νόημα του Κυρίου σου πάνω σ' αυτό το πράγμα; Μάθε το καλά: Η αγάπη ήταν το νόημά του. Ποιος στο έδειξε; Η αγάπη. Τι σου έδειξε εκείνος; Αγάπη. Γιατί στο έδειξε; Από αγάπη. Κρατήσου απ' αυτό και θα μάθεις περισσότερα. Αλλά ποτέ δεν θα ξέρεις ούτε θα μάθεις μέσα σ' αυτό τιποτ' άλλο.

Τότε είπε ο καλός μας Κύριος Ιησούς Χριστός: Είσαι ευχαριστημένος που υπέφερα για σένα; Είπα: Ναί, Κύριέ μου, σ' ευχαριστώ· ναι, Κύριέ μου, ας είσαι ευλογημένος. Τότε είπε ο Ιησούς, ο Κύριος: Αν εσύ είσαι ευχαριστημένος, είμαι κι εγώ ευχαριστημένος: είναι μια χαρά, μια ευδαιμονία, μια ατέλειωτη ικανοποίηση για μένα το ότι κάτι υπέφερα για σένα· κι αν μπορούσα να υποφέρω περισσότερο, θα υπέφερα περισσότερο.


ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

Επειδή ο Χριστός, ο Θεός μας, είναι αληθινός άνθρωπος, πέθανε μ' ένα πλήρη και γνήσιο ανθρώπινο θάνατο πάνω στο Σταυρό. Αλλά επειδή δεν είναι μόνο αληθινός άνθρωπος αλλά και αληθινός Θεός, επειδή είναι η ίδια η ζωή και η πηγή της ζωής, αυτός ο θάνατος δεν ήταν, και δεν θα μπορούσε να είναι, το τελικό κλείσιμο.

Η ίδια η Σταύρωση είναι μια νίκη· αλλά ενώ τη Μ. Παρασκευή η νίκη είναι κρυμένη, το πρωΐ του Πάσχα διακηρύσσεται. Ο Χριστός ανασταίνεται από τους νεκρούς και με την ανάστασή του μας λυτρώνει από την αγωνία και τον Τρόμο· η νίκη του Σταυρού βεβαιώνεται, η αγάπη φανερώνεται ανοιχτά, ότι είναι πιο δυνατή απ' το μίσος και η ζωή πιο δυνατή απ' το θάνατο. Ο ίδιος ο Θεός πέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς κι έτσι δεν υπάρχει πια θάνατος· ακόμη κι ο θάνατος γέμισε από το Θεό. Αφού ο Χριστός αναστήθηκε, δεν είναι ανάγκη πια να φοβόμαστε καμιά σκοτεινή ή δαιμονική δύναμη μέσα στο σύμπαν. Όπως διακηρύττουμε κάθε χρόνο στην Πασχαλινή λειτουργία τα μεσάνυχτα, με λόγια που αποδίδονται στον άγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο:

Μηδείς φοβείσθω θάνατον·
ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος·
Ανέστη Χριστός, και πεπτώκασι δαίμονες·
Ανέστη Χριστός, και χαίρουσιν άγγελοι...

Εδώ, όπως και αλλού, η Ορθοδοξία τονίζει το απόλυτο. Επαναλαμβάνουμε με τον Απ. Παύλο, «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις ημών» (Α' Κορ. 15,14). Πώς θα συνεχίσουμε να είμαστε Χριστιανοί, αν πιστεύουμε ότι ο Χριστιανισμός έχει θεμελιωθεί πάνω σε μια πλάνη; Έτσι, όπως δεν είναι σωστό ν' αντιμετωπίζουμε το Χριστό απλώς σαν ένα προφήτη ή δάσκαλο ηθικής και όχι σαν ενσαρκωμένο Θεό, έτσι δεν είναι αρκετό να ερμηνεύουμε την Ανάσταση, λέγοντας ότι «το πνεύμα» του Χριστού κατά κάποιο τρόπο συνέχισε να ζει ανάμεσα στους μαθητές του. Κάποιος που δεν είναι «Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού», που δε νίκησε το θάνατο πεθαίνοντας και ανασταίνοντας τον εαυτό του από τους νεκρούς, δεν μπορεί να είναι η σωτηρία μας και η ελπίδα μας. Εμείς οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι υπήρξε αληθινή ανάσταση εκ των νεκρών, με την έννοια ότι το ανθρώπινο σώμα του Χριστού ξαναενώθηκε με την ανθρώπινη ψυχή του και ότι ο τάφος βρέθηκε αδειανός. Για μας τους Ορθόδοξους, όταν ασχολούμεθα με «οικουμενικούς» διαλόγους, μια από τις πιο σημαντικές διαιρέσεις ανάμεσα στους σύγχρονους Χριστιανούς ειν' εκείνη μεταξύ αυτών που δεν πιστεύουν.

«Υμείς δέ εστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. 24,48). Ο αναστημένος Χριστός μας στέλνει μέσα στον κόσμο να μοιραστούμε με άλλους τη «μεγάλη χαρά» της Ανάστασής του. Ο πατήρ Alexander Schmeman γράφει:

Από την αρχή-αρχή ο Χριστιανισμός υπήρξε η διακήρυξη της χαράς, της μόνης δυνατής χαράς πάνω στη γη... Δίχως τη διακήρυξη αυτής της χαράς ο Χριστιανισμός είναι ακατανόητος. Μόνον ως χαρά η Εκκλησία έγινε νικήτρια μέσα στον κόσμο· κι έχασε τον κόσμο όταν έχασε τη χαρά, όταν έπαψε να είναι μάρτυρας αυτής της χαράς. Απ' όλες τις κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών, η πιο τρομερή εκφράστηκε από τον Nietzsche όταν είπε ότι οι Χριστιανοί δεν είχαν χαρά ... «Μη φοβείσθε· ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην» -έτσι αρχίζει το ευαγγέλιο και τελειώνει: «και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης...» (Λουκ. 2,10,24,52). Κι εμείς πρέπει να επανακτήσουμε το μήνυμα της μεγάλης χαράς.

***

"Ένας γέροντας συνήθιζε να λέει: Πρόφερε το όνομα του Χριστού με ταπείνωση και με καθαρή καρδιά· δείξε του την αδυναμία σου, και αυτός θα γίνει η δύναμή σου."
(Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου)

"Πόσο εύκολο είναι να λες με κάθε αναπνοή: «Κύριε Ιησού μου, ελέησέ με! Σ' ευλογώ, Κύριε, Ιησού μου, βοήθησέ με!» "
(Αγ. Μακάριος Αιγύπτιος)

"Μέσα στο μαύρο, ανοιχτό τάφο πετούν όλες οι ελπίδες, τα σχέδια, οι συνήθειες, οι υπολογισμοί, και - πάνω απ' όλα- το νόημα: το νόημα της ζωής. Το νόημα έχει χάσει το νόημά του, και κάποιο άλλο ακατανόητο Νόημα έκανε να φυτρώσουν φτερά στην πλάτη...
Και σκέπτομαι ότι, όποιος απόκτησε αυτή την εμπειρία της αιωνιότητας μόνο μια φορά· όποιος έχει καταλάβει το δρόμο που βαδίζει, μόνο μια φορά· όποιος έχει δει τον Ένα που πηγαίνει μπροστά του, μόνο μια φορά -ένα τέτοιο πρόσωπο θα το βρει πολύ σκληρό να παρεκκλίνει απ' αυτό το μονοπάτι· σ' αυτόν όλες οι ανέσεις θα φαίνονται εφήμερες, όλοι οι θησαυροί δίχως αξία, όλοι οι σύντροφοι αχρείαστοι, αν ανάμεσά τους δεν μπορεί να δει τον Ένα Σύντροφο που φέρει το Σταυρό του".

(Μοναχή Μαρία των Παρισίων -κομάτι γραμένο μετά το θάνατο του παιδιού της)

"Για μας η Αλήθεια δεν είναι ένα σύστημα σκέψης. Η Αλήθεια δεν δημιουργείται. Η Αλήθεια υπάρχει. Ο Χριστός είναι η Αλήθεια. Η αλήθεια είναι ένα πρόσωπο. Η Αλήθεια δεν περιορίζεται ως εκεί που εμείς την κατανοούμε. Η αλήθεια μας ξεπερνάει· ποτέ δεν μπορούμε ν' αποκτήσουμε πλήρη αντίληψη της Αλήθειας.
Η έρευνα για την Αλήθεια είναι η αναζήτηση του προσώπου του Χριστού.
Η Αλήθεια είναι το Μυστήριο του προσώπου του Χριστού· και, επειδή είναι πρόσωπο, το Μυστήριο είναι αναπόσπαστα δεμένο με το γεγονός: το γεγονός της συνάντησης. Το Μυστήριο και το γεγονός είναι ένα πράγμα.
Το Μυστήριο, για το Ορθόδοξο πνεύμα, είναι μια ακριβής και αυστηρή πραγματικότητα. Είναι ο Χριστός κι είναι και το να συναντήσουμε το Χριστό."

(Μοναχή Μαρία της Normandy)

"Ο Κύριος έχει γίνει το παν για σένα· και συ πρέπει να γίνης το παν για τον Κύριο."
(Άγ. Ιωάννης της Κροστάνδης)

"Ολόκληρος ο άνθρωπος δεν θα είχε σωθεί παρά μόνο όταν Αυτός είχε επωμισθεί όλο τον άνθρωπο."
(Ωριγένης)

"Παράδοξον Μυστήριον οικονομείται σήμερον! Καινοτομούνται φύσεις, και Θεός άνθρωπος γίνεται· όπερ ην μεμένηκε, και ο ουκ ην προσέλαβεν, ου φυρμόν υπομείνας, ουδέ διαίρεσιν. Πώς εξείπω το μέγα Μυστήριον; ο άσαρκος σαρκούται· ο Λόγος παχύνεται· ο αόρατος οράται· και ο αναφής ψηλαφάται· και ο άναρχος άρχεται. Ο Υιός του Θεού Υιός ανθρώπου γίνεται· Ιησούς Χριστός, χθες και σήμερον ο αυτός, και εις τους αιώνας."
(Από τον Εσπερινό της ημέρας των Χριστουγέννων)

"Ποιόν έχουμε, Κύριε, σαν εσένα,
Τον Μεγάλο που έγινε μικρός, τον Άγρυπνο που κοιμήθηκε,
τον Καθαρό που βαφτίστηκε, τον Ζωντανό που πέθανε,
Το Βασιλιά που ταπεινώθηκε για να εξασφαλίσει σ' όλους τιμή,
Ευλογημένη ας είναι η δόξα σου!
Είναι δίκαιο να γνωρίζει ο άνθρωπος τη θεότητά σου,
Είναι δίκαιο οι ουράνιες υπάρξεις να λατρεύουν την ανθρωπότητά σου.
Οι ουράνιες υπάρξεις θαμπώθηκαν όταν είδαν πώς έγινες μικρός,
και οι γήϊνες, όταν είδαν πώς εξυψώθηκες."

(Άγ. Εφραίμ ο Σύρος)

"Επειδή ο Χριστός είναι τέλεια Αγάπη, η ζωή του πάνω στη γη δεν μπορεί να γίνει ποτέ μια ζωή παρελθόντος. Παραμένει παρών σ' όλη την αιωνιότητα. Τότε ήταν μόνος και βάσταξε τις αμαρτίες των ανθρώπων όλων μόνος. Αλλά, στο θάνατο, μας πήρε όλους στο έργο του. Γι'αυτό το Ευαγγέλιο είναι τώρα εδώ μαζί μας. Μπορούμε να μπούμε μέσα στη θυσία του."
(Μοναχή Μαρία της Normandy)
"Φοβερόν και παράδοξον μυστήριον σήμερον ενεργούμενον καθοράται· ο αναφής κρατείται· δεσμείται ο λύων τον Αδάμ της κατάρας· ο ετάζων καρδίας και νεφρούς αδίκως ετάζεται· ειρκτή κατακλείεται ο την άβυσσον κλείσας· Πιλάτω παρίσταται, ω τρόμω παρίστανται ουρανών αι δυνάμεις· ραπίζεται χειρί του πλάσματος ο Πλάστης· ξύλω κατακρίνεται ο κρίνων ζώντας και νεκρούς· τάφω κατακλείεται ο καθαιρέτης του Άδου. Ο πάντα φέρων συμπαθώς και πάντας σώσας της αράς, ανεξίκακε Κύριε, δόξα σοι."
(Από τον Εσπερινό της Μ. Παρασκευής)
"Η βαθειά προέλευση της ελπίδας και της χαράς που χαρακτηρίζουν την Ορθοδοξία και που εισχωρούν σ' όλη τη λατρεία της είναι η Ανάσταση. Το Πάσχα, το κέντρο της Ορθόδοξης Λατρείας, είναι μία έκρηξη χαράς, είναι η ίδια χαρά που ένιωσαν οι Απόστολοι όταν είδαν τον αναστημένο Σωτήρα. Είναι η έκρηξη της χαράς του σύμπαντος στο θρίαμβο της ζωής, έπειτα από τη συντριπτική θλίψη για το θάνατο -το θάνατο που ακόμη και ο Κύριος της ζωής έπρεπε να υποφέρει όταν έγινε άνθρωπος. «Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω· εορταζέτω δε κόσμος, ορατός τε άπας και αόρατος· Χριστός γαρ εγήγερται, ευφροσύνη αιώνιος». Τώρα όλα τα πράγματα έχουν γεμίσει με τη βεβαιότητα της ζωής, ενώ πριν όλα πήγαιναν σταθερά προς το θάνατο.
Η Ορθοδοξία δίνει έμφαση με ιδιαίτερη επιμονή στην πίστη του Χριστιανισμού για το θρίαμβο της ζωής."

(π. Δημήτριος Staniloae)

"Μόνον όταν είναι κανείς φυλακισμένος για θρησκευτικές πεποιθήσεις σ' ένα Σοβιετικό στρατόπεδο, μπορεί πράγματι να καταλάβει το μυστήριο της πτώσης του πρώτου ανθρώπου, το μυστικό νόημα της απολύτρωσης όλης της δημιουργίας, και τη μεγάλη νίκη του Χριστού πάνω στις δυνάμεις του κακού. Μόνο όταν υποφέρουμε για τα ιδανικά του Ευαγγελίου μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την αμαρτωλή μας αδυναμία, και την αναξιότητά μας σε σύγκριση με τους μεγάλους μάρτυρες της πρώτης Χριστιανικής Εκκλησίας. Μόνο τότε μπορούμε να συλλάβουμε την απόλυτη αναγκαιότητα της βαθειάς υποταγής και ταπείνωσης, χωρίς τα οποία δεν μπορούμε να σωθούμε· μόνο τότε μπορούμε ν' αρχίσουμε να διακρίνουμε την περαστικήν εικόνα του ορατού, και την αιώνια ζωή του Αόρατου.
Την ημέρα του Πάσχα, όλοι εμείς που είχαμε φυλακιστεί για τις θρησκευτικές μας πεποιθήσεις, ενωθήκαμε μέσα στη μόνη χαρά του Χριστού. Όλοι συνεπαρθήκαμε από ένα συναίσθημα, από έναν πνευματικό θρίαμβο, δοξάζοντας τον ένα αιώνιο Θεό. Δεν υπήρχε πανηγυρική Πασχαλινή λειτουργία με τα χτυπήματα της καμπάνας, δεν υπήρχε δυνατότητα στο στρατόπεδό μας να συγκεντρωθούμε για τη λατρεία, να ντυθούμε διαφορετικά για τη γιορτή, να ετοιμάσουμε τα Πασχαλινά φαγητά. Αντίθετα υπήρχε ακόμη πιο πολύ δουλειά και περισσότερη παρέμβαση από τη συνηθισμένη. Όλοι οι φυλακισμένοι εδώ για θρησκευτικές πεποιθήσεις, οποιουδήποτε δόγματος, ήταν περικυκλωμένοι από περισσότερη κατασκοπεία, από περισσότερες απειλές της μυστικής αστυνομίας.
Κι όμως, το Πάσχα ήταν εκεί: μεγάλο, άγιο, πνευματικό, αξέχαστο. Ήταν ευλογημένο από την παρουσία του αναστημένου μας Χριστού ανάμεσά μας -ευλογημένο από τα ήσυχα άστρα της Σιβηρίας και από τις θλίψεις μας. Πώς χτυπούσαν χαρούμενα οι καρδιές μας συμμετέχοντας στη μεγάλη Ανάσταση! Ο θάνατος νικήθηκε, δεν υπάρχει πια φόβος, μας δόθηκε ένα αιώνιο Πάσχα! Γεμάτοι απ' αυτό το θαυμάσιο Πάσχα, σας στέλνουμε από το στρατόπεδο-φυλακή μας το νικηφόρο και χαρούμενο νέο: Χριστός ανέστη!"

(Γράμμα από ένα Σοβιετικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου